ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ
(ΑΠΟ ΤΟ 1952 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ).
Ευσεβία ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ
Φιλόλογος
Από μια σύντομη ιστορική αναδρομή εξάγεται αβίαστα το συμπέρασμα πως ο αριθμός των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου διαρκώς συρρικνώνεται και χάνει την ταυτότητά του. Ενώ λοιπόν, το 1950 συναντούμε εκατό περίπου χιλιάδες, στις μέρες μας η ελληνική μειονότητα με δυσκολία αριθμεί τις τρεις χιλιάδες. Αναμφισβήτητα η δραματική αυτή μείωση προκαλεί έντονο προβληματισμό και παράλληλα γίνεται αφορμή για να ερευνήσει κανείς διεξοδικά το θέμα. Επιπλέον, στη συρρίκνωση αυτή του ελληνικού στοιχείου αντικατοπτρίζεται και η πολιτική, τόσο στον εκπαιδευτικό όσο και στους άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής που ακολούθησε το τουρκικό κράτος. Προτεραιότητα της πολιτικής αυτής όπως προκύπτει ήταν η οριστική αφομοίωση του ελληνικού στοιχείου.
Η ΣΥΣΦΙΞΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΒΕΒΛΗΜΕΝΗ
Το 1947 το Δόγμα Τρούμαν υπογραμμίζει τη στρατηγική ανάγκη να θεωρούνται η Ελλάδα και η Τουρκία ενιαία αμυντική ομάδα. Η ελληνική πλευρά μετά την κατοχή, τον εμφύλιο και με την έναρξη του ψυχρού πολέμου εμφανίζεται πρόθυμη να ενταχθεί στην κοινότητα των δυτικών χωρών και στους στρατιωτικούς συνασπισμούς. Όταν λοιπόν ζητά τη βοήθεια σε οικονομικό αλλά και στρατιωτικό επίπεδο των Η.Π.Α, η Ουάσιγκτον θέτει ως όρο τη σύσφιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η Τουρκία στα πλαίσια της προσπάθειας που έκανε εκείνη την περίοδο για προσέγγιση των Συμμάχων είχε εκφράσει και αυτή την επιθυμία της για αναθέρμανση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Έτσι το 1950 με την άνοδο του Adnan Menderes στην τουρκική κυβέρνηση αποφασίζεται ελληνοτουρκική συνεργασία σε όλους τους τομείς. Στη διάρκεια των συνομιλιών της περιόδου αυτής, οι δυο πλευρές ασχολούνται με το συντονισμό των ενόπλων δυνάμεών τους ενόψει της επικείμενης πολιτικής και στρατιωτικής ένταξής τους στο δυτικό-αμυντικό συνδυασμό. Και οι δυο χώρες επιθυμούσαν σαφώς την είσοδό τους στο ΝΑΤΟ[i]. Το Φεβρουάριο[ii] του 1952 η Ελλάδα και η Τουρκία γίνονται μέλη του ΝΑΤΟ και οδηγούνται σε νέους προσανατολισμούς που εξυπηρετούν τα συμμαχικά συμφέροντα.
Ωστόσο η πολιτική αστάθεια της περιόδου αυτής στην Αθήνα καθώς και η ανάμειξη του παλατιού στην πολιτική ζωή της Ελλάδας δημιουργούσαν στις αμερικανικές υπηρεσίες την εντύπωση ότι η Ελλάδα είναι ο λιγότερο αξιόπιστος εταίρος της νοτιοανατολικής πτέρυγας της νατοϊκής συμμαχίας[iii]. Από την άλλη, η τουρκική κυβέρνηση εξαπέλυε ένα άρτια οργανωμένο σχέδιο προβολής της στρατηγικής σημασίας της. Επιπλέον η επανεκλογή το 1954 του Δημοκρατικού κόμματος στην κυβέρνηση ενίσχυε την εικόνα της σταθερότητας.
Με γνώμονα τα παραπάνω η Ουάσιγκτον εγκατέλειψε την πολιτική των ίσων αποστάσεων από Ελλάδα-Τουρκία που είχε καθιερωθεί με το Δόγμα Τρούμαν και προχώρησε σε μια προσπάθεια εδραίωσης της Τουρκίας ως κεντρικού άξονα της πολιτικής του ΝΑΤΟ στη Μέση Ανατολή.
Η ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΗ ΦΙΛΙΑ ΕΥΝΟΕΙ ΤΟ ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΟ ΠΛΗΘΥΣΜΟ
Η εντυπωσιακή βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων στο πλαίσιο της ένταξης των δυο χωρών στο ΝΑΤΟ λειτούργησε ευεργετικά για τον μειονοτικό πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης αλλά και για το Οικουμενικό Πατριαρχείο καθώς τα θέματα αυτά απασχόλησαν επανειλημμένα και τις δυο πλευρές.
Στο θρόνο του Οικουμενικού Πατριαρχείου βρίσκεται ο Αθηναγόρας (Αμερικανός πολίτης). Η πατριαρχεία του αποτέλεσε μια νέα αφετηρία στις σχέσεις Άγκυρας- Φαναρίου, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας ήταν η προώθηση της ελληνοτουρκικής φιλίας. Το κύρος του Πατριαρχείου ενισχύεται, ο Πατριάρχης επισκέπτεται τα ελληνικά σχολεία της Κωνσταντινούπολης και γενικά δημιουργείται ένα ευνοϊκό κλίμα για τη λειτουργία των ομογενειακών ιδρυμάτων στην Κωνσταντινούπολη. Το ακαδημαϊκό έτος 1951-1952 φοίτησαν στην ιερατική σχολή της Χάλκης εβδομήντα φοιτητές από δέκα διαφορετικές χώρες ενώ δίδασκαν εικοσιπέντε δάσκαλοι και καθηγητές. Ο πατριάρχης Αθηναγόρας έχοντας ως πρότυπο την πετυχημένη ενσωμάτωση των ελληνοαμερικανών στην αμερικανική κοινωνία, πίστευε πως κάτι αντίστοιχο θα μπορούσε να γίνει και με τον ελληνισμό της Τουρκίας. Μάλιστα για να το πετύχει αυτό δε δίστασε να τοποθετήσει φωτογραφίες του Ινονού και του Αττατούρκ στα πατριαρχικά γραφεία. Μπροστά σε τέτοιες ενέργειες αρκετοί λαϊκοί παράγοντες της μειονότητας συνιστούσαν νηφαλιότητα[iv].
Στη νέα εποχή που σηματοδότησε η ελληνοτουρκική προσέγγιση δρομολογήθηκαν μια σειρά από εξελίξεις στο χώρο της εκπαίδευσης που βελτίωσαν σημαντικά τη ζωή της μειονότητας. Με το νόμο 5932.5.1952 η τουρκική κυβέρνηση επικυρώνει προηγούμενη σύμβαση μεταξύ των δυο χωρών που προέβλεπε την ανταλλαγή εκπαιδευτικών αλλά και διδακτικού υλικού για τα μειονοτικά σχολεία των δυο χωρών[v]. Επιπλέον, με προηγούμενη ρύθμιση του τουρκικού υπουργείου παιδείας εξαιρέθηκαν τα σχολεία της ομογένειας από την καταβολή του φόρου εισοδήματος. Η βελτίωση των συνθηκών εκπαίδευσης των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη αντικατοπτρίζεται στον αριθμό των μαθητών που φοιτούν την εποχή αυτή στα σχολεία. Έτσι ενώ γύρω στο 1946 οι εγγεγραμμένοι ομογενείς μαθητές έφταναν τους τρεις χιλιάδες επτακόσιους εξήντα δυο, το 1956 αριθμούν τους έξι χιλιάδες εννιακόσιους δώδεκα. Παράλληλα με τη βελτίωση των συνθηκών στον εκπαιδευτικό τομέα παρατηρείται και μια έντονη πολιτισμική δραστηριότητα στην Κωνσταντινούπολη. Κεντρικό φορέας προώθησης της πολιτισμικής αυτής κίνησης ήταν η «Ελληνική Ένωση Κωνσταντινούπολης»
Πέρα από αυτά, στον οικονομικό τομέα η ελληνική ομογένεια ανακτά την παλιά οικονομική ισχύ της και παρουσιάζεται ιδιαίτερα δραστήρια στον τομέα του εξωτερικού εμπορίου. Ήδη από το 1946 και αργότερα στις εκλογές το 1950 και το 1954, η ελληνική μειονότητα εκπροσωπείται με δυο βουλευτές στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση[vi].
Η εντυπωσιακή αυτή ακμή που γνώρισε ο ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης από το 1946 και έως το 1954 αποτελεί ισχυρή απόδειξη της αρμονικής συμβίωσης των δυο λαών την εποχή αυτή. Το θετικό αυτό κλίμα είχε ευεργετικές επιπτώσεις και για τους Έλληνες κατοίκους της Ίμβρου και της Τενέδου. Από το ακαδημαϊκό έτος 1952-1953 προστέθηκαν στο πρόγραμμα των ελληνικών σχολείων της Ίμβρου και της Τενέδου ελληνικά μαθήματα και παράλληλα διευθετήθηκαν όσα προβλήματα εκπαιδευτικής φύσεως αντιμετώπιζαν την εποχή εκείνη τα δυο νησιά. Αυτή η εξέλιξη αναβίωσε τις ελπίδες των κατοίκων της Ίμβρου και της Τενέδου για την εφαρμογή της αρχής της ισοπολιτείας. Επιπρόσθετα, με πρωτοβουλία του νέου Μητροπολίτη Ίμβρου και Τενέδου Μελίτωνος έγινε ανέγερση νέων σχολείων με την οικονομική βοήθεια της διασποράς. Επιπλέον ο Μητροπολίτης εξασφάλισε και κυβερνητική οικονομική ενίσχυση και προχώρησε σε ανέγερση νοσοκομείου, ενώ έγιναν και προσπάθειες ενίσχυσης της γεωργίας και της αλιείας της περιοχής. Την εποχή αυτή ιδρύθηκαν ελληνικοί μορφωτικοί σύλλογοι που στόχευαν στη διασφάλιση και στην ανάπτυξη της εθνικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής ιδιαιτερότητας της περιοχής. Πέρα όμως από την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη και το ευνοϊκό κλίμα που υπήρχε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι Τούρκοι δεν ήταν διατεθειμένοι να καθιερώσουν το καθεστώς αυτοδιοίκησης των νησιών που υπαγόρευε το άρθρο 14 της Συνθήκης της Λωζάνης.
Η ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΗ ΦΙΛΙΑ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΕΠΙΣΦΑΛΗΣ
Το θετικό αυτό κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν άργησε ν’ ανατραπεί. Από το 1954-1955 και για τα επόμενα χρόνια το σύνολο των ελληνοτουρκικών σχέσεων βρίσκεται σε συνάρτηση με το κυπριακό ζήτημα. Το 1954 λοιπόν, η Μ.Βρετανία προσπαθώντας να εξισορροπήσει την κλιμακούμενη αντίδραση των Ελλήνων της Μεγαλονήσου που αποτελούσαν το 80% του κυπριακού πληθυσμού στο αποικιακό καθεστώς που εξακολουθούσε να ισχύει, ανέμειξε σαν ισότιμο εταίρο την Τουρκία ως δύναμη που είχε ενδιαφέρον για την κυπριακή μουσουλμανική μειονότητα. Η στιγμή αυτή σήμανε και την αρχή μιας νέας περιόδου ανταγωνισμού στις ελληνοτουρκικές σχέσεις[vii]. Τόσο παρασκηνιακά, όσο και επίσημα πολλές φορές η τουρκική κυβέρνηση του Menderes ενθάρρυνε τις ακραίες εκδηλώσεις εθνικιστικών οργανώσεων που δρούσαν στη χώρα με σκοπό από τη μια πλευρά να στηρίξει τη νομικά ανεδαφική διεκδίκηση της Κύπρου και από την άλλη για να αποπροσανατολίσει την τουρκική κοινή γνώμη από τα σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της χώρας. Η Άγκυρα με την αναβίωση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού έσπευσε να φέρει στο προσκήνιο το μειονοτικό ζήτημα γνωρίζοντας την ευαισθησία της ελληνικής κοινής γνώμης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις Τούρκων αξιωματούχων μια ισχυρή πίεση στην ελληνική μειονότητα και το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα καθιστούσε την κυβέρνηση των Αθηνών πιο ευάλωτη στο ζήτημα της Κύπρου. Ενεργώντας προς αυτή την κατεύθυνση η τουρκική πλευρά προσπάθησε να εμπλέξει και το Πατριαρχείο καθώς ζήτησε από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα να πάρει θέση και να «καταδικάσει» δημόσια τον αγώνα των Ελληνοκυπρίων για Ένωση[viii]. Ο Πατριάρχης βέβαια, δεν είχε τέτοια δικαιοδοσία καθώς με τη Συνθήκη της Λωζάνης το Οικουμενικό Πατριαρχείο διατηρούσε μόνο πνευματικές και εκκλησιαστικές αρμοδιότητες. Η επίσημη σιωπή του Πατριάρχη εξόργισε τους Τούρκους. Είναι χαρακτηριστικό πως η κοινή γνώμη κατευθύνθηκε εναντίον του Πατριάρχη Αθηναγόρα[ix], ο οποίος ποτέ δεν έπαψε να πιστεύει στη φιλία των δυο λαών. Στο ανθελληνικό μένος που είχε αρχίσει να εκδηλώνεται ο ελληνόφωνος τύπος της Κωνσταντινούπολης ζητούσε μάταια από την τουρκική κυβέρνηση την προστασία της μειονότητας.
1955׃ ΠΡΩΤΟΦΑΝΗΣ ΔΙΩΓΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑΣ
Στις 6 Σεπτεμβρίου 1955 με πρόσχημα την έκρηξη στο τουρκικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη ξεσπά ένα κύμα διώξεων του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου. Παρόλο που είκοσι πέντε χρόνια αργότερα (7 Σεπτεμβρίου 1980) η εφημερίδα Hurriyet δημοσίευσε τον τρόπο με τον οποίο μεθοδεύτηκε το περιστατικό αυτό, η νύχτα του 1955 έσπειρε τον τρόμο στους εκατό χιλιάδες Έλληνες της Κωνσταντινούπολης. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, εκείνη τη νύχτα δεκαέξι Έλληνες έχασαν τη ζωή τους, τριάντα δυο τραυματίστηκαν σοβαρά, ενώ διακόσιοι έπεσαν θύματα βιασμών. Από την καταστροφική επιδρομή ισοπεδώθηκαν χίλιες τέσσερις κατοικίες Ελλήνων, πολλά καταστήματα, φαρμακεία, εργοστάσια, ξενοδοχεία και εστιατόρια. Οι Τούρκοι επιτέθηκαν με πρωτοφανή μανία εναντίον των ελληνικών κοινοτικών ιδρυμάτων με αποτέλεσμα να ερειπωθούν εβδομήντα τρεις ορθόδοξες εκκλησίες με κειμήλια ανεκτίμητης αξίας καθώς και είκοσι έξι ελληνικά σχολεία. Χαρακτηριστικό του μένους των Τούρκων ήταν και το γεγονός της σύλησης των τάφων και της εκταφής των νεκρών[x].
Το ανθελληνικό μένος στην Κωνσταντινούπολη πήρε τέτοιες διαστάσεις που η κυβέρνηση βλέποντας πως έχανε τον έλεγχο, αναγκάστηκε να επιβάλει στρατιωτικό νόμο σε τρεις πόλεις της Τουρκίας. Για να τηρήσει η Άγκυρα τα προσχήματα προχώρησε σε συλλήψεις διαδηλωτών ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο κύριος οργανωτής των καταστροφών Hikmet Bil. Προκειμένου να απαλλαχτεί η τουρκική κυβέρνηση από την ευθύνη για τα έκτροπα ,δε δίστασε να προβάλλει ως υπεύθυνους τους κομμουνιστές[xi]· η απόδοση αυτής της ευθύνης βέβαια δεν ήταν καθόλου πειστική καθώς οι ελάχιστοι κομμουνιστές δεν ήταν σε θέση να αναλάβουν οποιαδήποτε αποτελεσματική δράση.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια η Άγκυρα κράτησε μια επιφυλακτική στάση απέναντι στους δημοσιογράφους του ξένου τύπου με πρόθεση να ελέγχει όσα θα δημοσιεύονταν.
Αναμφίβολα οι τρομακτικές μέρες του 1955 σημάδεψαν για δεκαετίες τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Υπήρξαν πιέσεις τόσο από την πλευρά του ΝΑΤΟ όσο και της Ουάσιγκτον που καλούσαν και τις δυο πλευρές να συμφιλιωθούν. Ωστόσο οι σχέσεις Ελλάδας- Τουρκίας παρέμειναν σε κατάσταση μόνιμης έντασης. Σ’ αυτό συνέβαλε το γεγονός πως η Τουρκία αναλάμβανε όλο και περισσότερο το ρόλο του στρατιωτικού κρίκου του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή και γι’ αυτό απαιτούσε περισσότερα ανταλλάγματα. Η Τουρκία βρισκόταν σε θέση ισχύος. Οι ανθελληνικές εκδηλώσεις συνεχίστηκαν και οι τουρκικές αρχές συγκέντρωσαν την προσοχή τους στους Κωνσταντινουπολίτες με ελληνική ιθαγένεια. Από το 1957 έως το 1959 απελάθηκαν πενήντα επτά ταγοί της μειονότητας- δημοσιογράφοι, δάσκαλοι, δικηγόροι, γιατροί και επιχειρηματίες.
Η επιδείνωση των διακοινοτικών σχέσεων στην Κύπρο το 1957-1958 προκάλεσε ένα νέο κύμα ανθελληνικών εκδηλώσεων στην Κωνσταντινούπολη. Στο διάστημα αυτό έγιναν παρατηρήσεις στο μειονοτικό πληθυσμό που χρησιμοποιούσε στις μεταξύ του σχέσεις την ελληνική γλώσσα, κυκλοφόρησαν αφίσες που παρακινούσαν τους Τούρκους να αποφεύγουν τα ελληνικά καταστήματα και με τον καιρό άρχισε να γίνεται συνείδηση στους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης πως θα ήταν πολύ δύσκολο να διατηρήσουν τα δικά τους ήθη και έθιμα στη γενέτειρά τους. Κάτω από αυτές τις συνθήκες τα ελληνικά σχολεία άρχισαν να αδειάζουν και οι μαζικές μεταναστεύσεις περιόριζαν διαρκώς τον αριθμό της ελληνικής μειονότητας.
Το 1959 μετά από μια σειρά συζητήσεων με θέμα την εξέταση των μειονοτικών θεμάτων, οι σχέσεις των δυο χωρών βελτιώθηκαν ως ένα βαθμό. Το στρατιωτικό καθεστώς όμως που το 1960 ανέτρεψε την τουρκική κυβέρνηση δεν ήταν διατεθειμένο να υλοποιήσει τα πορίσματα των διαβουλεύσεων αυτών.
1964׃ ΝΕΟ ΚΥΜΑ ΔΙΩΞΕΩΝ
Οι ελληνοτουρκικές εκκρεμότητες παρέμεναν άλυτες ως τη νέα έξαρση του κυπριακού ζητήματος, το Δεκέμβριο του 1963. Η τουρκική πλευρά άλλες φορές με την απομάκρυνση του Οικουμενικού Πατριαρχείου από το Φανάρι και άλλες πάλι με μαζικές απελάσεις Ελλήνων εκβίαζε την Αθήνα. Έτσι το Μάρτιο του 1964 η Τουρκία κατήγγειλε την ελληνοτουρκική σύμβαση εγκατάστασης του 1930 και αμέσως μετά οι τουρκικές αρχές επικαλούμενες λόγους ασφάλειας και δημόσιας τάξης, άρχισαν να απελαύνουν τους σημαντικότερους μειονοτικούς παράγοντες με ελληνική υπηκοότητα. Πρόκειται δηλαδή για τους Κωνσταντινουπολίτες που τους είχε επιτραπεί να παραμείνουν στην Τουρκία, σύμφωνα με τη συνθήκη της Λωζάνης και είχαν αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα επειδή οι πρόγονοί τους προέρχονταν από τις επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι οποίες είχαν ενσωματωθεί στο ελληνικό κράτος το 1830 και αργότερα. Ακολούθησαν μαζικές απελάσεις και το 1966 οι Έλληνες πολίτες που είχαν παραμείνει στην Κωνσταντινούπολη δεν ξεπερνούσαν τους πεντακόσιους στον αριθμό και όλοι ήταν άνω των εξήντα πέντε ετών. Βέβαια, παρά την ύπαρξη κάποιου τυπικού διαχωρισμού σύμφωνα με τον οποίο τα 4/5 της ελληνικής μειονότητας είχαν τουρκική υπηκοότητα ενώ το 1/5 ελληνική, οι οικογενειακοί και επαγγελματικοί δεσμοί μεταξύ των δυο ομάδων ήταν τόσο στενοί που η απέλαση αυτών που είχαν ελληνική υπηκοότητα ισοδυναμούσε με απέλαση ίσου αριθμού ομογενών με τουρκική υπηκοότητα..
Παράλληλα, το Τουρκικό Υπουργικό Συμβούλιο με βάση τη μυστική απόφαση 6/3801/2. 11.1964 δέσμευε το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας των Ελλήνων υπηκόων. Η απόφαση αυτή, γνωστή στην ελληνική ομογένεια της Κωνσταντινούπολης ως ο «καραρναμές» (από την τουρκική λέξη kararname =απόφαση) απαγόρευε τη μεταβίβαση εμπράγματων δικαιωμάτων στους Έλληνες υπηκόους[xii].
Η «ΜΕΡΙΜΝΑ» ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΠΛΕΥΡΑΣ ΣΤΟΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ
Οι τουρκικές αρχές με μια σειρά από μέτρα που έπλητταν το εκπαιδευτικό σύστημα και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα της Κωνσταντινούπολης συνετέλεσαν αποφασιστικά στην ενίσχυση του αρνητικού κλίματος. Το διάστημα 1964-1967 με συγκεκριμένες ενέργειες της τουρκικής κυβέρνησης, οι συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης κατάντησαν αφόρητες.
Πιο συγκεκριμένα, στον εκπαιδευτικό τομέα με εγκύκλιο(410/16/26. 3.1964), απαγορεύτηκε στα ελληνικά σχολεία η είσοδος στους ορθόδοξους κληρικούς. Τόσο η απαγόρευση της πρωινής προσευχής στα ελληνικά σχολεία όσο και του εορτασμού των θρησκευτικών εορτών σε αυτά που επιβλήθηκε το 1964 ήταν μερικά επιπλέον μέτρα που έπλητταν το θρησκευτικό αίσθημα της ελληνικής μειονότητας. Επιπλέον, τρεις διευθυντές ελληνικών λυκείων και άλλοι έντεκα Έλληνες δάσκαλοι παύτηκαν από τα καθήκοντά τους ενώ απαγορεύτηκε (εγκύκλιος 3385/15. 9.1964) η διακίνηση ελληνικών βιβλίων και εγκυκλοπαιδειών στα ελληνικά σχολεία. Χαρακτηριστικό είναι ακόμα το γεγονός των πιέσεων που ασκήθηκαν στους μαθητές της μειονότητας προκειμένου να μη χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων από τα μαθήματα. Επιπρόσθετα, απολύθηκαν τριάντα εννέα εκπαιδευτικοί και απαγορεύτηκε η λειτουργία συνολικά έξι δημοτικών σχολείων, ενώ απαγορεύτηκε και ο διορισμός στα ελληνικά σχολεία ομογενών εκπαιδευτικών αποφοίτων ελληνικών παιδαγωγικών ακαδημιών και πανεπιστημίων, όπως και αποφοίτων της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης (1965).
Όλα τα παραπάνω μέτρα που εφαρμόστηκαν στον εκπαιδευτικό τομέα στόχευαν στην απώλεια της εθνικής συνείδησης όσων Ελλήνων είχαν απομείνει στην Κωνσταντινούπολη. Πέρα από αυτά , ακολούθησαν και άλλες ενέργειες, όπως η απαίτηση των τουρκικών αρχών για είσπραξη του 5 τοις εκατό των εισοδημάτων των κοινωφελών ιδρυμάτων της μειονότητας που είχαν ακριβώς τον ίδιο στόχο.
Η άμεση συνέπεια όλων των παραπάνω ήταν η δραματική πληθυσμιακή πτώση του ελληνικού στοιχείου στην Κωνσταντινούπολη. Το 1965 οι Έλληνες μειώνονται στις σαράντα οχτώ χιλιάδες και οι ελληνικές κυβερνήσεις στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν τον ελληνισμό στην Τουρκία προχώρησαν σε σημαντικές παραχωρήσεις στο χώρο της Δυτικής Θράκης. Σ’ αυτό το πλαίσιο, το Δεκέμβριο του 1968 υπογράφηκε ελληνοτουρκική μορφωτική συμφωνία που εξασφάλιζε την αύξηση των τουρκικών μαθημάτων για τους μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης και ευνοούσε τη διείσδυση Τούρκων εθνικιστών μετακλητών διδασκάλων στα μουσουλμανικά μειονοτικά σχολεία. Για την ελληνική όμως πλευρά το μόνο που εξασφάλιζε η συμφωνία αυτή ήταν ο επαναδιορισμός ορισμένων ομογενών διδασκάλων. Ωστόσο, η συμφωνία αυτή αγνόησε την κατάργηση της ελληνικής παιδείας στα νησιά Ίμβρο, Τένεδο, κάτι που είχε ολέθριες επιπτώσεις για τον ελληνισμό των δυο νησιών[xiii].
Η «ΜΕΡΙΜΝΑ» ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΙΜΒΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΕΝΕΔΟΥ
Σχετικά με τα δυο αυτά νησιά, ήδη από το 1964 με την αναζωπύρωση του Κυπριακού ζητήματος, η τουρκική κυβέρνηση υιοθέτησε μια πολιτική αντιποίνων, παραβιάζοντας τις διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης για το καθεστώς της τοπικής αυτοδιοίκησης των νησιών. Την εποχή αυτή η εφημερίδα Cumhuriyet τόνιζε πως η τάση αγοράς ακινήτων και η αύξηση του ελληνικού στοιχείου ήταν δηλωτική του γεγονότος πως η Ελλάδα εποφθαλμιούσε τα νησιά αυτά. Σ’ αυτό το κλίμα, οι τουρκικές αρχές έλαβαν μια σειρά από μέτρα. Πιο συγκεκριμένα, ίδρυσαν διδασκαλείο-ορφανοτροφείο για σπουδαστές στην πρωτεύουσα της Ίμβρου που μεριμνούσε για την εκπαίδευση Τούρκων δασκάλων. Το εκπαιδευτικό αυτό κέντρο θα αποτελούσε πυρήνα διάδοσης της τουρκικής εκπαίδευσης και κουλτούρας. Επιπλέον, προχώρησαν σε δήμευση όλων των ελληνικών μειονοτικών σχολείων στην Ίμβρο ενώ το μοναδικό γυμνάσιο της περιοχής μετατράπηκε σε οικοτροφείο για Τούρκους σπουδαστές. Στην Τένεδο, απαγορεύτηκε η λειτουργία του μοναδικού μειονοτικού σχολείου και παράλληλα με το Νόμο 502/1964 η τουρκική εθνοσυνέλευση ψήφισε το ισχύον από το 1951 εκπαιδευτικό σύστημα στην Ίμβρο και την Τένεδο και επανέφερε τις διατάξεις για εκπαιδευτικά θέματα του Νόμου 1151/1927 με αποτέλεσμα τη διακοπή της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας στα νησιά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα σταδιακά και ως το 1973 οι επτά μόνο από τους εκατόν είκοσι έξη μαθητές να είναι Έλληνες ενώ μια δεκαετία πριν ο αριθμός τους έφτανε στους ογδόντα τρεις. Η στέρηση της ελληνικής παιδείας ανάγκασε τους νησιώτες να μετακομίσουν μαζικά στην Κωνσταντινούπολη και στο εξωτερικό, όπου θα μπορούσαν να λάβουν ελληνική μόρφωση.
Παράλληλα, εξαγγέλθηκαν προγράμματα εποικισμού τριών χιλιάδων Τούρκων εποίκων και ιδρύθηκε στρατόπεδο χωροφυλακής στην Παναγιά της Ίμβρου. Ο πιο καθοριστικός όμως παράγοντας που ώθησε τους Ιμβρίους να εγκαταλείψουν το νησί τους ήταν η δημιουργία ανοιχτής αγροτικής φυλακής για Τούρκους βαρυποινίτες που προέρχονταν από την ηπειρωτική Τουρκία. Ακολούθησαν απαλλοτριώσεις καλλιεργήσιμων εδαφών με εξευτελιστικές αποζημιώσεις για τη δημιουργία φυλακών και για τη δημιουργία ενός κρατικού κτήματος αγροτικής παραγωγής. Ο συνδυασμός της απώλειας των βασικών πηγών εσόδων και η κατάργηση της ελληνικής παιδείας επέφεραν σημαντικές δημογραφικές αλλαγές. Έτσι από τους επτά χιλιάδες οι Ίμβριοι το 1980 φτάνουν μόλις τους οχτακόσιους ενώ στην Τένεδο από τους δυο χιλιάδες οικονομικά ευκατάστατους αμπελουργούς, παραμένουν μόλις εκατό πενήντα[xiv].
ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΛΕΥΡΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥΣ
Η ελληνική πλευρά απαντώντας σε όλα αυτά τα γεγονότα, τον Ιούλιο του 1964 προέβη σε διαμαρτυρία προς την Άγκυρα για παραβίαση του άρθρου 40 της Συνθήκης της Λωζάνης που κατοχύρωνε το δικαίωμα της μειονοτικής εκπαίδευσης των μη μουσουλμάνων της Τουρκίας. Στη διαμαρτυρία αυτή έγινε αναφορά και στην παραβίαση των γενικά αναγνωρισμένων αρχών του διεθνούς δικαίου και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης της Ρώμης του 1950 για τη προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Παρόμοια αναφορά γίνεται και προς τα Ηνωμένα Έθνη όπου υπογραμμίζεται το γεγονός της απαγόρευσης της ελληνικής παιδείας σε συνδυασμό με την προσπάθεια αλλοίωσης της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων της Ίμβρου. Επιπλέον, την ίδια χρονιά η ελληνική πλευρά κατέθεσε αγωγή στην UNESCO για την κατάργηση της ελληνικής παιδείας. Τα αποτελέσματα όμως ήταν πενιχρά μια και η UNESCO κάλεσε και τις δυο πλευρές να λάβουν τα μέτρα εκείνα που θα εξασφάλιζαν στους μαθητές των μειονοτήτων στις δυο χώρες να έχουν εκπαίδευση που θα ταίριαζε στην πολιτιστική τους ταυτότητα. Την ίδια ακριβώς θέση υιοθέτησε και το ΝΑΤΟ.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η Τουρκία συνέχισε ανενόχλητη την πολιτική της[xv].Έτσι, το 1971, τον Αύγουστο, οι τουρκικές αρχές απαγόρευσαν τη λειτουργία της ιερής Θεολογικής Σχολής της Χάλκης καθώς σύμφωνα με διάταγμα της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης η λειτουργία της έθετε σε κίνδυνο τον κεμαλικό χαρακτήρα του κράτους και επιπλέον υποχρέωσαν τους Έλληνες μαθητές να αρχίζουν κάθε πρωί τα μαθήματά τους με τον τουρκικό όρκο׃ «Είμαι Τούρκος» και να τα τελειώνουν με τη φράση׃ «Είμαι ευτυχής που γεννήθηκα Τούρκος», στοχεύοντας ολοφάνερα στην εξασθένιση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Την ίδια χρονιά, με διάταγμα απαγορεύεται ο διορισμός Ελλήνων Μετακλητών Εκπαιδευτικών από την Ελλάδα στα λιγοστά μειονοτικά σχολεία. Όλα αυτά προκαλούν μαζικές αναχωρήσεις μελών της ελληνικής κοινότητας που αριθμεί πια δέκα επτά χιλιάδες .
Ωστόσο, η πλήρης εξαφάνιση του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης ολοκληρώνεται με την τουρκική εισβολή στη Βόρεια Κύπρο το 1974, καθώς και με την κρίση στο Αιγαίο το 1975. Κάτω από τις πιέσεις που προκάλεσαν τα γεγονότα αυτά περίπου δέκα χιλιάδες Έλληνες εγκατέλειψαν τα σπίτια τους μέσα σε ένα χρόνο. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε η «Ηχώ» της Κωνσταντινούπολης, το 1978 υπήρχαν επτά χιλιάδες οκτακόσιοι ογδόντα δυο ομογενείς. Το 1980 η Ελληνική κοινότητα αριθμεί πέντε χιλιάδες εξακόσιους ανθρώπους καθώς αρκετοί Έλληνες για να επιβιώσουν στην πατρίδα τους, αρνήθηκαν την ταυτότητά τους.
Την δεκαετία 1980-1990 παρουσιάστηκαν πολλές περιπτώσεις που το Τουρκικό Δημόσιο, με μυστικά διατάγματα προσπάθησε να προσεταιριστεί ελληνικές περιουσίες.
Το 1991 δημιουργούνται έντονες υπόνοιες πως ένα νέο κύμα διώξεων πρόκειται να ξεσπάσει λόγω βομβιστικών επιθέσεων και συλήσεων τάφων στα έντεκα ορθόδοξα νεκροταφεία της Κωνσταντινούπολης. Με παρέμβαση της Ευρωπαϊκής ένωσης αποφεύχθηκαν τα χειρότερα και η τουρκική κυβέρνηση δεσμεύτηκε για την ασφάλεια των σχολείων και των εκκλησιών.
Αυτό που φαίνεται ιδιαιτέρως προκλητικό στις ενέργειες της τουρκικής πολιτικής είναι το γεγονός πως παρά την επίτευξη του αρχικού της στόχου, τη συρρίκνωση δηλαδή του ελληνικού στοιχείου, συνεχίζονται οι πιέσεις εναντίον του. Το 1994 αφαιρείται από εκατό αποφοίτους Ελληνικών σχολείων της Κωνσταντινούπολης το δικαίωμα της εισαγωγής στην πανεπιστημιακή κοινότητα αν και είχαν πετύχει στις παντουρκικές εξετάσεις.
Το 1996 με την κρίση στα Ίμια δημιουργούνται μικροπροβλήματα στους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης. Το 1999 το Οικουμενικό Πατριαρχείο προσφέρει πακτωλό χρημάτων για την ανακούφιση των πληγέντων από τους σεισμούς στην Τουρκία. Το 2001 το Τουρκικό κράτος προσπαθεί να κλείσει υποθέσεις που εκκρεμούσαν στα δικαστήρια αναφορικά με διεκδικήσεις σπιτιών και δημεύσεων κινητής και ακίνητης περιουσίας των Ελλήνων από το τουρκικό δημόσιο.
Μόλις το 2003 είδαν το φως της δημοσιότητας από την Ευρωπαϊκή Ένωση εκθέσεις με θέμα τη συρρίκνωση της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη. Συγκεκριμένα, τον Οκτώβριο του 2003 σε πρακτικά συνεδριάσεων η τουρκική βουλή παραδέχεται ανοιχτά μετά το 1955 την παραβίαση της Συνθήκης της Λωζάνης καθώς και την ύπαρξη οργανωμένου σχεδίου με σκοπό τον αφανισμό των ελληνικών σχολείων και κατά συνέπεια του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου.
Ακόμα και σήμερα ο αριθμός των νεοπροσφύγων που κατέφυγαν από την Τουρκία στην Ελλάδα, παραμένει ανεξακρίβωτος. Ανεπίσημα στοιχεία τους υπολογίζουν γύρω στις ογδόντα χιλιάδες. Πρόκειται για Έλληνες που έγιναν αποδέκτες μιας σκληρής πολιτικής με στόχο τον αφανισμό τους. Μιας πολιτικής οργανωμένης με μαεστρία, αφού προσανατολίστηκε ιδιαίτερα στον εκπαιδευτικό τομέα· ενέργησε δηλαδή στον πιο βασικό και κρίσιμο κοινωνικό θεσμό, την εκπαίδευση, προσπαθώντας να πετύχει την απώλεια της εθνικής συνείδησης, του ήθους, του πολιτισμού, της αγωγής της ελληνικής μειονότητας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[i] Το ΝΑΤΟ ιδρύθηκε στις 4 Απριλίου 1949.
[ii] 18-2-1952 Τα κοινοβούλια Αθηνών και Άγκυρας επικυρώνουν την πράξη εισόδου στο ΝΑΤΟ
[iii] Αλεξανδρής Α. Οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις 1923-1987,Αθήνα 1991, σελ 125
[iv] Αλεξανδρής Α, Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις 1923-1987, Αθήνα 1991, σελ 137
[v] Ο Νόμος δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της κυβερνήσεως (Resmi Gazete) στις 17-5-1952 και η ελληνική πλευρά κύρωσε τη συμφωνία με νόμο 2073 στις 18/23 Απριλίου 1952 ΦΕΚ 103 Α΄/1952.
[vi] Ο πρώτος Έλληνας βουλευτής στην Άγκυρα είναι ο γιατρός Ν. Ταπτάς.
[vii] Τσιτσόπουλος Γ., Οι ελληνοτουρκικές αμυντικές σχέσεις 1945-1987, Αθήνα 1991,
[viii] Η ενορχηστρωμένη εκστρατεία του τουρκικού τύπου με στόχο την εμπλοκή του οικουμενικού πατριαρχείου στην κυπριακή διαμάχη κορυφώθηκε στις 2-7-1955 όταν η ˝Tercuman˝ ζήτησε σε κύριο άρθρο της από τον Πατριάρχη ˝να καλέσει σε τάξη˝ τον ιεραρχικά υφιστάμενό του Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και ˝να καταγγείλει δημόσια τον αγώνα των ελληνοκυπρίων για Ένωση˝.
[ix] Η Cumhuriyet στις 28-8-1955 αφήνει να εννοηθεί ότι στο πατριαρχείο στεγάζονται πράκτορες οι οποίοι χρηματοδοτούσαν τον αγώνα της ΕΟΚΑ στην Κύπρο.
[x] Ο γενικός πρόξενος της Αγγλίας στην Κων/πολη M.Stuart μαρτυρεί ότι ˝η κατάσταση στο Βαλουκλή είναι αδύνατον να περιγραφεί. Ανοίχτηκαν οι τάφοι των Πατριαρχών, διασκορπίστηκαν τα οστά τους, αποτεφρώθηκε η εκκλησία˝. Από ˝ Τα αρχεία του Φορειν Όφις, 1955˝ που δημοσίευσε η Ελευθερωτυπία 8-1-1986.
[xi] Για τον τουρκικό τύπο οι βιαιοπραγίες, όπως τόνιζε η Zafer οφείλονταν ˝σε βρόμικα χέρια και ξένα συμφέροντα ˝· ήταν έγραφε έργο ˝ερυθρών πρακτόρων˝ 7-9-1955.
[xii] Κούρκουλα Α. ˝Οι Τούρκοι επεκτείνουν τα μέτρα δήμευσης της περιουσίας των Ελλήνων της Πόλης˝, Το Βήμα 16-2-1986
[xiii] Αλεξανδρής Α., ˝Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις 1923-1987˝, Το μειονοτικό ζήτημα 1954-1987, Αθήνα 1991, σελ. 511.
[xiv] Alexandris A, “ Imbros and Tenedos. A study of Turkish Attitudes towards Two Ethnic Greek Island Communities since 1923”, 4-31
[xv] Αλεξανδρής Α., ˝Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις 1923-1987˝, Το μειονοτικό ζήτημα-Ίμβρος-Τένεδος 1954-1987