Ο ιδεολογικOς προσανατολισμOς της παιδεIας στην τουρκοκρατοYμενη

ΕλλAδα κατA την περIοδο του ΝεοελληνικοY ΔιαφωτισμοY

 

 

Ηρακλής Εμμ. ΚαλλEργης
Καθηγητής Παν/μίου Πατρών

 

 

Αναμφίβολα, η Εθνεγερσία του ’21 δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία». Ήταν το αποτέλεσμα πολύχρονης εσωτερικής προπαρασκευής, το προϊόν της συνεργασίας των υλικών και πνευματικών δυνάμεων του έθνους, που έδωσε στους δούλους το θάρρος να υψώσουν το ανάστημά τους στην πανίσχυρη αυτοκρατορία του σουλτάνου.

Αλλά το γεγονός αυτό δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί, χωρίς τον κίνδυνο να υπάρξουν πελώρια κενά, εάν δεν λάβουμε σοβαρότερα υπόψη τον πνευματικό παράγοντα. Σε κάθε επανάσταση, εξάλλου, το ιδεολογικό στοιχείο είναι καθοριστικό, εφόσον αυτό της δίνει τα ανάλογα συνθήματα και διαμορφώνει την ατμόσφαιρά της. Την οπτική αυτή γωνία ερμηνείας της επανάστασης του ’21 επιβάλλει κατεξοχήν η ιδιομορφία της, δηλαδή η καθολικότητά της και το γενικότερο ενθουσιαστικό κλίμα μέσα στο οποίο εξελίχθηκε, κλίμα που αποτυπώνει, νομίζω, με ακρίβεια ο εξαιρετικά υψωμένος τόνος του σολωμικού «Ύμνου εις την Ελευθερίαν». Ποιο ήταν το κεντρικό σύνθημα της Εθνεγερσίας; «Ελευθερία ή Θάνατος!». Τέτοια απόλυτα συνθήματα, παράλληλα βέβαια με την πίκρα και την αγανάκτηση του καταπιεσμένου, μόνο μια βαθιά ιδεολογική καλλιέργεια μπορεί να εμπνεύσει[1], καλλιέργεια που αποδεδειγμένα πρόσφερε η παιδεία των χρόνων της τουρκοκρατίας η παιδεία όχι μόνο με την έννοια της σχολικής μόρφωσης[2], αλλά και της γενικής ανόδου της πνευματικής στάθμης του ελληνικού λαού[3].

Δεν είναι ίσως υπερβολή αυτό που έγραψε παλαιότερα ο ιστορικός της Επανάστασης G. Finlay: «Η παιδεία υπήρξεν ο κήρυξ της ελευθερίας των Ελλήνων». Με άλλα λόγια, η παιδεία είναι ο κύριος συντελεστής της ελευθερίας των Ελλήνων, εφόσον αυτή διαμόρφωσε το φρόνημα εκείνο, που τους οδήγησε στον ένοπλο αγώνα, προκειμένου να αποτινάξουν δουλεία τετρακοσίων χρόνων. Τη στενή σχέση της παιδείας με την απόκτηση ελεύθερου φρονήματος, ασυμβίβαστου με καταστάσεις εθνικής δουλείας, είχαν πλήρως συνειδητοποιήσει οι διδάσκαλοι του Γένους, ο κορυφαίος των οποίων, ο Αδαμάντιος Κοραής, γράφει κάπου στα Προλεγόμενά του: «Όταν τα φώτα λάμψωσιν, η δουλεία πρέπει εξ ανάγκης να παύση. Τούτο είναι αξίωμα της ηθικής και της πολιτικής τόσον βέβαιον, όσον και τα μαθηματικά αξιώματα»[4].

Προκειμένου όμως να εξετάσουμε το ιδεολογικό περιεχόμενο της παιδείας των χρόνων της τουρκοκρατίας, που, σύμφωνα με τα προλεχθέντα, ουσιαστικά ταυτίζεται με την ιδεολογική προϊστορία του ’21, επιβάλλεται να χαράξουμε ένα ιστορικό περίγραμμα, μέσα στο οποίο θα παρακολουθήσουμε κάπως εξελικτικά –οπωσδήποτε όμως εντελώς συνοπτικά– τον τρόπο με τον οποίο η παιδεία αφύπνισε τους σκλάβους και τους μετέβαλε σε φορείς ιδεών.

Επί εκατόν πενήντα χρόνια μετά την πτώση της Βασιλεύουσας, τον χώρο όπου άλλοτε ανθούσε ο βυζαντινός πολιτισμός σκέπαζε πυκνό πνευματικό σκοτάδι. Η τραγικότητα της κατάστασης επισημαίνεται, με εντελώς επιγραμματικό τρόπο, στα λόγια του Ματθαίου Καμαριώτη, πρώτου μετά την Άλωση διευθυντή της Πατριαρχικής Σχολής Κωνσταντινουπόλεως: «Τα πάντα εν απωλεία, εν ατιμία τα τίμια, ο βοηθήσων ουδείς»[5]. Ο Θεοδόσιος Ζυγομαλάς, πρωτονοτάριος του Πατριαρχείου, σε επιστολή του προς τον φιλέλληνα λόγιο Μαρτίνο Κρούσιο, μας δίνει μια θλιβερή στατιστική εικόνα για το δυναμικό της χώρας σε λογίους, που δεν υπερβαίνουν ίσως τους 50, εκατόν είκοσι επτά χρόνια μετά την Άλωση: «Εν Κωνσταντινουπόλει εισί μαθηταί του εμού πατρός ωσεί 10. Εν Πελοποννήσω και άλλοις τόποις έτεροι 10 ή και πλέον. Εισί μαθηταί Θεοφάνους, ιερομόναχοι, 10. Εισί Ερμοδώρου μαθηταί εν Χίω τέσσαρες και αλλαχού, έκαστος εν τη ιδία πατρίδι, υπέρ τους δέκα. Εν Πατριαρχείω νυν εστί διδάσκων επ’ εκκλησίαις ιερομόναχος Μεθόδιος. Λέγει ενίοτε και Πατριάρχης»[6]. Αν εξαιρέσουμε τις φραγκοκρατούμενες περιοχές, στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο δεν έφτανε ούτε ο αντίλαλος από την ευρωπαϊκή Αναγέννηση.

Στα φοβερά εκείνα χρόνια, δηλαδή στους αιώνες 15ο και 16ο, μόνο χάρη στις προσπάθειες της Εκκλησίας μας –που, όπως είναι γνωστό, διατηρούσε, με την ανοχή των Τούρκων[7], σχολεία στους νάρθηκες των ναών– παρεχόταν στους υπόδουλους κάποια μορφή υποτυπώδους παιδείας. Βέβαια, τα αποτελέσματα αυτής της παιδείας δεν μπορούσαν παρά να είναι πενιχρά. Ωστόσο, δεν πρέπει να μας διαφεύγει μια αλήθεια, που εύστοχα επισημαίνει ο Παναγιώτης Κόδρικας[8]. «Το ελληνικόν γένος, γυμνόν και τετραχηλισμένον, εκ γενικού ναυαγίου διασωθέν εις αυτόν τον εκ περιστάσεως αφυπνισμόν της μαθήσεως περιεκάλυψεν την τελείαν γύμνωσίν του με την μελέτην των απλουστέρων εκκλησιαστικών βιβλίων. Εις αυτήν την μελέτην χρεωστεί το γένος μας τα πρώτα σπέρματα της μαθήσεως και την εξ υπαρχής αναγέννησιν των ελληνικών γραμμάτων»[9].

 Οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη πραγματικής παιδείας δημιουργούνται τον 17ο αιώνα, κυρίως όμως μετά τα μέσα του (1669 κ.ε.), οπότε εμφανίζεται ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός[10]. Πρόκειται για περίοδο έντονων ιδεολογικών ζυμώσεων στον ελλαδικό χώρο, που διαρκούν ως τις δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, δηλαδή ως την έκρηξη της Επανάστασης, εξακολουθώντας όμως να επηρεάζουν τις εξελίξεις των πνευματικών ζητημάτων της χώρας σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα.

Κατά την περίοδο αυτή, οι λόγιοι του έθνους καταβάλλουν εντατικές προσπάθειες να μεταδώσουν στον λαό τις αναγκαίες γνώσεις –η γνώση ταυτιζόταν με το φως και την πρόοδο[11], πράγμα που δικαιολογεί τη φράση «εποχή των φώτων», που χρησιμοποιούσαν τότε–, που θα του επέτρεπαν να συμπορευθεί, ως προς τον τρόπο ζωής και τον πολιτισμό, με τους λοιπούς λαούς της Ευρώπης. Φυσικά, η περίοδος αυτή είναι έντονα επηρεασμένη από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό –ιδιαίτερα από τον γαλλικό, τυπικοί εκπρόσωποι του οποίου είναι οι κορυφαίοι Έλληνες διαφωτιστές Ρήγας και Κοραής–, ωστόσο διατηρεί την ιδιαιτερότητά της. Για παράδειγμα, ενώ ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός διαρρέεται από αντιθρησκευτικό πνεύμα, εφόσον ερμηνεύοντας τα πάντα με τη βοήθεια της λογικής στρέφεται ενάντια σε κάθε δόγμα, επομένως και ενάντια στα θρησκευτικά δόγματα, ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός συμπορεύεται με τη θρησκεία, αφού άλλωστε οι περισσότεροι εκπρόσωποί του είναι κληρικοί.

  Οι λόγοι για την εμφάνιση της κίνησης αυτής είναι πολλοί, με κυριότερο τη δημιουργία αστικής τάξης, που κατά κανόνα είναι ο κύριος μοχλός της πνευματικής προόδου. Αυτό επιτεύχθηκε με την ανάπτυξη του εμπορίου, της βιοτεχνίας και της ναυτιλίας, στην οποία συνετέλεσε αποφασιστικά η οικονομική συνδρομή των Ελλήνων του εξωτερικού. Εξάλλου, η γνωριμία του πολιτισμού των ξένων κρατών, χάρη στα ταξίδια των Ελλήνων αλλά και στην αλληλογραφία με τους ξενιτεμένους, προκαλεί έντονες πνευματικές ζυμώσεις στον ελλαδικό χώρο. Αυτή η διακίνηση χρημάτων και ιδεών, που εντείνεται στα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα, αλλά ιδίως μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), μεταμορφώνει ριζικά την πρωτόγονη και βραδυκίνητη ελληνική κοινωνία[12].

Ιδιαίτερα πρέπει να εξαρθεί στο σημείο αυτό η συμβολή του ελληνισμού της Διασποράς, που εκτεινόταν από την Οδησσό μέχρι το Λιβόρνο, από την Αλεξάνδρεια μέχρι το Μάντσεστερ και από τη Βιέννη μέχρι τη Μασσαλία. Οι παροικίες του εξωτερικού, όπου είχαν καταφύγει οι Έλληνες λόγιοι πριν και μετά την Άλωση, συγκεντρώνουν όλες τις προϋποθέσεις, που ευνοούν την ανάπτυξη μιας ποικιλόμορφης και ακμαίας πνευματικής κίνησης, διατηρώντας εντονότατο τον ελληνικό χαρακτήρα τους και άσβεστη την αγάπη προς τη γενέτειρα. Από αυτές τις νησίδες του ελληνισμού, οι μορφωμένοι έμποροι και οι λόγιοι, που δεν φοβούνται τον Τούρκο δυνάστη και που βλέπουν όχι μόνο την πνευματική, αλλά και την πολιτική, κοινωνική και οικονομική εξαθλίωση της πατρίδας τους, τυπώνουν βιβλία μεταφρασμένα, τα σκορπίζουν στις ελληνικές περιοχές και με τις φιλελεύθερες ιδέες τους ή τις αναδρομές στο ένδοξο αρχαιοελληνικό παρελθόν συνταράζουν, αφυπνίζουν και συντονίζουν, κατά κάποιον τρόπο, τα συναισθήματα των υποδούλων απέναντι στον κατακτητή[13]. Χαρακτηριστικά είναι όσα έλεγε ο Κολοκοτρώνης σε μαθητές γυμνασίου το 1838: «…Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάστασι μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετέφραζαν και έστελναν βιβλία εις την Ελλάδα. Και εις αυτούς πρέπει να χρεωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και πολλοί άλλοι παλαιοί μας και εβλέπαμεν εις ποίαν κατάστασιν ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν η ιδέα να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι»[14].

Χάρη στη συνδρομή των Ελλήνων του εξωτερικού, την οικονομική ανάπτυξη που σημειώνεται στο εσωτερικό, αλλά και τις προσπάθειες των λογίων, πολλοί από τους οποίους είχαν σπουδάσει στη Μεγάλη του Γένους Σχολή[15] και σε πανεπιστήμια της Δύσης, η εκπαίδευση στην υπόδουλη χώρα βελτιώνεται σημαντικά. Σε όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα ιδρύονται σχολεία αντίστοιχα, περίπου, με τα σημερινά της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εκτός βέβαια από τα «κοινά», δηλαδή τα δημοτικά. Η μέθοδος διδασκαλίας δεν είναι ακόμα ζηλευτή, ενώ κύριο περιεχόμενο της διδακτικής εργασίας είναι η γλωσσική επεξεργασία των αρχαίων κειμένων, χωρίς προσπάθεια για αποδέσμευση του νοηματικού περιεχομένου. Είναι όμως και αυτό κάτι το σημαντικό. «Αυτή η στροφή προς την αρχαία γλώσσα –σημειώνει ο Κ. Θ. Δημαράς[16]– έχει από κάθε άποψη χαρακτήρα ανακαινιστικό. Το ζήτημα είναι να ξαναγίνουμε σαν τους αρχαίους. Όπως γράφει ο Νεόφυτος Δούκας, «αν και φράσεις μιμώμεθα, τα καλά των λόγων μιμούμεθα και των προγόνων μίμησιν έχομεν […], ο δε ταύτα μιμείσθαι δυνάμενος ουκ εις μακράν και προς τα άλλα χωρήσει».

Ωστόσο, πρέπει να ομολογηθεί ότι, παρά τον σταθερό προσανατολισμό στη θρεμμένη από αρχαιοελληνικές και χριστιανικές πηγές εκπαιδευτική παράδοση του Βυζαντίου, τα σχολεία στην Ελλάδα δεν είναι καλά οργανωμένα και χωλαίνουν ιδιαίτερα στη διδασκαλία των φυσικών επιστημών. Από τα μέσα του 18ου αιώνα, ο Διαφωτισμός εισέρχεται με περισσότερη ορμή στον ελλαδικό χώρο χάρη στους σπουδασμένους στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Πρωτοστατούν κορυφαίες μορφές των γραμμάτων μας, όπως ο Ευγένιος Βούλγαρης[17], ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ[18], ο Δημήτριος Καταρτζής[19], αλλά προπάντων ο Ρήγας Βελεστινλής[20] και ο Αδαμάντιος Κοραής[21]. Δημιουργείται ένα ρήγμα στον πνευματικό χώρο και μέσα από αυτό εισδύουν, ολοένα και πιο ορμητικά, στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα οι νέες ιδέες για τη φιλοσοφία, την τέχνη, την επιστήμη και την εκπαίδευση.

Η κίνηση του Διαφωτισμού φτάνει στο αποκορύφωμά της από το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα ως τις παραμονές της Επανάστασης. Γενικά, τις τελευταίες δεκαετίες πριν από την Επανάσταση παρατηρείται μια πρωτοφανής πνευματική άνθηση, που δείχνει στους ξένους το μέτρο της ζωτικότητας της φυλής. Ένας οργασμός εκδόσεων κάθε είδους διδακτικών βιβλίων και επιστημονικών συγγραμμάτων, λεξικών, εγκυκλοπαιδικών έργων, αρχαίων κειμένων, η σύσταση συλλόγων, η δημιουργία βιβλιοθηκών, η κυκλοφορία φιλολογικών περιοδικών, η ανάπτυξη της δημοσιογραφίας, οι φιλολογικές έριδες –ιδίως μεταξύ κοραϊστών και αρχαϊστών από τις σελίδες των περιοδικών «Ερμής ο λόγιος» και «Καλλιόπη»– δημιουργούν μια ζωντανή πνευματική ζωή, που διακρίνεται για την κίνηση των ιδεών και παρέχει ελπίδες για την ανάσταση του Γένους.

  Ιδιαίτερη σημασία για το θέμα μας έχει το γεγονός ότι, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο ανανέωσης της πνευματικής ζωής που επιβάλλουν οι νέες πραγματικότητες, οι αρχαίοι συγγραφείς αντιμετωπίζονται στα σχολεία με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Τώρα, η μέθοδος διδασκαλίας τους –που λεγόταν «ψυχαγωγία»[22]– θεωρείται απαρχαιωμένη. Δεν περιορίζονται πλέον οι διδάσκαλοι στη γραμματική επεξεργασία των λέξεων και την έξαρση των ωραιότερων εκφράσεων και του ύφους, αλλά σπουδάζουν και τα ήθη, τους χαρακτήρες των προσώπων, καθώς και τα ηθικά και κοινωνικά αξιώματα που περιέχονται στα κλασικά κείμενα. Έτσι, ξαναζωντανεύει ο κόσμος των αρχαίων, που ως τώρα ήταν απωθημένος στην περιοχή του μύθου απρόσιτος και άγνωστος.

Όλα τα ερείπια, τα θαυμαστά λείψανα της αρχαιότητας, που έβλεπε ο σκλάβος καθημερινά, τα θεωρούσε ότι ανήκαν σε όντα υπεράνθρωπα, που δεν είχαν καμία σχέση με τη δική του άθλια ύπαρξη. Τώρα, μαθαίνει έκπληκτος ότι οι Έλληνες ήταν άνθρωποι όπως αυτός, και, το σπουδαιότερο, ότι ήταν πρόγονοί του. Με τρόπο απλό και διεισδυτικό ο αείμνηστος καθηγητής Ι. Θ. Κακριδής επισημαίνει την επίδραση αυτής της νέας όψης της αρχαιότητας, όπως την προσφέρει η παιδεία: «Ο ταπεινωμένος ως τότε ραγιάς είναι λοιπόν ίδια φυλή κι ίδια φύτρα με τους αντρειωμένους Έλληνες; Αυτός ο μυθικός κόσμος των αθανάτων Ελλήνων ήταν τόσο δικός του και δεν το ήξερε; Η ψυχή του βρίσκει ξαφνικά ένα στήριγμα από τα πιο μεγάλα. Ένας κόσμος γεμάτος θάματα αστράφτει τώρα μέσα του, σαν ένα πολύ οικείο υπόδειγμα αρετής. Οι ιστορίες για τους Έλληνες που ξέρει και που του μιλούν για πηδήματα από βουνό σε βουνό, για παράβγεμα στο λιθάρι, με μυλόπετρες, γι’ ανδραγαθίες υπεράνθρωπες, όλες αυτές δίνουν νόημα στο δικό του έργο, του δίνουν ένα ιδανικό παληκαριάς κι αξιοσύνης, που πρέπει ν’ αγωνιστεί για να το φτάσει»[23].

Πέρα όμως από το νέο τρόπο διδασκαλίας των αρχαίων κειμένων, που γίνεται σε γλώσσα απλή και κατανοητή με λαμπρά αποτελέσματα, η κίνηση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού –που φυσικά ενισχύεται από την έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης με όλο το δυναμισμό του ιδεολογικού της φορτίου[24]– χαρακτηρίζεται, στο σύνολό της, από τη δημιουργική στροφή προς τη δημοτική γλώσσα, τη ρεαλιστική προσαρμογή στις κατακτήσεις των φυσικών επιστημών και την υιοθέτηση θεωριών επιφανών φιλοσόφων του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού –κυρίως του Βολταίρου, του Λοκ, του Μοντεσκιέ και του Ρουσώ–, που δίνουν προτεραιότητα στη λογική και απαλάσσουν τον άνθρωπο από τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες. Κατά τον Ανώνυμο της Ελληνικής Νομαρχίας, ενός κειμένου που κυκλοφόρησε στα 1806, η φυσική και η λογική άνοιξαν τους οφθαλμούς των περισσότερων μαθητών και τους μετέδωσαν τα φώτα εκείνα της μάθησης «όπου στολίζουσι το ανθρώπινον πνεύμα και το αποδεικνύουσιν άξιον του πλάστου του»[25].

Όμως η πορεία προς τα εμπρός δεν γίνεται χωρίς διαμάχες. Η διάχυτη αρχαιολατρία, που παρατηρείται στον ελλαδικό χώρο και εκδηλώνεται, πέραν των άλλων, και με τον εξαρχαϊσμό των βαπτιστικών ονομάτων[26], η εντατικοποίηση της διδασκαλίας των αρχαίων Ελλήνων εις βάρος των χριστιανών συγγραφέων, η προσπάθεια επιβολής της δημοτικής γλώσσας και των φυσιογνωστικών μαθημάτων, όπως και οι νέες φιλοσοφικές ιδέες, που σαν ισχυροί άνεμοι αναρριπίζουν τα πνεύματα, συναντούν τη σφοδρότατη αντίδραση κάποιων συντηρητικών λογίων και του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως[27]. Η πάλη ανάμεσα στις ιδέες του βυζαντινού και μεταβυζαντινού κόσμου[28], που είχε αρχίσει στις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα, συνεχίζεται τώρα δραματική και μακροχρόνια. Τελικά, οι νέες ιδέες επικρατούν ανάμεσα στην ελληνική λογιοσύνη, η οποία όμως διατηρεί ό,τι είναι αληθινό και σύμφωνο με τη μακραίωνη παράδοσή μας και απορρίπτει ό,τι είναι ξένο και αναφομοίωτο από αυτήν.

«Κατά την οριακήν τούτην στιγμήν –γράφει ο αείμνηστος ακαδημαϊκός Διονύσιος Ζακυθηνός–, ο Αδαμάντιος Κοραής, διαλλάσσων την παράδοσιν του Έθνους μετά των ανακαινιστικών κηρυγμάτων της Ευρώπης, αποβαίνει ο έξοχος εκπρόσωπος του αναγεννωμένου ελληνικού εθνικισμού»[29]. Η νέα πνευματική σύνθεση, που δημιουργείται με την προσπάθεια των Ελλήνων λογίων, αφυπνίζει τους υπόδουλους, τους οπλίζει με το συναίσθημα της υπεροχής απέναντι στον αμόρφωτο δυνάστη και καθιστά αδύνατη τη συνύπαρξή τους με αυτόν. Η επανάσταση είναι πλέον αναπόδραστη συνέπεια. Συγχρόνως, όμως, η νέα σύνθεση δημιουργεί αξίες υπερεθνικές, που διαχέονται σε όλο τον χώρο της Βαλκανικής[30].

Σ’ αυτή τη συγκλονιστική πορεία του έθνους προς το φως της παιδείας και τη συνακόλουθη ελευθερία κορυφαίο ρόλο διαδραμάτισαν, όπως ήδη υπαινίχθηκα, ο Ρήγας και ο Κοραής, τελευταίοι κρίκοι μιας τεράστιας αλυσίδας λογίων, που προετοίμασαν το έργο τους, αρκετά γνωστό, ώστε να μη χρειάζεται να ασχοληθώ ιδιαίτερα με αυτό. Θα πω μόνο ότι οι δύο αυτοί επιφανείς Έλληνες λόγιοι αντιλήφθηκαν, ίσως καθαρότερα από τους άλλους, ότι το πρόβλημα της πολιτικής αποκατάστασης του τόπου θα λυνόταν μόνο με το καθολικό πνευματικό ανέβασμα του λαού. Ξεκινώντας από την αντίληψη αυτή, ο Ρήγας δεν περιορίζεται στην έκδοση έργων με εθνεγερτικό περιεχόμενοž μεταφράζει βιβλία λογοτεχνικά ή επιστημονικά, που φέρνουν σε επαφή τους συμπατριώτες του με τη διανόηση και την πολιτιστική ατμόσφαιρα της Ευρώπης και τους καλλιεργούν τη σκέψη και την ευαισθησία. Ο ίδιος φροντίζει πάντα, προλογίζοντας τα βιβλία, να ξυπνά με τρόπο έμμεσο την εθνική υπερηφάνεια υπενθυμίζοντας την προγονική δόξα[31].

Κάνοντας λόγο για τον Κοραή, δεν θα αναφερθώ στο γιγαντιαίο φιλολογικό του έργο ούτε στις σοφές του γνώμες για την παιδεία, που είναι διάσπαρτες στα Προλεγόμενά του στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και στις Επιστολές του. Ένα μόνο θα ήθελα να τονίσω, ότι «ο προς την παιδείαν έρως τον Ελλήνων» –για να χρησιμοποιήσω τη γνωστότατη κατά τον Αγώνα έκφραση του Άνθιμου Γαζή– οφείλεται, κατά κύριο λόγο, σ’ αυτή τη μεγάλη ελληνική συνείδηση, όπως τονίζεται σε ψήφισμα-επιστολή, που του απηύθυνε η Τρίτη Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας (1827): «…Ο προς την παιδείαν έρως των Ελλήνων επήγασεν από τα φώτα, όσα προ τινων χρόνων ενέσπειρον εις τας καρδίας των τα Προλεγόμενά σου, από τα βιβλία όσα επρομήθευσεν εις την πατρίδα ο πατριωτισμός σου, από τα σχολεία όσα ήγειραν αι συμβουλαί σου. Τοιούτων αγαθοποιών αιτιών αποτελέσματα είναι τα εκ της ελευθερίας αγαθά, όσα οι συμπολίται σου απολαύουν την σήμερον. Τοιαύτα ανεκτίμητα αγαθά είναι άξια της ευγνωμοσύνης των γενεών και των αιώνων… Είθε να ζης υγιαίνων, σεβασμιώτατε γέρον, της ελευθερίας υπέρμαχε»[32].

Στις παραμονές της Επανάστασης, ο υπόδουλος ελληνισμός παρουσιάζει εμφανέστατα δείγματα ότι έχει ξυπνήσει πνευματικά, πράγμα που επισημαίνει ο Κοραής γράφοντας στον φίλο του Ι. Ρώτα τον Δεκέμβριο του 1814: «Υπάρχουσι σημεία αναντίρρητα ότι εξύπνησεν, τέλος πάντων, η Ελλάς και η εξύπνησις αυτή προετοιμάζει και την μέλλουσαν ελευθερίαν της»[33].

Το νόημα της πνευματικής αφύπνισης του ελληνισμού, για την οποία κάνει λόγο ο Κοραής, νομίζω ότι συγκεφαλαιώνεται στην προκήρυξη, με την οποία ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, τον Φεβρουάριο του 1821, καλούσε τους συμπατριώτες του να πολεμήσουν «φαινόμενοι άξιοι της προγονικής αρετής και του παρόντος αιώνος». Σ’ αυτά τα λόγια υπογραμμίζονται με ακρίβεια τα δύο συστατικά, με τα οποία η ελληνική λογιοσύνη, μυστικά από τα μάτια των ξένων, ύφανε το πνευματικό περιεχόμενο των εθνικών αιτημάτων του ελληνισμού[34]: η στροφή προς την αρχαιότητα, η ουσιαστική δηλαδή γνωριμία του αρχαιοελληνικού μεγαλείου, και η επαφή με τα νεωτεριστικά ιδεολογικά ρεύματα της Ευρώπης. Τα δύο αυτά συστατικά, πανίσχυρα όπλα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, αποκαλύπτονται, πιστεύω, και στο ψήφισμα της Πρώτης Εθνικής Συνέλευσης της Επιδαύρου, όπου οι εκπρόσωποι του ελληνικού λαού, που έχει πλέον βαθιά συνείδηση της υψηλής του καταγωγής και διεκδικεί μια θέση ισότιμη ανάμεσα στους λαούς της Ευρώπης, διακηρύσσουν υπερήφανα: «Απόγονοι του τε σοφού και φιλανθρώπου έθνους των Ελλήνων, σύγχρονοι των νυν πεφωτισμένων λαών της Ευρώπης, θεαταί των καλών, τα οποία ούτοι, υπό την αδιάρρηκτον των νόμων αιγίδα απολαμβάνουσιν, ήτο αδύνατον πλέον να υποφέρωμεν μέχρις αναλγησίας την σκληράν του οθωμανικού έθνους μάστιγα»[35].

 

 

Κυρίες και Κύριοι,

Αν εξετάσουμε προσεκτικά την ιστορία των χρόνων της τουρκοκρατίας, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η Εθνεγερσία του ’21 δεν ήταν η αρχή μιας πορείας, αλλά το τέλος της. Ήταν η τελευταία φάση ενός αγώνα, που ξεκίνησε με τα όπλα του πνεύματος και έληξε με τις ομοβροντίες του Ναυαρίνου και τις κλαγγές της Πέτρας. Τα όπλα αυτά τα έδωσε στο αγωνιζόμενο έθνος μας η παιδεία. Η παιδεία, που –χωρίς να αποκοπεί από τις ρίζες της φυλής– κατόρθωσε να αφομοιώσει γόνιμα και δημιουργικά ό,τι καλό είχε να προσφέρει η Ευρώπη της εποχής εκείνης. Βοήθησε έτσι τους σκλάβους να ξεπεράσουν την ενστικτώδη μορφή ζωής, που τους είχε επιβάλει ο κατακτητής, και να προχωρήσουν στη σφαίρα του πνεύματος, που αποτελεί την ουσία του ελληνισμού. Ήδη το 1820, ο Βενιαμίν Λέσβιος έγραφε στα Προλεγόμενα της Μεταφυσικής του: «Οι Έλληνες δεν υπόκειντο ούτε το πάλαι ούτε το νυν εις τους νόμους της φύσεως»[36]. Ο Σολωμός, στη συνέχεια, θα ερμηνεύσει ποιητικά τον χαρακτήρα της φυλής, μετουσιώνοντας με την πνοή της μούσας του τον αγώνα των Ελλήνων σε γεγονός πνευματικό και την πατρίδα των Μεσολογγιτών σε μια πατρίδα υπερεθνική και υπερούσια, την πατρίδα του ανθρώπου.

Τελειώνοντας την εισήγησή μου, θα ήθελα να εκφράσω την πίστη μου ότι τον ίδιο δρόμο πρέπει να ακολουθήσει η παιδεία μας, μέσα στους κόλπους της Ενωμένης Ευρώπης, και στους σημερινούς χαλεπούς καιρούς της παγκοσμιοποίησης και της τρομακτικής αξιακής ανακατάταξης και αβεβαιότητας. Αντλώντας από την πλούσια πνευματική μας παράδοση, αλλά και συναδελφωμένη με την τεχνολογία του καιρού μας και τα επιτεύγματα της σύγχρονης σκέψης και επιστήμης, η ελληνική παιδεία, που οι περισσότεροι από μάς υπηρετήσαμε ή υπηρετούμε, καλείται να προσφέρει και πάλι τη συμβολή της, ώστε στον κατεξοχήν σύνθετο κόσμο μας όχι μόνο να επιβιώσουμε, αλλά και να προσφέρουμε κάτι το ουσιαστικό ως ρωμαλέα και αυθύπαρκτη εθνική παρουσία.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι: τι ζητά από μας ο κόσμος, τι ζητά από την ελληνική παιδεία; Αν δούμε τα πράγματα απαλλαγμένα από το πλέγμα της μειονεξίας, που βασανίζει τους Νεοέλληνες, σίγουρα θα δώσουμε την επιβαλλόμενη απάντησηž απάντηση που θα μπορούσε να είναι ο στίχος του Σολωμού:

Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο[37].

 

 

 


[1]  Η ιστορική πείρα πιστοποιεί ότι η απόφαση ενός λαού να θυσιασθεί, προκειμένου να ανακτήσει την ελευθερία του, προέρχεται, κατά κανόνα, από την πίστη σε ανώτερα της ζωής και των υλικών αγαθών ιδεώδη. Θα ήταν οπωσδήποτε παράδοξο να αποφασίσει κάποιος «εν ψυχρώ» τη θυσία της ζωής του, για να υπερασπίσει λ.χ. την κυριότητα της περιουσίας του.

[2]  Για την εκπαίδευση των χρόνων της τουρκοκρατίας βλ. την πολύ εμπεριστατωμένη μονογραφία του Κων/νου Χατζόπουλου, Ελληνικά σχολεία στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας (1453-1821), εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991. Βλ. επίσης Παντελή Κυπριανού, Συγκριτική ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2004, σ. 50 κ.ε.

[3]  G. Finlay, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως (History of the Greek Revolution). Μετάφρ. Αλίκης Γεωργούλη, τόμ. 2, σ. 54.

[4]  Πβ. Σήφη Γ. Κόλλια, Η πνευματική συνείδηση του 1821, Αθήνα 1972, σσ. 31-32.

[5]  Λόγιοι της τουρκοκρατίας, τόμ. Α΄, επιμ. Γ. Κουρνούτου, «Βασική Βιβλιοθήκη» αρ. 4, Αθήναι 1956, σ. 90.

[6]  M. Crusius, Turcograeciae libri octo, Basilae 1854, σ. 216.

[7]  Το αν υπήρχε ή όχι το θρυλικό «Κρυφό Σχολειό» εξετάζεται εξ υπαρχής, με νέα οπτική, στο βιβλίο του Καθηγητή Νικ. Χρονόπουλου, Η αλήθεια για το Κρυφό Σχολειό, εκδ. Πλάτανος, Αθήνα 2002, όπου και όλη η βιβλιογραφία.

[8]  Για τον λόγιο αυτόν, από τους κυριότερους αντίπαλους του Κοραή, βλ. τον τόμο: Ο Κοραής και η εποχή του.  Επιμέλεια Κ. Θ. Δημαρά, «Βασική Βιβλιοθήκη» αρ. 9, Αθήναι 1953, σσ. 37-45.

[9]  Πβ. Σήφη Γ. Κόλλια, ό.π., σ. 42.

[10]  Για το κίνημα αυτό βλ. τις μονογραφίες: α) Κ. Θ. Δημαρά, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Ερμής, Αθήνα 51989. β) Ι. Μ. Χατζηφώτη, Ο Ελληνικός Διαφωτισμός, εκδ. Αλκαίος, Αθήνα 1971. γ) Άλκη Αγγέλου, Των Φώτων. Όψεις του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, Ερμής, Αθήνα 1988. Βλ. επίσης το σχετικό κεφάλαιο στο βιβλίο του Π. Κυπριανού, ό.π., σσ. 66-73 («Ο ξεσηκωμός του ’21 στον αστερισμό του Διαφωτισμού»).

[11]  Πβ. Π. Κυπριανού, ό.π., σ. 65 και 67, όπου η διαπίστωση: «Η αντίληψη για τη γνώση ως φως και ως το κατεξοχήν μέσο εισόδου στον όμιλο των «πολιτισμένων» κρατών διαπερνά τα κείμενα και τις διακηρύξεις της επαναστατικής περιόδου».

[12]  Απ. Βακαλόπουλου, Η οικονομική ανάπτυξη των Ελλήνων επί τουρκοκρατίας, «Νέα Εστία», Χριστούγεννα 1970 (Αφιέρωμα στο Εικοσιένα), σ. 12 κ.ε.

[13]  Ό.π., σσ. 20-21.

[14]  Γ. Τερτσέτη, Άπαντα, τόμ. Γ΄, επιμ. Γ. Βαλέτα, Αθήναι 31967, σ. 254.

[15]  Η Μεγάλη του Γένους Σχολή, συνέχεια της Οικουμενικής Σχολής του Βυζαντίου, είχε ανασυσταθεί από τον δεύτερο χρόνο μετά την Άλωση. Όπως γράφει ο Τρύφων Ευαγγελίδης (Η παιδεία επί Τουρκοκρατίας, τόμ. Α΄, Αθήναι 1936, σσ. XLIII-XLIV), «Εκ της σχολής ταύτης εξήρχοντο οι λόγιοι άνδρες, εξ ων ελαμβάνοντο οι αρχιερείς του δούλου Γένους, οι διδάσκαλοι και οι γραμματικοί του οθωμανικού κράτους, εξ ων πολλοί, μετά την εκ της Σχολής αποφοίτησιν, μετέβαινον εις Ιταλίαν και εις άλλας εσπερίας χώρας προς περαιτέρω ανάπτυξιν και συμπλήρωσιν των σπουδών τους».

[16]  Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Ίκαρος, 1968, σ. 161.

[17]  Για τη μεγάλη αυτή μορφή της νεοελληνικής διανόησης βλ. π.χ. Νεοελληνική Φιλοσοφία, τόμ. Α΄, επιμ. Ε. Π. Παπανούτσου, «Βασική Βιβλιοθήκη» αρ. 35, Αθήνα 21959, σσ. 23-27 και 106-108. Βλ. επίσης G. P. Henderson, Η αναβίωση του ελληνικού στοχασμού, μετάφρ. Φ. Κ. Βώρου, Ακαδημία Αθηνών (Κέντρον Ερεύνης Ελληνικής Φιλοσοφίας), Αθήνα 1977, σ. 110 κ.ε.

[18]  Βλ. γι’ αυτόν τη μονογραφία του Π. Μ. Κιτρομηλίδη, Ιώσηπος Μοισιόδαξ. Οι συντεταγμένες της βαλκανικής σκέψης  του 18ου αιώνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1985.

[19]  Βλ. προπάντων όσα εκτενή γράφει γι’ αυτόν ο Κ. Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ό.π., σσ. 177-243.

[20]  Από την ογκώδη βιβλιογραφία για τον Ρήγα υπενθυμίζω το πάντοτε χρήσιμο βιβλίο του Απ. Β. Δασκαλάκη, Μελέται περί του Ρήγα, Αθήναι 1964, και τον τόμο: Ρήγας. Έρευνα, συναγωγή και μελέτη Λ. Ι. Βρανούση, «Βασική Βιβλιοθήκη», αρ. 10, Αθήναι 1955. Συγκεντρωτική παρουσίαση του έργου του και άλλη βιβλιογραφία βλ. στου Π. Δ. Μαστροδημήτρη, Εισαγωγή στη Νεοελληνική Φιλολογία, εκδ. Δόμος, Αθήνα 51990, σσ. 121-122 και passim.

[21]  Για τον Κοραή –του οποίου τα Άπαντα έχει εκδώσει (σε 4 τόμους) ο Γ. Βαλέτας, την Αλληλογραφία ο Όμιλος Μελέτης του Ελληνικού Διαφωτισμού (σε 6 τόμους), τα Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (σε 3 τόμους)– βλ. Ανδρέου Μάμουκα, Αδαμάντιος Κοραής. Βίος και έργα. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1989. Βλ. επίσης τον τόμο της «Βασικής Βιβλιοθήκης» (αρ. 9), που επιμελήθηκε ο Κ. Θ. Δημαράς, Ο Κοραής και η εποχή του. Πολύ τεκμηριωμένα, ουσιαστικά και νηφάλια είναι όσα γράφει για τον Κοραή και ο G. P. Henderson, ό.π., σσ. 201-221.

[22]  Λεπτομέρειες για τον τρόπο οργάνωσης των σχολείων της τουρκοκρατίας, τα διδασκόμενα μαθήματα, τις διδακτικές μεθόδους κλπ. βλ. στου Κ. Χατζοπούλου, ο.π., σ. 305 κ.ε.

[23]  Ι. Θ. Κακριδή, Αρχαίοι Έλληνες και Έλληνες του Εικοσιένα, Θεσσαλονίκη 1956, σ. 11.

[24]  Για την επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης στην ιδεολογική προετοιμασία του ’21 βλ. πρόχειρα: Χαρίτωνος Κοριζή, Ιδεολογικοί προσανατολισμοί προ της επαναστάσεως του 1821, «Νέα Εστία», Χριστούγεννα 1970 (Αφιέρωμα στο Εικοσιένα), σ. 38 κ.ε.

[25]  Ανωνύμου, Ελληνική Νομαρχία [....]. Εισαγωγή-Επιμέλεια Τάσου Βουρνά, εκδ. Αδελφών Τολίδη, Αθήνα 1982, σ. 172.

[26]  Σύμφωνα με πληροφορία που μας έχει παραδοθεί, ο Αλή Πασάς έλεγε σε φιλικό του περιβάλλον το 1819: «Εσείς οι Έλληνες, μπρε, κάτι μεγάλο έχετε στο κεφάλι σας. Δεν βαφτίζετε πια τα παιδιά σας Γιάννη, Πέτρο, Κώστα, παρά Λεωνίδα, Θεμιστοκλή, Αριστείδη. Σίγουρα κάτι μαγειρεύετε».

[27]  Λεπτομέρειες βλ. στους Κ. Χατζόπουλο (σσ. 412-433) και Π. Κυπριανό (σσ. 57-58).

[28]  Βλ. σχετικά Διον. Α. Ζακυθηνού, Η Τουρκοκρατία, Αθήναι 1957, σ. 77 κ.ε., όπου και βιβλιογραφία.

[29]  Διον. Α. Ζακυθηνού, Υπερεθνικαί αξίαι του Ελληνικού πολιτισμού επί Τουρκοκρατίας, «Νέα Εστία», ό.π., σ. 8.

[30]  Όπως γράφει ο Διον. Ζακυθηνός (ό.π., σ. 10). «Ως και παλαιότερον, ούτω και νυν είχεν επιτευχθεί η οικουμενικότης της ελληνικής παιδείας και ο συγκρητισμός των ροπών του χώρου της καθ’ ημάς Ανατολής υπό την ηγεσίαν της ελληνικής διανοήσεως... Κινούμενοι οι Έλληνες εντός του απεράντου χώρου του τουρκικού κράτους, υποτάσσοντες όλας τα οδυνηράς περιστάσεις της δουλείας, ελαύνοντες προς την τροχιάν των τας δυσκινήτους μάζας των ομοθρήσκων και ομοδούλων λαών, έπλασαν αξίας υπερεθνικάς. Εκ των νέων ιδεών, αι οποίαι απέρρευσαν ιδίως δια των ελληνικών μεταφράσεων των έργων του γαλλικού διαφωτισμού, ολόκληρος η Ανατολή κλονίζεται βαθύτατα και διχάζεται. Ο κλονισμός ούτος είχε ως συνέπειαν τα εθνικιστικά ιδεώδη και κινήματα των λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα οποία ανεκαίνισαν την φυσιογνωμίαν της Ανατολικής Ευρώπης».

[31]  Στον πρόλογο, λ.χ., του βιβλίου «Φυσικής Απάνθισμα» –εγχειριδίου Φυσικής, σε διαλογική μορφή, συνερανισμένου από γαλλικά και γερμανικά συγγράμματα–, γράφει: «Κάθε νουνεχής και φιλόπατρις λυπείται βλέποντας τους δυστυχείς απογόνους των ευκλεεστάτων Αριστοτέλους και Πλάτωνος ή πάντη γεγυμνωμένους από την ιδέαν της φιλοσοφίας ή, αφ’ ου εγήρασαν επικεκυφότες εις μόνα τα σπάνια της ελληνικής διαλέκτου βιβλία, να εκαρποφορήθησαν πολλά ολίγον ή παντελώς».

[32]  Βλ. Ανδρέου Μάμουκα, Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος [...], τόμ. Η΄, εν Αθήναις 1840, σσ. 61-62.

[33]  Δ. Θερειανού, Αδαμάντιος Κοραής, τόμ. Γ΄, Τεργέστη 1890, σσ. 1-2.

[34]  Πβ. Κ. Θ. Δημαρά, Για την πνευματική προϊστορία του Εικοσιένα, «Νέα Εστία», ό.π., σ. 28.

[35]  Πβ. Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, Η περί της παιδείας μέριμνα του αγωνιζομένου έθνους, «Νέα Εστία», ό.π., σ. 42.

[36]  Στοιχεία της Μεταφυσικής παρά Βενιαμίν Λεσβίου, εν Βιέννη της Αούστριας [...], 1820, σ. δ΄.

[37]  Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, σχεδ. Β΄, απ. 41.