ΑΛΥΤΡΩΤΙΣΜΟΣ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ- ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: ΚΑΛΥΜΝΟΣ 1935-1937
Αναστάσιος ΚΟΝΤΑΚΟΣ
Αν. Καθηγητής Τ.Ε.Π.Α.Ε.Σ. ΠΑΝ/ΜΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
Αναστάσιος ΚΟΥΝΤΟΥΡΗΣ
Υπ. Διδ. Τ.Ε.Π.Α.Ε.Σ. ΠΑΝ/ΜΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
Α. Στοχοθεσία έρευνας και μεθοδολογία
Στόχος της παρούσας ανακοίνωσης είναι να ανιχνεύσει τη σχέση και την αλληλόδραση της εκπαίδευσης και της εκκλησίας με τον «αλυτρωτισμό», αξιοποιώντας το παράδειγμα της Καλύμνου κατά τη χρονική περίοδο που εκτείνεται από το 1935 ως το 1937. Το σχολείο, πρωτίστως σε κρίσιμες εθνικές περιόδους, όπως είναι η εξεταζόμενη της Ιταλοκρατίας, αποτελεί βασική συνιστώσα της ελληνικής ταυτότητας επιχειρώντας να προβάλει τη συνέχεια του ελληνισμού από την αρχαιότητα ως σήμερα. Μέσω της ανάδειξης της κοινής εθνικής υπαγωγής, το σχολείο εξασφαλίζει τη συγκρότηση, την εδραίωση και την αναπαραγωγή της εθνικής ταυτότητας. Πολύτιμος αρωγός σε αυτήν του την προσπάθεια υπήρξε η Εκκλησία και το βαθιά ριζωμένο στη συνείδηση του λαού ορθόδοξο χριστιανικό φρόνημα.
Η μεθοδολογία που ακολουθήσαμε είναι αυτή της ιστορικής έρευνας. Προχωρήσαμε στη διερεύνηση και την αξιοποίηση πρωτογενών και δευτερογενών πηγών, αποδελτιώνοντας μέρος της σχετικής βιβλιογραφίας και διεξάγοντας έρευνα σε αρχειακό υλικό. Επιπρόσθετα, αντλήσαμε πολύτιμες πληροφορίες από το προφορικό αρχείο που συγκροτήσαμε για τη συγκεκριμένη περίοδο. Ωστόσο, πρέπει να αναφέρουμε πως οι δυσχέρειες ήταν πολλές, τόσο στη μελέτη του αρχειακού υλικού, σημαντικό τμήμα του οποίου, δυστυχώς, έχει συληθεί ή καταστραφεί, όσο και στη διεξαγωγή των προφορικών συνεντεύξεων, λόγω της μεγάλης χρονικής απόστασης από τα γεγονότα και της προχωρημένης ηλικίας των υποκειμένων και της προσωπικής εμπλοκής τους.
Ο ερευνητής της ιστορίας, και ιδίως της ιστορίας της εκπαίδευσης, οφείλει να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικός ως προς τις κρίσεις του κατά την εξέταση των γεγονότων. Σύμφωνα και με τον Χάιντεγκερ, η ιστορία είναι όχι απλώς μια προβολή από τον άνθρωπο του παρόντος στο παρελθόν, αλλά μια προβολή του πιο φαντασιακού κομματιού του παρόντος, η προβολή στο παρελθόν του μέλλοντος που έχει επιλέξει, μια ιστορία - επινόηση, μια ιστορία - επιθυμία προς τα πίσω ( Ζακ Λε Γκοφ 1998, 159) Ο ιστορικός οφείλει να θεμελιώνει και να υποστηρίζει την αλήθεια ή τουλάχιστον αυτήν που νομίζει για αλήθεια. Όμως, μπορεί να είναι εντελώς αντικειμενικός, όταν προσπαθεί να εκτιμήσει την σπουδαιότητα των γεγονότων και να εντοπίσει τις αιτιακές σχέσεις; Μάλλον όχι, ιδίως όταν αναφέρεται σε περιόδους, οι οποίες είναι φορτισμένες συναισθηματικά, ψυχολογικά και ιδεολογικά, όπως είναι αυτή της Ιταλοκρατίας στα Δωδεκάνησα. Η αντικειμενικότητα είναι πολύ φιλόδοξη σκόπευση και κατασκευάζεται σιγά - σιγά, δια μέσου των ασταμάτητων αναθεωρήσεων της ιστορικής έρευνας, των επίπονων διαδοχικών διορθώσεων, της συσσώρευσης των επιμέρους αληθειών (Ζακ Λε Γκοφ 1998, 163-164). Με ιδιαίτερη λοιπόν προσοχή θα προχωρήσουμε στην παρουσίαση και ανάλυση των γεγονότων.
Β. Το ιστορικοκοινωνικό συγκείμενο
Κανένα αντικείμενο ιστορικού ενδιαφέροντος και παρατήρησης δεν μπορεί να εξεταστεί απομονωμένα. Συνεπώς, κρίνεται απαραίτητο, προτού εισέλθουμε στο κύριο μέρος της εργασίας, να εξετάσουμε εν συντομία την περιρρέουσα ατμόσφαιρα εκείνης της περιόδου.
Τα Δωδεκάνησα βρίσκονταν υπό ιταλική διοίκηση ήδη από το 1912. Ωστόσο, μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης στις 24 Ιουλίου 1923, κατά την οποία η Τουρκία παραιτείται υπέρ της Ιταλίας από κάθε δικαίωμα και τίτλο στα Δωδεκάνησα, η ιταλική πολιτική απέναντι στους Δωδεκανησίους θα σκληρύνει ιδιαίτερα. Την 6η Αυγούστου 1924 η Ιταλία, με το βασιλικό διάταγμα αριθμ. 1354 (Φραγκόπουλος 1958, 53), προχώρησε στην προσάρτηση της Δωδεκανήσου νομικώς, η οποία λαμβάνει το όνομα «Νήσοι Αιγαίου» και προσαρτάται ως «Κτήση» (Possedimento) και όχι ως «Αποικία» (Colonia), γιατί στη Δωδεκάνησο υπήρχε υψηλό πολιτιστικό επίπεδο κι η ιταλική κυβέρνηση δεν ήθελε να την εξομοιώσει με τη Λιβύη ή την ανατολική Αφρική. Επιπλέον, τα νησιά, αντί να υπαχθούν στο Υπουργείο Αποικιών, πέρασαν στην άμεση δικαιοδοσία του Υπουργείου Εξωτερικών, του οποίου προϊστατο ο Μουσολίνι. Αυτή η ρύθμιση καταδεικνύει τον ξεχωριστό ρόλο των νησιών στην άσκηση της ιταλικής εξωτερικής πολιτικής.
Οι Ιταλοί πλέον προχωρούν σε συστηματική προσπάθεια για τον εξιταλισμό των Νήσων, πλήττοντας τους δύο βασικούς πυλώνες της ελληνικής ταυτότητας, την Εκκλησία και την Εκπαίδευση. Από το 1924 αποπειράθηκαν να δημιουργήσουν αυτοκέφαλη δωδεκανησιακή Εκκλησία, ωστόσο η προσπάθειά τους διεκόπη προσωρινά το 1929, λόγω του αιτήματος του Πατριάρχη Φωτίου για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος στο δωδεκανησιακό λαό. Όσον αφορά στην εκπαίδευση, ο κυβερνήτης Mario Lago επέβαλε το 1926 τον περίφημο «Σχολικό Κανονισμό» με τον οποίο, εκτός των άλλων, απομακρύνονται οι εκκλησιαστικές αρχές από το διοικητικό και διδακτικό έργο των σχολείων και εισάγεται η υποχρεωτική διδασκαλία της ιταλικής γλώσσας ήδη από το δημοτικό. Οι Δωδεκανήσιοι αντέδρασαν έντονα στο κυβερνητικό διάταγμα, με προεξάρχουσα την Κάλυμνο, η οποία είχε μακρά παράδοση στο χώρο των Γραμμάτων και απέρριψε με γενικές συνελεύσεις του λαού την αλλαγή στο σχολικό καθεστώς. Το αποτέλεσμα ήταν να σημειωθούν μαζικές συλλήψεις και να εξοριστούν αρκετοί από τους άρχοντες του τόπου. Η αντίσταση όμως των Καλυμνίων θα κορυφωθεί μερικά χρόνια αργότερα, όταν θα επανέλθει το θέμα του Αυτοκέφαλου της Δωδεκανησιακής Εκκλησίας. Τον Ιούνιο του 1934 οι μητροπολίτες Ρόδου Απόστολος, Καλύμνου - Λέρου Απόστολος και Κάσου – Καρπάθου Γερμανός και οι δύο αρχιμανδρίτες ( ο γενικός επίτροπος και ο πρόεδρος της επιτροπής της μονής Πάτμου) υπέβαλαν υπόμνημα στο Πατριαρχείο ζητώντας την άμεση αναγνώριση του Αυτοκέφαλου ως του μόνου τρόπου απόκρουσης των κίνδυνων που αντιμετώπιζε η Εκκλησία από τους Ιταλούς (Φεσόπουλος 1935, 29). Όταν το Πατριαρχείο απέρριψε το αίτημά τους και με αφορμή την απαγόρευση από την ιταλική κυβέρνηση της άμεσης αλληλογραφίας μαζί του, υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους και αποσύρθηκαν στον Πανορμίτη της Σύμης. Σ’ όλα τα νησιά της Δωδεκάνησου η ιταλική κυβέρνηση ζήτησε από τους πιστούς να τηλεγραφήσουν στους μητροπολίτες, ζητώντας τους να επιστρέψουν στις θέσεις τους. Πάρα ταύτα, η υπόδειξη τους δεν έγινε αποδεκτή από όλα τα νησιά. Ιδίως στην Κάλυμνο, το έγγραφο υπεγράφη μόνον από το δήμαρχο και δύο συμβούλους, σύμφωνα με την έκθεση της ιταλικής κυβέρνησης της 8 / 9 / 1935 (Φραγκόπουλος 1995, 194). Εν συνεχεία, με παρέμβαση της ιταλικής Διοίκησης, η οποία ήρε την απαγόρευση της αλληλογραφίας, οι μητροπολίτες απέσυραν τις παραιτήσεις τους και επέστρεψαν στις έδρες τους.
Στην Κάλυμνο η επιστροφή του μητροπολίτη Αποστόλου έγινε δεκτή με καχυποψία από το λαό και από την «Εθνική Ένωση Καλύμνου», μια ομάδα Καλυμνίων που είχε συσταθεί με στόχο την ενίσχυση του εθνικού φρονήματος και τη διατήρηση άσβεστου του πόθου για ένωση με τη «μητέρα – Ελλάδα». Κατόπιν συνεννοήσεως με την εθνική αυτή οργάνωση, όλοι οι ιερείς της Καλύμνου συγκεντρώθηκαν μυστικά στον ιερό ναό της Υπαπαντής και ορκίστηκαν πάνω στην Αγία Τράπεζα να αποκηρύξουν τον μητροπολίτη Απόστολο και να μείνουν αλληλέγγυοι μέχρι την ολοκλήρωση του αγώνα τους και την απόσυρση της ιδέας του Αυτοκέφαλου.
Στις αρχές του Νοέμβρη 1934 ο μητροπολίτης, μη αντέχοντας το εχθρικό κλίμα, αναχώρησε για τη Λέρο και διόρισε αρχιερατικό επίσκοπο Καλύμνου το μοναχό Επιφάνιο Καλογιάννη, της μονής του Θεολόγου της Πάτμου, ο οποίος, ωστόσο, δεν έγινε ποτέ αποδεκτός στη συνείδηση του λαού. Έτσι, φτάνουμε στο 1935.
Γ. Τα γεγονότα του 1935
Την ημέρα της λειτουργίας του Αγίου Αντωνίου, τον Ιανουάριο του 1935, οι καραμπινιέροι ( Ιταλοί χωροφύλακες) ζήτησαν να συλλάβουν τον ιερέα Μιχάλη Τσουγκράνη, ο οποίος ήταν το σύμβολο της εθνικοθρησκευτικής αντίστασης για τους κατοίκους της Χώρας, εντός του ναού της Παναγίας Κεχαριτωμένης. Ο παπά-Τσουγκράνης (1862 – 1942) συγκέντρωνε στο πρόσωπό του δύο ιδιότητες. Ήταν και δάσκαλος και ιερέας. Μάλιστα ο Mario Lago τον είχε χαρακτηρίσει «Παπαφλέσσα της Καλύμνου» και ως τέτοιο τον κυνήγησαν, για να τον εξοντώσουν. Ο υιός του παπά-Τσουγκράνη, Ηλίας Τσουγκράνης, πολιτικός αναλυτής θεμάτων εξωτερικής πολιτικής, ο οποίος εργάστηκε στα Ηνωμένα Έθνη και στη «Φωνή της Αμερικής» ως ραδιοσχολιαστής, μας προσέφερε πολύτιμες μαρτυρίες. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Ηλία Τσουγκράνη, ο πατέρας του έφυγε ρακένδυτος μαζί με τη γυναίκα του από το Βαθύ της Καλύμνου, κυνηγημένος από τους Ιταλούς. Μετά από μια σύντομη στάση στο νησάκι της Ψερίμου πέρασε απέναντι στη Μικρά Ασία με βάρκα με κουπιά. Το όνομα του βαρκάρη ήταν Λουκάς Λουκάκης. Εκεί τους συνάντησε ο Έλληνας πρόξενος Δημήτριος Παππάς, ο οποίος τους προσέφερε χρήματα και ρούχα. Ενώ όμως ο παπα-Τσουγκράνης ήθελε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη και στο Πατριαρχείο, για να δώσει αναφορά για τα συμβάντα, ο πρόξενος του υπέδειξε να πάει στην Αθήνα, προφανώς για να μη φέρει τον Πατριάρχη σε δυσχερή θέση. Η μετάβαση του προξένου στη Μικρά Ασία, η παροχή βοήθειας και η καθοδήγηση καταμαρτυρεί την προσπάθεια της Ελλάδας να συνδράμει τους Έλληνες αγωνιστές, μέσω του Προξενείου.
Ο ιερέας Μιχάλης Τσουγκράνης αναχώρησε με το πλοίο της γραμμής μαζί με τη γυναίκα του και έφθασε στον Πειραιά, όπου τον υποδέχθηκε θερμά η Δωδεκανησιακή Παροικία. Μάλιστα, σύμφωνα με την αφήγηση του γιου του, ο οποίος ευρισκόμενος στην Αθήνα για σπουδές είχε κατεβεί για την υποδοχή του, στον Πειραιά βρέθηκε και ο Β. Μόστρας, διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών και υπεύθυνος για τα θέματα της Δωδεκανήσου. Εκείνος τον οδήγησε στο Υπουργείο Εξωτερικών για κατάθεση. Έκτοτε, ο ηρωικός παπάς και δάσκαλος ξεκίνησε τον αγώνα του για την ενημέρωση της ελληνικής κοινής γνώμης πάνω στα δραματικά γεγονότα της Καλύμνου.
Εν τω μεταξύ, στην Κάλυμνο μετά τις ραγδαίες εξελίξεις, οι ιερείς, σε συνεννόηση με την «Εθνική Ένωση Καλύμνου», αποφάσισαν να κλείσουν τις εκκλησίες. Οι ιεροτελεστίες πλέον γίνονταν κρυφά στα σπίτια των πιστών. Αν και το Πατριαρχείο, μόλις πληροφορήθηκε την κατάσταση, έστειλε επιστολή ζητώντας να επικρατήσει γαλήνη και να μη στρέφεται ο λαός εναντίον του Αποστόλου, η επιστολή αυτή θεωρήθηκε πλαστή και δεν προκάλεσε καμία μεταβολή στη στάση των Καλυμνίων. Μέσα σε αυτό το έκρυθμο κλίμα, ο μητροπολίτης Απόστολος έδωσε εντολή στο μοναχό Καλογιάννη και στον ιερέα Θέμελη Τσαγκάρη να ανοίξουν την εκκλησία του Χριστού στις 5 Απριλίου του 1935. Μία μέρα πριν, στις 4 Απριλίου, με τη συνεργασία του αρχιερατικού επισκόπου και του ιταλού διοικητή, εστάλη πρόσκληση στους δασκάλους να μεταβούν με τους μαθητές στην εκκλησία για τους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου. Οι δάσκαλοι έδωσαν αρνητική απάντηση, στάση που προκάλεσε τη σύλληψη τους δύο μέρες αργότερα (Φεσόπουλος 1935, 32-33).
Το βράδυ της 5ης Απριλίου 1935 η διοίκηση της «Εθνικής Ένωσης Καλύμνου» συνήλθε μυστικά στο σπίτι του Αντώνη Ψαρομπά και αποφάσισε την ένταση του αγώνα κατά του μητροπολίτη και της ιταλικής διοίκησης. Η σύσκεψη αποφάσισε να δοθεί εντολή στους γονείς να πουν στα παιδιά τους να εγκαταλείψουν τα σχολεία, για να μη οδηγηθούν με τη βία στην εκκλησία. Τότε ο Γιώργης Μάγκος, ένα από τα ιδρυτικά μέλη της «Εθνικής Ένωσης Καλύμνου», έγραψε και κυκλοφόρησε τις ακόλουθες προκηρύξεις (Φραγκόπουλος 1995, 202-203) :
«ΕΛΛΗΝΙΚΕ ΛΑΕ ΤΗΣ ΚΑΛΥΜΝΟΥ
Η Θρησκεία μας κινδυνεύει και πάλιν. Πάλιν η Θρησκεία μας ευρίσκεται εις την τελευταίαν της αναπνοήν. Διότι την ώθησαν χείρες προδοτών σκοτεινών εκπροσώπων, οι οποίοι έκαμαν τη Θρησκεία μας παίγνιον της αναισχύντου τοπικής ιταλικής πολιτικής. Ημείς, ένδοξοι Καλύμνιοι, γνήσιοι απόγονοι των ενδόξων προγόνων μας, γνήσια τέκνα του Διάκου, του Κολοκοτρώνη, του Μιαούλη και του Κανάρη οφείλομεν να ορμήσωμεν διά να θάψωμεν τα άτιμα σχέδιά των.
Δεν πρέπει να φοβώμεθα από τας ψευδείς διαδόσεις των διότι υπεράνω ημών υπάρχει μία ανωτέρα δύναμις. Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ, η φοβερά σπάθη της οποίας θα εξολοθρεύση τους εχθρούς της.
ΖΗΤΩ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
ΖΗΤΩ Η ΚΑΛΥΜΝΟΣ».
«ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΜΑΘΗΤΩΝ ΝΙΚΗΦΟΡΕΙΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
Όλοι οι μαθηταί του Γυμνασίου μας , έχοντες συναίσθησιν του πόνου ο οποίος σφίγγει την καρδίαν, εις τον οποίον η Κυβέρνησις έρριψεν ημάς και τον αγαπητόν ορθόδοξον πληθυσμόν, θέτουσα χείρα αναιδώς επί της Θρησκείας μας, πράγμα το οποίον κανένας ποτέ γραπτός νόμος δεν επέτρεψεν, αποφασίσαμεν από κοινού να μη δεχθώμεν ποτέ να συνεχίσωμεν τα μαθήματά μας μέχρις ότου θα συνεχισθή αυτή η κατάστασις, αξία πένθους, και τούτο διά να πενθώμεν την πίστιν μας, η οποία εκτυπήθη από τα λακτίσματα μερικών.
Οποιοδήποτε μέτρον βίας και αν θελήση να λάβη κατά των μαθητών η σκληρά Κυβέρνησις και με οποιαδήποτε αγρίαν μορφήν και αν ζητήση να κτυπήση με το χέρι της, τίποτε δεν θα κατορθώση να μας κάμη να παραδεχθώμεν εκείνο που προστάζουν οι πλάνοι της θρησκείας, δεδομένου ότι είμεθα διατεθειμένοι να υποφέρωμεν τα πάνδεινα χάριν της, έχοντες ως ιδανικόν να διατηρήσωμεν εν δόξη τη Θρησκείαν μας, την οποίαν εκληρονομήσαμεν από τους ενδόξους προγόνους μας.
Έσο, λοιπόν, βέβαιος αγαπητέ και ένδοξε πληθυσμέ της Καλύμνου, ότι μέχρις ότου δεν υπάρχει Θρησκεία δεν θα υπάρχη ούτε Γυμνάσιον. Ας υποφέρωμεν τώρα οιανδήποτε καταπίεσιν και οι αληθινοί προστάται και υπερασπισταί μας ας εκδικηθούν τα δεινά μας.
Κάλυμνος 6 Απριλίου 1935».
Τα προαναφερθέντα καθιστούν πασιφανή τη στενή σχέση αλληλεπίδρασης εκκλησίας και εκπαίδευσης στην προσπάθεια για εθνική απελευθέρωση. Σχολείο και Εκκλησία εντάσσονται στον αγώνα για την λευτεριά. Είναι σαφές πως οι Καλύμνιοι θεώρησαν το Αυτοκέφαλο κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων τους και ολοφάνερη απόπειρα για την απεθνικοποίησή τους.
Τα γεγονότα πήραν δραματική τροπή. Σημειώνονται σφοδρές συγκρούσεις του λαού και κυρίως των γυναικών με τους «καραμπινιέρι». Ο άμαχος πληθυσμός βάλλει με πέτρες κατά των στρατιωτών, οι οποίοι ζήτησαν και έλαβαν ενισχύσεις, για να αντιμετωπίσουν το «μαινόμενο πλήθος». Στις συμπλοκές που σημειώθηκαν στις 6 Απριλίου σκοτώθηκε ένας νεαρός βοσκός, ο Μανώλης Καζώνης, γεγονός που συγκλόνισε το μαχόμενο λαό. Η ιταλική Διοίκηση κήρυξε την κατάσταση «δημοσίου κινδύνου» και επέβαλε στρατιωτικό νόμο. Τις πρώτες ώρες της 7ης Απριλίου 1935 συλλαμβάνεται πλήθος κόσμου (πβ. Φραγκόπουλος 1995, 205) και κυρίως ιερείς και εκπαιδευτικοί. Μάλιστα, ο διοικητής της Καλύμνου De Bisogno στην αναφορά του προς την Κυβέρνηση των Ιταλικών Νήσων του Αιγαίου αναφέρει : «Η συμμετοχή των δασκάλων των σχολείων στη στάση ήταν καταφανής με την επέμβαση στην πλατείαν διαφόρων δασκαλισσών και με το άδειασμα από τους μαθητές των σχολείων, που το υποκίνησαν οι ίδιοι οι δάσκαλοι, οι νόμισαν πως θα σώσουν την οικονομικήν τους θέση με την εξεζητημένην παρουσίαν τους κατά τις απουσίες των μαθητών» (Φραγκόπουλος 1995, 206-207).
Ανάμεσα στους συλληφθέντες βρίσκονται και πολλά μέλη της «Εθνικής Ένωσης Καλύμνου» όπως ο Γιώργης Μάγκος, ο Αντώνης Καλογιάννης, ο Αντώνης Ψαρομπάς, ο Αντώνης Ζερβός κ.α. Από τους συλληφθέντες εκπαιδευτικούς ενδεικτικά αναφέρουμε το Μιχάλη Σκαρδάση, ο οποίος είχε υποστεί διώξεις και το 1926 για την απείθειά του στην εφαρμογή του Σχολικού Κανονισμού και, σύμφωνα με τη μαρτυρία της κόρης του Μαρίας Σκαρδάση, είχε επαφές με την ελληνική κυβέρνηση, καθώς και την Καλοτίνα Κουσκούτη διδασκάλισσα, ετών 53, η οποία, αν και προστάτης οικογένειας, παρέμεινε εννέα μήνες στη φυλακή. Οι Ιταλοί μεταφέρουν τους φυλακισμένους στην Κω και στη Ρόδο και αρχίζουν τις δίκες τους κατά κλιμάκια από τις 12 του Απρίλη μέχρι τις 4 Ιουνίου του 1935. Εύλογα εξάγεται το συμπέρασμα πως οι δίκες-παρωδία είχαν ως στόχο την επιβολή της πολιτικής βούλησης του φασιστικού καθεστώτος. Περίπου 69 Καλύμνιοι καταδικάστηκαν πρωτοδίκως σε ποινές φυλακίσεως από ένα ως εξίμισι χρόνια.
Δ. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του de Vecchi.
Παρά τις σκληρές διώξεις ο καλυμνιακός λαός δεν πτοείται. Οι εκκλησίες παραμένουν κλειστές και οι λειτουργίες τελούνται σε σπίτια. Έτσι, φθάνουμε στο 1936, οπότε και επισκέπτεται τα Δωδεκάνησα ο Cesare Maria de Vecchi di Val Cismon ως Υπουργός της Παιδείας και μέλος της Τετρανδρίας του φασισμού, η οποία πρωτοστάτησε με την περίφημη «Πορεία της Ρώμης» στην άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία το 1922. O Lago του επεφύλαξε μεγάλη υποδοχή, ωστόσο o de Vecchi δεν έμεινε ικανοποιημένος και έκανε δριμύτατες παρατηρήσεις στο Lago, επειδή ο λαός μιλούσε ακόμη ελληνικά, μετά από τόσα χρόνια ιταλικής κατοχής. O de Vecchi γύρισε στην Ιταλία και σε λίγο επέστρεψε στα Δωδεκάνησα αναλαμβάνοντας ως Γενικός Διοικητής με Βασιλικό Διάταγμα στις 22 Νοεμβρίου 1936. Ο αθηναϊκός τύπος αναφέρθηκε με κολακευτικά σχόλια στο διορισμό του de Vecchi χαρακτηρίζοντας τον μεγάλο πολιτικό και φιλέλληνα (Παπαχριστοδούλου 1994, 568). Εν τούτοις, σύντομα ο νέος Διοικητής θα δείξει το αληθινό του πρόσωπο. Κατά τη γνώμη του de Vecchi, αφού η ορθόδοξη Εκκλησία έχει απογυμνωθεί από κάθε δικαιοδοσία στην εκπαίδευση και στην τοπική αυτοδιοίκηση, το Αυτοκέφαλο δεν είχε νόημα. Επομένως, θέλησε να το κλείσει, για να μην αποτελεί πηγή άσκοπων προστριβών και αναταραχής. Αυτή η επιθυμία της ιταλικής Διοίκησης ουσιαστικά έθεσε τέρμα στη διεκδίκηση του Αυτοκέφαλου. Οι εξελίξεις στο εκκρεμές εκκλησιαστικό ζήτημα της Καλύμνου ήταν ραγδαίες. Το πρωί της 2ας του Μάη του 1937 έφθασε στο νησί τηλεγράφημα από τον Πατριάρχη Βενιαμίν με το οποίο γνωστοποιούνταν στους ιερείς και τους προύχοντες του τόπου ότι «η Κάλυμνος απεσπάσθη της Μητροπόλεως Λέρου και προσηρτήθη στην Μητρόπολιν Κώου» (Φραγκόπουλος 1995, 217). Ο λαός της Καλύμνου πανηγύρισε την πολυπόθητη απομάκρυνση του μητροπολίτη Αποστόλου, στην οποία έβλεπαν την οριστική ήττα του Αυτοκέφαλου.
Η ιταλική Διοίκηση έχοντας αποτύχει στο θρησκευτικό ζήτημα, έστρεψε την προσοχή της, για άλλη μια φορά στην παιδεία, στην προσπάθειά της να πλήξει το εθνικό φρόνημα των Δωδεκανησίων. Ο Σχολικός Κανονισμός του 1926 δε θεωρήθηκε επαρκής για τη διάδοση της ιταλικής γλώσσας και του πολιτισμού από το de Vecchi. Έτσι, με το κυβερνητικό διάταγμα υπ’ αρ. 149 της 21 / 7 / 1937 :
Επιβάλλεται η χωρίς εξαιρέσεις εξομοίωση των κοινοτικών (ελληνικών) σχολείων με τα ιταλικά.
Η ελληνική γλώσσα (lingua locale) γίνεται μάθημα προαιρετικό και διδάσκεται τρία ημίωρα την εβδομάδα χωρίς βιβλία ως την τρίτη τάξη του πενταετούς δημοτικού σχολείου, μετά έπρεπε να ξεχαστεί. Μάλιστα, ο βαθμός επίδοσης στα Ελληνικά δε συνυπολογίζεται κατά την εξαγωγή των αποτελεσμάτων.
Ο κυβερνήτης κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους, επικαλούμενος πειθαρχικούς, διδακτικούς ή πολιτικούς λόγους, έχει το δικαίωμα να διατάξει το κλείσιμο των λεγόμενων «ιδιωτικών σχολείων».
Εισάγεται ένα καινούργιο μάθημα, η φασιστική αγωγή (cultura fascista) από την πρώτη δημοτικού, δύο ώρες την εβδομάδα, για να εξυπηρετήσει τα σχέδια της ιταλικής προπαγάνδας.
Οι δάσκαλοι υποχρεώνονται να μιλούν και να διδάσκουν στα ιταλικά, διαφορετικά απολύονταν.
Τα γυμνάσια των νησιών Κω, Σύμης και Καλύμνου θα λειτουργούσαν ως κατώτερα ιταλικά.
Στην Κάλυμνο το «Νικηφόρειο Γυμνάσιο» μετατρέπεται σε «Gimnasio Ovidio» και τα δημοτικά σχολεία σε «Scuole Elementari». Το Παρθεναγωγείο είχε την επιγραφή «Principessa Maria Pia». Οι Έλληνες δάσκαλοι που δε δέχονταν να διδάξουν τα Ιταλικά απολύονταν και έφευγαν στο ελληνικό κράτος. Η έξοδος των εκπαιδευτικών αλλά και γενικότερα του πληθυσμού θα ήταν μαζική, αν δεν υπήρχε το Ελληνικό Προξενείο, το οποίο προσπαθούσε με κάθε τρόπο να αποτρέψει τη φυγή τους, έχοντας εντολές να μην υπογράφει διαβατήρια για την Ελλάδα. Μολονότι φυλασσόταν στενά από τους Ιταλούς και η πρόσβαση σε αυτό ήταν εξαιρετικά δυσχερής, το Προξενείο δεν έπαψε στιγμή να συνδράμει, με όποιο μέσο διέθετε , τους Έλληνες εκπαιδευτικούς στην προσπάθειά τους να μην υποκύψουν στα σχέδια του κατακτητή. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία της Καλύμνιας δασκάλας Καλλιόπης Μανιά, για την προτροπή του προξένου Δημητρίου Παππά, ο οποίος της είχε πει : « Όταν χάνουμε τα υγιή στοιχεία στην εκπαίδευση, τι θα γίνει; Κρατηθείτε όσο μπορείτε, μην αφήνετε τις θέσεις σας να τις παίρνουν Ιταλοί δάσκαλοι. Η ζημιά είναι δικιά μας, μην τους αφήνετε τα παιδιά στα χέρια τους. Έχουμε ευθύνη». Πράγματι, πολλοί δάσκαλοι παρέμειναν στα νησιά προσπαθώντας με κάθε τρόπο να διατηρήσουν την ελληνική γλώσσα. Ο πρόεδρος της Εκπαιδευτικής Δωδεκανησιακής Επιτροπής, Μιχάλης Βολονάκης σε επιστολή του προς το Υπουργείο Παιδείας στις 22 / 10 / 1945 αναφέρει : «…ευθαρσείς διδάσκαλοι, βοηθούντες ευτόλμους ωσαύτως φιλοπάτριδας γονείς, κρυφά και κατά νυκτερινάς ώρας, εδίδασκον την εθνικήν ημών γλώσσαν εις τους ελληνόπαιδας της Δωδεκανήσου και ανήπτον άσβεστον εις τας καρδίας αυτών την προς την πατρίδα και την ορθοδοξία αγάπην, θέτοντες ούτως εις πλήρη ενέργειαν ανά τας μαρτυρικάς νήσους το κρυφό σκολειό» (Υπουργείο Εξωτερικών 1996, 181).
Στην Κάλυμνο, σύμφωνα με πολλές προφορικές μαρτυρίες, παραδίδονταν μαθήματα ελληνικής γλώσσας κατ’ οίκον, από αρκετούς εκπαιδευτικούς. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη μαρτυρία της ηγουμένης Αγνής, της μονής του Ρότσου, ότι η δασκάλα Καλλιόπη Κωλέττη παρέδιδε κρυφά μαθήματα στην ίδια μέχρι και την Τετάρτη τάξη του δημοτικού. Επίσης, η Θεμελίνα Καπελλά, λαογράφος και εκπαιδευτικός και ο Νικόλαος Κουλιανός, εκπαιδευτικός, αναφέρουν τα ονόματα των Γιάννη Ζερβού, Γιάννη και Μιχάλη Σκαρδάση, Καλλιόπης Μανιά, ότι παρέδιδαν μαθήματα Ελληνικών σε σπίτια. Η αναφορά αυτή, ασφαλώς είναι ενδεικτική και δεν εξαντλεί τον κατάλογο των εκπαιδευτικών που με μεγάλο κίνδυνο προσπαθούσαν να μην αφήσουν την ελληνική γλώσσα να σβήσει.
Οι Ιταλοί, μη μένοντας ικανοποιημένοι, προχώρησαν σε νέες διώξεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανταπόκριση από την Κάλυμνο του αγωνιστικού μηνιαίου δελτίου της δωδεκανησιακής νεολαίας Αμερικής «Δωδεκανήσιος», που εκδιδόταν από τον Οκτώβριο του 1937 μέχρι το Μάιο του 1941 στη Νέα Υόρκη. Στο 34 φύλλο του Νοεμβρίου του 1937 διαβάζουμε τα εξής : «Δια του διατάγματος της Διοικήσεως Ρόδου επαύθησαν ο Γυμνασιάρχης του Γυμνασίου της νήσου κ. Γιάννης Κλ. Ζερβός, οι καθηγηταί της φιλολογίας κ.κ. Μιχ. Σκαρδάσης, Δρόσος Κωλέττης, ο φυσικομαθηματικός κ. Αντ. Ζερβός και οι δημοδιδάσκαλοι Σακ. Μπιλλήρης, Γ. Σωτηρίου, Γ. Μελάς, Μεθ. Τσουκαλάς, Μικές Μαϊλακάκης, Πηνελ. Πικραμένου, Μπ. Παστρικού. Μεταξύ των παυθέντων είναι και ο γνωστός πρώην Δήμαρχος και Διευθυντής της 2ας Δημοτικής Σχολής κ. Μιχ. Μαύρος και ο πιστός ακόλουθός του δημοδιδάσκαλος Μ. Κώστας ή Φελλάς. Γυμνασιάρχης διωρίσθη ο ιταλός εκπαιδευτικός Μ. Γαλαμίνι, αι δε διευθύνσεις όλων των δημοτικών σχολείων θα ανατεθούν εις ιταλούς εκπαιδευτικούς.
Οι μισθοί των διδασκάλων δεν έχουν πλέον την βάσιν των ετών της υπηρεσίας, αλλά τον τίτλον σπουδής. Ούτω οι δημοδιδάσκαλοι με δίπλωμα του Ιταλικού Διδασκαλείου Ρόδου έχουν μισθόν ορισθέντα εις 500 λιρέττας και των διδασκαλισσών εις 450. Οι έχοντες δίπλωμα Ελληνικού Διδασκαλείου λαμβάνουν μισθόν 450, αι δε διδασκάλισσαι 400 λιρεττών».
Παρά τις ανελέητες διώξεις το φρόνημα τόσο των εκπαιδευτικών όσο και του λαού δε θα καμφθεί. Οι νησιώτες έχοντας ως πανίσχυρο έρεισμα την ελληνική γλώσσα και την ορθόδοξη πίστη, δε θα πάψουν να αγωνίζονται μέχρι να πετύχουν το στόχο τους, που δεν είναι άλλος από την ένωση με τη «μητέρα-Ελλάδα».
Ε. Συμπεράσματα.
Αυτά ήταν συνοπτικά τα γεγονότα της περιόδου 1935-1937, τα οποία σημάδεψαν τη ζωή του νησιού και έμειναν ανεξίτηλα στη μνήμη των κατοίκων του. Προτού προχωρήσουμε στη εξαγωγή συμπερασμάτων, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι σε καμία περίπτωση δε φιλοδοξεί ένα περιορισμένο σε χρόνο και έκταση πόνημα να θεωρήσει ότι εξήντλησε την ανάλυση του θέματος. Στόχος της παρούσας εργασίας είναι να αναδείξει κάποιες πτυχές της τοπικής ιστορίας της εκπαίδευσης και να συνδράμει στη διερεύνηση της σχέσης της εκπαίδευσης με τον αλυτρωτισμό και σε αυτήν την κατεύθυνση κινούνται και τα εξαγόμενα συμπεράσματα.
Οι Ιταλοί, από πολύ νωρίς είχαν συνειδητοποιήσει τον καθοριστικό ρόλο της εκπαίδευσης στη συγκρότηση της ελληνικής εθνικής συνείδησης. Όπως διαπίστωνε ο ίδιος ο Lago, οι Έλληνες προτιμούσαν να μη φάνε παρά να στερήσουν τη μόρφωση από ένα παιδί τους. Αναλφάβητοι δεν υπήρχαν. Τα όπλα άμυνας κατά των Τούρκων ήταν η «ευφυΐα» και η παιδεία. Τη διαχείριση των σχολείων την είχε η Εκκλησία. Αναπόσπαστος ο δεσμός Εκκλησίας – σχολείων. Ανάμεσα σε φτωχόσπιτα των χωριών ξεχώριζαν τα κτήρια, σε μνημειακή μορφή, των ιερών ναών και των σχολείων. Για τον Έλληνα, Εκκλησία, σχολείο και αλυτρωτισμός απήρτιζαν συμπαγή και αδιαίρετη έννοια. Αυτήν ακριβώς την ενότητα θέλησε να διασπάσει ο Lago. (Τσιρπανλής 1998, 150-151 ). Τόσο το Αυτοκέφαλο, όσο και την επέμβαση στην εκπαίδευση πρέπει να τα δούμε από πολιτική σκοπιά. Στόχος ήταν η σταδιακή απεθνικοποίηση των Δωδεκανησίων, για να εξυπηρετηθούν καλύτερα τα επεκτατικά σχέδια των Ιταλών στην Ανατολή.
Η Κάλυμνος αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση για πολλούς λόγους. Ως προς την εκπαίδευση είχε μακρά παράδοση. Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα υπάρχουν πολλά στοιχειώδη σχολεία και ο αναλφαβητισμός είναι περιορισμένος. Ο Κανονισμός της Δημογεροντίας του 1894 με το άρθρο 25 ορίζει Εφορεία Σχολείων υπεύθυνη για την εκπαίδευση στο νησί.. Κατά την περίοδο 1912 – 1925 ακολουθείται το αναλυτικό πρόγραμμα του Ελληνικού Υπουργείου Παιδείας. Παράλληλα, οι νησιώτες επιδεικνύουν φλογερό θρησκευτικό συναίσθημα. Ορθόδοξη πίστη και Ελληνική Παιδεία είναι τα ισχυρότερα συνεκτικά στοιχεία της ελληνικής ταυτότητας για τους Καλύμνιους. Κατά την απόπειρα επιβολής του Αυτοκέφαλου, η εξέγερση των Καλυμνίων εκτός από θρησκευτική θα είναι και εθνική. Η απόσχιση από το Πατριαρχείο θεωρείται προδοσία της ελληνορθόδοξης παράδοσης. Ο απλός λαός βλέπει στο Αυτοκέφαλο ύπουλα σχέδια του παπισμού για εξόντωση του ορθόδοξου φρονήματος και της ελληνικότητας των νησιών. Εξάλλου δεν πρέπει να ξεχνάμε πως τα γεγονότα του 1935 υποκινήθηκαν και από την «Εθνική Ένωση Καλύμνου», μια πατριωτική αντιστασιακή οργάνωση, η οποία σύμφωνα με τη σχετική βιβλιογραφία αλλά και από προφορικές μαρτυρίες συγγενικών προσώπων των συμμετεχόντων σ’ αυτήν, κρατούσε τακτική επαφή με την ελληνική κυβέρνηση και με το προξενείο της Ρόδου. Συγκεντρώνει χρήματα και βοηθάει τους κυνηγημένους για τα εθνικά φρονήματα πατριώτες, αγοράζει ελληνικά βιβλία για τους μαθητές, όταν απαγορεύτηκε η διδασκαλία της Ελληνικής και συνδράμει τους Καλύμνιους δασκάλους που άνεργοι από το 1937 και μετά διδάσκουν κρυφά τα Ελληνικά σε σπίτια. Όλες οι ενέργειες κινούνται προς μία κατεύθυνση, την ενίσχυση του εθνικού φρονήματος και οι νησιώτες διακατέχονται από έναν πόθο, την ένωση με την Ελλάδα.
Η στάση της Ελλάδας απέναντι στο Δωδεκανησιακό ζήτημα είναι ένα ιδιαίτερα σύνθετο και πολυδιάστατο θέμα. Η επίσημη ελληνική εξωτερική πολιτική είναι εύλογο να είναι εξαιρετικά επιφυλακτική. Ιδίως μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης και την επικράτηση του φασισμού, οπότε και ισχυροποιήθηκε η θέση της Ιταλίας στο Διεθνές προσκήνιο, η Ελλάδα προβαίνει σε μία σειρά προσεκτικών διπλωματικών ελιγμών. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη συνθήκη που υπογράφτηκε στη Ρώμη από το Μουσολίνι και το Βενιζέλο στις 23 Σεπτεμβρίου 1928 επί τον τίτλο «Συνθήκη Φιλίας, Συνδιαλλαγής και Δικαστικού Διακανονισμού». Ο Βενιζέλος εξασφάλιζε με αυτόν τον τρόπο τη μη παροχή ιταλικής βοήθειας στη Βουλγαρία και την Τουρκία σε περίπτωση που η Ελλάδα έφθανε σε εχθροπραξίες μαζί τους και την ιταλική υποστήριξη σε περίπτωση σύγκρουσης με τη Γιουγκοσλαβία. Ένας από τους όρους για να επιτευχθεί η Ελληνοϊταλική προσέγγιση ήταν η αποδοχή από την Αθήνα του υφιστάμενου καθεστώτος στα Δωδεκάνησα. Εξάλλου, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στα γεγονότα του 1935 στην Ελλάδα επικρατεί πολιτική ταραχή, ενώ η Ιταλία έχει βγει ενισχυμένη από την επικράτησή της στον πόλεμο στην Αβησσυνία. Μάλιστα, το 1937 η Αλβανία βρίσκεται υπό τον έλεγχο της Ιταλίας, ενώ στην Ελλάδα έχει επικρατήσει το φασιστικό καθεστώς του Μεταξά. Με βάση τα προαναφερθέντα συνειδητοποιούμε ότι ήταν εξαιρετικά δύσκολο η Ελλάδα να ταχθεί επίσημα στο πλευρό των Δωδεκανησίων. Ωστόσο, μέσω του Ελληνικού Προξενείου, το Ελληνικό Κράτος θα προσφέρει συνεχώς τη συνδρομή του στον αγώνα, υλική και ηθική. Το Ελληνικό Προξενείο ήταν το καταφύγιο του ελληνικού στοιχείου και ο εθνικός φορέας από τον οποίο αντλούσαν ελπίδα και ζητούσαν συμβουλές οι Δωδεκανήσιοι σε κάθε περίπτωση ιταλικής παρέμβασης ή δίωξης. Ιδίως οι εκπαιδευτικοί είχαν συχνότατη επαφή με το προξενείο. Υπάρχουν άφθονες προφορικές μαρτυρίες, οι οποίες έρχονται να επιβεβαιώσουν τις προσπάθειες του Ελληνικού Προξενείου να κρατήσει τους Δωδεκανησίους εκπαιδευτικούς στον τόπο τους κατά τα έτη 1935 – 1937 . Ενδεικτικά αναφέρουμε τη μαρτυρία της Μαρίας Σκαρδάση, οδοντιάτρου στο επάγγελμα, κόρης του καθηγητή Μιχάλη Σκαρδάση, ο οποίος είχε διωχθεί και φυλακιστεί για τα εθνικά του φρονήματα, ότι το Προξενείο του είχε δώσει εντολή να παραμείνει στην Κάλυμνο μέχρι να τον εκδιώξουν για αντίσταση.
Οι Δωδεκανήσιοι γαλουχημένοι με τις αξίες της Ορθοδοξίας και της ελληνικής παιδείας πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση στα ιμπεριαλιστικά σχέδια των Ιταλών κατακτητών. Ιδιαίτερα η Κάλυμνος με το έντονο θρησκευτικό αίσθημα, με σχολεία που λειτουργούσαν από τις αρχές του 19ου αιώνα, με σχολεία ισότιμα προς αυτά της «μητέρας – Ελλάδας», με την Εφορεία των Σχολείων, ένα εξαιρετικά προοδευτικό οργανισμό, υπήρξε αγκάθι στη πολιτική εξιταλισμού του φασιστικού καθεστώτος. Οι Καλύμνιοι αντλώντας από τα διδάγματα της Εκκλησίας και της Εκπαίδευσης στοιχεία εθνικής υπερηφάνειας είχαν βαθιά ριζωμένη μέσα τους την αίσθηση της ουσιαστικής συνέχειας του Ελληνισμού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αναγνωστήριον Καλύμνου «Αι Μούσαι» (2000) Κανονισμός της Δημογεροντίας της
Νήσου Καλύμνου 1894 (Αθήνα).
Αρχείο Δημογεροντίας Καλύμνου.
Αρχείο Προφορικών Μαρτυριών (ΚΟΥΝΤΟΥΡΗΣ, ΑΝ., ΚΟΝΤΑΚΟΣ, ΑΝ.).
Βεργωτής, Γ. (1997) Η Εκπαίδευση στο Κοινό της Ρόδου κατά την Ιταλοκρατία, Έκδοση ΔΙ.ΚΕ.Μ.ΜΕ. (Ρόδος).
Gellner, E. (2002) Εθνικισμός, Πολιτισμός, Πίστη και Εξουσία (Αθήνα, Αλεξάνδρεια)
Δράκος, Ν. (1982) Στην Κάλυμνο Προχτές και Αντιπροχτές, Αναγνωστήριο «Αι Μούσαι», Σειρά Λογοτεχνικών και Επιστημονικών Εκδόσεων, αρ. 18 (Αθήνα).
«Δωδεκανήσιος», μηνιαία εφημερίδα δωδεκανησιακής νεολαίας Αμερικής.
Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Δωδεκανήσου (1979) Δωδεκανησιακά Χρονικά, τομ. Ζ΄-1978 (Αθήνα).
Ζαϊρη, Μ. (1986) Για το εκπαιδευτικό σύστημα της Δωδεκανήσου στα χρόνια της ιταλικής κατοχής, Καλυμνιακά Χρονικά, τομ. ΣΤ΄, σσ. 106-124 (Αθήνα).
Ζερβός, Γ. (1960) Ιστορικά Σημειώματα (Αθήνα).
Ίγκερς, Γ. (1999) Η Ιστοριογραφία στον 20ό Αιώνα (Αθήνα, Νεφέλη).
Καπελλά, Θ. (1997) Ιστορικές Μνήμες της Καλύμνου, Αναγνωστήριο «Αι Μούσαι», Σειρά αυτοτελών εκδόσεων, αρ. 25, (Αθήνα).
Λε Γκοφ, Ζ. (1998) Ιστορία και μνήμη (Αθήνα, Νεφέλη).
Λέκκας, Π. (2001) Το Παιχνίδι με τον Χρόνο, εθνικισμός και νεοτερικότητα (Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα).
Παπαχριστοδούλου, Χ. (1994) Ιστορία της Ρόδου, από τους προϊστορικούς χρόνους εως την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου (1948) (Αθήνα).
Σακελλαρίου, Σ. (1977) Η Εθνικο-θρησκευτική Αντίστασις της Καλύμνου το Έτος 1935, τομ. Α΄ (Αθήναι).
Τρικοίλης Ν. Σ. κ.ά. Ιστορία & Πολιτισμός της Καλύμνου, Έκδοση του Επαρχείου Καλύμνου & της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, (Αθήνα).
Τσαλαχούρης, Κ. (1992) Το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Δωδεκανήσου (Αθήνα).
Τσιρπανλής, Ζ. (1998) Η Ιταλοκρατία στα Δωδεκάνησα 1912-1943 (Ρόδος).
Τσιρπανλής, Ζ. (1987) Στην Κάλυμνο του 1935, Συλλήψεις, Εκπατρισμοί, Προδοσίες, Ανάτυπον από τα «Ελληνικά», τομ. 38ος (Θεσσαλονίκη).
Υπουργείο Εξωτερικών, Πανεπιστήμιο Αθηνών (1996) Δωδεκάνησος η Μακρά Πορεία προς την Ενσωμάτωση, Διπλωματικά έγγραφα από το Ιστορικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών, έρευνα και επιστημονική επιμέλεια Λένα Διβάνη- Φωτεινή Κωνσταντοπούλου (Αθήνα, Καστανιώτης).
Φραγκόπουλος, Ι. (1952) Ιστορία της Καλύμνου, 3 τομ. (Αθήναι).
Φραγκόπουλος, Ι. (1958) Η Δωδεκάνησος υπό Ιταλοκρατίαν (Αθήναι).
Φραγκόπουλος, Ι. (1988) Ο θεσμός της εφορείας σχολών στην Κάλυμνο, Καλυμνιακά Χρονικά, τομ. Ζ, σσ. 72-79 (Αθήνα).
Φραγκόπουλος, Ι. (1995) Ιστορία της Καλύμνου (Αθήνα, Σκάφανδρο).