ΟΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ:

ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ

 

 

Αγγελική ΔΗΜΟΥ
Υπ. Δρ. ΤΕΠΑΕΣ Παν/μίου Αιγαίου

 

 

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

         Η περίοδος του μεσοπολέμου είναι η πρώτη στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους που στη διάρκειά της πραγματοποιείται αγροτική μεταρρύθμιση και μεταφέρονται πόροι προς τον τομέα της γεωργίας, στο πλαίσιο του ευρύτερου αστικού εκσυγχρονισμού, δηλαδή των θεσμικών παρεμβάσεων στην ελληνική κοινωνία, που επιχειρεί ο κρατικός μηχανισμός, με αιχμή του δόρατος την κυβέρνηση των Φιλελευθέρων του Ε. Βενιζέλου.

          Οι ίδιοι οι αγρότες θα μπορούσαν μέσω των γεωργικών συνεταιρισμών που είχαν συστήσει να ενισχύσουν την προσπάθεια ίδρυσης  αγροτικού κόμματος και να προωθήσουν τα συμφέροντά τους, αντιπαρερχόμενοι την πόλωση βενιζελισμού και αντιβενιζελισμού και τη δική τους πολιτική και ιδεολογική ετερογένεια, κάτι που, τελικά, αποδείχτηκαν αδύναμοι να πράξουν.

          Η πιο αποδοτική προσπάθεια ίδρυσης αγροτικού κόμματος ανήκει στον Α. Παπαναστασίου, πρόσωπο ταυτισμένο στην πολιτική φιλολογία, μεταξύ άλλων, και με την αγροτική ανάπτυξη της Ελλάδας του μεσοπολέμου. Ο ίδιος θα συλλάβει την εκπαιδευτική διάσταση του ζητήματος γενόμενος ο ηθικός αυτουργός του Ν.3600/1928 «Περί στοιχειώδους γεωργικής εκπαιδεύσεως», νόμου που θα ενισχυθεί στα σημεία του και από το Ν.4397 της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1929.

          Η νεοσύστατη Διδασκαλική Ομοσπονδία θα σταθεί αρωγός στο εγχείρημα, που αποτελούσε άλλωστε και δικό της αίτημα. Στις σελίδες του επίσημου οργάνου της, του «Διδασκαλικού Βήματος» και στα πορίσματα των ετήσιων Γενικών Συνελεύσεών της θα διατυπωθούν οι θέσεις και οι προτάσεις των δασκάλων για την αρτιότερη λειτουργία του θεσμού, την ευνοϊκή αντιμετώπισή του από τις τοπικές κοινωνίες και τους τρόπους μεγιστοποίησης των επαγγελματικών οφελημάτων για το διδασκαλικό κλάδο από την εφαρμογή του.

          Η εργασία αρθρώνεται σε τέσσερα κεφάλαια. Αρχικά εκτίθεται το πολιτικοκοινωνικό και θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο επιχειρείται ο εκσυγχρονισμός της γεωργίας. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι ενέργειες της Πολιτείας για την αγροτική εκπαίδευση των μαθητών και την αγροτική μετεκπαίδευση των δασκάλων και στο τρίτο κεφάλαιο οι θέσεις της Δ.Ο.Ε. για το ζήτημα. Στο τέλος, γίνεται αποτίμηση των αποτελεσμάτων και των λόγων που οδήγησαν τελικά στην αποτυχία του θεσμού.

 

ΑBSTRACT

 

        The period between the two world wars is the first in the history of Modern Greek state that during which agricultural reforms take place and resources   are allocated to the agricultural sector, within the frame of a wider  state modernisation, where the state attempts to introduce a number of institutional changes spearheaded by the government of Liberals by E. Venizelos.

          The farmers themselves could via their agricultural cooperatives which they had created strengthen their efforts for the foundation of an agricultural party and promote their  interests, going beyond the polarisation between the pro-Venizelos and the anti-Venizelos movements and their own political and ideological heterogeneity, something that was finally proved to be an impossible act.

          The most serious effort for the foundation of an agricultural party belongs to A. Papanastasiou identified in political history, among other efforts and with the agricultural growth of Greece during that period. He will also conceive the educational aspect of the subject becoming the major contributor for the N.3600/1928  <<About elementary agricultural education>>, a law that will be strengthened by the law N.4397 during the educational reform of 1929.

          The newly established teacher’s union will stand by this effort which it was one of their own demands. In the pages of its official publication, the <<Didaskaliko vima>> and in the conclusions of its annual general assemblies the positions and proposals of teachers will be formulated for the efficient operation of   the institution, the favourable perception by the local societies and the ways to maximize the professional benefits for the teachers.

          The work is divided in four chapters. Initially we examined the political, social and institutional situation, in which the modernisation of agriculture is attempted. In the second chapter we present the efforts of the state for the agricultural education of students and the agricultural retraining of the schoolteachers and in the third chapter we present the positions of DOE for the subject. In the end, we give an assessment of the results and the reasons that led finally to the failure of institution.

 

 

Ι. ΤO ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΟΥ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ

 

         Στη διάρκεια του μεσοπολέμου, μια μορφή του πολιτικού λαϊκισμού, ο αγροτισμός, θ’ αναδειχτεί σε κεντρικό πολιτικό παράγοντα στην Ανατ. Ευρώπη αλλά και τα Βαλκάνια. Στη Γιουγκοσλαβία συναντάμε το Κροατικό Αγροτικό Κίνημα με ηγέτη τον Pavle Radic, στη Ρουμανία το Εθνικό Αγροτικό κόμμα με ηγέτη το Maniu θ’αναλάβει την κυβέρνηση το 1928, ενώ στη Βουλγαρία ο Εθνικός Συνασπισμός και ο ηγέτης του Αλεξάντερ Stambolijski αποτελούν τη σοβαρότερη περίπτωση, αφού όχι μόνο παρέμεινε στην πρωθυπουργία από το 1918-1923 αλλά και καθιέρωσε σημαντικά μέτρα, όπως τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, την υποχρεωτική εργασία του πληθυσμού στα δημόσια έργα και πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Διεθνούς οργάνωσης των Αγροτικών κομμάτων της Ανατ. Ευρώπης, της λεγόμενης “Πράσινης Διεθνούς” το 1921, που θα διαλυθεί με τον ορυμαγδό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

       Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες βαλκανικές κοινωνίες, οι Έλληνες αγρότες κρατήθηκαν σταθερά μέσα στα περιχαρακωμένα πλαίσια του συστήματος της πολιτικής πελατείας των δυο μεγάλων αστικών κομμάτων. Το ίδιο ισχύει και για τους πρόσφυγες, που αποδίδοντας την ευθύνη για την καταστροφή της Μ. Ασίας στο Λαϊκό κόμμα που ήταν τότε στην εξουσία, έδωσαν μαζικά την εκλογική τους υποστήριξη στο Φιλελεύθερο κόμμα του Ελ. Βενιζέλου, παραγνωρίζοντας ότι αυτός ήταν ο κύριος αρχιτέκτονας αυτής της εθνικής περιπέτειας (Μουζέλης, 1980). Παρ’ όλα αυτά τον Οκτώβριο του 1922, στο Α΄ Πανελλήνιο Συνεταιριστικό συνέδριο που έχει συγκληθεί, αποφασίζεται η ίδρυση του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδος (ΑΚΕ) με την πρωτοβουλία του διοικητικού συμβουλίου της Πανελλήνιας Συνομοσπονδίας Γεωργικών Συνεταιρισμών, κάτι που συμβαίνει στις αρχές του 1923. Τη σύνταξη του καταστατικού του ανέλαβε ο καθηγητής Αλ. Σβώλος και πρόθεση του νέου κόμματος ήταν η προστασία της μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας, η απαλλοτρίωση των μεγάλων αγροτικών εκτάσεων και η διανομή τους στους αγρότες, τους ποιμένες και τους πρόσφυγες και η υποστήριξη του κράτους προς τη γεωργία με την εκτέλεση εγγειοβελτιωτικών και συγκοινωνιακών έργων και την ίδρυση αγροτικής τράπεζας. Παρά την εκλογή τριών βουλευτών στις εκλογές του 1924, η δράση του αναστάλθηκε και επανιδρύθηκε το 1929. Οι συνεχείς διασπάσεις και επανενώσεις του ΑΚΕ και των αγροτιστών αποτυπώνει με τον χαρακτηριστικότερο τρόπο την ιδεολογική και πολιτική ετερογένεια που χαρακτηρίζει συνολικά τον αγροτισμό στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, ενώ η αποτυχία του μπορεί να εντοπιστεί στην έλλειψη υποστήριξης από τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, το μεγάλο  ανταγωνισμό των άλλων κομμάτων, που απευθύνονταν στην ίδια κοινωνική βάση και την αδυναμία τους να αντιπαρέλθουν την πόλωση βενιζελισμού και αντιβενιζελισμού, η οποία αφομοίωσε σχεδόν όλες τις κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις της μεσοπολεμικής περιόδου.

          Η έλλειψη αγροτικού κινήματος και οι ιστορικές συγκυρίες της περιόδου 1912-22 επέτρεψαν στο κράτος να παρέμβει στην ύπαιθρο χώρα εφαρμόζοντας τη δική του αγροτική πολιτική, που στόχευε στην αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων, την αύξηση της παραγωγής των ήδη καλλιεργούμενων εδαφών μέσω της βελτίωσης των καλλιεργητικών συστημάτων και των μεθόδων καλλιέργειας, την οικονομική ενίσχυση των αγροτών και τη δασμολογική προστασία και εξασφάλιση της καλής διάθεσης των αγροτικών προϊόντων. Πρώτη θεσμική παρέμβαση αποτελεί ο Ν.602/1914 «Περί γεωργικών συνεταιρισμών», χαρακτηριστικό παράδειγμα επείσακτου θεσμού στο χώρο της αγροτικής οικονομίας, ενώ ακολουθούν η σύσταση αυτόνομου υπουργείου Γεωργίας το 1917, η ίδρυση της Ανωτάτης Γεωπονικής σχολής Αθηνών το 1920 και της γεωπονικής σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1927, η ίδρυση αυτόνομων οργανισμών, όπως ο Αυτόνομος Σταφιδικός Οργανισμός και το Γραφείο Προστασίας Καπνού το 1925 καθώς και το Γραφείο Προστασίας Σύκων το 1930, η ίδρυση κρατικών και ημικρατικών ιδρυμάτων αγροτικής έρευνας και εκτεταμένου δικτύου γεωργικών εφαρμογών, όπως το Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο και το Ινστιτούτο Βάμβακος το 1931. Τέλος, στις 3/7/1929 ο Ελ. Βενιζέλος ιδρύει την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος με την υποχρέωση της παροχής στους γεωργούς χαμηλότοκων δανείων, κάτι που από το 1915 έκανε η Εθνική Τράπεζα, της διανομής με τη βοήθεια των αγροτικών συνεταιρισμών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων σε τιμή κόστους, της ενίσχυσης των μικρών αρδευτικών έργων, της χρηματοδότησης της αγροτικής παραγωγής, έτσι ώστε να καταστεί «προνομιούχος εταίρος, πιστωτής, θεσμικός ελεγκτής, συνέταιρος και σύμβουλος των συνεταιρισμών» (Πετμεζάς, 2002).

          Κυρίαρχη θεσμική παρέμβαση του κράτους, όμως, αποτελεί η αγροτική μεταρρύθμιση του 1917, που ολοκληρώνεται το 1924, εξαιτίας της μοιραίας ευκαιρίας που δίνεται με τη Μικρασιατική καταστροφή, όταν 1.500.000 πρόσφυγες προστίθεται στους ήδη προσαρτημένους, μετά τους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους, πληθυσμούς των Νέων χωρών. Η οριστική απαλλοτρίωση χιλιάδων στρεμμάτων τσιφλικιών αναδεικνύει τη γεωργία σε κύρια δραστηριότητά τους, αφού το 1928 το ποσοστό των ανθρώπων αυτών, που ασχολούνται με τη γεωργία, ανέρχεται στο 68,3% (Ευελπίδης, 1939). Συνολικά, στον ελληνικό χώρο ο αγροτικός πληθυσμός αποτελεί το 1907 το 71,1% του συνολικού πληθυσμού, το 1920 το 63,1% και το 1928 το 56,5% (Σιάμπος, 1973), ενώ η διανομή γης λειτουργεί ως ασφαλιστική δικλείδα για την απορρόφηση των κοινωνικών εντάσεων και διαμαρτυριών (Καραβίδας, 1978).

          Ο Ε. Τσουδερός, στέλεχος του κόμματος των Φιλελευθέρων, αργότερα υποδιοικητής της Ε.Τ.Ε. και διοικητής της  Τράπεζας της Ελλάδας από τα τέλη του 1931, γράφει μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου: «Σ’αυτούς τους δυο κυρίως τομείς της εθνικής οικονομίας, τη γεωργία και τη ναυτιλία, βλέπουμε το οικονομικό μέλλον της Ελλάδας και κατά συνέπεια την εγγύηση μιας ευνοϊκής οικονομικής κατάστασης» (Tsouderos, 1919) δίνοντας το στίγμα του ενδιαφέροντος του κράτους για τη γεωργία αλλά ταυτόχρονα και τον προβληματισμό για το γεγονός ότι «στην Ελλάδα, με μέσο όρο αύξησης του πληθυσμού κατά το μεσοπόλεμο 1,93%, τα 50,3% του αγροτικού πληθυσμού δε συμμετείχαν στην παραγωγική διαδικασία.(…). Η χαμηλή αποδοτικότητα των κλήρων, που οφειλόταν στην αδυναμία των μικροϊδιοκτητών να καλύψουν τα έξοδα εκσυγχρονισμού των καλλιεργητικών μέσων τους, επιδεινώθηκε από την αδιάκοπη κατάτμηση της γης. Παράλληλα, η εξαγωγή των αγροτικών προϊόντων δυσχεραινόταν από τους προστατευτικούς δασμούς που επέβαλαν οι ευρωπαϊκές χώρες στα εισαγόμενα είδη ενώ πρόσθετα προβλήματα για τους αγρότες αποτελούσαν η επιβάρυνση από τους έμμεσους φόρους, η έλλειψη πιστωτικών οργανισμών, η απουσία κοινωνικής ασφάλισης και τέλος, η αδυναμία μετανάστευσης στην Αμερική» (Βερέμης, 1978 και Κωστής, 1987). Μόνη διέξοδο από τη δεινή τους θέση θεωρούσαν την εγκατάλειψη της υπαίθρου και την εγκατάσταση στα αστικά κέντρα με απώτερο στόχο την εξασφάλιση μιας θέσης δημοσίου υπαλλήλου, των οποίων ο αριθμός διπλασιάστηκε από 37.660 το 1915 σε 72.610 το 1924.

 

ΙΙ. ΟΙ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
 

          Ο θεσμός των γεωργικών σχολείων συναντάται ήδη από το 1829, όταν ο Ι. Καποδίστριας συστήνει το Αγροκήπιο της Τίρυνθας με σκοπό την εκπαίδευση φτωχών και ορφανών παιδιών στη θεωρητική και πρακτική γεωργία. H προσπάθεια δεν τελεσφόρησε όπως και άλλες προσπάθειες στη διάρκεια του 19ου αι. με μόνη εξαίρεση την ίδρυση των τριών Τριανταφυλλίδιων γεωργικών σχολείων το 1887 σε Αθήνα, Τίρυνθα και Λάρισα. Ούτε κι αυτά τα γεωργικά σχολεία πέτυχαν  να προσελκύσουν μαθητές, αφού στη συνέχεια οι κάτοχοι γης δεν τους προσελάμβαναν λόγω οικονομικών συμφερόντων, δυσπιστίας απέναντι στο νέο και της δύναμης της παράδοσης ούτε εμπιστεύονταν τη μόρφωση των παιδιών τους στις γεωργικές σχολές (Κυπριανός- Χουμεριανός, 2003). Το 1914 ιδρύονται από τον Ε. Βενιζέλο τα κατώτερα γεωργικά σχολεία (Ν.301 «Περί κατωτέρων πρακτικών γεωργικών σχολείων», ΦΕΚ 282, 4/10/1914) για τους απόφοιτους δημοτικών σχολείων ηλικίας 14-19 χρόνων, των οποίων οι γονείς ασχολούνταν αποκλειστικά με τη γεωργία. Πρώτο που λειτούργησε ήταν η Κασσαβέτεια Γεωργική σχολή Αϊδινίου με αθρόα προσέλευση μαθητών. Το ενδιαφέρον της Πολιτείας συνεχίζεται με την καθιέρωση της «Πράσινης Γιορτής» το 1916, που στόχευε στη δενδροφύτευση από τους μαθητές και στη σύσταση σχολικών κήπων, αλλά γρήγορα έχασε την αξία της, ενώ το 1920, κάτω από την εποπτεία του υπουργείου Γεωργίας, θα συνταχθεί από τον Σ. Χασιώτη και θα ψηφιστεί ο Ν.2203 «Περί κατωτέρων γεωργικών σχολείων» (ΦΕΚ 136, 24/6/1920), που διέκρινε σε δυο κατηγορίες τα σχολεία της κατώτερης βαθμίδας, σε γενικά και ειδικά, με ετήσια φοίτηση. Μέχρι το 1930 είχαν ιδρυθεί δεκατρία πρακτικά γεωργικά σχολεία αλλά τα περισσότερα δε λειτούργησαν εξαιτίας της σταδιακής απροθυμίας των μαθητών να φοιτήσουν σ’ αυτά, αφού δεν μπορούσαν στη συνέχεια να γίνουν δημόσιοι υπάληλλοι και εξαιτίας της αποκλειστικής απασχόλησης των γεωπόνων με την αποκατάσταση των ακτημόνων καλλιεργητών και των προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής (Κανδήλα, 2001).

          Στην πολιτική φιλολογία, το όνομα του Αλ. Παπαναστασίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ίδρυση και επέκταση των γεωργικών συνεταιρισμών και τη γενικότερη γεωργική ανάπτυξη (Καλαφάτης, 2001). Στην «Οικουμενική Κυβέρνηση» υπό τον Αλ. Ζαίμη το 1926 αναλαμβάνει το υπουργείο Γεωργίας, θέση που διατήρησε και στη διάδοχη κυβέρνηση «ευρέος συνασπισμού» (2/8/1927) μετονομάζοντας το κόμμα που έχει ο ίδιος ιδρύσει από «Δημοκρατικό» σε «Εργατοαγροτικό». Στις 3/2/1928 παραιτείται από το υπουργείο Γεωργίας (Βερέμης, 1987), ενώ Υπουργός Γεωργίας θα χρηματίσει και το 1931.

          Η σχέση του Αλ. Παπαναστασίου με την εκπαίδευση είχε ξεκινήσει από το 1910, όταν συμμετείχε στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Την περίοδο αυτή θα είναι ο εμπνευστής του Ν.Δ. «Περί στοιχειώδους γεωργικής εκπαίδευσης» (ΦΕΚ 220, 14/10/1927), που θα τροποποιηθεί την επόμενη χρονιά από την κυβέρνηση Βενιζέλου με το Ν.3600 «Περί κυρώσεως και τροποποιήσεως του από 7/10/1927 Ν.Δ. περί στοιχειώδους γεωργικής εκπαιδεύσεως» (ΦΕΚ 121, 11/7/1928), όπου και τις δυο φορές ο ίδιος ηγείται του υπουργείου Γεωργίας. Ο νόμος αυτός προέβλεπε στο τρίτο άρθρο του τη σύσταση Κυριακών Γεωργικών σχολείων (Κ.Γ.Σ.) σε κάθε δημοτικό σχολείο. Σ’ αυτά φοιτούσαν υποχρεωτικά οι απόφοιτοι του δημοτικού σχολείου, αγόρια και κορίτσια, εκτός απ’ αυτούς που συνέχιζαν τις σπουδές τους στη μέση εκπαίδευση ή σε κατώτερα γεωργικά σχολεία ή αφοσιώνονταν σε επαγγέλματα άσχετα με τη γεωργία ή είχαν υπερβεί το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας τους. Μπορούσε να ιδρυθεί και ειδικό τμήμα γυναικείας στοιχειώδους μετεκπαίδευσης όπου οι μαθήτριες θα διδάσκονταν ειδικότερα γεωργικά μαθήματα αναγόμενα στον κύκλο των γυναικείων έργων, όπως σηροτροφία, μελισσοκομία, ορνιθοτροφία, υγιεινή και οικοκυρικά μαθήματα. Η διάρκεια της φοίτησης στα Κ.Γ.Σ. δεν μπορούσε να είναι λιγότερη από δύο εξάμηνα και περισσότερη από τέσσερα. Με την υπ’αριθ. 2943 απόφαση του υπουργείου Γεωργίας της 10/1/1929 ορίστηκε η φοίτηση στα Κυριακά Γεωργικά Σχολεία να είναι διετής και ο χρόνος διδασκαλίας ανά έτος 40 τουλάχιστον ημέρες με τετράωρη ημερήσια διδασκαλία από τις οποίες οι δυο ώρες διατίθεντο για πρακτικές ασκήσεις. Στα σχολεία αυτά δίδασκαν δάσκαλοι που είχαν αποφοιτήσει από τα γεωργικά φροντιστήρια, που είχαν ιδρυθεί παράλληλα, λαμβάνοντας σαν επιμίσθιο το ¼ των αποδοχών τους από την κοινότητα ή το δήμο που ανήκε το σχολείο. Οι δάσκαλοι που είχαν πτυχίο γεωργικής σχολής ή αγροτικού ορφανοτροφείου ή γεωργικών γυμνασίων απαλλάσσονταν από τη φοίτηση στα γεωργικά φροντιστήρια, ενώ η διδασκαλία στα Κ.Γ.Σ. μπορούσε ν’ανατεθεί και στους αποφοίτους μέσων γεωργικών σχολών. Με απόφαση του Γεωργικού Συμβουλίου του υπουργείου Γεωργίας ορίζονταν τα διδασκόμενα σ’ αυτά μαθήματα, ο τρόπος διδασκαλίας τους και η διάρκεια φοίτησης. Ιδιαίτερη μνεία γινόταν για τη σύσταση σχολικού κήπου ανεξάρτητα από το γυμναστήριο και τον αύλειο χώρο στο πρώτο ήδη άρθρο του Ν.Δ. «Περί στοιχειώδους γεωργικής εκπαιδεύσεως» και στη συνέχεια στο Ν.3600, όπου ρητά ορίζεται ότι «ουδέν κτίριον σχολείου ανεγείρεται άνευ εξασφαλίσεως κατάλληλου και επαρκούς χώρου προς σύστασιν σχολικού κήπου».

          Το πέμπτο άρθρο του ίδιου νόμου ίδρυε στην Ανώτερη Γεωπονική Σχολή της Αθήνας ή σε άλλη ισότιμη στις γεωργικές σχολές όπως επίσης και στους μη ειδικούς γεωργικούς σταθμούς από ένα γεωργικό φροντιστήριο, που σκόπευαν στη γεωργική μόρφωση δασκάλων που βρίσκονταν σε υπηρεσία, ώστε στη συνέχεια να χρησιμεύσουν ως δάσκαλοι των νεοσυστημένων Κυριακών σχολείων. δάσκαλοι που θα υποδεικνύονταν από το υπουργείο Παιδείας προς φοίτηση θα προτιμούνταν μεταξύ αυτών που υπηρετούσαν σε σχολεία αγροτικών κοινοτήτων ή δήμων και αυτών που υπηρετούσαν σε πολυτάξια σχολεία εύπορων δήμων ή κοινοτήτων, οι οποίες ζητούσαν τη σύσταση γεωργικού σχολείου. Προϋποθέσεις που ζητούνταν από τους δασκάλους που θα φοιτούσαν ήταν να μην έχουν ηλικία ανώτερη των σαράντα χρόνων και να φοιτήσουν υποχρεωτικά για ένα πλήρες έτος, κατά τη διάρκεια του οποίου θεωρούνταν ότι βρίσκονταν σε εκπαιδευτική άδεια με πλήρεις αποδοχές. Τα διδακτέα μαθήματα και η ύλη τους, οι ασκήσεις και οι εξετάσεις για την απονομή πιστοποιητικού καθορίζονταν από τον υπουργό Γεωργίας μετά από γνωμοδότηση του Συμβουλίου Γεωργίας. Βασιζόμενο στο πέμπτο άρθρο, το έκτο άρθρο ορίζει ότι ιδρύονται Κυριακά Γεωργικά σχολεία στους δήμους ή κοινότητες από τις οποίες στάλθηκαν δάσκαλοι στα γεωργικά φροντιστήρια ή όπου υπηρετούν δάσκαλοι με πτυχίο γεωργικού φροντιστηρίου ή γεωργικής σχολής ή αγροτικού οικοτροφείου αλλά και σ’ εκείνες τις κοινότητες που θ’ ανελάμβαναν να διορίζουν και να μισθοδοτούν γεωπόνο γι’αυτό το σκοπό. Γεωπόνοι επίσης, υπάλληλοι του υπουργείου Γεωργίας μπορούσαν να διδάξουν προσωρινά στα Κ.Γ.Σ. μέχρι την αποφοίτηση των δασκάλων από τα γεωργικά φροντιστήρια.

          Οι θέσεις καθηγητών των γεωργικών μαθημάτων στα Διδασκαλεία αρρένων και θηλέων, ιεροδιδασκαλεία και μέσα και κατώτερα γεωργικά σχολεία πληρώνονταν από τους πτυχιούχους Διδασκαλείου και ανώτερης Γεωπονικής σχολής, στην περίπτωση, όμως, που δεν υπήρχαν κάτοχοι και των δυο πτυχίων διορίζονταν πτυχιούχοι μόνο ανώτερης Γεωπονικής σχολής. Το υπουργείο Παιδείας ήταν αρμόδιο για τον ορισμό του αριθμού, όχι ανώτερο από δύο, των εισακτέων στην Ανώτερη Γεωπονική σχολή δασκάλων, ύστερα από διαγωνισμό, με την προϋπόθεση να έχουν πενταετή τουλάχιστον διδασκαλική προϋπηρεσία και ηλικία όχι ανώτερη των τριάντα ετών. Με τους ίδιους όρους δημόσιοι υπάλληλοι, απόφοιτοι ανώτερης Γεωπονικής σχολής μπορούσαν να φοιτήσουν στα μονοτάξια Διδασκαλεία για την απόκτηση πτυχίου.Με διαταγή επίσης του υπουργού Παιδείας, ύστερα από πρόταση του υπουργείου Γεωργίας, μπορούσε να οργανωθεί μετεκπαίδευση δασκάλων και Επιθεωρητών στα συνέδρια των δασκάλων προς παρακολούθηση σειράς γεωργικών μαθημάτων που θα διδάσκονταν από γεωπόνους που θα όριζε το υπουργείο Γεωργίας μαζί με το πρόγραμμά τους. Στο υπουργείο Γεωργίας επίσης συστηνόταν τμήμα γεωργικής εκπαίδευσης, υπεύθυνο για την έκδοση οδηγιών για τους γεωργούς, βιβλίων για τη διδασκαλία των γεωργικών μαθημάτων σε μορφή οδηγιών για τους δασκάλους και μορφωτικών βιβλίων για τους μαθητές, σε γλώσσα απλή και εύληπτη.

          Στην εισηγητική έκθεση του νόμου 3600/1928 o νομοθέτης παραδέχεται την έλλειψη μέριμνας από πλευράς του κράτους για την επαγγελματική μόρφωση του γεωργικού πληθυσμού, αν και αυτός αποτελεί την πλειοψηφία του πληθυσμού και τη βάση της οικονομίας της χώρας. Απόδειξη αποτελεί η ύπαρξη 222 γυμνασίων (συμπεριλαμβανομένων και των πρακτικών λυκείων και ημιγυμνασίων) και 446 ελληνικών σχολείων και μόνο δύο μέσων γεωργικών σχολών και ενός κατωτέρου γεωργικού σχολείου σε όλο το κράτος. Την παρούσα στιγμή η ανάγκη οργάνωσης της αγροτικής εκπαίδευσης είναι επιτακτική εξαιτίας της γεωργικής προόδου και της καθοδήγησης που έχουν ανάγκη οι ακτήμονες καλλιεργητές και πρόσφυγες στους οποίους παραχωρήθηκε γη. Πέρα, όμως, από την ειδική μόρφωση του αγροτικού πληθυσμού, οι γεωργικές γνώσεις έπρεπε να μεταδοθούν σε όλη τη σπουδάζουσα νεολαία γιατί αυτό θα συντελούσε στην αρτιότερη μόρφωσή της και στην αύξηση της παρατηρητικότητάς της και γιατί αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να αποδοθεί απ’ όλη την κοινωνία η δέουσα προσοχή στα γεωργικά ζητήματα και να εξυψωθεί ο γεωργικός πολιτισμός. Ο νομοθέτης είχε τη γνώση ότι τα Κ.Γ.Σ. δεν ικανοποιούσαν όλες τις γεωργικές εκπαιδευτικές ανάγκες, είχαν όμως το πλεονέκτημα της εύκολης σύστασης από όλες σχεδόν τις κοινότητες. Πλεονέκτημα θεωρούνταν και η διδασκαλία στα σχολεία αυτά από τους δασκάλους, οι οποίοι πέρα από τη γεωργική τους μετεκπαίδευση είχαν και την απαιτούμενη παιδαγωγική μόρφωση και γνώση των μικρών μαθητών, που θα φοιτούσαν στα Κ.Γ.Σ. Συμπλήρωσή τους θ’ αποτελούσε η μελλοντική λειτουργία κατώτερων γεωργικών σχολείων με διετή φοίτηση των αποφοίτων του δημοτικού σχολείου και η σύσταση γεωργικών γυμνασίων αντί για τα λειτουργούντα στις αγροτικές περιφέρειες κλασικά γυμνάσια ή πρακτικά λύκεια (Σιφναίος, 1928).

          Τα κατώτερα γεωργικά σχολεία θα ιδρυθούν από το Ν.4397/1929 «Περί Στοιχειώδους εκπαιδεύσεως» (ΦΕΚ 309, 16/8/1929), άρθρα 25-38, διακρινόμενα σε τρία είδη ανάλογα με την ειδικότητά τους: σε σχολεία με ειδικότητα τη μεγάλη καλλιέργεια, σε σχολεία με ειδικότητα την κτηνοτροφία και σε σχολεία με ειδικότητα τη δενδροκομία και την αμπελουργία. Η φοίτηση σ’αυτά ήταν διετής, ανώτατο όριο μαθητών ανά τάξη οι τριάντα μαθητές, ενώ προϋπόθεση για την ίδρυσή τους ήταν η προσφορά από μέρους της κοινότητας κατάλληλου αγροκτήματος έκτασης τουλάχιστον πέντε στρεμμάτων. Ο ίδιος νόμος προικοδοτεί τον κάθε νεοϊδρυόμενο σχολικό κήπο με το ποσό των δυο χιλιάδων δραχμών από το Δημόσιο Ταμείο, ποσό που το επόμενο έτος ο Ν.4836/1930 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Ν.4397 περί στοιχειώδους εκπαιδεύσεως» (ΦΕΚ 253, 25/7/1930) θ’ανεβάσει στο ποσό των πέντε χιλιάδων δραχμών και πεντακόσιες δραχμές ετήσια επιχορήγηση.

          Ο Ν.4397/1929 αναφερόμενος στους δασκάλους που είχαν μετεκπαιδευτεί στα γεωργικά φροντιστήρια, ορίζει ότι μπορούν να διοριστούν στα κατώτερα γεωργικά σχολεία ως επιμελητές γεωπόνοι διατηρώντας το βαθμό και το μισθό και τις διατάξεις προαγωγής που ίσχυαν γι’ αυτούς στη δημοτική εκπαίδευση. Ο Ν.4836 τους αναβαθμίζει αφού ορίζει ότι, ελλείψει γεωπόνων αποφοίτων ανώτερης γεωπονικής σχολής, δάσκαλοι οι οποίοι σύμφωνα με το Ν.3600 είχαν μετεκπαιδευτεί για μια διετία σε γεωργικά φροντιστήρια μπορούσαν να διοριστούν διευθυντές γεωργικών σχολείων απολαμβάνοντας τα ίδια προνόμια και προαγωγές με τους δασκάλους που είχαν μετεκπαιδευτεί για μια διετία στο Πανεπιστήμιο, με την προϋπόθεση να είναι πτυχιούχοι Διδασκαλείου δημοτικής εκπαίδευσης ή Ιερατικής σχολής, όπως όριζε συμπληρωματικά ο Ν.5057 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των Ν.4368 Περί Διδασκαλείων της Δημοτικής εκπαιδεύσεως, Ν.4397 περί στοιχειώδους εκπαιδεύσεως και Ν.4190 περί εκπαιδευτικών αδειών των λειτουργών Μέσης εκπαιδεύσεως» (ΦΕΚ 173, 26/6/1931). Οι μετεκπαιδευμένοι δάσκαλοι  στα μονοτάξια γεωργικά φροντιστήρια μπορούσαν να διοριστούν ως επιμελητές γεωπόνοι. Η πρόσκληση για τη γεωργική μετεκπαίδευση γινόταν ανά δύο έτη.

          Το σχολικό έτος 1927-28 λειτούργησαν επτά γεωργικά φροντιστήρια στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, τα Ιωάννινα, τη Λάρισα, τη Φλώρινα και τη Μεσαρά Κρήτης με 156 μετεκπαιδευόμενους δασκάλους. Το επόμενο σχολικό έτος 1928-29 ο αριθμός τους μειώθηκε κατά ένα, αφού καταργήθηκε το γεωργικό φροντιστήριο Φλώρινας λόγω αδυναμίας του ν’ανταποκριθεί στο σκοπό του και ο αριθμός των υποψηφίων για γεωργική μετεκπαίδευση ήταν 140 δάσκαλοι απ’όλες τις εκπαιδευτικές περιφέρειες, η κατανομή των οποίων ανατέθηκε στο εκπαιδευτικό Συμβούλιο ανάλογα με τη γεωργική ενασχόληση των κατοίκων κάθε περιφέρειας. Tην ίδια χρονιά συστήθηκαν 156 Κ.Γ.Σ. στις κοινότητες εκείνες που υπηρετούσαν οι ισάριθμοι δάσκαλοι που μετεκπαιδεύτηκαν την προηγούμενη χρονιά στα μονοετή γεωργικά φροντιστήρια, το σχολικό έτος 1929-30 ιδρύθηκαν 97 Κ.Γ.Σ.(Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ Δ.Ο.Ε., 1930), ενώ η ίδια διαδικασία σύστασης Κυριακών Γεωργικών Σχολείων συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια.

 

 

 

ΙΙΙ. ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

 

          Το ζήτημα της αγροτικής εκπαίδευσης είναι από τα λίγα παραδείγματα αγαστής συνεργασίας και σύμπλευσης απόψεων μεταξύ Δ.Ο.Ε. και υπουργείων Παιδείας και Γεωργίας. Σε όλη τη διάρκεια της περιόδου μια πληθώρα άρθρων αποδεικνύει το ενδιαφέρον των δασκάλων για την αγροτική εκπαίδευση και κυρίως για την αναβάθμιση της ζωής των αγροτών, με τους οποίους οι περισσότεροι συναναστρέφονταν, ενώ η αναγωγή της σε θέμα συζήτησης στις Θ΄, ΙΑ΄, ΙΒ΄ και ΙΕ΄ Γενικές Συνελεύσεις της Δ.Ο.Ε. το πιστοποιεί.

          Η Διδασκαλική Ομοσπονδία θα δώσει το παρόν ήδη στο Α΄ Πανελλήνιο Αγροτικό συνέδριο το Μάιο του 1926, αφού σύμφωνα με την άποψη του τότε Γεν. Γραμματέα της Ε. Παράσχη ανήκουν και οι δυο στην ίδια κατηγορία των αδικουμένων και βρίσκονται σε αμοιβαία εξάρτηση: «Βελτίωση οικονομική κι επαγγελματική του δασκάλου φέρνει ως αποτέλεσμα την ηθική και υλική εξύψωση του αγρότη» (Παράσχης, 1926). Την ίδια γνώμη θα διατυπώσει ο τύπος της εποχής: «Εις το συνέδριον των αγροτικών συνεταιρισμών απεδόθη ο δίκαιος φόρος τιμής εις τας υπηρεσίας, τας οποίας προσέφερον οι δημοδιδάσκαλοι εις την ανάπτυξιν των συνεταιρισμών…Ο δημοδιδάσκαλος, εξ αυτής της φύσεως του επαγγέλματός του και της αμέσου επικοινωνίας του μετά του γεωργικού κόσμου, δύναται να είναι ο φορεύς κάθε προοδευτικής ιδέας παρά τω παραγωγώ λαώ κι αυτός ακριβώς είνε ο προορισμός του» (εφημερίδα «Πρωία», φύλλο της 21/5/1926, όπως αναδημοσιεύεται στο «Διδασκαλικό Βήμα», τχ. 80, 30/5/1926). Όπως συνάγεται και από το ψήφισμα του συνεδρίου, έχει γίνει συνείδηση του αγροτικού κόσμου ότι «ο διδάσκαλος του χωρίου αποτελεί μέλος της αγροτικής οικογενείας διά την μόρφωσιν των τέκνων της οποίας πένεται και νυχθημερόν καταπονείται».

          Ο Ι. Φιωτάκης, διευθυντής του Δημοτικού Σχολείου Αγ. Αθανασίου Κισσάμου Κρήτης, είναι ο πρώτος που θα στείλει ολοκληρωμένες προτάσεις προς τη Θ΄ Γενική Συνέλευση της ΔΟΕ το 1927 για τη γεωργική μετεκπαίδευση των δασκάλων, τη σχετική διδασκαλία της γεωπονικής επιστήμης μέσω εκλαϊκευμένων βιβλίων και την ίδρυση σε κάθε σχολείο αγροκηπίου (Φιωτάκης, 1927). Ακόμα πιο συγκεκριμένες είναι οι προτάσεις του Κ.Καπενικά, δασκάλου του Δ.Σχ. Μυτιληνών Σάμου, για την εισαγωγή του μαθήματος της «Γεωργικής» στις δυο ανώτερες τάξεις του Δημοτικού σχολείου, έστω κι αν χρειαστεί περικοπή των ωρών των Θρησκευτικών και των Τεχνικών, ενώ οι δάσκαλοι δε θα αρκεστούν στη διδασκαλία στα Κυριακά Γεωργικά Σχολεία αλλά σε ένα είδος γεωργικού σταθμού, που θα συστήσει η κάθε κοινότητα κι εκεί θα μορφώνουν τον αγροτικό πληθυσμό με την εκτέλεση γεωργικών πειραμάτων (Καπενικάς, 1927).

          Στις αρχές της εποπτείας και της αυτενέργειας στηρίζονταν και οι προτάσεις του Τζ. Τσαγκιά, διευθυντή του Δημοτικού σχολείου Καλογρέζας κι αντιπροέδρου της Δ.Ο.Ε. τη συνδικαλιστική χρονιά 1928-29, αφού το παιδί έπρεπε να βλέπει και να πιάνει καθετί που έχει σχέση με το μελλοντικό επάγελμά του. Πρότεινε την ίδρυση αγροτικού μουσείου με εκθέματα σπόρους, ρίζες, δείγματα εδαφών, λιπασμάτων, φωτογραφίες ζώων κτλ., τη διδασκαλία μέσω πειραμάτων, τη δημιουργία ενός πειραματικού αγρού σε κάθε κοινότητα, έτσι ώστε να καταστεί πρακτικότερη η αγροτική διδασκαλία, την πραγματοποίηση σχολικών αγροτικών εκδρομών σαν αφορμή όξυνσης της παιδικής παρατηρητικότητας και τη θέσπιση βραβείων για τις καλύτερες καλλιέργειες μεταξύ μαθητών (Τσαγκιάς, 1927).

          Ο Α. Υψηλάντης, πρόεδρος του συλλόγου δασκάλων Μεγαρίδος, κατηγόρησε το Δημοτικό Σχολείο ότι μέχρι τότε «δεν συνήθισε τον αυριανό πολίτη να εργάζεται ούτε τον έφερε σε άμεση επαφή με τη μητέρα γη. Δεν τον εφοδίασε με γνώσεις πρακτικές ούτε με ιδέες προοδευτικές σχετιζόμενες με τη γεωργία αλλά το εναντίον τον κατάντησε να ζη φτωχά, τον έκανε να στερήται» (Υψηλάντης, 1927). Συνεχίζοντας, θεωρεί τους δασκάλους ως τους πιο κατάλληλους να διαδόσουν γεωργικές γνώσεις εξαιτίας του μεγάλου αριθμού τους, της διασποράς τους και στα πιο μακρινά χωριά και γιατί ήταν οι μόνοι μορφωμένοι μεταξύ των αγροτών, ενώ παράλληλα οι μαθητές τους θ’ αναπτύσουν την περιέργεια, την παρατηρητικότητα και την κρίση, θα μορφώνουν παραγωγικό πνεύμα και θα προετοιμάζονται για το επάγγελμα που θ’ ακολουθήσουν. Η καινοτομία του έγκειται στην εισαγωγή της αγροτικής διδασκαλίας σε όλα τα σχολεία της επαρχίας κι όχι μόνο τα 200 ή 300 που θα ιδρύσει το κράτος, με την προσάρτηση μιας έκτασης γης σε κάθε σχολείο και την καλλιέργειά του από τους μαθητές.

          Βασισμένη στην εικοσαετή διδασκαλική του πείρα είναι η πρόταση που απευθύνει προς τη Θ΄ Γεν. Συνέλευση ο Γρ. Μπουρδάκος από τη Στενή Τήνου να χωριστεί το μονοτάξιο αγροτικό σχολείο σε δύο τμήματα, το ανώτερο (Γ΄, Δ΄, Ε΄, Στ΄ τάξεις) και το κατώτερο (Α΄, Β΄τάξεις), από τα οποία το ανώτερο θα φοιτά στο σχολείο το πρωί και το κατώτερο το απόγευμα. Μ’ αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται η λειτουργία του σχολείου, αφού το πρωϊνό ο δάσκαλος, απερίσπαστος από τις μικρές τάξεις, εργάζεται μόνο με τις μεγάλες, ενώ τα μεγαλύτερα παιδιά είναι ελεύθερα το απόγευμα να βοηθήσουν τις οικογένειές τους στις αγροτικές τους εργασίες. Αυτός ο τρόπος λειτουργίας θα καταστούσε τακτικότερη και τη φοίτηση των παιδιών, ενώ παράλληλα θα γλύτωναν το συνωστισμό μέσα στην τάξη, την ορθοστασία ή το κάθισμα στο έδαφος (Μπουρδάκος, 1927).

          Όλες οι παραπάνω προτάσεις αξιοποιήθηκαν κατά τη Θ΄ Γεν. Συνέλευση, στη διάρκεια της οποίας «μετά μακράν συζήτησιν επί του ζητήματος της αγροτικής εκπαιδεύσεως και μετά ανάλυσιν του θέματος υπό ειδικών» διαπιστώθηκε η ανάγκη μόρφωσης του αγρότη  και δημιουργίας αγροτικής συνείδησης, εκφράστηκε η χαρά της Ομοσπονδίας για την αρξάμενη από το υπουργείο Γεωργίας σχετική προσπάθεια, ζήτησε η γενική στοιχειώδης μόρφωση μέσα στο πλαίσιο του ανθρωπιστικού χαρακτήρα της να προσλάβει και γεωργική χροιά με την κατάλληλη διαρρύθμιση του αναλυτικού προγράμματος και απαίτησε την κατάργηση των Ελληνικών σχολείων και την ταυτόχρονη μετατροπή τους σε Γεωργικά Γυμνάσια. Για το σκοπό αυτό η Συνέλευση ζήτησε από το υπουργείο Γεωργίας να τροποποιήσει το υπό κατάρτιση νομοσχέδιο «Περί στοιχειώδους γεωργικής εκπαιδεύσεως», έτσι ώστε να αρθεί ο περιορισμός του ορίου ηλικίας για τη μετεκπαίδευση των δασκάλων τόσο στην Ανώτατη Γεωπονική σχολή όσο και στα μονοετή γεωργικά φροντιστήρια, να γίνει και για τα ήδη υπάρχοντα σχολεία υποχρεωτική η σύσταση σχολικού κήπου και να ληφθεί πρόνοια για τη γεωργική οικοκυρική μόρφωση των κοριτσιών. Το ψήφισμα της Συνέλευσης κλείνει με τη δήλωση της απόφασής της να συντελέσει στη συνειδητοποίηση από τις αγροτικές μάζες των αγροτικών εκπαιδευτικών προβλημάτων σε σχέση και προς τη δημιουργία αγροτικού πολιτισμού (Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΔΟΕ, 1927).

          Η επόμενη σχετική με τη γεωργική εκπαίδευση απόφαση θα ληφθεί στη διάρκεια της ΙΑ΄ Γεν. Συνέλευσης το 1928 και θ’ αφορά το διορισμό όσων μετεκπαιδεύτηκαν στα γεωργικά φροντιστήρια σε πρακτικά σχολεία, διαβαθμιζόμενοι όπως και το υπόλοιπο προσωπικό τους, όταν υπηρετούν δε στα δημόσια σχολεία ν’ απολαμβάνουν τα ίδια ευεργετήματα ως προς το χρόνο προαγωγής με τους μετεκπαιδευθέντες στο Τεχνικό Διδασκαλείο (Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΔΟΕ, 1928). Ζητούσαν, δηλαδή, συντόμευση του χρόνου προαγωγής τους κατά δυο έτη και κρατικοποίηση του επιδόματός τους. Ήδη, όμως, το υπόμνημα που πολλοί μετεκπαιδευόμενοι είχαν στείλει στις 30/11/1928, με το οποίο ζητούσαν να γίνει διετής η μετεκπαίδευση στα γεωργικά φροντιστήρια, έχει αρνητική αντιμετώπιση από το υπουργείο Γεωργίας, που όχι μόνο θεωρεί επαρκέστατη τη μονοετή μετεκπαίδευσή τους για το διορισμό τους στα Κ.Γ.Σ, όπου μεταδίδονται στοιχειώδεις κι όχι επαγγελματικές γεωπονικές γνώσεις, αλλά και ξεκαθαρίζει με την υπ’ αριθμ. 15811/27-12-1928 εγκύκλιό του ότι «επ’ουδενί λόγω το καθ’ημάς υπουργείον είναι προδιατεθειμένον να εισηγηθή νομοθετικόν διάταγμα διά την τοποθετησίν των ως καθηγητών επαγγελματικών γεωργικών σχολών, διότι ως έδει να έχουν αντιληφθή, εις τα φοντιστήρια αποκτούν στοιχειώδεις γνώσεις γεωπονίας τελείως ανεπαρκείς προς κατάληψιν των ανωτέρω θέσεων». Η Δ.Ο.Ε. επικροτεί την άρνηση του κράτους να ικανοποιήσει αυτό το αίτημα, αφού διαβλέπει την επιθυμία τους να μεταπηδήσουν στη Μέση εκπαίδευση διδάσκοντας πλέον στα Μέσα Γεωργικά σχολεία.

          Η εφαρμογή των Κ.Γ.Σ. είχε προκαλέσει την εμφάνιση των πρώτων πρακτικών προβλημάτων. Ο περιορισμός της ηλικίας φοίτησης των παιδιών στα Κ.Γ.Σ. μέχρι το 14ο έτος της ηλικίας τους απέκλειε τους περισσότερους από τους αποφοιτήσαντες από τα πλήρη εξατάξια σχολεία, και τέτοια ήταν όλα τα σχολεία των Νέων χωρών, ενώ η κυριακάτικη φοίτηση θα προσκρούσει και στη διάθεση των χωρικών αυτή την ημέρα να πάνε εκκλησία ή να ψυχαγωγηθούν ή ν’ ασχοληθούν με κάποια προσωπική τους εργασία αλλά και στην παιδική ψυχοσύνθεση, που την Κυριακή θα προτιμήσει να παίξει από το να καθήσει στο θρανίο για έβδομη συνεχή ημέρα. Ο δάσκαλος, επίσης, ζημιώνει το παιδαγωγικό του έργο με την ακατάπαυστη καθημερινή εργασία, κάτι που απαιτεί χαλύβδινη ψυχική και σωματική υγεία. Προβληματική καθίσταται, άλλωστε, και η συνεννόηση του μετεκπαιδευμένου δασκάλου με τα μέλη του κοινοτικού συμβουλίου, άτομα που η αμάθεια των αγροτών αποτελεί γι’αυτά τον ευκολότερο τρόπο εκμετάλλευσής τους, γι’αυτό και παρεμποδίζουν  με κάθε τρόπο την ίδρυση των Κ.Γ.Σ. και αρνούνται την απόδοση του επιμισθίου στο δικαιούχο δάσκαλο. Λύσεις σχετικές που προτείνονται από τον Ζ. Βλόντη, μετέπειτα πρόεδρο της Δ.Ο.Ε., είναι η μεταμεσημβρινή διδασκαλία των γεωργικών μαθημάτων κάθε Τετάρτη και Σάββατο σε όλα τα παιδιά αλλά και στους απόφοιτους από διετίας εκτός κι αν συνεχίζουν τις σπουδές τους στη μέση εκπαίδευση και η υποχρεωτική αναγραφή της πίστωσης που αφορά το επιμίσθιο των δασκάλων που αποφοίτησαν από τα γεωργικά φροντιστήρια, το οποίο θα εισπράττεται ως δημόσιο έσοδο από το Δημόσιο Ταμείο (Βλόντης, 1929).

          Αλλού προτείνεται η απόδοση στο δάσκαλο κάποιων στρεμμάτων γης που θα τα εκμεταλλεύεται για λογαριασμό του με την υποχρέωση η καλλιέργεια να είναι επιστημονική και το παράδειγμά του θα είναι η πιο εύγλωττη θεωρία προς τους καχύποπτους γεωργούς (Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΔΟΕ, 1929α). Ανάλογο αίτημα για κρατικοποίηση του επιδόματος που παρέχεται στους μετεκπαιδευμένους γεωργικά από τις κοινότητες και την υποχρεωτική διδασκαλία διά νόμου στοιχειωδών γεωργικών γνώσεων στις Ε΄και Στ΄τάξεις αποστέλλουν στη Δ.Ο.Ε. και οι μετεκπαιδευόμενοι στο Γεωργικό φροντιστήριο Ιωαννίνων (Σακελλαρίου, 1929). Πρόβλημα, όμως, αποτελεί και η έλλειψη μαθητών (Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΔΟΕ, 1929β), γεγονός που καθιστά το θεσμό των Κ.Γ.Σ. εντελώς άσκοπο, γι’αυτό και η Δ.Ο.Ε. συνιστά στους γεωργικά μετεκπαιδευμένους δασκάλους να φροντίσουν για τη  συστηματική διαφώτιση των αγροτών.

          Η κακή κατάσταση των Κ.Γ.Σ. βεβαιώνεται και από τον Κ.Παναγιωτόπουλο, Γεν. Γραμματέα του Γεωργικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης: «Δυστυχώς τα Κ.Γ.Σ. είχον εγκαταλειφθή εις την τύχην των. Εις τα πλείστα τούτων δεν είχεν αναγραφεί ουδεμία πίστωσις ούτε διά το επιμίσθιον των μετεκπαιδευθέντων δημοδιδασκάλων ούτε διά την λειτουργίαν αυτών (…), ουδέν γεωργικόν εργαλείον διέθετον και δέν είχον τα μέσα να οργανώσουν ούτε μικρόν τινά σχολικόν κήπον» (Παναγιωτόπουλος, 1929). Θα προτείνει κι αυτός τα μαθήματα να γίνονται τις καθημερινές κι όχι τις Κυριακές και υποχρεωτικά στους μαθητές των δυο μεγαλύτερων τάξεων του δημοτικού σχολείου, να ενισχυθούν οικονομικά τα Κ.Γ.Σ. από το κράτος  για να πάψει η οικονομική τους εξάρτηση από τις κοινότητες και ο έλεγχός τους ν’ανατεθεί στα γεωργικά επιμελητήρια. Θα μπορούσε επίσης να γίνει μελέτη των ιδιαίτερων κλιματολογικών συνθηκών κάθε περιοχής, της ποιότητας του εδάφους, των οικονομικών συνθηκών του τόπου από ειδικούς επιστήμονες και ύστερα να ιδρυθούν Κ.Γ.Σ., όπου χρειάζεται (Γκάκας, 1930).

          H διοίκηση της Δ.Ο.Ε. εν όψει της ΙΓ΄ Γενικής Συνέλευσης θα υιοθετήσει την τροποποίηση της μετασχολικής γεωργικής εκπαίδευσης των μαθητών σε σχολική επεκτείνοντάς την σε όλες τις τάξεις του δημοτικού σχολείου. Σε σχετικό άρθρο του ο Γεν. Γραμματέας Β. Παπάς αναφέρει ότι αναγκαστική συνέπεια αυτής της αλλαγής θα είναι η τροποποίηση του αναλυτικού προγράμματος με σκοπό να μπουν στοιχειώδεις γεωργικές γνώσεις σε όλες τις τάξεις, η συστηματικότερη διδασκαλία γεωργικών μαθημάτων στα Διδασκαλεία, η τροποποίηση του νόμου «Περί διδακτικών βιβλίων», ώστε να μπουν κομμάτια γεωργικής φύσης σε όλα τα αναγνωστικά αλλά να γραφούν και ιδιαίτερα αναγνωστικά με γεωργικό περιεχόμενο, ενώ, τέλος, συστήνει τη γεωργική μετεκπαίδευση όλου του διδακτικού προσωπικού τους μήνες των διακοπών (Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΔΟΕ, 1930). Το πνεύμα αυτών των θέσεων  συμπλέει με τις απόψεις που έχει διατυπώσει λίγους μήνες νωρίτερα ο Α. Παπαναστασίου σε αγόρευσή του στη Βουλή κατά τη συνεδρίαση της 2/7/1929, στη διάρκεια της συζήτησης για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και τα γεωργικά σχολεία που η κυβέρνηση Βενιζέλου ήθελε να συστήσει. Ο εμπνευστής των Κυριακών γεωργικών σχολείων τονίζει ότι η γεωργική εκπαίδευση αποτελεί συμπληρωματική εκπαίδευση στα πλαίσια του εξάχρονου δημοτικού σχολείου, και στοχεύει στον προσανατολισμό των παιδιών στη γεωργική παιδεία και στην απόκτηση σταθερών γεωργικών γνώσεων, ώστε ν’ αποκτήσουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την έρευνα, να καταστούν προοδευτικοί και ν’ αυξήσουν την παραγωγικότητά τους (Λευκοπαρίδης, 1957), απόψεις που αγνοήθηκαν, αφού η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων δεν υποστήριξε οικονομικά τα γεωργικά σχολεία θυσιάζοντάς τα στο βωμό της οικονομικής δυσπραγίας στην οποία οδήγησε και την Ελλάδα η οικονομική κρίση του 1929.

 

 

 ΙV. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
 

          Η γεωργική εκπαίδευση αποτέλεσε την περίοδο του μεσοπολέμου μια αμοιβαία επιθυμία του διδασκαλικού κόσμου και της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων, έτσι ώστε ν’απεξαρτηθεί η εκπαίδευση από την κλασική παιδεία και να της δοθεί ένας νέος τεχνικός προσανατολισμός. Βασιζόταν στην πεποίθηση και των δυο ότι η καθολική ευημερία στηριζόταν και στην ανάπτυξη της γεωργίας, απαραίτητη προϋπόθεση, όμως, γι’αυτό ήταν η καλλιέργεια γεωργικής συνείδησης σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, κάτι που μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την κατάλληλη γεωργική μόρφωση. Κύρια επιδίωξη και των δυο ενδιαφερόμενων μερών ήταν η γεωργική κοινωνικοποίηση των μαθητών που θα παρέμεναν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους μέσω της  δημιουργίας ερεθισμάτων, της παροχής στοιχειωδών γνώσεων και της σύσφιξης του συναισθηματικού δεσμού με τη γενέθλια γη από αυτή την ευαίσθητη ηλικία. Μακροπρόθεσμα, αυτά τα παιδιά θα συγκροτούσαν μια νέα γενιά καταρτισμένων αγροτών, που θα λειτουργούσαν εκσυγχρονιστικά αναφορικά με τα γεωργικά τους ενδιαφέροντα και θα επαναδιαπραγματεύονταν την κοινωνική τους θέση.

          Παρ’ όλα αυτά, η εκπαιδευτική πολιτική όλων των προηγούμενων  κυβερνήσεων περιοριζόταν στην ίδρυση της Ανωτάτης Γεωπονικής σχολής και μερικών μέσων γεωργικών σχολών και η πρώτη ειλικρινής προσπάθεια στάθηκε η γεωργική μετεκπαίδευση των δασκάλων και η ίδρυση των Κυριακών Γεωργικών Σχολείων. Με τη σειρά τους κι αυτά ξέπεσαν σε τυπικά και ανεφάρμοστα νομοθετήματα εξαιτίας των κομματικών αντιγνωμιών και των φαινομενικών οικονομικών δυσχερειών του κράτους, που δεν φρόντισε να τα επανδρώσει με τα κατάλληλα υλικά αλλά και των αστήρικτων δεδομένων, κοινωνικών και παιδαγωγικών, που έφεραν τους μετεκπαιδευόμενους δασκάλους σε σύγκρουση τόσο με την κοινοτική αρχή όσο και με τους γονείς των μαθητών τους, που θεώρησαν την κυριακάτικη ξεκούρασή τους σημαντικότερη από τη γεωργική τους επιμόρφωση. Όλα τα σχετικά άρθρα των δασκάλων που δημοσιεύτηκαν στο «Διδασκαλικό Βήμα» συνηγορούν πως ο σκοπός των Κ.Γ.Σ. δεν επιτεύχθηκε, αφού απέτυχαν να εμπνεύσουν στους μαθητές και τους γονείς τους την αγάπη για τη γεωργία, που όλοι περιφρονούσαν και την εκτίμηση για τον εργάτη της, ωθώντας τον στην αστυφιλία.

          Η γεωργική εκπαίδευση απέτυχε παρά την επικαιρότητα που της προσέφεραν οι ιστορικές συγκυρίες και παρά την εύνοια που της εξασφάλισε η γενικότερη τάση προς την πρακτική εκπαίδευση. Η αποτυχία του θεσμού μπορεί ν’ αποδοθεί σε διάφορους μεταξύ τους λόγους, με κυριότερο ανάμεσά τους τη λανθασμένη επιλογή της Πολιτείας να εξαρτήσει οικονομικά τη λειτουργία του από τους δήμους και τις κοινότητες και όχι να τον επιχορηγεί η ίδια και να εξοπλίζει τα Κ.Γ.Σ. με εργαλεία και υλικά, ώστε η παρεχόμενη εκπαίδευση να είναι ελκυστική και αποδοτική για τους μαθητές. Υπολογίσιμος λόγος αποτυχίας μπορεί επίσης να θεωρηθεί η απαξίωση της χειρωνακτικής εργασίας και οι δυσβάστακτες συνθήκες ζωής και εργασίας των ίδιων των γεωργών, που θεωρούσαν τη θέση τους κατώτερη οικονομικά και κοινωνικά και δεν ήθελαν να την κληροδοτήσουν στα παιδιά τους, αντίθετα χρησιμοποίησαν το πελατειακό σύστημα στοχεύοντας σε μια θέση γι’αυτά στην κρατική μηχανή, παραγνωρίζοντας ότι αυτή η τακτική συνέβαλλε στη συστηματική συσκότιση των πραγματικών γεωργικών προβλημάτων τους (Ψαρρού, 1986 καιΤσουκαλάς, 1992). Ευθύνες για την αποτυχία του θεσμού θα μπορούσαν ν’ αποδοθούν και στους δασκάλους που ανέλαβαν αυτό το έργο σχετικά με τον τρόπο που λειτούργησαν το θεσμό, τη διπλωματία που ανέπτυξαν προκειμένου να τον εδραιώσουν στη συνείδηση του αγροτικού κόσμου και την επαρκή γνώση των νέων μεθόδων εργασίας, ώστε να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των μαθητών.

          Το συμπέρασμα που συνάγεται από την πολιτική της Δ.Ο.Ε. σχετικά με τη γεωργική εκπαίδευση και μετεκπαίδευση είναι η αποδοχή της φιλοσοφίας των νόμων που θεσπίστηκαν, όχι όμως και του τρόπου επιβολής τους, αφού τους αντιμετώπισαν συντεχνιακά και προσπάθησαν να τους εκμεταλλευτούν προς όφελος επαγγελματικό των δασκάλων. Ο διδασκαλικός κόσμος αιτείται τη γενίκευση της μετεκπαίδευσης στα διετή γεωργικά φροντιστήρια ύστερα από κατάργηση των μονοετών και, σε αντικατάσταση των Κυριακών Γεωργικών σχολείων, ζητά τη διδασκαλία των στοιχειωδών γεωργικών γνώσεων στις δυο ανώτερες τάξεις των δημοτικών σχολείων των γεωργικών περιφερειών από τους γεωργικά μετεκπαιδευόμενους δασκάλους με παράλληλο εμπλουτισμό του αναλυτικού προγράμματος. Αυτός είναι ο προσφορότερος τρόπος ώστε και το Δημοτικό σχολείο να διατηρήσει το γενικό χαρακτήρα του και οι αγροτικές γνώσεις να μεταδοθούν σε όλο τον αγροτικό σχολικό πληθυσμό. Η συμπλήρωση των γνώσεων των μαθητών, στη συνέχεια, ζητούν να πραγματοποιείται στα κατώτερα γεωργικά σχολεία των αγροτικών περιφερειών, που το κράτος όχι μόνο έπρεπε να ιδρύσει αλλά και να ενισχύσει με κρατικές επιχορηγήσεις και άρτιο προσωπικό (Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΔΟΕ, 1931).

    Η ίδρυση μεμονωμένων κατώτερων γεωργικών σχολείων αντιστάθμιζε στο ελάχιστο τις διεκδικήσεις της Δ.Ο.Ε., αφού το μόνο αίτημά της που ικανοποιήθηκε ήταν η διετής γεωργική μετεκπαίδευση. Όσο για το θεσμό της διετούς γεωργικής μετεκπαίδευσης των δασκάλων είχε μοναδικό πλεονέκτημα το διορισμό των μετεκπαιδευομένων ως διευθυντών ή επιμελητών στα κατώτερα γεωργικά σχολεία, τότε μόνο όταν οι θέσεις αυτές δεν καλύπτονταν από ειδικά μορφωμένους γεωπόνους, κάτι που δεν υπήρχε ελπίδα να συμβεί λόγω της υπεραριθμίας των τελευταίων. Παρά την αρχική του καλή διάθεση, το κράτος, για οικονομικούς πιθανότατα λόγους, έδειξε απρόθυμο να συμβάλει με ρεαλιστικές και μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις στην πραγματική αναβάθμιση της αγροτικής εκπαίδευσης αλλά και των δασκάλων, που είχαν επενδύσει στη γεωργική μετεκπαίδευσή τους, με αποτέλεσμα η αγροτική εκπαίδευση ν’αφεθεί στην τύχη της. Η μετεκπαίδευση των δασκάλων στα γεωργικά φροντιστήρια λειτούργησε μέχρι το 1940 (Ευαγγελόπουλος, 1998).

 

  

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Βερέμης, Θ. (1987). «Ο αγώνας για την ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας και ο Αλ. Παπαναστασίου-Ένα χρονικό». Στο Γ.Αναστασιάδης, Γ. Κοντογιώργης και Π.Πετρίδης (επιμ.). Αλ. Παπαναστασίου. Θεσμοί, Ιδεολογία και Πολιτική στο Μεσοπόλεμο (σ.257). Αθήνα: Πολύτυπο.

Βλόντης, Ζ. (1929). «Μια ματιά στο νόμο «γεωργικής μετεκπαιδεύσεως», Διδασκαλικό Βήμα, τχ. 230, 16/6/1929, σσ. 5-6.

Γκάκας, Η. (1930).  «Το Κυριακό Γεωργικό σχολείο», Διδασκαλικό Βήμα, τχ. 263, 9/2/1930, σ. 5.

Ευαγγελόπουλος, Σ. (1998). Ελληνική εκπαίδευση. Β΄, σ. 223. Αθήνα: Ελληνικά γράμματα.

Ευελπίδης, Χρ. (1939). Οικονομική Ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος. Σύντομος επισκόπησις, σ.86. Αθήνα.

Η ΔΙΟΚΗΣΗ ΤΗΣ ΔΟΕ (1927). «Ψηφίσματα της Θ΄ Γενικής Συνέλευσης της Δ.Ο.Ε.», Διδασκαλικό Βήμα, τχ. 130, 22/5/1927, σ. 6.

Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΔΟΕ (1928). «Πρακτικά της ΙΑ΄ Γενικής Συνελεύσεως της Δ.Ο.Ε.», Διδασκαλικό Βήμα, τχ. 174, 13/5/1928, σ. 41.

Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΔΟΕ, (1929α).  «Και κάτι άλλο», Διδασκαλικό Βήμα, τχ. 248, 27/10/1929, σ. 2.

Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΔΟΕ (1929β). «Τα Κυριακά Γεωργικά σχολεία», Διδασκαλικό Βήμα, τχ. 251, 17/11/1929, σσ. 1-2.

Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΔΟΕ (1930). «Για να μπουν τα πράγματα στη θέση τους», Διδασκαλικό Βήμα, τχ. 259, 12/1/1930, σ. 5.

H ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΔΟΕ, (1930). «Έκθεση Δ.Σ. της Δ.Ο.Ε. για την ομοσπονδιακή χρονιά 1929-30», Διδασκαλικό Βήμα, τχ. 284, 6/7/1930, σ. 8

Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΔΟΕ, (1931). «Η γεωργική εκπαίδευση», Διδασκαλικό Βήμα, τχ. 356, 13/12/1931, σ. 1.

Καλαφάτης, Θ. (2001). «Α. Παπαναστασίου: Θεωρία και πράξη», περιοδικό Ιστορικά της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», τχ. 103,4/10/2001, σ. 18 (18-23).

Κανδήλα, Ι. (2001). Η Αβερώφειος γεωργική σχολή Λάρισας. Συμβολή στην ιστορία της γεωργικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, σσ. 114-115. Διδακτορική διατριβή. Βόλος: Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Παιδαγωγικό τμήμα Δημοτικής εκπαίδευσης.

Καπενικάς, Κ (1927). «Η γεωργική εκπαίδευσις», Διδασκαλικό Βήμα, τχ. 123, 27/3/1927, σ. 4.

Καραβίδας, Κ. (1978). Αγροτικά. Μελέτη συγκριτική (πρόλογος Ι. Πεσμαζόγλου, εισαγωγή Ν.Μουζέλης). Φωτ. ανατύπωση από την έκδοση του 1931, σσ. 173-174. Αθήνα: Παπαζήσης.

Κυπριανός, Π. – Χουμεριανός, Μ. (2003). «Γεωργική εκπαίδευση και εκσυγχρονισμός του αγροτικού χώρου στην Ελλάδα, 1895-1914», Ίστωρ, τχ. 13, σσ. 52-53 (49-76).

Κωστής, Κ. (1987). Αγροτική Οικονομία και Γεωργική Τράπεζα. Όψεις της ελληνικής οικονομίας στο Μεσοπόλεμο (1919-1928), σσ. 70-71. Αθήνα: ΜΙΕΤ.

Λευκοπαρίδης, Ξ. (επιμέλεια). Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Μελέτες – λόγοι – άρθρα (τόμος Β΄, 1957, σσ. 596-601). Αθήνα: Μορφωτικό Ινστιτούτο Αγροτικής Τραπέζης Ελλάδος.

Μουζέλης, Ν. (1980). «Οικονομία και κράτος στην εποχή του Βενιζέλου». Στο Θ.ΒερέμηςΟ.Δημητρακόπουλος (επιμ.). Μελετήματα γύρω από το Βενιζέλο και την εποχή του (σ. 13). Αθήνα: Φιλιππότης.

Μπουρδάκος, Γ. (1927). «Η φοίτηση στο αγροτικό σχολείο», Διδασκαλικό Βήμα, τχ. 127, 24/4/1927, σ. 4.

Παναγιωτόπουλος, Κ. (1929). «Εισήγησις περί Κυριακών γεωργικών σχολείων», Διδασκαλικό Βήμα, τχ. 256, 22/12/1929, σ. 5.

Παράσχης, Ε. (1926). «Αγρότης και δημοδιδάσκαλος», Διδασκαλικό Βήμα, τχ. 80, 30/5/1926, σ. 2.

Πετμεζάς, Σ. (2002). «Αγροτική Οικονομία». Στο Χ.Χατζηιωσήφ (επιμ.). Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αι., 1922-1940. Ο Μεσοπόλεμος  (τ. Β1, σσ. 236-237). Αθήνα: Βιβλιόραμα

Σακελλαρίου, Σ. (1929). «Επιστολή της ομάδας Γεωργικού φροντιστηρίου Ιωαννίνων προς τη Δ.Ο.Ε.», Διδασκαλικό Βήμα, τχ. 250, 10/11/1929, σ. 5.

Σιάμπος, Γ. (1973). Δημογραφική εξέλιξις της νεωτέρας Ελλάδος, 1821 – 1985 (σ. 35). Αθήνα.

Σιφναίος, Κ. (1928). Εισηγητική έκθεσις του Ν.3600/1928. Στο Πανδέκται νέων νόμων και διαταγμάτων (τ. Γ΄, σσ. 456-460). Αθήνα: Λαμπρόπουλος.

Τσαγκιάς, Τ. (1927). «Στενωτέρα συνεργασία μεταξύ των γεωργικών συλλόγων, συνεταιρισμών και δημοδιδασκάλων», Διδασκαλικό Βήμα, τχ. 124, 3/4/1927, σ. 3.

Τsouderos, Ε. (1919). Le relevement economic de la Grece (μτφρ. από το γαλλικό πρωτότυπο), σσ. 102-103. Paris.

Τσουκαλάς, Κ. (1992, στ΄έκδοση). Εξάρτηση και αναπαραγωγή (σ. 223). Αθήνα: Θεμέλιο.

Υψηλάντης, Α. (1927). «Το Δημοτικό σχολείο και η αγροτική εκπαίδευση», Διδασκαλικό Βήμα, τχ. 126, 17/4/1927, σ. 4.

Φιωτάκης, Ι. (1927). «Στροφή της λαϊκής εκπαιδεύσεως προς την αγροτική εκπαίδευση», Διδασκαλικό Βήμα, τχ. 121, 13/3/1927, σ. 3.

Ψαρρού, Μ. (1986). Κοινωνιολογία της αγροτικής ανάπτυξης (σσ. 209-211). Αθήνα: ΑΤΕ.