Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ:

ΟΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΙ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

 

 

 

Αθανασία Α. ΔΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Εκπαιδευτικός - Δρ. Εκπαιδευτικής Πολιτικής Παν/μίου Πατρών

 

 

 

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η εργασία αναφέρεται στη συγκρότηση της επιμορφωτικής πολιτικής για τα Διδασκαλεία Δημοτικής Εκπαίδευσης (ΔΔΕ). Ειδικότερα εστιάζει στο θεσμικό μετασχηματισμό των ΔΔΕ, που συνέβη το 1995 και συνίσταται στην προσχώρηση του ήδη υπάρχοντος Μαρασλείου ΔΔΕ στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και στην ίδρυση πέντε ακόμη ΔΔΕ στην Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Ιωάννινα, Ρόδο και Ρέθυμνο στα αντίστοιχα ΠΤΔΕ.

Τα θεωρητικά εργαλεία που αξιοποιήθηκαν από την έρευνα προέρχονται από τη θεωρία της δομοποίησης του Γκίντενς (Giddens 1984) και την έννοια των κοινωνικών ιεραρχιών του Μουζέλη (1997).

Παρά το ότι η έρευνα για τη συγκρότηση της επιμορφωτικής πολιτικής για τα ΔΔΕ ανασύρει έναν αξιοσημείωτο αριθμό εμπλεκόμενων φορέων, η εργασία επιχειρεί να φωτίσει ειδικότερα τη συμβολή της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδας. Παρουσιάζεται το πλέγμα των στρατηγικών της προσανατολισμών και ιχνηλατείται η συμβολή της -άμεση ή έμμεση- στη συγκεκριμένη εκπαιδευτική πολιτική.

 

ABSTRACT

The paper examines the formulation of the education policy concerning Teachers’ Training Colleges (Didaskalia Dimotikis Ekpedefsis). The focus is on the institutional transformation of the Colleges, which took place in 1995 and consists in the incorporation of the already existing Maraslio College in the Department of Primary Education of University Athens, as well as the establishment of five more Colleges in Thessalonica, Patras, Ioanninas, Rhodes and Rethimno in the Department of Primary Education of each town.

The theoretical tools that were used by the research are derived from the structuration theory (Giddens 1984) as well as the notion of social hierarchies (Mouzelis1997).

Despite the fact that the research process identifies more than one involved agents, the paper attempts to throw light on the strategic action of the National Union of Greek Primary Teachers. So, the cluster of its strategic orientations is presented and its contribution –direct and indirect- in the formulation of the specific education policy is revealed.

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Το θέμα της εισήγησης είναι η συγκρότηση της επιμορφωτικής πολιτικής για τα Διδασκαλεία Δημοτικής Εκπαίδευσης και ειδικότερα οι σχετικοί με αυτήν στρατηγικοί προσανατολισμοί της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδας.

Εστιάζουμε ειδικότερα στο θεσμικό μετασχηματισμό των Διδασκαλείων Δημοτικής Εκπαίδευσης (ΔΔΕ), που συνέβη το 1995 με την ψήφιση του Νόμου 2327 και συνίσταται στην προσχώρηση του ήδη υπάρχοντος Μαρασλείου Διδασκαλείου Δημοτικής Εκπαίδευσης (ΜΔΔΕ) στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης (ΠΤΔΕ) του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και στην ίδρυση πέντε ακόμη ΔΔΕ στην Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Ιωάννινα, Ρόδο και Ρέθυμνο στα αντίστοιχα ΠΤΔΕ.

 

Σύντομη αναφορά στο θεωρητικό πλαίσιο

Το θεωρητικό πλαίσιο της εισήγησης αντλεί στοιχεία από:

α) τη θεωρία της δομοποίησης του Γκίντενς (Giddens 1984) και

β) την έννοια των κοινωνικών ιεραρχιών του Μουζέλη (1997, 2000).

Η θεωρία της δομοποίησης βασίζεται στην έννοια του φορέα δράσης, αφού όμως τον επαναπροσδιορίζει, εννοιολογώντας τον ως «γνώστη» των συνθηκών της κοινωνικής αναπαραγωγής μέσα στην οποία εντάσσεται η καθημερινή του πρακτική (Giddens 1984: 29). Ως εκ τούτου, οι δομές δεν θεωρούνται πλέον ότι λειτουργούν πίσω από τη πλάτη των φορέων. Βασικό σημείο είναι η απόδοση «γνωστικής ικανότητας» στους φορείς, που σημαίνει ότι για την απεικόνιση της κοινωνικής συγκρότησης, η ερευνητική διαδικασία πρέπει να μετατοπιστεί από τη θεσμική ανάλυση στη στρατηγική συμπεριφορά.

Εξάλλου, τα κοινωνικά συστήματα δεν έχουν δομές, αλλά εμφανίζουν δομικές ιδιότητες (Giddens 1984: 17), οι οποίες αποτελούνται από κανόνες και πόρους τους οποίους ο φορέας δράσης χρησιμοποιεί κατά την παραγωγή και αναπαραγωγή της κοινωνικής ζωής. Έτσι η δομή δεν θεωρείται ως κάτι έξω από το φορέα δράσης, αλλά ως μέσο, αφού ο φορέας χρησιμοποιεί τις δομικές της ιδιότητες για να δράσει και να αλληλεπιδράσει, ενώ την ίδια στιγμή εννοιολογείται και ως αποτέλεσμα, αφού μέσα από τη χρήση της αναπαράγεται (Giddens 1984: 162-174).

Επίσης, η θεωρία αντιμετωπίζει τον φορέα δράσης ως ανθρώπινο ον ή ομάδα ανθρώπινων όντων με μετασχηματιστικές ικανότητες και τη δύναμη να παρεμβαίνουν ή να απέχουν της όποιας παρέμβασης και άρα τη δυνατότητα να δρουν διαφοροποιημένα. Σε αυτό το σημείο της θεωρίας της δομοποίησης έρχεται να συνδεθεί η έννοια των κοινωνικών ιεραρχιών, όπως αυτή έχει αναπτυχθεί από τον Μουζέλη (1997).

Η επίδραση των φορέων δράσης θεωρείται διαφοροποιημένη, στο βαθμό που δεχόμαστε ότι αυτοί υπάρχουν και λειτουργούν σε μια κατάσταση ιεραρχικά οργανωμένη (Μουζέλης 1997: 71). Εξ’αυτού προκύπτει όμως ένα ζήτημα που σχετίζεται με τη συμβολή του «καθενός» στον όποιο κοινωνικό μετασχηματισμό (Archer 1982:461). Η θεωρία της δομοποίησης δηλαδή δεν διευκρινίζει αν είναι «ο κάθε ένας» φορέας δράσης που εμπλέκεται, με την άντληση από τις δομικές ιδιότητες, στον μετασχηματισμό των κοινωνικών συστημάτων. Στην ερμηνευτική αυτή ανεπάρκεια ο Μουζέλης προτείνει ως «λύση» τη χρήση της έννοιας των κοινωνικών ιεραρχιών (1997) και την αποδοχή της ύπαρξης φορέων δράσης ιεραρχικά δομημένων.

Η έννοια των κοινωνικών ιεραρχιών δηλαδή λειτουργεί ως θεωρητικό συμπλήρωμα για την εξήγηση του πώς οι φορείς δράσης που κατέχουν θέσεις με προνομιακή πρόσβαση στα «μέσα κοινωνικής κατασκευής» συμβάλλουν πολύ πιο καθοριστικά στη κατασκευή του μακρο-φαινομένου της συγκρότησης της όποιας εκπαιδευτικής πολιτικής, σε σχέση με φορείς για τους οποίους η πρόσβαση σε αυτά τα μέσα είναι κλειστή ή περιορισμένη (Μουζέλης 1997: 158).

            Αφού επιλέξαμε να διερευνήσουμε τη στρατηγική δράση των φορέων, διακρίναμε ανάμεσα σε μεμονωμένους φορείς δράσης και μακρο-φορείς δράσης. Κατά τον Μουζέλη (1997: 156), ως μακρο-φορείς δράσης ορίζονται οντότητες που βρίσκονται σε θέση τέτοια ώστε να τους δίνεται η δυνατότητα να λαμβάνουν αποφάσεις και των οποίων οι στρατηγικές συνεπάγονται επιπτώσεις που εκτείνονται ευρύτατα στο χρόνο και στο χώρο.

 

 Τα ερευνητικά εργαλεία

Για τη συλλογή εμπειρικών δεδομένων διενεργήθηκαν «εστιασμένες συνεντεύξεις» με τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν κατά τη συγκρότηση της επιμορφωτικής πολιτικής για τα ΔΔΕ.

Η ερευνητική διαδικασία υπέδειξε ότι οι μακρο-φορείς, των οποίων η δράση υπήρξε καθοριστική για το θεσμικό μετασχηματισμό των ΔΔΕ, ήταν οι εξής:

α) η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΠΘ,

β) τα κοινοβουλευτικά πολιτικά κόμματα,

γ) το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστήμιου της Αθήνας,

δ) η Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδος (ΔΟΕ),

ε) ο σύλλογος μετεκπαιδευομένων στο ΜΔΔΕ και

στ) η Διεύθυνση Εφαρμογής Προγραμμάτων Σχολών Εκπαίδευσης Διδακτικού Προσωπικού (ΔΕΠ-ΣΕΔΠ) του ΥΠΕΠΘ.

Παρά το ότι η έρευνα για τη συγκρότηση της επιμορφωτικής πολιτικής για τα ΔΔΕ ανασύρει έναν αξιοσημείωτο αριθμό εμπλεκόμενων φορέων, στο πλαίσιο της παρούσας εισήγησης θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε τη συμβολή της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδας (ΔΟΕ).

Σε αυτό το πλαίσιο, για να φωτιστεί η στρατηγική δράση της ΔΟΕ, πεδίο αναφοράς αποτέλεσαν τα τεύχη του Διδασκαλικού Βήματος (ΔΒ), η κριτική επισκόπηση των οποίων στάθηκε σημαντικός αρωγός στον εμπλουτισμό των δεδομένων που συλλέχθηκαν από την ανάλυση των εστιασμένων συνεντεύξεων.

 

Τα ευρήματα της έρευνας

Ας δούμε τώρα το χρονικό των διαδικασιών που οδήγησαν στο μετασχηματισμό των ΔΔΕ. Βρισκόμαστε περίπου στις αρχές της δεκαετίας του ΄90.  Στις 23 Ιουλίου 1991 το ΔΣ της ΔΟΕ παίρνει μέρος στη σύσκεψη των Προέδρων των Παιδαγωγικών Τμημάτων της χώρας που έγινε με πρωτοβουλία του υπουργού Παιδείας με θέμα την εφαρμογή του Προεδρικού Διατάγματος (ΠΔ) 130/90, για τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία εξομοίωσης, όπου η ΔΟΕ αφού τονίζει τη σημασία της εξεύρεσης «των καλύτερων μεθόδων άμεσης εφαρμογής» του.

Παράλληλα καλεί τον υπουργό εκτός από την άμεση εφαρμογή του ΠΔ για την εξομοίωση, να παραχωρήσει στα Παιδαγωγικά Τμήματα την ακίνητη περιουσία «των καταργημένων Παιδαγωγικών Ακαδημιών και Σχολών Νηπιαγωγών» (ΔΒ, τ. 1041:8), κίνηση ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, δεδομένου ότι αναφέρεται στην εκχώρηση του κληροδοτήματος του Μαρασλείου στα Παιδαγωγικά Τμήματα, όχι όμως για κάλυψη αναγκών της μετεκπαίδευσης, αλλά για κάλυψη των αναγκών της εξομοίωσης των δασκάλων. Διαφαίνεται λοιπόν η πίεση που ασκούσε η ΔΟΕ προς τη κατεύθυνση της εκχώρησης του Μαρασλείου στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας.

Το φθινόπωρο του ίδιου έτους η ΔΟΕ αρχίζει να δημοσιοποιεί την ανησυχία της για την έναρξη των προγραμμάτων της εξομοίωσης τονίζοντας ότι ο Υπουργός «μονολογεί και εξαπατά», γιατί καθυστερεί η εφαρμογή του ΠΔ 130/90, αλλά και «γιατί η Κυβέρνηση, παρά τις φραστικές δεσμεύσεις της, δεν έχει τη πολιτική βούληση να το εφαρμόσει και επιμένει να αρνείται και την ελάχιστη βοήθεια στα Παιδαγωγικά Τμήματα» (ΔΒ, τ. 1042:8).

Τη στάση της ΔΟΕ χαρακτηρίζει συνολικά μια τάση στήριξης των Παιδαγωγικών Τμημάτων των ΑΕΙ, η οποία διαφαίνεται όταν κατηγορεί το ΥΠΕΠΘ ότι δεν ικανοποίησε το αίτημά του «για την παραχώρηση του ΜΔΔΕ» στο ΠΤ με το πρόσχημα αστήρικτων κωλυμάτων.

Το 1992, με την κατάθεση στη Βουλή του Σχεδίου Νόμου 2009 «Εθνικό Σύστημα Επαγγελματικής Κατάρτισης και άλλες διατάξεις», που εμπεριείχε και ρυθμίσεις για την επιμόρφωση και μετεκπαίδευση των εκπαιδευτικών, η ΔΟΕ αντιδρά εκ νέου, τονίζοντας ότι με τις ρυθμίσεις που αυτό το νομοσχέδιο προωθεί, η σχετική ευθύνη «ανατίθεται στην ουσία απευθείας στον Υπουργό της Παιδείας, αντί να περιέλθει, όπως η ΔΟΕ με τις αποφάσεις της προτείνει, στην ευθύνη και την αρμοδιότητα των Παιδαγωγικών Τμημάτων των Πανεπιστημίων τα οποία διδάσκουν και παράγουν την επιστημονική παιδαγωγική γνώση και μορφώνουν τους δασκάλους και νηπιαγωγούς της χώρας» (ΔΒ, τ. 1044-1045:7).

Στη συνέχεια, εντάσσει στην τακτική της και την κριτική στο χαμηλό επίπεδο του ΜΔΔΕ, υπογραμμίζοντας συστηματικά τον εγκλωβισμό της μετεκπαίδευσης σε μια υποβαθμισμένη σχολή, που διέπεται από αναχρονιστική νομοθεσία. Καταγγέλλει την επιβολή ασφυκτικού διοικητικού και ιδεολογικού ελέγχου στο σύστημα της μετεκπαίδευσης, επισημαίνοντας ότι τα προγράμματα, η επιλογή του διδακτικού προσωπικού και η λειτουργία των σχολών επιμόρφωσης και μετεκπαίδευσης παραμένει υπόθεση οργάνων που διορίζονται από τον Υπουργό Παιδείας και το Νομάρχη (ΔΒ, τ. 1044-1045:7).

Τον Ιούνιο του 1992, η ΔΟΕ ζητά την άμεση ανάκληση όλων των ρυθμίσεων που περιέχονται στο νόμο, εξηγώντας ότι με τις ρυθμίσεις του «επιδιώκεται ένας ακόμη πιο ασφυκτικός έλεγχος του ΥΠΕΠΘ στο σύστημα επιμόρφωσης και η δημιουργία μιας ελεγχόμενης ‘ελίτ’ εκπαιδευτικών στελεχών […] μέσω της οποίας θα αναπαράγεται και θα ενισχύεται ο κρατικός έλεγχος σε ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα».

Δύο χρόνια μετά, οι θέσεις της ΔΟΕ δεν παρουσιάζουν σχεδόν καμία διαφοροποίηση. Την άνοιξη του 1994, εκφράζει απλά την ανησυχία της για την ολοκλήρωση της διαδικασίας της εξομοίωσης, ενώ το φθινόπωρο του ίδιου έτους σε υπόμνημά της προς τον Υπουργό Παιδείας υπενθυμίζει την ενίσχυση των Παιδαγωγικών Τμημάτων σε μέσα, διδακτικό προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή. Στο ίδιο υπόμνημα, στο κεφάλαιο για την επιμόρφωση, το εισαγωγικό μέρος αποτελεί αναφορά στις ευρύτερες συνθήκες που επιβάλλουν την αναβάθμιση των επιμορφωτικών πολιτικών για εκπαιδευτικούς. Προβάλλοντας τις νέες απαιτήσεις του επαγγέλματος των εκπαιδευτικών, η ΔΟΕ στοιχειοθετεί την αναγκαιότητα της επιμόρφωσης, προβάλλοντας αντίστοιχα επιχειρήματα με αυτά που επισημάνθηκαν και στην Εισηγητική Έκθεση του Νόμου 2327/1995, τονίζοντας ότι η αναβάθμιση των επιμορφωτικών πολιτικών που απευθύνονται σε εκπαιδευτικούς «προβάλλει ως πρώτη προτεραιότητα για τις χώρες που ενδιαφέρονται να ανανεώσουν και να αναπτύξουν το εκπαιδευτικό τους σύστημα και γίνεται μοχλός αλλαγής και μεταρρύθμισης στην Παιδεία» (ΔΒ, τ. 1070:11).

Η πρόταση της ΔΟΕ ουσιαστικά συμπυκνώνεται στην λειτουργία της Μετεκπαίδευσης με ευθύνη των Παιδαγωγικών Τμημάτων, αλλά μέχρι να συμβεί αυτό προτείνεται «το ΜΔΔΕ να συνεχίζει να λειτουργεί με αναβαθμισμένο και σύγχρονο πρόγραμμα σπουδών και με διδακτικό προσωπικό που να διαθέτει την κατάλληλη επιστημονική συγκρότηση». Το νέο στοιχείο που προσθέτει εδώ είναι η κατάργηση του ορίου των 40 ετών για τη μετεκπαίδευση και αντί αυτού η θεσμοθέτηση της δέσμευσης για «προσφορά διδακτικής υπηρεσίας μετά τη Μετεκπαίδευση τουλάχιστον 5 χρόνων» (ΔΒ, τ. 1070:11).

Την ίδια ακριβώς περίοδο, το ΥΠΕΠΘ συγκροτεί Ομάδα Εργασίας για τη μελέτη θεμάτων του ΜΔΔΕ και τη διαμόρφωση σχετικών προτάσεων για τη νομοθετική τους ρύθμιση. Με την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς 1994-1995, τα μέλη της νέας διεύθυνσης του ΜΔΔΕ πραγματοποιούν επίσκεψη στα γραφεία της ΔΟΕ. Ανταλλάσσονται απόψεις για τη λειτουργία του Μαρασλείου και η ΔΟΕ χαιρετίζει «την πρωτόγνωρη και αξιέπαινη πρωτοβουλία της Διεύθυνσης του ΜΔΔΕ» (ΔΒ, τ. 1070:43).

Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1995 πραγματοποιείται συνάντηση με τον Αναπληρωτή Υπουργό Παιδείας, Φίλιππο Πετσάλνικο. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης ο Αναπληρωτής Υπουργός ανακοινώνει τη θεσμοθέτηση νέου νομικού πλαισίου για τη μετεκπαίδευση, που βρίσκεται στο στάδιο της τελικής επεξεργασίας, και προβλέπει τη λειτουργία του νέου θεσμού από το ακαδημαϊκό έτος 1995-1996. Τα ζητήματα που θίγονται από το Διοικητικό Συμβούλιο (ΔΣ) της ΔΟΕ αναφέρονται στο διδακτικό ωράριο, στις μεταθέσεις, στην αξιολόγηση των μαθητών, στην εκπαίδευση του εξωτερικού και στη θητεία των στελεχών της εκπαίδευσης. Σχετικά με το νέο νομικό πλαίσιο για τη μετεκπαίδευση, περιορίζεται μόνο να επισημάνει ότι «παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες, θα πρέπει να εξαντληθεί κάθε προσπάθεια ώστε η Μετεκπαίδευση να λειτουργήσει από την επόμενη χρονιά και στη Θεσσαλονίκη» (ΔΒ, τ.1073:4). Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι ο μετασχηματισμός του ΜΔΔΕ δεν αποτελεί πρώτη προτεραιότητα για τη ΔΟΕ, αλλά εντάσσεται στην ευρύτερη στρατηγική που αναπτύσσει ως συνδικαλιστικός φορέας.

Συνολικά το ΔΣ της ΔΟΕ χαρακτηρίζει το νέο νομοσχέδιο ως προωθητικό μιας μετεκπαίδευσης «με αναβαθμισμένο επίπεδο σπουδών», διατύπωση που δίνει και πάλι έμφαση στην αναβάθμιση του κλάδου και σηματοδοτεί την ολόπλευρη αποδοχή του νομοσχεδίου από πλευράς της. Διαπιστώνεται δηλαδή ότι, τον Απρίλιο του 1995, η ΔΟΕ θεωρώντας δεδομένη τη ψήφισή του, δεν προτείνει καμία απολύτως τροποποίηση.

Όταν όμως το σχέδιο νόμου κατατίθεται, παρουσιάζονται συγκεκριμένες τροποποιήσεις, που αφορούν στα εξής ζητήματα:

α) Η μετεκπαίδευση να είναι «μία και ενιαία» και για τους πτυχιούχους των Παιδαγωγικών Ακαδημιών και για τους πτυχιούχους των Παιδαγωγικών Τμημάτων.

β) Ο τίτλος της μετεκπαίδευσης στις Επιστήμες της Αγωγής να είναι «πάνω και πέρα» από το πτυχίο των βασικών σπουδών που απαιτείται για διορισμό, προσθήκη που κατά το σκεπτικό της ΔΟΕ θα διασφαλίσει τα ήδη «κατακτημένα εργασιακά και επαγγελματικά δικαιώματα» των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.

γ) Σχετικά με τη διαμόρφωση του προγράμματος σπουδών, η ΔΟΕ προτείνει «το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας να καταρτίζουν έναν κεντρικό κορμό προγράμματος σπουδών» (ΔΒ, τ. 1076:75) και στη συνέχεια η Γενική Συνέλευση Ειδικής Σύνθεσης των ΠΤΔΕ να διαμορφώνει την τελική μορφή του προγράμματος σπουδών και να εποπτεύει την εφαρμογή του.

δ) Να υπάρξει δέσμευση σχετικά με τη διαδικασία επιλογής των υποψηφίων, έτσι ώστε να είναι ίδια με εκείνη που εφαρμόζεται στις Γενικές εξετάσεις για τα ΑΕΙ.

ε) Να υπάρξει ρύθμιση η οποία να προβλέπει τη χορήγηση επιστημονικού επιδόματος στους μετεκπαιδευόμενους.

στ) Να προστεθεί η πρόβλεψη οι κάτοχοι του τίτλου που χορηγείται από τα ΔΔΕ να έχουν και όλα τα δικαιώματα των πτυχιούχων των Παιδαγωγικών Τμημάτων των ΑΕΙ.

Η επισήμανση που γίνεται για τον τίτλο σπουδών είναι ενδεικτική του αυξημένου ενδιαφέροντος της ΔΟΕ για τη διασφάλιση των επιστημονικών και ακαδημαϊκών δικαιωμάτων των αποφοίτων από τα ΔΔΕ. Ειπώθηκε σχετικά από ερωτώμενο ότι:

 

«Και στην αποκέντρωση και στην αναβάθμιση του περιεχομένου των σπουδών τα προβλήματα λύθηκαν αρκετά γρήγορα. Εκεί που δυσκολευτήκαμε αρκετά ήτανε στην διαδικασία της αναγνώρισης του πτυχίου της μετεκπαίδευσης ως πτυχίου που θα έδινε ακαδημαϊκά πλεονεκτήματα πέρα από τα μισθολογικά.»

 

Από την προαναφερθείσα παραπομπή διαφαίνεται η πρόθεση της ΔΟΕ τα ΔΔΕ να λειτουργήσουν επικουρικά ως προς την διαδικασία της εξομοίωσης για τους αποφοίτους των Παιδαγωγικών Ακαδημιών και ως τέτοια να αποτελέσουν και προθάλαμο εισαγωγής σε κύκλους μεταπτυχιακών σπουδών. Αυτή η θέση της ΔΟΕ δείχνει ότι τα ΔΔΕ αντιμετωπίζονται ως θεσμός χωρίς συγκεκριμένη θέση στην ακαδημαϊκή ιεραρχία, αφού οι χειρισμοί της προσανατολίζονται προς τη κατεύθυνση της επίτευξης των συμπληρωματικών σπουδών για τους αποφοίτους των Παιδαγωγικών Ακαδημιών, σπουδών που θα δίνουν τη δυνατότητα ένταξης σε μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών. 

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Κατά την αναζήτηση των στρατηγικών προσανατολισμών της ΔΟΕ, επισημάνθηκε πως ορισμένοι εμφανίζουν έναν επαναληπτικό χαρακτήρα και αποτελούν μέρος της πάγιας τακτικής της ΔΟΕ, ενώ άλλοι καταγράφτηκαν για μια και μοναδική φορά και για την εξυπηρέτηση ενός συγκεκριμένου και ειδικού σκοπού.

Συνοπτικά λοιπόν, οι στρατηγικοί προσανατολισμοί της ηγεσίας της ΔΟΕ ήταν οι ακόλουθοι:

1. Άσκηση πιέσεων προς την εκάστοτε πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΠΘ 2.Αποστολή προτάσεων προς τη Διεύθυνση Εφαρμογής Προγραμμάτων Σχολών Εκπαίδευσης

            Διδακτικού Προσωπικού, τον αρμόδιο για τα ΔΔΕ διοικητικό μηχανισμό του ΥΠΕΠΘ

3. Επαφές και διεργασίες με μέλη ΔΕΠ των ΠΤΔΕ της χώρας.

4. Ένταξη των αιτημάτων για τον μετασχηματισμό του ΜΔΔΕ στις προσωρινές και οριστικές ημερήσιες διατάξεις των ΓΣ του κλάδου

5. Ενημέρωση του κλάδου για τις ενέργειες του ΔΣ της ΔΟΕ μέσα από ανακοινώσεις, κυρίως δημοσιευμένες στα τεύχη του ΔΒ.

            Συνολικά διαπιστώνεται ότι, η δράση της ΔΟΕ κινείται γύρω από τον ευρύτερο στρατηγικό άξονα της αναβάθμισης του κλάδου των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, την οποία είχε ως προτεραιότητα εκείνη την περίοδο. Το μείζον ζήτημα που την απασχολούσε είναι αυτό της ολοκλήρωσης της εξομοίωσης και μάλιστα με επιτάχυνση των υφιστάμενων ρυθμών, ανεξάρτητα από την ακολουθούμενη οδό. Το προτεινόμενο θεσμικό πλαίσιο εμφανίστηκε ως ιδανική λύση στο φλέγον αυτό ζήτημα που φαινόταν να καθυστερεί ανησυχητικά.

Ο μετασχηματισμός των ΔΔΕ αντιμετωπιζόταν ως μια από τις διαδικασίες που συνέβαλλαν στην εξισορρόπηση των πτυχίων των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας με την πανεπιστημιακή εκπαίδευση των συναδέλφων τους της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Η επίτευξη της κοινής αφετηρίας με τους εκπαιδευτικούς της δευτεροβάθμιας λειτουργούσε ως σημαντικό κίνητρο για τη ΔΟΕ, που διατήρησε ένα ρόλο ισορροπίας, δεδομένου ότι η έμφαση δινόταν στο να ψηφιστεί ο νόμος ανεξάρτητα από τις όποιες υποσημειώσεις και παραχωρήσεις. Ως εκ τούτου, αποδεικνύεται ότι η ΔΟΕ προωθούσε τα αιτήματα αυτά παράλληλα, χωρίς να δίνει σε κανένα απόλυτη προτεραιότητα, εντάσσοντάς τα στην ευρύτερη στρατηγική που ακολουθούσε συνολικά με στόχο την επίτευξη της ακαδημαϊκής αναβάθμισης των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Σε αυτό το πλαίσιο, το αίτημα της ΔΟΕ για μετασχηματισμό του θεσμικού πλαισίου για το ΜΔΔΕ στηρίχθηκε στην καταγγελία του ασφυκτικού διοικητικού και ιδεολογικού του έλεγχο, του αναχρονιστικού περιεχομένου και στον χαρακτηρισμό του ως υποβαθμισμένη σχολή.

Οι ραγδαίες εξελίξεις στο ευρύτερο κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο χρησιμοποιήθηκαν ως επιχείρημα για τη στήριξη της αναγκαιότητας του εν λόγω θεσμικού μετασχηματισμού. Υπερτονίστηκε η ταχεία τεχνολογική ανάπτυξη και η έκρηξη της γνώσης ως παράγοντες που καθιστούν την αποστολή των δασκάλων περισσότερο απαιτητική και την συνεχή επιμόρφωσή τους αναπόσπαστο τμήμα της επαγγελματικής τους ζωής.

Η ΔΟΕ επικέντρωσε επίσης ορισμένους από τους στρατηγικούς της προσανατολισμούς και στην κατεύθυνση του μετασχηματισμού επιμέρους δομικών ιδιοτήτων του ΜΔΔΕ, όπως η κατάργηση του ορίου ηλικίας για τους μετεκπαιδευόμενους, η επιβολή ορίου πέντε ετών υπηρεσίας στη δημόσια εκπαίδευση μετά την αποφοίτηση από τα ΔΔΕ, η αύξηση των προβλεπόμενων θέσεων μετεκπαιδευομένων, η διασφάλιση συγκεκριμένων επιστημονικών και ακαδημαϊκών δικαιωμάτων μέσω του χορηγούμενου τίτλου σπουδών, η διενέργεια του εισαγωγικού διαγωνισμού σύμφωνα με το πρότυπο των πανελλήνιων εξετάσεων και η χορήγηση επιστημονικού επιδόματος στους μετεκπαιδευόμενους.

Η ΔΟΕ αφιέρωσε και μέρος από τους χειρισμούς της σε ένα δευτερεύον ζήτημα, αυτό που σχετιζόταν με το κληροδότημα του Μαρασλείου. Πρότεινε την εκχώρησή του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αρχικά για κάλυψη των αναγκών της εξομοίωσης και στη συνέχεια για κάλυψη των αναγκών της μετεκπαίδευσης. Σε αυτό ακριβώς το σημείο προκύπτει η πρώτη από τις αντιφάσεις που καταγράφηκαν στη στάση και στους χειρισμούς της ΔΟΕ. Σύμφωνα με τη ΔΟΕ λοιπόν, ανεξάρτητα από τη χρήση, ο τελικός αποδέκτης του Μαρασλείου πρέπει να είναι το ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ η χρήση του για εξομοίωση ή μετεκπαίδευση αποτελεί ζήτημα δευτερεύον. Πρόκειται για μια διαδικασία κατά την οποία οι στρατηγικοί προσανατολισμοί της ΔΟΕ ασκούνται αντίστροφα, ξεκινώντας από το αποτέλεσμα (αξιοποίηση των χώρων του Μαρασλείου μετά τη παύση λειτουργίας του ως Παιδαγωγική Ακαδημία) και αναζητώντας τις αιτίες (εξομοίωση ή ένταξη ΜΔΔΕ στα ΠΤ του Πανεπιστημίου Αθηνών) για να προσαρμόσουν σε αυτές το αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, φαίνεται ότι η ΔΟΕ ενέταξε στους χειρισμούς της και την ενασχόληση με το θέμα της περιουσίας του Μαρασλείου, ως ένδειξη καλής θέλησης προς το ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, από το οποίο εξαρτούσε την πορεία του ζητήματος της αναβάθμισης του τίτλου σπουδών των δασκάλων γενικότερα.

Μια δεύτερη αντίφαση που χαρακτηρίζει τη δράση της ΔΟΕ, σχετίζεται με τη θέση της αναφορικά στο περιεχόμενο σπουδών των ΔΔΕ. Ενώ το 1991 καταγγέλλει τον «ασφυκτικό διοικητικό έλεγχο» του ΥΠΕΠΘ στο πρόγραμμα σπουδών, στην επιλογή των διδασκόντων και στη γενικότερη λειτουργία του ΜΔΔΕ, το 1995 ζητά οι βασικοί άξονες των προγραμμάτων σπουδών των ΔΔΕ να προέρχονται από το ΥΠΕΠΘ και το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, περιορίζοντας τα οικεία ΠΤΔΕ σε μια απλώς τελική διαμόρφωση.

Η ρητορική της ΔΟΕ για αποκέντρωση του θεσμού της μετεκπαίδευσης αναφέρεται στην επέκταση του θεσμού με την ίδρυση και άλλων ΔΔΕ, και όχι στην αποκέντρωση του ελέγχου της στα οικεία ΠΤΔΕ. Προτείνοντας την ύπαρξη ενός κεντρικού κορμού κατευθυντήριων αξόνων σχετικά με τη διαμόρφωση του προγράμματος σπουδών των ΔΔΕ από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΕΠΘ, η ΔΟΕ ανατρέπει στην ουσία τις διατυπωμένες θέσεις της για αποκέντρωση και αυτονομία των ΔΔΕ. Μέσα σε διάστημα τεσσάρων χρόνων, η ΔΟΕ μετακινείται από την καταγγελία του κρατικού ελέγχου στο ΜΔΔΕ, στο αίτημα για κεντρικό καθορισμό των προγραμμάτων σπουδών των ΔΔΕ, εμφανίζοντας μια στάση αντιφατική ως προς την αυτονομία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και ως εκ τούτου, αναποτελεσματική.

Εξάλλου, το γεγονός ότι οι προτάσεις που κατατέθηκαν από τη ΔΟΕ προς την αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή, δεν εντάχθηκαν ως τροποποιήσεις στο θεσμικό πλαίσιο για τα ΔΔΕ, είναι ενδεικτικό του ότι οι στρατηγικοί της προσανατολισμοί δεν υπήρξαν ιδιαίτερα αποτελεσματικοί ως προς τη συγκρότηση της επιμορφωτικής πολιτικής για τα ΔΔΕ.

Προκύπτει τελικά ότι η συγκρότηση της επιμορφωτικής πολιτικής για τα ΔΔΕ αποτέλεσε για τη ΔΟΕ μια παράπλευρη επιδίωξη. Έτσι, πέφτοντας σε αντιφάσεις, δεν διατύπωσε σαφή θέση για το ουσιαστικό περιεχόμενο και τη δομή των ΔΔΕ, ούτε και ακολούθησε σαφή στρατηγική προς αυτή τη κατεύθυνση. Η δράση της συμπυκνώνεται ουσιαστικά σε ένα σύνθετο πλέγμα από αποσπασματικούς στρατηγικούς προσανατολισμούς με αποδέκτες τους υπόλοιπους εμπλεκόμενους μακρο-φορείς δράσης, δράση που αποτελούσε μέρος της ευρύτερης στρατηγικής που εκείνη την περίοδο ανέπτυσσε. Ως εκ τούτου, ανοίγει ουσιαστικά ο δρόμος για μια περαιτέρω διερεύνηση του κατά πόσο αυτό το συγκεκριμένο εύρημα μπορεί να εμφανίζει συσχετίσεις –άμεσες ή έμμεσες- με την υπάρχουσα δομή και το περιεχόμενο της παρεχόμενης επιμόρφωσης, με την μη προσδιορισμένη θέση των ΔΔΕ στην ακαδημαϊκή ιεραρχία, καθώς και με τις προοπτικές τους.

 

 

ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

*       Διδασκαλικό Βήμα (1990-2003).

*       Εισηγητική Έκθεση Ν. 2327/1995 «Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας, ρύθμιση θεμάτων έρευνας παιδείας και μετεκπαίδευσης εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις».

*       Μουζέλης, Ν. (1997) Επιστροφή στην κοινωνιολογική θεωρία. Η έννοια της ιεραρχίας και το πέρασμα από τη μικρο- στη μακρο-κοινωνιολογία, Αθήνα, Θεμέλιο.

*       Μουζέλης, Ν. (2000) Η κρίση της κοινωνιολογικής θεωρίας. Τι πήγε λάθος;, Αθήνα, Θεμέλιο.

*       Νόμος 1566/1985 «Δομή και Λειτουργία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις».

*       Νόμος 2009/1992 «Εθνικό σύστημα επαγγελματικής κατάρτισης και άλλες διατάξεις».

*       Νόμος  2327/1995 «Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας, ρύθμιση θεμάτων έρευνας παιδείας και μετεκπαίδευσης εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις».

*       Προεδρικό Διάταγμα 130/1990 «Προϋποθέσεις και διαδικασία εξομοίωσης των αποφοίτων των Παιδαγωγικών Ακαδημιών και των Σχολών Νηπιαγωγών προς τους πτυχιούχους των Παιδαγωγικών Τμημάτων ΑΕΙ».

 

 

 

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

*      Archer, M. S. (1982) «Morphogenesis versus structuration: on combining structure and action», The British Journal of Sociology, 33(4), December 1982, pp.455-483.

*      Giddens, A. (1981) A Contemporary Critique of Historical Materialism, London, Macmillan.

*      Giddens, A. (1984) The Constitution of Society, Cambridge, Polity Press.

*      Mouzelis, N. (2000) “The Subjectivist-Objectivist Divide: Against Transcendence”, Sociology, 34(4), pp. 741-762.