Παγκοσμιοποίηση και Εκπαίδευση.

 Διερεύνηση μιας Συνύπαρξης

Αμαλία Α. ΥΦΑΝΤΗ

Επίκουρος Καθηγήτρια

Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών

Πανεπιστήμιο Πατρών

Ρίο 26500, Πάτρα

Ελλάδα

ifanti@upatras.gr

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Σε αυτήν την εργασία επιχειρείται μια κριτική προσέγγιση στις επιρροές που ασκεί η παγκοσμιοποίηση στην εκπαίδευση. Έμφαση δίδεται στους τρόπους που η παγκοσμιοποίηση επηρεάζει τις εκπαιδευτικές πολιτικές και τακτικές στα εθνικά εκπαιδευτικά συστήματα. Για τους σκοπούς της μελέτης αυτής, η «παγκοσμιοποίηση» εξετάζεται σε τρία επίπεδα, το οικονομικό, το πολιτικό και το πολιτισμικό, ενώ κάποια αντιπροσωπευτικά παραδείγματα από τις εκπαιδευτικές πρακτικές, όπως είναι η διδασκαλία και η μάθηση, λαμβάνονται υπόψη. Συμπεραίνεται ότι τα αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης στην εκπαίδευση είναι μάλλον έμμεσα και ότι αντικατοπτρίζουν την πολιτική και τις τακτικές που τα εθνικά κράτη υιοθετούν ανταποκρινόμενα στην παγκοσμιοποίηση.  

 

ABSTRACT

In this paper it is attempted a critical approach to the influences of globalization upon education. Emphasis is put on the ways that globalization affects education policies in the national educational systems. For the purposes of this study,  “globalization” is examined at three levels, i.e.: the economic, the political and the cultural, whereas some particular examples from the school practices, such as teaching and learning, are taken into account. It is pointed out that the results of globalization to education are rather indirect and that they reflect the politics and the policies that the nation-states  adopt as a response to globalization.

1.O ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ

      Ο σκοπός της παρούσας μελέτης είναι:

  1.  Να εξετάσει το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης και να διερευνήσει ορισμένους μηχανισμούς της, οι οποίοι επηρεάζουν τη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής στις χώρες ανά τον κόσμο. Τέτοιοι μηχανισμοί είναι οι οικονομικοί, οι πολιτικοί και οι πολιτισμικοί.

  2.  Να προσεγγίσει και να διερευνήσει μερικές πολύπλοκες συνέπειες της παγκοσμιοποίησης στη σχολική εκπαίδευση δίνοντας έμφαση σε δύο βασικές παραμέτρους της, στη διδασκαλία και στη μάθηση.

 

2. Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ

 To επιστημονικό ενδιαφέρον για την εξέταση ζητημάτων που σχετίζονται με την παγκοσμιοποίηση είναι ιδιαίτερα έντονο τα τελευταία χρόνια. Πολλά επιστημονικά περιοδικά κατ’ επανάληψη δημοσιεύουν επιστημονικές εργασίες και εκδίδουν ειδικά τεύχη αφιερωμένα στο φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης. Θα μπορούσα να αναφέρω εδώ ενδεικτικά το Comparative Education Review, το Comparative Education, το Journal of Education Policy, το Βritish Journal of Sociology of Education, κ.ά. Πρόκειται δε να κυκλοφορήσει και νέο επιστημονικό περιοδικό με τον αντιπροσωπευτικό τίτλο Globalization, Sοcieties and Education. Παρομοίως και ελληνόγλωσσα επιστημονικά περιοδικά επανέρχονται συχνά στην εξέταση τέτοιων θεμάτων. Αλλά, πώς ορίζεται η παγκοσμιοποίηση;

Η παγκοσμιοποίηση δεν αποτελεί ακόμη μια επιστημονική θεωρία, επισημαίνεται στην εισαγωγή πρόσφατου τεύχους του περιοδικού Comparative Education Review (Preface, 2002). Παρ’ όλους τους περιορισμούς που εγείρονται (βλ. Hirst & Thompson, 1996. Βεργόπουλος, 1999) και τις δυσκολίες που αναφαίνονται σε μια προσπάθεια να ορίσει κάποιος την παγκοσμιοποίηση, φαίνεται ότι όλος ο κόσμος έχει αναλάβει ένα σύνολο διαδικασιών, οι οποίες με ποικίλους τρόπους, οικονομικούς, πολιτικούς και πολιτισμικούς, δημιουργούν υπερεθνικούς συνδέσμους (Taylor et al., 1997, p. 55. Αλμπάνης, 1998). Μια τέτοια αλληλεπίδραση επηρεάζει την αγορά εργασίας, το εμπόριο, τις επικοινωνίες, την τεχνολογία της πληροφορίας, τις κοινωνικές τάξεις, τη μετανάστευση, τον τουρισμό, το μικρο- και το μακρο-επίπεδο της εξουσίας, την εκπαίδευση, κλπ. Η εκπαίδευση μάλιστα κατέχει σημαντική θέση σε μια τέτοια διαδικασία, η δε σχολική εκπαίδευση αναγνωρίζεται ως μια πηγή πληροφόρησης και παροχής γνώσης στη νέα εποχή της κοινωνίας της γνώσης (Preface, 2002, ό.π., p.iii). 

O R. Dale (1999) υποστηρίζει ότι η παγκοσμιοποίηση αντιπροσωπεύει μια ποιοτική αλλαγή στις εθνικές και υπερεθνικές σχέσεις, αλλά αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά και μεγαλύτερη ομοιογένεια στην εκπαιδευτική πολιτική και την πρακτική. Οι μηχανισμοί με τους οποίους η παγκοσμιοποίηση επηρεάζει την εθνική πολιτική της καθεμιάς χώρας είναι κεφαλαιώδους σημασίας για να ορίσουμε τη φύση των επιρροών της. Τονίζονται μάλιστα οι παραλλαγές των μηχανισμών μέσω των οποίων η παγκοσμιοποίηση επηρεάζει την εκπαιδευτική πολιτική και επισημαίνεται ότι, αν και αυτές οι επιρροές είναι έμμεσες, οι μηχανισμοί όχι μόνον δημιουργούν διαφορετικές ανταποκρίσεις στα κράτη που επηρεάζουν, αλλά διαμορφώνουν επίσης  τον τύπο και τη δύναμη των επιρροών της παγκοσμιοποίησης. Τέτοιοι μηχανισμοί, μέσω των οποίων η δυναμική της παγκοσμιοποίησης φαίνεται να επηρεάζει τις εθνικές  εκπαιδευτικές πολιτικές, είναι οι οικονομικοί, οι πολιτικοί και οι πολιτισμικοί.

Στο οικονομικό επίπεδο, χαρακτηριστική είναι η αύξηση της αλληλεξάρτησης των οικονομιών διεθνώς και οι διαφαινόμενες τάσεις για την ενοποίηση των αγορών, όπως αυτές κυρίως εκδηλώνονται με τη διεθνοποίηση της παραγωγής και την ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου (Ritzer, 1998). Eντοπίζονται αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας, άνοδος της διεθνοποιημένης διαφήμισης και των προτύπων κατανάλωσης, περιορισμός των εμποδίων για την ελεύθερη διακίνηση των αγαθών, των εργαζομένων και των επενδύσεων. Αυτά όλα βέβαια συνεπάγονται και νέες απαιτήσεις για το ρόλο των εργαζομένων στην κοινωνία (Ritzer, ό.π.. Reich, 1992), ενώ συγχρόνως τείνουν να πιέζουν τις εθνικές εκπαιδευτικές πολιτικές και τακτικές σε ένα νεοφιλελεύθερο πλαίσιο. Ο κρατικός τομέας φαίνεται να συρρικνώνεται, προωθούνται η ορθολογιστική διαχείριση και διοίκηση του σχολείου, η αξιολόγηση  και μια –ίσως- απορρύθμιση του σχολείου προκειμένου να ενθαρρυνθούν νέοι προμηθευτές στην εκπαιδευτική υπηρεσία (Whitty & Εdwards, 1998). Φαίνεται δηλαδή να εμφανίζεται μια τάση μετατροπής του σχολικού περιβάλλοντος σε επιχείρηση, πράγμα που ικανοποιεί και τις προθέσεις της παγκοσμιοποίησης  σε αυτό το επίπεδο.

Στο πολιτικό επίπεδο, δεδομένου ότι οι εξωτερικές απαιτήσεις για διεθνικούς θεσμούς επιβάλλουν περιορισμούς  στη λήψη αποφάσεων και στη διαμόρφωση πολιτικών τακτικών σε επίπεδο εθνικό-κρατικό, η παγκοσμιοποίηση εκδηλώνεται με την περιορισμένη δυνατότητα των εθνικών κρατών να επέμβουν μέσω των κυβερνήσεών τους στις συντελούμενες οικονομικές αλλαγές (Kittrie, 1995. Apple, 1993). Παρατηρείται περιορισμός της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας του εθνικού κράτους, εξασθένηση της εθνικής αυτονομίας και, επομένως, και της έννοιας του «πολίτη» που μέχρι τώρα χαρακτηριζόταν από ακριβείς ρόλους, δικαιώματα και υποχρεώσεις (Αpple, ό.π.). Αν και δεν καταργείται το έθνος-κράτος (οι κυβερνήσεις συνεχίζουν να είναι εθνικές στους σχηματισμούς τους), αναπτύσσονται από την άλλη πλευρά δραστηριότητες  που ξεπερνούν τα εθνικά όρια, διεισδύουν και ασκούν καταλυτική επιρροή σε ευρύτερους χώρους και, σε μια ακραία περίπτωση, σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Οι νέες λοιπόν σχέσεις επικοινωνίας που αναπτύσσονται μεταξύ των λαών, η ραγδαία ανάπτυξη της κοινωνίας της πληροφορίας και της μάθησης, οι μετακινήσεις πληθυσμών είναι ζητήματα που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στον εκπαιδευτικό σχεδιασμό και την πολιτική. Κατά ένα μέρος, μια τέτοια ενημέρωση μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση μιας πιο κριτικής αντίληψης για τις απαιτήσεις μιας εκπαίδευσης που θα διαμορφώσει ένα νέο τύπο παγκόσμιου πολίτη, τον κοσμοπολίτη (βλ. Reich, 1992. Kiely, 1998. Beyer, 1998. Apple, 1993).

Στο πολιτισμικό επίπεδο, το ζήτημα της πολυπολιτισμικότητας καθίσταται κεφαλαιώδους σημασίας στο παγκόσμιο πλαίσιο. Η παγκοσμιοποίηση παρουσιάζεται ως τάση σύγκλισης των πολιτισμών των λαών σε όλον τον πλανήτη (π.χ. αξιακές επιλογές, τρόπος σκέπτεσθαι, πανανθρώπινα δικαιώματα, καθολικές αξίες, κ.ά.) (Το Βήμα, 12-03-2001). Επίσης, οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί στην επικοινωνία και στις συγκοινωνίες, ως απόρροια των αλλαγών στην τεχνολογία, αναγκάζουν τις κοινωνίες να συμφιλιώσουν τις δικές τους τοπικές παραδοσιακές αξίες με την ανερχόμενη παγκοσμιοποίηση των πολιτισμών (Αrnove & Torres, 1999). Παρ’ όλ’ αυτά η πολιτισμική εικόνα διαφέρει από χώρα σε χώρα, αφού η καθεμιά αποτελεί έκφραση ιστορικών, πολιτισμικών, θρησκευτικών, γλωσσικών, ακόμη και γεωγραφικών παραμέτρων.

Τις διαφοροποιήσεις αυτές, στη συνέχεια, απειλεί ισοπεδωτικά η παγκοσμιοποίηση της κουλτούρας, στην οποία τάση εγείρονται έντονες αμφισβητήσεις και διαμαρτυρίες με κινητοποιήσεις, όπως στο Σιάτλ, στη Γένοβα, στο Γκέτεμποργκ, στην Πράγα και όπου αλλού συναντώνται οι ισχυροί της γης. Η παγκοσμιοποίηση επιβάλλει στους εθνικούς πολιτισμούς μέσω των νόμων της αγοράς και των ελεύθερων συναλλαγών, οι οποίες βέβαια είναι κατοχυρωμένες με διεθνείς συνθήκες, την πολιτισμική μονοτονία, ή ακόμη –σε μια αυστηρότερη εκδοχή- προωθεί μια ενιαία αγορά μάλλον παρά έναν ενιαίο πολιτισμό. Θα μπορούσε εδώ να διατυπωθεί επιπλέον και ένας υπαινιγμός, δηλαδή η παγκοσμιοποίηση δεν αντιμάχεται την πολιτισμική ιδιαιτερότητα, εφόσον βέβαια αυτή μπορεί να τυποποιηθεί και να προσαρμοστεί στις ανάγκες της κατανάλωσης, οπότε σε μια τέτοια εκδοχή μπορεί να γίνει λόγος για τη διεθνοποίηση της εντοπιότητας  (Barber, 1996). Κρίνεται αναγκαία λοιπόν η προώθηση της ευεργετικής αλληλεπίδρασης της κουλτούρας των λαών, προκειμένου να διατηρηθεί το μωσαϊκό των πολιτισμών. Σε ό,τι δε αφορά στην εκπαίδευση, οι εκπαιδευτικοί στόχοι θα πρέπει να γίνουν πιο εύκαμπτοι και προσαρμόσιμοι στα νέα δεδομένα, να αναφερθούν στην εξάσκηση των ατόμων για να δύνανται να συνυπάρξουν  με τους άλλους και να συμβάλουν στη διαμόρφωση και στην υποστήριξη μιας ιδέας για την πολιτισμική ταυτότητα των ατόμων, που θα μπορεί να διατηρηθεί στο πλαίσιο της πολλαπλότητας των νέων σχέσεων που προκύπτουν και των θεσμών. Εκείνο που απαιτείται είναι η παγκοσμιοποίηση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και όχι η παγκοσμιοποίηση της κουλτούρας.

Η παγκοσμιοποίηση λοιπόν δεν είναι ένα ενιαίο και παγκόσμιο φαινόμενο. Μπορεί να αντανακλά ένα σύνολο από καθορισμένες τεχνολογικές, οικονομικές και πολιτισμικές αλλαγές, οι μελλοντικές όμως τάσεις δεν μπορούν να προσδιοριστούν, ούτε επίσης σημαίνει ότι οι επιρροές της παγκοσμιοποίησης είναι ομοιόμορφες σε όλο τον κόσμο. Αλλά ποια είναι η δυναμική της παγκοσμιοποίησης σε σχέση με τη σχολική εκπαίδευση; 

 

3. ΟΙ ΕΠΙΡΡΟΕΣ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ  ΣΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η παγκοσμιοποίηση δεν εκλαμβάνεται ως «άνευ αντικειμένου», αλλά ως μια διαδικασία που επηρεάζει την εκπαίδευση και σε αυτήν την παραδοχή θα αναπτύξω κάποιους προβληματισμούς επικαλούμενη δύο παραδείγματα από την εκπαιδευτική πρακτική, την «κουλτούρα» της διδασκαλίας και την «κουλτούρα» της μάθησης.

Στην εκπαίδευση, όπως έχει ήδη σχολιαστεί, υποστηρίζεται συχνά η νεοφιλελεύθερη εκδοχή της παγκοσμιοποίησης, η οποία επιβάλλει συγκεκριμένες πολιτικές για την αξιολόγηση, τη χρηματοδότηση, την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών, το αναλυτικό πρόγραμμα, τη διδασκαλία κλπ. Στην αντιμετώπιση αυτών των πιέσεων, το ερώτημα είναι με ποιους τρόπους η δημόσια εκπαίδευση μπορεί να αντισταθεί στην επιβολή μηχανισμών της αγοράς που απαιτούν τη συρρίκνωση της κρατικής χορηγίας και την καθιέρωση μοντέλων εκπαιδευτικής πολιτικής υιοθετημένων από τον τομέα των επιχειρήσεων.

      Είναι αλήθεια ότι οι αλλαγές που συντελούνται στην ευρύτερη κοινωνία και στην κουλτούρα της υποκινούν πολλές από τις σύγχρονες εντάσεις που εμφανίζονται στην εκπαίδευση. Ένα μέρος λοιπόν της λύσης του προβλήματος θα μπορούσε να σχετίζεται με τη δημιουργία μιας «κουλτούρας μάθησης», ενός περιβάλλοντος δηλαδή μάθησης μέσα στα σχολεία (Broadfoot, 2001). Κάποια βασικά δομικά στοιχεία μιας τέτοιας «κουλτούρας» θα μπορούσαν να είναι η ενεργοποίηση για μάθηση, η δημιουργικότητα, η εμπιστοσύνη, η επιμονή. Η ανάπτυξη εξάλλου της δια βίου μάθησης και το αυξανόμενο ενδιαφέρον γι’ αυτήν υπογραμμίζει –πέρα από ό,τι η ίδια η αρχή δηλώνει- την ανάγκη των ατόμων (εδώ των εκπαιδευτικών) να τύχουν όλο και περισσότερων ευκαιριών μάθησης κατά τη διάρκεια της ζωής τους.

      Υπό τις επιρροές της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων,  ο εκπαιδευτικός θα μπορούσε να βρίσκεται σε μια διαδικασία συνεχούς μάθησης. Η προοπτική της εφαρμογής στην πράξη μιας τέτοιας θέσης δεν περιλαμβάνει απλώς την αποτελεσματική υλοποίηση μεμονωμένων νεωτερισμών, αλλά σημαίνει ακόμη και μια ριζοσπαστική αλλαγή στην κουλτούρα των σχολείων και στην άποψη ότι η διδασκαλία είναι επάγγελμα. Το βασικό πρόβλημα που εντοπίζεται στη διδασκαλία φαίνεται να έγκειται στον τρόπο υποκίνησης και ενεργοποίησης των εκπαιδευτικών κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους. Απαιτούνται, κατά συνέπεια, αλλαγές στην κουλτούρα της διδασκαλίας και στην κουλτούρα των σχολείων.

Μια τέτοια αλλαγή, στη συνέχεια, προϋποθέτει σθεναρές και επίπονες προσπάθειες, διότι πολλές από τις τρέχουσες πρακτικές είναι καλά εδραιωμένες στις δομές και στην καθημερινή ρουτίνα, με αποτέλεσμα να ταυτίζονται με την επαγγελματική στάση και τη συμπεριφορά των ατόμων, συμπεριλαμβανομένων και των εκπαιδευτικών. Οι γραφειοκρατικές εξάλλου μεταρρυθμίσεις μπορεί να επηρεάσουν κάποια κριτήρια στη διδασκαλία και στην απόδοση του έργου του εκπαιδευτικού, δεν προωθούν όμως την ανάδειξη της διδασκαλίας (Fullan, 1991). H oυσιαστική πρόοδος μπορεί να επιτευχθεί με την αλλαγή των ρόλων και του τρόπου λειτουργίας των οργανισμών, με τη διαμόρφωση συνθηκών, στις οποίες οι εκπαιδευτικοί θα είναι σε θέση να διαχειρίζονται την αλλαγή (Υφαντή, 2000. Fullan, 1992).  Aυτό γίνεται πιο επιτακτικό στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, όπου ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να αγωνιστεί για να επιβεβαιώσει κατηγορηματικά τον εαυτό του και να συνειδητοποιήσει ότι τα πάντα μεταβάλλονται στην ιστορική τους πορεία.

Το σχολείο επίσης οφείλει να είναι ο χώρος όπου οι μαθητές θα βρουν τρόπους για να αντιμετωπίσουν την επέλαση της παγκοσμιοποίησης αλλά και να επιβιώσουν στην ανταγωνιστική αγορά που συχνά φαίνεται να ορθώνεται ενάντια στην προσπάθεια για την καθιέρωση μιας παγκόσμιας συναίνεσης σε ό,τι αφορά στα ανθρώπινα ενδιαφέροντα. Το σχολείο θα πρέπει να είναι σε θέση να παρέχει ένα ασφαλές και αξιόπιστο περιβάλλον που θα τιμά το στοχασμό και τη δημιουργικότητα, θα ενθαρρύνει τη συνεργασία στην επίλυση των προβλημάτων,  θα αναγνωρίζει τη μοναδικότητα του καθενός ατόμου μέσα στη σχολική τάξη καθώς και τη σπουδαιότητα της τοπικής κοινότητας. Σε μια τέτοια προοπτική, η διαδικασία της αποκέντρωσης καθίσταται αναγκαία, δεδομένου ότι το σχολείο πρέπει να είναι ισχυρό και ευέλικτο. Σημαντικές εκπαιδευτικές αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται στο σχολείο, εάν αυτό αναπτύσσει την απαραίτητη προσαρμοστικότητα στις  εντατικές αλλαγές, που αποτελούν εξάλλου και τον κοινό τόπο σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία και οι οποίες θέτουν σε συνεχή κριτική τις αντιλήψεις για τη μάθηση και την διδασκαλία. Επίσης, τα αποτελέσματα ερευνών για τις επιδόσεις των μαθητών σε διεθνείς συγκριτικές μελέτες φαίνεται να διαμορφώνουν συχνά την παιδαγωγική ατζέντα για το κάθε εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα, προβάλλεται δε συχνά η άποψη ότι «επιτυχημένα» εκπαιδευτικά συστήματα θεωρούνται εκείνα που προχωρούν σταθερά προς την παγκοσμιοποιημένη οικονομία και τονίζεται με επιτακτικό τρόπο η ανάγκη να ενθαρρύνονται οι μαθητές να επιδιώκουν τη μάθηση (βλ. Osborn, 2001).

Διαπιστώνεται λοιπόν ότι η μεν παγκοσμιοποίηση είναι πολύπλοκη και πολυσχιδής το δε σχολείο οφείλει να εναρμονίζεται με τις ποίκιλες απαιτήσεις και τις υψηλές προσδοκίες της σύγχρονης κοινωνίας. Εάν μάλιστα ενδιαφερόμαστε για την ανάπτυξη στάσεων και αξιών, δεξιοτήτων και ικανοτήτων προς όφελος των μαθητών, καθώς επίσης και για την ενίσχυση του ρόλου των εκπαιδευτικών στο εκπαιδευτικό γίγνεσθαι, φαίνεται ότι το σχολικό σύστημα δεν είναι σε θέση μόνο του να επιτύχει την υλοποίηση τέτοιων στόχων. Τα προβλήματα που συναντώνται στην πραγμάτωση αυτών των προσπαθειών δεν θα πρέπει να λειτουργούν παρ’ όλ’ αυτά αποτρεπτικά. Απεναντίας, λαμβάνοντας υπόψη ότι χρειάζεται να εδραιωθεί μια βιώσιμη και αποτελεσματική διάσταση στο αναλυτικό πρόγραμμα κάτω από το πρίσμα  της παγκοσμιοποίησης, θα πρέπει μια τέτοια πολιτική να διατηρεί σταθερούς τους στόχους της, οι οποίοι φυσικά θα επιδιώκονται με ρεαλισμό, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας.

 

4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

H παγκοσμιοποίηση λοιπόν δεν είναι μια ομοιογενής δύναμη, αλλά είναι μάλλον μια εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία, της οποίας το κυρίαρχο χαρακτηριστικό είναι ότι λειτουργεί σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα, με μια σειρά διαφορετικών αποτελεσμάτων και με έναν ισχυρό λόγο που αξιοποιείται για να επικυρώνει ή να αποκηρύσσει αρκετές αλλαγές στις σύγχρονες κοινωνίες. Προτιμώντας την εκδοχή της παγκοσμιοποίησης ως διαδικασίας, θα συμφωνούσα με τον R. Dale (1999) ότι σε μια τέτοια διαδικασία θα πρέπει να ξεχωρίσουμε τα υποκείμενα που εμπλέκονται και ότι πολλές προσπάθειες πρέπει ακόμη να καταβληθούν στην ενίσχυση της εκδοχής της παγκοσμιοποίησης ως λόγου (discourse), καθώς και στη διερεύνηση των σχέσεων μεταξύ λόγου και διαδικασίας αλλά και στην εξέταση των αλληλοσυνδεόμενων επιρροών τους στις κρατικές εκπαιδευτικές πολιτικές και τακτικές.

Σε ό,τι αφορά στην εκπαίδευση, οι επιρροές της παγκοσμιοποίησης είναι μάλλον έμμεσες, αποτελέσματα στάσεων που ακολουθούν τα έθνη-κράτη ανταποκρινόμενα στην παγκοσμιοποίηση (Dale, 1999, p. 15). Θα μπορούσε να επισημανθεί εδώ ότι οι πιο ξεκαθαρισμένες επιρροές στην εκπαιδευτική πολιτική σχετίζονται με τις προσπάθειες επαναπροσδιορισμού των προτεραιοτήτων των κρατών, με στόχο να μπορούν να γίνουν πιο ανταγωνιστικά (π.χ. να προσελκύσουν διεθνικές συνεργασίες που θα έχουν την έδρα τους στη συγκεκριμένη χώρα (Dale, ό.π., p. 4). Η εκπαίδευση όμως οφείλει να είναι ο χώρος όπου αναπτύσσονται ιδέες και επιχειρήματα για το μέλλον, ώστε να αξιοποιούνται και από την εκπαιδευτική πολιτική. Απαιτείται επίσης μια διαφορετική πολιτική της επιχειρηματικότητας, η οποία θα λαμβάνει υπόψη ότι η εκπαίδευση μπορεί καλύτερα να συνεισφέρει στην οικοδόμηση του δημοκρατικού κράτους και που επανατοποθετεί το κοινωνικό κεφάλαιο στα σοβαρά ζητήματα που απασχολούν την εκπαιδευτική πολιτική (Henry et al., 1999, p. 96. Jarvis, 2000).

Η εκπαίδευση συνεπώς καλείται να διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη στο μέλλον, περισσότερο ίσως από ό,τι έπαιζε στο παρελθόν. Βελτιώνοντας λοιπόν τις συνθήκες μάθησης προς όφελος των εκπαιδευτικών και των μαθητών, επεκτείνοντας τις εκπαιδευτικές ευκαιρίες αλλά και  συγκρίνοντας και κατανοώντας τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ των θεσμών και των πολιτισμών μέσα στην εκπαίδευση και στη μάθηση, ενδεχομένως να αναπτυχθούν μεγαλύτερα επίπεδα ανοχής, αφού οι λαοί θα μάθουν να ζουν μαζί στο παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο. Σε ένα τέτοιο υποθετικό σχήμα, οι πολίτες θα μπορούν να συμμετέχουν ενεργητικά και κριτικά ταυτόχρονα στη διαμόρφωση πολιτικών για τη δημιουργία ενός πιο δημοκρατικού κόσμου και μιας παγκόσμιας κοινωνίας μάθησης.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Αλμπάνης, Ε. (1998) Παγκοσμιοποίηση (Αθήνα, Τροχαλία), σσ. 23-27.

Apple, M. (1993) Official Knowledge: Democratic Education in a Conservative Age (New         York and London, Routledge).

Arnove, R. & Torres, C.A. (Eds.) (1999) Comparative Education: The Dialectic of the Global and the Local (Lahman, Md., Rowman & Littlefield).

Barber, M. (1996) The Learning Game ( London,Victor Gollancz).

Βεργόπουλος, Κ. (1999) Παγκοσμιοποίηση. Η Μεγάλη Χίμαιρα (Αθήνα, «Νέα Σύνορα» Λιβάνης), σσ. 36-40.

Beyer, P. (1998) Globalization Systems and Religion(s),  International Sociology, 13 (1), pp. 79-94.

Broadfoot, P. (2001) Culture, Learning and Comparative Education. Comparative Education,  37 (3), pp. 261-266.

Comparative Education Review (2002) Preface, 46 (1).

Dale, R. (1999) Specifying Globalization Effects on National Policy: A Focus on the Mechanisms, Journal of Education Policy, 14 (1), pp. 1-17.

Fullan, M.G. (1991) The New Meaning of Educational Change (London, Cassell), pp. 117-143.

Fullan, M.G. (1992) Successful School Improvement (Buckingham, Open University Press), pp. 113-121.

Henry, L. et al. (1999) Working with/against Globalization in Education, Journal of Education Policy, 14 (1), pp. 85-97.

Hirst, P. & Thompson, G. (1996) (μτφ.) Η Παγκοσμιοποίηση σε Αμφισβήτηση (Αθήνα, Παπαζήσης, επιμ.: Πελαγίδης, Θ.Κ.), σσ. 17-49.

Jarvis, P. (2000) Globalisation, the Learning Society and Comparative Education, Comparative Education, 36 (3), pp. 343-356.

Kiely, R. (1998) Globalization, Post-Fordism and the Contemporary Context of Development, International Sociology, 13 (1), pp. 95-116.

Kittrie, N.N. (1995) The War Against Authority: From the Crisis of Legitimacy to a New Social Contract (Baltimore and London, J. H. University Press).

Osborn, M. (2001) Constants and Contexts in Pupil Experience of Learning and Schooling: Comparing Learners in England, France and Denmark. Comparative Education, 37 (3), pp. 267-278.

Reich, R.B. (1992) The Work of Nations: Reparing Ourselves for 21st Century Capitalism (New York, Vintage Books), pp. 81-89.

Ritzer, G. (1998) The McDonaldization Thesis (London, Sage), pp. 81-94.

Taylor, S. et al. (1997)  Educational Policy and the Politics of Change (London, Routledge).

Το Βήμα (12-03-2001) Εφημερίδα.

Whitty, G. & Edwards, T. (1998) School Choice Policies in England and the United States: An Εxploration of their Οrigins and Significance, Comparative Education, 34 (2), pp. 211-227.

Υφαντή, Α.Α. (2000) Εκπαιδευτικές Aλλαγές και Bελτίωση του Σχολείου. Μια Πολύπλοκη Σχέση. Σύγχρονη Εκπαίδευση, 113, σσ. 57-63. 

 

 

 

Copyright 2003 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ  ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ