Η ΕΘΝΙΚΟ-ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1950-1964:

ΜΙΑ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ-ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

 

 

 

Αθανάσιος ΚΑΡΑΦΥΛΛΗΣ,

Επ. Καθηγητής Π.Τ.Δ.Ε./Δ.Π.Θ

 

Παναγιώτης ΚΑΡΑΚΑΤΣΑΝΗΣ,

Αν. Καθηγητής Π.Τ.Δ.Ε./Δ.Π.Θ

 

 

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Από τη μελέτη κειμένων των αναγνωστικών βιβλίων του Δημοτικού σχολείου την περίοδο 1950-1964 διαπιστώνεται μια κατά κόρον ανάδειξη και προβολή αξιών και προταγμάτων που συνθέτουν ένα εξιδανικευμένο ηθικό πλαίσιο, επίκεντρο του οποίου αποτελεί μια παρεξηγημένη περί έθνους και θρησκείας αντίληψη όπως αυτή αναφέρεται και στο Σύνταγμα του 1952. Μέσω των αναγνωσμάτων εξαίρεται η προσφορά της εκκλησιαστικής Ιεραρχίας στην εθνική παλιγγενεσία, συγκρότηση και εξέλιξη του νέο-ελληνικού κράτους και σε συνδυασμό με την προβολή μιας φενακισμένης περί έθνους ιδέας «υπερβαίνεται η διαμόρφωση της προσήκουσας εκείνης πατριωτικής συνείδησης στους μαθητές, μεταφέροντας το συναίσθημα του συνανήκειν, από το επίπεδο του συγκεκριμένου στο επίπεδο του ιδεατού. Ιδιαίτερη σπουδαιότητα αποδίδεται επίσης στην ύπαρξη και προσφορά της βασιλικής οικογένειας στη χώρα και στους υπηκόους της. Εξαιτίας της πίστης των Ελλήνων και της διαμεσολάβησης της Εκκλησίας και του Κλήρου, καθίσταται ο Θεός, κατά τα αναγνωστικά βιβλία, έμπλεος φιλελληνικών αισθημάτων, ικανών να αναγορευτεί ο ελληνικός λαός σε «λαό περιούσιο».Η ιστορία του νεοελληνικού κράτους περιορίζεται στην αναφορά αποκλειστικά νικηφόρων πολεμικών αναμετρήσεων με εξωτερικούς εχθρούς, ενώ κυρίαρχο ανθρωπολογικό πρότυπο εμφανίζεται ο μαχόμενος στρατιώτης, η ευδαιμονία του οποίου συνίσταται στην αυταπάρνηση και υπεράσπιση των εθνικών ιδεωδών.

 

ABSTRACT

 

The study of the reading passages of the primary school primers, which were used in 1950 – 1964, has shown an excessive promotion of values and priorities which form an idealized moral framework the focal point of which is a misinterpreted idea about the nation and religion as this is presented in the Constitution of 1952, as well. The contribution of the clerical hierarchy to the national renaissance, formation and evolution of the contemporary Greek state is extolled in the reading texts and this combined with the promotion of a false idea about the nation “the formation of the proper national consciousness in the students is transcended, conveying the feeling of co-belonging from a concrete level to the sphere of ideas. Special attention is also given to the contribution of the royal family to the country and its citizens. Due to the Greek Christian faith and the intervention of the church and the clergy, according to primers, God turns out to have philhellenic feelings which can convert the Greek people into “special people”. The contemporary Greek history confines itself to mentioning exclusively victorious fights with foreign enemies and the fighting soldier is presented as the dominant human model whose true happiness consists in his unselfishness in defense of the national ideals.

 

 

Σκοπός της μελέτης αυτής ήταν να διερευνηθεί η εθνικο-θρησκευτική διάσταση των αναγνωστικών βιβλίων της περιόδου 1950-64, που αποτελούσε την κυρίαρχη θεματική συνιστώσα της αγωγικής διαδικασίας που παρείχετο από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση της εποχής εκείνης. Επιλέχτηκε η περίοδος αυτή ευθύς αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο και τον εμφύλιο πόλεμο προκειμένου να διαπιστώσουμε τι από  τη θεσμοποιημένη κοινωνική και πολιτική αντίληψη που επικρατούσε στη χώρα μας αντικαθρεφτιζόταν στα περιεχόμενα των βιβλίων που χρησιμοποιούσαν οι μαθητές του πρωτοβάθμιου σχολείου.

Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε είναι η ανάλυση περιεχομένου. Βασικός άξονας της μελέτης είναι η εθνικο-θρησκευτική αντίληψη και πρωταρχική ερώτηση πως αντίληψη αυτή διοχετεύεται μέσα από το σχολικό βιβλίο και συγκεκριμένα τα Αναγνωστικό.

Επιλέχτηκε η μελέτη των Αναγνωστικών γιατί αποτελούν τα βασικότερα εγχειρίδια στην εκπαίδευση των μαθητών, καθώς μέσα από τα κείμενά του δεν συντελείται μόνο η εκμάθηση της γλώσσας, αλλά πολύ περισσότερο η διαμόρφωση αξιών, αρχών και κανόνων που συγκροτούν το φαινόμενο της αγωγής. Ο χρόνος ενασχόλησης των μαθητών με τα περιεχόμενα των Αναγνωστικών εξάλλου είναι δυσανάλογα μεγαλύτερος από εκείνο που προβλέπεται για όλα τα άλλα σχολικά εγχειρίδια και καταλαμβάνει σχεδόν το 50% του συνολικού χρόνου.(Φραγκουδάκη, 1979, 12).

Διερευνήθηκαν έξι Αναγνωστικά βιβλία που διδάχτηκαν σε όλες τις τάξεις του Δημοτικού Σχολείου κατά την προαναφερθείσα περίοδο και στις έξι τάξεις. Συγκεκριμένα: α) Γεραντώνη Επαμεινώνδα, Αλφαβητάριο «Τα καλά παιδιά», Ο.Ε.Σ.Β. Αθήνα 1950, β) Οικονομίδου Β. Γ., Αναγνωστικό Β΄ Δημοτικού, Ο.Ε.Σ.Β. Αθήνα 1954, γ) Πετρούνια Β., Κολοβού Φ., Σπεράντσα Σ., Μεταλλινού Α.,  Αναγνωστικό Γ΄ Δημοτικού, Ο.Ε.Σ.Β. Αθήνα 1954, δ) Μέγα Γ., Ρωμαίου Κ., Δουφεξή Σ., Μακρόπουλου Θ., Αναγνωστικό Δ΄ Δημοτικού, Ο.Ε.Σ.Β., Αθήνα 1954, ε) Καλαματιανού Γ., Γιαννόπουλου Θ., Δούκα Δ., Δεληπέτρου Δ., Κοντόπουλου Ν., Αναγνωστικό Ε΄ Δημοτικού Ο.Ε.Σ.Β., Αθήνα 1954, στ) Φωτιάδου Ε.Π., Μηνιάτη Η.Π., Μέγα Γ., Οικονομίδου Δ., Παρασκευόπουλου Θ., Αναγνωστικό ΣΤ΄ Δημοτικού, Ο.Ε.Σ.Β. Αθήνα 1954.

Ένας μεγάλος αριθμός κειμένων των Αναγνωστικών της διερευνηθήσας περιόδου αφιερώνεται σε θέματα της ελληνικής Ιστορίας. Η Ιστορία των Ελλήνων παρουσιάζεται ως ένα ανθολόγιο πολεμικών γεγονότων και δρώμενων με κύριο πρωταγωνιστή τον ήρωα-πολεμιστή, ο οποίος οιστρηλατούμενος αποκλειστικά από το συναίσθημα της αγάπης για την πατρίδα υπερβαίνει κάθε άλλο συναίσθημα, ακόμη και το φόβο του θανάτου. Έτσι διακρίνεται μια διαδικασία αγωγής με παροχή προτύπων, το αξιολογικό περιεχόμενο των οποίων αντλείται από περί αρετής αντιλήψεις μιας στρεβλής, από το 19 αι. κατανόησης πολιτισμικών προτύπων της ελληνικής αρχαιότητας: «και εμείς κύριε, όταν θα γίνωμε στρατιώτες, θα πολεμήσωμε και θα μεγαλώσωμε την πατρίδα μας, όπως έκαμαν και οι γονείς μας», "την πατρίδα δε ουκ ελάττω παραδώσω, πλείω δε και αρείω όσης αν παραδέξωμαι" (Λυκούργ. Κατά Λεωκρ. 77) και προς ευμεθοδέστερη εμπέδωση του αξιακού προτάγματος ο δάσκαλος θα ενισχύσει νουθετώντας τους μαθητές του στη συνέχεια του κειμένου ως ακολούθως: «όταν μεγαλώσετε και γίνετε στρατιώτες και τη ζωή σας ακόμη να θυσιάσετε γι’ αυτή». Όλη η πεμπτουσία του αρχαιοελληνικού κράτους βλέπουμε έτσι να στοιβάζεται στο Αναγνωστικό βιβλίο της Β΄ Δημοτικού (Αναγν. Β΄ Τάξ. 76, 88), προτείνοντας τη συγκρότηση μιας συνείδησης περί εαυτού, στον επτάχρονο μαθητή που δε θα ήταν δυνατό να βρει άλλη έκφραση ειμή μόνον στην οντότητα του «καλού», ηρωικώς δηλ. μαχόμενου και αν χρειαστεί θυσιαζόμενου στο πεδίο της «μάχης», στρατιώτη: Η Μεγάλη Ιδέα βλέπουμε έτσι να κυριαρχεί τουλάχιστο στην πρωτοβάθμια ελληνική εκπαίδευση και μετά το 1922.

Προς άρση παρεξηγήσεων θα πρέπει να δηλώσουμε βέβαια ότι καμία αμφιβολία δεν πρέπει να υπάρχει ότι σε όλες τις εποχές του παρελθόντος αλλά και του μέλλοντος Χρόνου ο κάθε μαθητής και αυριανός πολίτης καλείται ή θα κληθεί, όταν η περίπτωση θα απαιτήσει, να διασφαλίσει την αυτάρκεια της πατρίδας του σε καιρό πολέμου, όπως και σε περιόδους ειρήνης, εφόσον οι πολεμικές αναμετρήσεις μεταξύ των λαών, παρόλη την πάροδο τόσων αιώνων πολιτισμού, ούτε εξέλειψαν, ούτε και φαίνεται δυστυχώς να εκλείψουν. Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και αναρίθμητοι άλλοι επιχώριοι αποδεικνύουν το αληθές του Λόγου: Το πνεύμα όμως ακριβώς του «δυστυχώς» αυτού παρατηρούμε να απουσιάζει εντελώς από τα προαναφερθέντα αγωγικά προτάγματα των περιεχομένων του Αναγνωστικού.

Ανεξάρτητα όμως από την παραπάνω διευκρίνιση, με την απουσία του σημειωθέντος «δυστυχώς» με την οποία απαξιώνεται, κατά κάποιο τρόπο ο πόλεμος ως μέσο επίλυσης διαφορών, μεταξύ άλλων προτάσσεται  και παρέχεται στους μαθητές η αντίληψη ότι η «πατρίδα» σε όποια μορφή και αν νοηθεί, «και αυτά (βουνά) και εκείνα (κάμποι) κι’ όλα όσα έχουμε μέσ’ στην καρδιά», απαιτεί πρωτίστως τη θυσία της ανθρώπινης ζωής, αναγορευόμενη ως νόημα και αξία υπέρτερή της. Η έννοια του Κράτους θα τοποθετηθεί έτσι σε ύψη δυσθεόρατα ανθρωπίνοις λογισμοίς – κάτι σαν το παγκόσμιο πνεύμα, θα παρατηρήσει εύστοχα ο Κ. Γεωργούλης (Γεωργούλη Κ, 1936, 242) – και θα αποτελέσει θεσμικό αυτοσκοπό, ύψιστη, απόλυτη και αδιαμφισβήτητη αρχή μακαρίως εφησυχάζουσα χωνεμένη στον εαυτό της: Αποθέωση του Απολυταρχισμού.

Δεν αγνοούμε, μια και στην ιστορική γνώση είναι ευρέως συγγνωστό, ότι η εκτίμηση της ανθρώπινης ζωής στην αρχαιοελληνική κοινωνία πόρρω απείχε από τη σπουδαιότητα που της αποδίδουμε εμείς σήμερα. Η ανεπιθύμητη γέννηση ενός βρέφους λ.χ. αντιμετωπιζόταν από τον γεννήτορα του με απομάκρυνσή του από την οικογένεια και έκθεσή του σε συνθήκες που η επιβίωσή του ούτε αυτονόητη ήταν, ούτε και εξασφαλισμένη. (K.J. Beloch,1912, 82). Υπό τις συνθήκες αυτές, κατά συνέπεια η εκτίμηση του φαινομένου της ζωής στη ρήση «και ου φεισόμεθα της ζωής ημών» κατά την εκφορά του όρκου των αθηναίων εφήβων, χρήζει μιας διαφορετικής αξιολογικής ερμηνείας, που θα αποδείκνυε, ότι η απευθείας πρόσδεση της σημερινής αξιολόγησης της ζωής του ατόμου, μετά την παρέμβαση της καινοδιαθηκηκής, χριστιανικής αντίληψης και την αναβάθμισή του ως πολίτη στις σύγχρονες κοινωνίες, είναι αδύνατη. Η απώλεια της ανθρώπινης ζωής, ακόμη και στο «πεδίο της τιμής», αποτελεί πρωτίστως απώλεια και εισπράττεται, όπως πάντοτε, με οδύνη ως τέτοια, από τη συλλογική συνείδηση· μια οδύνη που χρήζει παραμυθίας προκειμένου να την ανθέξει κανείς· μια παραμυθία που αποτελεί όμως ενέργεια μεταφυσική.

Από τη μελέτη των Αναγνωστικών διαπιστώνεται, όπως προαναφέρθηκε ότι η ιστορία της Ελλάδας είναι μια ατέλειωτη ακολουθία πολεμικών και μόνον γεγονότων. Συχνότερα από κάθε άλλο όρο συναντώνται οι όροι πατρίδα και έθνος, ενώ αξιοσημείωτο είναι ότι κανένας δε γίνεται λόγος για ελληνικό κράτος ή για ελληνική κυβέρνηση. Σε όλα τα βιβλία οι όροι Ελλάδα, Πατρίδα, Έθνος, Φυλή χρησιμοποιούνται ως συνώνυμοι και διακρίνεται η προσπάθεια παρουσίασης μιας αδιάσπαστης συνέχειας του Ελληνισμού στο βάθος των αιώνων και παρόλη τη σύγχυση που φαίνεται να διακατέχει τους συγγραφείς σχετικά με την ενακολουθία των εποχών και των περιόδων του πολιτισμού, το ζητούμενο διαπιστώνεται να είναι η διαρκής παρουσία του ελληνικού έθνους ανά τους αιώνες. Το γεγονός ότι ιστορικά ο Ελληνισμός μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση και τη βυζαντινή διάχυσή του στον Οικουμενισμό αποκτάει συνείδηση της ιδιαίτερης πολιτισμικής του οντότητας, κατά την εποχή των Κομνηνών, γύρω στον 13ο αι. (Σβορώνου Ν., 1976, 27 κε.) και εφεξής απουσιάζει από το γνωστικό ορίζοντα του Αναγνωστικού. Το βυζαντινό πολυσυλλεκτικό κράτος με την πανσπερμία των πολιτισμών που το απάρτιζαν, ακόμη και από τον 4ο μ.Χ. αι. αποκαλείται από τους συγγραφείς ανενδοίαστα ελληνικό έθνος. Κείμενο που αναφέρεται στην εποχή του Μεγάλου Βασιλείου μετατρέπει τα βυζαντινά πολυεθνικά στρατεύματα σε «ελληνικό στρατό». (Αναγν. Γ΄ Τάξ. 149).

Απέναντι στον εχθρό, ανεξάρτητα αν είναι αλλόθρησκος ή και ομόθρησκος, αντιπαρατίθεται η Ελλάδα ως έθνος και πατρίδα όπως λ.χ. στο κείμενο «Ο πατριωτικός διάλογος» στη Γ΄ τάξη που φέρει τον τίτλο «Οι νικηταί του Σαράντα». Η υπεροχή των Ελλήνων είναι φανερή σε όλους τους τομείς και υποσκελίζεται κάθε άλλος λαός που τολμάει να συγκριθεί με τον περιούσιο· «σα νυχτώσει καλά, να σου και οι φίλοι μας οι τουρκαλβανοί, όλο και μεθυσμένοι μας έρχονται μπουλούκια…… Αρχίζομε πυρ ομαδόν. Μισή ώρα δεν κρατούν. Ύστερα όπου φύγη φύγη. Πολλές φορές τους πιάνομε σα λαγούς. Κούφια κορμιά, αφέντη μου, δεν αξίζουν μια γυροβολιά του τσαρουχιού μου. Ούτε τους λογαριάζουμε πια». (Αναγν. ΣΤ΄ Τάξ. 74).

Το πρότυπο του ανδρείου πολεμιστή εμφανίζεται εντονότερα στις τρεις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού. Ένας ήρωας-αγωνιστής παρουσιάζεται να περιγράφει την άφατη ευτυχία που του επιφύλασσε η μοίρα να συμμετέχει στους νικηφόρους πολέμους οι οποίοι ευτυχώς που υπήρχαν και δίνουν νόημα στη ζωή του. Ο πόλεμος είναι χαρά γιατί προσφέρει χαρά και ευχαρίστηση, όπως γνωστοποιείται στο μαθητή της ΣΤ΄ Δημοτικού. «Το πρωί πρωί μπόμπες, όλη τη μέρα πόλεμος και ζήτωωωωω! Νυχτώνει και αρχίζουν οι αιφνιδιασμοί. Ξημερώνει, καινούργιες μπόμπες, καινούργιος πόλεμος, καινούργια ζήτωωωω……», ο πόλεμος είναι κάτι το απίστευτα απλό, απίστευτα ανέμελο, που δεν χρειάζεται να το παίρνουμε και στα σοβαρά. «Επήρα χτες το βάπτισμα του πυρός…… δε φαντάζεσαι τι όμορφο πράγμα είναι να είσαι Έλληνας….. δε σου επιτρέπεται μανούλα, να αμφιβάλλεις, και συ και οι άλλες μητέρες των πολεμιστών μας. Είμαστε ευτυχισμένοι». (Αναγν. ΣΤ΄ τάξ. 89 και Αναγν. Δ΄ τάξ. 9 κε.). Η συμμετοχή στον πόλεμο εξισώνεται με τη συμμετοχή στον Ελληνισμό και το αποτέλεσμα της εξίσωσης αυτής ανείπωτη ευτυχία. Κάθε είδους αμφιβολία είναι ανεπίτρεπτη. Στην όλη αυτή κατάσταση θα πρέπει να αποσπαστεί βέβαια και η συγκατάθεση της μάνας που μόνο τότε θα ολοκληρωθεί το αρχέγονο πρότυπο του Σπαρτιάτη Πολεμιστή. Έτσι στο επόμενο κιόλας κεφάλαιο δεν παραλείπεται να σημειωθεί, «παρακαλώ για τη νίκη μας, που είναι απώτερη και από τη ζωή μας». (Αναγν. Δ΄ τάξ. 40), ως απόφαση της μάνας του αγωνιστή: «Ή ταν ή επί τάς». Με τους παραπάνω χαρακτηρισμούς που αφειδώλευτα παραχωρούνται στην οντότητα του έλληνα στρατιώτη, συμπορεύεται και μια εμφανής υποτίμηση του εχθρού που απαξιώνεται σε επίπεδα παραγνώρισης και αυτής ακόμη της ανθρώπινής του υπόστασης. Η εθνοκεντρική αντίληψη έτσι των συγγραφέων θα εξακοντιστεί βαθιά μέσα στο παρελθόν και παρακάμπτοντας ακόμη και αυτό το προσφιλές αρχαιοελληνικό πρότυπό τους θα συνταυτιστεί με πρότυπα αλλοεθνικά, λ.χ. των Αιγυπτίων, που μόνο στους ομοεθνείς τους εκχωρούσαν το δικαίωμα να λέγονται «άνθρωποι» (Θεοδωρακόπουλου Ι., 2, 1981, 14) γεγονός που καταγράφεται με επιείκεια στην Ιστορία εξαιτίας της πρωιμότητας του πολιτισμικού αναβαθμού που τα έθρεψε. Θα πρέπει να μην ξεχνούμε εξάλλου ότι η μεγαλοσύνη του αρχαιοελληνικού πολιτισμού δεν έγκειται σε κανένα άλλο χαρακτηριστικό, παρά στην έκδηλη συνειδητοποίησή του ότι η ποιότητα και αρτιότητα ενός πολιτισμού δεν οφείλεται στο κατά πόσο θα μπορούσε να συντηρηθεί αλώβητος, κατά το πέρασμα των αιώνων, αλλά στο κατά πόσο θα είναι σε θέση να προσφέρει στους φορείς του, περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσε να αντλήσει μόνο από τον εαυτό του. Αυτός θα πρέπει να ήταν και ο λόγος του διαρκούς «ανοίγματός» του στους άλλους πολιτισμούς του γνωστού τότε κόσμου. Η αρχαιοελληνική πολιτιστική κοινότητα κανένα δε φαίνεται να είχε ενδοιασμό προκειμένου να υιοθετήσει πολιτισμικά πρότυπα άλλων πολιτισμών. Οι θεογονικές ερμηνείες του Ησιόδου αποτελούν δάνεια των χουρριτοχεττιτικών και βαβυλωνιακών μύθων για τη γέννηση του Κόσμου και των θεών (Kirk G., Raven J., Schofield M., 19902, 57κε.) και οι αρχαϊκοί κούροι μεταφορά αιγυπτιακών πολιτισμικών προτύπων, (Karakatsani P., 1197/98, 109 κε.κε.) στην Ελλάδα· αμφότερα ωστόσο βαπτίζονται πριν εμπεδωθούν στην αρχαιοελληνική συλλογική συνείδηση, στην κολυμβήθρα του Λόγου. Ο αρχαιοελληνικός Κούρος θα απεκδυθεί τις μεταφυσικές, εσχατολογικές ερμηνείες που του είχαν αποδοθεί από την αιγυπτιακή κοσμοθεώρηση και θ’ αποβεί «μνημείον», φυσικός οπτικός διαμεσολαβητή ενός πεθαμένου απόντος στα μάτια και στη μνήμη του θεατή και οι περί γενέσεως του Κόσμου «μύθοι» της Ανατολής, θα μετατραπούν σε διδακτικό έπος, που έθρεψε, όπως είναι γνωστό, σύμπασα τον Ελληνισμό καθ’ όλη την αρχαιότητα.(Γιαννικόπουλου Α., 2003, 14).

Ο πόλεμος απέχει πολύ από το να παρουσιάζεται στα Αναγνωστικά του Δημοτικού ως απαξία· ότι στο πεδίο της «τιμής» χύνεται ανθρώπινο αίμα αποσιωπάται, όπως αποσιωπώνται και όλοι εκείνοι οι ατυχείς πόλεμοι και οι καταστροφές που υπέστη η χώρα και συνακόλουθα οι πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις τους και προ πάντων οι εθνικές ταπεινώσεις που επακολούθησαν. Η συλλογική εμπειρία του Έλληνα ότι ο πόλεμος αποτελεί συμφορά και απαξία που δε συμβιβάζεται με μια πεπολιτισμένη συνείδηση αντί να καταστεί περιούσιο στοιχείο παιδείας και αγωγής στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση αγνοείται και διαγράφεται επιδεικτικά από τον νοηματικό ορίζοντα των Αναγνωστικών. Είναι αυτονόητο, μετά τα παραπάνω λοιπόν, ότι έννοιες όπως ειρήνη, φιλία και αλληλεγγύη μεταξύ των λαών δεν θα μπορούσαν να αξιωθούν με την παραμικρή αναφορά στην ελληνική σχολική πραγματικότητα της μεταπολεμικής περιόδου. Αξιοσημείωτη εμφανίζεται ακόμη σε σχέση με τα παραπάνω και η σκόπιμη μάλλον αγνόηση σημαντικών γεγονότων για τον Ελληνισμό του 20 αι. όπως της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου πολέμου του 1944-49, πλέον οδυνηρού διχαστικού πολέμου που διεξήγαγε ο Ελληνισμός από τον Πελοποννησιακό πόλεμο και εφεξής. Δεν αποτελούν τα γεγονότα αυτά παιδευτικά παραδείγματα, ούτε για μίμηση ούτε για αποφυγή. Απωθούνται στο συλλογικό ασυνείδητο, στο χαμώϊ εκείνο της υπόστασής μας, όπου καταχωνιάζεται αλλά και συντηρείται κατά τους νομοτελειακούς νόμους του σύμπαντος μαζί με κάθε ανεκπλήρωτη επιθυμία μας και κάθε ενοχή. Περισσότερες και εκτενέστερες αναφορές συναντούμε στα κείμενα των Αναγνωστικών για τον πόλεμο της Κορέας, στον οποίο συμμετείχε ως γνωστόν και η Ελλάδα με την αποστολή μικρού εκστρατευτικού σώματος. Η αποστολή ερμηνεύεται σαν συνδρομή του Ελληνισμού στους αγώνες των Αμερικανών εναντίον των «κίτρινων», ωσάν το χρώμα του «εχθρού» να ήταν το ζήτημα του πολέμου και η Ελλάδα να κατέβαλλε την αυτονόητη συμβολή της για την επιβεβαίωση της ανωτερότητας της λευκής φυλής· και ο τίτλος του αναγνώσματος παραπέμπει και πάλι στην αρχαιότητα: «Οι νέοι Λεωνίδαι». (Αναγν. Δ΄ τάξ. 267 και 271 κε.).

Μέσα στο διάχυτο αυτό πνεύμα εθνικοφροσύνης διαπιστώνεται όμως και μια ανεξήγητη εν πολλοίς παραμέληση της εκπαίδευσης των κοριτσιών. Η αντίληψη που επικρατεί μέσα στα Αναγνωστικά είναι ότι προορισμός του κοριτσιού είναι να γίνει άξια μητέρα, που πρώτιστο μέλημά της αποτελεί η γέννηση γιων, τους οποίους και θα γαλουχήσει ώστε να προσφέρουν ευχαρίστως τη ζωή τους στο βωμό της πατρίδας, σε οποιονδήποτε πόλεμο αυτή πραγματοποιούσε. Εκτός του ρόλου της μητέρας, εμφανίζεται βέβαια η γυναίκα και ως σύζυγος και νοικοκυρά: ο ζωτικός χώρος της γυναίκας περιορίζεται δηλαδή στα όρια του σπιτιού της. Κανένας άλλος ρόλος δεν της εκχωρείται στα Αναγνωστικά της μελετούμενης εποχής. Επιπλέον αποστερείται από τον μισό μαθητικό πληθυσμό της επικράτειας, αυτόν των κοριτσιών, η αναζήτηση ενός προτύπου στα κείμενα των Αναγνωστικών, ώστε μέσα από τις αναγκαίες ψυχικές διαδικασίες ταυτίσεως να προτυπώσουν μια οντότητα, εκτός βέβαια της καλής νοικοκυράς, συζύγου και μητέρας: «το κορίτσι χαίρεται παίρνοντας δώρα σύνεργα ραπτικής…..», «το κορίτσι πλέκει, βοηθάει τη μητέρα στις δουλειές του σπιτιού». (Αναγν. Γ΄ τάξ. 172, 215, 232, 237). Όλα τα σημαντικά θεσμικά επίπεδα κυριαρχούνται από το αρσενικό: ο πατέρας, ο δάσκαλος, ο παπάς, ο ήρωας πολεμιστής, δεν θα μπορούσαν να είναι παρά γένους αρσενικού ενώ η ισοτιμία των φύλων παρουσιάζεται αδιανόητη.

Πέρα από την επιχείρηση διαμόρφωσης των προτύπων που προαναφέρθηκαν, αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το όλο αγωγικό πλαίσιο επικαλύπτεται με τον μανδύα της θρησκευτικότητας, παρόλο που τα κείμενα που αναφέρονται αποκλειστικά στη θρησκεία είναι ελάχιστα. Η έξαρση όμως της βαθιάς θρησκευτικότητας από την οποία διακατέχονται τα μέλη του συνόλου της ελληνικής κοινωνικής ζωής είναι συνεχής και ακατάπαυστη. Η ανάληψη της ευθύνης για τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση (εννοείται χριστιανική) των παιδιών εκχωρείται κατά κύριο λόγο στην οικογένεια. Σε κείμενα των τριών πρώτων κυρίως τάξεων τα προεξάρχοντα μέλη της εκτεταμένης οικογένειας, πατέρας-μητέρα, αλλά και τα προβεβηκυίας ηλικίας, παππούς-γιαγιά, αναλαμβάνουν το ρόλο μεταλαμπάδευσης της χριστιανικής πίστης στα παιδιά, «Γιατί γιαγιά, σήμερα χτυπούν νύχτα οι καμπάνες; Σαν την αποψινή νύχτα εγγονάκι μου, η Παναγία μας γέννησε το Χριστό μας στην πόλη Βηθλεέμ», (Αλφαβητάριο Α΄ τάξ. 86 κε.). «Γιατί μητέρα, αυτή την εβδομάδα τη λέμε Μεγάλη; Γιατί παιδί μου, τις μέρες αυτές έπαθε πολλά ο Χριστός από κακούς ανθρώπους και στο τέλος τον σταύρωσαν» (Αναγν. Β΄ τάξ. 147 κε.).

Τα πρώτα-πρώτα σημαντικά στοιχεία του θρησκευτικού μαθήματος αναφέρονται από την οικογένεια· ο δάσκαλος επικαλείται τις γνώσεις αυτές τις οποίες και διανθίζει κατάλληλα στα πλαίσια μιας πιο προκεχωρημένης επιστημονικά προγραμματισμένης μαθησιακής διαδικασίας. Ο δάσκαλος είναι η συνέχεια του πατέρα, της μητέρας, του παππού, της γιαγιάς και εφόσον τα πρόσωπα αυτά κύρους για τα παιδιά, προσφέρουν μια συγκεκριμένη γνώση, που θα αποτελέσει την κοίτη μέσα στην οποία θα δομηθεί η επίλοιπη γνώση που θα προσκτηθεί στο μέλλον, (Wittgenstein L., 1969, 160) είναι έγκυρη. Ο πατέρας είναι εκείνος επίσης που μέσα από τις νουθεσίες του "διδάσκει την πρέπουσα συμπεριφορά" στα παιδιά μέσα στην εκκλησία. «Στην εκκλησία τα καλά παιδιά στέκουν φρόνιμα και προσέχουν τι λεει ο παπάς και τι ψάλλει ο ψάλτης». (Αναγν. Γ΄ τάξ. 55). Όλα τα παρεχόμενα ως πρότυπα είναι πρόσωπα βαθέως θρησκευόμενα και χριστιανικά. Ο Θεός προστατεύει τους ανθρώπους από τις δυστυχίες και χαρίζει στους πιστεύοντες ως αντίδωρο την ευτυχία. Αλλά και οι νικηφόροι πόλεμοι του Ελληνισμού που αναφέρονται στα Αναγνωστικά δεν θα ήταν δυνατό να διεξαχθούν και μάλιστα με τέτοια απίστευτη ευκολία, χωρίς τη συνδρομή του Υψίστου. Παρουσιάζεται έτσι ένας Θεός έμπλεος τέτοιων φιλελληνικών συναισθημάτων, ώστε να  αναγορεύσουν τον ελληνικό λαό σε «λαό περιούσιο», «Εγώ, λέγει, αδύνατε και εγκατελελειμένε λαέ μου, εγώ θα είμαι μαζί σου, εγώ θ’ απλώσω το χέρι μου και με τη δύναμή μου εγώ θα χτυπήσω τους εχθρούς σου, εγώ θα σε δυναμώσω εναντίον τους». (Αναγν. ΣΤ΄ τάξ. 17). Ο Θεός δεν θα μπορούσε να μην αναμειχθεί στις πολεμικές αναμετρήσεις του περιούσιου λαού, ειμή μόνον συμπαρατασσόμενος μ’ αυτόν και μάλλον στο γεγονός αυτό οφείλεται συν τοις άλλοις και η αποσιώπηση των μη νικηφόρων πολέμων και καταστροφών του Ελληνισμού: Η απουσία του Υψίστου όντος θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως παράλειψη ή εγκατάλειψη και θα βεβαρυνόταν με κατηγορίες που δεν θα ταίριαζαν στη φύση του ως αγαθού, μεγαλοδύναμου και φιλλέληνος όντος. Είναι υπεύθυνος εξάλλου για τη ζωή και την ευτυχία των ανθρώπων, την ισορροπία του κόσμου, τη τιμωρία αυτών που παραβιάζουν τους ηθικούς κανόνες και όλοι εξαρτώνται από την παντοδυναμία του. Ότι ευτυχές ή ατυχές συναντάει το έθνος ερμηνεύεται ως θέλημα του Θεού. Τα δεινά του Ελληνισμού – και μόνο στην περίπτωση αυτή γίνεται αναφορά σε ατυχή γεγονότα του έθνους – ερμηνεύονται ως απόρροια της απολεσθείσας πίστης των Ελλήνων: «αν ο Θεός δώσει τη νίκη στους ασεβείς θα είναι για τα δικά μας αμαρτήματα». Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ενός στρατιώτη του πολέμου του 1912, στο Αναγνωστικό της ΣΤ΄ τάξης, ο οποίος προκειμένου να εξευμενίσει τον επουράνιο Κύριο διαβάζει το «Ιερό βιβλίο» του· «Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου, από τίνος δειλιάσω;», (Αναγν. ΣΤ΄ τάξ. 27), παραγνωρίζοντας παντελώς την πραγματικότητα, σύμφωνα με την οποία ήδη από την εποχή της βασίλισσας Όλγας και εφεξής ένας στρατιώτης που θα κατανοούσε την εκκλησιαστική γλώσσα, θ’ αποτελούσε πρόσωπο εξαιρετικής μόρφωσης, γεγονός εξαιρετικής σπανιότητας· αγνοούνται έτσι κοντά στα παραπάνω και τα υπερβολικά ποσοστά αναλφαβητισμού του συνόλου των στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας, κυρίως λόγω αδυναμίας να κατανοήσουν την επίσημη γλώσσα και γλώσσα διδασκαλίας του ελληνικού σχολείου, εφόσον δεν εννοούν να μιλήσουν άλλη γλώσσα παρά την «απαγορευμένη» δημοτική (Καραφύλλη Α., 2002, 78 κε.).

Με τον τρόπο όμως που παρουσιάζεται η θρησκεία στα κείμενα των Αναγνωστικών, φαίνεται να παρεμποδίζει και την ανάπτυξη της στοιχειώδους λογικής – ούτε λόγος για κριτικής – σκέψης του παιδιού, εφόσον διδάσκοντας στους μαθητές την αποδοχή της κοινωνίας ως συγκροτήματος στατικού, και την «αλήθεια» ότι ο μόνος που αποφασίζει για την τύχη των ανθρώπων είναι ο Θεός, η δικαιοσύνη του οποίου συνίσταται στην απόδοση λίγων ή πολλών σύμφωνα με τη βούλησή του, οδηγεί στην μοιρολατρία και την αποδοχή του «γραμμένου». Διακρίνεται επίσης μια σαφέστατη στήριξη στην υπάρχουσα και τη διαμορφούμενη την εποχή εκείνη κοινωνικο-οικονομική ολιγαρχία, την ανωτερότητα της οποίας θα πρέπει να αποδεχτούν άπαντες χωρίς την παραμικρή αμφισβήτηση: Η πινδαρική αρχαϊκή ηθική αντίληψη του σαφούς διαχωρισμού των κοσμικών ορίων επαναχαράσσεται σε μια εγκόσμια πραγματικότητα, με κριτήρια ωστόσο υπέρτατα πραγματολογικά· ζητούμενο είναι η μη ανάμειξη των κόσμων και η υπέρβαση των προδιαγεγραμμένων ορίων. Η κοινωνική κινητικότητα δια της εισπηδήσεως από διαστρωμάτωση σε διαστρωμάτωση αποτελεί γεγονός αδιανόητο: Ο καθένας στη θέση «εφής ετάχθη». Με την παράθεση επιπλέον μιας σειράς εντυπωσιακών «θαυμάτων» που διαδραματίζονται στα πλαίσια ιστορικών γεγονότων και παρουσιάζονται ως πραγματικά όπως λ.χ. ο παπάς του Μεσολογγίου που δεν τον έπιανε  το τούρκικο βόλι στην ηρωική έξοδο, (Αναγν. ΣΤ΄ τάξ. 21), το κρητικόπουλο που σώζεται από το θάνατο χάρη στην εικόνα της Παναγιάς, (Αναγν. Δ΄ τάξ. 236 κε.), το θαύμα της Παναγίας των Βλαχερνών στα χρόνια του Ηράκλειου. (Αναγν. Ε΄ τάξ. 17 κε.). Επιχειρείται η ανεπιφύλακτη αποδοχή της μυστηριακής υπερβατικότητας και η καλλιέργεια δέους μπρος στο μυστηριακό. Τα «θαύματα προσθέτουν στην απλή πραγματικότητα μια σταγόνα υπερφυσικού».(Φραγκουδάκη Α., 1979, 60 κε.). Το παρόν και το μέλλον της Ελλάδας εξαρτάται πρωτίστως από τη θεϊκή βούληση.  Κατά συνέπεια τα παιδιά αντιλαμβάνονται (ή καλύτερα διδάσκονται), ότι και μόνον η αποδοχή της θείας βούλησης και η εναπόθεση των ελπίδων τους στην φιλευσπλαχνία του Θεού αρκεί προκειμένου να πορευτούν στη ζωή.. Τα μηνύματα που εισπράττονται κατά τα άλλα από τα περιεχόμενα των Αναγνωστικών είναι η αποδοχή της ισχύουσας κοινωνικής πραγματικότητας χωρίς αμφισβητήσεις. Ο σεβασμός στην χριστιανική ορθόδοξη παράδοση και ειδικά στον κλήρο, η μεγάλη προσφορά του οποίου στην παλιγγενεσία του Ελληνισμού δεν παραλείπεται να εξαρθεί, εφόσον «οι πρωτομάρτυρες της ελληνικής ελευθερίας ήσαν οι αρχηγοί της θρησκείας, πατριάρχαι και αρχιερείς», «Η Εκκλησία έχει να παρουσιάσει, εκτός των θαυμάτων και πλήθος κληρικών και μοναχών, οι οποίοι προέταξαν τα στήθη των κατά την Επανάστασιν. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός προσέφερεν ανεκτιμήτους υπηρεσίας…. Οι μοναχοί του Μεγάλου Σπηλαίου διεκρίθησαν δια τον ηρωισμόν, με τον οποίον απέκρουσαν τας στρατιάς του Ιμπραήμ….. Ο επίσκοπος Κιρνίτζης Προκόπιος…. Ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας….. Ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος….. Ο Καρύστου Νεόφυτος….. Ο Ταλαντίου Νεόφυτος και ο Ανδρούσης Ιωσήφ έλαβον ενεργόν δράσιν εις διαφόρους μάχας ….. και πόσοι άλλοι!» (Αναγν. ΣΤ΄ τάξ. 163). Παρουσιάζεται έτσι η Εκκλησία ως ο πρωτεργάτης όλων των απελευθερωτικών αγώνων του Ελληνισμού, αλλά και ανεξάντλητη πηγή δυνάμεως και απαντοχής για την προάσπιση της πατρίδας. Σκοπός όλων των κειμένων φαίνεται να είναι η εδραίωση ενός άκρατου σεβασμού και αποδοχής της ανώτερης κυρίως ελλαδικής εκκλησιαστικής Ιεραρχίας. Ακόμα και η επιλογή της τάξης στην οποία διδάσκονται τα σχετικά κείμενα, η ΣΤ΄ Δημοτικού, δε φαίνεται να είναι τυχαία, αφού στην ηλικία αυτή πιστεύεται ότι τα παιδιά ήδη μπορούν να αντιληφθούν και να εμπεδώσουν ευκολότερα τις προτεινόμενες αξίες.

Στα πλαίσια της προσπάθειας αυτής εμπέδωσης επιχειρείται και η υιοθέτηση από τα παιδιά της ταυτοσημίας Ελληνισμού-Χριστιανισμού, σε σημείο μάλιστα ανυπαρξίας της μιας χωρίς την ύπαρξη της άλλης: Τα χαρακτηριστικά της έννοιας «Χριστιανισμός» έχουν παρεισφρήσει αυτούσια στην έννοια «Ελληνισμός», ώστε οι δύο έννοιες να αποτελούν ουσιαστικά μια αδιαχώριστη νοηματική ενότητα: «Αι λέξεις πατρίς και θρησκεία δια τον Έλληνα εκφράζουν την αυτήν ιδέαν. Είναι τόσον βαθέως χαραγμέναι εις την καρδίαν αυτού, ώστε δυνάμεθα να τας παραβάλωμεν με τας δύο κυριωτέρας κινήσεις αυτής· δηλαδή την πατρίδαν με την συστολήν και την θρησκείαν με την διαστολήν αυτής, εις τρόπον ώστε η ύπαρξις της μιας προϋποθέτει την ύπαρξην της άλλης» (Αναγν. ΣΤ΄ τάξ. 163). Από το πνεύμα αυτό του ελληνοχριστιανισμού διαπνέεται εξάλλου και το Σύνταγμα του 1952, της εποχής δηλαδή που πραγματευόμαστε. Στο άρθρο 16 παρ. 2 αναφέρεται ρητά ως στόχος της στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης «η ηθική και πνευματική αγωγή και η ανάπτυξις της εθνικής συνειδήσεως των νέων, επί τη βάσει των ιδεολογικών κατευθύνσεων του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» (Αλιβιζάτου Ν., 1995, 526 κε.).

Στην προσπάθεια ταυτισμού Ελληνισμού-Χριστιανισμού (Ορθοδοξίας) εμπλέκεται και ο θεσμός της βασιλείας, όπου επιχειρείται η κατανόηση των βασιλέων ως συμβόλων του ελληνικού έθνους, ενώ δεν χάνεται καμιά ευκαιρία προκειμένου να τονιστεί η μεγάλη και θετική τους συμβολή στους νικηφόρους αγώνες του. Πάντοτε άλλωστε υπήρχε στενή και αγαστή συνεργασία μεταξύ της Ιεραρχίας της ελλαδικής Εκκλησίας και των ανακτόρων (Καραφύλλη Α., 2002, 43). Οι άνακτες εμφανίζονται συν τοις άλλοις και θεοσεβείς όπως όλοι εξάλλου οι βυζαντινοί αυτοκράτορες, εξέχουσα μνεία, μεταξύ των οποίων, διαπιστώνεται να γίνεται στον τελευταίο, τον Κ. Παλαιολόγο και την βαθύτατη χριστιανική πίστη που τον διακατείχε: «μετάλαβε των αχράντων και θείων μυστηρίων  ο τελευταίος αυτοκράτορας του μεσαιωνικού ελληνισμού, βλέποντας πως ίσως δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας, ετοιμάζεται να πεθάνει, όπως ταιριάζει σ’ έναν αληθινό Έλληνα και έναν αληθινό Χριστιανό» (Αναγν. ΣΤ΄ τάξ. 38).

Από τα παραπάνω διαφαίνεται μια ιδιαίτερη προσπάθεια να κωδικοποιηθεί η ιστορική εξέλιξη του Ελληνισμού ως ελληνορθόδοξου συγκροτήματος σε θεσμικά σύμβολα, τη βασιλεία και την Ιεραρχία, εκπροσωπούντα την εγκόσμια και υπερκόσμια διάσταση της εξουσίας αντίστοιχα, η συνύπαρξη και διαλεκτική σύνθεση των οποίων, κατά βυζαντινά πρότυπα, όταν λ.χ. κατά την είσοδο του βυζαντινού μονάρχη στο Ναό απαιτείτο η συμπόρευση του Πατριάρχη, εξασφάλιζε την ευημερία, την αυθεντικότητα και την εξέλιξη του βυζαντινού κράτους στο χρόνο. Η ύπαρξη των παραπάνω θεσμών θεωρήθηκε κατακυρωμένη από τους αιώνες ώστε να νομιμοποιηθεί η ωφελιμότητά τους για το γένος επί του οποίου θα πρέπει να εξουσιάζουν, στις διακριτά διαμοιρασμένες περιοχές που προαναφέρθηκαν, τα ενθάδε και τα επέκεινα. Ο λαός από τον οποίο θα έπρεπε, κατά τα προτάγματα της Γαλλικής Επανάστασης να εκπορεύεται κάθε μορφή οργανωμένης εξουσίας αποτελούσε άθροισμα υπηκόων και ποίμνιο, ενώ οι νόμιμα εκλεγμένοι κοινοβουλευτικοί του εκπρόσωποι βρίσκονται παραδομένοι στο έρεβος της ανυπαρξίας.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Αλιβιζάτου Ν., Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974, Θεμέλιο, 1995

Beloch K. J., Griechische Geschichte, Ι., 1, 1912

Γεραντώνη Επ., Αλφαβητάριο «Τα καλά παιδιά», , Ο.Ε.Σ.Β. Αθήνα 1950

Γεωργούλη Κ., Κράτος και Παιδεία, στο: Παιδεία, Τομ. Α΄, 1936

Γιαννικόπουλου Α., Η εκπαίδευση στη κλασική και προκλασική αρχαιότητα, Γρηγόρης, Αθήνα 2003

Θεοδωρακόπουλου Ι., Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, Τομ. 2., 1981

Κarakatsanis P., Die anthropologischen Grundlagen der archaisch-altgriechischen Zivilisation, στο: Hellenika, 98, 1997

Καλαματιανού Γ., Γιαννόπουλου Θ., Δούκα, Δ. Δεληπέτρου Δ., Κοντόπουλου Ν., Αναγνωστικό Ε΄ Δημοτικού, Ο.Ε.Σ.Β., Αθήνα 1954

Καραφύλλη Α., Νεοελληνική εκπαίδευση, δύο αιώνες μεταρρυθμιστικών προσπαθειών, Κριτική, 2002

Καψάλη Α., Χαραλάμπους Δ., Σχολικά εγχειρίδια, Θεσμική εξέλιξη και σύγχρονη προβληματική, Μεταίχμιο, Αθήνα, 1995

Kirk G., Raven J., Schofield M., Οι προσωκρατικοί Φιλόσοφοι 19902

Λυκούργου, κατά Λεωκρ. 77,  Όρκος των αθηναίων εφήβων

Μέγα Γ., Ρωμαίου Κ., Δουφεξή Σ., Μακρόπουλου Θ., Αναγνωστικό Δ΄ Δημοτικού, Ο.Ε.Σ.Β., Αθήνα 1954

Μπονίδη Κ., Το περιεχόμενο του σχολικού βιβλίου ως αντικείμενο έρευνας, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2004

Πετρούνια Β., Κολοβού Φ., Σπεράντσα Σ., Μεταλλινού Α., Αναγνωστικό Γ΄ Δημοτικού, Ο.Ε.Σ.Β. Αθήνα 1954

Οικονομίδου Βασιλ. Γ., Αναγνωστικό Β΄ Δημοτικού, , Ο.Ε.Σ.Β. Αθήνα 1954

Σβορώνου Ν., Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, Θεμέλιο, 1976

Stoerig H. J., Kleine Weltgeschichte der Philosophie, Τομ. 2, 1981

Φραγκουδάκη Α., Τα αναγνωστικά βιβλία του Δημοτικού σχολείου, Θεμέλιο, 1979

Φωτιάδου Ε.Π., Μηνιάτη Η.Π, Μέγα. Γ., Οικονομίδου Δ., Παρασκευόπουλου Θ., Αναγνωστικό ΣΤ΄ Δημοτικού, Ο.Ε.Σ.Β. Αθήνα 1954.

Wittgenstein L., Οn Certainty, N. York, 1969.