ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ (1832-2004)

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ

 

 

Δρ. Ελένη ΓΙΟΒΑΝΝΗ

Δ/ντρια Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Κορυδαλλού

 

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
 

Το βιβλίο της Γραμματικής αποτελεί βασικό εργαλείο για την εκμάθηση οποιασδήποτε γλώσσας, αρκεί η διδασκαλία του από μέσο να μη μετατρέπεται σε αυτοσκοπό.

Το περιεχόμενο και η εξέλιξη του βιβλίου της Γραμματικής των Αρχαίων Ελληνικών αποτελεί χρήσιμη γνώση για τον ερευνητή της Ιστορίας της Εκπαίδευσης, γιατί, ενώ αποτελεί φαινομενικά ουδέτερο ιδεολογικό εργαλείο, στην ουσία, με την εκμάθηση των κανόνων, την επανάληψη των παραδειγμάτων και των γραπτών ασκήσεών του υποβάλλει στους μαθητές πνεύμα πειθαρχίας και ένα διαχρονικό κώδικα αξιών του αρχαίου ελληνικού κόσμου.

Η παρούσα έρευνα αποσκοπεί στη διερεύνηση των εκδόσεων και επανεκδόσεων των βιβλίων της Γραμματικής, στην επιλογή των συγγραφέων τους από το Υπουργείο Παιδείας, στις πιθανές πηγές τους και στις μεταξύ τους διαφοροποιήσεις.

 Η μεθοδολογία στηρίζεται σε αρχειακή έρευνα, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ιστορικής μεθόδου.

 

ABSTRACT

 

The book of Grammar is the basic tool of learning any language as long as its teaching does not become an end in itself rather than a means.

The contents and the evolution of the book of Grammar of the Ancient Greek constitutes a useful knowledge for the researcher of the history of education because while it is a seemingly impartial ideological tool, in essence with the thorough learning of its rules the repetition of its examples and its written tests subjects the students to a spirit of discipline and a timeless code of values of the ancient hellenic world.

The research aims at the scrutiny of the editions and republications of the books of Grammar the choosing of the authors by the Ministry of Education, their possible sources and the differentations among them.

The methodology is based on archival research conforming to the demands of the historical method.   

    

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

 

Τα διδακτικά βιβλία της Γραμματικής, βιβλία αναφοράς του μαθήματος των Αρχαίων Ελληνικών επικεντρώνουν  ενδιαφέροντα παιδαγωγικά, πολιτικά, πνευματικά και οικονομικά. Συγκεκριμένα, προσδιορίζουν και καθορίζουν τη διδακτική μεθοδολογία των Αρχαίων Ελληνικών, εφόσον βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση και εξάρτηση από αυτά, απηχούν τις παιδαγωγικές απόψεις και τις επιστημονικές ανησυχίες της εποχής τους, υποδηλώνουν την πολιτική βούληση και απαιτούν –η σύλληψη, η παραγωγή και η διανομή τους– οικονομικό κόστος, που άλλοτε επιβαρύνει τους γονείς και άλλοτε την πολιτεία (Choppin, σ. 3-4).

Η αποτελεσματικότητά τους εξαρτάται από τη σαφήνεια με την οποία είναι διατυπωμένα, ενώ η έκτασή τους, σχηματική και οργανωμένη επιβάλλει συγκεκριμένες επιλογές και ιεραρχία της γνώσης (Γιοβάννη, 2002, σ. 1).

Ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα, στη διάρκεια των δύο αιώνων που εξετάζουμε, διακρίνεται για την αυστηρή συγκεντρωτική οργάνωσή του, εφόσον σχεδόν τα πάντα βρίσκονται κάτω από απόλυτο κρατικό έλεγχο. Μόνιμο χαρακτηριστικό της νεοελληνικής εκπαίδευσης είναι η ομοιομορφία, η μονολιθικότητα, ο θεωρητικός και κλασικιστικός χαρακτήρας των σπουδών τις οποίες παρέχει, έτσι όπως μεταφυτεύτηκε από τη Βαυαρία και ευνοήθηκε από την ελληνική πολιτική και ιδεολογική πραγματικότητα. Κάθε γνώση που δεν είναι φιλολογική υποβιβάζεται, ενώ η ιδεολογία που τη διέπει, εγκλωβίζεται σε ένα πλαίσιο άλλοτε εθνικιστικό και άλλοτε εθνικό. Oι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που ακολούθησαν, δεν κατόρθωσαν να μεταβάλουν το πνεύμα και την ουσία του εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο παραμένει αμετάβλητο.

Για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα το κύριο βάρος της διδασκαλίας, όπως προκύπτει από τη νομοθεσία και τις εγκυκλίους του Υπουργείου Παιδείας, πέφτει στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών, του οποίου η επιτυχία, σε μεγάλο μέρος οφείλεται στην εκμάθηση της Γραμματικής. Πολλά στοιχεία, όπως οι ώρες που αφιερώνονται στη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών, αν και αυξομειώνονται σε πολλά προγράμματα, είναι επουσιώδη, εφόσον δεν αντανακλούν μεταβολή στο πνεύμα και στον προσανατολισμό της εκπαίδευσης, αλλά αφορούν σε όλα τα μαθήματα. Η ελληνική εκπαίδευση, σε όλες τις βαθμίδες διακρίνεται για τον κλασικιστικό της χαρακτήρα, που εστιάζεται στην εθνική ανάγνωση του παρελθόντος. Τα πράγματα αρχίζουν μόλις να διαφοροποιούνται μετά τη μεταπολίτευση.

 

1.ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

 

Η παρούσα έρευνα και η μελέτη των βιβλίων της Γραμματικής αποσκοπούν στη διερεύνηση των ένδηλων και άδηλων στόχων, που καθόρισαν τη συγκεκριμένη επιλογή των διδακτικών βιβλίων, το περιεχόμενό τους, τους κανόνες και τα παραδείγματα τα οποία εμπεριέχονται σ’ αυτά και την επίδραση που άσκησαν έμμεσα στη διάπλαση της εθνικής και ηθικής φυσιογνωμίας του πολίτη του ελληνικού κράτους στη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων.    

Θα ασχοληθούμε με την ιστορία του βιβλίου της Γραματικής, τη συχνότητα με την οποία αυτό επανεκδίδεται, τη φιλοσοφία του, τους προτιμώμενους συγγραφείς και το περιεχόμενό του, από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους έως σήμερα.

 

2. ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ

 

Η γραμματική ως τέχνη ή επιστήμη είναι ο κλάδος της επιστημονικής φιλολογικής έρευνας που εξετάζει την αρχή, την ουσία, τις μορφές της γλώσσας, τους νόμους και τους κανόνες που τη διέπουν. Η εφαρμογή όλων αυτών οδηγεί στην ορθή προφορική και γραπτή χρήση της γλώσσας (Μπαμπινιώτης, σ. 178). Διαιρείται σε δύο μεγάλα μέρη, την κυρίως γραμματική και το συντακτικό. Το πρώτο μέρος, με το οποίο θα ασχοληθούμε, υποδιαιρείται πάλι σε τμήματα, το φθογγολογικό, το τυπικό και το ετυμολογικό. Η ορολογία αυτή δεν είναι σε χρήση το 19ο αιώνα. Ισοδύναμα με τον όρο γραμματική χρησιμοποιείται ο γενικός όρος τυπολογικόν, ενώ οι λοιποί όροι άλλοτε δεν προσδιορίζονται και άλλοτε αναφέρονται αόριστα ως είδη λέξεων ή μέρη του λόγου και παραγωγή λέξεων. 

Ο όρος γραμματική, αν και είναι παλαιός, δεν είχε αρχικά την ίδια σημασία που έχει σήμερα. Οι αρχαίοι Έλληνες πριν από το 2ο π.Χ. δεν είχαν γραμματική της γλώσσας τους όπως  την εννοούμε σήμερα., αλλά περιορίζονταν στη διδασκαλία της ρητορικής και τη διαλεκτική της άποψη, χωρίς να έχουν σύστημα γραμματικών τύπων και γραμματικής ορολογίας. Όσα στοιχεία και φαινόμενα αφορούν στη γλώσσα, κρίθηκαν ως καθαρώς θεωρητικά και για αιώνες περιήλθαν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της φιλοσοφικής έρευνας.

Το πρόβλημα της διάκρισης φύσει ή θέσει της γλώσσας ήταν δεσπόζον σε μεγάλο τμήμα της ελληνικής φιλοσοφίας. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι οι πυθαγόρειοι πρώτοι έθεσαν ως βάση της έρευνάς τους την αντίληψη ότι η γλώσσα είναι δεδομένη φύσει. Αντίθετα, οι σοφιστές στο πλαίσιο της καλλιέπειας του λόγου ασχολούνται με τη γλώσσα και ο Πρωταγόρας ο Αβδηρίτης, ο οποίος θεωρείται και ο αρχηγέτης της γραμματικής έρευνας, στο σύγγραμμά του Περί ορθότητος των ονομάτων ή Περί ορθοεπείας, που έχει χαθεί, καθόρισε τα γένη των ονομάτων σε τρία άρρενα, θήλεα και σκεύη, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η γλώσσα δημιουργήθηκε με ανθρώπινη σύμβαση, άρα είναι θέσει.

Ο Πλάτων ασχολήθηκε με το γλωσσικό θέμα εκτενώς στους διαλόγους του, κυρίως, στον Κρατύλο, Θεαίτητο, Ευθύδημο και Σοφιστή. Στον Κρατύλο επιχειρηματολογεί υπέρ της άποψης ότι η γλώσσα είναι φύσει, αν και στο τέλος ασπάζεται τη μέση λύση.

 Ο Αριστοτέλης, γνώριζε τα γλωσσικά προβλήματα, αλλά δεν ασχολήθηκε με την ακριβέστερη διατύπωση ούτε των εννοιών ούτε των όρων. Πάντως και αυτός δέχεται τη σύμβαση, γιατί διαφορετικά, ισχυρίζεται, όλοι οι άνθρωποι θα μίλαγαν την ίδια γλώσσα (Σταβέλας, σ. 60). Βέβαια, όπως είναι αναμενόμενο, η κατηγορική διεκπεραίωση της Γραμματικής έλκει την προέλευσή της από τις κατηγορίες του Αριστοτέλη (Αριστοτέλους, Κατηγορίαι, 7a15-7b36).

Η γλωσσική παρατήρηση αποτελούσε για τους Αλεξανδρινούς προσφιλές θέμα. Από τη σχολή τους βγήκαν εργασίες για τη συστηματική κατανόηση της γλώσσας, που με τη σειρά τους έφερναν μαζί τους φυσικά στωική, περιπατιτική καθώς και παλιότερη κληρονομιά (Lesκy, σ. 1080-1081). Στη σχολή της Αλεξάνδρειας ανήκει ο θεμελιωτής της σημερινής Γραμματικής, ο Διονύσιος ο Θραξ. Το 2ο π.Χ. αιώνα, έγραψε το πρώτο βιβλίο Γραμματικής με τίτλο Τέχνη Γραμματική το φθογγολογικόν και το τυπικόν της Γραμματικής της ελληνικής γλώσσης. Πρόκειται για ένα σύστημα γραμματικής όχι πλήρες αλλά σαφές και εποπτικό, για ένα σκελετό από υποδιαιρέσεις, ορισμούς και απαριθμήσεις, κατάλληλο για διδακτική χρήση. Το βιβλίο αυτό, που για πρώτη φορά καταπιάνεται με θέματα, τα οποία έως τότε πραγματευόταν αποκλειστικά η φιλοσοφία, άσκησε καθοριστική επίδραση στη διαμόρφωση των Γραμματικών του Δυτικού κόσμου.

Οι μεταγενέστεροι τεχνικοί, όπως ο Τρύφων, ο Απολλώνιος ο Δύσκολος –με το έργο του Περί συντάξεως των του λόγου μερών έγινε ο ιδρυτής της σύνταξης (Πάπυρος-Λαρούς, 1964, σ. 265)– και ο Ηρωδιανός πρόσθεσαν δικό τους υλικό και παρατηρήσεις χωρίς να επιφέρουν ουσιαστική βελτίωση.  

 Με τους σχολιαστές του Διονυσίου και, κυρίως, με τον Χοιροβοσκό, η γραμματική τέχνη, με μικρές βελτιώσεις καθιερώθηκε στην παράδοση ως σχολικό εγχειρίδιο, και συνδέθηκε η διδασκαλία του με τη διδασκαλία της ρητορικής, κλάδο του μαθήματος των Αρχαίων Ελληνικών. Κατά τη βυζαντινή εποχή, με τις επεξεργασίες των Μ. Μοσχόπουλου και Μ. Χρυσολωρά, και αργότερα των Θ, Γαζή και Λασκάρεως το εγχειρίδιο αυτό εισήλθε θριαμβευτικά στη Δύση και συνέχισε την πορεία του στην εκπαίδευση όλων των κρατών του κόσμου.

 

2. 1. ΕΚΔΟΣΕΙΣ

 

Στον ελληνικό χώρο, ο κόσμος του βιβλίου κυριαρχείται από επανεκδόσεις, οι οποίες με τον όγκο τους αποτελούν επαρκή δείκτη της κοινωνικής και ιδεολογικής αναπαραγωγής και επιτρέπουν να καταφανούν, εναργέστερα, η σταθερότητα και η συνέχεια, που διέπουν τις εκπαιδευτικές διαδικασίες.

Οι εκδόσεις και επανεκδόσεις, οι θεματικές ανακυκλώσεις, η μονιμότητα των γνωστικών αντικειμένων, που χρησιμοποιούνται στην υπό εξέταση περίοδο, η επανάληψη των ιδεών και των γνώσεων, καθώς και οι αλλαγές που επιχειρήθηκαν, αποτελούν έναν καλό δείκτη της κοινωνικής και ιδεολογικής αναπαραγωγής και, συνάμα, φανερώνουν μια κοινωνία η οποία, ακόμη κι όταν επιχειρεί να καινοτομήσει, βρίσκεται δεσμευμένη με την παραδοσιακότητά της (Ηλιού, σ. κα΄).

Γι’ αυτούς τους λόγους, κρίθηκε σκόπιμο στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας, να γίνει μια πρώτη καταγραφή των βιβλίων της Γραμματικής, που χρησιμοποιήθηκαν με στόχο να αποτυπωθεί η εκπαιδευτική πραγματικότητα της υπό εξέταση περιόδου.

Η περιγραφή του τίτλου και της σελίδας τίτλου ακολουθείται από την αναλυτική περιγραφή των περιεχομένων με τους όρους που χρησιμοποίησαν οι συγγραφείς, οι εκδότες και οι τυπογράφοι. Κατά το 19ο αιώνα, επισημαίνονται μότο και αφιερώσεις που, αν και σπάνια, συνοδεύουν τον τίτλο ή βρίσκονται στις πρώτες σελίδες των βιβλίων. Οι αναφορές τους σε συγκεκριμένα θέματα και οι παραλληλίες τους, καθώς και οι αναφορές σε προσωπικότητες της εποχής δηλώνουν τα αξιακά πρότυπα και τους καθοδηγητικούς κανόνες, που θέλησαν να προβάλουν και να ενισχύσουν οι συγγραφείς στο ειδικό κοινό τους, που ήταν έτοιμο να λάβει τα μηνύματα για να ενισχύσει τις βεβαιότητές του (Ηλιού, σ. ι΄).

Στο σημείο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι ορθογραφικά λάθη, εσφαλμένη στίξη και  ασυνταξίες εμφανίζονται αρκετές φορές στους τίτλους, στα περιεχόμενα και στα κείμενα, που οφείλονται σε αντιγραφικές ή τυπογραφικές αβλεψίες. Είναι γεγονός ότι οι τυπογράφοι, σε πολλές περιπτώσεις, δεν είχαν την ανάλογη κατάρτιση. Ακόμη, φιλότιμοι συγγραφείς ή απρόσεχτοι επιμελητές στην προσπάθειά τους να διορθώσουν τα κείμενα, όπως φαίνεται από τις ενδείξεις των εκδόσεων, την τελευταία στιγμή, μπερδεύουν τη σελιδοποίηση, αφήνουν κενές σελίδες ή διπλά τυπωμένες, ενώ από πολλές εκδόσεις λείπουν σελίδες ή ολόκληρα τυπογραφικά. Τέλος, καταγράφηκαν οι σελίδες, όπως παρουσιάζονται στα βιβλία, χωρίς να υπολογιστούν τα εξώφυλλα, όπου υπήρχαν, γιατί παρά την εμφάνιση των εξώφυλλων, η συνήθεια να κυκλοφορούν τα βιβλία με περίβλημα από χοντρό χαρτί, χωρίς αναγραφή του τίτλου –ο τίτλος αναγράφεται, συνήθως, στην πρώτη σελίδα του βιβλίου–  σε ορδινάρικο δέσιμο είναι γενικευμένη έως το τέλος του 19ου αιώνα. (Ηλιού, σ. ιγ).

Ο αριθμός κυκλοφορίας των αντιτύπων τις περισσότερες φορές, κατά το 19ο αιώνα, δεν δηλώνεται. Από τον Φ. Ηλιού (σ. λδ΄-λε΄) πληροφορούμεθα ότι τα πεντακόσια αντίτυπα αποτελούν συνηθισμένο ύψος για εκδόσεις που προορίζονται για περιορισμένο κύκλο αναγνωστών. Η μεγάλη διαφορά από τα τυπογραφεία της Βιέννης –τυπώνουν έως και είκοσι χιλιάδες αντίτυπα, όταν πρόκειται για σχολικά βιβλία– οφείλεται στη μεγάλη αγορά που έχει να εξυπηρετήσει.. Αντίθετα, τον 20ό αιώνα, και, κυρίως, όταν τα βιβλία διανέμονται δωρεάν στους μαθητές και ο πρώτος κύκλος της Μέσης Εκπαίδευσης γίνεται υποχρεωτικός, η κυκλοφορία τους δεν μπορεί να ελεγχθεί παρά δειγματοληπτικά. Ο μέσος όρος μπορεί να προσδιοριστεί σε 150 με 160 χιλιάδες αντίτυπα ετησίως.

 

 2.2. ΤΑ ΔΙΔΑΚΤΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ

 

Όλο το 19ο αιώνα, κυκλοφορούν παράλληλα με τα επίσημα διδακτικά βιβλία και κλεψίτυπα ή ξανατυπωμένα στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, γεγονός που αναγκάζει το Υπουργείο Παιδείας να στείλει εγκύκλιο στους Σχολάρχες και τους Γυμνασιάρχες, με την οποία τους εφιστά την προσοχή στη χρήση γνησίων αντιτύπων, ενώ παράλληλα παρακαλεί τους εκδότες να θέτουν γνωρίσματα της γνησιότητας των εκδόσεών τους, τα οποία να αναγνωρίζει το Υπουργείο και οι μαθητές (Παρίσης, σ. 360-361). Συγκεκριμένα, στις 22 Ιουνίου 1882, ο Βασιλιάς Γεώργιος με το νόμο ΑΜΒ΄, Περί των διδακτικών βιβλίων της Μέσης και κατωτέρας εκπαιδεύσεως, ορίζει ότι τόσο στα δημόσια όσο και στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια θα διδάσκονται μόνον τα βιβλία που εγκρίνει, μετά από διαγωνισμό, το Υπουργείο της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως. Ο διαγωνισμός θα διεξάγεται κάθε τέσσερα χρόνια και η επιτροπή, αφού θα τα ελέγχει από επιστημονική άποψη, θα ορίζει και την τιμή τους. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η τιμή ανά τυπογραφικό φύλλο ορίζεται σε 12 λεπτά για τα βιβλία του Ελληνικού Σχολείου και σε 20 λεπτά γι’ αυτά του Γυμνασίου (Παρίσης, σ. 425-426). Συγκεκριμένα, η τιμή των Γραμματικών κυμαίνεται από 3.50 έως 7 δραχμές, κατά το 19ο αιώνα, ποσό δυσβάσταχτο για τους γονείς των μαθητών που το επωμίζονται  (Γιοβάννη-Σιαφαρή, 2002, σ. 142).

Στο ελληνικό κράτος, όλο το 19ο και τον 20ό αιώνα, κυκλοφορούν πολλά βιβλία Γραμματικής διαφόρων συγγραφέων, άλλοτε επίσημα με την έγκριση του αρμόδιου Υπουργείου και άλλοτε ανεπίσημα, όπως προκύπτει από τα σωζόμενα αντίτυπα. Από αυτά τέσσερα γνώρισαν τη μεγαλύτερη εκδοτική επιτυχία και χρησιμοποιήθηκαν στα σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης. Πρόκειται για τα βιβλία των Γ. Γενναδίου, Κ. Κούμα, Α. Τζαρτζάνου και Μ. Οικονόμου.

Στο ελεύθερο ελληνικό κράτος και συγκεκριμένα στην Αίγινα, κυκλοφορεί, το 1832, από την Εθνική Τυπογραφία ο πρώτος τόμος και μόνος της Γραμματικής του Γ. Γενναδίου, βιβλίο μεθοδικό, ευανάγνωστο, με πίνακες παραδειγμάτων, που διευκολύνουν την εκμάθηση των κανόνων και των τύπων. Σ’ αυτά τα προτερήματα οφείλει τη μεγάλη εκδοτική της επιτυχία. Ο Γεννάδιος σ’ αυτή την έκδοση μόνον δηλώνει ότι πρόκειται για μετάφραση από την αντίστοιχη γερμανική του Ι. Χρ. Λουδοβ. Σχαπφίου. Η αρχική Προκήρυξις για την επικείμενη έκδοση του βιβλίου, με χρονολογία Εν Αιγίνη την 22 Απριλίου 1830, δημοσιεύτηκε στην Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος, (αριθ. φύλλ. 37, 14 Μαΐου 1830) και περιλαμβάνει πρόσκληση για εγγραφή συνδρομητών, η οποία αναφέρει τα εξής: Είμαι πένης, και δεν δύναμαι δι’ εξόδων μου να τυπώσω. Επικαλούμαι λοιπόν την συνδρομήν των ομογενών μου. Μια μεταγενέστερη Είδησις Βιβλιογραφική χρονολογημένη την 8 Οκτωβρίου 1830, εν Αιγίνη, καθησυχάζει τους συνδρομητές για την καθυστέρηση της έκδοσης, η οποία δικαιολογείται από την καθυστέρηση της άφιξης νέων τυπογραφικών στοιχείων, που είχαν παραγγελθεί στο Παρίσι από την Εθνική Τυπογραφία. Η αντικαποδιστριακή, όμως, στάση του Γ. Γενναδίου και οι πολιτικές ανωμαλίες της ύστερης καποδιστριακής περιόδου καθυστέρησαν για δύο ακόμη χρόνια την έκδοση. Όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, το 1832, ο κατάλογος των συνδρομητών παραλείφτηκε (Ηλιού, 1999, σ. 77-178). Η Κυβέρνηση, το 1838, την εγκρίνει Προς χρήσιν όλων των Ελληνικών Σχολείων του Κράτους και την έκδοσή της αναλαμβάνει ο Α. Κορομηλάς (Γιοβάννη-Σιαφαρή, 2002, σ. 191 κ.ε. και Αντωνίου, 2004, σ. 497 κ. ε.). Έκτοτε, επανεκδίδεται συνεχώς από διάφορους εκδότες έως το τέλος σχεδόν του 19ου αιώνα.

Δεύτερη στην προτίμηση του αγοραστικού κοινού έρχεται η Γραμματική του Κ. Μ. Κούμα, βιβλίο πολυσέλιδο και λεπτομερειακό. Για πρώτη φορά στην Ελλάδα εκδίδεται σε δεύτερη έκδοση από τον Α. Κορομηλά  το 1840, ενώ η τελευταία έκδοσή του διασκευασμένη από τον Γ. Παπασλιώτη εντοπίζεται, το 1856, στην τιμή των 7 δραχμών.

 Τον 20ό αιώνα και συγκεκριμένα το 1931, από τον εκδοτικό οίκο Κολλάρου κυκλοφορεί η Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσης και το Συντακτικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης του Αχιλλέα Τζαρτζάνου σε 8ο σχήμα.

Όπως προκύπτει από την έρευνα, το 1937, σε αντίτυπο που βρήκαμε στην Εθνική Βιβλιοθήκη, χωρίς προμετωπίδα, το βιβλίο κυκλοφορεί σε 7η έκδοση Προς χρήσιν των μαθητών του Γυμνασίου, από τον Οργανισμό Εκδόσεων Σχολικών Βιβλίων, που ιδρύεται την ίδια χρονιά, ενώ η τελευταία έκδοσή του, η 23η,  επισημαίνεται το 1976. Προορίζεται για τις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου.

Το εγχειρίδιο αυτό από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 έως πολύ πρόσφατα, είχε τη σταθερή προτίμηση καθηγητών και μαθητών, γιατί χαρακτηρίζεται από την επιθυμητή πληρότητα ως προς το περιεχόμενο, από την απλότητα, την ακρίβεια και τη σαφήνεια στη διατύπωση των κανόνων, από τη μεθοδικότητα στη διάταξη της ύλης, από τη σωστή επιλογή των χρηστικών παραδειγμάτων και των ασκήσεων, των οποίων οι φράσεις σχετίζονται νοηματικά μεταξύ τους ή αναφέρονται σε έναν ορισμένο κύκλο παραστάσεων (Νάκας, σ. 166).

Το βιβλίο αυτό αντικαταστάθηκε μετά τη μεταπολίτευση και συγκεκριμένα μετά την επίσημη καθιέρωση της δημοτικής και τη διδασκαλία από το πρωτότυπο των Αρχαίων Ελληνικών στο Λύκειο, από τη Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής του Μ. Χ. Οικονόμου, συνοπτικότερη έκδοση της μεγάλης Γραμματικής του, γραμμένη στη Δημοτική. 

 

2.3. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ

 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το περιεχόμενο των βιβλίων της Γραμματικής και η διάταξη της ύλης. 

Η Γραμματική του Γ. Γενναδίου κυκλοφορεί σε ένα βιβλίον και μόνον το οποίο φέρει την ένδειξη Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσης Υπό Γ. Γενναδίου Κατά διαταγήν της Κυβερνήσεως Μέρος Α Τεχνολογικόν και αποτελείται από 162 σελίδες.

Το βιβλίο περιλαμβάνει τα εξής μέρη: Εισαγωγή, Είδη λέξεων ή μέρη του λόγου και Παραγωγή λέξεων. Στην Εισαγωγή οριοθετούνται οι έννοιες της γλώσσας, των γραμμάτων και της Γραμματικής, ενώ γίνεται μια σύντομη αναφορά στις ελληνικές διαλέκτους. Τελειώνοντας τη σύντομη εισαγωγή του ο Γ. Γεννάδιος εκφράζει τις απόψεις του για την ελληνική γλώσσα και δίνει έναν σύντομο ορισμό της Γραμματικής.  Αναφέρει χαρακτηριστικά: Η γλώσσα, την οποίαν ημείς την σήμερον λαλούμεν είνε αυτή των αρχαιοτέρων η κοινή διάλεκτος, έχουσα περισσοτέρους αιολισμούς και δωρισμούς, και δι’ αυτό ονομασθείσα από τινας Αιολοδωρική. Αλλά παρά τους αιολοδωρισμούς εισέφρησαν εις αυτήν και πλήθος βαρβαρισμών από την σύμμιξιν διαφόρων βαρβάρων προς τους Έλληνας. Διό και την ωνόμαζον πρότερον βαρβαροσόλοικον, μιξοβάρβαρον, γραικοβάρβαρον. Ο δε κοινός λαός την ωνόμαζε και την ονομάζει Ρωμαϊκήν, διότι και εαυτούς ονομάζουσι Ρωμαίους. Οι φραγκίζοντες όμως λόγιοι ονομάζουσι το έθνος Γραικούς, και την γλώσσαν Γραικικήν.

Η τέχνη, ήτις εξετάζει τον προφορικόν λόγον, λέγεται Γραμματική. Ταύτης δε μέρη είνε δύο· τεχνολογικόν, το οποίον διδάσκει πώς γράφονται και πώς σχηματίζονται αι λέξεις¨και συντακτικόν, το οποίον διδάσκει πώς συντάσσονται αι λέξεις, διά να απαρτίσωσι πρότασιν.

 Στα Είδη λέξεων ή μέρη του λόγου δίνονται συνοπτικοί και εύληπτοι κανόνες, παραδείγματα και υποδείγματα κλίσεως, για τα κλιτά μέρη του λόγου. Γίνεται αναφορά στα εξής: Άρθρο, Α΄, Β΄ και Γ΄ κλίση, Επίθετα, Αριθμητικά, Αντωνυμίες, Ρήμα, Μόρια, Προθέσεις, Επιρρήματα, Σύνδεσμοι και Επιφώνημα. Τέλος στην Παραγωγή Λέξεων γίνεται αναφορά στα σημαντικότερα ετυμολογικά φαινόμενα. Στο σημείο αυτό αξίζει να παρατηρήσουμε ότι το στήσιμο του βιβλίου μοιάζει με αυτό της Γραμματικής του Α. Τζαρτζάνου, ενώ τα παραδείγματα έχουν χαρακτήρα εθνικό και ηθικό.

Η Γραμματική του Κ. Κούμα κυκλοφορεί σε έναν τόμο, που φέρει την ένδειξη Γραμματική διά Σχολεία υπό Κ. Μ. Κούμα. και αποτελείται από 563 σελίδες.

Το βιβλίο περιλαμβάνει επτά βιβλία και τρία επίμετρα. Στη σ. 3χ.α. και σε τυπογραφικό καλλωπιστικό πλαίσιο βρίσκεται αφιέρωση στο βασιλιά Τω Μεγαλειοτάτω βασιλεί Όθωνι τω Α΄ κτ.λ. κτ.λ. κτ.λ., ενώ λεπτομερώς η αφιέρωση στο βασιλιά βρίσκεται στις σ. θ΄- λβ΄. Ακολουθούν τα Προλεγόμενα Προς την Ελένην Κ. Καταζονήν σ. λγ΄-λθ΄ και ο Πίναξ των Κεφαλαίων. Το Α΄ βιβλίο περιλαμβάνει τη Γραμματική των Πεζογράφων. Σε γενικές γραμμές αναφέρονται οι Τύποι των οκτώ μερών του λόγου που είναι τα εξής: Άρθρο, Όνομα, Αριθμητικά άκλιτα, Αντωνυμίες, Ρήμα, Προθέσεις, Επιρρήματα και Σύνδεσμοι. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Κ. Κούμας χωρίζει τα ονόματα σε πέντε κλίσεις. Το Β΄ βιβλίο αναφέρεται στην Ακριβεστέρα εξήγησι των προεκτεθειμένων, το Γ΄ βιβλίο στο Ετυμολογικό και το Δ΄ Περί συντάξεως περιλαμβάνει τη σύνταξη όλων των μερών του λόγου με τη σειρά που εμφανίζονται στη Γραμματική.  Ακολουθεί η Γραμματική των Ποιητών και των διαλέκτων που περιλαμβάνει τρία βιβλία. Στο Α΄ βιβλίο περιέχονται Τύποι των μερών του λόγου κατά τας διαλέκτους και τους ποιητάς. Στο Β΄ βιβλίο περιέχονται τα Περί Προσωδίας και το Γ΄ Εισαγωγή εις την ποιητικήν. Ακολουθούν τρία επίμετρα. Το Α΄. Προσθήκαι τινές εις την Γραμματικήν, το Β΄. Περί σχημάτων, το Γ΄. Περί των Αττικών μηνών και της διαιρέσεως αυτών καθώς και τη Χρήση του αλφαβήτου αντί αριθμητικών χαρακτήρων.

Παρόλο που το βιβλίο είναι πολυσέλιδο, δύσκολο και λεπτομερειακό, γνώρισε εκδοτική επιτυχία, αν και το Υπουργείο Δημοσίου Εκπαιδεύσεως εγκρίνει του Γ. Γενναδίου. Ο λόγος είναι ότι οι Χρηστομάθειες, τα διδακτικά βιβλία των Αρχαίων Ελληνικών του Α. Ρ. Ραγκαβή παραπέμπουν σ’ αυτή.

Και τα δύο βιβλία της Γραμματικής που παρουσιάσαμε, περιλαμβάνουν παραδείγματα ηθικά και εθνικά τα οποία ενισχύουν τη φιλοσοφία και το πνεύμα του βιβλίου των Αρχαίων Ελληνικών που υποστηρίζουν.

Η Γραμματική του Α. Τζατζάνου κυκλοφορεί σε έναν τόμο, που φέρει την ένδειξη Αχιλλέως Α. Τζαρτζάνου Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης διά τας κατωτέρας τάξεις των Γυμνασίων και αποτελείται από 190 σελίδες.

Το βιβλίο περιλαμβάνει τρία μέρη: το φθογγολογικό, το τυπολογικό και το ετυμολογικό. Και τα τρία μέρη περιλαμβάνουν συνοπτικούς κανόνες, παραδείγματα που λειτουργούν συνδυαστικά και συμπληρωματικά με τις ιδέες και αξίες των βιβλίων των Αρχαίων Ελληνικών.

Η Γραμματική του Μ. Οικονόμου κυκλοφορεί σε έναν τόμο, που φέρει την ένδειξη Μιχ. Χ. Οικονόμου, Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, Α΄ Λυκείου και αποτελείται από 333 σελίδες.

Το βιβλίο περιλαμβάνει την Εισαγωγή, που στη σύλληψή της θυμίζει την αντίστοιχη Εισαγωγή της Γραμματικής του Γ. Γενναδίου, και τρία μέρη φθογγολογικό, τυπολογικό και ετυμολογικό. Οι κανόνες της γραμμένοι στη δημοτική, αν και πιο λεπτομερείς, είναι εύληπτοι και πιο κατανοητοί από τους αντίστοιχους του Τζαρτζάνου. Όμως, οι πίνακες που αφορούν στα παραδείγματα κλίσεως των ρημάτων υστερούν, με αποτέλεσμα πολλοί καθηγητές να χρησιμοποιούν ακόμη τους πίνακες της Γραμματικής του Τζαρτζάνου, τους οποίους διανέμουν σε φωτοτυπίες στους μαθητές τους είτε γιατί τους έχουν συνηθίσει είτε γιατί τους θεωρούν αποδοτικότερους.

 

ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ

 

Τα βιβλία της Γραμματικής, στη διάρκεια της περιόδου που εξετάζουμε, θεωρούνται απαραίτητα βιβλία αναφοράς  για τη διδασκαλία του μαθήματος των Αρχαίων Ελληνικών και αναντικατάστατα για όποιον επιθυμεί να μελετήσει σοβαρά τη γλώσσα, παρά τις όποιες προσπάθειες να συμπεριληφθούν σε όλα σχεδόν τα  βιβλία των Αρχαίων Ελληνικών τα σημαντικότερα γραμματικά φαινόμενα συνοπτικά και εύληπτα.

Πιο ολοκληρωμένη, από την άποψη ότι περιλαμβάνει όλη τη Γραμματική των Πεζογράφων και των ποιητών, καθώς και στοιχεία Συντακτικού θεωρείται η Γραμματική του Κ. Κούμα, παρόλο που είναι προσκολλημένη στην παράδοση, όπως προκύπτει από τα οκτώ μέρη του λόγου και τις πέντε κλίσεις των ουσιαστικών που υιοθετεί.  

Πρότυπο για τη συγγραφή των μεταγενέστερων βιβλίων αποτέλεσε η Γραμματική του Γενναδίου, γιατί ήταν ευσύνοπτη, εύληπτη και πρωτοπορειακή.

Τέλος, από ιδεολογική άποψη η Γραμματική με την επανάληψη των παραδειγμάτων, τις γραπτές ασκήσεις και την εκμάθηση των κανόνων, που επιβάλλει, υποβάλλει στους μαθητές πνεύμα πειθαρχίας και ένα σύστημα αξιών του αρχαίου ελληνικού κόσμου, χωρίς να δημιουργεί αντιδράσεις, εφόσον θεωρείται το μέσο για τη σωστή εκμάθηση της γλώσσας.

    

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ Α. (μτφρ.) ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ Γ. (επιμ.) (2001), «Γραμματική »,  Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ.19, σ. 177-185.

ΑΝΤΩΝΙΟΥ Δ. (1987, 1988, 1989), Τα προγράμματα της Μέσης Εκπαίδευσης, τόμ. 1-3, ΓΓΝΓ, Αθήνα.

ΑΝΤΩΝΙΟΥ Δ. (1992), Οι Απαρχές του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού στο Νεοελληνικό Κράτος : το Σχέδιο της Επιτροπής του 1833, Πατάκη, Αθήνα.

ΑΝΤΩΝΙΟΥ Δ. (2004), «Αντιδράσεις στην επιβολή «ομοιόμορφων» διδακτικών βιβλίων: Η περίπτωση της Γραμματικής του Γεωργίου Γενναδίου (1833-1856)» (Ανάτυπο), Το έντυπο ελληνικό βιβλίο 15ος-19ος αιώνας, Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, Δελφοί, 16-20 Μαΐου 2001, Αθήνα. 

ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Ρ. Δ. (1996), «Κούμας Κωνσταντίνος Μιχαήλ», Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 35, σ. 373-374.

Αχιλλέως Α. Τζαρτζάνου, Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Διά τας κατωτέρας τάξεις των Γυμνασίων. Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, Εν Αθήναις 1956.

ΓΙΟΒΑΝΝΗ Ε. (2002), « Χρηστομαθειες : Τα διδακτικά βιβλία των Αρχαίων Ελληνικών κατά την οθωνική περίοδο», Εισήγηση στο 2ο Συνέδριο Ιστορίας της εκπαίδευσης στην Πάτρα (4-6 Οκτωβρίου 2002).

ΓΙΟΒΑΝΝΗ-ΣΙΑΦΑΡΗ Ε. (2002), Εκπαιδευτική Πολιτική και Αρχαία Ελληνικά κατά την περίοδο της Συνταγματικής Μοναρχίας, (Αθήνα, ανέκδοτη διδακτορική διατριβή).

Γραμματική διά Σχολεία υπό Κ. Μ. Κούμα. Έκδοσις Τετάρτη. Εν Αθήναις, Εκ του Τυπογραφείου  Μνημοσύνης, Χ. Νικολαΐδου Φιλαδελφέως. (Παρά τη Πύλη της Αγοράς) 1845.

Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσης Υπό Γ. Γενναδίου. Κατά διαταγήν της Κυβερνήσεως. Προς χρήσιν όλων των Ελληνικών Σχολείων Εκδίδεται νυν αδεία του Συγγραφέως παρά Ιωάννου Λαζαρίδου Μέρος Α΄ Τεχνολογικόν Εν Κωνσταντινουπόλει Εκ της Τυπογραφίας Α. Κορομηλά και Π. Πασπαλλή, 1845.

CHOPPIN A. (1989), Le pouvoir et les livres scolaires aux XIXe siecle. Les commission d’ examen des livres elementaires et classiques 1802-1875; These de 3e, cycle, Universite Paris I.

ΔΗΜΑΡΑΣ Α. (1973), Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, τόμ. Α΄-Β΄, Ερμής, Αθήνα.

Εγκυκλοπαιδεία Πάπυρος-Λαρούς (1964), «Γραμματική», Επιστημονική Εταιρεία των Ελληνικών Γραμμάτων Πάπυρος, τόμ. 5, Αθήνα.

ΕτΚ αριθ. 87, 31 Δεκεμβρίου 1836/12 Ιανουαρίου 1837, Διάταγμα Περί του κανονισμού των ελληνικών σχολείων και γυμνασίων, Αθήναι 31 Δεκεμβρίου 1836/12 Ιανουαρίου 1837.

ΗΛΙΟΥ Φ. (1997)., Ελληνική Βιβλιογραφία του 19ου Αιώνα 1801-1818, τόμ., Α΄, ΕΛΙΑ, Αθήνα.

ΗΛΙΟΥ Φ. (1999), «Βιβλία με συνδρομητές. ΙΙ Από τα χρόνια της Επανάστασης έως το 1832», π. Ερανιστής, τόμ. 22, Αθήνα, σ. 172-240.

LESKY A. (19835), Iστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη.

ΝΑΚΑΣ Θ. (2000), «Τζάρτζανος Αχιλλέας», Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 57, σ. 165-166.

ΠΑΡΙΣΗΣ Σ.Μ. (1884), Ανωτέρα και Μέση Εκπαίδευσις ήτοι Συλλογή των διεπόντων την Ανωτέραν και Μέσην Εκπαίδευσιν Νόμων, Β. Διαταγμάτων και Εγκυκλίων του επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδευσέως Υπουργείου. Από το 1833-1881, εκ του Τυπογραφείου ο Παλαμίδης, Αθήνα.

ΣΤΑΒΕΛΑΣ Α. Ν. (2002), Φιλοσοφική θεμελίωση της Ελληνικής Γραμματικής (1650-1821) Παλάσιος, Κοραής, Κούμας, Ίδρυμα ερεύνης και εκδόσεων Νεοελληνικής Φιλοσοφίας, Σειρά « Έρευναι »-αριθ. 4, Αθήνα.

WILSON N. G. (1991), Οι λόγιοι στο Βυζάντιο, Καρδαμίτσα, Αθήνα.