ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΔΑΣΚΑΛΩΝ
Νταίζη ΔΑΝΙΗΛΙΔΟΥ
Σχολική Σύμβουλος Π.Ε.
Δρ. των Επιστημών της Αγωγής Παν/μίου Κρήτης
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Για πολλές δεκαετίες η εκπαίδευση των
δασκάλων στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες δε
στόχευε απλά στη μετάδοση κάποιων ελεγχόμενων γνώσεων που εξασφάλιζαν την επαγγελματική κατάρτιση
των εκπαιδευομένων, αλλά και
στην άσκηση ενός αυστηρού πειθαρχικού πλαισίου με
συγκεκριμένες πολιτικό -ιδεολογικές προσεγγίσεις.
Η
μελέτη της πειθαρχίας και του κοινωνικού ελέγχου προσεγγίζονται ως εγγενή
γνωρίσματα του θεσμού των Παιδαγωγικών Ακαδημιών, ως κύρια συστατικά της
οργάνωσης και λειτουργίας τους, και απαραίτητες προϋποθέσεις για να πραγματοποιηθούν οι φανεροί και οι λανθάνοντες
στόχοι τους.
Πέρα από τη συγκεκριμένη επιλογή του τόπου αλλά και του χώρου
της εκπαίδευσης των δασκάλων, ο έλεγχος και ο προγραμματισμός της
δραστηριότητας τους σε όλα τα επίπεδα, το
πρόγραμμα της καθημερινής τους εκπαιδευτικής πρακτικής, η επανάληψη και
τυποποίηση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων, λειτουργούν μέσα σ' ένα πλαίσιο πειθαρχικού συστήματος.
Στην
εισήγηση μας αναφερόμενοι σε συγκεκριμένες πηγές και αρχεία, θα αναλύσουμε τις
πρακτικές του πειθαρχικού συστήματος της εκπαίδευσης των δασκάλων στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες, οι οποίες
χαρακτηρίζονται:
α) Από μια αυστηρή
επιτήρηση όπου κυριαρχεί ένα μόνιμο πεδίο εξουσιαστικών σχέσεων.
β)
Από σύστημα κανόνων και ποινών που αναφέρεται στο χρόνο (καθυστερήσεις, απουσίες), τις δραστηριότητες των σπουδαστών, τη
συμπεριφορά τους (ανυπακοή), το λόγο
(αυθάδεια), το σώμα (απρεπείς χειρονομίες).
γ) Από ένα εξεταστικό σύστημα μέσα στο οποίο
συναρμόζονται οι σχέσεις εξουσίας και
γνώσης.
Στόχος
της εισήγησής μας είναι να αναζητηθούν τα σημεία επαφής ανάμεσα στις επιμέρους
πειθαρχικές πρακτικές με τις ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές και ιδεολογικές συνθήκες λειτουργίας των
εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (Π.Α.) στα οποία φοίτησαν γενιές δασκάλων.
ABSTRACT
For many decades the objective of teachers
education in the Pedagogic Academies (P.A) has been
not only to provide them with a typical knowledge for their future career, but
also to establish a strict disciplinary frame with certain
political-ideological approaches.
Discipline and social control are therefore treated as inbred
characteristics of P.A , as basic elements of their structure and operation , and
necessary conditions in order to achieve their apparent as well as their latent
objectives .
From the choice of location and space for teachers education, to
the regulation and planning of their activities at all levels, the program of
their teaching practice, the reiteration and standardization of specific
activities, everything seems to operate within a frame of disciplinary system.
Using a number of sources and archives, we comment on the
disciplinary system practices of teachers education in
the P.A which are characterize by:
a)A strict
supervision within a field of constant dominating relations .
b)A regulations
and penalties system pertaining to time (delays, dismissals), teachers
activities, their behavior (disobeyance), their
diction (disrespect), their bodies (indecent gestures).
c)An examination system
in which knowledge and domination relations intermingle. The objective of this
report is to look for common grounds between the disciplinary practices used,
and the sociopolitical and ideological frame in which these educational
institutions (P.A)operated.
1. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΤΙΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΕΣ ΑΚΑΔΗΜΙΕΣ.
Η μελέτη της βιβλιογραφίας και των ερευνών σχετικά με την εκπαίδευση των δασκάλων στις Π.Α. μας βοηθάει στο να κατανοήσουμε την πορεία που ακολούθησε η εκπαίδευσή τους σε σχέση με την εξέλιξη του εκπαιδευτικού μας συστήματος στην πολυτάραχη κοινωνικο-πολιτικά νεώτερη ιστορία του τόπου μας.
Στην παρούσα εισήγηση θα προσεγγίσουμε τα θέματα πειθαρχίας και κοινωνικού ελέγχου ως κύρια κοινωνικά συστατικά της οργάνωσης και λειτουργίας των Παιδαγωγικών Ακαδημιών.
Η συγκεκριμένη επιλογή όχι μόνο του τόπου και του χώρου της εκπαίδευσης των δασκάλων, αλλά και ο έλεγχος και ο προγραμματισμός της δραστηριότητας σε όλα τα επίπεδα, το πρόγραμμα της καθημερινής τους εκπαιδευτικής πρακτικής, η επανάληψη και τυποποίηση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων, λειτουργούσαν μέσα σ’ ένα πλαίσιο πειθαρχικού συστήματος.
Στους συγκεκριμένους χώρους των Π.Α. η ιεραρχική επίβλεψη διαχέεται σε όλο το εύρος της λειτουργίας τους. Συνδέεται με την οπτική επιτήρηση και με το σύστημα εξετάσεων όπου οι σπουδαστές συγκρίνονται μεταξύ τους, ιεραρχούνται και συγχρόνως επιτυγχάνεται η κανονικοποίησή τους, μετατρέποντας τον κάθε σπουδαστή σε ατομικό υποκείμενο.
Οι δραστηριότητες που αναπτύσσονται λοιπόν και εξασφαλίζουν την εκμάθηση, την απόκτηση δεξιοτήτων ή τύπων συμπεριφοράς των μελλοντικών δασκάλων, αναπτύσσονται διαμέσου ενός ολόκληρου συνόλου ρυθμισμένων επικοινωνιών (μαθήματα, εξετάσεις, διαταγές, παροτρύνσεις) και διαμέσου μιας σειράς μεθόδων εξουσίας (επιτήρηση, κανονισμοί, ανταμοιβή, τιμωρία, ιεραρχία).
Αυτά τα μπλοκ, όπου εναλλάσσονται οι κανόνες και οι τεχνικές των επικοινωνιών και οι σχέσεις εξουσίας σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, αποτελούν αυτό που ο Φουκώ (Φουκώ, 1991: 90) ονομάζει πειθαρχία.
Δημιουργούνται δηλαδή στο επίπεδο των καθημερινών διεργασιών στο χώρο των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων συστήματα μικροεξουσίας που διασφαλίζουν την υποταγή των ατόμων, αυτό που ο Φουκώ εννοεί διακυβέρνηση μέσω της εξατομίκευσης.
Συγχρόνως ασκείται από το κράτος μέσα από τη νομοθεσία κι ενσωματώνεται κυρίως στο σχεδιασμό και τη δομή του διδακτικού προγράμματος ένας κοινωνικός έλεγχος, επιβάλλοντας συγχρόνως κανονιστικά πλαίσια συμπεριφοράς.
Στο συγκεκριμένο θέμα που εξετάζουμε διερευνούμε πώς λειτουργούν οι μηχανισμοί εξουσίας στις καθημερινές πρακτικές της λειτουργίας των Π.Α. σε σχέση με την ευρύτερη συνάρθρωση των κοινωνικο-πολιτικών σχέσεων σε συγκεκριμένες περιόδους της ιστορίας μας. Συγκεκριμένες αναφορές θα γίνουν αξιοποιώντας το αρχείο της Ζ.Π.Α.Ι. το οποίο αποτέλεσε το υλικό της έρευνάς μας.
2. ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΗΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ: ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ - ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΟΙΝΕΣ
α) Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1934 – 1963
Η όσο το δυνατόν πιο εύκολη επιβολή των σπουδαστών σε συστήματα πειθαρχικών μικρό-μηχανισμών και κανονισμών , η προσπάθεια καθυπόταξή τους σε εξουσιαστικούς μηχανισμούς μέσω ενός αυστηρού θεσμικού πλαισίου, φαίνεται να είναι κάποιοι από τους βασικούς στόχους στους οποίους απέβλεπαν τα πρότυπα οργάνωσης των Π.Α που υιοθετήθηκαν από το ελληνικό κράτος σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας τους.
Στο Π.Δ. 5/22 Μαρτίου 1935 στο άρθρο 8 αναφέρεται ότι “εις τους μαθητάς των Παιδαγωγικών Ακαδημιών επιβάλλονται οι κάτωθι ποιναί δια παραβάσεις των σχολικών διατάξεων”:
1. Παραίνεσις
2. Επίπληξις
3. Προσωρινή αποβολή μέχρι οχτώ ημερών
4. Προσωρινή αποβολή μέχρι ενός έτους
5. Διαρκής αποβολή εκ της Παιδαγωγικής Ακαδημίας εις ην φοιτά
6. Αποκλεισμός από πασών των Παιδαγωγικών Ακαδημιών του κράτους.
Τις δυο πρώτες ποινές επιβάλλει και μόνος ο διδάσκων, την τρίτη και την τέταρτη ο Διευθυντής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και τις τελευταίες επιβάλλει ο Σύλλογος των διδασκόντων, “μετά προηγούμενην έγκρισιν του Υπουργού, δυναμένου να τροποποιεί ταύτας”.
Παράλληλα ο Σύλλογος στην προσπάθειά του ν’ ακολουθήσει μια ενιαία πειθαρχική τακτική, πολλές φορές συντάσσει έναν κανονισμό λειτουργίας της Π.Α. (κάτι ανάλογο με τους σχολικούς κανονισμούς) κι έτσι κωδικοποιεί τα "παιδονομικά μέτρα".
Ο ιδεολογικός ρόλος των κανονισμών παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον καθώς αποτελούν τον καταστατικό χάρτη που ρυθμίζει τη συμπεριφορά όλων των σπουδαστών και όχι μόνον εκείνων που "παρεκτρέπονται".
Οι ρυθμίσεις αυτές βασίζονται σ’ ένα σύστημα πειθαρχίας που συγκροτείται από διάφορες κυρώσεις, απαγορεύσεις, υποδείξεις απαραίτητες για την άσκηση κοινωνικού ελέγχου των σπουδαστών.
Η υπ’ αριθμ. 24814/21 – 3 – 38 εγκύκλιος του ΥΠ.Ε.Π.Θ. αναφέρει ότι η προσοχή και το ενδιαφέρον όλων πρέπει να είναι στραμμένη στο ήθος των σπουδαστών γιατί είναι "οι μέλλοντες διαπαιδαγωγητές και μορφωτές του ήθους της ελληνικής νεότητας".
Η μελέτη των πρακτικών του Συλλόγου καθηγητών της Ζ.Π.Α. τη συγκεκριμένη περίοδο μας παραπέμπει σε θέματα που αφορούν τους κανονισμούς λειτουργίας της σχολής και αναφέρονται: α) στην ενδυμασία των σπουδαστών, β) στην ψυχαγωγία των σπουδαστών εκτός Π.Α. Οι κανονισμοί που αναφέρονται στην ενδυμασία των σπουδαστών/ιών επιδιώκουν την ομοιομορφία στην εμφάνισή τους, ενώ η καθιέρωση του σήματος της Π.Α. έχει α) λειτουργική σημασία στο να διακρίνονται οι σπουδαστές/ιες ότι φοιτούν στην Π.Α. γεγονός που βοηθάει στον κοινωνικό έλεγχο στα πλαίσια μιας προσδοκόμενης συμπεριφοράς, β) συμβολική σημασία που θεωρεί ως αυτονόητη μια συγκεκριμένη συμπεριφορά εντός κι εκτός Π.Α., για την καθιέρωση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής εικόνας του μελλοντικού δασκάλου.
Οι κανονισμοί που αναφέρονται στην ψυχαγωγία των σπουδαστών/ιών, είναι ενδεικτικοί του ασφυκτικού ελέγχου που ασκείται στους σπουδαστές/ιες όχι μόνο εντός της Π.Α. αλλά και εκτός της Π.Α. Πρόκειται για μια σχέση επιτήρησης και ελέγχου της ιδιωτικής ζωής των σπουδαστών/ιών.
Οι κανονισμοί αυτοί ενισχύονται από τις διάφορες απαγορεύσεις, που στόχος τους είναι η συμμόρφωση των σπουδαστών/ιών, ενώ τυχόν παράβασή τους επισύρει τιμωρία.
Η συνεχής επιτήρηση και έλεγχος των σπουδαστών/ιών διαμορφώνει το πλαίσιο ενός αυστηρού σχολικού περιβάλλοντος, εντελώς αντίθετο από τις προσδοκίες που θα είχε κάποιος για μια Ανώτατη Εκπαίδευση των δασκάλων όπως χαρακτηρίζονται οι Π.Α. σύμφωνα με το Α. Ν. 953/1937/ ΦΕΚ 469 τ.Α΄.
Το μικρό απόσπασμα που ακολουθεί μας δίνει μια εικόνα της επιτήρησης και του αυστηρού ελέγχου που ασκείται καθημερινά στην Π.Α.
"Οι του παραρτήματος σπουδασταί θα παραμένωσι κατά τα διαλείμματα εντός της αυλής η δε έξοδος εις την πόλιν θα επιτρέπεται μόνον κατόπιν αδείας του εφημερεύοντος" (Πράξις 50, 29 Μαρτίου 1993).
Η κατανομή των σπουδαστών στο χώρο της Ζ.Π.Α. είναι απαραίτητο στοιχείο για την επιβολή της πειθαρχίας. Με τον τρόπο αυτόν επισημαίνονται οι παρουσίες και οι απουσίες τους, είναι δυνατό σε κάθε στιγμή να επιτηρείται η συμπεριφορά του καθενός, να αξιολογείται, να κυρώνεται, ή αλλιώς είναι εφικτός ο έλεγχος όλων των σπουδαστών/ιών. Ο χώρος λοιπόν της Παιδαγωγικής Ακαδημίας δε λειτουργεί μόνο ως ένας χώρος μάθησης, αλλά και ως ένας χώρος επιτήρησης, ελέγχου και ιεράρχησης.
Η παρακολούθηση και ο έλεγχος των σπουδαστών/ιών γίνονται συστηματικότερα με το θεσμό του "Ταξίαρχου".
Αξιοσημείωτο είναι η χρήση στρατιωτικού τίτλου "Ταξίαρχος" για τον υπεύθυνο καθηγητή κάθε τάξης, που σκοπός του είναι η στενότερη επίβλεψη των σπουδαστών. Οι σπουδαστές έτσι λαμβάνουν το μήνυμα ότι οι καθηγητές εκτός από το ότι κατέχουν τις γνώσεις που είναι υποχρεωμένοι να τους μεταδώσουν, είναι και τα πρόσωπα που διαθέτουν κύρος και εξουσία μέσα στην τάξη, ενώ ταυτόχρονα υπόκεινται και οι ίδιοι σε μια ανώτερη αρχή, το Διευθυντή της Π.Α., τον Υπουργό και το Κράτος.
Το σύστημα επίσης του ενός καθηγητή "Ταξίαρχου", κατόχου της εξουσίας, υπεύθυνου μιας τάξης που εκχωρεί ένα τμήμα της εξουσίας του σε σπουδαστές κάνοντάς τους βοηθούς "επιμελητές", εισάγει μια καινούρια έννοια ιεραρχίας.
Η λειτουργία της επιτήρησης και του ελέγχου βασίζεται σ’ ένα δίκτυο σχέσεων από τα πάνω προς τα κάτω, που απαιτεί απόλυτη υποταγή στην αυστηρά ιεραρχημένη εξουσία.
Σ’ αυτούς τους κανονισμούς "για τη εύρυθμον λειτουργίαν της Ακαδημίας" οι καθηγητές είναι επιτηρητές αδιάκοπα επιτηρούμενοι. Πράγμα που επιτρέπει στη πειθαρχική εξουσία να είναι συνάμα και απόλυτα "αδιάκριτη" αφού παντού και πάντα βρίσκεται σε επαγρύπνηση, αφού δεν αφήνει καταρχήν καμιά ζώνη στο σκοτάδι και ελέγχει αδιάκοπα τους ίδιους αυτούς που έχουν καθήκον να ελέγχουν και απόλυτα "διακριτική διότι λειτουργεί μόνιμα και κατά μεγάλο μέρος σιωπηρά" (Φουκώ Μ., 1989: 235). Οι διάφορες παραινέσεις και συστάσεις προς τους καθηγητές έχουν ως βασική πειθαρχική αρχή τη "λελογισμένη" απόσταση μεταξύ των καθηγητών και σπουδαστών.
Οι σπουδαστές αντιμετωπίζονται ως "ύποπτοι" και παρακολουθούνται σε όλες τους τις εκδηλώσεις εντός και εκτός Π.Α.
Στις περιπτώσεις που οι σπουδαστές (όπως και οι μαθητές του σχολείου) δεν αποδέχονται τις αρχές, τους κανόνες και τα πρότυπα που καθορίζουν τη συμπεριφορά τους, τότε η "θεληματική αποδοχή τους" επιτυγχάνεται κυρίως μέσω της "ποινής" ή σε άλλες περιπτώσεις της "αμοιβής".
Την περίοδο (1934 – 1949) ενεργοποιείται συγχρόνως ένα σύστημα ποινών για θέματα που αφορούν συμπεριφορά (αγένεια, ανυπακοή), το λόγο, (αυθάδεια, απρεπείς εκφράσεις), τη δραστηριότητα (αμέλεια, αντιγραφή σε εξετάσεις, κάπνισμα), το σώμα ("επιλήψημη" στάση, άτοπες χειρονομίες), τη σεξουαλικότητα (σχέσεις με άλλο φύλλο, απρέπεια).
Ενδεικτικό της περιόδου αυτής είναι η αυστηρότητα με την οποία επιβάλλονται οι ποινές στους "μη πειθαρχούντες" σπουδαστές, οι πολλαπλές συγκρούσεις σπουδαστών κυρίως με το Διευθυντή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και η αυστηρή επίβλεψη της ιδιωτικής ζωής των σπουδαστών, με την εμπλοκή ακόμα και της Αστυνομίας.
Η συμμόρφωση των σπουδαστών, ακόμη και εκτός Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με την επιβολή αυστηρών "προδιαγεγραμμένων" κανόνων συμπεριφοράς, θεωρείται απαραίτητο συστατικό στοιχείο στη διαμόρφωση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής συμπεριφοράς που απαιτείται από το μελλοντικό δάσκαλο.
Η ποινή που επιβάλλεται έχει ως στόχο την τιμωρία της "αξιόποινης" πράξης, τη μελλοντική συμμόρφωση των σπουδαστών α) προς τον αντίστοιχο κανόνα, β) στις αποφάσεις μιας ιεραρχικής εξουσίας. Έξω από τη Ζ.Π.Α. ο σπουδαστής ελέγχεται σύμφωνα με ένα συγκεκριμένο ρόλο, που πλησιάζει αυτόν του μαθητή και ελέγχεται ως προς την τήρηση των κανόνων που αναφέρονται σ’ αυτήν τη "μαθητική του ιδιότητα".
Οι συγκρούσεις των σπουδαστών με το Διευθυντή της Ζ.Π.Α. έχουν ως συνέπεια την επιβολή εξοντωτικών ποινών γι’ αυτούς. Αυτό σημαίνει ότι οι σπουδαστές/ιες πρέπει να μάθουν να υπακούουν, να υπόκεινται σε ιεραρχία, να αποδέχονται την επιβολή και αυταρχικότητα με την όσο το δυνατόν μικρότερη διάθεση αντίστασης, δυσαρέσκειας και ανυπακοής.
Τα πολεμικά και πολιτικά γεγονότα της περιόδου 1934 – 1949 δημιουργούν ένα κλίμα ασφυκτικού ελέγχου των σπουδαστών με αλλεπάλληλες διώξεις.
Τα θέματα αυτά απασχολούν το σύλλογο της Ζ.Π.Α. τα χρόνια 1947, 1948, 1949 κυρίως με τη θέσπιση του αναγκαστικού νόμου 509 της 27ης Δεκεμβρίου 1947, "Περί μέτρων ασφαλείας του κράτους, του Πολιτεύματος, του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών", όπου αφενός έθετε εκτός νόμου το Κουμμουνιστικό Κόμμα και τις οργανώσεις που είχαν σχέση μ’ αυτό κι αφετέρου τιμωρούσε αυτή – καθεαυτή τη λεγόμενη κουμμουνιστική δράση.
Τα "έκτακτα" μέτρα τιμωρούσαν την πρόθεση και μόνο και κατά δεύτερο λόγο την πράξη. Κύριος στόχος τους ήταν στην πραγματικότητα οι προθέσεις των διωκόμενων, η πίστη τους σε μια ιδεολογία και η εμμονή τους να μην την αποκηρύσσουν.
Η ευκολία με την οποία κάποιος μπορούσε να θεωρηθεί ότι "συμπαθεί τας αριστεράς αρχάς" και να διωχθεί με φυλάκιση ή εξορία γι’ αυτή του τη "συμπάθεια" είναι ενδεικτική και σ’ ότι αφορά τους σπουδαστές της Ζ.Π.Α.
Την περίοδο αυτή υπάρχουν πάρα πολλές αποφάσεις του Συλλόγου των καθηγητών που σπουδαστές/ιες αποκλείονταν από τη Ζ.Π.Α. ως άτομα "εμφορούμενα από αριστεράς ιδέας" και μόνον αν συμπλήρωναν τις δηλώσεις μετανοίας μπορούσαν πάλι ν’ αποκτήσουν τη σπουδαστική τους ιδιότητα.
Το πλαίσιο των κανονισμών με τις εξονυχιστικές λεπτομέρειες συμπεριφοράς των σπουδαστών εντός και εκτός Π.Α. συνεχίζονται και τα επόμενα έτη(1950-1963) και η παράβασή τους οδηγεί σ’ ένα "μικροσύστημα ποινών".
Οι ποινές γίνονται πιο επιεικείς όταν οι σπουδαστές δηλώνουν έγγραφη μεταμέλεια όπως στην περίπτωση σπουδαστών που "δεν επέδειξαν διαγωγήν συμβιβαζομένην προς τη ιδιότητα σπουδαστών Ακαδημίας" όπου ο Σύλλογος αποφασίζει να εμφανιστούν ενώπιόν του "να δηλώσουν εγγράφως την μεταμέλειάν των, να υποσχεθώσιν ότι δεν θα δώσουν αφορμήν από αντιπειθαρχικής πλευράς και ότι θα αποβώσιν άριστοι δάσκαλοι" (Πράξις 26, 15 Οκτωβρίου 1957).
Αξίζει να τονίσουμε το σημείο όπου αναφέρεται χαρακτηριστικά πώς για να γίνει κάποιος άριστος διδάσκαλος, πρέπει να "μη δώσει αφορμή από αντιπειθαρχικής πλευράς".
Εξακολουθούν να διώκονται σπουδαστές για "πολιτικά παραπτώματα" ενώ η αποκήρυξη "λόγω και έργω του κουμμουνισμού" και "η διαγραφή αυτών εκ των κουμμουνιστικών βιβλίων των αστυνομικών αρχών" ήταν οι προϋποθέσεις για να γίνουν δεκτοί από τις Π.Α.
β) Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1964 -1966
Τα πειθαρχικά παραπτώματα των σπουδαστών/ιών κωδικοποιούνται σ’ ένα θεσμικό πλαίσιο στο Ν.Δ. 923/14 – 11 – 66 όπου τα άρθρα 21 έως 24 αναφέρονται σε θέματα σχετικά με τις αμοιβές, τα πειθαρχικά παραπτώματα, τις ποινές, τη διαγωγή των σπουδαστών/ιών που φοιτούν σε Παιδαγωγικές Ακαδημίες. Συγκεκριμένα το άρθρο 22 ορίζει ως πειθαρχικά παραπτώματα: α) την παράβαση των σχετικών περί Παιδαγωγικών Ακαδημιών διατάξεων ή τις αποφάσεις του συλλόγου των καθηγητών, β) τη μη απόδοση του οφειλόμενου σεβασμού προς τας αρχάς της Σχολής και τους διδάσκοντες, γ) τη διατάραξη "των εν τη Σχολή τάξιν και ησυχίαν", δ) τη συμπεριφορά κατά τρόπον προσβάλλοντα το κύρος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και την αξιοπρέπειαν των συναδέλφων του ή κατά τρόπον απάδοντα προς την αξιοπρέπειαν αυτού του ιδίου ως σπουδαστού και ε) την παράβαση των περί σπουδαστικών συλλόγων ή συγκεντρώσεων διατάξεων (άρθρα 19 και 20 του Ν.Δ. 923).
Οι σπουδαστές/ιες έπρεπε να είναι υπάκουοι, πειθαρχικοί κυρίως προς τους ανωτέρους τους (καθηγητές, Διευθυντή), και να συμπεριφέρονται πάντα κάτω από το βαρύ φορτίο της "ιερότητας" του επαγγέλματός τους, το οποίο ασκούσε περιορισμούς στη συμπεριφορά τους.
Η Διαγωγή των σπουδαστών χαρακτηρίζεται ως : Αρίστη (Κοσμιωτάτη), Λίαν Καλή (Κοσμιωτάτη), Καλή (Κοσμία) και Κακή. Οι σπουδαστές των οποίων η διαγωγή τους χαρακτηρίζονταν ως "Κακή" στερούντο του δικαιώματος ανανεώσεως της εγγραφής τους στην αυτή Ακαδημία. Σε περίπτωση που δε γίνονταν δεκτοί από καμία Παιδαγωγική Ακαδημία, εγγράφονταν ως υπεράριθμοι σε κάποια από αυτές με Υπουργική απόφαση. Με αίτηση των ενδιαφερομένων ο Σύλλογος των Καθηγητών αποφάσιζε για τη βελτίωση της "Κακής" διαγωγής τους.
Την περίοδο αυτή υπάρχουν κάποιες αλλαγές, ως προς τον τρόπο που λαμβάνονται οι αποφάσεις και ως προς την αυστηρότητα των ποινών, αλλά παρ’ όλα αυτά εξακολουθεί ο αυστηρός έλεγχος της συμπεριφοράς των σπουδαστών και η τιμωρία κάθε "παραπτώματος". Σε πολλές συνεδριάσεις του Συλλόγου για παραπτώματα σπουδαστών χαρακτηριστική είναι η ορολογία που χρησιμοποιείται όπου θυμίζει τη διεξαγωγή δίκης (κατηγορούμενος, απολογία, μαρτυρία, ομολογούντος, κηρύσσει ένοχον κ.ά).
γ) Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1967 – 1974
Την περίοδο 1967 – 1974 το πλαίσιο πειθαρχικού και κοινωνικού ελέγχου των σπουδαστών γίνεται ακόμη πιο ασφυκτικό.
Σε εγκύκλιο του ΥΠ.Ε.Π.Θ. που στέλνεται στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες του κράτους διαβάζουμε:
"Η προσχώρησις εις θρησκευτικάς δοξασίας αντιθέτους προς τας αληθείας της Χριστιανικής θρησκείας ως αυταί διατυπούνται εις τας πηγάς της, αποτελεί πράξιν ασυμβίβαστον προς την ιδιότηταν του σπουδαστού δικαιολογούσα την απομάκρυνσιν αυτού". (ΦΕΚ. 285, Β.Δ. 798, 31 – 12 – 1971).
Οι ποινές στα παραπτώματα αυτά επιβάλλονται "μετά προηγουμένην εξαντλητικήν εξέτασιν, προφορικήν ή γραπτήν, προς συγκέντρωσιν όλων των απαραίτητων αποδεικτικών στοιχείων και απολογίαν του εγκαλουμένου σπουδαστού ενωπίον του πειθαρχικού δικαστού, προφορικήν ή γραπτήν … Η τελεσίδικος ποινική καταδίκη σπουδαστού, ως και η εκτόπησίς του βάσει της κείμενης νομοθεσίας περί εθνικής ασφαλείας, συνεπάγονται και ανάλογον πειθαρχικήν ποινήν τούτου". (ΦΕΚ. 285, Β.Δ. 798, 31 –12 – 1971).
Οι κανονισμοί συνεχίζουν να αναφέρονται στον τρόπο ενδυμασίας των σπουδαστών/ιών και στη συμπεριφορά των σπουδαστών/ιών εντός και εκτός της Ακαδημίας. (Πράξις 18, 5 Απριλίου 1968 – Πράξις 14, 27 Σεπτεμβρίου 1972).
Κάθε παράβαση και ανυπακοή "αντιμετωπίζεται μετά της δεούσης αυστηρότητας προς διαφύλαξιν του κύρους της Ακαδημίας, την εκπλήρωσιν της αποστολής της και την καλυτέραν δυνατήν κατάρτισιν των σπουδαστών, δια να δυνηθούν ούτοι να καταστούν άξιοι φορείς και εργάται της Ελληνοχριστιανικής αγωγής" (Πράξις 14, 27 Σεπτεμβρίου 1972).
Το Υπουργείο Παιδείας με την υπ’ αριθμ. 143903/3 – 11 – 72 διαταγή του τονίζει την αναγκαιότητα να καταρτίσει ο Σύλλογος καθηγητών "κανονισμόν εσωτερικής λειτουργίας δια τη εύρυθμον λειτουργίαν της Ακαδημίας" (Πράξις 17, 17 Νοεμβρίου 1972).
Για άλλη μια φορά ο Σύλλογος καθηγητών καταρτίζει κανονισμόν εσωτερικής λειτουργίας της Ακαδημίας. Εισαγωγικά αναφέρεται ότι με τους κανονισμούς "επιδιώκεται ο προσδιορισμός και η ρύθμισις των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων των σπουδαστών έναντι της Ακαδημίας, του διδακτικού και λοιπού προσωπικού αυτής και των προτύπων Δημοτικών σχολείων … αι προς αλλήλους σχέσεις των σπουδαστών, ως και η εν γένει συμπεριφορά αυτών εντός και εκτός της Ακαδημίας. Η σύνταξις του παρόντος κανονισμού εγένετο με κριτήρια τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη, εξ’ ων διαπνέεται και η κείμενη σχετική νομοθεσία … " (Πράξις 2, 10 Φεβρουαρίου 1973).
Ο Κανονισμός εσωτερικής λειτουργίας της Ζ.Π.Α. αποτελείται από 22 άρθρα και αναφέρονται κυρίως στις σχέσεις σπουδαστών – καθηγητών, στη συμπεριφορά των σπουδαστών, στην ενδυμασία τους, στην πιστή τήρηση κάποιων κανόνων κατά τη διάρκεια της φοίτησής τους στο ρόλο του συλλόγου των σπουδαστών, την υποχρεωτική συμμετοχή τους στις εκδηλώσεις κ.ά.
Την περίοδο της επτάχρονης δικτατορίας οι μηχανισμοί αστυνόμευσης και πολιτικού ελέγχου των σπουδαστών/ιών της Ζ.Π.Α. κορυφώνονται, όπως ακριβώς στη δικτατορία του Μεταξά, την περίοδο του εμφυλίου πολέμου και τη μετεμφυλιακή περίοδο. Για μια ακόμη φορά η ταραγμένη πολιτική ζωή της χώρας μας επηρεάζει τη λειτουργία της Ζ.Π.Α. και το ιδεολογικοπολιτικό στοιχείο είναι κυρίαρχο στην εκπαίδευση των δασκάλων. Ενέργειες σπουδαστών που σε άλλες περιόδους θα τις χαρακτήριζαν ως «πειθαρχικά παραπτώματα» τώρα αποκτούν μια διαφορετική σημασία, αντιμετωπίζονται με καχυποψία και τους αποδίδονται κίνητρα πολιτικά.
Σε διαμαρτυρία σπουδαστών για την αυστηρή βαθμολογία καθηγητή, αποδίδονται «αριστερά κίνητρα» και κρίνεται σκόπιμο να διεξαχθεί από το Σύλλογο ολόκληρη "ανάκριση".
Ασκείται στους σπουδαστές/ιες ένας πειθαναγκασμός που φτάνει στα άκρα (υποχρεωτική παρακολούθηση της γιορτής) και πολύ εύκολα ερμηνεύεται η τυχόν άρνηση των σπουδαστών/ιών, ως "περιφρόνησις προς τας επιταγάς της Σχολής" και ως ένδειξη μη επιμέλειας αυτών.
Συχνές είναι και οι ποινές που επιβάλλονται σε σπουδαστές/ιες για "απρεπή συμπεριφορά σε καθηγητές". Ο σπουδαστής/ια που διαταράσσει την τάξη (εντός της αίθουσας διδασκαλίας ή εντός της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας γενικά), που δείχνει ανυπακοή στο Διευθυντή ή τους καθηγητές της Ζ.Π.Α., που εκφράζεται "ανευλαβώς" προς τους καθηγητές του, τιμωρείται αυστηρά, για να μάθει ότι αυτά «δεν αρμόζουν σε αυριανούς δασκάλους».
Το στρατιωτικό καθεστώς της 21ης Απριλίου 1967 επαναφέρει και πάλι τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, κυριαρχεί ο φανατικός αντικουμμουνισμός, η πολιτική τρομοκρατικού καταναγκασμού των πολιτών, η αστυνόμευσή τους, ενώ διατυμπανίζονται οι αιώνιες αξίες του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού.
δ) Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1975 – 1982
Ένα έτος μετά την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976, εξαγγέλλεται η τροποποίηση των προαναφερθέντων διατάξεων του Β.Δ. 798 του 1971.
Στην πραγματικότητα όμως οι τροποποιήσεις που επιφέρει το Προεδρικό Διάταγμα 939 της 17ης Οκτωβρίου του 1977 είναι γενικά ελάχιστες και σ’ ότι αφορά το παιδευτικό κλίμα των Π.Α. μηδαμινές: καταργείται λ.χ. ο χαρακτηρισμός της διαγωγής ως "επίμεπτος", ενώ η αποβολή από την Ακαδημία για ένα ή δύο έτη, όπως και η διαρκής αποβολή από τη συγκεκριμένη Ακαδημία ή από τις Ακαδημίες όλης της χώρας είναι αποφάσεις που υπόκεινται στην έγκριση του Υπουργείου Παιδείας.
Αυτό το παιδευτικό κλίμα, που διατηρείται και μετά την ψήφιση των Π.Δ. 544 της 26ης Ιουλίου του 1978 και 101 της 10ης Φεβρουαρίου του 1981, τροποποιείται αργότερα ριζικά με το Π.Δ. 98 της 12ης Απριλίου του 1983.
Παρά την προσπάθεια για καλλιέργεια ενός δημοκρατικού κλίματος στη Ζ.Π.Α. μεταξύ των σπουδαστών/ιών και καθηγητών διαπιστώνουμε ότι η οποιαδήποτε σύγκρουση και αμφισβήτηση της ιεραρχίας, της εξουσίας του Διευθυντή και των καθηγητών συνεχίζει να επιφέρει την τιμωρία. Διαφοροποίηση υπάρχει ίσως ως προς το μέγεθος της τιμωρίας.
Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι είναι ελάχιστες οι πειθαρχικές διώξεις σπουδαστών/ιών την περίοδο που εξετάζουμε, σε σύγκριση με τις προηγούμενες περιόδους, όπου ο ασφυκτικός έλεγχος προς τους σπουδαστές οδηγούσε συνήθως στη συνεχή ανεύρεση "παραπτωμάτων" και στην επιβολή ανάλογων ποινών.
Μπορούμε λοιπόν να ισχυριστούμε για μια πιθανή αλλαγή της συμπεριφοράς των καθηγητών της Ζ.Π.Α. που μπορεί να οφείλεται α) στην γενικότερη αλλαγή του εκπαιδευτικού και πολιτικού κλίματος αυτής της περιόδου, όπου όλο και πιο συχνά κατακρίνονται οι οπαδοί της αυταρχικής αγωγής (υποστηρικτές των ποινών), β) στα νέα ρεύματα κοινωνιολογικών και παιδαγωγικών θεωριών που κυριαρχούν στο χώρο της εκπαίδευσης, ενώ σε παγκόσμια κλίμακα ασκείται μια χωρίς προηγούμενο κριτική του σχολείου και της αποτελεσματικότητάς του και ζητείται η επανεξέταση των εννοιών του εκπαιδευτικού προγράμματος, των μεθόδων και των στόχων της εκπαίδευσης, και γ) στο ότι οι Παιδαγωγικές Ακαδημίες ήδη βρίσκονται στο στάδιο της έντονης αμφισβήτησης, όπου πολιτικές και κοινωνικές ομάδες πίεσης (με πρωτεργάτες τους σπουδαστές/ιες) διεκδικούν την κατάργηση του πεπαλαιωμένου αυτού θεσμού και επιδιώκουν την καλυτέρευση της εκπαίδευσής τους.
Για τους λόγους αυτούς μπορεί να γίνει κατανοητή η αλλαγή ή ακόμα και η σύγχυση της συμπεριφοράς των καθηγητών, μια και η όλη ισορροπία του θεσμού των Π.Α. διαταράσσεται και συνεχώς διευρύνεται η κοινωνική συναίνεση για την κατάργησή τους.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Το λειτουργικό πλαίσιο των Π.Α θεσμοθετείται σε μια βάση σχεδόν ταυτόσημη με τον τρόπο λειτουργίας των σχολείων της Μέσης Εκπαίδευσης .
Ο χαρακτηρισμός της διαγωγής, η υποχρεωτική παρακολούθηση των μαθημάτων (με ένα μικρό όριο επιτρεπόμενων απουσιών) και η βαθμολογία, συνθέτουν τα κύρια στοιχεία ενός αυστηρά φρονηματιστικού και πειθαναγκαστικού πλαισίου, που κυριαρχεί σ’ όλη τη διάρκεια της εκπαίδευσης των σπουδαστών/ιών. Αντίθετα από τον «αμελή» ή «ατίθασο» ή «κακό» σπουδαστή/ια ο «καλός» αμείβεται με την απονομή κάποιων υποτροφιών. Ο «καλός/ή»σπουδαστής /ια συνήθως περιγράφεται με όρους, που αναμιγνύουν τα γνωστικά και ηθικά συστατικά του όρου. Χαρακτηρισμοί όπως «άριστη επίδοση», «υπεύθυνοι», ηθική συμπεριφορά», αναφέρονται όχι μόνο στις «διανοητικές», αλλά και στις «ηθικές» ικανότητες των σπουδαστών/ιών.
Οι «καλοί/ές» σπουδαστές/ιες, που είναι συνεπείς στα μαθήματά τους, πειθαρχούν στους καθηγητές, σέβονται τις διαδικασίες της Σχολής και γενικά έχουν αφομοιώσει όλες τις αρχές που προβλέπει το θεσμικό πλαίσιο εκπαίδευσής τους, αμείβονται. Αποτελούν τα «καλά» παραδείγματα για τους υπόλοιπους σπουδαστές/ιες, παραδείγματα προς μίμηση, θεμέλια για την αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας στη Ζ.Π.Α. και στη μετέπειτα πορεία τους ως δάσκαλοι στα σχολεία.
Η εκπαίδευση των σπουδαστών/ιών (αντίθετα από τους φοιτητές των Ανώτατων Σχολών) γίνεται σ’ ένα αυστηρά οριοθετημένο πλαίσιο κανονισμών και ποινών. Το ενδιαφέρον του Υπουργείου Παιδείας όλα αυτά τα χρόνια της λειτουργίας των Παιδαγωγικών Ακαδημιών, εστιάζει το ενδιαφέρον του κυρίως α) στον έλεγχο της διαγωγής και β) στην υποχρεωτική φοίτηση των σπουδαστών/ιών.
Ο χαρακτηρισμός της διαγωγής των σπουδαστών/ιών είναι καθοριστικός για την προαγωγή τους στο Β΄ έτος σπουδών ή για τη λήψη του απολυτηρίου τους. Αυτό οδηγεί σ’ ένα τρόπο ελέγχου, που ενέχει έναν αδιάλειπτο και σταθερό πειθαρχικό καταναγκασμό, που ασκείται σύμφωνα με μια κωδικοποίηση (κανονισμοί, επιτήρηση, ποινές, αμοιβές), που αστυνομεύει το χρόνο, το χώρο και τις κινήσεις των σπουδαστών/ιών. Η μελέτη των πρακτικών του συλλόγου καθηγητών της Ζ.Π.Α. μας έδειξε τη δυνατότητα ενός εξονυχιστικού ελέγχου και μιας τακτικής παρέμβασης που είχαν οι καθηγητές σε κάθε χρονική στιγμή σ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών των υποψήφιων δασκάλων.
Ασκείται μια ιεραρχημένη πειθαρχική επιτήρηση, από το ΥΠ.Ε.Π.Θ. με τους σχετικούς νόμους και διατάγματα «Περί πειθαρχικών παραπτωμάτων και ποινών των σπουδαστών των Παιδαγωγικών Ακαδημιών», από το Διευθυντή που είναι ο διαμεσολαβητής για την τελική εφαρμογή αυτών των νόμων, από τους καθηγητές και από τον επιμελητή κάθε τάξης.
Ανάλογα με τα πειθαρχικά παραπτώματα των σπουδαστών/ιών υπάρχει ένα σύστημα ποινών που ακολουθεί μια ανάλογη κλίμακα αυστηρότητας. Όπως διαπιστώνουμε, οι πιο αυστηρές ποινές επιβάλλονται α) σε «πολιτικά παραπτώματα», κυρίως τις περιόδους 1934 – 1949 και 1967 – 1974, με γνωστά τα πολιτικο-κοινωνικά χαρακτηριστικά αυτών των περιόδων και β) στη μη συμμόρφωση και ανυπακοή των σπουδαστών και σπουδαστριών «προς τας αποφάσεις και εντολάς του Διευθυντού» ή «προς τας αποφάσεις και εντολάς του Συλλόγου των καθηγητών και των διδασκόντων».
Αυστηρές ποινές επίσης επιβάλλονται και στους σπουδαστές/ιες, που χαρακτηρίζονται ότι προβαίνουν σε «ανήθικες πράξεις» στην προσωπική τους ζωή και που θεωρούνται ότι «προσβάλλουν το κύρος της Ακαδημίας». Το κανονιστικό αυτό πλαίσιο με όλο το φάσμα των τιμωριών, σε περίπτωση μη τήρησης ή παράβλεψης των κανονισμών του επιδιώκει α) την κατανομή των σπουδαστών/ιών σύμφωνα με τη διαγωγή τους σε «άξιους» ή «μη άξιους», για να ασκήσουν το διδασκαλικό επάγγελμα β) να ασκήσει μια σταθερή πίεση για τη συμμόρφωση και τη υποταγή όλων των σπουδαστών/ιών στο ίδιο πρότυπο «ιδανικού» δασκάλου, όπου απαιτείται η υποταγή, η ευπείθεια, η επιμέλεια, ο σεβασμός, η ηθικότητα, ο πατριωτισμός. Η Ζ.Π.Α. κατ’ αυτόν τον τρόπο, δίνει την εντύπωση, πως λειτουργεί περισσότερο ως πειθαρχική Σχολή, παρά ως μορφωτική.
Ο καθημερινός ασφυκτικός έλεγχος, που αντιμετωπίζει τους σπουδαστές/ιες ως μαθητές/ιες, φτάνει στο αποκορύφωμά του με την άσκηση ενός κοινωνικού ελέγχου, που επεκτείνεται και στις δραστηριότητές τους, εκτός της Ζ.Π.Α., όπως π.χ. σχέσεις με το άλλο φύλο, συμμετοχή σε οργανώσεις ή συλλόγους, τρόπος ψυχαγωγίας, κοινωνική συμπεριφορά.
Θεσμικά, αυτό το φρονηματιστικό πλαίσιο θα διατηρηθεί και μετά την ψήφιση των Προεδρικών Διαταγμάτων 544 της 26ης Ιουλίου του 1978 και 101 της 10ης Φεβρουαρίου του 1981 με μικρές τροποποιήσεις. Το Προεδρικό Διάταγμα 98 της 12ης Απριλίου του 1983 καταργεί για πρώτη φορά στην ιστορία των Παιδαγωγικών Ακαδημιών κάθε μορφή τιμωρίας ή αμοιβής των υποψήφιων δασκάλων, ενώ οι «σχέσεις των μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας βασίζονται στον αλληλοσεβασμό και τη συνεργασία για την από κοινού αντιμετώπιση των προβλημάτων».
Στη Ζ.Π.Α., όπως και στις άλλες Παιδαγωγικές Ακαδημίες για 50 σχεδόν χρόνια, οι υποψήφιοι δάσκαλοι εκπαιδεύονται σ’ ένα αυταρχικό και πειθαναγκαστικό κλίμα, που, όπως διαπιστώσαμε, δεν είναι άσχετο από τις γενικότερες πολιτικές και ιδεολογικές κατευθύνσεις των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων.
Η επικράτηση και η διάρκεια αυτού του κλίματος στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες συντελείται ως μια κρατική επιλογή και πρακτική, που συμβάλλει στην επιβολή συγκεκριμένων ιδεολογικοπολιτικών αντιλήψεων στους σπουδαστές/ιες για τη διαμόρφωση του «ιδανικού» δασκάλου, που θα εξυπηρετεί τους στόχους και τα συμφέροντά της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αντωνίου Χ., (1994). Η εκπαίδευση των δασκάλων στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες (1934 – 1986). Θεσσαλονίκη
Δανιηλίδου Ν., (1997). Η Ιδεολογική και Πολιτική Λειτουργία των Παιδαγωγικών Ακαδημιών (1934 – 1982), Διδακτορική Διατριβή, Ρέθυμνο.
Κυρίδης Γ. Αρ., (1999). Η Πειθαρχία στο Σχολείο. Θεωρία και Έρευνα, Αθήνα.
Μπουζάκης Σ.,- Ανθόπουλος Κ., - Τζήκας Χρ., (2002) Η Κατάρτιση των Δασκάλων – Διδασκαλισσών και των Νηπιαγωγών στην Ελλάδα, τόμος Β΄. Η Περίοδος των Παιδαγωγικών Ακαδημιών (1933 -1987).
Νούτσος Χ., (1979). Η εκπαίδευση των δασκάλων. Ιδεολογικές διαστάσεις και μεθοδολογικές προϋποθέσεις, Σύγχρονα θέματα, τεύχ. 4, σελ. 23-31.
Σκούρα Λ., (1997). Εκπαιδευτική πολιτική στην κατάρτιση των δασκάλων κατά τον 20ό αιώνα (Φιλοσοφία –Θεσμοί). Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα.
Σολομών Ι., (1992). Εξουσία και τάξη στο νεοελληνικό σχολείο. Αλεξάνδρεια.
Φουκώ Μ., (1989). Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής. Εκδ. Ράππα.
Φουκώ Μ., (1991). Η μικροφυσική της εξουσίας. Ύψιλον.
Πρακτικά συλλόγου καθηγητών της Ζ.Π.Α.
Ιωαννίνων (1934-1982).