ΤΟ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ

ΣΤΙΣ ΕΣΤΙΕΣ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

 

 

Νίκος ΓΙΑΝΝΑΚΟΥΛΗΣ

ΕEΔΙΠ Πανεπιστημίου Πατρών

Δρ ΤΕΠΑΕΣ Παν/μίου Αιγαίου

 

 

 
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Σκοπός της εργασίας μας είναι η ανασύνθεση της μαθητικής βιοπορείας του Επιφάνιου Δημητριάδη, στα κοινά και ανώτερα σχολεία κατά την περίοδο της πνευματικής ανασυγκρότησης του Διαφωτισμού, αλλά και της διδακτικής του σταδιοδρομίας  και δράσης του ατόμου «όχι ως  μονάδας αλλά ως μέρους ενός ευρύτερου πολιτισμικού συνόλου», προκειμένου να εντοπίσουμε τις πνευματικές και παιδευτικές μεταβολές που προέκυψαν στην ανάδυση μιας νέας εποχής.

            Ο Επιφάνιος Δημητριάδης, Σκιάθιος, υπήρξε ένας αξιόλογος λαϊκός λόγιος και γραμματικός δάσκαλος της νεοελληνικής παιδείας που τα ίχνη του καταγράφονται σε όλο τον ιστορικό χώρο του ελληνισμού την περίοδο του Διαφωτισμού. Η πολυκύμαντη σταδιοδρομία και διδακτική του δράση τεκμηριώνεται αποκλειστικά μέσα από την έμμετρη αυτογραφική του μαρτυρία  που παραθέτει ο ίδιος, αφού έζησε από κοντά μεγάλα και σημαντικά διεθνή γεγονότα της εποχής του.

            Το έμμετρο στιχούργημα εκατόν εξήντα δύο «χωλιαμβικών στίχων» σε αττικίζουσα διάλεκτο -μείγμα αυτοβιογραφίας και περιηγητικού χρονικού-  γραμμένο σε χρόνο μεταγενέστερο «τω δε (χιλιοστώ οκτακοσσίω) τρίτω έτει τε καθ’ ο ξυγγράφω» (Σπ. Λάμπρου, 1916, σ. 430) μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε και την ακριβή χρονολόγηση της συγγραφής),  ενώ ταυτόχρονα αποτυπώνει μέσα από τον «προσωπικό λόγο» (Ράνια Πολυκανδριώτη 1999, σς 379-402) και τη βιωματική εμπειρία την παρεχόμενη εκπαίδευση στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα στις διάφορες σημαντικές εστίες παιδείας του ελλαδικού  και βαλκανικού χώρου.

            Η μετακίνηση του αφηγητή, ως μοναδική διέξοδος κοινωνικής ανέλιξης, ταυτίζεται με την μορφωτική αναζήτηση, προκειμένου να ολοκληρώσει την επιστημονική του ταυτότητα. Το γεγονός αυτό του εξασφαλίζει μια γεωγραφική και κοινωνική κινητικότητα που συντελεί στη διαμόρφωση μιας κοσμοπολίτικης συνείδησης του χώρου.

Οι λεπτομερείς αναφορές της περιήγησής του καταγράφονται με σύνεση και ρεαλισμό και χωρίς ιδιαίτερη κριτική ή βιωματική φόρτιση. Οι αφηγηματικές μνείες του «ταξιδάρη» λογίου ταυτίζονται άμεσα με ένα ευρύ φάσμα σχολείων, δασκάλων και διδακτικών εγχειριδίων, τα οποία παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον για την  παιδευτική διαδικασία και την αξιολόγηση της πνευματικής παράδοσης του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.

 

ABSTRACT

 

            The article refers to the autobiography -a poem by Epihanios Demetriades- and traces the inspiring journey of the writer to many schools of enslaved Greece during the second half of the 18th century.

After studying the sacred letters and music at his birthplace the island of Skiathos, Epihanios traveled to grammar schools of Melies, Portaria and Ambelakia in order to expand his learning needs. This new challenge offered him the opportunity for wider cultural and educational diversity. The flourishing of schools in Pelio simply reflects the wider interest and increased trend towards a better education signaling an era of cultural change, which resulted from the socio-economic background and the impact of the European and Greek Enlightenment.

Determined to obtain a higher education he journeyed to the Academies of Constantinople and Bucharest. There he was taught by prominent and respected scholars as Sergios Makreos, Neophytos Kavsokalivites and Theodore Driotes. Although the orientation of these institutions had been strictly grammatical some reforms presented a fresh impetus and as a result new and modern subjects were introduced such as mathematics, physics and foreign languages.

As an experienced teacher Epihanios returned to his country and began his teaching career on the small island of Poros. Then he organized and directed the school of Hydra, which he was forced to abandon due to the outburst of a plague. Moreover, he worked as a grammar teacher until his death in Skiathos and Kea teaching many students from Thessaly, Pelio and Macedonia.

 

 

 

ΕΓΚΥΚΛΙΕΣ ΚΑΙ ΣΠΟΥΔΕΣ

 

            Ο Επιφάνιος γεννήθηκε στη νήσο Σκιάθο το 1760, όπως αυτό μαρτυρείται από το αυτογραφικό του κείμενο. Εκεί, στη γενέτειρά του, σε ηλικία οκτώ ετών άρχισε τη μαθητεία της παραδοσιακής θρησκευτικής μόρφωσης των «ιερών γραμμάτων» με δάσκαλο το Στέφανο Δαπόντε, πατέρα του γνωστού λογίου του Διαφωτισμού Καισάριου Δαπόντε, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα παρακολούθησε και μαθήματα βυζαντινής μουσικής.   Ωστόσο παρακινημένος από την επιθυμία της μάθησης αναγκάζεται να αναζητήσει ανώτερη παιδεία στα σχολεία του Πηλίου, τα οποία φαίνεται ότι παρουσιάζουν ιδιαίτερη άνθηση την περίοδο αυτή. Ενδιαφέρουσες και ενδεικτικές είναι οι πληροφορίες που μας παρέχει για τα πρώτα του μαθητικά βήματα:

Ζήλω δε των μαθημάτων περιφλεγείς

Δημητριάδος ες Μηλαίαν έδραμον

τω χιλιοστώ επτακοσίω έτει

δεκάκις επτά και έξ αριθμημουμένου.

όπου πρόπειραν γραμματικής ηρξάμην

παρΑνθίμω και σοφώ Ζαχαρία.

Τω εβδόμω έπλευσα εις Αμπελάκια.

Μάλλον μυηθείς παρσοφώ Γεωργίω.

Τω ογδόω ήλαυνον εις Πορταρίαν

Ιωακείμ προς ρήτορα κλεινόν λίαν.

παρ’ω εδάην την Λογικήν του Δαμοδού.

 

Η αναδρομική αφήγηση μιας σειράς πυρηνικών γεγονότων γύρω από την μαθητική του ζωή μας επιτρέπει να εξετάσουμε τη στενή συνάφεια μεταξύ τους και να ανασυνθέσουμε την ενότητα αυτή όπως μας την παρουσιάζει περιληπτικά ο συγγραφέας. Συνεπώς,  η αλυσίδα των γεγονότων μας οδηγεί στην ανασύσταση του χωροχρονικού πλαισίου, του περιεχόμενου και της διάρκειας της μαθητείας του.  Έτσι, το 1776 στην ηλικία των δεκάξι ετών βρίσκεται στις Μηλιές του Πηλίου, όπου με δασκάλους τους Άνθιμο και Ζαχαρία διδάσκεται τα γραμματικά μαθήματα. Πρόκειται για τον Άνθιμο Παπαπανταζή, δάσκαλο επίσης του Γρηγορίου Κωνσταντά, ο οποίος υπήρξε και ο ιδρυτής της Σχολής και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην τοπική παιδεία με τη γεναιόδωρη προσφορά του (Δημητριείς 1988, σ.186). Ο Ζαχαρίας επίσης υπήρξε γραμματικός του Σχολείου και δίδασκε Ησίοδο και αρχαία ελληνική γραμματεία, όπως προκύπτει από τα μαθηματάρια της εποχής (Χφ Μηλεών 88, Α. Σκαρβέλη-Νικολοπούλου 1993, σς 153, 664).

 Στη συνέχεια  τον επόμενο χρόνο καταφεύγει στα Αμπελάκια, όπου και συνεχίζει την γραμματική του παιδεία κοντά στο γραμματικό Γεώργιο Τριανταφύλλου, παλαιό μαθητή του Ευγενίου Βούλγαρη στην Αθωνιάδα Ακαδημία την περίοδο (1752-59), ο οποίος, κατά τη μαρτυρία του Σουηδού περιηγητή Björnshtal που επισκέφτηκε τα Αμπελάκια το 1779, υπήρξε: «καθηγητής των Ελληνικών, σπουδασμένος στον Άθω, μαθητής του Ευγενίου Βούλγαρη. Μιλούσε λατινικά και στη βιβλιοθήκη του υπήρχαν θαυμάσιες εκδόσεις αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων» (Κ. Σιμόπουλος  Β΄, 1973, σ. 436). Σημειώνεται ότι ιδρυτής του Σχολείου φέρεται ο επίσκοπος Πλαταμώνος Διονύσιος, παλαιός μαθητής και αυτός του Βούλγαρη στην Αθωνιάδα. (Δανιήλ Φιλιππίδης-Γρηγόριος Κωνσταντάς, σ. 194). Αμέσως μετά την επόμενη χρονιά φοιτά στη  Σχολή της Πορταριάς με δάσκαλο τον Ιωακείμ, ο οποίος  φαίνεται ότι δίδασκε και φιλοσοφικά μαθήματα (Χφ Μηλεών 88).

Η διδασκαλία της Λογικής του Δαμοδού δείχνει ότι η νεώτερη φιλοσοφία εύρισκε πρόσφορο έδαφος και καταγράφεται ως δειλή χειραφέτηση του ορθολογικού πενύματος. Ως γνωστόν η διδασκαλία του Δαμοδού απηχούσε τις απόψεις των νεωτέρων και του ορθολογισμού του Descartes. Ο Δαμοδός πέραν της υιοθέτησης της δημοτικής γλώσσας φαίνεται ότι αποστασιοποιείται από την αριστοτελική και περιπατητική φιλοσοφία  παρά τις συστάσεις της εκκλησίας και στρέφεται προς τον ορθό λόγο, όπως ο ίδιος δηλώνει: «το φως εκείνο της γνώσεως όπου ελάβομεν από την φύσιν» (Β. Μπόμπου-Σταμάτη 1998).

Αξιοπρόσεκτο είναι εδώ το πώς διαμορφώνεται ο χάρτης της παιδείας στην περιοχή της Θεσσαλίας σε συνάρτηση με την δυναμική της οικονομικής άνθησης των κωμοπόλεων αυτών, που προέκυψε από την εμπορική και δημογραφική κινητικότητα, στοιχείο που καταγράφει και τη δεκτικότητα που έχουν να επιδείξουν οι μικρές πηλιορείτικες κοινωνίες  ως προς την υιοθέτηση μιας καλύτερης τοπικής παιδείας και πολιτισμικής αλλαγής (Σπ. Ασδραχάς, 1982). Οι έμποροι ενισχυμένοι από την ανάπτυξη του εμπορίου και τη βιοτεχνική δραστηριότητα συνιστούν τη νέα δύναμη και αποτελούν πολιτισμικό και εκπαιδευτικό φορέα. Η οργάνωση των συντεχνιών αλλά και η κοινωνική ανέλιξη των μελών τους διεκδικεί και επιβάλλει μια κοσμοπολίτικη άποψη για την πνευματική ελευθερία και καλλιέργεια.

 

 

  ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ

 

Αναμφίβολα κορύφωση και επιστέγασμα της μαθητείας του στον ελλαδικό χώρο αποτελεί η μετάβασή του στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης, μείζον ίδρυμα ανώτερης παιδείας της Ελληνικής Ανατολής αλλά και ερμητικό οχυρό του θρησκευτικού κοσμοειδώλου. Την περίοδο αυτή η Σχολή λειτουργούσε με Σχολάρχη το μετριοπαθή Σέργιο Μακραίο (1736;-1819), ο οποίος, αν και παλαιός μαθητή του Ευγενίου Βούλγαρη στην Αθωνιάδα Σχολή, παρέμεινε σταθερά προσηλωμένος στην ορθόδοξη παράδοση μιας παγιωμένης τάξης πραγμάτων εξοβελίζοντας παράλληλα και κάθε απόπειρα ανανέωσης. 

 

Τω ενάτω έτει δε εις Κωνσταντίνου

ανέδραμον τάχιστα ευκλεή πόλιν

και παρΣπαθάρει Σλουτζάρογλω τουπίκλην

γραμματικός προςειμι προς γυμνασίαν

Εν’ω εφοίτων εις Σχολήν Βυζαντίου,

ακηκοώς κάλλιστα παρά Σεργίω

Όμηρον, Γυμνάσματα του Θεουφίλου

Ουλφίω τε αριθμητικής μέρος

και την Λογικήν του σοφώ τε του Βλεμμύδου.

Ενδιατρίψας δ’ εν πόλει έτη δύω.

 

            Το πέρασμά του από την Πατριαρχική Ακαδημία φαίνεται ότι δεν τον ικανοποίησε ιδιαίτερα, καθότι η φιλοσοφική κατεξοχήν γνώση παρουσιάζει μια παλινδρόμηση σε παλαιότερα σχήματα με τη διδασκαλία της Επιτομής της Λογικής και Φυσικής του Νικηφόρου Βλεμμύδη, εγχειρίδιο στο οποίο  γίνεται προσπάθεια εναρμόνισης της χριστιανικής διδασκαλίας με την αριστοτελική παράδοση. Το  στοιχείο αυτό προσδιορίζει και την εμμονή στην συμβατική παιδεία. Ωστόσο, ο μεγάλος αριθμός των σωζόμενων χειρογράφων καταδεικνύει και την ευρύτητα του φάσματος διδασκαλίας του εγχειριδίου.

Εξαίρεση εδώ βεβαίως αποτελεί και πρέπει να σχολιασθεί η διδασκαλία των Μαθηματικών του Christian Wolff, του «πρωτουργού του πνεύματος της εμβρίθειας», όπως τον αποκαλεί ο Κάντ. Ο Wolff προσπαθεί να εδραιώσει τη θεολογία στη «μαθηματική αξιοπιστία», προκειμένου να τεκμηριώσει μια «αναντίρρητη βεβαιότητα», μέσα από την οποία επιχειρείται ένα καθολικό αίτημα της επιστήμης και της αγωγής: την ανεξαρτησία της έρευνας και της διδασκαλίας (Albert Reble 1992 σς 209-210).  Τα Βολφιανά Μαθηματικά έρχονται να αντικαταστήσουν τη μέχρι τότε διδασκόμενη Λογαριαστική του Εμμανουήλ Γλιτζούνη. Ο πρώτος που υιοθέτησε τη διδασκαλία της Αριθμητικής του Wolff είναι ο πρωτοπόρος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού ο Ευγένιος Βούλγαρης κατά την εικοσαετή διδασκαλία του στις σχολές των Ιωαννίνων, Κοζάνης, Αγίου ΄Ορους και Κωνσταντινουπόλεως. Το παράδειγμά του ακολουθεί ο διάδοχός του στην Αθωνιάδα, Μετσοβίτης Νικόλαος Τζαρτζούλης.

Όμως οι πνευματικές ανησυχίες του Επιφάνιου φαίνεται ότι ολοκληρώνονται στη  Δακία μεταξύ των ετών 1782-88. Προφανώς, κατά την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη είχε δημιουργήσει δεσμούς με τη φαναριώτικη οικογένεια του Νικολάου Καρατζά και απετέλεσε μέλος της συνοδείας του, όταν αυτός διορίστηκε οσποδάρος της Βλαχίας την περίοδο 1782-83. Η κινητικότητα αποτελεί κοινό στοιχείο πολλών «ταξιδαρέων» λογίων της περιόδου αυτής με στόχο νέους και ευρύτερους πνευματικούς προσανατολισμούς, καθότι η αναζήτηση μορφωτικών επιλογών εμπεριέχει και μια δυναμική μετασχηματισμού της προσωπικής σταδιοδρομίας. Η παράμετρος αυτή λειτουργεί ως καταλυτικό στοιχείο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του λογίου, δεδομένου ότι συγχρωτίζεται με πολλές και ισχυρές προσωπικότητες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.  Η γνωριμία και η αλληλεπίδραση με τον ευρύτερο κόσμο της προσφερόμενης παιδείας οδηγούσε πέρα από τα όρια της στατικότητας της τοπικής κοινωνίας συμβάλλοντας αποφασιστικά σε ένα διευρυμένο  παιδευτικό ορίζοντα με αποτέλεσμα την πνευματική απελευθέρωση και την οξυμένη αντίληψη (Π. Κιτρομηλίδης 1999,  σ. 126).

Κατά την περίοδο της παραμονής του στη Δακία έρχεται σε επαφή με τη φαναριώτικη κοινωνία των παρίστριων ηγεμονιών και εξοικειώνεται με την κοινωνική κατάσταση, αφού υπηρετεί ως δάσκαλος και διερμηνέας στην αυλή του ηγεμόνα Νικολάου Μαυρογένη, όπως  αυτό πιστοποιείται από τον ίδιο:

 

αυλήν εσήλθον κράντορος Μαυρογένους,

τρίτος τε άμα και γραμματεύς και δεύτερος.

 

Αργότερα εργάζεται επίσης ως γραμματέας «παρά τω σοφώ Φιλαρέτω», Μητροπολίτη Ριμνίκου και μετέπειτα Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας, ενώ παρακολουθεί μαθήματα στη Σχολή Βουκουρεστίου.  Παράλληλα διδάσκεται ξένες γλώσσες, όπως ο ίδιος εξιστορεί:

 

Χρόνοις όλοις εξ και τι προς διαρκέσας

εν οις εφοίτουν ες σχολήν της Δακίης

την εις τέταρτον βιβλίον Γαζή πάλιν

και παρΘεουδώρω τε τω σοφωτάτου

Κορυδαλικά Βλεμμύδου τε φυσικήν

και την Λογικήν Ευγενείου του σοφού

και διαλέκτους δ’ήκουον κατ’ιδίαν

αδραίς δαπάναις κτώμενος διδασκάλους.

 

Εδώ συναντούμε το Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη να διδάσκει ακόμα λίγο πριν το θάνατό του. Η διδακτική του εμπειρία στην Αθωνιάδα (1749-52) και τη Σχολή της Χίου (1763-66;) τον έχουν αναγάγει σ’ έναν από τους δεινούς γραμματικούς της εποχής, αλλά και το Θεόδωρο Δρύστιο, το μακροβιότερο γραμματικό της Σχολής. Δίδαξε περίπου από το 1751 μέχρι το 1788 (Camariano-Cioran 1974, σς 393-397). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι διδάσκεται η Λογική του Ε. Βούλγαρη, μνημειώδες έργο εκλεκτικού ερανισμού αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, βυζαντινής σκέψης και ευρωπαϊκού στοχασμού, το οποίο αποτελεί  δείγμα της νεώτερης φιλοσοφίας κατά το σύστημα των πρωταγωνιστών του ορθολογισμού: «δι’ ων η φιλοσοφία καθ’ ημάς, είπερ άλλοτέ ποτε εις ακμήν προαχθείσα, και εκ δυνάμεως πορευομένη εις δύναμιν, πολλαίς τε και καλαίς ειδήσεσει και επινοίας και τέχναις των ανθρώπων κατεπλούτισεν βίον, ας ο πας αιών μέχρι τούδε ηγνόησεν» (Ε. Βούλγαρης 1766, σ. 45). Βέβαιη θα πρέπει να θεωρηθεί, αν και δεν αναφέρεται από τον ίδιο, η επαφή του με τους λογίους του πνευματικού κύκλου του Καταρτζή και η γνωριμία του με τους έλληνες διαφωτιστές όπως: Ρήγα Φερραίο (1795) Παναγιώτη Κοδρικά, Κωνσταντίνο Σταμάτη και Αθανάσιο Χριστόπουλο.

Επισημαίνεται ότι οι παραδουνάβιες ηγεμονίες ήταν εστίες πνευματικών ζυμώσεων αλλά και έντονων πνευματικών αντιπαραθέσεων, αφού λόγω της γεωγραφικής τους γειτνίασης ήταν στενά συνυφασμένες με το κίνημα και τα ρεύματα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού χάρη στους εμπορικούς και πολιτισμικούς δεσμούς που διατηρούσαν με την Κεντρική Ευρώπη, η οποία λειτουργεί ως γέφυρα επικοινωνίας με το Γαλλικό και Γερμανικό Διαφωτισμό.  Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν αγκυλώσεις και υπαναχωρήσεις που επέβαλε το κοινωνικό περιβάλλον. Θυμίζουμε τις διώξεις και τα παθήματα διαπρεπών λογίων, όπως του Ιώσηπου Μοισιόδακα  στην Ακαδημία του Ιασίου και του Νικηφόρου Θεοτόκη στην Ακαδημία του Βουκουρεστίου. Άλλωστε, η ενσωμάτωση της νέας γνώσης δεν υιοθετείται και δεν επικρατεί αυτομάτως, αλλά είναι προϊόν μιας έντονης διαμάχης και αμφισβήτησης μεταξύ των εμπλεκομένων κοινωνικών ομάδων που κατευθύνουν και ελέγχουν την υπόθεση της παιδείας (T. Khun 1970).
 
Σχηματικά θα μπορούσαμε να απεικονίσουμε το οδοιπορικό της μαθητείας των σπουδών του Επιφάνιου Δημητριάδη  με τον παρακάτω πίνακα:

  

Πίνακας 1

 

Χρονολογία
Σχολή
Διδασκαλία-Εγχειρίδια
Δάσκαλος/οι
1768-1772
Κοινό Σχολείο Σκιάθου
Ιερά Γράμματα (Βυζαντινή) Μουσική
Στέφανος Δαπόντες
1776
Μηλεών
Πρόπειρα Γραμματικής
Άνθιμος  Παπαπανταζής-Ζαχαρίας 
1777
Αμπελακίων
Γραμματικά Μαθήματα (Λατινικά;)
Γεώργιος Τριανταφύλλου
1778   
Πορταριάς
Λογική Δαμοδού

Ρητορική

Ιωακείμ 
1779-81
Πατριαρχική Ακαδημία Κωνσταντινουπόλεως
Όμηρος
Κορυδαλικά Υπομνήματα

Αριθμητική Christian Wolff

Σπαθάρης Σλουτζάρογλου
Σέργιος Μακραίος
1782-88
Ηγεμονική Ακαδημία Βουκουρεστίου
Γραμματική Θ. Γαζή
Φυσική Νικηφόρου Βλεμμύδη
Λογική Ευγενίου Βούλγαρη
Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης

Θεόδωρος Δρύστιος

                                                           
Πηγές: Σπ. Λάμπρου, Νέος Ελληνομνήμων ΙΓ΄ (1916)

Χφ 88 Μηλεών 18 αι. φ. 153

Αγγ. Σκαρβέλη-Νικολοπούλου (1993)

 

 

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ

 

Αποδέκτης μιας ολοκληρωμένης παιδείας αλλά και συνεχούς εμπλουτισμού της εκπαιδευτικής του κατάρτισης αναγκάζεται, λόγω του ξεσπάσματος του Β΄ Ρωσο-οθωμανικού πολέμου (1788-92), να εγκαταλείψει τη Δακία και να επανέλθει «ες γαίαν πάτρης». Αρχικός προορισμός η Σμύρνη. Από εκεί μέσω της Μυτιλήνης καταφέρνει να περάσει στον Πόρο, όπου ενισχυμένος από τις εμπειρίες μιας παιδευτικής σταδιοδρομίας, αρχίζει η αφετηρία μιας δημιουργικής πορείας και διδακτικής ενασχόλησης ως «κοσμοπολίτη» δασκάλου των γραμματικών μαθημάτων, την οποία δεν αφήνει ασχολίαστη:

 

Κακ ες Πόρον μ’ ειμαρμένη

ώρσεν με διδάξοντα την ελληνίδα

Και ην ιδείν έργον τε πράγμα ξένον

Γλώτταν με διδάσκοντα την ελληνίδα,

Φωνήν δε μανθάνοντα την αλβανίδα.

Ουκ είχον άλλως αλβανίζοντας όλως

παίδας διδάξαι, μη εγών αλβανίσας.

 

Στον Πόρο παρέμεινε δύο χρόνια και εκ των πραγμάτων αναγκάζεται να μάθει και την Αλβανική γλώσσα προκειμένου να διευκολυνθεί στη διδασκαλία του. Όμως  το έργο του φαίνεται  ότι αναγνωρίστηκε από νωρίς και ξεπέρασε τα όρια του μικρού νησιού με αποτέλεσμα να μετακληθεί να διδάξει στην Ύδρα, όπου οι συνθήκες εργασίας ήταν  ευνοϊκότερες. Άλλωστε με την πρόοδο του εμπορίου και της ναυτιλίας το μικρό νησί είχε μετεξελιχθεί σε σημαντικό εμπορικό κέντρο με συνέπεια την «κοινωνική και πολιτισμική ευημερία» (Κ. Θ. Δημαράς 1998, σ. 261. Π. Κιτρομηλίδης 1999, σ. 390).

 

Χρόνους δε δύω διατρίψαντ’ εν Πόρω

οι Υδρεάται μ’είλον εν προθυμία

Μαθητάς εξήκοντα είχον εις Ύδραν,

δίδακτρα καλά και περίθαλψιν άκραν.

 

Μολονότι στην Ύδρα τα πράγματα δείχνουν ότι ήταν ευχαριστημένος από την κατάσταση που επικρατεί, σύμφωνα πάντα με τον αφηγητή, αναγκάστηκε να αναχωρήσει εξαιτίας ενός λοιμού που ενέσκυψε. Διερχόμενος από την Αθήνα δεν διστάζει να περιγράψει με τα μελανότερα χρώματα τη ζοφερή εικόνα που παρουσιάζει το άλλοτε κλεινόν άστυ:

 

Ίστωρ δε λειψάνων τε Αθήνης γεγώς

το πάλαι λαμπράς, νυν δε αθλίας όλως

 

Το διδακτικό κενό που παρατηρείται στη δεκαετία του 1790 οφείλεται στο γεγονός ότι ο Δημητριάδης επιστρέφει πρώτα στη Σκιάθο, χωρίς ωστόσο να αναφέρει το ακριβές περιεχόμενο των δραστηριοτήτων του, ενώ στη συνέχεια αναχωρεί και πάλι για τη Βλαχία, όπου και υπηρετεί ως γραμματέας σε διάφορους αξιωματούχους μεταξύ αυτών και τους Μητροπολίτες Ουγγροβλαχίας Φιλάρετο και Δοσίθεο. Τα γεγονότα αυτά μας οδηγούν στην υπόθεση ότι προφανώς στάθηκε αδύνατο να βιοπορήσει από το διδασκαλικό επάγγελμα στο ελληνικό χώρο για την περίοδο αυτή.

Όμως  το διδακτικό έργο παραμένει το κέντρο του ενδιαφέροντός του. Έτσι με την επιστροφή του και πάλι στην Ελλάδα το 1798, λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων, τον συναντούμε κατά διαστήματα δάσκαλο σε διάφορα σχολεία αλλά και αυτόπτη μάρτυρα σημαντικών ιστορικών γεγονότων. Το 1807 «εχρημάτισε διδάσκαλος πολλών Θετταλών, Πηλιορειτών και Μακεδόνων», μεταξύ αυτών και ο λόγιος Φίλιππος Ιωάννου, μετέπειτα καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (Τρ. Ευαγγελίδης, 1913, σ. 138), ενώ τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς συμμετέχει στη σύσκεψη των ελλήνων αρματολών του Ολύμπου υπό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στη Σκιάθο. Είναι επίσης παρών στο κορυφαίο ιστορικό γεγονός της νεότερης ελληνικής ιστορίας, της αλώσεως της Τρίπολης στις 24 Σεπτεμβρίου 1821.

Σκιαγραφώντας τον καμβά της διδασκαλίας του οδηγούμαστε στην παρακάτω χρονολογική αποτύπωση, όπως αυτή προβάλλεται από τον ίδιο και όσο μας το επιτρέπουν οι διαθέσιμες πηγές.

 

Πίνακας 2

 

Χρονολογία

Σχολεία

1788-1790

Κοινό Σχολείο Πόρου

1790-1792

Κοινό Σχολείο Ύδρας

1798, 1807, 1821

Κοινό Σχολείο Σκιάθου

1814-1827

Κοινό Σχολείο Κέας

 

Πηγές: Νέος Ελληνομνήμων ΙΓ΄1916

Τρύφων Ευαγγελίδης 1913

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

            Στα όσα αναπτύξαμε παραπάνω, επιχειρήσαμε μέσα από την ανάγνωση της αυτοβιογραφίας του Επιφάνιου Δημητριάδη την ανίχνευση όχι της γραμματολογικής θέσης του κειμένου-θέμα που θα πρέπει να απασχολήσει περισσότερο τη φιλολογική έρευνα- αλλά την ουσιαστική γνωριμία με το περιεχόμενο και τα παιδευτικά συμφραζόμενα του καιρού του. Τα γεγονότα παρουσιάζουν άμεση συνάφεια με την εκπαίδευση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, όπως αυτή εκφαίνεται σε όλες τις προεκτάσεις της.  

            Η αυτοβιογραφία του Επιφάνιου αποτελεί μια ισορροπημένη σύνθεση που σκιαγραφεί με πληρότητα το χαρακτήρα της παρεχόμενης παιδείας και παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την συγγραφική ικανότητα και διδακτική του ενασχόληση. Σε επίπεδο ιστοριογραφίας θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το γνώρισμα που συνέχει τη συγγραφή του εισάγει μια νέα ιστοριογραφική εκδοχή του «προσωπικού λόγου»,  αφού περιγράφει πέραν των προσωπικών του βιωμάτων και εμπειριών σημαντικά ιστορικά γεγονότα που έζησε από κοντά. Η εξιστόρησή του δεν αποβλέπει στην προβολή ηθικών προτύπων και την ηθική διαπαιδαγώγηση, αλλά στην καταγραφή της γεωγραφικής κινητικότητας και την ιστορική οικείωση με το παρελθόν, όπως ο ίδιος σημειώνει:

 

«πολλών ανθρώπων άστεα είδε και νόον έγνω,

και στο βιβλίο του παντός ο έμπειρος ανέγνω»

(Ε. Δημητριάδης, 1884, σ. 399)

 

Ταυτόχρονα στον «προσωπικό λόγο» του δασκάλου έρχονται να προστεθούν και οι αδιάψευστες μαρτυρίες από τη διδασκαλία των έργων αντιπροσωπευτικών λογίων της εποχής, τα οποία αποτελούσαν οργανικό τμήμα της δομικής οργάνωσης της εκπαίδευσης αλλά και της νέας τάσης που βρισκόταν εν τω γίγνεσθαι και διαμόρφωνε ταυτόχρονα τη σκέψη και τη συνείδηση των νέων γενεών λογίων, που συνέβαλαν αποφασιστικά στην πνευματική και κοινωνική αλλαγή που διαγραφόταν ορατά στον ορίζοντα της νεοελληνικής παιδείας. Έτσι, οι ουσιαστικές αυτές πληροφορίες προκαλούν το ενδιαφέρον του σύγχρονου ερευνητή και ενθαρρύνουν την παραπέρα επανάγνωση της τοπικής παιδείας όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την περίοδο του Διαφωτισμού.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Αργυροπούλου Ρωξάνη Δ., (2001), «Οι Ελληνικές Ακαδημίες του Βουκουρεστίου και του Ιασίου», Ιστορικά, τ. 9 τχ (90), Εκδ. Ελευθεροτυπία, Αθήνα, σς 26-29.

Ασδραχάς Σπύρος, Ελληνική Κοινωνία και οικονομία ιη΄-ιθ αι. Υποθέσεις και προσεγγίσεις, Ερμής, Αθήνα 1982.

Βαλέτας Γ. Οι αρχές του νεοελληνικού θεάτρου, ο άγνωστος θεατρικός πρόδρομος Επιφάνιος Δημητριάδης και η ανέκδοτη τραγωδία Πέρσαι ή Ξέρξης, Αθήνα 1953.

Βλεμμύδης Νικηφόρος,  Επιτομή Φυσικής, Λειψία 1784.

Γλυτζούνης Εμμανουήλ, (1568), Πρακτική Αριθμητική ή Λογαριαστική, Βενετία.

Δαμοδός Βικέντιος, Επίτομος Λογική κατ’ Αριστοτέλην, Βενετία 1759, σ. 11.

Κ.Θ. Δημαράς, (1962), «Γρηγόριος Κωνσταντάς», Φροντίσματα Αθήνα, σς 89-102.

________, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Νεοελληνικά Μελετήματα-Ερμής, Αθήνα 19987 .

Δημητριάδης Επιφάνιος, «Παγκόσμιος Πανήγυρις», Επιμ., Α. Μωραϊτίδης Παρνασσός Η΄ (1884), σς 396-409,  697-711, 844-853.

Δημητριείς, Δανιήλ Φιλιππίδης–Γρηγόριος Κωνσταντάς, (1988), Γεωγραφία Νεωτερική, Επιμ. Αικατ. Κουμαριανού, Ερμής, Αθήνα, σ. 186).

Ευαγγελίδης Τρύφων (1936), Η παιδεία επί τουρκοκρατίας, Αθήνα.

_______, (1913), Η νήσος Σκιάθος και αι περί αυτήν νησίδες, Αθήνα.

_______, (1933) «Σκιάθος», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. ΚΑ΄, 1933, σ. 229.

Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 4ος Αθήνα 1964, στ. 1041-1042.

Καμηλάρις Ρήγας, (1897), Γρηγορίου Κωνσταντά Βιογαραφία, λόγοι, επιστολαί, μετά περιγραφής των Μηλεών και της σχολής αυτών, Αθήνα.

Γ. Καράς, (1993) Οι Επιστήμες στην Τουρκοκρατία τ. Β΄, Οι Επιστήμες της Φύσης, Εστία,  Αθήνα, σς 493-502.

 ______, (1992) Οι Επιστήμες στην Τουρκοκρατία, τ. Α΄ Τα Μαθηματικά, Εστία, Αθήνα, σς 79-88.

Κιτρομηλίδης Πασχάλης, (21999), Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ΜΙΕΤ , Αθήνα.

Λάμπρου Σπ., (1913), «Επιφάνιος Δημητριάδης ο Σκιάθιος», Νέος Ελληνομνήμων ΙΓ΄ (1913), σς 423-437.

Μπόμπου-Σταμάτη Βασιλική «Σύντομος Ιδέα της Λογικής κατά την Μέθοδον των Νεωτέρων, του Βικεντίου Δαμοδού», Δευκαλίων 21 (Μάρτιος 1978), σς 64-55.

_____, Βικέντιος Δαμοδός, Βιογραφία-Εργογραφία 1700-1754, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1998.

Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Πρακτικά Πανελληνίου Κοζάνης (8-10) Νοεμβρίου 1996, Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης, Κοζάνη 1999.

Παπαζήση Δ., «Μισθοί δασκάλων επί Τουρκοκρατίας», Ηπειρωτική Εστία 21(1972), σς 417-218.

Πανεπιστήμιο Αθηνών, Σπουδαστήριο Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας, Χφ 16 [Εισαγωγή εις τα αριθμητικά τοις κατά την Αθωνιάδα ακαδημίαν των επιστημών ακροωμένοις σχεδιασθείσθα],

Πολυκανδριώτη Ράνια, «Ο προσωπικός λόγος στο Νεοελληνικό Διαφωτισμό», Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Πρακτικά Πανελληνίου Συνεδρίου Κοζάνης (8-10 Νοεμβρίου 1996), Κοζάνη 1999, σς 379-402.

Σιμόπουλος Κ., (1973), Ξένοι Ταξιδιώτες  στην Ελλάδα, τ. Β΄ Αθήνα, σ. 436.

Σκαρβέλη-Νικολοπούλου Αγγελική, (1993), Μαθηματάρια των Ελληνικών Σχολείων κατά την Τουρκοκρατία, Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, Αθήνα, σς 658-664.

Σκουβαράς Β., (1966) «Σελίδες από την ιστορία της Μηλιώτικης Σχολής», Ηώς 92-97, σς 241-278.

Φραγκούλας Ι. Ν., (1953), «Επιφάνιος Δημητριάδης ο Σκιάθιος», ΕΕΒΣ ΚΓ΄, σς 633-642.

 

Camariano-Cioran Ariadna, (1974), Les Academies princières de Bucharest et de Jassy et les professeurs, Thessaloniki.

Jorga, N., (1921). Roumains et Grecs aux cours des siecles a l’occasion des marriages princiers, Bucharest pp 51-52.

Khun Thomas, (1970), The Structure of Scientific Revolution 2nd ed. Chigago, University of Chigago Press.

Liningstone David, N.,  (1992), The Geographical Tradition, Oxford, pp 102-138.

Reble Albert, (1994), Ιστορία της Παιδαγωγικής, Μτφρ. Θεοφ. Χατζηστεφανίδης-Σοφία Χατζηστεφανίδη-Πολυζώη, Εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα.