Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΑΓΩΓΗΣ
ΣΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΥΠΑΙΘΡΙΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙ.
ΜΙΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ.
Βασιλική ΘΕΟΔΩΡΟΥ
Επ. Καθηγήτρια Δημοκρίτειου Παν/μίου Θράκης,
Δέσποινα ΚΑΡΑΚΑΤΣΑΝΗ
Επ. Καθηγήτρια Παν/μίου
Πελοποννήσου.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στόχος αυτού του άρθρο είναι η διερεύνηση της εφαρμογής των αρχών της Νέας Αγωγής στα υπαίθρια σχολεία που λειτούργησαν στην Ευρώπη τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, καθώς και η επιρροή των αρχών αυτών στις απόπειρες που έγιναν για τη λειτουργία παρόμοιων σχολείων στην Ελλάδα. Εξετάζεται το ευρύ φάσμα των εκδοχών αυτού του πρωτότυπου ιατρικο-παιδαγωγικού θεσμού που επινοήθηκε κυρίως από Γερμανούς σχολικούς γιατρούς για την προφύλαξη των καχεκτικών και προφυματικών παιδιών και το οποίο τοποθετείται σε ένα σταυροδρόμι αναζητήσεων ανάμεσα στον αντιφυματικό αγώνα, την κοινωνική δράση και την παιδαγωγική μεταρρύθμιση. Τα σχολεία που λειτούργησαν μέσα στη φύση πρόσφεραν ένα πραγματικό πεδίο πειραματικής παιδαγωγικής, καθώς σε αυτά εφαρμόστηκαν αρκετές από τις αρχές της Νέας Αγωγής (αλλά και του Σχολείου Εργασίας), όπως η αυτενέργεια, η συνεκπαίδευση, οι δραστηριότητες εξερεύνησης του τοπίου, η ατομική εμπειρία, η μάθηση των πραγμάτων σε συνδυασμό με την ιατρική φροντίδα.
SUMMARY
The objective of this article is the research of the application of the
principles of New Education in the open-air schools, which were created in
Europe in the first decades of the 20th century, as well as the
influence of these principles in different initiatives with the same goal that
were promoted in Greece at the same period of time. We intend to analyze the
different aspects and dimensions of this innovative medico-pedagogical
institution, which was invented especially by German school doctors for the
protection of children whose health was very sensible and weak. This
institution is also situated in the crossroad of different problematic and
initiatives situated between the struggle against tuberculosis, the social
action and the pedagogical reform. These schools, created and organized inside
the nature, offered a real place and a special domain for the application of
experimental pedagogical structures and principles, because there were promoted
and experienced a lot of the principles of New Education (and of the ‘Arbeitschule’) as the self-autonomy, the liberty and
independence of doing and experiencing, the activities of research and
discovery of the nature, the self-experience, the learning of different
things-subjects in relationship with the medical care.
Η δημιουργία του θεσμού των υπαιθρίων σχολείων εγγράφεται στο πλαίσιο μιας κοινωνικής πολιτικής πρόληψης της φυματίωσης, ασθένειας η οποία χαρακτηριζόταν ως μάστιγα στην Ευρώπη στις αρχές του 20ού αιώνα, καθώς ήταν μία από τις πρώτες αιτίες θανάτου για τους νέους ηλικίας 15-29 ετών. Αν και η ταυτοποίηση του υπεύθυνου βάκιλου - το 1882- και η ανακάλυψη των ακτινών Χ -το 1895- συνέβαλαν στη διεύρυνση των γνώσεων σχετικά με τη φύση της ασθένειας, δεν κατάφεραν, ωστόσο, να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τη νόσο[1]. Κατά συνέπεια, μέχρι την ευρεία χρησιμοποίηση της στρεπτομυκίνης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (1947), η θεραπεία της φυματίωσης στηριζόταν σε μια υγιεινοδιαιτητική αγωγή που συνδύαζε τη θεραπευτική αξία του αέρα με την ανάπαυση, την καλή διατροφή και ενίοτε τη θωρακική χειρουργική.
Η ενίσχυση του αδύναμου παιδικού και νεανικού οργανισμού ως μέσο θωράκισής του απέναντι στην ασθένεια μέσω μιας πρωτότυπης υγιεινιστικής θεραπευτικής αγωγής, αποτελεί μια από τις προτεραιότητες του αντιφυματικού αγώνα στα πρώτα στάδια και διαμορφώνεται σε δύο άξονες: την τοποθέτηση των νοσούντων ατόμων σε νοσοκομεία ή σανατόρια και την προσωρινή μεταφορά όσων απειλούνται σε κατασκηνώσεις κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.
Από τα τέλη του 19ου αι. στη Γερμανία, τη Σουηδία, την Μεγάλη Βρετανία και την Γαλλία, διάφορες μελέτες και αρκετά δημοσιεύματα αναδεικνύουν το πρόβλημα της επίδρασης των κατοικιών στην υγεία των ατόμων σε συνάρτηση και με το μεγάλο ποσοστό αναιμικών και προφυματικών παιδιών. Μπροστά στη γενικότερη αδράνεια των αρχών, δύο βερολινέζοι γιατροί προτείνουν να στέλνονται οι φυματικοί εργάτες για θεραπεία στον καθαρό αέρα, σε σπίτια ανάπαυσης-ξεκούρασης (Erholungsheime) μέσα στο δάσος. Όπως και η παραμονή στα σανατόρια, η πρακτική αυτή υπακούει σε μια λογική κλιματοθεραπείας που έχει τις ρίζες της στην ιπποκρατική αντίληψη σχετικά με την ευεργετική για την υγεία επίδραση του περιβάλλοντος, του αέρα, του νερού, των άστρων. Ήδη, από την περίοδο του Διαφωτισμού, αρκετοί γιατροί υπογράμμιζαν την υπεροχή της ζωής στην ύπαιθρο σε άμεση επαφή με τη φύση, τον ήλιο και τον καθαρό αέρα. Στο δεύτερο μισό του 19ου αι. το αυξανόμενο ενδιαφέρον ευρύτερων στρωμάτων γύρω από τη φυσιολατρία εμπλουτίζει και προεκτείνει αυτή την παραδοσιακή προσέγγιση, εξελισσόμενο μετά τον τραυματισμό του μεγάλου πολέμου στην αναζήτηση ενός άλλου τρόπου ζωής βασισμένου στην επιστροφή στη φύση. Η αεροθεραπεία επιβάλλει την απομάκρυνση από το ‘νοσογόνο’ περιβάλλον της πόλης και την εγκατάσταση στα προάστια, σε συνοικίες πλαισιωμένες από πάρκα. Στο λόγο των υγιεινιστών, η πόλη αρχίζει να θεωρείται καταστροφική όχι μόνο λόγω του μολυσματικού περιβάλλοντός της, αλλά και λόγω της αρνητικής της επίδρασης στα ανθρώπινα ήθη. Αντίθετα, υπό την ευεργετική επίδραση της φύσης και του φυσικού περιβάλλοντος, ο άνθρωπος του χωριού μπορεί να έχει μια ζωή ηθική, να αποκτήσει μια ηθική ύπαρξη σύμφωνη με την εικόνα και το πρότυπο του ‘καλού άγριου’ από τον οποίο προέρχεται[2]. Αυτές οι φυσιοκρατικές αντιλήψεις θα επηρεάσουν τόσο την εκπαιδευτική θεωρία όσο και την εκπαιδευτική πράξη. Ενδεικτικό της εξέλιξης αυτής είναι η συζήτηση και οι πρωτοβουλίες σχετικά με την ίδρυση υπαιθρίων ιδρυμάτων.
Προορισμένα να δεχτούν ασθενικά παιδιά των λαϊκών συνοικιών (χοιραδικά, καχεκτικά, αδενοπαθή, κ.ά) που παρουσίαζαν σημάδια κλειστής φυματίωσης ή προέρχονταν από μολυσματικό περιβάλλον[3], τα υπαίθρια ιδρύματα συνδύαζαν την ιατρική επίβλεψη τόσο με μια ιδιαίτερη παιδαγωγική[4] όσο και μια αρχιτεκτονική αντίληψη του σχολικού χώρου.[5] Λειτουργώντας άλλοτε ως οικοτροφεία και άλλοτε ως ημερήσια σχολεία στις παρυφές της πόλης, αλλά πάντα μέσα στη φύση, τα ιδρύματα αυτά ακολουθούν σε γενικές γραμμές μια κοινή δέσμη αρχών που περιλαμβάνει: αεροθεραπεία, ηλιοθεραπεία, ανάπαυση, καθαριότητα, καλή διατροφή.
Όπως τονίζεται στο πρώτο διεθνές συνέδριο των υπαιθρίων σχολείων που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι το 1922, το υπαίθριο σχολείο είναι ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα μέσα σε ένα φυσικό πλαίσιο, το οποίο πραγματοποιεί μια διπλή τομή: με το αστικό περιβάλλον, που κρίνεται ανθυγιεινό, με τα κανονικά σχολεία, τα οποία, επίσης, κρίνονται ακατάλληλα όσον αφορά το εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό πλαίσιο που προσφέρουν[6]. Εφαρμόζεται σε αυτά μια απόλυτη υγιεινή: σωματικές ασκήσεις αναπνευστικού και διορθωτικού χαρακτήρα, μια ορθολογικοποιημένη διατροφή, η οποία συνοδεύεται από μπάνια, έκθεση στον ήλιο, μεσημεριανό ύπνο, ανάπαυση και ησυχία.
Η υπαίθρια εκπαίδευση και οι αρχές της νέας αγωγής
Το υπαίθριο σχολείο θεωρείται κατάλληλο πεδίο προώθησης παιδαγωγικών εμπειριών και πειραματισμών που συνδέονται με τις αρχές της νέας αγωγής στο πλαίσιο ενός υγιεινιστικού μοντέλου φροντίδας και πρόληψης. Το μοντέλο αυτό υπαγορεύει τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της διανοητικής υπερκόπωσης, το σωστό καταμερισμό της σχολικής εργασίας και τη συστηματική καταμέτρηση της σωματικής εξέλιξης από τους σχολιάτρους. Οι μετρήσεις του βάρους, του ύψους, των αιμοσφαιρίων, πριν και μετά τη φοίτηση στο υπαίθριο σχολείο, επιχειρούν να εκτιμήσουν με ποσοτικά δεδομένα τις επιδράσεις από την παραμονή στη φύση σε αυτά τα αδύναμα παιδιά.
Οι συχνές σωματικές ασκήσεις (γυμναστική, περίπατος, παιχνίδια, φροντίδα του κήπου, χειρωνακτικές εργασίες) στο φυσικό πλαίσιο, η εκμάθηση της υγιεινής, ο μεσημεριανός ύπνος και η ισορροπημένη διατροφή, περιόριζαν τη διάρκεια των σχολικών ασκήσεων. Η διδασκαλία κάλυπτε μικρό μέρος του προγράμματος των κανονικών σχολείων και ήταν προσανατολισμένη προς την εκμάθηση κανόνων υγιεινής αλλά και προς την υιοθέτηση των αρχών της αυτονομίας, της αυτενέργειας και της αυτοπειθαρχίας, αναδεικνύοντας στο σημείο αυτό τις επιδράσεις που ο συγκεκριμένος θεσμός είχε δεχτεί από το κίνημα της νέας αγωγής, συγχρόνως όμως και το βαθμό στον οποίο οι προβληματισμοί των ιατρικών κύκλων ασκούσαν μια επιρροή στην παιδαγωγική πρακτική.
Προϊόν του φιλανθρωπικού υγιεινισμού ο υπαίθριος θεσμός υπήρξε, ήδη από τη δεκαετία του 1920, αντικείμενο μελέτης και ευρύτερου ενδιαφέροντος ατόμων που προσπάθησαν να προωθήσουν τις αρχές της νέας παιδαγωγικής αλλά και του σχολείου εργασίας μέσα στο πλαίσιο συγκεκριμένων ιδρυμάτων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα λεγόμενα «εξοχικά παιδαγωγεία - οικοτροφεία» (Landerziehungsheime), όπως το σχολείο που ίδρυσε ο Cecil Reddie, το New School του Abbotsholme στο Uttoxeter, το 1889, ο Edmond Demolins, σχολείο των Roches, και ο Hermann Lietz, ο οποίος είχε ανοίξει αρκετά παρόμοια σχολεία στη Γερμανία (1868-1919) ήδη από τα τέλη του 19ου αι.[7]
Σύμφωνα με το διεθνές γραφείο των νέων σχολείων,[8] η υπαίθρια τάξη είναι μια ενεργητική τάξη, μια ηλιόλουστη τάξη, μια τάξη-φύση, ένα ‘φυσικό’ σχολείο που συνδυάζει τις αρχές της ιατροπαιδαγωγικής και ιατροπαιδοτεχνικής[9]. Σ’ αυτή τη φυσιολατρική οπτική αναγνωρίζουμε τις επιδράσεις του Adolphe Ferrière, ο οποίος σε άρθρο του, το 1926, προσδιόριζε τα στοιχεία της νέας αγωγής εκτός αστικού πλαισίου. Πρόκειται για μια αγωγή στην ύπαιθρο: η υγιεινή είναι ιδιαίτερη, η διατροφή ελέγχεται, ο αερισμός είναι συνεχής, η ανάπαυση και η φυσική και σωματική άσκηση εναρμονίζονται. Βασικός στόχος αναδεικνύεται η απόκτηση των ιδεών και των γνώσεων μέσω των αισθήσεων, καθώς «η άμεση παρατήρηση των πραγμάτων και των γεγονότων βρίσκεται στη βάση αυτής της εκπαίδευσης». Επιδιώκεται, επίσης, η αυτονομία των δραστηριοτήτων, η στενή και πιο δημοκρατική σχέση ανάμεσα στο σχολείο και τους γονείς, η περιορισμένη θέση της αποστήθισης, ένα σχολείο περισσότερο λαϊκό και πρακτικό. Παράλληλα τονίζεται η αξία της πνευματικής-διανοητικής υγείας των παιδιών σε συνάρτηση με τα στοιχεία μιας ειδικής παιδαγωγικής (αντίθετα η κακή υγεία συνδέεται με την ανηθικότητα και οδηγεί σε εκφυλισμό[10]), μιας ‘λειτουργιστικής αρχιτεκτονικής’ (αποτελεσματικότητα και ορθολογικότητα) και ενός ιδιαίτερου είδους ‘σχολικής αλληλεγγύης’. «Το δημόσιο σχολείο γίνεται όλο και περισσότερο αντιληπτό ως ένας χώρος με κοινωνικά χαρακτηριστικά, στον οποίο δηλαδή οι μαθητές θα πρέπει να ζουν και να ενεργούν όπως σε μια καλά οργανωμένη κοινωνία υποδειγματικού χαρακτήρα, στην οποία οι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη καθορίζονται και ρυθμίζονται με βάση μια αγωγή σύμφωνη με τις αρχές της δικαιοσύνης και της καλοσύνης».
Υπάρχει μια αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στα υπαίθρια ιδρύματα, την υπαίθρια εκπαίδευση, τη νέα αγωγή, τις αρχές του νέου σχολείου, αλλά και του σχολείου εργασίας. Το νέο σχολείο και η νέα αγωγή συνδέθηκαν με την προσπάθεια των παιδαγωγών του τέλους του 19ου αι. και των αρχών του 20ού να μελετήσουν και να αναλύσουν τα θέματα της εκπαίδευσης, της αγωγής με βάση τα πορίσματα των επιστημών: της βιολογίας, της ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας και της φιλοσοφίας. Το σχολείο εργασίας από την πλευρά του ανέδειξε ως βασική του αρχή την ανάπτυξη των εμπειριών του παιδιού, τη διατήρηση του αυθορμητισμού του και των φυσικών του δραστηριοτήτων, κάτι που θεωρείτο ότι μπορούσε να επιτευχθεί και μέσω της σωματικής εργασίας και ανάπτυξης. Η νέα αγωγή φιλοδοξούσε να γίνει ένα ‘παιδαγωγικό νησί’ όπου τα νεαρά άτομα θα εξελίσσονταν σε καλούς πολίτες ζώντας μακριά από τις πόλεις και τον πολιτισμό που θεωρείται καταστροφικός, αναπτύσσοντας μια υγιή δραστηριότητα κοντά στη φύση, κατευθυνόμενη από τη λογική και το νου. Ένας σημαντικός αριθμός πρακτικών δράσεων στον ελεύθερο αέρα –γυμναστική, περίπατοι, φροντίδα-καλλιέργεια του κήπου, η δέσμευση και η ‘υποχρέωση της χαλάρωσης’ αποτέλεσαν έκφραση της προώθησης μιας διαδικασίας άσκησης πειθαρχίας και αυτοπειθαρχίας και μιας παιδαγωγικοποίησης που απέκτησαν μια ιδιαίτερη αξία και σημασία για τους επιγόνους της νέας αγωγής. Σκοπός της αγωγής σε αυτό το πλαίσιο είναι η ο υγιής άνθρωπος στο σώμα και την ψυχή, αυτός που διαπνέεται από ισχυρό κοινωνικό αίσθημα ευθύνης και πρακτική σκέψη. Τα σπουδαιότερα μέσα γι’ αυτή την αγωγή είναι η κοινοτική ζωή, η απομόνωση στην ύπαιθρο, η γεωπονική και βιοτεχνική δραστηριότητα, το ρεαλιστικό πρόγραμμα μαθημάτων και δραστηριοτήτων.
Τα υπαίθρια σχολεία γίνονται το κέντρο εκδήλωσης της φυσιολατρίας, της σχέσης με τη φύση και τίθενται στην υπηρεσία του εργαστηρίου του μέλλοντος. Σταδιακά τα σχολεία αυτά εξελίσσονται από υγιεινιστικού χαρακτήρα ιδρύματα σε κοινωνικής αντίληψης πρωτοβουλίες. Παράλληλα λειτουργούν ως ένα εκπαιδευτικό εργαστήρι, καθώς προωθούνται στο πλαίσιό τους παιδαγωγικές μέθοδοι ενεργητικού χαρακτήρα εμπνευσμένες από τους Ferrière, Freinet, Guéchot.
Βασικά στοιχεία της αγωγής στα υπαίθρια σχολεία, που συναντάται και στα εξοχικά οικοτροφεία, είναι ‘η διηνεκής εποπτεία και η ελεύθερη επικοινωνία των δασκάλων με τους μαθητές’. Παράλληλα, επιδιώκεται η ανάδυση της ατομικότητας των μαθητών, η καλλιέργεια της αυτενέργειας, του κοινωνικού πνεύματος, η αρμονική ανάπτυξη διανοητικών και σωματικών δυνάμεων. Δίνεται, εξάλλου , ιδιαίτερη σημασία ‘στο αυθόρμητον, την κίνησιν και την χαράν του παιδικού οργανισμού’.
Βασικές παιδαγωγικές και διδακτικές αρχές θεωρούνται: η πρακτική της ‘ανεξάρτητης εργασίας’ και της πραγματογνωσίας, η θεματική προσέγγιση των μαθημάτων, η ενιαία συγκεντρωτική διδασκαλία, οι ενεργητικές μέθοδοι, η εκμάθηση της αυτονομίας και η προσέγγιση μαθητών και εκπαιδευτικών, η συνεκπαίδευση των δύο φύλων, η οργάνωση της σχολικής ζωής σε κοινοτικό πλαίσιο, η ανάδειξη της αξίας της ατομικής πρωτοβουλίας των μαθητών και της εκπαίδευσης-διδασκαλίας σε στενή σχέση με τη ζωή, ο σεβασμός προς την εμπειρία του παιδιού και η δημιουργία μιας ατμόσφαιρας ζωηρής εργασίας, ευχάριστης και χαλαρωτικής απασχόλησης, η εναλλαγή εργασίας-παιχνιδιού και ανάπαυλας-ξεκούρασης, τα σπορ, τα παιχνίδια, τα διάφορα είδη χειρωνακτικής εργασίας. Αντίθεση, μάλιστα, αποτελεί ο στρατιωτικός-πειθαρχημένος τρόπος ζωής των παιδιών ως αποτέλεσμα της παρακολούθησης της σωματικής και διανοητικής ανάπτυξης των παιδιών με την ελευθερία του πνεύματος και των πρακτικών που διαπνέουν οι γενικότερες παιδαγωγικές και εκπαιδευτικές πρακτικές των υπαιθρίων σχολείων. Σημαντικό είναι, ωστόσο, ότι καταδικάζονται οι σωματικές τιμωρίες, η βίαιη απόρριψη, η ειρωνεία, ο σαρκασμός, ενώ προωθούνται η ενθάρρυνση και η επιβράβευση.
Οι επιδράσεις της νέας αγωγής διαφαίνονται και στις ακόλουθες διαπιστώσεις γύρω από τους άξονες λειτουργίας των υπαιθρίων σχολείων: «Ο στόχος: όχι επιβεβλημένη διδασκαλία, αλλά μια γνώση που βιώνεται, μια βιωμένη γνώση, όχι στραβές σπονδυλικές στήλες, αλλά σωματικές φροντίδες, όχι σχολικοί ανάπηροι, αλλά μια νεολαία ικανή για ζωή». Η κίνηση των σωμάτων είναι βασική σε αυτή τη νέα παιδαγωγική (ελεύθερη εκπαίδευση, εκπαίδευση σε κίνηση) μέσω των διαδικασιών εκείνων που συμβάλλουν στην κατασκευή, την οικοδόμηση, αλλά και τον έλεγχο του σώματος. Το υπάκουο σώμα που δημιουργείται μέσα από αυτές τις πρακτικές είναι εύπλαστο, ευλύγιστο και παραγωγικό, ένα σώμα το οποίο θα μπορούσε μέσω λεπτομερούς εξέτασης και προσεκτικής μέτρησης να κανονικοποιηθεί και να ρυθμιστεί εξασφαλίζοντας την υγιή εξέλιξη-ανάπτυξη-πρόοδο της φυλής και την δημιουργία οικονομικά παραγωγικών πολιτών με βάση τη λογική ενός ‘σχολικού τεϊλορισμού’.
Τα υπαίθρια ιδρύματα στον ευρωπαϊκό χώρο
Ως αποτέλεσμα της συνεργασίας γιατρών και παιδαγωγών σε μια περίοδο κατά την οποία η σχολική υγιεινή εγγράφεται στις προτεραιότητες πολλών κυβερνήσεων για ενίσχυση της νέας γενιάς, τα υπαίθρια ιδρύματα γνωρίζουν διάφορες εφαρμογές (και παραλλαγές) σε ευρωπαϊκές πόλεις της δυτικής και της κεντρικής Ευρώπης, αλλά και των ΗΠΑ από τις αρχές του 20ού αι.[11] Πολλοί ευρωπαϊκοί δήμοι εφάρμοσαν προγράμματα υπαίθριας διαβίωσης ενισχύοντας άλλοτε την παιδαγωγική και άλλοτε τη θεραπευτική πλευρά.[12] Η εξάπλωση των ιδρυμάτων αυτών τοποθετείται, ωστόσο, μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, όταν η αύξηση του αριθμού των αρρώστων και ο φόβος μετάδοσης ασθενειών ενίσχυε το ενδιαφέρον για προφύλαξη.
Πρόδρομοι του θεσμού της υπαίθριας διαμονής θεωρούνται τα σχολεία που ήταν εγκατεστημένα μέσα στα σανατόρια, όπως αυτό του Davos, το οποίο άρχισε να λειτουργεί το 1878[13]. Στο δεύτερο μισό του 19ου αι. εμφανίστηκαν γενικότερα τρεις βασικοί θεσμοί που στόχο είχαν να βοηθήσουν τα άρρωστα παιδιά και αυτά που είχαν ανάγκη ανάπαυσης: τα σανατόρια για παιδιά (Kinderheilstaetten), οι παιδικές εξοχές (colonies de vacances, Feriencolonien), οι κατασκηνώσεις στην πόλη και οι ημι-κατασκηνώσεις (Stadt- oder Halbkolonien)[14].
Τα πρώτα αυθεντικά υπαίθρια σχολεία θεωρούνται, ωστόσο, τα γερμανικά σχολεία του δάσους (Waldschule) των αρχών του 20ού αιώνα, ενώ ο γιατρός Adolf Baginsky παρουσιάζεται ως ο βασικός εισηγητής του θεσμού αυτού. Το 1881 ο Baginsky κατέθεσε στο δημοτικό συμβούλιο της πόλης του Βερολίνου ένα σχέδιο δημιουργίας σχολείου για αναιμικά παιδιά των λαϊκών συνοικιών. Η πρότασή του αυτή θα υλοποιηθεί, ωστόσο, είκοσι χρόνια αργότερα -μόλις το 1904- όταν ο γιατρός Bernhard Bendix και ο παιδαγωγός Hermann Neufert θα ιδρύσουν το πρώτο σχολείο του δάσους στην περιοχή Charlottenburg κοντά στο Βερολίνο. Ακολουθούν πρωτοβουλίες σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης και των ΗΠΑ.
Στον τομέα της υπαίθριας εκπαίδευσης
οι ιδέες ταξιδεύουν πολύ γρήγορα, ενώ η γλώσσα δεν αποτελεί σημαντικό εμπόδιο.
Αρκεί μια φωτογραφία, ένα σχέδιο ή μια επίσκεψη για να γίνει αντιληπτή η
προσπάθεια. Οι γάλλοι αρχιτέκτονες Eugene Beaudoin και Marcel Lods του γαλλικού σχολείου της Suresnes αντέγραψαν τα σχέδια των τάξεων που είχαν φτιαχτεί
από τον Jan Duiker για ένα υπαίθριο σχολείο
στο Άμστερνταμ μετά από επίσκεψή τους εκεί. Αλλά αντί για τάξεις τοποθετημένες
η μία πάνω στην άλλη, όπως παρουσιάζονταν στο μοντέλο που είχαν αντιγράψει, οι
συγκεκριμένοι αρχιτέκτονες πρότειναν μεμονωμένα σπίτια-περίπτερα διάσπαρτα μέσα
σε πάρκα. Στη συνέχεια το υπαίθριο σχολείο της Suresnes
θα αποτελέσει το μοντέλο για το σχολείο της Κοπεγχάγης, το οποίο, ωστόσο,
υλοποιήθηκε με τρόπο πιο οικονομικό και προσαρμοσμένο στο βροχερό κλίμα της
Δανίας. Πολλές φορές και τα ίδια τα σπίτια, τα οικήματα, οι κατασκευές
καλούνται να περάσουν τα σύνορα[15].
Το σχολείο του δάσους (Waldschule) όταν υιοθετείται από τους
άγγλους γίνεται υπαίθριο σχολείο (open-air school).
Oι Γάλλοι τάσσονται και αυτοί υπέρ του όρου ‘υπαίθριο σχολείο’
(école de
plein air), ενώ οι Καταλανοί
υιοθετούν τον γερμανικό όρο ‘σχολείο του δάσους’ (escola
Στην Ελλάδα η πρώτη αναφορά στα υπαίθρια ιδρύματα, και μάλιστα σε αυτά της Σουηδίας, γίνεται το 1904, κατά τη διάρκεια του Α΄ εκπαιδευτικού συνεδρίου, όταν ο Κ. Σάββας, πρώτος καθηγητής υγιεινής και μικροβιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας εκθείαζε τα οφέλη της υπαίθριας διδασκαλίας και πρότεινε την εγκατάσταση ενός κατάλληλου υπόστεγου στο προαύλιο κάθε σχολείου προκειμένου να γίνεται η διδασκαλία εκεί «καθ’ ας ώρας του έτους ο καιρός επιτρέπει τούτο». Για να πείσει το κοινό των εκπαιδευτικών που παρακολουθεί το Συνέδριο για τα οφέλη αυτής της εφαρμογής, θα επιδείξει φωτογραφίες του υπαιθρίου μαθήματος που είχε φέρει ο Βικέλας από το ταξίδι που είχε πραγματοποιήσει στη Σουηδία, στη διάρκεια του οποίου είχε επισκεφθεί διάφορους τύπους σχολείων[18]. Το Συνέδριο έκλεινε με την ευχή να ιδρυθούν υπαίθρια σχολεία στις μεγάλες πόλεις για τα ασθενικά παιδιά και την πρόβλεψη δημιουργίας μιας φορητής πλευράς στην αίθουσα όλων των σχολείων που επρόκειτο να οικοδομηθούν, προκειμένου να μετατρέπεται η διδασκαλία σε υπαίθρια. Η λύση των ‘υπαιθρίων σχολείων’ προτάθηκε αργότερα από τον γιατρό Δημήτρη Σαράτση στο πλαίσιο της ανακοίνωσής του κατά τη διάρκεια του Β΄ συνεδρίου κατά της φυματιώσεως που πραγματοποιήθηκε στον Βόλο το 1912.
Η πρώτη, ωστόσο, απόπειρα λειτουργίας υπαίθριου σχολείου στην Ελλάδα έγινε τον Μάιο του 1916 σε ένα κτήμα λίγο έξω από την Αθήνα που παραχωρήθηκε για αυτόν τον σκοπό από το δήμο Αθηναίων στον Πατριωτικό Σύνδεσμο Ελληνίδων. Η απόπειρα αυτή ενίσχυσης των αδύναμων παιδικών σωμάτων και πρόληψης της παιδικής φυματίωσης είχε δοκιμαστικό χαρακτήρα και οφείλεται στην πρωτοβουλία ενός σχολίατρου, του Εμμανουήλ Λαμπαδάριου, προϊστάμενου του Γραφείου Σχολικής Υγιεινής του Υπουργείου Παιδείας[19] και στην οικονομική στήριξη του Πατριωτικού Συνδέσμου Ελληνίδων, ενός φιλανθρωπικού συλλόγου κυριών που λειτουργούσε από το 1912 υπό την προστασία της βασίλισσας Σοφίας[20]. Το περιεχόμενο του προγράμματος στο σχολείο αυτό υιοθετούσε την ιατρική αντίληψη «περί μαθησιακών απαιτήσεων σύμφωνα με τους φυσιολογικούς νόμους της αναπτύξεως του παιδικού εγκεφάλου». Και στο συγκεκριμένο εγχείρημα διαπιστώνεται η υιοθέτηση και η προσπάθεια υλοποίησης των αρχών της νέας αγωγής, κυρίως της αυτενέργειας μαθητών, της συνεργασίας μαθητών-δασκάλων και της εποπτικής διδασκαλίας μέσα στη φύση.
Διάφορα πρακτικά και οικονομικά προβλήματα, αλλά κυρίως η κοινωνική και πολιτική συγκυρία δεν επέτρεψε τη συνέχιση λειτουργίας του συγκεκριμένου σχολείου ούτε κατ’ επέκταση την ανάπτυξη του σχετικού θεσμού. Ο ίδιος ο Λαμπαδάριος, ωστόσο, δεν σταμάτησε να υποστηρίζει την αξία του σχετικού θεσμού και να προωθεί το σχέδιό του για ίδρυση ενός μόνιμου υπαίθριου σχολείου. Αυτή η προσωπική επιμονή είχε ως αποτέλεσμα την επανάληψη της προσπάθειας, αρκετά αργότερα βέβαια και χωρίς αποτέλεσμα και πάλι, το 1932. Στις διάφορες προσπάθειες για προώθηση του σχετικού θεσμού εντάσσεται η ιδιαίτερα σημαντική, αν και χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα, πρωτοβουλία σχεδιασμού του οργανισμού λειτουργίας του πρώτου αυτού υπαιθρίου σχολείου στο κτήμα Νομικού με τη βοήθεια του Γληνού και του Δελμούζου[21], η οποία τοποθετείται μεταξύ 1917-1920. Η δεύτερη προσπάθεια δημιουργίας ενός υπαιθρίου σχολείου καταγράφεται στις αρχές της δεκαετίας του ’30 κατά τη διάρκεια της τελευταίας βενιζελικής κυβέρνησης και οφείλεται σε πρωτοβουλία της ελληνικής αντιφθισικής εταιρείας. Αν και η ίδρυση και η λειτουργία αυτού του σχολείου συμπεριλήφθηκαν σε σχετικό διάταγμα (της 14ης Απριλίου 1932 «Περί ιδρύσεως υπαιθρίου δημοτικού σχολείου της Ελληνικής αντιφθισικής Εταιρείας»), η προσπάθεια δεν ευοδώθηκε. Τα ερωτηματικά σχετικά με την αποτυχία και αυτής της απόπειρας παραμένουν, προς το παρόν, αναπάντητα. Δεν μπορούμε, ωστόσο, να αμφισβητήσουμε το γενικότερο ενδιαφέρον της βενιζελικής κυβέρνησης, σε άμεση συνάρτηση και με αυτή την πρωτοβουλία, για τη λήψη μέτρων σχετικών με τα αδύναμα και ασθενικά παιδιά όπως τα μαθητικά συσσίτια, τα σχολεία για παιδιά με ειδικές ανάγκες, το πρεβαντόριο στα Μελίσσια που είχε ήδη άρχισε να λειτουργεί. Οι ενέργειες για την πρόληψη της φυματίωσης και την αντιμετώπιση της προδιάθεσης θα επικεντρωθούν αργότερα σε οικονομικότερες και ευκολότερες λύσεις όπως στην υπαιθριοποίηση της διδασκαλίας και στη δημιουργία ημιυπαίθριων αιθουσών.
Εξέλιξη, σημασία και προοπτικές των υπαιθρίων σχολείων
Γιατροί, παιδαγωγοί, φιλάνθρωποι εκδηλώνουν μεγάλο ζήλο για την ανάπτυξη της υπαίθριας εκπαίδευσης από τις αρχές ήδη του 20ού αιώνα στην Ευρώπη, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Λατινική Αμερική και τη Βόρεια Αφρική. Ενώσεις, οργανώσεις, εθνικές επιτροπές, τοπικές και κοινοτικές οργανώσεις, φιλανθρωπικά ιδρύματα δημιουργούνται και στηρίζουν οικονομικά τις διάφορες ενέργειες. Γύρω από το συγκεκριμένο θεσμό δημιουργείται σύλλογος υπαιθρίων σχολείων, επιτροπές, ενώσεις εκπαιδευτικών, ενώ οργανώνονται συνέδρια που βοηθούν την ανταλλαγή ιδεών και εμπειριών. Τα υπαίθρια σχολεία συνδέονται, όπως επισημάναμε, τόσο με τις αρχές της νέας αγωγής όσο και με το υγιεινιστικό κίνημα, το οποίο σε συνάρτηση με μια σειρά νέων επιστημών όπως η ψυχολογία, η ανθρωπομετρία, η παιδολογία και νέους όρους όπως ο ευγονισμός και η φυσιολατρία, προωθεί, από τις αρχές του 20ού αιώνα, κοινωνικοπολιτικές μεταρρυθμίσεις. Οι υποστηρικτές της υπαίθριας αγωγής κινούνται ανάμεσα στον αντιφυματικό αγώνα, την κοινωνική δράση και την παιδαγωγική μεταρρύθμιση. Επιδιώκεται, στο πλαίσιό των υπαιθρίων σχολείων, να διατηρηθεί και να αναπτυχθεί το σώμα του παιδιού, παράλληλα με τη διαμόρφωση του πνεύματος και της καρδιάς, να συνδεθεί ο σχολικός θεσμός με μια πολιτική δημόσιας υγιεινής, να προωθηθεί μια δράση με σκοπό την ανανέωση και την αναγέννηση του ανθρώπινου είδους και της φυλής. Στόχος τους είναι να καταστήσουν τα παιδιά ‘απόστολους της υγείας και μεταρρυθμιστές της υγιεινής στο πλαίσιο της οικογένειας’[22]. Σε αναζήτηση ενός έθνους υγιών παιδιών και αποτελεσματικών ατόμων-πολιτών -στην υπηρεσία της ‘εθνικής αποτελεσμα τικότητας’- τα υπαίθρια σχολεία αποτελούν, ωστόσο, έκφραση της σύγχρονης κοινωνίας που προσπαθεί να ελέγχει το σωματικό στοιχείο σε όλες του τις διαστάσεις.
Παρά τα όριά του, το σχολείο αυτό βελτιώνει αρκετά τη γενική κατάσταση των χρηστών του και αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο για μια αμυντική αντιφυματική καμπάνια που κινητοποιεί όλους τους πρωταγωνιστές -δημόσιους και ιδιωτικούς- στο πλαίσιο μιας ενισχυμένης κοινωνικής πολιτικής. Από κάποιους θεωρείται ένας χώρος εκδήλωσης ενός κοινοτικού πνεύματος αλληλεγγύης ή ενός κοινοτικού σοσιαλισμού που εμπνέει μια φιλόδοξη πολιτική της παιδικής ηλικίας στους τομείς της δημόσιας υγιεινής, της εκπαίδευσης και του ελεύθερου χρόνου. Αρκετοί είναι, ωστόσο, και αυτοί οι οποίοι δεν θεωρούν πρωτοποριακό τον θεσμό αυτό και το ρόλο του υπαίθριου ιδρύματος καθώς δεν εγκρίνουν τις πρακτικές σε αυτό το πλαίσιο. Άλλοι μάλιστα ασκούν κριτική στον εμπειρισμό μιας διαδικασίας που κρατά αποστάσεις από την ιατρική και από τις ανακαλύψεις της βακτηριολογίας των αρχών ήδη του 19ου αι., ενώ αμφισβητείται γενικότερα η σημασία της έκθεσης στον ήλιο, η οποία θεωρείται επικίνδυνη, όπως και η ενισχυμένη διατροφή, η οποία εκτιμάται ότι αποτελεί κληροδότημα της παλιάς αντιφυματικής θεραπευτικής. Άλλοι πάλι έχουν επιφυλάξεις απέναντι σε έναν θεσμό, ο οποίος δημιουργεί τις υποψίες ότι ενισχύει την παρέμβαση της διοίκησης και την ανάπτυξη μιας εξαναγκαστικής πολιτικής όσον αφορά στη δημόσια υγεία.
Στο συνέδριο των Βρυξελλών το 1931 το ζήτημα που μελετήθηκε ήταν πώς τα παιδιά με καλή υγεία θα μπορούσαν να έχουν και αυτά πρόσβαση στην υπαίθρια εκπαίδευση. Το συμπέρασμα του συνεδρίου ήταν ‘όλα τα σχολεία που θα δημιουργούνται στο μέλλον θα είναι υπαίθρια’. Το ίδιο θέμα απασχόλησε και το τα συνέδρια του 1936, καθώς και οι δυνατότητες να χρησιμοποιηθούν τα συγκεκριμένα σχολεία ως μέσο συνεννόησης των εθνών μέσω της ανταλλαγής προγραμμάτων και εμπειριών. Η ενίσχυση και η επιδείνωση των διεθνών τάσεων, η άνοδος της εθνοσοσιαλιστικής ιδεολογίας και η κήρυξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου επρόκειτο να εμποδίσουν τις διάφορες προσπάθειες. Στο τέλος της δεκαετίας του ‘30 τα υπαίθρια ιδρύματα ήταν πολλές χιλιάδες. Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όμως, ο θεσμός άρχισε να εξασθενεί. Η αντίσταση ορισμένων ιδρυμάτων και η διοργάνωση δύο διεθνών συνεδρίων (στην Ιταλία το 1949 και στην Ελβετία το 1953[23]) δεν ανατρέπουν την φθίνουσα πορεία του θεσμού. Το κίνημα της υπαίθριας αγωγής ελκύει πλέον λιγότερο ή και καθόλου την εποχή της αντιβιοθεραπείας, ενώ προωθεί μια νέα ανάγνωση των κοινωνικών αναγκών προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης των άσχημων κτηριακών εγκαταστάσεων και της σημαντικής βελτίωσης της λαϊκής κατοικίας[24].
Η εξέλιξη αυτή δεν αμφισβητεί, ωστόσο, και δεν μειώνει την επιτυχία των υπαιθρίων σχολείων. Η επιτυχία αυτή εντοπίζεται λιγότερο στις ίδιες τις κατασκευές, στα εγχειρήματα και περισσότερο στην επίδραση που τα ιδρύματα αυτά έχουν ασκήσει. Αποτέλεσαν ένα σημαντικό πεδίο εμπειριών, εκπαιδευτικών και παιδαγωγικών. Εδώ γεννήθηκαν ιδέες οι οποίες προετοίμασαν μεταρρυθμίσεις τόσο στον τομέα της εκπαίδευσης-διδασκαλίας όσο και σε αυτόν της υγιεινής και της αρχιτεκτονικής. Οι παιδαγωγικές μέθοδοι παρατήρησης ή η ελάφρυνση των ωρών διδασκαλίας διαδόθηκαν στο χώρο της εκπαίδευσης όπως και διάφορες πρακτικές υγιεινής και φυσικής άσκησης-αγωγής. Αρχιτεκτονικές ρυθμίσεις, κατασκευές όπως η ταράτσα ή η ανοιχτή προς τα έξω σχολική αίθουσα, προωθήθηκαν και στα κανονικά-παραδοσιακά σχολεία. Έτσι, παρά το γενικό αίσθημα αποτυχίας, η επιθυμία που είχε εκφραστεί από τους οργανωτές του πρώτου συνεδρίου του 1922 έχει κατά κάποιο τρόπο υλοποιηθεί. Αν και ο θεσμός ατόνησε και οι αρχές του ξεχάστηκαν, αρκετά στοιχεία διείσδυσαν, ωστόσο, μέσα στην εκπαίδευση και στη σχολική αρχιτεκτονική σε σημείο μάλιστα που δεν είναι εύκολο να εκτιμηθεί η ακριβής επίδραση των υπαιθρίων σχολείων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα είχε κατά συνέπεια να ερευνηθεί η επίδραση των υπαιθρίων σχολείων –σε εθνικό και ευρωπαϊκό ή διεθνές επίπεδο- στην εκπαίδευση, τόσο στη σχολική αρχιτεκτονική όσο και στα εκπαιδευτικά ήθη και τις παιδαγωγικές πρακτικές.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Barraque B., «L’école de plein air de Suresnes, symboles d’un projet de
réforme sociale par l’espace?», στο Katharine Burlen,
La banlieue Oasis. Henri Sellier et les cités-jardins, 1900-1940, Presses
Universitaires de Vincennes, Saint-Denis 1987, σ. 221-231.
Châtelet A.M., Lerch D., Luc J.N. (επιμ.), L’ école de plein air. Une
expérience pédagogique et architecturale dans l’Europe du XXe
siècle, Editions Recherches, Παρίσι 2003.
Châtelet A.M., La naissance de l’architecture scolaire,
Honoré Champion, Παρίσι 1999.
Compère M.M.,
Savoie Philippe (επιμ.), «L’établissement scolaire», Histoire de l’éducation,
90, Μάιος 2001.
Donzelot J., L’invention du social, Seuil, Παρίσι 1994.
Hameline D., (επιμ.), L’éducation nouvelle et les enjeux de son histoire: actes du
colloque international des Archives Institut Jean-Jacques Rousseau, Lang, Βέρνη 1995.
Harris
B., The Health of the Schoolchild: A History of the School Medical Service
in England and Wales, Buckingham, Open University Press 1995.
Καραχρίστος Ν., «Το Γ΄ Διεθνές Συνέδριο για τα υπαίθρια σχολεία εις το Αννόβερο. Η υπαίθριος αγωγή ως ασφαλής βάση προς γενική μεταρρύθμισι των σχολείων», Εκπαιδευτικά Χρονικά, Νοέμβριος 1936, έτος Δ΄, τχ. 39.
Θεοδώρου Β., Καρακατσάνη Δ., «Το κίνημα της υπαίθριας αγωγής τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. Κοινωνική αντίληψη και ιατρικο-παιδαγωγικές αναζητήσεις», Θέματα Ιστορίας της Εκπαίδευσης, τχ. 2, Άνοιξη 2003, Ατραπός, σ. 55-78.
Λαμπαδάριος Ε., Σχολική Υγιεινή μετά στοιχείων Παιδολογίας, 1934, Αθήνα γ΄ έκδοση.
Λαμπαδάριος Ε., «Η υπαιθριοποίησις της διδασκαλίας διά συστήματος ημιυπαίθριων σχολικών αιθουσών», Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών, τ. Ζ΄, 3, (συνεδρία της 9/6/1938), σ. 3-16.
Littig P., Reformpaedagogische
Erfahrungen der Landererziehungsheime von Hermann Lietz und ihre Bedeutung fuer
aktuelle Schulentwicklungsprozesse, Lang, 2003
Oelkers J., Reformpaedagogik.
Eine kritische Dogmengeschicthe, Juventa, Μόναχο 1996.
Oelkers J., «Break and Continuity:
Observations of the Modernization Effects and Traditionalization
in International Reform Pedagogy», Paedagogica
Historica, XXXI/3, 1995, σ. 675-713.
Premier
Congrès International des écoles
de plein air en la faculté
de médecine de Paris, (Πρώτο Διεθνές Συνέδριο Υπαιθρίων σχολείων στο πανεπιστημιακό
τμήμα της ιατρικής στο Παρίσι)
24-28 Ιουνίου 1922, A. Maloine,
Παρίσι 1925.
Σαράτσης Δ., «Ο διά του σχολείου αγών κατά της φθίσεως. Υπαίθρια σχολεία», Πρακτικά του Β΄ Ελληνικού Συνεδρίου κατά της Φυματιώσεως, 1912.
Στεφάνου Δ., Υπαίθρια Σχολεία. Πρεβαντόρια-τραχωματικά σχολεία, Αθήνα 1948.
Vigarello G., Histoire des pratiques de santé, Seuil, Παρίσι 1993.
[1] Το ζήτημα που απασχολούσε τους ιατρικούς και πολιτικούς κύκλους τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα ήταν η αποτελεσματικότητα των μέτρων αντιμετώπισης: η κλιματοδιαιτητική θεραπεία, που χρησιμοποιείτο ευρέως σε σανατόρια της Ευρώπης, είχε περιορισμένες δυνατότητες μπροστά στην εξάπλωση της μάστιγας, ενώ η εφαρμογή του εμβολίου BCG -που ανακαλύφθηκε το 1921- δεν εγγυόταν ακόμη μια αποτελεσματική προστασία. Οι προβληματισμοί αυτοί γίνονται καλύτερα κατανοητοί εάν λάβουμε υπόψη μας την αδυναμία της φαρμακοποιίας την περίοδο εκείνη και την καθυστερημένη διάδοση και χορήγηση του εμβολίου αλλά και τον σκεπτικισμό ορισμένων γιατρών όσον αφορά τις δυνατότητες χορήγησής του σε μικρή ηλικία.
[2] Αυτές οι απόψεις θα βρουν σύντομα ανταπόκριση, καθώς διατυπώνονται και προωθούνται μέσω των συνεδρίων για τη φυματίωση που λαμβάνουν χώρα σε διάφορες πόλεις, όπως στο Παρίσι το 1905, στη Χάγη το 1906, στην Ουάσινγκτον το 1908, στη Ρώμη το 1912, καθώς και στα συνέδρια υγιεινής και σχολικής υγιεινής: της Νυρεμβέργης το 1904, του Λονδίνου το 1907, του Παρισιού το 1910 και του Buffalo το 1913. Αργότερα θα οργανωθούν και ειδικά συνέδρια για την υπαίθρια εκπαίδευση και τα υπαίθρια σχολεία.
[3] Η ποιότητα του αέρα σε κλειστούς χώρους ήταν ένα από τα θέματα που απασχολούσαν τους υγιεινολόγους από τις τελευταίες, ήδη, δεκαετίες του 19ου αι. Για τον λόγο αυτό γίνονταν μετρήσεις του αέρα και των μικροβίων σε σχολικές αίθουσες, βαγόνια τρένων, ανθυγιεινές κατοικίες και πολυσύχναστους γενικότερα χώρους. Η επίδραση αυτών των αποκαλύψεων δεν θα αργήσει να αγγίξει και το χώρο των παιδαγωγών. Δεν είναι τυχαίο που αρκετά άρθρα με σχετικό περιεχόμενο βρίσκουμε και σε ελληνικά παιδαγωγικά περιοδικά στην καμπή του αιώνα. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα εξής: «Ο αήρ εν τω σχολείω», Δημοτική Εκπαίδευσις, ετ. Β΄, αρ. 12, (1/1/1903), σ. 181-183, «Υγιεινή σπουδαιότης του αέρος και του εδάφους των δασών» υπό του εν Μονάχω καθηγητού Εβερμάγιερ, Εθνική Αγωγή, έτος Β΄, αρ. 21 (1/1/1899), σ. 323-325 και στο ίδιο, έτ. Β΄, αρ. 20 (15/10/1899), σ. 307-311.
[4] Τέσσερα είδη παιδαγωγικής προωθούνται σε αυτό το πλαίσιο: α. Η ‘παιδαγωγική της φύσης’ σε συνάρτηση με το πνεύμα του ελεύθερου αέρα, β. Η ‘παιδαγωγική της αφύπνισης’ και του σχεδίου, γ. Η κοινοτική παιδαγωγική, δ. Η παιδαγωγική της ‘έκπληξης’, του ενθουσιασμού και της ανακάλυψης που ευνοεί την αυτονομία και την πρωτοβουλία των μαθητών. Βασικό στοιχείο θεωρείται, επίσης, η απελευθερωμένη μάθηση που συνδέεται με την απελευθερωμένη κατοικία με βασικά στοιχεία το φως, τον αέρα και τα ανοίγματα.
[5] Σύμφωνα με τον γνωστό γάλλο δάσκαλο των υπαιθρίων σχολείων Gaston Lemonier τα υπαίθρια σχολεία είναι ‘υγιεινά ιδρύματα πρόληψης και αποκατάστασης’, στα οποία προσφέρεται μια απλοποιημένη, βασική εκπαίδευση. O Lemonier εφάρμοζε, ήδη από το 1890, κάποιες από τις αρχές των υπαιθρίων σχολείων στο πρωτοβάθμιο σχολείο του Saint-Ouen. Ενδεικτικό της ιδιαίτερης σημασίας και αξίας που αποδίδεται σε αυτά είναι ο χαρακτηρισμός τους ως ‘οργανωμένα σκασιαρχεία’.
[6] Την κατηγορηματική άρνηση της πόλης θα ακολουθήσει μια πρακτική που ευνοεί την ‘αστική’ εγκατάσταση υπαιθρίων σχολείων στο ανανεωμένο περιβάλλον μιας ‘πράσινης πόλης’.
[7] Ο Lietz ίδρυσε αρχικά το πρώτο οικοτροφείο στο Ilsenburg στα βουνά του Harz το
1898 και αργότερα, το 1901, ένα δεύτερο στην πόλη Haubinda
της Θουριγγίας. Η ιδέα συνεχίστηκε από την Berta Petersen, η οποία το 1900 δημιούργησε το πρώτο
οικοτροφείο για κορίτσια στο Gross Liechterfeld σε ένα προάστιο του Βερολίνου και κατόπιν ένα
σπίτι στην εξοχή στο Stolpe στη συνοικία του Wannsee. Από αυτά τα σχολεία επηρεάστηκαν αργότερα το
σχολείο-φάρμα του Scharfenberg με τα ακόλουθα
χαρακτηριστικά: oλική-ενιαία διδασκαλία, χωρίς διάκριση σε μαθήματα,
ατελιέ, μαθήματα-περίπατοι, μαθήματα γυμναστικής-ρυθμικής, παραδοσιακού χορού,
κολύμβησης, εκδρομές, πρακτική της αυτοδιαχείρισης και συνεκπαίδευση. Για τις
μεταρρυθμιστικές εμπειρίες από τα εξοχικά παιδαγωγεία του Lietz βλ. P. Littig, Reformpaedagogische
Erfahrungen der Landererziehungsheime von Hermann Lietz und ihre Bedeutung fuer
aktuelle Schulentwicklungs-prozesse, Lang, 2003.
[8] Του διεθνούς γραφείου την περίοδο αυτή προΐσταται ο Adolphe Ferrière.
[9] Σύμφωνα με κάποιους μελετητές και
συγκεκριμένα τον Juergen Oelkers (1996) η ‘νέα αγωγή’ (μια εκπαίδευση μέσα
από το ίδιο το παιδί, προσαρμοσμένη στις ανάγκες και τις απαιτήσεις του –Vom Kinde aus) δεν θα
πρέπει να θεωρείται μια ‘κοπερνίκεια επανάσταση’, μια τομή στα εκπαιδευτικά και
παιδαγωγικά πράγματα. Σύμφωνα με αυτή την οπτική η συγγραφή της παραδοσιακής
ιστορίας της παιδαγωγικής κατευθύνεται από μια πλάνη, ότι δηλαδή η νέα αγωγή
αποτελεί μια μεταρρυθμιστική πρακτική και διαδικασία και συνιστά μια ριζική
ανατροπή των πρακτικών του παρελθόντος. Όπως αναφέρει ο Oelkers, το
σύστημα της νέας αγωγής δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα εννοιολογικό-σημασιολογικό
κόρπους που αποτελεί ένα είδος ‘συνέχειας’ με την παιδαγωγική πράξη του
παρελθόντος, το οποίο μάλιστα υπήρξε υπερβολικά ελαστικό για να είναι σε θέση
να αντιδρά απέναντι στις δραματικές διαδικασίες εκμοντερνισμού που
διαπιστώνονται κατά τη διάρκεια του 19ου και 20ού αι. Επίσης,
τονίζεται ότι δεν έχει ελεγχθεί η ουσιαστική δράση και επίδραση ενός
ετερογενούς συνόλου –που σε μεγάλο βαθμό περιορίζεται στο θεωρητικό επίπεδο-
εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων Το ίδιο επισημαίνεται και για την υπαίθρια εκπαίδευση
που συνδέεται με/ή εντάσσεται στη νέα αγωγή. Στον τομέα αυτό περισσότερο και
από τους παιδαγωγούς-μεταρρυθμιστές οι γιατροί είναι αυτοί που έγιναν
ερμηνευτές του μοντερνιστικού-μεταρρυθμιστικού λόγου όσον αφορά στην
καθαριότητα και στην υγιεινή. Οι απόψεις αυτές του
J. Oelkers διατυπώνονται στο «Break and Continuity: Observations of the
Modernization Effects and Traditionalization in
International Reform Pedagogy», Paedagogica
Historica, XXXI/3, 1995, σ. 675-713.
[10] Ο Α. Ferrière υποστήριζε ότι το αυθόρμητο παιδί απεχθάνεται το κακό και του είναι δύσκολο να κάνει αυτό που το ίδιο κρίνει ως αρνητικό και όχι αυτό που θεωρεί καλό.
[11] Κατά την έκφραση του Armand Delille «το υπαίθριον σχολείον είναι σχολικόν ίδρυμα διευθυνόμενον παρά διδασκάλου με την συνεργασίαν ιατρού», ενώ το πρεβαντόριον είναι «ιατρικόν ίδρυμα διευθυνόμενον παρ’ ιατρού με την συνεργασίαν διδασκάλου».
[12] Η παιδική εξοχή θεωρείται ‘ένα νέο σχολείο
στην εξοχή κατά τη διάρκεια των διακοπών’, ένας χώρος πρακτικής εφαρμογής των
αρχών της νέας αγωγής και ενσάρκωση του σχολείου δράσης. Στο πρόγραμμα των
εξοχών περιλαμβάνονται ποικίλες δραστηριότητες που επιχειρούν να συνδυάσουν
εκπαιδευτικές και υγιεινές προτεραιότητες, όπως την ανάγνωση, τα παιχνίδια, τις
γυμναστικές ασκήσεις, την κολύμβηση, τον περίπατο και την παραμονή στο δάσος.
Στη συζήτηση γύρω από την αναγκαιότητα των παιδικών εξοχών επισημαίνεται και η
κοινωνική λειτουργία που επιτελεί η συγκεκριμένη πρακτική: καθώς το σχολείο και
η οικογένεια θεωρούνται ανίκανα να εξασφαλίσουν την υγεία των απόρων, κατά
συνέπεια τον ρόλο αυτό θα πρέπει να αναλάβει η κοινότητα και ένα βασικό
μέσο-εργαλείο θεωρούνται οι παιδικές εξοχές-κατασκηνώσεις. Μια παιδαγωγική
διαμάχη ξέσπασε, ωστόσο, στα τέλη του 19ου αι. γύρω από τον
συγκεκριμένο ρόλο αυτών των νέων μορφών εκπαιδευτικών διακοπών: το ερώτημα που
κυρίως διατυπωνόταν ήταν αν θα έπρεπε να ευνοείται μια ελεύθερη δραστηριότητα ή
να δίνεται έμφαση στην εκπαιδευτική και διδακτική πράξη και δραστηριότητα. Βλ. σχετικά το άρθρο του J. Houssaye, «Le centre de
vacances et de loisirs prisonnier de la forme scolaire», Revue
française de pédagogie, no 125, Οκτ.-Νοέμ. 1998, σ. 95-107.
[13] Το 1876 οργανώθηκε η πρώτη παιδική εξοχή (αργότερα θα ονομαστεί και αποδημία, ‘σχολική αποικία’) στα βουνά Apenzel της Ελβετίας από τον Ελβετό πάστορα Bion, ο οποίος υιοθέτησε την αρχή της εγκατάστασης μικρών ομάδων παιδιών σε οικογένειες χωρικών.
[14] Η ιδέα της ενίσχυσης του οργανισμού είχε διατυπωθεί νωρίτερα στο πλαίσιο του ‘σχολικού ταξιδιού’, μιας άλλης παιδαγωγικής πρακτικής που γνώρισε διάφορες παραλλαγές στην Ιταλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Το 1899 ιδρύθηκαν από τον γιατρό Becher και οι ονομαζόμενοι ‘σταθμοί αναρρώσεως μαθητευομένων’ με τη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού που απευθύνονταν σε παιδιά που μόλις είχαν βγει από το φθισιατρείο. Το 1900 οργανώθηκε μάλιστα και το πρώτο ‘σχολείο του ήλιου’ από τον Auguste Rollier στο χωριό Cergnat –σε 1000 μέτρα υψόμετρο- στο καντόνι Vaud.
[15] Τα σπίτια ‘Doecker’ του προδρομικού σχολείου του Charlottenburg ταξίδεψαν -τα μοντέλα τουλάχιστον αυτών- στην Αγγλία μέσω μιας γερμανικής εταιρίας (της Christoph & Ulmack) που είχε διεθνείς φιλοδοξίες και έστειλε στο Λονδίνο κτήρια ειδικά κατασκευασμένα στο παράρτημά της στη Βαρσοβία.
[16] Στις ΗΠΑ θα επικρατήσει η άποψη να μεταβάλλονται κάποιες αίθουσες σχολείων σε ημιυπαίθριους χώρους και να δημιουργούνται ειδικά μέρη για διδασκαλία στην ύπαιθρο.
[17] Στην Ιταλία προωθήθηκε η ιδέα του κινούμενου-μετακινούμενου σχολείου, το οποίο δημιουργήθηκε σε στενή σύνδεση με τον αντιελονοσιακό αγώνα.
[18] Τις εμπειρίες και τις σχετικές προτάσεις είχε διατυπώσει μάλιστα το 1903 στο βιβλίο του «Η ζωή μου». Βλ. Κ. Σάββα, «Νύξεις τινές προς βελτίωσιν της σχολικής υγιεινής εν Ελλάδι», Διάλεξις γενομένη ενώπιον του Πανελληνίου Εκπαιδευτικού Συνεδρίου εν τη Αιθούση του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσού τη 1η Απριλίου 1904, Δημοτική Εκπαίδευσις, ετ. Γ΄, αρ.22,(10Απριλίου 1904), σ. 339.
[19] Ο Ε. Λαμπαδάριος, ο νεαρός υγειονολόγος με σπουδές Παιδολογίας στην Ελβετία, θα αναλάβει μέχρι το 1940 περίπου διάφορες πρωτοβουλίες για τη δημιουργία θεσμών ευρύτερης κοινωνικής αντίληψης που στόχο είχαν την προστασία των άπορων ασθενικών μαθητών. Και ο ίδιος πραγματοποίησε επισκέψεις σε υπαίθρια ιδρύματα του εξωτερικού. Περισσότερα στοιχεία τόσο για την ίδρυση της υπηρεσίας σχολικής υγιεινής και των λοιπών πρωτοβουλιών όσο και για τα υπαίθρια ιδρύματα στην Ελλάδα εμπεριέχονται στο άρθρο των Β. Θεοδώρου, Δ. Καρακατσάνη, «Το κίνημα της υπαίθριας αγωγής τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. Κοινωνική αντίληψη και ιατρικο-παιδαγωγικές αναζητήσεις», Θέματα Ιστορίας της Εκπαίδευσης, τχ. 2, Άνοιξη 2003, Ατραπός, σ. 55-78.
[20] Τη τελευταία δεκαετία του 20ού αι. τόσο στις εκθέσεις των σχολιάτρων όσο και στις στατιστικές μαθητικής νοσηρότητας, που συντάσσονται βάσει των ατομικών δελτίων υγείας των μαθητών οι ‘λαοφθόρες μάστιγες’ που εμφανίζονταν να πλήττουν τον μαθητικό πληθυσμό της πρωτεύουσας ήταν το τράχωμα, μια μολυσματική ασθένεια των ματιών που οδηγούσε σε τύφλωση, η ελονοσία και η φυματίωση.
[21] O Γληνός είχε σχετική εμπειρία καθώς είχε επισκεφτεί το υπαίθριο σχολείο που είχε ιδρύσει ο Dr. Lietz στο Haubinda. Αργότερα κατέγραψε τις εμπειρίες του στις σημειώσεις του με τίτλο «Ταξίδι στα Landerziehungsheime». (βλ. σχετικά Δ. Γληνού, Άπαντα, τ. Α΄, 1890-1910, εκδοτική φροντίδα, εισαγωγή, σημειώσεις Φ. Ηλιού), Θεμέλιο, Αθήνα 1983, σ. 486-598). Ο Δελμούζος είχε επισκεφτεί το εξοχικό σχολείο Schloss Bieberstein του Lietz, ενώ αργότερα έστειλε και το γιο του να φοιτήσει σε εξοχικό σχολείο. Το ενδιαφέρον για τη νέα αγωγή και την υπαίθρια διδασκαλία παρέμενε ιδιαίτερα ζωηρό τη δεκαετία του ’20 στο χώρο των προοδευτικών παιδαγωγών, όπως φαίνεται από τα δημοσιεύματα του περιοδικού Εργασία που εξέδιδε ο Μ. Παπαμαύρος τη διετία 1923-1925 και το Δελτίο Εκπαιδευτικού Ομίλου.
[22] Μέσω του παιδιού η σωματική, πνευματική και ηθική επίδραση ασκήθηκε και προς την κατεύθυνση των γονέων, ενώ παράλληλα ενισχύθηκε η προσπάθεια ενσωμάτωσης και εσωτερίκευσης ενός αστικού τρόπου ζωής πολιτισμένου χαρακτήρα.
[23] Το πέμπτο διεθνές συνέδριο του σχολικού κτηρίου και της υπαίθριας εκπαίδευσης που πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη της ελβετικής ένωσης Pro Juventure έλαβε χώρα από τις 27 Αυγούστου ως τις 6 Σεπτεμβρίου 1953 και συνοδεύτηκε από μια έκθεση που οργάνωσε ο Alfred Roth «Το νέο σχολείο» στο Μουσείο διακοσμητικών τεχνών της Ζυρίχης.
[24] Στο πλαίσιο ενός διεθνούς συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε
πρόσφατα –το 2002- στο Παρίσι για τα υπαίθρια σχολεία σε διάφορες χώρες της
Ευρώπης, κατά τη διάρκεια του 20ού αι., διατυπώθηκαν αρκετά ερωτήματα και
αναπτύχθηκαν προβληματισμοί σχετικά με τον ρόλο και τη σημασία της
συγκεκριμένης πρωτοβουλίας. Ενδεικτικά αναφέρουμε ορισμένα: πώς μπορεί να δοθεί
στους νεαρούς κατοίκους της πόλης η δυνατότητα να χαίρονται τον καθαρό αέρα
χωρίς να εξορίζονται στη φύση, πώς μπορούν να ζήσουν όσο περισσότερο γίνεται σε
μια ατμόσφαιρα με πολύ αέρα και ήλιο, όταν ο χώρος αυτός είναι περιορισμένος
(κάτι που οδήγησε στην επινόηση της εκμετάλλευσης του επάνω μέρους ενός
κτηρίου-της ταράτσας), πώς αναπτύσσεται η σχέση ανάμεσα σε έναν σχολικό κόσμο
συνήθως κλειστό και σε έναν εξωτερικό χώρο; (Οι λύσεις αναζητούνται στα σχέδια
των σπιτιών, στις ταράτσες, στα κιόσκια, στους γυάλινους τοίχους και στις
κινητές πλευρές της αίθουσας). Θα μπορούσε ο συγκεκριμένος θεσμός και οι αρχές
που προωθούσε να ερμηνευτούν ως μια προσπάθεια απομάκρυνσης των αρρώστων και
των ατόμων που βρίσκονται σε κίνδυνο σύμφωνα με μια παραδοσιακή λογική; Αυτή η
επιλογή επηρέασε την πραγματική ιατρική προσέγγιση που στηρίζεται στην έρευνα
και τη μαζική εφαρμογή του BCG; Ο πολλαπλασιασμός των
σχολείων αυτών στις διάφορες εκδοχές με τις οποίες εμφανίζονται δεν μπορεί να
ερμηνευτεί ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, ενός ‘θεραπευτικού μηδενισμού’ που δεν
ευνοεί τη διάδοση των επιστημονικών καινοτομιών; Ποιο ρόλο παίζει το υπαίθριο
σχολείο σε αυτό το κοινωνικό και υγιεινιστικό πλαίσιο των λαϊκών τάξεων, μπορεί
να θεωρηθεί ένα εργαλείο τεχνοκρατικού ρεφορμισμού, το οποίο ευθύνεται για την
κανονικοποίηση του πολίτη και του εργαζόμενου μέσω μιας κοινωνικής υπηρεσίας
και μιας σχολικής πρακτικής πανταχού παρούσας; Το υπαίθριο σχολείο δεν ξεκίνησε
κυρίως με σκοπό να καλύψει τις ελλείψεις του συστήματος υγείας αποδεικνύοντας
την αναγκαιότητα μιας σχολικής ιατρικής, η οποία βρίσκεται ακόμα στο ξεκίνημά
της; Δεν συνέβαλε στο να αναγνωριστεί και να αναδειχτεί το δικαίωμα των παιδιών
στην υγεία και μάλιστα στην καλή υγεία; Μετά από μισό αιώνα αντιβιοθεραπείας
είναι λογικό να κάνουμε την ιστορία ενός θεσμού που έχει σε μεγάλο βαθμό
ξεχαστεί μετά από τον αναβρασμό του μεσοπολέμου; Το υπαίθριο σχολείο υπήρξε
κάτι παραπάνω από ένας ιατρικο-παιδαγωγικός κομήτης; Πού τοποθετούνται τα όρια
ανάμεσα στις λαϊκού χαρακτήρα αναζητήσεις του και την ευγονιστική πρόκληση,
στην επιδίωξη διαμόρφωσης ενός δυνατού λαού και συστράτευσης της νεολαίας, στη
συνάρθρωση των διεθνών εμπειριών και αντιπαλοτήτων; Για περισσότερα στοιχεία
για την ιστορία του συγκεκριμένου θεσμού και τους προβληματισμούς βλ. A.M. Châtelet, D. Lerch, J.N.Luc (επιμ.), L’ école
de plein air. Une expérience pédagogique et architecturale dans
l’Europe du XXe siècle, Editions Recherches, Παρίσι 2003.