Αλίκη ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ
Υπ. Δρ Παν/μίου Αιγαίου
Χρήστος ΓΚΟΒΑΡΗΣ
Λέκτορας Παν/μίου Αιγαίου
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στόχος της παρούσης μελέτης ήταν η διερεύνηση της επίδρασης της διαπολιτισμικής ιδέας στη διδακτική προσέγγιση της ιστορίας στο Λύκειο. Για το σκοπό αυτό ασχοληθήκαμε με τα αναλυτικά προγράμματα της ιστορίας κατά την τελευταία δεκαετία καθώς και το εγχειρίδιο διδασκαλίας της Γ΄ Λυκείου. Από τη σκοπιά της διαπολιτισμικής παιδαγωγικής τα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην προσέγγιση της ιστορίας είναι: η ταυτότητα, ο πολιτισμός κι η κατανόηση του άλλου. Διαπιστώσαμε πως στα αναλυτικά προγράμματα σημειώθηκε, μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990, σχετική πρόοδος για μια κριτική προσέγγιση του αντικειμένου, εντούτοις τα εγχειρίδια της Γ΄ Λυκείου εξακολουθούν να στηρίζονται σε μια παραδοσιακή- εθνοκεντρική αντιμετώπιση της ιστορίας.
SUMMARY
In this essay we discussed the influence
of intercultural idea to the teaching approach of history in greek secondary education. In
particular we examined the curriculum in the last decade and the textbooks of
history for the last class of school. The elements which are related to the
multicultural approach of history are the following: the identity, the culture
and the understanding of others. We reached to the conclusion that in the last
decade there was some progress in the critical approach of this subject, though
the textbook of history for the last class of the school follows a traditional-
ethnocentric thinking in the teaching of history.
Ο σκοπός της εισήγησής μας είναι καταδείξουμε την ανάγκη της σύγχρονης ελληνικής εκπαίδευσης να ανανεώνεταί καθώς ζούμε σε εποχές που οι άνθρωποι μετακινούνται, αλλάζουν τόπο κατοικίας κι έρχονται σε επαφή με άλλους λαούς. Η πρόκληση διαμόρφωσης των αναγκαίων κοινωνικών συνθηκών για την ειρηνική συνύπαρξη των ομάδων στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες έχει ως πρωταρχικό αποδέκτη την εκπαίδευση. Τίθεται το ερώτημα κατά πόσο το ελληνικό σχολείο γενικότερα κι ειδικότερα στο επίπεδο αναλυτικών προγραμμάτων και εγχειριδίων έχει προσανατολιστεί στην πολυπολιτισμικότητα της κοινωνίας. Το μάθημα της ιστορίας στο Λύκειο αποτελεί το πεδίο διερεύνησης του παραπάνω ερωτήματος.
Aσχοληθήκαμε με τα αναλυτικά προγράμματα της ιστορίας στο Λύκειο στην τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα και τέλος τα εγχειρίδια για τη διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας. Βεβαίως επειδή υπάρχουν αρκετά εγχειρίδια κι ειδικά μετά τη μεταρρύθμιση του 1998 με τον νόμο 2525 η εκπαίδευση στο Λύκειο μοιράζεται σε κατευθύνσεις κάποιες από τις οποίες απαιτούν τη διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας ως μάθημα κατεύθυνσης, επιπλέον δε, θεσμοθετείται η διδασκαλία της Ευρωπαϊκής Ιστορίας ως μάθημα επιλογής, αποφασίσαμε να μελετήσουμε τα εγχειρίδια που χρησιμοποιούνται για τη διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας γενικής παιδείας, που αφορά σε όλους τους Έλληνες μαθητές κι όχι μόνο σε εκείνους που θα το επιλέξουν ή θα το διδαχθούν στην κατεύθυνση που επέλεξαν.
Ως προς το θεωρητικό πλαίσιο της παρούσας εργασίας η διαπολιτισμική προσέγγιση της ιστορίας προϋποθέτει την κατανόηση της διαπολιτισμικής ιδέας. Βασικό γνώρισμα της διαπολιτισμικής διάστασης στη διδακτική πράξη είναι η δομική και δομική- υπερβατική διάσταση. Η πρώτη αναφέρεται στη διάχυση πληροφοριών σχετικά με το γίγνεσθαι, ενώ η δεύτερη παραπέμπει στην αναστοχαστική χρήση της επιστημονικής- φιλοσοφικής σκέψης. Ο Borelli υποστηρίζει ότι στόχος της διαπολιτισμικής ιδέας στην πράξη είναι να ορίσουμε τη διαπλοκή των υποκειμένων σε μια διαδικασία κριτικής εξέτασης των όρων νομιμοποίησης της πραγματικότητας και των κατηγοριών της περιγραφής της.(Γκόβαρης Χ., 2001, 85-86)
Από τη σκοπιά λοιπόν της διαπολιτισμικής παιδαγωγικής τα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη διδασκαλία της ιστορίας είναι:
Η ταυτότητα: έχοντας ως αφετηρία τη θέση ότι η ταυτότητα κι ειδικότερα η συλλογική, οριοθετεί, αξιολογεί, αποκλείει ή εντάσσει την ετερότητα διερευνούμε τη σχέση μεταξύ «εθνικού εαυτού» κι «άλλου»και τα ποιοτικά γνωρίσματά της όπως καταγράφονται στις ιστορικές αφηγήσεις. Επιπλέον διερευνούμε το ερώτημα κατά πόσο η διδασκαλία της ιστορίας συμβάλλει στην καλλιέργεια μιας σειράς κοινωνικών ικανοτήτων οι οποίες συνθέτουν την ατομική ταυτότητα.
Ο πολιτισμός: Εξετάζεται το πώς ορίζεται ο πολιτισμός ουσιοκρατικά ή δυναμικά; Στην πρώτη περίπτωση ο πολιτισμός παρουσιάζεται ως συμπαγής κι αναλλοίωτος στον χρόνο συντηρώντας κι αναπαράγοντας μια αντίληψη περί πολιτισμού με μοναδικό σημείο αναφοράς το παρελθόν. Αυτή η αντίληψη έχει συνέπεια να γίνονται τα άτομα μόνο φορείς κι όχι δημιουργοί – υποκείμενα πολιτισμού. Ο δυναμικός ορισμός του πολιτισμού επιτρέπει να τον προσεγγίσουμε ως σύνολο καθορισμένων διαδικασιών και να μετατοπίσουμε το ενδιαφέρον μας στις συνεχείς αλληλεπιδράσεις μεταξύ των πολιτισμών. Ο πολιτισμός μπορεί να αποτελεί έννοια διάκρισης κι ιεράρχησης αν και οι πολιτισμικές διαφορές μοιάζουν να απορρέουν από εθνικές πολιτισμικές αντιλήψεις γεγονός που διαστρεβλώνει τα πράγματα, γιατί συχνά οι διαφορές ξεπηδούν κι από το κοινωνικό status.
Κατανόηση του άλλου: Η διαπολιτισμική συνάντηση δεν μπορεί να ορισθεί ως μια διαδικασία γνωριμίας του «ξένου». Άλλωστε ο «ξένος δεν αποτελεί αντικειμενικό γνώρισμα προσώπων ή πραγμάτων ούτε και συνέπεια εμπειρίας τους «άλλου», αλλά η εκάστοτε ισχύουσα κοινωνική τάξη, η δομή της και το νόημά της προσδιορίζουν και αναδεικνύουν τον «ξένο» ως «φυσικό» μέγεθος. Η κατανόηση του άλλου σημαίνει μια διαδικασία διαλογικού αναστοχασμού της δομής και των περιεχομένων της ταυτότητάς μας. Απαιτείται η ανάπτυξη κοινωνικών ικανοτήτων για να επιτευχθεί. Κι αυτές είναι: ενσυναίσθηση, κριτική στάση απέναντι στους άλλους, ανοχή αντιφάσεων, επικοινωνιακή ικανότητα.(Καϊλα Μ, Καλαβάσης Φ., Πολεμικός Ν., 2002, 411-425)
1. ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ (ΛΥΚΕΙΟ) (1990-2003)
Αν και νομοθετικά δεν έγιναν προσπάθειες για διαπολιτισμική προσέγγιση όλων των μαθημάτων- κι ο νόμος για τη διαπλιτισμική εκπαίδευση του 1996 περιορίζει τον στόχο της στην οργάνωση και λειτουργία σχολικών μονάδων για την παροχή εκπαίδευσης σε νέους με εκπαιδευτικές, κοινωνικές, πολιτιστικές ιδιαιτερότητες-στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, προσπαθήσαμε στη παρούσα εργασία να διαπιστώσουμε αν σημειώθηκε κάποια αλλαγή ως προς τους στόχους, τη μεθοδολογία του μαθήματος της ιστορίας κι αν επηρεάστηκε από τη συζήτηση γύρω από τη διαπολιτισμικότητα.
Τα αναλυτικά προγράμματα κι οι οδηγίες που έχουν δημοσιευθεί για τη διδασκαλία της ιστορίας στη δεκαετία του ΄90 μπορούν να διακριθούν χονδρικά σε δύο κατηγορίες: σε εκείνα που προηγούνται της μεταρρύθμισης του 1998 και σε εκείνα που έπονται. Στα πρώτα διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει σαφής καθορισμός των στόχων για τη διδασκαλία του μαθήματος σε κάθε τάξη του Γυμνασίου και Λυκείου παρά γενικά σκοποθεσία του μαθήματος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ανάμεσα στους σκοπούς κυριαρχεί η καλλιέργεια του πατριωτικού φρονήματος, η εισαγωγή στην ελληνική παράδοση και στα προβλήματα του ελληνισμού, η συνειδητοποίηση της ελληνικής διάρκειας. Βεβαίως γίνεται κι αναφορά στην αναγκαιότητα να ενστερνιστούν οι μαθητές ότι ο ελληνικός πολιτισμός κι ο παγκόσμιος είναι έργο συλλογικής προσπάθειας, τον τρόπο που διαμορφώνεται η ιστορική αλήθεια, να καλλιεργηθεί η επιστημονική συνείδηση κι η ιστορική κρίση- ο στόχος μάλιστα αυτός δεν διατυπώνεται στην στοχοθεσία του μαθήματος, απλώς αναφέρεται ως προσφορά της μελέτης των ιστορικών πηγών που προτείνεται στη μεθοδολογία του μαθήματος. Η έμφαση στον ελληνικό πολιτισμό, στη συνειδητοποίηση της ελληνικής διάρκειας δηλώνει σαφώς μια μονοπολιτισμική προσέγγιση του μαθήματος. Μάλιστα φαίνεται ότι δεν πρόκειται απλώς για διδασκαλία της εθνικής μας ιστορίας, αλλά μιας εθνικιστικής φρονηματιστικής ιστορίας( M. Ρεπούση, 1999,48).Κάτι τέτοιο θεωρείται φυσικό μια και την εποχή εκείνη περίπου ανοίγονται σύνορα κι αυξάνεται σημαντικά ο αριθμός των μεταναστών στη χώρα μας. Άλλωστε ως εκείνη την εποχή η διαπολιτισμική εκπαίδευση απευθύνεται κυρίως σε παλιννοστούντες που αντιμετωπίζονται με επιείκεια από την επίσημη πολιτεία. Ζούμε δε σε περίοδο αναθέρμανσης εθνικισμών στη Βαλκανική. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι στις οδηγίες που δόθηκαν τα έτη 1993-1994 για τη διδασκαλία της ιστορίας στην Α΄ Λυκείου γίνεται η εξής επισήμανση: «εάν οι διδάσκοντες στην Α΄ Λυκείου εκτιμούν ότι με τον προβλεπόμενο διδακτικό χρόνο αδυνατούν να διδάξουν ολόκληρο το διδακτικό βιβλίο, παρακαλούνται να παρακάμπτουν με πολύ συνοπτική παρουσίαση κάποια κεφάλαια ( ανατολικοί λαοί), ώστε να μπορούν να ολοκληρώνουν τη διδασκαλία των τελευταίων κεφαλαίων του βιβλίου(Μακεδονία κι ελληνιστικοί χρόνοι) που έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα για την ιστορική παιδεία των νέων σήμερα».
Ως προς τη μεθοδολογία του μαθήματος μπορεί κανείς να πει ότι στις οδηγίες μέχρι το 1998 προτείνεται μια σχετικά παραδοσιακή προσέγγιση στη διδασκαλία του μαθήματος. Κάτι τέτοιο αποτρέπει ουσιαστικά την καλλιέργεια ιστορικής συνείδησης και την ανάπτυξη της κρίσης που επιδιώκεται με τη διαπολιτιμική εκπαίδευση. Κυριαρχεί η αφήγηση (Οδηγίες για τη διδακτική ύλη στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, 1990-1997, 29-32)ενώ χαρακτηριστικά υπάρχει μόνο μια σημείωση για την αξιοποίηση των ιστορικών πηγών και της εικονογράφησης στις οδηγίες που δίνονται για την ιστορία στο Γυμνάσιο και στην οποία παραπέμπεται κάθε ενδιαφερόμενος εκπαιδευτικός όταν διαβάζει για τη διδασκαλία της ιστορίας στο Λύκειο. Οπωσδήποτε η δευτερεύουσα θέση που δίνεται στην αξιοποίηση των πηγών αντιβαίνει στον στόχο που θέτουν οι συγγραφείς του προγράμματος να ενστερνιστούν οι μαθητές το γεγονός ότι η ιστορία είναι «συναίρεση κι ερμηνεία των ιστορικών πηγών». Για την υποβάθμιση των ιστορικών πηγών και την αξιοποίηση τους μεταφέρουμε τα όσα γράφονται στις προαναφερόμενες οδηγίες: «ούτε οι πηγές που έχει το βιβλίο επαρκούν…ούτε ο σχολικός χρόνος το επιτρέπει…ούτε ο καθηγητής… μπορεί να κάνει κάθε φορά την απαραίτητη για όλα αυτά προετοιμασία..»
Με τη μεταρρύθμιση του 1998 φάνηκε ότι η ιστορία ως διδασκόμενο μάθημα επηρεάστηκε κάπως από την παιδαγωγική συζήτηση που γίνεται στην Ευρώπη. Τούτο διαπιστώνεται από τη διεύρυνση των σκοπών και των στόχων του μαθήματος. Πιο συγκεκριμένα, εκτός από την ανάπτυξη «της ιστορικής σκέψης και της ιστορικής συνείδησης μέσω της επαφής με τα διάφορα ιστορικά, πολιτικά, θρησκευτικά γεγονότα και τις πολιτισμικές, κοινωνικές αξίες των διαφόρων πολιτισμών», επιμέρους στόχος της διδασκαλίας τους μαθήματος τίθεται η διαμόρφωση πνεύματος μετριοπάθειας, ανοχής, σεβασμού στο διαφορετικό. Παράλληλα τίθεται ως στόχος « η οικοδόμηση της πολιτιστικής- εθνικής ταυτότητας των μαθητών, μέσα από τη μελέτη του δικού τους πολιτισμού». Ωστόσο, η αναφορά στη μελέτη του πολιτισμού και η διαμόρφωση εθνικής ταυτότητας, αν και δηλώνεται αόριστα στο κείμενο των αναλυτικών οδηγιών χωρίς να διασαφηνίζεται η ταυτότητα (Οδηγίες για τη διδασκαλία των φιλολογικών μαθημάτων, 1998-1999, 345) στην πράξη φαίνεται να αναφέρεται στην κυρίαρχη εθνότητα στην Ελλάδα. Αυτός ο στόχος ενισχύεται από την παρουσία πολλών άλλων επιμέρους στόχων που αναφέρονται στην γνωριμία με την ελληνική ιστορία, την κατανόηση της πορείας του ελληνισμού με τις εξελίξεις που έλαβαν χώρα σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.
Είναι φανερό όμως ότι πλέον υπάρχει ένα άνοιγμα προς άλλους πολιτισμούς και προς την ανάγκη κατανόησης των άλλων λαών. Τούτο φαίνεται ακόμα από την ανάγκη που επισημαίνεται για κατανόηση της πολυπλοκότητας του σύγχρονου κόσμου με τη συστηματικότερη μελέτη του 20ου αιώνα, αλλά και την βαρύτητα που δίνεται πλέον στην αναγκαιότητα να κατανοήσουν οι μαθητές του Λυκείου το έργο του ιστορικού: την ανάλυση- αξιολόγηση- ερμηνεία των πηγών, την κατανόηση των ιστορικών όρων, την ορθή ανάλυση κι αντίληψη του ιστορικού παρελθόντος. Φυσικά τα παραπάνω ως στόχος υπηρετούν την ανάπτυξη κριτικής σκέψης, κάτι που αποτελεί και σημαντικό στόχο της διαπολιτισμικής προσέγγισης των γνωστικών αντικειμένων.
Αναφορικά με τη μεθοδολογία στα αναλυτικά προγράμματα από το 1998 δίνονται διεξοδικά αρχές της διδασκαλίας του μαθήματος. Πρώτη θέση έχει η αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας, έργο που αναλαμβάνοντας οι μαθητές αποφορτίζονται από συναισθηματισμούς και σταδιακά αρχίσουν να χρησιμοποιούν τη λογική στη καθημερινότητά τους. Δεύτερη μεθοδολογική αρχή σ΄ αυτά τα αναλυτικά προγράμματα , που φανερώνει την επιρροή της συζήτησης γύρω από τη διαπολιτισμικότητα, είναι η ιστορική αλήθεια ως ταυτότητα και ως ετερότητα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται: «Μια από τις επιδιώξεις της διδασκαλίας της ιστορίας είναι επίσης να συμβάλλει στην κατανόηση του άλλου ως διαφορετικού. Η κατανόηση, ωστόσο, της ετερότητας προαπαιτεί ως νοητική πράξη της μετατόπιση του κέντρου ενδιαφέροντος και των αξιών των μαθητών από το εγώ:
· Στις εμπειρίες και στις συγκινήσεις του άλλου
· Στις αξίες του
· Στις σημασίες των πράξεων του
· Στις συνθήκες του
· Στη λογική
· Στον πολιτισμικό κώδικά του.
Η κατανόηση αυτή της αλήθειας προϋποθέτει ότι η ετερότητα ως συνολική πολιτισμική αναφορά τοποθετείται από το διδάσκοντα σε ισοδύναμη κι όχι σε κατώτερη αξιολογική βαθμίδα. Για το σκοπό αυτό οι διδάσκοντες οφείλουν να εθίζουν τους μαθητές:
στην εκτίμηση της προσφοράς των άλλων
στην επίδειξη ενδιαφέροντος από το διαφορετικό
στην αποδοχή της διαφοράς ως δικαιώματος και την αποφυγή αξιολογικών ιεραρχήσεων…»
Η παραπάνω αναφορά δείχνει μια τάση του μαθήματος να ξεφύγει από τον φρονηματιστικό –εθνικιστικό χαρακτήρα του. Ωστόσο φαίνεται ότι εξαρτάται σημαντικά η απαγκίστρωση του μαθήματος από τη συμπεριφορά του διδάσκοντος απέναντι στο μάθημα. Και το ζητούμενο εδώ είναι κατά πόσο μπορεί ο εκπαιδευτικός να εκτιμήσει ο ίδιος τη συνεισφορά του κάθε πολιτισμού στην πανανθρώπινη κοινότητα.
Άλλες αρχές που αναφέρονται έχουν να κάνουν περισσότερο με την κατανόηση της ιστορίας ως επιστήμης, γεγονός που αποκαλύπτει την τάση να διδαχθεί πλέον το έργο του ιστορικού και να υλοποιηθεί έτσι ο κυρίαρχος σκοπός του μαθήματος, η διαμόρφωση ιστορικής σκέψης.(Οδηγίες για τη διδασκαλία των φιλολογικών μαθημάτων, 1998-2003, 351-357)
Συνοψίζοντας μπορεί κάποιος να πει ότι πριν τα μέσα της δεκαετίας, οπότε και δεν γινόταν συστηματικά και νομοθετημένα λόγος για διαπολιτισμική εκπαίδευση, το μάθημα της ιστορίας ακολουθώντας τις παραδοσιακές μεθόδους είχε στόχο τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας. Μετά το 1998 σημαντικότερος στόχος τέθηκε η διαμόρφωση της ιστορικής σκέψης, γι΄ αυτό και χρησιμοποιούνται ποικίλες μέθοδοι στη διδασκαλία του μαθήματος. Δεν έχουμε ωστόσο ξεκάθαρη διαπολιτισμική προσέγγιση του γνωστικού αντικειμένου, έτσι όπως τέθηκε στο θεωρητικό πλαίσιο της εργασίας, κάτι που φαίνεται κι από το περιεχόμενο της διδασκαλίας.
2. Περιεχόμενο της σχολικής ιστορίας στα έτη 1990-2003. Τα σχετικά εγχειρίδια της Γ΄ Λυκείου.
Η διδασκαλία της ιστορίας φαίνεται να προβλημάτισε σημαντικά τους παιδαγωγούς στη δεκαετία του 1990 και τούτο γιατί πολύ συχνά έγιναν αλλαγές στο περιεχόμενό της καθώς και στα εγχειρίδια διδασκαλίας. Ωστόσο εκείνο που διαπιστώθηκε ήταν μια σταθερότητα όσον αφορά στην αρχαία ιστορία για την Α΄ Λυκείου και στη σύγχρονη ιστορία για τη Γ΄ Λυκείου. Μια ακόμη σημαντική επισήμανση είναι ότι παρά τη διαφοροποίηση των στόχων και της μεθοδολογίας του μαθήματος μετά το 1998 εξακολουθεί να χρησιμοποιείται μόνο ένα σχολικό εγχειρίδιο για το εν λόγω μάθημα. Αυτό και μόνο το γεγονός δεσμεύει τον εκπαιδευτικό στο να περιορίζει τον ιστορικό λόγο στα όσα γράφει κάθε φορά το εγχειρίδιο που διδάσκει. Ακόμα κι οι πηγές που αναφέρονται σε αυτό δεν δίνουν την ευκαιρία στον διδάσκοντα να απομακρυνθεί από τη φιλοσοφία του βιβλίου, ιδιαιτέρως αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι η ιστορία στη Β΄ και Γ΄ Λυκείου είναι μάθημα που εξετάζεται πανελλαδικά.
Για την Γ΄ Λυκείου στην οποία επικεντρώθηκε το ενδιαφέρον της παρούσης μελέτης διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα: Καταρχάς το μάθημα της γενικής παιδείας διδάσκεται ακόμη από το βιβλίο που διδασκόταν και πριν το 1998. Πρόκειται για το βιβλίο με τίτλο: «Ιστορία νεότερη και σύγχρονη», Σκουλάτου Β., Δημακόπουλου Ν., Κόνδη Σ.,1990 σε δύο τεύχη. Το α΄ τεύχος αποτελείται από 8 κεφάλαια που αναφέρονται στη νεότερη ιστορία (1789-1909), ενώ το β΄ τεύχος αποτελείται από 11 κεφάλαια που αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα του 20ου αιώνα. Τα 4 από τα 8 κεφάλαια του α΄ τεύχους και τα 6 από τα 11 του β΄ τεύχους αφορούν στην ελληνική ιστορία του 19ου και 20ου αιώνα. Αυτό και μόνο το γεγονός δηλώνει μια προτίμηση προς της διδασκαλία της εθνικής μας ιστορίας. Πριν το 1998 οι οδηγίες που δίνονται προς τους εκπαιδευτικούς παρέχουν την ελευθερία σε αυτούς να ασχοληθούν με τις ενότητες εκείνες που ενδιαφέρουν περισσότερο τους μαθητές. Μάλιστα στην Γ΄ Λυκείου διδάσκεται το Β΄ τεύχος. Στις νεότερες οδηγίες και καθώς το μάθημα είναι πανελλαδικώς εξεταζόμενο οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να διδάξουν τα ακόλουθα κεφάλαια από τα δύο τεύχη:
Κεφάλαιο Δ΄: Η Ελληνική Επανάσταση (Εξωτερική πολιτική του αγώνα)
Κεφάλαιο Ε: Ο Ιωάννης Καποδίστριας Κυβερνήτης της Ελλάδας. Η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας της κεντρικής εξουσίας
Κεφάλαιο ΣΤ΄:Η Ευρώπη κι ο κόσμος στον 19ο αιώνα.
Κεφάλαιο Η’ : Η Ελληνική κοινωνία από το 1833-1909
Κεφάλαιο Κ΄: Η Ελλάδα από το 1909- 1914: πορεία προς τον αστικό μετασχηματισμό και την εδαφική επέκταση.
Κεφάλαιο ΚΑ΄: Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος
Κεφάλαιο ΚΒ΄: Η Ελλάδα από το 1914 ως το 1924: Η κρίση των πολιτικών θεσμών και η διάλυση του οράματος της Μεγάλης Ιδέας.
Κεφάλαιο ΚΔ΄ : Ο κόσμος μεταξύ δύο παγκοσμίων πολέμων.
Κεφάλαιο ΚΣΤ΄: Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος
Κεφάλαιο ΚΖ΄: Η Ελλάδα κατά την περίοδο του 1941-1949
Κεφάλαιο ΚΘ΄: Τα Μεταπολεμικά προβλήματα του Ελληνισμού.
Αναφερθήκαμε διεξοδικά στα κεφάλαια διδασκαλίας για να διαπιστωθεί η έμφαση που δίνεται στην ελληνική ιστορία της σύγχρονης εποχής. Αυτομάτως περιορίζεται η ευκαιρία να γνωρίσουν οι μαθητές γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας και φαίνεται ακόμα να κυριαρχεί ο μονοπολιτισμικός χαρακτήρας στη διδασκαλία του μαθήματος σε μια μάλιστα τάξη που οι μαθητές είναι πλέον ικανοί να κρίνουν, να αξιολογήσουν, να εκτιμήσουν συμπεριφορές. Επιπλέον ας μην ξεχνούμε ότι στόχος της ιστορίας σύμφωνα με το νέο αναλυτικό πρόγραμμα είναι «να γνωρίσουν οι μαθητές τους διάφορους πολιτισμούς…και να εκτιμήσουν τη συνεισφορά αυτών των λαών στον παγκόσμιο πολιτισμό», η επιμονή όμως στην ελληνική ιστορία κι η ανάγκη αποστήθισης για τις πανελλαδικές εξετάσεις ακυρώνουν αυτομάτως τον παραπάνω στόχο. Κάτι ακόμα που μπορεί εύκολα να αντιληφθεί κάποιος είναι η έμφαση που δίνεται στην πολιτική- δευτερευόντως κοινωνική ιστορία -κι ο παραγκωνισμός της τέχνης κι άλλων μορφών ιστορίας. Κι αυτή η επιλογή συνάδει στην ακύρωση του στόχου που προαναφέραμε.
Φυσικά ως προς τη μεθοδολογία του μαθήματος διαπιστώσαμε και στην ανάλυση των οδηγιών πως μετά το 1998 δίνεται έμφαση στην επεξεργασία των πηγών. Εκείνο που διαπιστώνεται είναι ότι στο εγχειρίδιο της Γ΄ Λυκείου υπάρχουν πηγές γραπτές που τεκμηριώνουν περισσότερο τον ιστορικό λόγο του κειμένου και δεν δίνουν τη δυνατότητα για κριτική και συγκριτική αντιμετώπιση των θεμάτων που θίγονται. Εξαίρεση αποτελούν κείμενα, όπως αυτό στη σελίδα 89 του πρώτου τεύχους που αναφέρεται στην άλωση της Τριπολιτσάς και τα εγκλήματα που έγιναν από τη μεριά των Ελλήνων εις βάρος των Τούρκων. Η χρήση αυτών των κειμένων θα ήταν πολύ ωφέλιμη για τους μαθητές ώστε να αποκτήσουν «ανοιχτό», κριτικό πνεύμα.
Τέλος ως προς τον ιστορικό λόγο που διατυπώνει το σχολικό εγχειρίδιο μια απλή έρευνα των επιθέτων που συνοδεύουν τους διαφόρους λαούς αρκεί για να φανεί η μονοπολιτισμική προσέγγιση που επιχειρείται στο μάθημα. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε: (σελ.119, α΄ τεύχος) «αλλόθρησκους» για τους Τούρκους, « η Αγγλία κράτησε «μεροληπτική»στάση απέναντι στην Ελληνική επανάσταση», (σελ 120, α΄ τεύχος) «αγαστή σύμπνοια» των Αυστριακών με τους Τούρκους κλπ. Αντίστοιχα οι ενέργειες των Ελλήνων κρίνονται σχεδόν πάντα με θετικό τρόπο όπως: «το ναυτικό μας, άξιο των παραδόσεων των Ελλήνων στη θάλασσα» (σελ. 255, β΄ τεύχος), «οι Ελληνοκύπριοι, κάτω από την εμπνευσμένη καθοδήγηση του αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Β΄» (σελ.401, Β΄ τεύχος)κλπ. Υπάρχει δηλαδή μια τάση για υποτίμηση κι ανάπτυξη καχυποψίας σχετικά με τους άλλους λαούς, ενώ συνεχώς προβάλλεται το «δίκιο» των Ελλήνων.
Συνοπτικά μπορεί να πει κανείς ότι στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 η συζήτηση για διαπολιτισμική προσέγγιση των γνωστικών αντικειμένων καθώς κι οι ιστοριογραφικές αναζητήσεις των ειδικών επηρέασαν τη διδασκαλία της ιστορίας στο Λύκειο, ώστε να διευρυνθούν οι στόχοι του μαθήματος κι έτσι να δοθεί η ευκαιρία στους μαθητές να γνωρίσουν άλλους πολιτισμούς και λαούς. Αυτό όμως ισχύει θεωρητικά. Δηλαδή υπάρχει πρόοδος στα αναλυτικά προγράμματα του μαθήματος, είναι έντονη όμως η αναντιστοιχία με τα σχολικά εγχειρίδια: εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται κάποια, ενώ και τα νεότερα που έχουν εκδοθεί κινούνται στο ίδιο πνεύμα με τα προηγούμενα. Επιπλέον, η διδακτέα ύλη (και μερικές φορές εξεταστέα) περιορίζεται σε θέματα που αφορούν τον Ελληνισμό από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
1.Γκόβαρης Χ., Εισαγωγή στη διαπολιτισμική εκπαίδευση, εκδ. Ατραπός 2001
2. Δαμανάκης Μ., Διαπολιτισμική εκπαίδευση και αγωγή στην Ελλάδα, Πρακτικά του Ζ΄ Συνεδρίου, Παιδαγωγική επιστήμη στην Ελλάδα και στην Ευρώπη: τάσεις και προοπτικές, 1995
3. Καϊλα Μ., Καλαβάσης Φ., Πολεμικός Ν., Μύθοι, μαθηματικά, πολιτισμοί: αποσιωπημένες σχέσεις στην εκπαίδευση, εκδ. Ατραπός, 2002
4. Οδηγίες για τη διδακτική ύλη στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο,1990
5.Οδηγίες για τη διδασκαλία των φιλολογικών μαθημάτων στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, 1998-2003, ΟΕΔΒ
6.Ρεπούση Μ., Μετά την εθνική ιστορία. Από τον εθνικό μας εαυτό στο ευρωπαϊκό εμείς…για τη διδακτική της ευρωπαϊκής ιστορίας, Σύγχρονη εκπαίδευση 104, 1999
7.ReichH.H., Ευρωπαϊκή και Διαπολιτισμική εκπαίδευση: ένα αταίριαστο ζευγάρι, Πρακτικά Συνεδρίου Ζ΄, Παιδαγωγική επιστήμη στην Ελλάδα και στην Ευρώπη: τάσεις και προοπτικές, 1995
8.ΦΕΚ2413-96/124Α /17-06-96
9. Σκουλάτου Β.-Ν. Δημακοπούλου-Σ. Κόνδη, Ιστορία νεότερη και σύγχρονη, α΄- β΄τεύχος, ΟΕΔΒ 2002.