Ο ΠΡΟΣΚΟΠΙΣΜΟΣ ΩΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ

ΤΩΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΩΝ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

 

 

Απόστολος ΑΤΣΙΑΣ

Δάσκαλος –Φιλόλογος

Υπ. Δρ.  Παν/μίου Θεσσαλίας

 

Περιληψη

 

          Η μακρόχρονη παρουσία του προσκοπισμού στην Ελλάδα και ο τεράστιος αριθμός των μελών της προσκοπικής κίνησης, τα οποία δραστηριοποιούνται στους κόλπους της αυτοβούλως, ήγειραν την υπόθεση εργασίας ότι πρόκειται για εξωσχολική δράση θεμελιωμένη σε ψυχολογικό και παιδαγωγικό υπόβαθρο. Μια κατά τεκμήριο λεπτομερής έρευνα προς αυτή την κατεύθυνση, στον ελληνικό χώρο, έφερε στο φως πλειάδα εγχειριδίων παιδαγωγικής καθώς και παιδαγωγικών βοηθημάτων που διεξέρχονται άλλοτε εκτενώς, άλλοτε ακροθιγώς, πτυχές του προσκοπικού συστήματος εκπαίδευσης. Κατηγοριοποιώντας τα αποτελέσματα ως προ το περιεχόμενο, καταδείχτηκε η άμεση εμπλοκή του προσκοπισμού με την εκπαιδευτική πράξη, σε επίπεδο Δημοτικού Σχολείου, Διδασκαλείων και Παιδαγωγικών Ακαδημιών, η προσπάθεια μερίδας συγγραφέων Ελλήνων και μη, να διεισδύσουν στο παιδαγωγικό του προφίλ και να το θεμελιώσουν, η προσφορά του στους τομείς της υγιεινής, της πολιτικής αγωγής και ηθικής μόρφωσης. Ευελπιστούμε ότι θα αποτελέσει αφορμή για περαιτέρω έρευνα στο χώρο των επιστημών της αγωγής.

 

Abstract

 

The long age presence of scouting in Greece and the huge number of his members  activated spontaneously in its bosom rose the work-hypothesis that it is an extracurricular  activity based on psychological and educational background. A detailed research towards that direction resulted in a large number of educational books and manuals studying scouting widely sometimes superficially. Making categories according to the results it is proved that scouting is involved in education in elementary schools and Teachers Training Colleges level. Also it is proved that some foreigners and Greek writers tried to penetrate the educational profile of scouting in order to solidify it, its offer in sectors like hygiene, citizen training and ethical culture. We hope that that essay will cause more search in the educational area.

 

 

            Η προσκοπική κίνηση στην Ελλάδα σε μικρό χρονικό διάστημα θα αριθμεί εκατό χρόνια παρουσίας, αλλά και εκπαιδευτικής προσφοράς. Ξεκίνησε το 1910 με τις προσπάθειες του Έλληνα γυμναστή Αθανάσιου Λευκαδίτη, αναπτύχθηκε ταχύτατα και έδρασε συμπληρωματικά, σε παράλληλο, εξωσχολικό επίπεδο, προς τη συμβατική αγωγή, που ασκείται στο σχολείο.

Η ταυτότητά της, όσον αφορά το πώς εκλαμβάνεται εκ των έξω, σύμφωνα με πρόσφατα αποτελέσματα δημοσκοπήσεων δεν είναι ξεκάθαρη (“Eλευθεροτυπία”, Μάρτιος 2000). Η εικόνα, που της αποδίδεται από μια μερίδα Ελλήνων, αφορά πιτσιρικάδες και εφήβους, που εν πολλοίς θυμίζουν Άγγλους αποικιοκράτες η Βέλγους ΤενΤεν πανέτοιμους να εξορμήσουν στην έρημο, από άλλους θεωρείται ως μία φυσιολατρική – εκδρομική κίνηση ή ως οργάνωση που συμπαραστέκεται σε ευπαθείς ομάδες πληθυσμού, ορισμένοι θεωρούν ότι είναι πολιτική ή παραστρατιωτική οργάνωση, ενώ ένα 8% αγνοεί τις δράσεις της κίνησης. Η βιβλιογραφία στον ελληνικό χώρο, σε επίπεδο ολοκληρωμένης επιστημονικής περιγραφής και αξιολόγησης του προσκοπισμού είναι ελλιπέστατη. Η υπάρχουσα αφορά βιβλιογραφικό υλικό που έχει εκπονηθεί στο πλαίσιο εκδοτικών προσπαθειών του Σώματος Ελλήνων Προσκόπων.

Ορισμένοι που προσπάθησαν να ασχοληθούν σοβαρότερα και να αποδώσουν όσα ο ιδρυτής του προσκοπισμού υποστήριξε, αναφέρουν ότι ο προσκοπισμός είναι απλώς μια ιδέα για μια εύθυμη διδασκαλία και ψυχαγωγία στην ύπαιθρο, η οποία ρίχτηκε κατά τύχη και θεωρήθηκε ότι αποτελεί συγχρόνως ένα πρακτικό οδηγό παιδαγωγικής (Παπακωνσταντίνου Ι. Κωνσταντίνος, χ.χ. ). Η εκατοντάχρονη όμως παρουσία του και ο τεράστιος αριθμός των μελών της προσκοπικής οικογένειας, που παρακολουθούν αυτοβούλως το πρόγραμμα της κίνησης, εγείρουν την υπόθεση εργασίας ότι πρόκειται για ένα όραμα στο χώρο της εξωσχολικής αγωγής, θεμελιωμένο σε ψυχολογικό και παιδαγωγικό υπόβαθρο.

Μια κατά τεκμήριο λεπτομερής  έρευνα προς αυτή την κατεύθυνση, στον ελληνικό χώρο, έφερε στο φως πλειάδα εγχειριδίων παιδαγωγικής καθώς και παιδαγωγικά βοηθήματα τα οποία εμπεριέχουν και διεξέρχονται, άλλοτε εκτενώς, άλλοτε ακροθιγώς, πτυχές του  προσκοπικού συστήματος εκπαίδευσης. Αναζητήθηκαν τα εγχειρίδια παιδαγωγικής, που δίνονταν σε σπουδαστές παιδαγωγικών ακαδημιών στη διάρκεια του 20ου αιώνα, καθώς και όσα βοηθήματα παιδαγωγικής κυκλοφόρησαν σε σχολικές βιβλιοθήκες, με σκοπό να υποβοηθήσουν το διδασκαλικό έργο. Το εγχείρημα υπήρξε επίπονο από την άποψη της δυνατότητας εύρεσης του βιβλιογραφικού υλικού, που προαναφέρθηκε, αλλά και από την δυσκολία που προέκυπτε στο να ανιχνευθεί ο προσκοπισμός ως περιεχόμενο σε βιβλία, που δεν διέθεταν ευρετήριο.

 Η παρουσίαση αυτής της καταγραφής έχει ως σκοπό να παρουσιάσει το πού και πώς απαντάται ο προσκοπισμός, ως περιεχόμενο, κατά ένα συστηματικό τρόπο, ώστε να θεραπεύσει τόσο την ιστορική αναγκαιότητα, όσο και να υποβοηθήσει παράλληλα την έρευνα όχι μόνον στο χώρο της Ιστορίας της Εκπαίδευσης, αλλά και στον τομέα της Παιδαγωγικής, με απώτερο στόχο τη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης σε εσωσχολικό και εξωσχολικό επίπεδο. Η σειρά που αποφασίσαμε να παρουσιάσουμε το υλικό είναι η χρονολογική ώστε να είναι ευκολότερο στον μελετητή να το συσχετίζει με το ιστορικό συγκείμενο.

Η πρώτη αναφορά που συναντήσαμε, αφορά εκτενή μελέτη του καθηγητή του Πανεπιστημίου της Γενεύης Pierre Bovet πάνω στο μαχητικό ένστιχτο (Bovet Pierre, 1926). Συγκεκριμένα, μέρος του  ΙΣΤ΄ κεφαλαίου του βιβλίου του,  το οποίο διαπραγματεύεται την  ηθική αγωγή, αφιερώνεται στην πολύ έξυπνη, από παιδαγωγική άποψη, χρησιμοποίηση αυτού του ενστίκτου  από τον ιδρυτή του προσκοπισμού, με το να του δώσει αλτρουιστικό ή ιδανικό σκοπό: «To ίδιο είναι και για το μαχητικό ένστιχτο: άμα βάζει κανείς τη δύναμή του να υπερασπίζεται τους αδύναμους, δε θα τους χτυπήσει. Και το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για την επιτυχία, που έχουν οι μέθοδες που μεταχειρίζονται το ίδιο μαχητικό ένστικτο για να το νικήσουν μας το έδωσαν οι “Boy Scouts” του  Baden Powell», σημειώνει ο συγγραφέας  προσθέτοντας στη συνέχεια ότι “Το πρόγραμμα αγωγής του πολίτη[i]” του ευφυούς Άγγλου στρατιωτικού άρεσε ιδιαίτερα στους στρατιωτικούς κύκλους που “πήραν” τις μέθοδές του  ειδικά για στρατιωτικές, παρερμηνεύοντας αυτά που ο ίδιος είπε. Σημειώνεται επίσης, ότι το ένστιχτο αυτό πλαισιώθηκε και από άλλες ορμές που μπορούσαν να βοηθήσουν: ένστιχτο αρχιτεκτονικό, αγάπη για τις πορείες έξω στην εξοχή, ενδιαφέρον για τις ιστορίες με τους Ινδούς και τους κλέφτες,  αγάπη στα ζώα. Όλα αυτά κάνοντάς τα να συντρέχουν σε έναν και μοναδικό σκοπό, δηλαδή να προετοιμάζουν στον αγώνα με την πιο μεγάλη ηθική του έννοια. Στον επίλογο του κεφαλαίου γίνεται λόγος για την κακή αντιγραφή του προγράμματος των προσκόπων από τη μεριά των “Οδηγών”, για τις οποίες προτείνεται η στροφή στο ένστικτο της αυταπάρνησης και της αφοσίωσης, που είναι τόσο γυναικείο και τόσο μητρικό.

Λίγα χρόνια αργότερα, στην “Παιδαγωγική” του Χαράλ. Λ. Σκαλισιάνου, στο κεφάλαιο περί Πολιτικής Αγωγής, ο προσκοπισμός αποτελεί “μέσον εθισμού” στην άσκηση πολιτικών καθηκόντων και δικαιωμάτων (Σκαλισιάνος Χαρ., 1937). Στους κοινωνικούς μαθητικούς συνδέσμους, όπου εντάσσονται σύμφωνα με το συγγραφέα οι πρόσκοποι, οι Eρυθροσταυρίτες, τα παντοειδή αθλητικά σωματεία, η Χ.Α.Ν., αλλά και στους σχολικούς οργανισμούς , όπως οι μαθητικές κοινότητες, τα παιδιά συνηθίζουν στην κοινή δράση αποσκοπώντας στην πραγματοποίηση κοινωφελών σκοπών και αποκτούν τις απαραίτητες κοινωνικές και πολιτικές αρετές: την τάξη, ακρίβεια,  εργατικότητα, ευπείθεια στους ανωτέρους και τους νόμους, ευσυνειδησία, αγάπη προς τους άλλους, ανιδιοτέλεια, αυτοθυσία υπέρ μεγάλων αλτρουιστικών έργων και τέλος την αληθινή φιλοπατρία που εμπερικλείει όλες τις προηγούμενες.

Για την χρονική περίοδο που εκτείνεται από την εμφάνιση του προσκοπισμού στην Ελλάδα μέχρι την έναρξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου δεν εντοπίσαμε άλλη βιβλιογραφική πηγή. Στο διάστημα όμως αυτό η εμπλοκή της κίνησης με τα εκπαιδευτικά δρώμενα στον ελληνικό χώρο υπήρξε πολλαπλώς συνδεδεμένη. Ιδιαίτερα διαφωτιστική προς το σημείο αυτό αποτελεί ενδιαφέρουσα μελέτη, πρωτίστως για τον ιστορικό της εκπαίδευσης, του Γεωργίου Νικ. Τολίδη (Τολίδης Νικ. Γεώργιος, 1945). Ο  συγγραφέας κατέγραψε τις επαγγελματικές του εμπειρίες από το 1922 μέχρι το 1944 με σκοπό να εμφανίσει τη συμβολή του ΄Ελληνα δασκάλου και να υπογραμμίσει την υποχρέωση της πολιτείας να τον περιβάλει με ανάλογη στοργή και εύλογο προσοχή, τόσο για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης όσο και υψίστου εθνικού συμφέροντος. Συναντήσαμε, με αρκετή έκπληξη ομολογουμένως, δεκατρείς αναφορές στην προσκοπική κίνηση. Υπήρξε, όπως αποδεικνύεται, στενά συνυφασμένη και άρρηκτα συνδεδεμένη με τις δραστηριότητες του διδασκαλείου Αλεξανδρούπολης αλλά και πολλών πρωτοβάθμιων σχολείων της Θράκης, όπου υπηρέτησε ο Γεώργιος Τολίδης ως δάσκαλος. Πιο αναλυτικά, για το διδασκαλείο Αλεξανδρούπολης πληροφορούμαστε ότι, μετά την μεταφορά του, το Σεπτέμβριο του 1922, από τους  Επιβάτες της ανατολικής Θράκης στην Αλεξανδρούπολη, αποτέλεσε πραγματικό φυτώριο νέων δασκάλων που επάνδρωσαν τα σχολεία της Θράκης, διαθέτοντας πλούσια ύλη φρονηματιστική και ηθοπλαστική[ii]. Επικουρικά στην ύλη αυτή έδρασε και ο προσκοπισμός από την ίδρυσή του το 1925 (στο διδασκαλείο)  μέχρι την αναγκαστική συγχώνευσή του με την  ΕΟΝ.  Οι γυμναστές του ιδρύματος δια του Θεσμού αυτού πρόσφεραν ανεκτίμητη εθνική υπηρεσία. Σε επίπεδο πρωτοβάθμιων σχολείων, στην εκπαιδευτική περιφέρεια Διδυμοτείχου[iii], η προσκοπική κίνηση οργανώθηκε από το δάσκαλο Μιχ. Καρακώτσογλου, γενικεύθηκε στην πόλη και στη συνέχεια στα χωριά της περιφέρειας[iv]. Στην συνέχεια αναφέρεται προσκοπική γιορτή που πραγματοποιήθηκε το Μάιο του 1937, στο Διδυμότειχο, με τη συμμετοχή των προσκοπικών ομάδων Έβρου, στον οποίο την περιφερειακή διοίκηση των προσκόπων είχε ο επιθεωρητής των δημοτικών σχολείων, Ευρ. Φιλιππίδης[v]. Η γιορτή μεταξύ των άλλων περιελάμβανε ομιλία του περιφερειακού εφόρου, αθλητικές επιδείξεις  των προσκόπων και συνεστίαση επισήμων μαζί με τα προσκοπικά στελέχη. Σημειώνεται επιπρόσθετα ότι: «η δε εσπερινή υποστολή της σημαίας με συμμετοχή όλων των σαλπιγκτών των ομάδων υπήρξε αληθώς στιγμή υπερόχου πατριωτικής  εξάρσεως και αλησμόνητος» και σε άλλο σημείο «εκεί υπό την επιρροή της μπύρας και των εδεσμάτων περιττόν να είπω οποία συναδέλφωσις μεταξύ των προσκοπικών στελεχών του νομού εδημιουργήθη και οποίον ευτυχισμένο και μεγαλειώδες μέλλον για την πατρίδα εχαράχθη». Τόσο οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται, όσο και η  εθνική προοπτική, η οποία διαφαίνεται στο κείμενο, παραπέμπουν την προσκοπική κίνηση, στο σημείο αυτό, στη λογική  της  εθνικιστικής  ιδεολογίας  και του εθνικισμού[vi] (Λέκκας Παντελής, 2002). Στις σχολικές γιορτές συμμετέχουν και οι πρόσκοποι[vii],οι οποίοι ενίοτε  αποδίδουν στο στρατό αρκετά στελέχη[viii], επιδεικνύουν εξαιρετική διαγωγή ως στρατιώτες[ix], συμμετέχουν στην έπαρση της σημαίας στην αυλή του σχολείου συνοδεύοντάς την με το σχετικό σάλπισμα[x] και σε κοινωφελή έργα[xi].

Για την περίοδο διεξαγωγής του πολέμου 1940-1941, διατυπώνεται από τον ίδιο η άποψη : «Ο προσκοπισμός και η εν γένει πατριωτική αγωγή των Ελληνοπαίδων, όπως έγινε από τους δημοδιδασκάλους κατά την ειρηνική περίοδο που είδαμε, υπό την καθοδήγηση και εποπτεία των επιθεωρητών και του προϊστάμενου Υπουργείου προπαρασκεύασε την μάχιμο γενιά του 1940-41[xii]».

Στα πρακτικά του Συνεδρίου Εκπαιδευτικών, που έλαβε χώρα από τις 17 έως τις 22 Οκτωβρίου του 1949 στην Αθήνα, με τη συμμετοχή Γενικών επιθεωρητών Μέσης και στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως, Επιθεωρητών Δημοτικών σχολείων και υγειονομικών επιθεωρητών σχολείων, στο οποίο ας σημειωθεί ότι είχε προσκληθεί να παραστεί αλλά και να εισηγηθεί ο Γενικός Έφορος Προσκόπων Αλεξάτος, εμφανίζεται η προσκοπική κίνηση να αποτελεί λύση σε πολλά προβλήματα, τα οποία είχαν ανακύψει στο χώρο της  εκπαίδευσης μετά από μια μακρόχρονη και ταραχώδη περίοδο για την Ελλάδα[xiii]. Το συνέδριο αυτό, του οποίου η θεματολογία αναπτύχθηκε σε έξι ημέρες, περιελάμβανε εισηγήσεις σχετικές με την υγιεινή κατάσταση των μαθητών (1η ημέρα), την ηθική και πολιτική αγωγή του πολίτη(3η ημέρα) και την εποπτεία και επιθεώρηση των σχολείων (5η ημέρα). Στις εμβόλιμες μέρες γινόντουσαν συζητήσεις επί των εισηγήσεων.  Επί του πρώτου θέματος μεταξύ των άλλων μέτρων, προτείνεται η ενίσχυση και η διάδοση του προσκοπισμού ώστε να συμπεριλάβει στους κόλπους του κυρίως την εξωσχολική νεολαία (70% των νέων της Ελλάδος) γιατί είναι άριστο παιδαγωγικό - ψυχοθεραπευτικό σύστημα  δημιουργίας καλών χριστιανών και χρηστών πολιτών[xiv],  και διατυπώνεται η άποψη ότι αποτελεί “εξαιρετικώς επιμορφωτικό σχολείο όπως και ο οδηγισμός”[xv]. Εκτενής αναφορά προβάλλεται από τον επιθεωρητή Ζαγορίου- Μετσόβου, Κωνσταντίνο Πλακουτσή,   σε σχέση με την ευεργετική επίδραση του προσκοπισμού στην διαπαιδαγώγηση της εξωσχολικής και μετασχολικής νεολαίας στο επίπεδο της συζήτησης, που αφορά την “Αγωγή του Πολίτη[xvi] ”. Στο τρίτο μέρος ο γενικός έφορος Προσκόπων Δημήτριος Αλεξάτος ανέπτυξε τους σκοπούς και τις αρχές του προσκοπισμού τονίζοντας την ανάγκη συνεργασίας σχολείου και προσκοπικής κίνησης. Ο υπουργός Παιδείας Κ. Τσάτσος, δήλωσε αμέσως μετά, ότι όσα ειπώθηκαν από τη μεριά του εφόρου, συμπίπτουν με την επιθυμία της κυβέρνησης και του βασιλέως, προσθέτοντας τη βεβαιότητά του για τους καρπούς αυτής της συνεργασίας, τους οποίους επιδιώκει η εκπαίδευση[xvii]. Το συνέδριο χαιρέτισε και η γενική έφορος Ελληνίδων οδηγών, Ζαρίφη, ζητώντας παράλληλα την ηθική ενίσχυση των εκπαιδευτικών για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού[xviii]. Στο κλείσιμο του συνεδρίου ο Υπουργός της Παιδείας επανέρχεται με την επισήμανση, ότι οι μαθητικές κατασκηνώσεις πολλά οφείλουν στον προσκοπισμό, ενώ τα στελέχη, που προέρχονται από τις τάξεις του είναι τα καλύτερα γιατί έχουν τη σχετική πείρα[xix].

Μεταπολεμικά, ήταν απολύτως φυσικό για την εκπαιδευτική κοινότητα, όπως φαίνεται και από τις τοποθετήσεις των συνέδρων που προαναφέρθηκαν, να διακατέχεται από προβληματισμούς σε σχέση με την εκπαιδευτική αναθεμελίωση και αναδημιουργία του εκπαιδευτικού μας συστήματος (Παπαϊωάννου Ευάγγελος, 1952). Στο κεφάλαιο “Ζητήματα  Δημιουργίας Παιδαγωγικής Κινήσεως ”, στο σημείο  “Πυρήνες και κέντρα εκπαιδευτικής δημιουργίας”, προτείνεται από τον Ευάγγελο Παπαϊωάννου μεταξύ των άλλων το εξής: «Συστηματική – Υποδειγματική κίνησις περί την “Σωματικήν Αγωγήν”  εν γένει διά της επαρκούς διδασκαλίας του μαθήματος τούτου,  εκδηλουμένου εις την Γυμναστικήν, Αθλοπαιδιάς, εκδρομάς, εθνικούς χορούς, και μεθ΄ ιδρύσεως γυμναστηρίου ως και μετά ή ανευ οργανώσεως προσκοπικών ή αθλητικών ομάδων και εξωσχολικών παιδιών»[xx].

Στο Α΄ εκπαιδευτικό συνέδριο της ΙΣΤ΄ περιφέρειας μέσης εκπαίδευσης, στο Αργοστόλι, την ίδια χρονιά[xxi], ποικίλης θεματολογίας, στην ανάπτυξη της θεματικής ενότητας “Η συμβολή του σχολείου της μέσης εκπαίδευσης και κατ΄ εξοχήν του εν μικρά πόλει λειτουργούντος εις την ανύψωσιν του πνευματικού και γενικώς του  πολιτιστικού επιπέδου των κατοίκων της περιοχής του ” από τον Παν. Παπαχρίστου, γυμνασιάρχη, διατυπώνεται η άποψη υπέρ της ανάπτυξης  του προσκοπισμού, με κύριο άξονα τους εκπαιδευτικούς, ως αγαθή  δράση, προς την οποία μπορούμε να στρέψουμε τους νέους εκμεταλλευόμενοι την τάση της νεολαίας να ανήκει σε συλλόγους[xxii].  

Και στα πρακτικά της ΚΔ΄ Γενικής συνελεύσεως της Δ.Ο.Ε.[xxiii] η οποία, ξεπερνώντας τους  αυστηρά επαγγελματικούς προβληματισμούς,  ασχολήθηκε με ποικιλία εκπαιδευτικών θεμάτων, ανιχνεύσαμε σχετική αναφορά. Ο Φίλιππος  Κολοβός   (Α΄ συλλόγου Αθηνών), στην πορεία της εισήγησής του σχετικά με την ψυχαγωγία του παιδιού, υποστηρίζει, ότι ο προσκοπισμός συμβάλλει προς αυτή την κατεύθυνση: «Κάπου κάπου ξεπροβάλλουν μερικά φωτεινά σημάδια της ατομικής πρωτοβουλίας. Ο προσκοπισμός, που πριν σαράντα χρόνια εισήχθη για πρώτη φορά στη χώρα μας, έρριψε τον πρώτο σπόρο κι έδωσε την πρώτη επίσημη μορφή της ψυχαγωγίας στον τόπο μας. Ως τότε και λίγο αργότερα, και σήμερα ακόμη στην ύπαιθρο, η φυσική ροπή του παιδιού προς το παιγνίδι θεωρείται φυγοπονία. Δεν διαφωτίστηκε ακόμη ο κόσμος ότι το παιδί παίζει, γιατί το ωθεί στο παιγνίδι κάποια βιολογική ανάγκη».

Ιδιαίτερα εκτενή αναφορά, η οποία παρουσιάζει σημαντικό ενδιαφέρον για τον ιστορικό της εκπαίδευσης, αφού συνδέει άμεσα τις παιδαγωγικές ακαδημίες με τον προσκοπισμό συναντήσαμε στην “Γενική Παιδαγωγική” του Γεωργίου Παλαιολόγου διευθυντού της Μαρασλείου Παιδαγωγικής Ακαδημίας (Παλαιολόγος Γεώργιος, 1955) . Κατά το συγγραφέα ο προσκοπισμός αποτελεί τη μόνη εξωσχολική ενασχόληση και αξιόλογη αγωγή των νέων από το 8ο μέχρι το 20ο έτος της ηλικίας τους. Αφιερώνει μεγάλο μέρος της αναφοράς του στον ιδρυτή του προσκοπισμού, λόρδο Baden Powell του Gilwell, περιγράφοντας το χαρακτήρα του, εξιστορώντας την επαγγελματική του δράση ως στρατιωτικού στη Νότιο Αφρική και την Ινδία, εστιάζοντας στα γεγονότα που τον οδήγησαν στην σύλληψη της ιδέας που εφαρμόζεται για μια εκατονταετία σε όλο τον κόσμο και στο κυριότερο συγγραφικό του έργο[xxiv]. Στη συνέχεια παραθέτει τα επιχειρήματα του ιδρυτή, τα οποία θεμελιώνουν τον προσκοπισμό ως παιδαγωγικό σύστημα. Συγκεκριμένα θίγει τη σημασία της εμπιστοσύνης προς το παιδί και την ευθύνη που κατά συνέπεια προκύπτει, έστω και με τον κίνδυνο της ενδεχόμενης αποτυχίας, την ανάγκη να δοθεί στο παιδί θετικός και όχι αρνητικός τύπος διαγωγής, όπως διατυπώνεται στον προσκοπικό νόμο, την αγάπη του παιδιού προς το ρομαντισμό (εξερευνήσεις, κατασκηνώσεις), και το σύστημα της ομάδας, ή μυστικής εταιρείας, φυσικής ανάγκης του παιδιού, στις οποίες οργανώνονται τα παιδιά. Διεξέρχεται την προσκοπική υπόσχεση και τον προσκοπικό νόμο, υποστηρίζοντας την εκδοχή ότι μάλλον ο B.P. θα είχε γνώση  του κλασσικού ελληνικού πολιτισμού, με την επιδίωξη να διαπλάσει τους νέους προσκόπους σε “καλούς καγαθούς”, προσπαθώντας να πραγματοποιήσει το ιδεώδες της “καλοκαγαθίας”, έχοντας επηρεαστεί από τη φιλοσοφία και τις ιδέες των αθανάτων εκπροσώπων του ελληνικού πνεύματος.[xxv] Παραθέτει τα αποτελέσματα της κίνησης[xxvi], όπως βέβαια τα αντιλαμβάνεται ο ιδρυτής, τα οποία απολαμβάνουν τα παιδιά που συμμετέχουν στην κίνηση και τη διάκριση των παιδιών ανάλογα με την ηλικία τους. Εξιστορεί τα σημαντικότερα γεγονότα που αφορούν το Σώμα Ελλήνων Προσκόπων καθώς και την προσφορά του απέναντι στην πατρίδα και την κοινωνία. H αποδοχή του στη συνείδηση της Ελληνικής κοινωνίας και Παιδείας τεκμαίρεται, κατά την άποψή του, και από την επίσημη εμπλοκή του προσκοπισμού με εκπαιδευτικά ιδρύματα όπως οι Παιδαγωγικές Ακαδημίες: “… εις την Μαράσλειον Παιδαγωγικήν Ακαδημίαν εισήχθη εν έτει 1947, τη συνδρομή του Γενικού Εφόρου των Προσκόπων Κυρίου Δημ. Αλεξάτου και του Γραμματέως της Α..Μ. Κυρίου Γεωργίου Κανελλάκη και τη επινεύσει της Α.Μ. του Γενικού Αρχηγού Βασιλέως Παύλου. Η Α.Μ. αυτοπροσώπως επί επταετίαν ηυδόκει να προσέρχεται εις την Μαράσλειον Παιδαγωγικήν Ακαδημίαν και να  απονέμη ιδιοχείρως εις τους λαμβάνοντας, μετά διετή εκπαίδευσιν το πτυχίον Αρχηγού Προσκόπων δευτεροετείς σπουδαστάς της Μαρασλείου Παιδαγωγικής Ακαδημίας, εν επισήμω τελετή, οργανουμένη υπό του Σ.Ε.Π. και του ιδρύματος, τη συμμετοχή του προσωπικού, σπουδαστών, εκπροσώπων του Σ.Ε.Π. και λοιπών επισήμων”[xxvii]. Μετά την ομιλία - προσφώνηση που απηύθυνε ο γενικός Διευθυντής προς το βασιλέα και το κοινό κατά την τελετή απονομή πτυχίων  στους βαθμοφόρους προσκόπους σπουδαστάς της Μαρασλείου Ακαδημίας κατά την 6η Ιουνίου 1953, παρατίθεται και το πρόγραμμα της τελετής, που μεταξύ των άλλων περιλαμβάνει τελετή προσκοπικής υπόσχεσης, τον ύμνο των προσκόπων και την επίδοση των πτυχίων από το βασιλέα Παύλο.

 Στο ίδιο πλαίσιο, των παιδαγωγικών σπουδών στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία, ο προσκοπισμός αναφέρεται ακροθιγώς από το Θεόδωρο Χαραλαμπίδη (Χαραλαμπίδης Θεόδωρος, 1954) ως στοιχείο του επιπέδου σχέσεων σχολείου – κοινωνίας[xxviii],ως στοιχείο πολιτισμού[xxix] που αφορά στην υγεία, και τέλος ως έβδομη επισήμανση του διδακτικού διαλόγου που παρατίθεται στο πλαίσιο της “Οδηγητικής”, και που αποσκοπεί στο να ενημερωθεί ο δάσκαλος,  ότι το κοινωνικό  περιβάλλον, στο οποίο ανήκει και ο προσκοπισμός, μπορεί να του παρασταθεί και να τον βοηθήσει στο έργο του[xxx].

Η κοινωνική διάσταση της προσκοπικής κίνησης προβάλλεται στο έργο του κορυφαίου Γάλλου παιδαγωγού  R. Dottrens: «Σκοπός της κοινωνίας αλλά και της οικογένειας δεν είναι πια το να κάνουμε τους άλλους να υπακούνε με κάθε θυσία και να υποκύπτουν με τη θέλησή τους ή με τη βία στον οικογενειακό ή κοινωνικό ομοιομορφισμό, μα το να κάνουμε τους άλλους να συμπράττουν, να συνεργάζονται, το να κάνουμε αισθητή την ανάγκη να είναι αλληλέγγυοι. Το να φτάσουμε στο να νιώθει ο καθένας τον εαυτό του ελεύθερο και στρατευμένο ταυτόχρονα» (Dottrens, Robert 1957). Αναλύοντας την έννοια της ελευθερίας ο R. Dottrens,   επισημαίνει ότι το πρόβλημα της ελευθερίας στην αγωγή δεν σχετίζεται με την αναρχία ή την ασυδοσία, που αντιτίθενται στην εξουσία και τάξη, αλλά με τη διάπλαση της ηθικής προσωπικότητας, που αποτελεί το κύριο και ουσιαστικό πρόβλημα της ανθρώπινης αγωγής. Μια τέτοια ελευθερία δεν έχει σχέση με τις κατηγορίες που συχνά απευθύνονται στο σχολείο ότι τάχα οι δάσκαλοι αφήνουν τα παιδιά να κάνουν ό,τι θέλουν, παρά μονάχα με την υποβοήθηση να εργάζονται τα παιδιά και οι έφηβοι σε συνθήκες τέτοιες, που να μπορούν να αναπτύσσονται αβίαστα και να απελευθερώνονται από τα εμπόδιά τους. Χρησιμοποιεί τις συμβουλές του Pestalozzi περί ελευθερίας προς τους παιδαγωγούς[xxxi], επιχειρηματολογεί εναντίον της δεσποτικής και αυταρχικής αγωγής, κινούμενος προς την ανάπτυξη των συνθηκών μέσα από τις οποίες μπορεί να κατακτηθεί αυτή η ελευθερία. Τέτοια συνθήκη  δημιουργείται εκεί όπου η συνεργασία, η σύμπραξη αναπτύσσονται αρκετά, κατά τρόπο που να γίνουν αρκετά αισθητές σαν ένα ευεργέτημα, για να μπορέσουν να εναντιωθούν στον καταναγκασμό. Ιδανική συνθήκη δημιουργούμε επίσης όταν μαθαίνουμε τους μαθητές να σκέπτονται , καθώς το έργο του καθηγητή Jean Piaget δείχνει ότι η αγωγή της ελευθερίας υπάγεται στην αγωγή της νόησης και του λογικού. Το μικρό παιδί, προσθέτει ο συγγραφέας στο σημείο αυτό, δε δείχνει κανένα ενδιαφέρον για την αναζήτηση των αποδείξεων ή για τη λογική δικαιολόγηση. Πολύ αργότερα αρχίζει να γίνεται αισθητή η ανάγκη της απόδειξης κάτω από την επίδραση της αμοιβαίας κριτικής. Η αναζήτηση και η συνεισφορά αυτών των αποδείξεων προκύπτουν από τη δραστηριότητα της νόησης και η δραστηριότητα αυτή είναι η προϋπόθεση της ανάπτυξης της ίδιας της νόησης. Η αγωγή αυτή της διανοητικής ελευθερίας για μια ορθολογιστική μόρφωση της νόησης προϋποθέτει και απαιτεί τη συνεργασία και την έρευνα από κοινού, ανάμεσα σε άτομα ίσα, όχι ανάμεσα σε άτομα συνδεδεμένα με σχέσεις υποταγής. Υπό αυτή την έννοια δάσκαλοι και γονείς οφείλουν να εμπνέονται από ένα δημοκρατικό ιδανικό και να το εφαρμόζουν στην καθημερινή ζωή, παραχωρώντας στα παιδιά ένα μέρος ευθύνης στη συμπεριφορά τους και στην εργασία τους. Η εφαρμογή της μεθόδου της εργασίας σε ομίλους, της αυτοδιοίκησης και του προσκοπισμού, αναπτύσσουν το πνεύμα της κοινότητας και συνάμα την συναίσθηση της ευθύνης[xxxii]. Η σχολική ζωή που έχουμε ανάγκη είναι αυτή που εξασφαλίζει την κίνηση, τον ενθουσιασμό, το χαρούμενο ζήλο, τη συνεργασία, εκεί που εδώ και τόσο καιρό δοκιμάζουμε να επιτύχουμε την ευπείθεια και τη σιωπή.

Η συνεισφορά του προσκοπισμού στην ηθική μόρφωση των παιδιών, που αποτελεί κατά το συγγραφέα μέρος της πνευματικής, επισημαίνεται από τον Σπυρ. Μ.. Καλλιάφα στο τρίτο μέρος της μελέτης του “Μέσα δια των οποίων επιτυγχάνεται ο σκοπός της αγωγής” (Καλλιάφας Σπυρ., 1958). Διαπραγματευόμενος την αυτοδιοίκηση των μαθητών, την οποία κατατάσσει στα μέσα αγωγής, θεωρεί τον προσκοπισμό ως πεδίο, στο οποίο τα παιδιά μπορούν να ασκηθούν σ΄ αυτή[xxxiii].

Το 1959, στο κεφάλαιο “Περί  αγωγής έξω από το σχολείο – έργα περισχολικά και μετασχολικά”, εκλαμβάνεται  από το Réné Hubert, και ο προσκοπισμός, ως έργο κοινωνικής αγωγής και μόρφωσης του χαρακτήρα (Hubert Réné, 1959). Ως αρχή του προσκοπισμού προβάλλεται το ότι προσαρμόζεται στη θέληση του παιδιού: «είναι κυρίως μια μέθοδος αυτενέργειας της ηθικής αγωγής. ΄Όπως λέει ο Guerin Desjardins δε θα είναι το παιδί, που θα πρέπει να εισέλθη βίαια στις ηθικές απασχολήσεις των ωρίμων, θα είναι η ηθική που θα εισέλθη ζωντανή στη ζωή του παιδιού. Αυτή η ηθική δε θα είναι πια θεωρητική και ξένη από την παιδική εμπειρία. Θα ενσωματώνεται με την εμπειρία του, θα ζη σύγχρονα μ΄αυτή. Αλλά γνωρίζομε ότι τα διαφέροντα του παιδιού της τρίτης παιδικής ηλικίας είναι ουσιαστικά διαφέροντα ομαδικού παιγνιδιού και συγκεκριμένα πνευματικά διαφέροντα που τα ονομάσαμε τεχνοδιανοητικά». Παρατίθενται στη συνέχεια τα επιχειρήματα που επιβεβαιώνουν την επιτυχή εκμετάλλευση από τη μεριά του προσκοπισμού της παιδικής ψυχοσύνθεσης: η κίνηση παρουσιάζεται σαν ένα παιγνίδι που επιλέγει τα θέματά του από αυτά που συνάδουν με την αυθόρμητη φαντασία του παιδιού και αργότερα του εφήβου, σχολιάζοντας την ιστορία του Μόγλη που υιοθετήθηκε και χρησιμοποιείται στα “ Λυκόπουλα ”[xxxiv]. Σε αυτό προστίθεται  ή καλύτερα αναμιγνύεται η δράση κατά τρόπο που να προσφέρονται στο παιδί ασχολίες, οι οποίες εμποδίζουν τις προτροπές που έχουν σαν αντικείμενο την οκνηρία. Οι αυτενέργειες, και ως τέτοιες θεωρούνται η ζωή στο ύπαιθρο, η κατασκήνωση, η παρατήρηση των φυτών και των ζώων, οι συλλογές, η μαγειρική, ο προσανατολισμός, οι χειροτεχνικές εργασίες, η κατασκευή και το στήσιμο σκηνών και καταφυγίων, οι τελετές γύρω από τη φωτιά, διδάσκουν την πρωτοβουλία, την επιμονή την αντίσταση των πραγμάτων στις επιθυμίες μας, την περιέργεια. Ως ιδιαζόντως επιτυχημένη, από ψυχοπαιδαγωγική άποψη, θεωρεί ο Rene Hubert, την εμφάνιση της προσκοπικής ομάδας ως ένα “αδελφάτο παιδιών”[xxxv], γεγονός που αποτελεί και τη δραστική δύναμη της μεθόδου του[xxxvi]. H μεταβολή αυτή, συντελείται με την παράφραση των νόμων της ιπποσύνης από τον προσκοπικό νόμο[xxxvii], και την επίκληση κανόνων, ηθών, ιπποτικών συναισθημάτων και του κλίματος που απαντάται στις μυστικές εταιρείες, με τις τελετές μυήσεως, τη στολή, τα διάφορα σήματα, τις δοκιμασίες αποδοχής, που έχουν όλες μια πρακτική αξία, και ακόμη ήθη συμβολικά και μυστηριώδη. Ως προς την αποδοχή του νόμου από τη μεριά των παιδιών, τονίζεται ότι δε φαίνεται στο αγόρι σαν κάτι που του έχει επιβληθεί από τις συνθήκες των ώριμων, αλλά σαν ο κανόνας του παιγνιδιού, η ίδια η προϋπόθεση της προσκοπικής κοινότητας, στην οποία θα προσαρμοστεί ακούσια. Σημασία δε αποδίδεται στο ότι εκφράζεται με απλές καταφάσεις που μοιάζουν με τη περιγραφή ενός ιδεατού τύπου, τον οποίο πρέπει να πλησιάσει κάθε μέλος. Επισημαίνεται ο ρόλος του αρχηγού, του οποίου η δύναμη της υποβολής απευθύνεται στο ένστικτο της μίμησης του παιδιού, στην ανάγκη που αισθάνεται να πλαισιώνεται, να καθοδηγείται και να στηρίζεται, καθώς και η σημασία που αποκτά η απόδοση εμπιστοσύνης: «Το αγόρι που του δείχνουν εμπιστοσύνη, γίνεται σ΄ αυτό το σύστημα, ο αληθινός δημιουργός της αγωγής του και ο καλύτερος συνεργάτης του δασκάλου του». Μετά την ανάλυση της πρακτικής οργάνωσης του προσκοπισμού,   κλείνει τη μελέτη του με κριτικό σχολιασμό, αναφέροντας ότι ο προσκοπισμός συμφωνεί απόλυτα με τις διδασκαλίες της παιδικής και εφηβικής ψυχολογίας και τις τάσεις της σύγχρονης αγωγής καταλήγοντας με τη φράση – έμβλημα, που θα μπορούσε να αποδοθεί στον προσκοπισμό: “να βαδίζεις από το παιδί, με το παιδί, στην οργάνωση της πολιτείας”.

Σε εντελώς διαφορετικό κλίμα μας μετέφερε βιβλίο “ Πανηγυρικών” (Παπαθεοδώρου Τριαντάφυλλος, χ.χ.)  , βοήθημα για το δάσκαλο, όπου εμπεριέχεται παραινετικός λόγος με τίτλο “Προ της ορκωμοσίας προσκόπων”. Ο εκφωνών το λόγο  απευθύνεται στους προσκόπους, προτρέποντάς τους να διαπρέψουν και να σταθούν άξιοι των προγόνων τους, αφού έχει ήδη επισημάνει την  προετοιμασία που έχει προηγηθεί από τη μεριά τους, και την φροντίδα που απολαμβάνουν τόσο από τους γονείς, όσο και από την προσκοπική οικογένεια,

Στον ίδιο κύκλο, των βιβλίων, που αφορούν την προετοιμασία σχολικών γιορτών, συναντήσαμε σχετικό σύγγραμμα (Βαΐόπουλος Βασίλειος, 1960), το οποίο απευθύνεται εκτός από τους μαθητές του Δημοτικού και του Γυμνασίου, και σε προσκόπους. Η παραλληλία δράσης την οποία διαπιστώσαμε προηγουμένως, ανάμεσα στο δημοτικό σχολείο κυρίως, και τον προσκοπισμό, εκφράζεται προφανώς και στο επίπεδο έκδοσης παρόμοιων πονημάτων.

Στις απόψεις της Susan Isaaks (Isaacs Susan, 1961) σχετικά με τα ενδιαφέροντα των παιδιών του δημοτικού σχολείου και το πώς θα μπορούσαν οι εκπαιδευτικοί να εκμεταλλευτούν παραγωγικά στην εκπαιδευτική πράξη τη γνώση αυτών των ενδιαφερόντων, αναφέρονται ως τέτοια, το τραγούδι , ο χορός και η απομίμηση. Επιπρόσθετα και ειδικά για τα αγόρια, υποστηρίζει: «είναι περισσότερο συγκροτημένα και με μεγαλύτερη ευχέρεια γίνονται ενήμερα των μειονεκτημάτων τους. Και ευαισθησία ως προς την προσωπική αξιοπρέπεια εμφανίζεται νωρίτερα στα αγόρια. Αλλά η προσωπική μου γνώμη είναι ότι το παν εξαρτάται από την προσαρμογή του έργου και του ρόλου στην ηλικία και την ιδιοσυγκρασία του αγοριού – ηθοποιού. Γιατί τι άλλο κάνει κατά τα παιγνίδια του κυνηγητού και του πολέμου και της εξερευνήσεως, ακόμη δε και στον Προσκοπισμό, παρά να υποδύεται ρόλους; και συνεχίζει: αυτή η ευχαρίστηση του παιδιού του δημοτικού σχολείου στο “μιμείσθαι” συνδέεται κατευθείαν με το προηγούμενο και περισσότερο ακατέργαστο μιμητικό παιγνίδι, όταν το παιδί γινόταν με τη σειρά πατέρας ή μητέρα, γιατρός, εισπράκτωρ λεωφορείου, στρατιώτης. Αλλά, καθώς έχω υποδείξει, το θεατρικό παίξιμο υπό τη στενότερή του έννοια, δεν είναι ο μοναδικός κληρονόμος της προηγουμένης τάσεως (ορμέμφυτου) προς προσποίηση. Τα παιγνίδια του μεγαλύτερου αγοριού, το κυνήγι αγρίων θηρίων, ο πόλεμος με τους Γερμανούς, η εξερεύνηση άβατων τόπων, η παρακολούθηση “ κατά πόδας ” και εξουδετέρωση των ινδιάνων, η κατασκήνωση στην Ανταρκτική και όλες οι άλλες συναρπαστικές περιπέτειες στις οποίες απορροφάται εκάστοτε, δεν είναι παρά τα ίδια ορμέμφυτα της προσποιήσεως, τα οποία εμποτίζονται με πολύ μεγαλύτερη πραγματική γνώση και με πολύ περισσότερο πειθαρχημένη αίσθηση του τι είναι δυνατό και του τι είναι απλώς φανταστικό. Το είδος αυτό των εκδηλώσεων καλύπτει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του αγοριού σε όλα αυτά τα έτη, οποτεδήποτε και οπουδήποτε δοθεί σε αυτό η ευκαιρία να χαρεί τις εκδηλώσεις αυτές, μεταβαλλόμενες προοδευτικά προς την κατεύθυνση χειροπιαστών επιτευγμάτων, καθώς η γνώση και η δεξιότητα αυξάνονται. Σημαντικό ποσό πραγματικών γνώσεων μπορεί να εισαχθεί στο πλαίσιο αυτού του παιγνιδιού, όπως η μεγαλοφυΐα της κίνησης του προσκοπισμού ορθά διέγνωσε. Η κατασκευή και η ανάγνωση χαρτών, η κατανόηση των σημείων του καιρού, η γνώση για πουλιά και ζώα, η οικολογία των κοινών ανθέων και δένδρων στην ύπαιθρο, η αρχιτεκτονική στην πόλη, όλη η τοπογραφία και γεωγραφία της περιοχής, είτε πόλεως είτε υπαίθρου, έχουν εδώ τις αρχές τους».

Στη δίψα και την ανάγκη της περιπέτειας που έχει το παιδί ηλικίας 10-14 ετών αναφέρεται και ο Θεόφραστος Γέρου (Γέρου Θεόφραστος, 1961). Η περιπέτεια αυτή σχετίζεται με την παρέα στην οποία θα μοιράζεται τους φόβους, τις αγωνίες, τους κινδύνους και τη συγκίνηση που προκύπτουν από την κοινή δράση. Η συγκρότησή της είναι φυσικό και αναγκαίο στάδιο της ομαλής ανάπτυξης και προκύπτει από την ανάγκη για κοινή δράση, αντίδραση στους εχθρούς, στις άλλες ομάδες ή ενάντια στις αυθαιρεσίες των μεγάλων. Στους κόλπους της ομάδας, όπου θεσπίζονται κανόνες, και υπάρχει ηθικός κώδικας,[xxxviii] θα ξεχωρίσει ο ηγέτης που επιβάλλεται με τη δύναμη, την τόλμη και το λογικό του. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσει και τον προσκοπισμό, ως επινόηση του Baden Powell που είδε καθαρά τι έλειπε από τη σχολική ζωή και βάλθηκε να το συμπληρώσει.

Στους παράγοντες της αγωγής, και συγκεκριμένα στο κοινωνικό περιβάλλον, τοποθετεί ο Αντώνιος Α. Τσίριμπας (Τσίριμπας Αντώνιος, 1964), τον προσκοπισμό αποδίδοντάς του παιδαγωγική και μορφωτική αξία, η οποία καθίσταται έκδηλος από το σκοπό προς τον οποίo αποβλέπει,  την προσκοπική υπόσχεση και τον προσκοπικό νόμο, καθώς και από τη μέθοδο που χρησιμοποιεί η προσκοπική αγωγή. Τέλος παραθέτει τα μορφωτικά αποτελέσματα του προσκοπισμού ως παράγοντος αγωγής και μόρφωσης[xxxix]. Δεύτερη αναφορά στο ίδιο εγχειρίδιο εμπεριέχεται στο Κ΄ κεφάλαιο “Ειδικές επιδιώξεις της Αγωγής”. Ειδικότερα στο σημείο όπου διαπραγματεύεται ο συγγραφέας την “Πολιτική Αγωγή” ως επιδίωξη της Αγωγής, ανάμεσα στους σχολικούς συνεταιρισμούς και τους αθλητικούς συνδέσμους, εντάσσει και τις προσκοπικές ομάδες, οι οποίες παρέχουν με τη σειρά τους την ευκαιρία στους μαθητές ως μέλη, να αποκτούν πείρα των οικονομικών σχέσεων, που υπάρχουν μεταξύ των ατόμων, των ομάδων, των λαών, να λαμβάνουν γνώση των καθηκόντων και να συνηθίζουν στην ευσυνείδητη εκτέλεσή τους, να κάνουν ορθή χρήση των δικαιωμάτων τους, να δοκιμάζουν τις ατομικές τους δυνάμεις και ικανότητες και να τις εναρμονίζουν με τις αντίστοιχες των άλλων για την πραγμάτωση κοινών σκοπών, να καλλιεργούν το πνεύμα της συνεργασίας και της ευθύνης, να περιορίζουν τις εγωιστικές τους τάσεις και γενικώς να εφαρμόζουν τους ηθικούς, τους κοινωνικούς, τους θρησκευτικούς και πολιτικούς κανόνες και νόμους στην πράξη[xl].

Ως έχοντα άμεση σχέση με την αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου εκλαμβάνει την προσκοπική κίνηση ο Απόστολος Δημ. Γιωτάκος (Γιωτάκος Απόστολος, 1964) αφήνοντας όμως ασαφή την εικόνα της σε σχέση με το αν λειτουργεί θετικά ή όχι απέναντι στα παιδιά: «Την Κυριακή τα παιδιά έχουν δικαίωμα να αναπαυθούν και να χαρούν. Πολλά παιδιά απασχολούνται στον ελεύθερο χρόνο της Κυριακής με τις ομάδες Ερυθροσταυριτών, στα Κατηχητικά σχολεία, στον Προσκοπισμό κ.λ.π.».

Οι τελευταίες, χρονολογικά, αναφορές, αφορούν την “Παιδαγωγική” του Γεωργίου Κρουσταλλάκη (Κρουσταλλάκης Γεώργιος, 1987) επισημαίνει, ότι με την εφαρμογή ειδικών προγραμμάτων και μεθόδων αξιοποιήσεως του ελεύθερου χρόνου (Παιδαγωγική του ελεύθερου χρόνου) του σημερινού ανθρώπου , σε όλες τις περιόδους της ζωής του, είναι δυνατόν να επιτευχθεί η ανανέωση του σωματικού και ψυχικού του οργανισμού, η διατήρηση  ή η αποκατάσταση της ψυχικής του γαλήνης και ισορροπίας, καθώς και η πνευματική και ηθική του καλλιέργεια. Θεωρεί , ότι, προς την κατεύθυνση αυτή, διαπραγματευόμενος τους δευτερεύοντες παράγοντες της αγωγής, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν ορισμένες οργανώσεις, σύλλογοι, και νεανικές ομάδες, στις οποίες εντάσσει και τον προσκοπισμό.

Μετά την περιήγηση αυτή στο χώρο των παιδαγωγικών εγχειριδίων και βοηθημάτων που έδρασαν και δρουν ακόμη υποστηρικτικά στο έργο του δασκάλου θα λέγαμε, συνοψίζοντας, ότι ο προσκοπισμός δεν άφησε αδιάφορους του δασκάλους και τους παιδαγωγούς του περασμένου αιώνα, τόσο σε επίπεδο συγγραφής όσο και σε επίπεδο δράσης. Το ενδιαφέρον, που υποκίνησε σε όλους αυτούς, εκφράστηκε με διαφορετικό κατά περίπτωση τρόπο. Ορισμένοι καταπιάστηκαν με τη θεμελίωση της παιδαγωγικότητας της προσκοπικής κίνησης, αναζητώντας την στο χώρο των ενστίκτων, των εγγενών ορμών, τάσεων και ενδιαφερόντων, που υπάρχουν στα παιδιά.  Μερικοί τη συνέδεσαν με την “Πολιτική Αγωγή” , την Ηθική Μόρφωση, την Ψυχαγωγία και τη Γυμναστική Αγωγή, ενώ κάποιοι άλλοι με εθνικούς στόχους. Καταγράφηκε επίσης η σύνδεσή της με εκπαιδευτικά ιδρύματα όπως οι Παιδαγωκικές Ακαδημίες , τα Διδασκαλεία και τα δημοτικά σχολεία. Σε λιγότερη έκταση υπήρξαν  αναφορές στον ιδρυτή της, στις προσπάθειες των μελετητών κυρίως, να αποδώσουν σφαιρικότερα το περιεχόμενο της προσκοπικής κίνησης.

Διαφαίνεται κατά συνέπεια, μετά από όλα αυτά, η αναγκαιότητα, να συνδεθούν όλα τα στοιχεία, που αποτελούν τα κομμάτια, ας μας επιτραπεί η έκφραση,  ενός  μωσαϊκού, παιδαγωγικού περιεχομένου, το οποίο μπορεί να  αποτελέσει σοβαρή πρόταση στο χώρο της εξωσχολικής αγωγής, προσαρμοσμένη στην ελληνική πραγματικότητα.

 


---

[i] Σημ. Είναι ο υπότιτλος στο βιβλίο του Baden Powell.

[ii] Τολίδης Νικ. Γεώργιος, Ο Δημοδιδάσκαλος και η Πολιτεία, Τύποις Κ. Ασλάνης, Αθήναι 1945,  σελ.27

[iii]Σημ: Η εκπαιδευτική περιφέρεια Διδυμοτείχου ιδρύθηκε το 1920 με την απελευθέρωση της Θράκης και την επέκταση του νόμου “ Περί διοικήσεως της Εκπαιδεύσεως ”.

[iv] ο.π. σημ. ii, σελ.54, 57, 67, 69.

[v]Σημ: Στο ίδιο κείμενο αναφέρεται ότι: «οι επιθεωρητές των δημοτικών σχολείων οργανώνουν την προσκοπική και κάθε εθνική κίνηση, διορίζονται από την πολιτεία και επίσημοι προϊστάμενοι των δασκάλων , έτσι δε δημιουργείται πατριωτική κίνησις πρωτοφανής».

[vi]«Αντιθέτως, το έθνος συλλαμβάνεται πάντοτε και με ιδανικό τρόπο, σαν ιστορικό υποκείμενο που οδεύει συνεχώς προς την ολοκλήρωσή του, προς την πραγμάτωση της “μοίρας ” του… Η χιμαιρική φύση του έθνους βρίσκεται στη βάση της εθνικιστικής δυναμικής και επιβεβαιώνει το σύγχρονο χαρακτήρα της εθνικιστικής ιδεολογίας… Ο εθνικισμός συνεπώς αναθέτει διπλό ρόλο στην έννοια του έθνους. Από τη μια πλευρά, το έθνος αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η εθνικιστική ιδεολογία, την αφετηρία από την οποία ξεκινά η συλλογιστική της. Από την άλλη πλευρά το έθνος αναμορφώνεται και σε όραμα του εθνικισμού, σε απώτερο στόχο του, παρέχοντας έτσι την κύρια πηγή έμπνευσης, ανανέωσης και αναπαραγωγής του εθνικιστικού λόγου. Με τον τρόπο αυτό, η έννοια “έθνος ” έχει για τον εθνικισμό τρεις διαστάσεις στο χρόνο, δηλώνει δηλαδή: αυτό που ήταν, αυτό που είναι και αυτό που θα είναι». Παντελής Λέκκας, “Εθνικισμός και εθνικιστική ιδεολογία, πέντε υποθέσεις εργασίας”, εκδόσεις “ Κατάρτι”, Αθήνα 2002, σελ..107-11

[vii]   ο.π. σημ. ii, σελ.41.

[viii]  ο.π. σελ.46

[ix]    ο.π. σελ.49

[x]     ο.π. σελ.63

[xi]    ο.π. σελ.66

[xii]   ο.π. σελ.70

[xiii] Πρακτικά Συνεδρίου Εκπαιδευτικών, Υπουργείο Εθνικής Παιδείας, Εν Αθήναις 1949

[xiv] ο.π. σελ.163, η πρόταση αυτή διατυπώθηκε από τον επιθεωρητή Καστοριάς, Κωνσταντίνο Μπέντα

[xv]  ο.π. σελ.167, την άποψη αυτή  εξέφρασε ο Τριαντ. Παπαθεοδώρου, επιθ. Κιλκίς

[xvi] ο.π. σελ, 277, το σχετικό χωρίο έχει ως εξής: «Το ζήτημα είναι τι θα γίνη με τους παίδας τους μη φοιτώντας εις το σχολείον. Διότι μέγας αριθμός παιδιών διαφεύγει την υποχρεωτικήν φοίτησιν εις τα δημοτικά σχολεία και ο αριθμός των φοιτώντων κατ΄ανάγκην μειούται εις μέγιστον βαθμόν εις τα σχολεία της Μέσης Παιδείας. Ανάγκη να ανατεθή η διαπαιδαγώγησις της σχολικής και μετασχολικής νεολαίας εις Εθνικήν τινά οργάνωσιν και τοιαύται, ως ετονίσθη και από προλαλήσαντας συναδέλφους, είναι ο Προσκοπισμός και ο Οδηγισμός, τελούσαι ως γνωστόν, υπό την γενικήν αρχηγίαν των λαοφιλών βασιλέων μας. Εις τον Προσκοπισμόν οι νέοι διδάσκονται ηρέμως, φυσικώς και αβιάστως και τον σεβασμόν προς το θείον και την αγάπην μέχρι αυτοθυσίας προς την Πατρίδα, αλλά και τον σεβασμόν και την πειθαρχίαν προς τας καθεστηκυίας αρχάς και εξουσίας. Το κακόν είναι εν προκειμένω, ότι ο Προσκοπισμός και ο Οδηγισμός δεν έλαβον μέχρι σήμερον την οίαν έπρεπε να έχουν έκτασιν. Είναι ανάγκη λοιπόν ημείς οι εκπαιδευτικοί να πυκνώσομεν τας τάξεις των στελεχών και να περιβάλωμεν τον  Προσκοπισμόν και τον Οδηγισμόν με ιδιαιτέραν εύνοιαν και εξαιρετικόν ενδιαφέρον, ούτως  ώστε οι Πρόσκοποι και οι Οδηγοί να κατακλύσουν και τα αστικά κέντρα , αλλά και τα χωρία της υπαίθρου και τους μικρότερους συνοικισμούς». 

[xvii]  ο.π. σελ.  292

[xviii]  ο.π. σελ. 293

[xix]   ο.π. σελ.  397

[xx]    ο.π. σελ.  191

[xxi]Πρακτικά  Α΄ Εκπαιδευτικού Συνεδρίου Εν Αργοστωλίω, 11-13 Σεπτεμβρίου 1952, Εκδοτικός Οίκος Χ & Ι. Καγιάφα, Αθήναι , Πάτραι, x.x.

[xxii] ο.π. σελ. 261, και αναλυτικότερα:  «Να πάρωμε σαν   ζήτημα αποκλειστικά δικό μας τη διάδοση του προσκοπισμού στην περιοχή μας. Ούτε χρήματα πολλά χρειάζονται, ούτε δύσκολο είναι να βρεθούν τα λίγα, που θα χρειασθούν. Χρειάζεται περισσότερο θέληση και επιμονή. Και λίγος κόπος. Και λίγη αγάπη για τη νεολαία, που παραδέρνει και που διψάει για δράση. Και μια που δεν την στρέφομε προς την αγαθή δράση,  την παραλαμβάνουν οι επιτήδειοι, την οργανώνουν και την κάνουν Ε.Π.Ο.Ν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε την τάση της νεολαίας να ανήκη σε κάποια οργάνωση και να επιδεικνύεται μέσα στα όρια των εκδηλώσεων της οργανώσεως. Είναι ανάγκη να εκμεταλλευτούμε την τάση αυτή της νεολαίας, αν θέλωμε να μην πάρη το δρόμο της διαφθοράς. Είμαι βέβαιος, ότι δεν χρειάζεται ν΄αναπτύξω τ΄αγαθά του προσκοπισμού».

[xxiii] Πρακτικά ΚΔ΄ Γενικής Συνελεύσεως της Δ.Ο.Ε ( 7-13 Ιουλίου 1952),  ΄Εκδοσις Δ.Ο.Ε., Αθήναι 1953, σελ. 244

[xxiv] Παλαιολόγος Γεώργιος, σελ.283, « Οι ιδέες του και τα πορίσματα από την συναναστροφή του με τα παιδιά, υπήρξε η έκδοση του “Προσκοπισμού για παιδιά” ( 1908 ) σε τεύχη δεκαπενθήμερα. Πουλήθηκαν περισσότερα από μισό εκατομμύριο αντίτυπα, όσο ζούσε ο Baden Powell, χωρίς να υπολογισθούν αυτά που εκδόθηκαν και πουλήθηκαν σε ξένες χώρες, στις οποίες μεταφράστηκε».

[xxv] Ο.π. σελ. 287, « Στο βιβλίο του Αλέξανδρου Κομνηνού, αναπληρωτού εφόρου Σχολών της Γενικής Εφορείας του Σώματος Ελλήνων Προσκόπων, με τίτλο “Πώς θα γνωσθεί ευρύτερον η προσκοπική κίνησις” διαβάζουμε: ο Αθανάσιος Λευκαδίτης έσπευσε να πληροφορηθή κάθε τι το σχετικόν με αυτόν και να επαναφέρη στη χώρα μας τον Προσκοπισμόν…λέγω δε να επαναφέρη, διότι ούτος ο ιδρυτής του Προσκοπισμού, ο λόρδος Baden Powell του Gilwell απεριφράστως διεκύρηξε: “Δεν υπάρχει τίποτε το νέον εις τους σκοπούς του Προσκοπισμού.Είναι η αναβίωσις των αρχών του Πλάτωνος , ο οποίος επρέσβευε την αγωγήν εν Αρετή, η οποία δημιουργεί τον άριστον πολίτην της αύριον και διδάσκει εις τον νέον όχι μόνον να διοική, αλλά και να υπακούει”».

[xxvi]  ο.π. σελ. 289-290

[xxvii]  ο.π. σελ. 300

[xxviii] Χαραλαμπίδης Θεόδωρος, Το έργο της Παιδαγωγικής Επιστήμης, Εκδόσεις Καμπανά, Αθήναι 1954,σελ. 30.

[xxix]   ο.π. σελ. 82

[xxx]    ο.π. σελ. 126-128

[xxxi]  Dottrens  Robert, Αγωγή και Δημοκρατία , Εκδόσεις Κένταυρος, Αθήναι  1954, σελ.54.

[xxxii] Σημ. στο σημείο αυτό διευκρινίζεται ότι η βοήθεια που προσφέρουμε με τον τρόπο αυτό σε ένα παιδί, εξαρτάται, στη μορφή που παίρνει, από τη φύση του, από την ηλικία του, από τις συνθήκες. Αυτονόητο είναι πως κατά την πρώτη ηλικία της ζωής, μια παιδαγωγική της υγιεινής και των έξεων είναι αναγκαία και πως αυτή απαιτεί από μέρους των γονέων την άσκηση του καταναγκασμού με τη μορφή μιας εξουσιαστικής επιβολής εξακολουθητικής και φωτισμένης, ενώ από το μέρος των παιδιών απαιτεί την έμπρακτη υπακοή. Μα όσο το παιδί μεγαλώνει, όσο το δυνατό πιο γρήγορα σε κάθε περίπτωση ο παιδαγωγός οφείλει να εκλέγει και να πολλαπλασιάζει τις καταστάσεις μπροστά στις οποίες θα μπορέσει δίχως κίνδυνο για τη σωματική και ηθική ακεραιότητα του παιδιού να το παρασύρει στην ελευθερία και να το κάνει να συναισθανθεί πως είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του.

[xxxiii] Καλλιάφας Σπυρ. Επίτομος Γενική Παιδαγωγική, Εν Αθήναις  1958 , σελ. 109.

[xxxiv]Τα λυκόπουλα ( αγόρια 8-11 χρόνων)   αποτελούν τη μικρότερη βαθμίδα κατά τη διάκριση των παιδιών σε ομάδες ανάλογα με την ηλικία, η δεύτερη είναι οι πρόσκοποι (αγόρια 12-16 χρόνων ) ενώ την τρίτη την αποτελούν οι ανιχνευτές.

[xxxv] Hubert Réné, Γενική Παιδαγωγική, τόμος β΄, μετάφραση Κωνσταντίνου Κίτσου – Βασιλείου  Σκουλάτου, Εκδόσεις Κένταυρος, Αθήναι, 1959, σελ.755.

[xxxvi] ο.π.σελ.755 : «Η περίοδος της τρίτης παιδικής ηλικίας είναι η εποχή της συγκεκριμένης κοινωνικοποιήσεως. Η προσκοπική ομάδα είναι ένα ηθικοποιημένο σύνολο, που μέσα του όλα τα κοινωνικά ένστικτα του παιδιού ικανοποιούνται ακριβώς στο πλαίσιο και στα όρια που τους αρμόζουν: συλλογικό πνεύμα, ανάγκη συλλογικής δόξας, υποχώρηση του ατόμου μπροστά στην ομάδα, υποταγή των προσωπικών θελήσεων στα ρεύματα της σκέψεως και στις κρίσεις της κοινότητας».

[xxxvii] ο.π. σελ.  755: «΄Ενας πρόσκοπος είναι ειλικρινής, πιστός εξυπηρετικός, ευγενής φίλων των ζώων, πειθαρχικός, εύθυμος, θαρραλέος, εργατικός, καθαρός στους λόγους του και στις σκέψεις του, όπως και στο σώμα του».

[xxxviii] Σημ. σύμφωνα με τον κώδικα αυτό, προστατεύεται ο αδύνατος, αποφεύγονται οι ταπεινές πράξεις, ενώ λατρεύεται το θάρρος και τιμωρείται αμείλικτα η προδοσία.

[xxxix] Σημ. Η ίδια αναφορά παραμένει ως  περιεχόμενο και στις επόμενες εκδόσεις της Παιδαγωγικής  του Αντωνίου Τσίριμπα, των ετών 1969, 1972, 1975

[xl] ο.π. σελ. 218

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

1. Βαΐόπουλος Δ. Βασίλειος, 1960. Εθνικός Συναγερμός στα Σχολεία. Τρίκαλα, Αύγουστος 1960.

2. Bovet Pierre, 1926. Το μαχητικό ένστικτο. Σειρά “Σχολείο και Ζωή, Βιβλιοθήκη για δασκάλους και γονείς, Διευθυντής Κ.Δ. Σωτηρίου”. Εκδόσεις, Αθηνά. Αθήναι, 1926, σελ. 207-216.

3. Γέρου Θεόφραστος, 1961. Παιγνιώδεις Μορφές εργασίας στο Δημοτικό Σχολείο. Εκδόσεις Δίπτυχο. Αθήναι 1961, σελ. 47-48.

4. Γιωτάκος Απόστολος, 1964. Το βιβλίο των γονέων. 1964.

3. Dottrens Robert, 1957. Αγωγή και Δημοκρατία. Εκδόσεις Κένταυρος. Αθήναι 1957, σελ. 54.

4. “Ελευθεροτυπία”, 2000. Αφιέρωμα στον Προσκοπισμό. Αθήνα, 20 Μαρτίου 2000.

5. Hubert Réné, 1959. Γενική Παιδαγωγική, τόμος β΄, μετάφραση Κωνσταντίνου Κίτσου – Βασιλείου 6. Σκουλάτου. Εκδόσεις Κένταυρος. Αθήναι, 1959, σελ. 753-758.

7. Isaacs Susan, 1961. Τα παιδιά που διδάσκουμε. Εκδόσεις Κένταυρος. Αθήναι, 1961.

8. Καλλιάφας Μ. Σπυρίδων, 1958. Επίτομος Γενική Παιδαγωγική. Εν Αθήναις 1958, σελ.109.

9. Κρουσταλλάκης Γεώργιος, 1987. Εισαγωγή στη Γενική Παιδαγωγική, α΄τόμος. Αθήνα, 1987, σελ.    104-106.

10. Λέκκας Παντελής, 2002. Εθνικισμός και εθνικιστική ιδεολογία, πέντε υποθέσεις εργασίας. Εκδόσεις, Κατάρτι. Αθήνα 2002, σελ. 107-111.

11. Παπαϊωάννου Ευάγγελος 1952. Ζητήματα  Σχολικής Πράξεως. Εκδοτικός Οίκος Ιωάννου Σιδέρη. Αθήναι, 1952, σελ. 188.

12. Παπακωνσταντίνου Ι.  Κωνσταντίνος, χ.χ. Ο Προσκοπισμός, η βασικότερη εξωσχολική οργάνωσις. Εκδόσεις, Τουφεξή, Λάρισα.

13. Πρακτικά Συνεδρίου Εκπαιδευτικών Υπουργείου Εθνικής Παιδείας, Εν Αθήναις , 1949.

14. Πρακτικά Α΄ Εκπαιδευτικού Συνεδρίου εν Αργοστωλίω, 1952. Εκδοτικός Οίκος Χ. &  Ι. Καγιάφα. Αθήναι, Πάτραι.

15. Πρακτικά ΚΔ΄ Γενικής Συνελεύσεως της Δ.Ο.Ε., 1952. ΄Εκδοσις Δ.Ο.Ε.. Αθήναι, 1953, σελ. 244.

16. Παλαιολόγος Γεώργιος, 1955. Γενική Παιδαγωγική. Τυπογραφείον Μ.Δ. Μυρτίδη. Εν Αθήναις, 1955, σελ. 281-308.

17. Παπαθεοδώρου Τριαντάφυλλος, χ.χ. Πανηγυρικοί. Εκδοτικός Οίκος Π. Ζαχαρόπουλου. Θεσσαλονίκη, σελ. 108-109.

18. Σκαλισιάνος Λ. Χαράλαμπος, 1937. Σύγχρονος Παιδαγωγική, β΄ έκδοσις. Εκδοτικός οίκος Πέτρου Δημητράκου, Αθήναι, 1937, σελ. 126-129.

19. Τολίδης Νικ. Γεώργιος, 1945. Ο Δημοδιδάσκαλος και η Πολιτεία. Τύποις Κ. Ασλάνης. Αθήναι 1945, σελ. 27, 54, 57, 67, 69

20. Χαραλαμπίδης Θεόδωρος, 1954. Το έργο της Παιδαγωγικής Επιστήμης, Εκδόσεις Καμπανά. Αθήναι, 1954, σελ. 30,82.