Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΩΝ ΘΗΛΕΩΝ, Η ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΕΤΟΘΩΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΚΑΙ Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΑΡΣΑΚΕΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ.

 

Δημήτρης Κανελλόπουλος

Δρ. Φιλοσοφίας

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

           Το αίτημα για εκπαίδευση των κοριτσιών προβάλλει έντονο από τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια. Οι Μισσιονάριοι, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, επιδιώκουν να λύσουν το πρόβλημα. Η  Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία (1836) θα προσπαθήσει να λειτουργήσει ως «αντίπαλον δέος» στις ενέργειες των ξένων, στοχεύοντας σε μια όσο το δυνατόν αμιγώς ελληνοκεντρική Παιδεία. Το Αρσάκειο θα στελεχώσει με αποφοίτους του τα σχολεία του ελληνισμού, αλλά δε θα περιοριστεί στην εκπαίδευση των διδασκαλισσών. Παράλληλα, επεκτείνοντας τον εθνικό του ρόλο με τη σύσταση σχολείων σε αρκετές περιοχές της Επικράτειας, υποκαθιστά την Πολιτεία.

          Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η ίδρυση του Αρσακείου Παρθεναγωγείου Πατρών. Ύστερα από επανειλημμένες προτάσεις του Δήμου Πατρέων, το αίτημα γίνεται δεκτό το 1892. Καθοριστικό ρόλο σε αυτό παίζει ο υπουργός Αχ. Γεροκωστόπουλος και ο πρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας Μητροπολίτης Νικηφόρος Καλογεράς. Μετά τις πρώτες πρακτικές δυσκολίες το Αρσάκειο αναγνωρίζεται ως ένα Πρότυπο σχολείο για την πόλη και  εκτιμάται από όλη την τοπική κοινωνία, ενώ υπερτερεί σε σύγκριση με τα  υπόλοιπα ιδιωτικά και ετερόδοξα Παρθεναγωγεία που λειτουργούν στην ακμάζουσα Πάτρα των αρχών του 20ού αιώνα.

 

 

ABSTRACT

 

           The demand for the education of girls appears intense during the first post revolutionary period. The Missionari seek to resolve the problem, especially in the large urban areas .The foundation of the Filekpaideftiki Etairia will try to function as an opposing factor against the activities of foreigners and will aim at a purely Greek centered education. The Arsakeio will staff unredeemed and Hellenic schools with graduates, but its activities will not be limited to the education of teachers. At the same time, it will play a national role with the constitution of schools in various regions, substituting for the state.

           The foundation of Arsakeio Parthenagogeio (girl’s school) of Patras can be included within this framework .After repeard proposals from the municipality of Patras, the demand was accepted in 1892.Minister A. Gerokostopoulos and the chairman of the Filekpaideftiki Etairia, Nikiforos Kalogeras, played  decisive role in this process. After the initial practical difficulties, the Arsakeio acquired the recognition and the respect of local society. Thus, a model school for the city was established that set the examble for the rest of the private and heterodox girl’s schools that functioned in the flourishing city of Patras, characteristic of the wealth in the beginning of the 20th century.

 

 

 

Στις σύγχρονες παιδαγωγικές  προσεγγίσεις αποτελεί βασική παραδοχή το γεγονός  ότι το σχολείο επιτελεί κοινωνική λειτουργία, με σκοπό τη διάδοση και αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας. Οι κοινωνικοοικονομικές αλλαγές φέρνουν στην επιφάνεια νέες πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες επιχειρούν να ελέγξουν την πολιτική εξουσία και προσπαθούν να ενισχύσουν και να σταθεροποιήσουν τη θέση τους (Charlot B.,  1992,  34).

Το νομοθετικό πλαίσιο καθόριζε από παλιά επακριβώς τις αρμοδιότητες, τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα των εκπαιδευτικών λειτουργών σε κάθε βαθμίδα. Οι συγκεκριμένοι, με την ιδιότητα  τους ως κρατικοί υπάλληλοι, καλούνταν να μεταδώσουν εκείνες τις αξίες και την ιδεολογία που κάθε φορά ήταν κυρίαρχη (Αλτουσέρ Λ., 1981, 68). Σε αυτή τη βάση εξετάζεται και η εκπαίδευση των γυναικών κατά τη μετοθωνική περίοδο, η δράση της Φιλεκπαιδευτικής εταιρείας το ίδιο διάστημα και η ίδρυση του Αρσακείου Πατρών.

Η πεπαιδευμένη γυναίκα δέχεται αρνητική κριτική καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, καθώς το ήδη παγιωμένο αξιακό σύστημα δεν μπορεί να αποδεχτεί παρεκκλίσεις. O χρόνος που αφιερώνεται για τη μόρφωσή της εκλαμβάνεται ως μη παραγωγικός. Η ενασχόληση με «τα του οίκου του» για το κορίτσι, θεωρείται ότι θα πρέπει να ξεκινά από τη νηπιακή ηλικία, καθώς η μελέτη συνιστά κατά τους υπεραμυνόμενους των εθνικών παραδόσεων απομάκρυνση από τις ρίζες.

Την ίδια περίοδο ορισμένοι υποστηρίζουν πως με τη γενίκευση της γυναικείας εκπαίδευσης, η χώρα κινδυνεύει να υιοθετήσει δυτικότροπα μοντέλα συμπεριφοράς, γεγονός που οδηγεί στην επικράτηση μιας διαφορετικής ηθικής.

Παράλληλα, η σχολική ένταξη ενέχει τον κίνδυνο κοινωνικής κινητικότητας καθώς εδώ παρατηρείται το φαινόμενο συνεκπαίδευσης κοριτσιών από εύπορες αλλά και από λιγότερο οικονομικά επιφανείς οικογένειες. Οι τελευταίες μάλιστα κατακρίνονται, επειδή υιοθετούν συνήθειες που δε συνάδουν με την τάξη τους. Αρκετοί αναζητούν μια γνώση πιο πρακτική για τα «κοράσια του λαού».

Ορισμένες ενδεείς οικονομικά γυναίκες που έχουν την αγαθή τύχη να ολοκληρώσουν τη φοίτησή τους στο Αρσάκειο αντιμετωπίζουν υπεροπτικά το περιβάλλον τους, θεωρώντας πως με τη λήψη του πτυχίου τους έχουν επιτύχει την ύψιστη κοινωνική καταξίωση. Μάλιστα, στην επαρχία όπου θα υπηρετήσουν ελλοχεύει ο κίνδυνος επηρεασμού των κοριτσιών των χωρικών (Αινιάν Δ., 1852, 22). Έντονη είναι και η κριτική που υφίσταται το Αρσάκειο εξαιτίας της πολυετούς φοίτησης (5 έτη) (Δραγούμης Ν., 1865, 164) ενώ επικρίνεται η έμφαση που δίνεται στις κλασικές σπουδές.       

Καθώς το θρησκευτικό συναίσθημα κλονίζεται και η διατήρηση των ηθών και των εθίμων διέρχεται κρίση, ως ρίζα του κακού θεωρείται η φοίτηση των κοριτσιών (και έτσι των μελλοντικών μητέρων) στα σχολεία των ξένων και στα ανώτερα Παρθεναγωγεία (Εφημερίς των Φιλομαθών, 479, 1863, 29 - 31 και 482, 1863, 33 – 36).

Υπάρχουν ήδη από τα μέσα του αιώνα οι υπερασπιστές της στοιχειώδους εκπαίδευσης των κοριτσιών και της βελτίωσης της παρεχόμενης παιδείας προς τις μελλοντικές δασκάλες. Από το 1855 προτείνεται η αποκέντρωση των ανώτερων σχολείων θηλέων (ένα σε κάθε νομό), ώστε να καλύπτονται οι πάγιες και διαρκείς ανάγκες από δασκάλες της περιοχής. Βέβαια, για να εκτιμηθεί η κατάσταση της τότε εκπαίδευσης στις πραγματικές της διαστάσεις, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η δράση των δυτικών Μισσιοναρίων στον ελλαδικό χώρο.

 

Ο ρόλος των δυτικών ιεραποστόλων στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος

 

Το τελευταίο διάστημα της Τουρκοκρατίας, αλλά πολύ περισσότερο μετά την ελληνική επανάσταση, δυτικοί ιεραπόστολοι, παπικοί και προτεστάντες, θα δημιουργήσουν σφύζουσες εστίες δράσης στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Οι «διαφωτιστές» αυτοί θα προσπαθήσουν να αναμορφώσουν την ελληνική κοινωνία κατά τα δυτικά πρότυπα. Ο αποτελεσματικότερος τρόπος πραγμάτωσης της προσπάθειας αυτής ήταν ο δρόμος της Παιδείας.

Σήμερα είναι γνωστό ότι ισχυρές πολιτικά και οικονομικά ιεραποστολικές εταιρείες της Αμερικής και της Ευρώπης αναλάμβαναν την προετοιμασία, την αποστολή αλλά και την επιμελημένη καθοδήγηση των ιεραποστόλων. Τα περισσότερα σχολεία ιδρύθηκαν από ιεραποστολές της Αγγλικανικής Εκκλησίας με κέντρο τη Μάλτα, και είχαν στόχο τον οριστικό προσηλυτισμό των ελληνοπαίδων, κάτι που αποκαλύπτουν και οι εγκύκλιοι του υπουργείου Παιδείας (Τζάνη Μ-Παμουκτσόγλου Τ., 2002, 31). Οι ίδιοι «οι διαφωτιστές» θεωρούσαν ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία βρισκόταν μέσα στο σκοτάδι της δεισιδαιμονίας και της αμάθειας. Την έλλειψη λεπτών τρόπων ζωής τη χαρακτήριζαν βαρβαρότητα ενώ θεωρούσαν τους εαυτούς τους σωτήρες της Ανατολής. Οι λεγόμενες Μεγάλες Δυνάμεις ξόδευαν σημαντικά χρηματικά ποσά για την ενίσχυση των ιεραποστόλων τους, έχοντας ως στόχο τη διάδοση της παιδείας τους (Γιανναράς Χρ., 1978, 82).

            Με την ίδρυση σχολείων οι Μισσιονάριοι εξασφάλιζαν μονιμότερη και δυναμικότερη παρουσία στην Ελλάδα. Μέσω της εκπαίδευσης κατάφερναν να παραμένουν δια βίου στις τρυφερές συνειδήσεις των μαθητών τους ως φίλοι και καθοδηγητές. Παράλληλα, μέσω των σχολείων γινόταν πιο εύκολη η  έμμεση πρόσβαση στο οικογενειακό και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Οι ελλείψεις  τις οποίες παρουσίαζε η  τότε προσφερόμενη εκπαίδευση ήταν η καλύτερη ευκαιρία που θα μπορούσε να παρουσιαστεί. Παράλληλα η δημιουργούμενη μετά την επανάσταση  ελληνική αριστοκρατία, ήταν πρόθυμη να ανταποκριθεί σε μια τέτοια πρωτοβουλία.

            Ο Καποδίστριας ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικός απέναντι στη δράση των ξένων ιεραποστόλων. Αποδέχτηκε την αίτηση του L. Korck για ίδρυση σχολείου, αλλά απαίτησε αυτό να εγκατασταθεί στην έδρα της κυβέρνησης, στην Αίγινα Έτσι εξασφάλιζε άμεση εποπτεία, ενώ παράλληλα εμφανιζόταν φιλικός προς τους δυτικούς.           

            Η κατάσταση αλλάζει άρδην όταν την εξουσία αναλαμβάνουν οι Βαυαροί. Με το διάταγμα του 1834 ορίζεται ότι και οι ιδιώτες έχουν δικαίωμα να ιδρύουν σχολεία. Η θέση των δυτικών ενισχύεται με την αθρόα παρουσία τους στον κρατικό μηχανισμό. Αποκορύφωμα αυτής της προσπάθειας είναι ο διορισμός του L. Korck   ως διευθυντή του Ελληνικού Διδασκαλείου, της ανώτατης κρατικής σχολής[1] (Τζάνη Μ.-Παμουκτσόγλου Τ., 2002, 31). Παράλληλα, είναι ο ανώτατος επιθεωρητής των σχολείων και εισηγητής του υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης για θέματα παιδείας.

Πέρα όμως από τη δράση των ιεραποστόλων για την εκπαίδευση των αγοριών, σημαντικό ενδιαφέρον επιδείκνύεται και στην εκπαίδευση των κοριτσιών για  ανάλογους λόγους. Τα σχολεία θηλέων αναλαμβάνουν συνήθως οι σύζυγοι των Μισσιοναρίων. Ήδη από το 1827 ιδρύεται στη Σύρο σχολή θηλέων υπό τη διεύθυνση του Korck. Εκτός από την Αθήνα και τη Σύρο σχολεία ιδρύονται στα Επτάνησα, στον Πόρο  και στο Λιμένιο (Σπάρτης). Στην Πάτρα αναπτύσσουν εκπαιδευτική δραστηριότητα οι Βαπτιστές Μισσιονάριοι (βλ. Shaw P. E. 1937, 124).  Την εκπαίδευση των κοριτσιών συνιστούσε ένθερμα, ήδη από το 1825, και o Αδαμάντιος Κοραής (Κοραή Αδ., 1825, 126).

Ξεχωριστό ενδιαφέρον επιδείκνύεται επίσης για την κατάρτιση των διδασκαλισσών. Το ζεύγος Χιλλ (Καιροφύλλας Κ., 1931, 909 – 913) δραστηριοποιείται στην Αθήνα και το 1831 ιδρύει σχολείο στο ισόγειο του σπιτιού του (Μεταλληνός Γ. Δ. , 1986, 294). Έτσι όταν ιδρύονται τα πρώτα κρατικά σχολεία για κορίτσια το1836, παίρνουν το προσωπικό τους από τη σχολή Χιλλ. Παρόλο που οι προτεστάντες κατηγορούνται γρήγορα για προσηλυτισμό, τα σχολεία τους προσελκύουν τις κόρες ευκατάστατων και μορφωμένων Ελλήνων του  ελεύθερου κράτους και της Διασποράς (βλ. Πετρόπουλος Γ., 1985-1986, 346-349 και 563 κ. ε).

Η αντίδραση   δεν αργεί να έρθει. Ήδη με τον ερχομό του Κωνσταντίνου Οικονόμου στην Ελλάδα το 1834 αρχίζει η δραστηριοποίηση της συντηρητικής παράταξης. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο ΣΤ΄ το 1836 σε εγκύκλιό του αναφέρει ότι οι Μισσιονάριοι επιχείρησαν με όλους τους τρόπους να εισέλθουν στην Ελλάδα, γιατρεύοντας δωρεάν, διδάσκοντας αμισθί και χαρίζοντας ή πουλώντας σε ελάχιστη τιμή βιβλία,  προσπαθώντας έτσι να κερδίσουν την εύνοια των Ορθοδόξων. Σίγουρα πολλά από όσα αναφέρει δεν ανταποκρίνονται απολύτως την πραγματικότητα, δίνουν ωστόσο το στίγμα της στάσης της επίσημης Εκκλησίας. Η αντίδραση στην Ελλάδα είναι πιο εμφανής, ιδίως μετά το 1850  και την αποκατάσταση των σχέσεων Ελλαδικής Εκκλησίας- Οικουμενικού Πατριαρχείου. Με την καταδίκη του Κινγκ το 1852 για προσηλυτισμό, οι προσπάθειες κορυφώνονται. Οι απόψεις του Μακρυγιάννη σχετικά με το ρόλο των Μεγάλων Δυνάμεων στα πολιτικά τεκταινόμενα της χώρας και την παρασκηνιακή δράση τους,[2] (βλ. Στρατηγός Μακρυγιάννης, 1983) αλλά  και το κήρυγμα των λαϊκών διαφωτιστών Παπουλάκου και Φλαμιάτου φαίνεται να έχει αποτέλεσμα. Το 1854 υπουργική εγκύκλιος  ορίζει να γίνεται στα σχολεία, τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, ανάγνωση των ιερών ακολουθιών από τα Μηναία. Παράλληλα, υπάρχει πρόταση του Δημ. Στρούμπου,  το 1855, να προτιμώνται ιερείς ως δάσκαλοι, κάτι που επαναλαμβάνεται από το Νικόλαο Σαρίπολο το 1865. Τέλος, το 1857 ο νέος κανονισμός των Γυμνασίων και των Ελληνικών Σχολείων εισάγει το θεσμό του εκκλησιασμού των μαθητών τις Κυριακές και τις γιορτές με την επιτήρηση των δασκάλων και των καθηγητών τους.


Η εκπαίδευση των κοριτσιών μετά τον Καποδίστρια

 

Από την περίοδο της Επανάστασης ακόμη καταδεικνύεται η αναγκαιότητα παροχής Παιδείας για το μαχόμενο λαό. Στις δύο προκηρύξεις της Πελοποννησιακής Γερουσίας του 1822 αναφέρεται ως «διαταγή» οι γονείς να μην παραμελήσουν το ιερό χρέος τους να φροντίσουν για «την Παιδείαν των τέκνων των, αρρένων τε και θηλέων» (Δημαράς Α., 1973, 5-6). Σε ανάλογο πνεύμα κινούνται και οι ενέργειες του Καποδίστρια, ο οποίος ιδρύει δύο σχολεία κορασίδων (ένα στην Αίγινα και ένα στη Σύρο), παρότι αρκετοί υποστηρίζουν ότι η εκπαίδευση της γυναίκας δε συνάδει με τα ήθη της εποχής και την «χρηστοήθειά» της[3] (βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1975, 592).

Αν και το κράτος κατά την Οθωνική περίοδο φαίνεται να δείχνει στοιχειώδες ενδιαφέρον για την εκπαίδευση των αγοριών, δε φαίνεται να ευαισθητοποιείται στον ίδιο βαθμό και για την εκπαίδευση των κοριτσιών. Παρόλο που στο νόμο του 1834 γίνεται μνεία για την εκπαίδευση των θηλέων, κάτι τέτοιο στην πράξη παραμένει ανεφάρμοστο. Οι Βαυαροί, αλλά και ο Γεώργιος ο Α΄, παραχώρησαν τη δευτεροβάθμια γυναικεία  εκπαίδευση και την εκπαίδευση των διδασκαλισσών αποκλειστικά στην ιδιωτική πρωτοβουλία μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα (βλ. Zιώγου-Καραστεργίου Κ., 1986, 344).

Ενώ στις βασικές διατάξεις του νόμου του 1834 για σύσταση του Διδασκαλείου προβλεπόταν και η κατάρτιση διδασκαλισσών, καμιά υποψήφια δεν παρουσιάστηκε για να φοιτήσει στο Διδασκαλείο.  Το κράτος αντιμετώπιζε με επιφυλακτικότητα τη συνεκπαίδευση των δύο φύλων,[4] καθώς η γυναίκα σύμφωνα με τα  τότε πρότυπα έπρεπε να περιορίζεται αυστηρά στην οικογενειακή ζωή (βλ. Λέφας Χ., 1942, 28). Εκείνη την εποχή ελάχιστες ήταν οι γυναίκες που ήξεραν γράμματα, γι’ αυτό και ως δασκάλες διορίζονταν πολύ νέες κοπέλες. Σε διάταγμα του 1835 ορίζεται ως κατώτερο όριο για διορισμό των διδασκαλισσών το 15ο έτος της ηλικίας επειδή ως τότε διορίζονταν ως δασκάλες κορίτσια, μικρότερα ακόμη και των δέκα ετών! (Τζάνη Μ.-Παμουκτσόγλου Τ., 2002, 53). Παράλληλα, οι Δήμοι αδυνατούσαν να ικανοποιήσουν το αίτημα για αποστολή υποψηφίων διδασκαλισσών στο Παρθεναγωγείο της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας (Μπουζάκης Σ.-Τζήκας Χ., 1996, 138-139).

Το ανώτερο τμήμα του Παρθεναγωγείου της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας πρωτολειτούργησε το 1842. Οι σπουδές σε αυτό διαρκούσαν τέσσερα έτη και οι απόφοιτες που επιθυμούσαν να ασκήσουν το επάγγελμα της δασκάλας εξετάζονταν από την Επιτροπή του Βασιλικού Διδασκαλείου. Το 1851 αυξάνονται τα έτη φοίτησης σε πέντε (ό. π. 120-122). Σε όλο σχεδόν το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα οι δασκάλες εκπαιδεύονταν αποκλειστικά στα ανώτερα Παρθεναγωγεία της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. Στα σχολεία αυτά φοιτούσαν υπότροφοι, ή της ίδιας της Εταιρείας ή της κυβέρνησης, αλλά και άλλες κοπέλες που παρακολουθούσαν τα μαθήματα είτε ως εξωτερικές είτε ως εσωτερικές μαθήτριες. Τα δίδακτρα που κατέβαλλαν οι τελευταίες δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητα και γι’ αυτό και οι σπουδάστριες προέρχονταν συνήθως από τις ανώτερες εισοδηματικά τάξεις.[5] Το Αρσάκειο αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητο διδασκαλείο θηλέων επίσημα το 1866 (Μπουζάκης Σ.-Τζήκας Χ., 1996, 143-144).

 Tο πρόβλημα της γυναικείας εκπαίδευσης εξακολουθεί να υφίσταται και τα επόμενα χρόνια στα μεγάλα αστικά κέντρα (βλ. Τσουκαλάς Κ, 1977, 413). Στο Σύνταγμα του 1864 περιέχεται διάταξη που αναφέρεται στην εκπαίδευση των κοριτσιών,  ακόμη και των λαϊκών τάξεων, η οποία όμως παραμένει «νεκρό γράμμα».  Παρόλο που η συμμετοχή των κοριτσιών στη στοιχειώδη εκπαίδευση το 1837 φτάνει μόλις το 9% των μαθητών, το 1879 δεν ξεπερνάει το 20%. Η απογραφή του 1879 δίνει ποσοστά αναλφαβητισμού 93% για τις γυναίκες έναντι 69% των ανδρών (Zιώγου-Καραστεργίου Κ., 1986, 131 και 231-232 και 237).

Παράλληλα δε θα πρέπει να παραβλέψουμε την εκπαίδευση των θηλέων και ως μια άλλη παράμετρο κοινωνικής κινητικότητας, στον αστικό ιδίως χώρο. Η μόρφωση των κοριτσιών μπορεί να λειτουργήσει πλέον είτε ως ένδειξη μιας ανώτερης κοινωνικής θέσης είτε ως ένα είδος συμπληρωματικής «προίκας». Ταυτόχρονα η υιοθέτηση δυτικών προτύπων συμπεριφοράς παρουσιάζεται ως στοιχείο εκσυγχρονισμού σε μια κοινωνία η οποία θεωρεί ότι η παραδοσιακή κουλτούρα είναι κάτι το μεμπτό. Παράλληλα προβάλλονται τα νέα στοιχεία «εκπολιτισμού», όπως η ευρωπαϊκή φορεσιά, οι τρόποι καλής συμπεριφοράς, οι ξένες γλώσσες, το πιάνο, οι δυτικοί χοροί.

Όσον αφορά τα προσφερόμενα μαθήματα κυριαρχεί η κλασική παιδεία με συστηματική διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών, ενώ παράλληλα προωθείται η εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας μαζί με μαθήματα όπως η ιχνογραφία, η καλλιγραφία, η φωνητική μουσική και τα χειροτεχνήματα (βλ. Βαρίκας Ε., χ. χ.). Παραδίδονται ακόμη μαθήματα χορού και πιάνου.

 

Η εκπαίδευση των γυναικών στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα

 

Από τη δεκαετία του 1870 παρατηρείται ένας εκσυγχρονισμός του πολιτικού συστήματος της χώρας καθώς για πρώτη φορά πλέον οι πολιτικές δυνάμεις αποκτούν κοινωνικό περιεχόμενο και τα δύο κόμματα εξουσίας, τα οποία εναλλάσσονται στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα  στην πρωθυπουργία, εκπροσωπούν πλέον κοινωνικές ομάδες (Δερτιλής Γ., 1985, 69). Ανάλογες εξελίξεις παρατηρούνται και στο χώρο της παιδείας, καθώς εδώ τίθεται έντονα το θέμα του εκσυγχρονισμού του εκπαιδευτικού συστήματος. Τα πάρα πολλά εκπαιδευτικά νομοσχέδια τα οποία έρχονται προς ψήφιση στη Βουλή, είναι δείγμα της αναζήτησης βελτιωτικών παρεμβάσεων (Ανδρέου Α., 1990). Το Διδασκαλείο Δασκάλων, το οποίο είχε διακόψει τη λειτουργία του από το 1864 ως το 1878, επαναλειτουργεί, σε μια προσπάθεια καταπολέμησης της ελλιπούς κατάρτισης των εκπαιδευτικών και της εξυπηρέτησης πελατειακών σχέσεων των βουλευτών. Έτσι γίνεται δυνατή η κατάρτιση δασκάλων με καλύτερες προδιαγραφές (Β. Δ. 3/9/1880, Λέφας Χ.,1942, 161).

Παράλληλα με την εκπαίδευση των αγοριών η Πολιτεία αποπειράται να προσαρμόσει σε ανάλογο πλαίσιο και την εκπαίδευση των κοριτσιών. Σε αυτό το πνεύμα κινείται και η πρώτη σοβαρή παρέμβαση στα προγράμματα της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. Το 1881 εκδίδεται διάταγμα με το οποίο καθορίζεται ο σκοπός των Παρθεναγωγείων και τα παιδαγωγικά μαθήματα που πρέπει να διδάσκονται. Οι υποψήφιες δασκάλες έπρεπε υποχρεωτικά να φοιτούν στις δύο ανώτερες τάξεις των Παρθεναγωγείων (Μπουζάκης Σ.- Τζήκας Χ., 1996, 197-198, 206, 236-237). Οι εξετάσεις πλέον ακόμα και στα  διδασκαλεία της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας διενεργούνταν από μικτές επιτροπές.  Σε μια προσπάθεια να ελέγξει την παρεχόμενη εκπαίδευση των προς διορισμό δασκάλων, η Πολιτεία εκδίδει διατάγματα που αναφέρονται στις εξετάσεις των υποψηφίων. Μάλιστα στα νομοσχέδια Θεοτόκη το 1889 και Ευταξία το 1899, προβλεπόταν η σύσταση κρατικού Διδασκαλείου Θηλέων.  Δυστυχώς η κατάρτιση των διδασκαλισσών μέχρι και το 1914 παραμένει στα χέρια της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Η Πολιτεία προσπαθεί να βελτιώσει το επίπεδο συγκροτώντας μικτές επιτροπές οι οποίες παρακολουθούν τις εξετάσεις των αποφοίτων των ιδιωτικών Διδασκαλείων. Παράλληλα, το 1893 εκδίδεται το πρώτο Αναλυτικό Πρόγραμμα μαθημάτων των Παρθεναγωγείων (ό. π. 275-288), το οποίο υποχρεώνονται να τηρήσουν όλα τα ιδιωτικά Παρθεναγωγεία, ώστε οι απόφοιτες να έχουν δικαίωμα συμμετοχής στις εξετάσεις για χορήγηση πτυχίου. Το πρόγραμμα μαθημάτων των Διδασκαλείων αναμορφώνεται το 1897 και το 1902 (ό. π. 305-307 και 324-328). Στο εκπαιδευτικό συνέδριο του 1904 (βλ. Πρώτον  ελληνικόν εκπαιδευτικόν συνέδριον, 1904, 186-187, 199-203) ασκείται έντονη κριτική για την ανεπάρκεια στην εκπαίδευση των δασκάλων, χωρίς όμως να παρατηρείται καμία ουσιαστική αλλαγή ως και το 1914.

 

Η εκπαίδευση στην Πάτρα κατά τη μετοθωνική περίοδο

 

Μετά την απελευθέρωση η Πάτρα αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα εξαγωγικού εμπορίου (ιδίως σταφίδας) του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Το λιμάνι της υπήρξε σημαντική πύλη προς τη Δύση και την κατέστησε σε λίγα χρόνια, το σημαντικότερο αστικό κέντρο της Πελοποννήσου, ενώ σύμφωνα με την απογραφή του 1907 αριθμούσε 37000 περίπου κατοίκους (βλ. Κανελλόπουλος Π., 2003, 7). Η σύνθεση του πληθυσμού της, που ήταν πανελλαδικής προέλευσης και ως ένα μεγάλο βαθμό και πολυεθνική, της έδινε μια κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα. Το εξαγωγικό εμπόριο και οι αρκετές βιομηχανίες που λειτουργούν[6] (ό. π. 18), συμβάλλουν στην εισροή αρκετού πλούτου στην πόλη και την οδηγούν να υιοθετήσει έναν «ευρωπαϊκό» τρόπο ζωής, λόγω της συχνής μετάβασης Πατρινών στο εξωτερικό για σπουδές ή εργασία. Την οικονομική ευμάρεια συνοδεύει και η επιθυμία των κατοίκων για εκπαίδευση ανώτερης ποιότητας. Το 1835 λειτουργεί στην αχαϊκή πρωτεύουσα Ελληνικό σχολείο και Γυμνάσιο αρρένων (Αθανασόπουλος Ι., 1992, 22). Το πρώτο δημόσιο Δημοτικό σχολείο θηλέων που αναφέρεται, ιδρύεται πριν από το 1840 (Εφημ. Αχαϊκός Κήρυξ Πατρών, 29 Ιουνίου 1840 και 17 Σεπτεμβρίου 1840).   

            Τα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησης του Όθωνα παρατηρείται στην Πάτρα μια ξεχωριστή εκπαιδευτική κίνηση. Εμφανίζονται πολλά Παρθεναγωγεία, που επιδιώκουν να ικανοποιήσουν την επιθυμία της κοινωνίας για βέλτιστη παρεχόμενη παιδεία. Από το μεγάλο αριθμό σχολείων από τα οποία κάποια ιδρύθηκαν με πρωτοβουλία αποφοίτων του Αρσακείου[7] (Εφημ. Μίνως, 6 Δεκεμβρίου 1841, 4) ιδιαίτερης μνείας αξίζει το σχολείο που ιδρύει ο Μισαήλ Αποστολίδης[8] (Εφημ. Μίνως, 10 Απριλίου 1859, 581).

            Η Πάτρα της εποχής του Γεωργίου του Α΄ είναι πλέον μια πλούσια και όμορφη κοσμοπολίτικη πόλη, η οποία μπορεί να συντηρεί πολλά παρθεναγωγεία που συναγωνίζονται μεταξύ τους διεκδικώντας το καθένα τις μαθήτριές του όχι μόνο από τις ανώτερες αλλά ακόμη και από τις μεσαίες κοινωνικά τάξεις. Τα σχολεία προσπαθούν να ακολουθούν τις εκπαιδευτικές εξελίξεις των Αθηνών, ενώ οι ενδεχόμενες παιδαγωγικές ελλείψεις στηλιτεύονται από τον Τύπο (Εφημ. Η Ελληνική Επανάστασις, 6 Ιουλίου 1882, 85)[9]. Επίσης η φοίτηση στο εξωτερικό των διδασκόντων και των διευθυντριών προβάλλεται ως προσόν και ως παροχή εγγυήσεων για εύρυθμη λειτουργία του σχολείου.

            Εκτός από τα ιδιωτικά σχολεία λειτουργούν στην πόλη και δημόσια σχολεία. Πολύ καλή φήμη έχει το Α΄ Δημοτικό Παρθεναγωγείο (Στρούμπειο) (Εφημ. Φορολογούμενος  Πατρών, 21 Ιουλίου 1891, 840), στο οποίο το 1896 παρακολούθησαν τα μαθήματα τόσα κορίτσια όσα σε όλα τα άλλα σχολεία της πόλης μαζί (Εφημ. Νεολόγος Πατρών, 10 Ιουλίου 1896, 691). Τα περισσότερα από τα παραπάνω εκπαιδευτήρια περιλάμβαναν «πλήρη δημοτικά σχολεία μετά τάξεων συνδιδακτικού, Ελληνικού τμήματος και Γυμνασιακών τάξεων» (Εφημ. Φορολογούμενος  Πατρών, 18 Αυγούστου 1878, 205).

 

Η ίδρυση του Αρσακείου Πατρών. Τα πρώτα βήματα.

 

Ήδη από το 1874 οι κάτοικοι της Πάτρας είχαν προβεί σε ενέργειες, προκειμένου η Φ. Ε. να ιδρύσει σχολείο στην πόλη τους. Όπως αναφέρει ο Γενικός Γραμματέας της Eταιρείας, δώδεκα ευυπόληπτοι  πολίτες της Πάτρας υπέβαλαν αίτημα για την ίδρυση Παρθεναγωγείου. Όμως η Φ. Ε. σε εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν προχώρησε στην ίδρυση σχολείου, επειδή πιθανότατα δεν είχε επαρκείς εγγυήσεις για τη βιωσιμότητά του.

            Το 1884 ο Δήμος Πατρέων επαναφέρει το αίτημα. Σε αυτή την περίπτωση παρέχεται και η διαβεβαίωση ότι θα προσφερθεί κτίριο για να καταστεί δυνατή η στέγαση του εκπαιδευτηρίου. Με βάση τις νέες συνθήκες το Διοικητικό Συμβούλιο της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας δέχτηκε να προχωρήσει στην ίδρυση σχολείου. Το Δημοτικό Συμβούλιο, αποφάσισε το 1886 να παραχωρήσει οίκημα του Δήμου, χωρίς όμως να αποδεχτεί να καταβάλει άλλη δαπάνη (βλ. Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Πατρών 9 Ιανουαρίου 1886).           

Η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία αντιμετώπιζε απ’ ότι φαίνεται με σκεπτικισμό το γεγονός (βλ. Η εν Αθήναις Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία 1996, 129-130)[10] μέχρις ότου στο τιμόνι της βρέθηκε ένας φωτισμένος ιερωμένος, ο Νικηφόρος Καλογεράς, τέως αρχιεπίσκοπος Πατρών, και στην πολιτική σκηνή πρωταγωνιστούσε ο Αχαιός πολιτικός Αχιλλέας Γεροκωστόπουλος. Ο βουλευτής Αχαΐας και υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης το 1891, φαίνεται πως βρήκε λύση στις διαπραγματεύσεις και έτσι επήλθε συμφωνία μεταξύ του Δήμου Πατρέων και της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας για την ίδρυση σχολείων της στην αχαϊκή πρωτεύουσα.          Το γεγονός της ίδρυσης του Αρσακείου Πατρών χαιρετίστηκε με ιδιαίτερη ικανοποίηση από την αχαϊκή κοινωνία αλλά και από τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής, καθώς θα μπορούσε να καλύπτει πλέον τις εκπαιδευτικές ανάγκες όλης της τότε ελεύθερης Δυτικής Ελλάδας (Εφ. Αχαΐα, 2 Αυγούστου 1891,787)[11].

            Η εποπτεία του Παρθεναγωγείου και η ευθύνη της εύρυθμης λειτουργίας του αποφασίστηκε να ανατεθεί σε πενταμελή επιτροπή[12] (βλ. εφημ. Νεολόγος Πατρών, 3 Νοεμβρίου 1895, 446) αποτελούμενη από επιφανή πρόσωπα της πατραϊκής κοινωνίας[13], σύμφωνα με τον ισχύοντα κανονισμό της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας (βλ. Κανονισμός των Παρθεναγωγείων της Φ. Ε. έτος 1883, 83 -87). Σε μια πρώτη φάση η Επιτροπή θα φρόντιζε για θέματα που εκκρεμούσαν ως την οριστική έναρξη λειτουργίας του εκπαιδευτηρίου.

Η Διοικούσα Επιτροπή του Αρσακείου Πατρών δεν ήταν ανεξάρτητη αρχή αλλά λογοδοτούσε στο Διοικητικό Συμβούλιο της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. Αυτό, θέλοντας να εξασφαλίσει μεγαλύτερη διαφάνεια αλλά και να τονώσει το κύρος του θεσμού, όρισε τριμελή Εφορευτική Επιτροπή που την αποτελούσαν ο Μητροπολίτης Πατρών, ως πρόεδρος, ο Νομάρχης Αχαΐας και ο Δήμαρχος Πατρέων, ως μέλη (ό. π. άρθρο 87). Η Εφορευτική Επιτροπή είχε τη γενική εποπτεία του Παρθεναγωγείου & παρακολουθούσε διακριτικά το έργο του, χωρίς όμως να παρεμβαίνει σε θέματα διοίκησης. Ωστόσο, ο διορισμός στη Διοικούσα Επιτροπή προσώπων που ανήκαν στο συγγενικό περιβάλλον του υπουργού Αχ. Γεροκωστόπουλου επικρίθηκε έντονα (Εφημ. Φορολογούμενος  Πατρών, 22 Νοεμβρίου 1891)[14].

Για να δοθεί η οριστική έγκριση από το Διοικητικό Συμβούλιο της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας επισκέφτηκαν την πόλη δύο μέλη του τα οποία, αφού διαπίστωσαν ότι και οι τελευταίες λεπτομέρειες είχαν διευθετηθεί, συμφώνησαν για έναρξη των μαθημάτων την 3η Φεβρουαρίου 1892. Παράλληλα, δημοσιεύτηκαν στον Τύπο ανακοινώσεις προς τους γονείς, ώστε να υποβληθούν οι σχετικές αιτήσεις (Αθανασόπουλος Ι., 1992, 36). 

   Τα εγκαίνια του νέου εκπαιδευτηρίου πραγματοποιήθηκαν με μεγάλη λαμπρότητα την 30η Ιανουαρίου 1892 και αποτέλεσαν κοσμικό γεγονός για την Πάτρα. Ο Κ. Φιλόπουλος, εκδότης του «Φορολογουμένου» αφιερώνει τις δύο πρώτες σελίδες της εφημερίδας στην εκδήλωση, όχι μόνο δίνοντας την ατμόσφαιρα της τελετής αλλά παρέχοντας και πληροφορίες για την εκπαιδευτική κατάσταση γενικά που επικρατεί στην Πάτρα.

            Τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν στην οικία του Κ. Νιανιάρα, όπου στεγάστηκε αρχικά και το Αρσάκειο (Εφημ. Τηλέγραφος Πατρών, 2 Αυγούστου 1929)[15]. Στην τελετή παραβρέθηκαν οι αρχές της πόλης, όλο το Δημοτικό Συμβούλιο, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών και πλήθος κόσμου. Πρώτη διευθύντρια είχε οριστεί η Ειρήνη Πρινάρη,[16] (Εφημ. Φορολογούμενος, 31 Ιανουαρίου 1892, 869) η οποία και μίλησε για την ορθή εκπαίδευση των θηλέων, ενώ το μέλος της τοπικής επιτροπής Στ. Θεοχάρης εξήρε τον πατριωτικό ρόλο του Αρσακείου, παρουσίασε την ιστορία της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας και συνεχάρη τη Δημοτική Αρχή και τον Αχ. Γεροκωστόπουλο που πέτυχαν την ίδρυση του εκπαιδευτηρίου.

            Ενδιαφέρουσες είναι οι πληροφορίες που δίνει ο Στ. Θεοχάρης για τα σχολεία της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. Εκτός από το εσωτερικό και το εξωτερικό Διδασκαλείου της Αθήνας και αυτό της Κέρκυρας, γίνεται μνεία για τα τέσσερα σχολεία στους αλβανόφωνους δήμους της Αττικής και για το Ελληνικό και προκαταρκτικό σχολείο στη Χοταχόβα της Αλβανίας, πατρίδα του Αρσάκη. Τα αριθμητικά στοιχεία που παρατίθενται είναι ενδεικτικά της προσφοράς και της δράσης της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας: από το 1836 ως το 1890 φοίτησαν επιτυχώς και αποφοίτησαν από τα Διδασκαλεία της περίπου 15000 δασκάλες.

Ο Στ. Θεοχάρης θεωρεί πως η προσπάθεια αυτή μπορεί να αποτελέσει το αντίπαλον δέος απέναντι στην ίδρυση ξένων σχολείων και στην αγωγή την οποία προσπαθούσαν να μετακενώσουν (ο όρος με την Κοραϊκή του έννοια), δασκάλες που είχαν ανατραφεί ή σπουδάσει στο εξωτερικό.  Επειδή την εποχή εκείνη η κατ’ οίκον διδασκαλία πολλαπλασιαζόταν σε βάρος της σχολικής, τονίζει ιδιαίτερα τα θετικά στοιχεία της δεύτερης. Επιτίθεται στην ξενομανία, ιδίως της ανώτερης τάξης, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για μια «ερμαφρόδιτη εκπαίδευση» (Εφημ. Φορολογούμενος  Πατρών, 31 Ιανουαρίου 1892, 869).  . 

            Η Διοικητική Επιτροπή προσπάθησε κατά τα πρώτα βήματα λειτουργίας του σχολείου να εξασφαλίσει μια σχετική αυτονομία. Έτσι το Δεκέμβριο του 1892 υπέβαλε αίτηση προς το Διοικητικό Συμβούλιο της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας για παραχώρηση του δικαιώματος της απόλυσης εκπαιδευτικών. Επίσης, επιδιώκονταν η δυνατότητα της επιλογής νέων εκπαιδευτικών  από τα μέλη της Επιτροπής. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε αποδεκτό, γιατί δε συμφωνούσε με τον ισχύοντα κανονισμό της Εταιρείας. Η ποινή της αποβολής από το Παρθεναγωγείο επιβαλλόταν από τη Διοικητική Επιτροπή, ύστερα από πρόταση της Διευθύντριας. Κάποιες φορές τα μέλη της Επιτροπής παρακολουθούσαν και τη διδασκαλία των μαθημάτων στο σχολείο (Αθανασόπουλος Ι., 1992, 36).

            Σίγουρα η προσφορά της πρώτης Διοικούσας Επιτροπής, αλλά και των μεταγενέστερων, ήταν σημαντική για τη διατήρηση και εδραίωση του σχολείου. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως δε σημειώθηκαν παρατυπίες και δεν υπήρξαν περιπτώσεις προσώπων τα οποία δε στάθηκαν στο ύψος της αποστολής που τους είχε ανατεθεί.

Το 1892 ο ταμίας της Επιτροπής, Στ. Θεοχάρης κατέφυγε στη Βιέννη έχοντας υπεξαιρέσει τα χρήματα του ταμείου (1400 δραχμές), παρότι γνώριζε πως αυτά προορίζονταν για λειτουργικές ανάγκες του σχολείου. Έτσι στο λογιστικό έλεγχο που έγινε το 1894 διαπιστώθηκε το έλλειμμα και η Διοικητική Επιτροπή τον αντικατέστησε με τον Αντώνιο Πικραμένο. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τα μέλη της πρώτης πενταμελούς Διοικητικής Επιτροπής στη νέα σύνθεση του 1895 υπάρχει μόνο το όνομα του Κων/νου Παπαγιάννη, ως προέδρου (Εφημ. Νεολόγος Πατρών, 3 Νοεμβρίου 1895, 446), προφανώς λόγω του σάλου που είχε ξεσπάσει. Άλλωστε, οι τρεις αλλαγές διευθυντριών μέσα στα 3 πρώτα χρόνια λειτουργίας του Αρσακείου Πατρών (Η εκατονταετηρίς της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας 1936, 32)[17], αποδεικνύουν την προσπάθεια του ιδρύματος για αναζήτηση ταυτότητας και ισορροπιών.  

Επίσης κατά το σχολικό έτος 1895 - 1896 τα μέλη της Διοικητικής Επιτροπής έκαναν δωρεάν εγγραφές στις θυγατέρες και τις ανιψιές τους. Όμως μετά την υποβολή του Μαθητολογίου στις αρχές Νοεμβρίου 1896, η Εταιρεία ακύρωσε την εγγραφή αυτή, αφού δικαίωμα δωρεάν φοίτησης στα σχολεία της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας δεν είχαν ούτε οι κόρες των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (Αθανασόπουλος Ι., 1992, 37).

 Παρά τις δυσκολίες των πρώτων χρόνων το Αρσάκειο Πατρών καθίσταται στη συνέχεια ένα Πρότυπο σχολείο για την πόλη και υπερτερεί έναντι των υπόλοιπων ιδιωτικών και των άλλων ετεροδόξων Παρθεναγωγείων που λειτουργούν στην ακμάζουσα εμπορική Πάτρα, του πλούτου και της κοσμικής ζωής των αρχών του 20ου αιώνα. Στο πλαίσιο της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας το Αρσάκειο Πατρών, φέρει σε πέρας με απόλυτη επιτυχία  την αποστολή του για υψηλής ποιότητας παρεχόμενη Παιδεία  για τον Ελληνισμό, αυτόν τον κόσμο το Μικρό, το Μέγα…

 

           

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

1.      Αθανασόπουλος Ι., Το Αρσάκειο Πατρών της εν Αθήναις Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας (1892–1992). Ένας αιώνας εκπαιδευτικής προσφοράς, Αθήνα 1992.  

2.      Αινιάν Δ., Προς το συμβούλιο της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, Βιβλιοθήκη του Λαού, Αθήνα 1852.

3.      Αλτουσέρ Λ., Θέσεις (1964-1975), εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1981.

4.      Ανδρέου Α., «Σχέδια νόμων για την εκπαίδευση», περ. Θέσεις, τεύχ. 26, 27, 28, (1989), ανάτυπο, Αθήνα 1990.  

5.      Βαρίκας Ε., Η εξέγερση των κυριών: Γέννηση μιας φεμινιστικής συνείδηση στην Ελλάδα τον  19Ο αιώνα, Σειρά μελετών ελληνικής ιστορίας, Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας Εμπορικής Τράπεζας Ελλάδος, Αθήνα χ. χ.

6.      Charlot B., Το σχολείο αλλάζει-Κρίση του σχολείου και κοινωνικοί μετασχηματισμοί, μτφρ. Μποναφάτου Ε.- Παπαγεωργίου Ν., εκδ. Προτάσεις, Αθήνα 1992.

7.      Γιανναράς Χρ. Η νεοελληνική ταυτότητα, Αθήνα 1978.

8.      Δερτιλής Γ., Κοινωνικός μετασχηματισμός και στρατιωτική παρέμβαση 1880 - 1909, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 31985.

9.      Δημαράς Α. Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, τόμ. Α΄, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1973. 

10.  Δραγούμης Ν., «Σύντομος απάντησις», περ. Πανδώρα, αρ. 366, τόμ. ΙΣΤ΄, 15 Ιουνίου 1865. 

11.  Zιώγου-Καραστεργίου Κ., Η Μέση Εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα (1830-1893), Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Γ. Γ. Ν. Γ., Αθήνα 1986. 

12.  Η εκατονταετηρίς της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας (1836 - 1936). Η ίδρυση της, η ιστορία της, η δράσις και αι επιδιώξεις της, τυπογραφείον “Εστία”, εν Αθήναις 1936.  

13.  Η εν Αθήναις Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία. Αρσάκεια - Τοσίτσεια Σχολεία 1836 – 1996. Εκατόν εξήντα χρόνια Παιδείας, Αθηνά 1996.

14.  Isambert-Jawmati V. Οι εκπαιδευτικοί και ο κοινωνικός καταμερισμός στο σχολείο σήμερα, μτφρ. Φραγκουδάκη Α., στο βιβλίο της Κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1985.

15.  Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΒ΄, «Η Ελληνική Επανάσταση», Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1975.

16.  Καιροφύλλας Κ., «Η Σχολή Χιλλ κατά το 1835», περ. Νέα Εστία, 1 Σεπτεμβρίου 1931.

17.  Κανελλόπουλος Π., Η Πάτρα της Μπελ Εποκ, από το βιβλίο «Πάτρα 1900» του Αλέκου Μαρασλή, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2003.

18.  Κανονισμός των Παρθεναγωγείων της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, κεφ. ΚΒ΄, άρθρα 83-87.

19.  Κοραής Αδ., Περί των ελληνικών συμφερόντων διάλογος δύο γραικών, Ύδρα 1825.

20.  Λέφας Χ., Ιστορία της Εκπαιδεύσεως, Ο.Ε.Δ.Β., Εν Αθήναις 1942.

21.  Μακρυγιάννης Στρατηγός, Οράματα και θάματα, μεταγραφή Άγγελος Ν. Παπακώστας, Αθήνα 1983. 

22.  Μaurer G.L., O ελληνικός λαός, μετάφραση Όλγα Ρομπάκη, Αθήνα 1976.

23.  Μεταλληνός Γ. Δ. , Παράδοση και αλλοτρίωση, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1986.

24.  Πετρόπουλος Γ., Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό Βασίλειο (1833-1843), τόμ. Α΄-Β΄, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθν. Τράπεζας, Αθήνα 1985-1986. 

25.  Πουλαντζάς Ν., Οι κοινωνικές τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1984.

26.  Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Πατρών 9 Ιανουαρίου 1886.

27.  Πρώτον  ελληνικόν εκπαιδευτικόν συνέδριον, 31 Μαρτίου - 4 Απριλίου 1904, Εν Αθήναις 1904, Εκ του γραφείου της διευθυνούσης επιτροπής.

28.   Σαρίπολος Ν., «Υπόμνημα περί του κατωτέρου κλήρου και περί εκπαιδεύσεως προς τον επί της Παιδείας Υπουργόν»,  περ. Πανδώρα , τόμ. ΙΣΤ΄, αρ. 364, 15 Μαρτίου 1865. 

29.  Shaw P. E. American Contacts with the Eastern Churches (1820-1870), Chicago 1937.

30.  Τζάνη Μ., Παμουκτσόγλου Τ., Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα " Ταυτόν και αλλοτριομορφοδίαιτον ", εκδ. Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 2002.

31.  Τσουκαλάς Κ, Εξάρτηση και Αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830-1922), εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1977.

32.  Φουρναράκη Ε., Εκπαίδευση και αγωγή των κοριτσιών- ελληνικοί προβληματισμοί (1830-1910)- ένα ανθολόγιο, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1987.

33.  Εφημ. Αχαΐα, αρ. φύλλ., 787, 2 Αυγούστου 1891.

34.  Εφημ. Αχαϊκός Κήρυξ Πατρών, 29 Ιουνίου 1840 και 17 Σεπτεμβρίου 1840.

35.  Εφημ. Η Ελληνική Επανάστασις, 6 Ιουλίου 1882, αρ. φύλλ. 85. 

36.  Εφημ. Μίνως, 6 Δεκεμβρίου 1841, αρ. φύλλ. 4. 

37.  Εφημ. Μίνως, 10 Απριλίου 1859, αρ. φύλλ. 581.

38.  Εφημ. Νεολόγος Πατρών, 12 Ιουλίου 1895, αρ. φύλλ. 331.

39.  Εφημ. Νεολόγος Πατρών, 3 Νοεμβρίου 1895, αρ. φύλλ. 446.

40.  Εφημ. Νεολόγος Πατρών, 10 Ιουλίου 1896, αρ. φύλλ. 691.

41.  Εφημ. Νεολόγος Πατρών, 24 Ιουνίου 1897, αρ. φύλλ. 1038.

42.  Εφημ. Νεολόγος Πατρών, 2 Ιουλίου 1897, αρ. φύλλ. 1046.        

43.  Εφημ. Πελοπόννησος, 1 Σεπτεμβρίου 1897, έτος ΙΑ΄, αρ. φύλλ. 1934.

44.  Εφημ. Τηλέγραφος Πατρών 2 Αυγούστου 1929.

45.  Εφημ. Φανός,  30 Ιουλίου 1880, αρ. φύλλ. 26.

46.  Εφημ. Φανός,  17 Ιουνίου 1881, αρ. φύλλ. 67.

47.  Εφημ. Φανός,  8 Αυγούστου 1881, αρ. φύλλ. 74.

48.  Εφημερίς των Φιλομαθών, έτος ΙΑ΄, αρ. φύλλ 479, 28 Φεβρουαρίου 1863 και αρ. φύλλ. 482, 7 Μαρτίου 1863.

49.  Εφημ. Ο Φοίνιξ Πατρών, αρ. φύλλ. 21, 14 Αυγούστου 1865.

50.  Εφημ. Ο Φοίνιξ Πατρών, αρ. φύλλ. 577, 20 Αυγούστου 1871. 

51.  Εφημ. Ο Φοίνιξ Πατρών, αρ. φύλλ. 589, 19 Νοεμβρίου 1871.

52.  Εφημ. Ο Φοίνιξ Πατρών, αρ. φύλλ. 623, 28 Ιουλίου 1872. 

53.  Εφημ. Φορολογούμενος Πατρών, αρ.φύλλ.149, 15 Ιουλίου 1877.

54.  Εφημ. Φορολογούμενος  Πατρών, αρ. φύλλ. 205, 18 Αυγούστου 1878.

55.  Εφημ. Φορολογούμενος  Πατρών, αρ. φύλλ. 840, 21 Ιουλίου 1891. 

56.  Εφημ. Φορολογούμενος  Πατρών, αρ. φύλλ. 869, 31 Ιανουαρίου 1892.

 

 

 

 

  


---

[1] Ο Christian Ludwig Korck (1800-1842) ήρθε στην Ελλάδα ως μέλος της ιεραποστολής της Church Missionary Sosiety. Ο Korck παραιτήθηκε από τη θέση του διευθυντή για «λόγους υγείας»(!) το 1836, ύστερα από έντονη αντιπαράθεση με τους συναδέλφους του στο Διδασκαλείο.

[2] Ανάλογες απόψεις εκφράζει ο Μακρυγιάννης και στα Aπομνημονεύματά του, όπου στηλιτεύει την όλη κατάσταση η οποία παρουσιάζεται με τη μορφή φιλανθρωπικών και αφιλοκερδών προγραμμάτων παιδείας, ενώ ο απώτερος στόχος της είναι η άλωση της ελληνικής εκπαίδευσης. 

[3] Το σχολείο της Αίγινας λειτούργησε με 32 μαθήτριες με χρήματα που έδωσε η Δούκισσα της Πλακεντίας, ενώ της Σύρου με εισφορές των «Κυριών της Νήσου ».

[4] (Βλ. σχετικά εγκύκλιο του υπουργού Σ. Βλάχου «Περί αποχωρήσεως των αρρένων από τα κοράσια εις τα δημοτικά σχολεία» στο Φουρναράκη Ε., 1987, 141)Το 1852 απαγορεύεται η συνεκπαίδευση των φύλων. Ωστόσο, παραμένει ζητούμενο κατά πόσο η ελληνική κοινωνία της εποχής συμμεριζόταν αντιλήψεις σχετικές με τη μη συναναστροφή των φύλων στην παιδική ηλικία και τη διαπαιδαγώγησή τους σε διαφορετικά σχολεία κατά τα πρότυπα δυτικών αστικών κοινωνιών, για τα οποία ήταν ευαίσθητες ορισμένες μόνο κοινωνικές ομάδες και όχι ο απλός λαός. Άλλωστε, κατά την κοινή φοίτηση αγοριών και κοριτσιών την προηγούμενη περίοδο στα αλληλοδιδακτικά σχολεία, δεν είχαν αναφερθεί σχετικά προβλήματα.    

[5] Σε έγγραφο του υπουργού Παιδείας το 1862 αναφέρεται ότι το ίδρυμα καλύπτει πλήρως τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την κατάρτιση των διδασκαλισσών, αφού διαθέτει και δημοτικό σχολείο που χρησιμεύει για την πρακτική άσκηση, ενώ παράλληλα διδάσκεται και το μάθημα της Παιδαγωγίας. «Περί του σχολείου της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας. Ιδιαιτέρα σημείωσις προς πληροφορίαν  της Α. Μεγαλειοτητος», στα Γ.Α.Κ. τόμ. ΙΒ΄, Φ. 59 (Διδασκαλείον).

[6] Στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα λειτουργούν στην Πάτρα τρία εργοστάσια οινοποιίας, τρεις μεγάλες αλευροβιομηχανίες, κλωστήρια, ξυλουργικά εργοστάσια, εργοστάσια φανελοποιίας και ψεκαστήρων.

[7] Υπάρχει αγγελία για ίδρυση Παρθεναγωγείου από τη δασκάλα της Φ. Ε. Αναστασία Γεωργιάδου, κοντά στο ναό της Παντάνασσας. 

[8]Ο Μισαήλ Αποστολίδης, αρχιεπίσκοπος Πατρών το 1859 και ένας από τους πρωτεργάτες της Φ.Ε., ίδρυσε τον Απρίλιο του ίδιου έτους το «Αχαϊκό Παρθεναγωγείο». (Η ανακοίνωση της ίδρυσης αποτελεί  το πρωτοσέλιδο άρθρο της εφημερίδας).

[9] Κατακρίνεται η χρήση της αλληλοδιδακτικής μεθόδου από τα περισσότερα σχολεία της πόλης, ενώ προβάλλεται η νέα «ευρωπαϊκή» διδακτική μέθοδος (συνδιδακτική). 

[10] Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η Φ. Ε.  δεν προχωράει στην ίδρυση σχολείου στην Πάτρα, παρότι έχει δεχτεί σε αυτό το διάστημα αρκετά κονδύλια από το υπουργείο Παιδείας (όπως το κληροδότημα Κατινάκη) για τα σχολεία της που προορίζονταν ειδικά για παρθεναγωγεία στην Πάτρα και τη Λάρισα. Η δικαιολογία είναι ότι δεν πληρούνται οι όροι της Εταιρείας κυρίως σε ότι αφορά την εξασφάλιση στέγης.

[11] Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο της εφ. Αχαΐα για τον Αχ. Γεροκωστόπουλο, όπου αναφέρεται: «Το προ πολλού επιζητηθέν παράρτημα του Αρσακείου εν Πάτραις, το οποίον θα περιέχει κοράσια εκτός των Πατρών, του  Άργους, της Ακράτας, της Ζαχάρως, του Ξυλοκάστρου, της Κορινθίας εν γένει, των Καλαβρύτων, της Ηλείας, της Ακαρνανίας, της Λευκάδος, της Ιθάκης, της Ζακύνθου, της Κεφαλληνίας και άλλων πλησιοχώρων τόπων γίνεται πραγματικότης…Ιδού το εκπαιδευτήριον τούτο, όπερ συνιστά ο συμπολίτης ημών υπουργός της Παιδείας».

[12]Τα μέλη της Διοικούσας Επιτροπής γίνονται 11, με απόφαση του Δ. Σ. της Φ. Ε. (25-10-1895). Μετά την παραίτηση του Επαμ. Πετραλιά, στο Συμβούλιο προστίθενται οι: Γεράσιμος Κόγκος, Ανδρέας Κολλάς, Κων/νος Πράτσικας (και οι τρεις έμποροι), ο δήμαρχος Κοντογούρης, οι Καράκαλος και Στεφανόπουλος (εφέτες), καθώς και ο Δημήτριος Συρογιάννης (δικηγόρος). Πρόεδρος τοποθετείται ο Κων/νος Παπαγιάννης.

[13] Τα μέλη της πρώτης Διοικητικής Επιτροπής του Αρσακείου Πατρών ήταν οι: Επαμεινώνδας Πετραλιάς, πρόεδρος, Σταμάτης Θεοχάρης, ταμίας, και μέλη οι: Ανδρέας Σταμάτης, Γεώργιος Σουλιώτης και Κωνσταντίνος Παπαγιάννης, βάσει του υπ’ αριθμ. 301 / 7 Νοεμβρίου 1891 εγγράφου της Φ.Ε.

[14] Από τα μέλη της επιτροπής οι Ανδρέας Σταμάτης και Γεώργιος Σουλιώτης ήταν γαμπροί του τότε υπουργού Αχιλλέα Γεροκωστόπουλου, ενώ ο Επαμεινώνδας Πετραλιάς στενός συγγενής του Γεωργίου  Σουλιώτη.

[15] Το πρώτο κτίριο όπου στεγάστηκε το Αρσάκειο  ήταν ένα ευρύχωρο διώροφο κτίσμα επί της οδού Ρήγα Φεραίου, το οποίο βρισκόταν κοντά στην πλατεία Όλγας. Για την εποχή του ήταν εξαιρετικά κατάλληλο όχι μόνο λόγω θέσης αλλά και χάρη στους άνετους χώρους που διέθετε. Όμως με την πάροδο του χρόνου, λόγω ελλιπούς συντήρησης και αύξησης του αριθμού των μαθητριών δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις λειτουργικές ανάγκες του.

[16]Η Ειρήνη Πρινάρη ήταν η φοιτήτρια που είχε βραβευτεί με το Ράλλειο βραβείο κατά το πρώτο έτος καθιέρωσης του από τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία το 1866. Καταγόταν από την Ήπειρο και στη συνέχεια διηύθυνε για αρκετά χρόνια το Παρθεναγωγείο της Κέρκυρας πριν έρθει στην Πάτρα.

[17] Η Ειρήνη Πρινάρη ήταν διευθύντρια κατά το πρώτο έτος λειτουργίας του  Αρσακείου ενώ τη διαδέχτηκε η Ελίζα Δελενάρδου (1892 – 1894). Το τελευταίο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου του 1894 ανατίθεται η διεύθυνση του Ιδρύματος στη Μαρία Ι. Ξύδη της οποίας η θητεία θα διαρκέσει 41 ολόκληρα χρόνια.