Διδασκαλικά Συνέδρια στην Κρήτη

κατά την περίοδο της αυτονομίας της (1898-1913)

Αντώνιος ΧΟΥΡΔΑΚΗΣ

Αναπλ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Στην Κρήτη κατά την περίοδο της αυτονομίας της (1898-1913) για την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης σημαντικός νεωτερισμός θεωρήθηκαν τα διδασκαλικά συνέδρια, στα οποία συζητιόνταν ποικίλα μεθοδολογικά και παιδαγωγικά ζητήματα. Από το Αρχείο της Ανωτέρας Διευθύνσεως Παιδείας και Θρησκευμάτων της Κρητικής Πολιτείας που βρίσκεται στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης στα Χανιά ανθολογούμε πρακτικά των πρώτων διδασκαλικών συνεδρίων που έλαβαν χώρα στο Ηράκλειο και στο Ρέθυμνο.

 

ABSTRACT

The inservice training of primary school teachers in Crete -after its deliberation from turkish occupation, until its union with greek royaume (1898-1913)- based on the organisation of educational congresses. In these congresses various educational and methodological matters were discussed. From the Historical Archives of Crete in Chania we select two records of the first educational congresses held on in the perfecture of Heraklion and Rethymnon in 1900.

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Όταν στα 1898 η Κρήτη απελευθερώθηκε από τον τουρκική κυριαρχία και αποτέλεσε ελεύθερη πολιτεία, ένα από τα βασικά προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει και να επιλύσει ήταν η στελέχωση της κρατικής της μηχανής με εγγράμματους υπαλλήλους. Ο αναλφαβητισμός που επικρατούσε στο νησί ήταν πολύ μεγάλος και το έλλειμμα της μόρφωσης των δασκάλων που θα αναλάμβαναν το δύσκολο έργο της εκπαίδευσης εξίσου οξύ. Για το λόγο αυτό με τον πρώτο κιόλας εκπαιδευτικό της οργανισμό προβαίνει στην ίδρυση Παιδαγωγικών Τμημάτων (Διδασκαλείων) προσαρτημένων στα Γυμνάσια (Χουρδάκης, 2002, σ.103). Παράλληλα, κατά την περίοδο της αυτονομίας της (1898-1913), για την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας θεσμοθετεί ένα σημαντικό νεωτερισμό, τα διδασκαλικά συνέδρια, στα προγράμματα των οποίων περιέλαβε ποικίλα μεθοδολογικά και παιδαγωγικά θέματα (Χουρδάκης, 2002, σ. 342). Επρόκειτο για οργανωμένη εκπαιδευτική δραστηριότητα έξω από το τυπικό εκπαιδευτικό σύστημα που στόχευε σε συγκεκριμένο κοινό και είχε συγκεκριμένους εκπαιδευτικούς στόχους. Αυτή η συνεδριακού τύπου επιμόρφωση, ήταν υποχρεωτική για όλους τους υπαλλήλους της εκπαίδευσης εκτός από περιπτώσεις ασθένειας, κωλύματος λόγω καιρού, ή όταν οι δάσκαλοι κατάγονταν από άλλο νομό και έπαιρναν άδεια να παρακολουθήσουν το εκεί διεξαγόμενο συνέδριο. Ήταν επίσης αναγκαία και σύμφωνη με την υπαλληλική ιδιότητα των εκπαιδευτικών. Η διοργάνωση της επιμόρφωσης του τύπου αυτού είχε ανατεθεί σε όσους ασκούσαν την εποπτεία και την καθοδήγησή τους. Η επιμόρφωση αυτή θεωρούνταν ότι αποτελούσε ανανέωση και συμπλήρωμα της ελλιπούς  μόρφωσης των εκπαιδευτικών της Κρήτης, οι οποίοι με τον τρόπο αυτό καλούνταν να ενημερωθούν και να ασκηθούν σε επιμέρους θέματα του διδακτικού έργου τους. Μέσα από τα συνέδρια αυτά αναζητούσαν να μεταδώσουν κοινούς τρόπους δουλειάς στους δασκάλους και στις δασκάλες, και να τους καλλιεργήσουν την ιδέα ότι έπρεπε να μεταδώσουν όμοια και κοινά εθνικά χαρακτηριστικά στα νέα μέλη της ελεύθερης πλέον κοινωνίας και πολιτείας. Γενική και ηθική λοιπόν κατάρτιση σε συνδυασμό με την απόκτηση πρακτικών γνώσεων, καθώς και ανάπτυξη της επαγγελματικής ικανότητας των εκπαιδευτικών, αποτέλεσε το στόχο αυτών των συνεδρίων. Μέσα από τα συνέδρια αυτά προσπαθούσαν να εμφυτεύσουν στον εκπαιδευτικό την αναπαράσταση του επαγγέλματός του για τον εθνικό προορισμό του και να αποσαφηνίσουν τις προσδοκίες που είχαν να κάνουν με συγκεκριμένες εκπαιδευτικές πρακτικές (Μπουζάκης, Τζήκας, Ανθόπουλος, 2000, σσ. 13-21).

Ανάλογοι εκπαιδευτικοί θεσμοί που στόχευαν στην τελειοποίηση των μεθόδων διδασκαλίας στην πρωτοβάθμια λάμβαναν χώρα και στο εξωτερικό αρκετές δεκαετίες πριν, όπως για παράδειγμα στη Γαλλία του 1829, όπου σε κείμενο αναφέρεται η πρώτη διδασκαλική διάσκεψη για τα προτεσταντικά σχολεία. Στην πραγματικότητα μόνο στο 1837 αποφασίστηκε «να έχουν δικαίωμα συγκέντρωσης οι δάσκαλοι πολλών καντονιών για να συζητούν μεταξύ τους τα διάφορα θέματα της διδασκαλίας τους, τις…μεθόδους που χρησιμοποιούν, τις αρχές που πρέπει να κατευθύνουν την αγωγή των παιδιών και τη συμπεριφορά των δασκάλων». Οι διασκέψεις αυτές καταργήθηκαν το 1850 και επανήλθαν το 1857.  Με υπουργική εγκύκλιο στα 1878 ρυθμίστηκαν και γενικεύτηκαν οι παιδαγωγικές αυτές διασκέψεις και εντάχθηκαν στη δικαιοδοσία των επιθεωρητών πρωτοβάθμιας. Ο θεσμός γνώρισε τη μεγαλύτερη άνθισή του προς το τέλος του 19ου αιώνα (Vial, 1985, τ.7, σ. 247, 254).

 

2. Η ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Στον υπ’ αριθμ. 42 εκπαιδευτικό νόμο για τη διοίκηση και επιθεώρηση της δημόσιας εκπαίδευσης ορίζονται τα οργανωτικά άρθρα δύο τύπων συνεδρίων. Στον πρώτο αρμόδιος για να συγκαλέσει άπαξ του έτους συνέδριο σε επίπεδο νομού ήταν ο Νομαρχιακός Επιθεωρητής με την αρμοδιότητά του να μεριμνεί για την επιστημονική και παιδαγωγική μόρφωση των δασκάλων της περιφέρειάς του. Τα συνέδρια αυτά στα οποία προέδρευε ο Επιθεωρητής διαρκούσαν το πολύ 5 ημέρες και γινόταν σε κάθε νομό σε περίοδο εορτών, χωριστά για τους δασκάλους και χωριστά για τις δασκάλες. Τα θέματα ήταν εκ των προτέρων αποφασισμένα από τον Επιθεωρητή και εγκεκριμένα από την Ανωτέρα Διεύθυνση της Εκπαιδεύσεως. Σ’ αυτά τηρούνταν πρακτικά που στέλνονταν στο Εποπτικό Συμβούλιο (Νομαρχιακούς Επιθεωρητές και Σύμβουλο). Το Εποπτικό Συμβούλιο «λαμβάνον υπ’ όψιν τα πρακτικά των διδασκαλικών συνεδρίων και τας ενιαυσίους των Νομαρχιακών Επιθεωρητών εκθέσεις συντάσσει τα αναγκαία Εκπαιδευτικά νομοσχέδια ή κανονιστικά διατάγματα…» (Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας, Έτος Α΄, αριθ. 58, 10/07/1899, πρβλ. Κεφάλαιον Στ΄, άρθρο 25, εδάφιο γ΄).

Ο δεύτερος τύπος συνεδρίων που θεωρούνταν Ανώτατα Συνέδρια και γίνονταν σε επίπεδο επικράτειας συγκαλούνταν κατά τις θερινές διακοπές κάθε χρόνο στα Χανιά ή σε άλλη πόλη με ηγεμονικό διάταγμα στο οποίο μετείχε ο Γενικός Επιθεωρητής, οι Νομαρχιακοί Επιθεωρητές, οι Διευθυντές των Γυμνασίων, ένας πτυχιούχος Διευθυντής Δημοτικού σχολείου, μια Διευθύντρια Παρθεναγωγείου, ένας Επίσκοπος, ένας γιατρός και ένας νομομαθής. Στο Συνέδριο προέδρευε συνήθως ο Σύμβουλος της Εκπαίδευσης ή ο Επίσκοπος. Το συνέδριο αυτό είχε να κάνει με οργανωτικά θέματα της εκπαίδευσης και ειδικότερα ασχολούνταν με τη συζήτηση μέτρων «τεινόντων εις βελτίωσιν και ανύψωσιν της Εκπαιδεύσεως καθόλου», εξέταζε τις εκθέσεις  των επιθεωρητών, και τα πορίσματα των κατά νομούς διδασκαλικών συνεδρίων, και αποφαινόταν για τα σχολικά πράγματα για τα οποία αποφάσιζε οριστικά ο Σύμβουλος. Τα πρακτικά του συνεδρίου δημοσιευόταν από την Ανωτέρα Διεύθυνση της Εκπαιδεύσεως. Το συνέδριο αυτό διαρκούσε το πολύ 10 μέρες. Όσοι συμμετείχαν γενικά και στους δύο τύπους συνεδρίων δεν δικαιούνταν αποζημίωση ή οδοιπορικά (Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας, Έτος Α΄, αριθ. 58, 10/07/1899, πρβλ. Κεφάλαιον Ε΄, Περί διδασκαλικών συνεδρίων, άρθρα 14-22).

Και τα δύο αυτά συνέδρια ανήκαν στα παραδοσιακού τύπου συνέδρια όπου οι σύνεδροι συναθροιζόταν σε μια μεγάλη αίθουσα σχολείου και ήταν μεγάλος ο αριθμός τους.  Ο πρόεδρος του συνεδρίου έδινε το σκοπό του συνεδρίου και ακολουθούσαν οι εισηγητές πτυχιούχοι δάσκαλοι, οι αυθεντίες, που ανέλυαν τα διάφορα θέματα. Οι παρεμβάσεις γινόταν συνήθως από λίγα άτομα, ενώ οι υπόλοιποι παρακολουθούσαν (Τριανταφύλλου, 1992, σ. 4557α-β).

 

3. ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΚΩΝ ΣΥΝΕΔΡΙΩΝ

3.1 ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΩΝ ΔΑΣΚΑΛΩΝ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ

Από το Φάκελο των εγγράφων του έτους 1900 του Αρχείου της Ανωτέρας Διευθύνσεως Παιδείας και Θρησκευμάτων της Κρητικής Πολιτείας (ΑΑΔΠΘΚΠ) που βρίσκεται εναποτεθειμένο στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης (ΙΑΚ) στα Χανιά ανθολογούμε τα πρακτικά των πρώτων διδασκαλικών συνεδρίων που έλαβαν χώρα στο Ηράκλειο και στο Ρέθυμνο. Με βάση την περίληψη των πρακτικών του πρώτου διδασκαλικού συνεδρίου που υπέβαλε ο βοηθός του Νομαρχιακού Επιθεωρητή Ευθ. Φουστανάκης την 1η Μαΐου 1900 προς τον Γενικό Επιθεωρητή το συνέδριο έγινε 12-15 Απριλίου και τα θέματα που συζητήθηκαν ήταν οι επαναλήψεις των μαθημάτων, η συμβολή του σχολείου στις γεωργικές εργασίες και οι σχολικές βιβλιοθήκες. Στο συνέδριο κλήθηκαν να συμμετάσχουν οι δάσκαλοι του νομού. Το συνέδριο έγινε στην αίθουσα του Α΄ Χριστιανικού Δημοτικού σχολείου και τα θέματα ανέπτυξαν πτυχιούχοι δάσκαλοι.

Κατά την πρώτη συνεδρία, ο Νομαρχιακός Επιθεωρητής Ε. Γ. Παντελάκις σαν πρόεδρος του συνεδρίου στον εναρκτήριο λόγο του μίλησε για τα αγαθά της παιδείας και για τα καθήκοντα της πολιτείας προς τη στοιχειώδη εκπαίδευση των πολιτών: «αναπτύξας τας των ημετέρων προγόνων δόξας περί αγωγής και παιδείας και μάλιστα τας του Πλάτωνος και Αριστοτέλους οίτινες πρώτοι εν ανθρώποις εισηγησάμενοι το υποχρεωτικόν και ενιαίον της του λαού εκπαιδεύσεως και περί των μεθόδων της αγωγής και διδασκαλίας και παιδονομίας ευ τε και καλώς φιλοσοφήσαντες εχειραγώγησαν τους λαούς της Ευρώπης εις την ίδρυσιν του Δημοτικού σχολείου, εις ου την προκοπήν και τελείωσιν φιλόσοφοι και παιδαγωγοί πολιτικοί και νομοθέται εν αμίλλη εργασθέντες απέδειξαν αυτό θεσμόν απαραίτητον προς την ευδαιμονίαν των πολιτών και την πρόοδον του έθνους, ως αποδεικνύει η ιστορία των λαών, διδάσκουσα ημάς ότι τα έθνη δια της δημοτικής μάλιστα εκπαιδεύσεως προήχθησαν εις σθένος και ακμήν, καταπεσόντα δε δια της δημοτικής πάλιν εκπαιδεύσεως επεζήτησαν ν’ ανορθωθώσιν. Ούτως έπραξαν οι Γερμανοί τη εισηγήσει του Λουθήρου κατά τον 16ον αιώνα και πάλιν μετά την εν Ιένη συμφοράν κατά τας αρχάς του παρόντος αιώνος και οι Γάλλοι  μετά τον ατυχή κατά των Γερμανών του 1870 πολέμου… Αναπτύξας δ’ ακολούθως τον σκοπόν των διδασκαλικών συνεδρίων και επαινέσας την Κυβέρνησιν…εισαγαγούσαν και παρ’ ημίν τον θεσμόν τούτον, όστις αλλαχού θαυμασίως συνεβάλετο εις την προκοπήν των σχολικών πραγμάτων…» (ΙΑΚ, ΑΑΔΠΘΚΠ, Έγγραφα του Φακέλου του έτους 1900, Περίληψις των πρακτικών του πρώτου διδασκαλικού συνεδρίου, αρ. πρωτ. 445/4-5-1900). Ήταν ένας λόγος που στόχευε στο να ενισχύσει το αυτοσυναίσθημα των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας, να τονίσει τη σημασία της δημοτικής εκπαίδευσης και να προτρέψει τους δασκάλους να αναλάβουν το σοβαρό έργο που τους είχε αναθέσει η αρτισύστατη Πολιτεία. Η έλλειψη της παιδείας τους ήταν σοβαρή και έπρεπε με κάθε τρόπο να επιμορφωθούν αλλά και να τους υποκινηθεί ο ζήλος για μόρφωση. Το έργο του δασκάλου συνδέθηκε με την ευδαιμονία των πολιτών και την πρόοδο του έθνους. «Οι διδάσκαλοι μνήμονες της υψηλής αυτών αποστολής και των προς την πεφιλημένην ταύτην γην καθηκόντων θα φιλοτιμηθώσι να φανώσιν άξιοι της Κυβερνητικής προστασίας βελτίονες οσημέραι αυτοί εαυτών γινόμενοι». Στη συνέχεια ο Επιθεωρητής αναφέρθηκε στο σκοπό των συνεδρίων και στην βελτίωση των δασκάλων, οι οποίοι θα έπρεπε να μελετούν συστηματικά και να παρατηρούν με ακρίβεια την παιδική ψυχή. Είναι η εποχή που οι ψυχολόγοι στρέφουν την προσοχή τους προς τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα άτομα κατά την προσαρμογή τους στο περιβάλλον. Για έναν μάλιστα από τους πρωτοπόρους της ψυχολογίας στα 1896 τον Witmer, της κλινικής του οποίου σκοπός ήταν μεταξύ άλλων και η μελέτη των παιδιών σχολικής ηλικίας, η ψυχολογία έπρεπε να συνδεθεί με την ιατρική, την κοινωνιολογία αλλά και την εκπαίδευση (Χουσιάδας, 1990, σ. 2494β, Αντωνίου, 2002, σ. 251).

Μετά από τα τελετουργικά ο πρόεδρος εισηγήθηκε το πρώτο θέμα περί των επαναλήψεων, διατυπώνοντας ένα πολύ σημαντικό ερώτημα για το σκοπό του δημοτικού σχολείου ως παιδαγωγικού καθιδρύματος, «πώς δια της αγωγής, της διδασκαλίας και της παιδονομίας» θα επιτυγχανόταν ο σκοπός του. Ο σκοπός του Δημοτικού σχολείου, όπως αρκετοί πίστευαν, δεν ήταν μόνο η μετάδοση στείρων γνώσεων και δεξιοτήτων, αλλά κυρίως ανθρωπιστικός. Το σχολείο έπρεπε να επιδιώκει να μορφώσει το χαρακτήρα του παιδιού, να εξυψώσει την ψυχή του και να του εμφυσήσει την ιδέα της πατρίδας, της φιλανθρωπίας, της αλληλεγγύης: «Με άλλας λέξεις το σχολείον σκοπόν έχει να κάμη τον παίδα να σέβηται τον Θεόν, να αγαπά τους ομοίους του και να θυσιάζηται υπέρ της πατρίδος του» (Ασπίδα, Έτος Α΄, αριθ. 22, Εν Χανίοις τη 30 Νοεμβρίου 1910, σελ. 1). Πτυχιούχοι δάσκαλοι που έκαναν τις υποδειγματικές διδασκαλίες ήταν: ο Α. Κοκκινάκις για τα γλωσσικά μαθήματα, ο Ευθ. Φουστανάκης για τα θρησκευτικά, ο Ε Σημαντήρας για τα μαθηματικά, ο Ν. Πετρίδης για τα φυσικά, την ιστορία και τη γεωγραφία, ενώ για τα τεχνικά ο Ι. Αντωνιάδης. Όλοι επεδίωξαν να δείξουν στην πράξη όσα είχαν αναπτύξει θεωρητικά.

Κατά τη δεύτερη συνεδρία το συνέδριο κατέληξε υπέρ των επαναλήψεων σε όλα τα μαθήματα μετά από κάθε διδακτική ενότητα και όχι ανά δεκαπενθήμερο ή ανά μήνα όπως πίστευαν πριν, ώστε να γίνεται «η εν τη μνήμη εμπέδωσις των διδασκομένων και η εν τη διανοία αυτών συστηματοποίησις διαφόρων κύκλων παραστάσεων αρμονικώς προς αλλήλοις συνδεομένων και από της λήθης εαυτούς τε και αλλήλους διασωζόντων…ούτως ώστε εν τη διανοία των μαθητών να αποταμιεύωνται ομάδες γνώσεων και ηθικών πορισμάτων αυτοτελές τε και διαμεμορφωμένον όλον» (Περίληψις των πρακτικών του πρώτου διδασκαλικού συνεδρίου, αρ. πρωτ. 445/4-5-1900, ένθ’ανωτ.). Πρόκειται προφανώς για μια κλασική εκδοχή της μνήμης που συνίσταται στην υπόθεση ότι κάθε διαδικασία μάθησης αφήνει αποτυπώματα τα οποία ανανεώνονται με την επανάληψη και σχηματίζουν σύστοιχα για αναπαραγωγή της πληροφορίας. Η αναπαραγωγή ερμηνευόταν με την εκδοχή των συνειρμών με καθοριστικούς παράγοντες τις λογικές σχέσεις και τους νοηματικούς συνειρμούς μεταξύ των στοιχείων. Στις παραδοσιακές προσεγγίσεις της μάθησης η λήθη ήταν η εξασθένηση μιας συνειρμικής σύνδεσης (Schubert, 1991, 3177β). Εξέχουσα θέση κατείχε στο ερβαρτιανό σύστημα διδασκαλίας, κατά τη φάση της άσκησης, το repetitio studiorum, όπως και στα πλαίσια της λεγόμενης τριμερούς πορείας της διδασκαλίας του νέου σχολείου. Πολλοί ψυχολόγοι και παιδαγωγοί του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα είχαν ασχοληθεί συστηματικά με το θέμα της επανάληψης στη διδασκαλία: πότε ο μαθητής πρέπει να επαναλαμβάνει πόσες επαναλήψεις πρέπει να κάνει, με ποια μορφή και σε τι ακριβώς πρέπει να αναφέρονται. Άλλωστε σύμφωνα με το διδακτικό σύστημα του Herbart και των οπαδών του Stoy, Ziller, Rein, η εμπέδωση των γνώσεων αποτελούσε το 5ο στάδιο της πορείας της διδασκαλίας. Με την εμπέδωση των γνώσεων επιδιωκόταν να συνηθίζει ο μαθητής να εφαρμόζει όσα απέκτησε /αποθήκευσε στα προηγούμενα στάδια. Για τον σκοπό αυτό ο δάσκαλος ανέθετε, παρακολουθούσε, και έλεγχε ανάλογες προφορικές ή γραπτές ασκήσεις, όπως αναδιήγηση ιστοριών, περιγραφή γεγονότων και φαινομένων, αντιγραφή κειμένων, σύνταξη εκθέσεων, αναγνωστικές, ορθογραφικές και γραμματικές ασκήσεις, απομνημόνευση ονομάτων, ορισμών, αποφθεγμάτων, ποιημάτων, περιλήψεων, πινάκων και κανονισμών, προσευχών, λύσεις αριθμητικών και γεωμετρικών προβλημάτων, κ.ά. (Κίτσος, 1990, σ. 2183α, Μπέλλας, 1990, 2003α, Κανάκης, 1995, 256 κ.εξ., Πυργιωτάκης, 1999, σσ. 81-82,)

Στο τέλος της συνεδρίας μετά από συζήτηση κατέληξαν ότι οι επαναλήψεις θα πρέπει να γίνονται με μέθοδο και με βάση τους κανόνες της λογικής και της ψυχολογίας. Σε όσα μαθήματα κατά την παράδοση χρησιμοποιούσαν τη συνθετική μέθοδο στην επανάληψη θα προχωρούσαν αντίθετα χρησιμοποιώντας την αναλυτική και το αντίστροφο: «Γενομένης δ’ είτα μακράς συζητήσεως περί της μεθόδου των επαναλήψεων τούτων το συνέδριον κατά πλειονοψηφίαν απεδέξατο ότι εν ταις επαναλήψεσιν ο διδάσκαλος κατά τους κανόνας της λογικής και της ψυχολογίας πάντοτε βαίνων θα ποιήται χρήσιν της συνθετικής μεν μεθόδου εν εκείνοις τοις μαθήμασιν, εν οις κατά την πρώτην διδασκαλίαν εχώρει αναλυτικώς ,της αναλυτικής δε εν εκείνοις τοις μαθήμασιν, εν οις κατά την πρώτην διδασκαλίαν εχώρει συνθετικώς, όπου τούτο είναι δυνατόν, θα διατάσση δε την επαναλαμβανομένην  ύλην κατά τόσα στάδια, όσα και την το πρώτον διδασκομένην παραλείπων το α΄. στάδιον, το της προπαρασκευής ή αναλύσεως» (Περίληψις των πρακτικών του πρώτου διδασκαλικού συνεδρίου, αρ. πρωτ. 445/4-5-1900, ένθ’ ανωτ.). Είναι η εποχή που οι παιδαγωγοί του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου προσπαθούν να διευθετήσουν τα θέματα της εκπαίδευσης  με βάση τα πορίσματα συγγενών επιστημών. Είναι η αυγή της παιδαγωγικής που αρχικά θεμελίωσε ο Έρβαρτος και η οποία επικράτησε διεθνώς χάρη στους μαθητές του, οι οποίοι προώθησαν την παιδαγωγική σε όλη την τότε πολιτισμένη ανθρωπότητα με βάση τα ευρήματα της ψυχολογίας κυρίως των στοιχείων και των συνειρμών, και υποστήριξαν την αυθεντία του εκπαιδευτικού, του παιδαγωγού-πατέρα που πρέπει να προσφέρει γνώσεις στον μαθητή-ακροατή, ώστε να διαπλαστεί σε ηθική προσωπικότητα.

Κατά τη δεύτερη μέρα του συνεδρίου ανταλλάχθηκαν τηλεγραφήματα μεταξύ των συνεδρίων που γινόταν και στους άλλους νομούς Χανίων και Σφακίων, Ρεθύμνου, και Λασιθίου.

Κατά την τρίτη συνεδρία, 14 Απριλίου, μετά την ανάγνωση του τηλεγραφήματος του Συμβούλου στο οποίο οι δάσκαλοι κατονομάζονταν απόστολοι προόδου και ελευθερίας και άνθρωποι στους οποίους η πολιτεία στήριζε τις ελπίδες της, έγιναν εισηγήσεις γύρω από το δεύτερο θέμα και ειδικότερα για τη συμβολή του σχολείου στις γεωργικές εργασίες. Η υποχρεωτική εκπαίδευση δημιουργούσε προβλήματα αφού πολλοί χωρικοί έπρεπε να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο και να στερούνται τη βοήθειά τους στις εργασίες τους. Έτσι το συνέδριο αποφάσισε η λειτουργία του σχολείου να διακόπτεται για λίγες μέρες ανάλογα με την επαρχία κατά τις ημέρες συγκομιδής των καρπών και των ελιών. Επίσης αποφασίσθηκε για κοινωνικούς κυρίως λόγους «όλον το σχολείον να αργεί κατά τας ημέρας ταύτας, ίνα μη μαθητών τινών προσερχομένων, άλλων δ’ απουσιαζόντων, διαταράσσηται μεν η κανονική λειτουργία αυτού, γέννωνται δ’ έριδες και αντιζηλίαι μεταξύ των γονέων, ων άλλοι μεν, οι ευπορώτεροι, ενδέχεται να αποστέλλωσι τα τέκνα αυτών και κατά τας ημέρας ταύτας εις το σχολείον, άλλοι δε απορώτεροι, θα παραλαμβάνωσι μεν τα τέκνα αυτών εις τας γεωργικάς εργασίας, θα λυπώνται  δ’ όμως ότι θα μείνωσιν οπίσω εις τα μαθήματα και ούτω θα νομίζωσιν ότι άδωρον δώρον προσφέρει αυτοίς το σχολείον» (Περίληψις των πρακτικών του πρώτου διδασκαλικού συνεδρίου, αρ. πρωτ. 445/4-5-1900, ένθ. ανωτ.). Τα σχολεία θα έκλειναν για 12 μέρες το χρόνο μετά από συνεννόηση με το δάσκαλο και τους προκρίτους του χωριού. Η Κρήτη και μετά την αυτονομία της παρέμεινε ουσιαστικά χώρα γεωργική. Πάνω από το 65% του ενεργού πληθυσμού της βιοποριζόταν από την καλλιέργεια της γης, την αλιεία ή την κτηνοτροφία. Έτσι η πολιτεία προσπάθησε να συνδέσει  το σχολείο με τη γεωργία και τη γεωργική βιομηχανία, παρέχοντας πρακτικές γνώσεις στους μαθητές. Ωστόσο, αν και ο νέος Νόμος έθετε ένα τέτοιο πλαίσιο, με τη δυνατότητα προσάρτησης κήπου στα αγροτικά σχολεία, αυτό στην πραγματικότητα δεν έγινε στα περισσότερα από αυτά: «Ο νέος νόμος», παρατηρούσε ο Αντ. Μιχελιδάκης,  «καλώς ποιών διατάσσει ίνα εις έκαστον σχολείον αγροτικόν προσαρτηθή κήπος, ίνα οι μαθηταί ασκώνται εις τας γεωργικάς εργασίας. Σωτηρία αληθώς η διάταξις αύτη, διότι την χειροτεχνίαν, η οποία θεωρείται νυν ως παιδευτικόν μέσον σπουδαίον, αντικαθιστά η γεωργία, διότι δια του τοιούτου μέσου εις τους νεαρούς μαθητάς των δημοτικών σχολείων, οι οποίοι είνε πάντες υιοί αγροτών, θα εμβάλληται ούτως αγάπη και κλίσις προς την μεθοδικήν άσκησιν του μέλλοντος επαγγέλματός των. Δυστυχώς ούτε τούτο εγένετο, διότι καθόσον γνωρίζω εις πλείστα σχολεία του Ηρακλείου δεν ιδρύθησαν τοιαύτα αγροκήπια» (πρβλ. Επίσημη Εφημερίδα της Κρητικής Πολιτείας, Τεύχος Δ΄, Εστενογραφημένα Πρακτικά της Βουλής, Περίοδος Α΄, Συνεδρίασις ΜΘ΄, 13 Ιουλίου 1901, σελ. 1064, και Κασσιμάτη, 1953, σ. 41). Καίτοι η πολιτεία έκρινε αναγκαίο ακόμα και στη στοιχειώδη εκπαίδευση να επιβάλλει τις γεωργικές εργασίες των μαθητών, αντικαθιστώντας το μάθημα της χειροτεχνίας, σε προσαρτημένα αγροκήπια- αφού τα 9/10 των φοιτούντων σε αυτά επρόκειτο να ασκήσουν το γεωργικό επάγγελμα-, οι δάσκαλοι δεν ήταν, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, καταρτισμένοι στα θέματα αυτά, για να μεταδώσουν μέσω των σχολείων αυτών στους κατοίκους νέες μεθόδους καλλιέργειας, τελειότερες των εν χρήσει, ούτε να εμπνεύσουν καλά-καλά τη νέα γενιά στην απασχόληση προς τις γεωργικές εργασίες, ώστε να προκύψει κάποιο όφελος για την οικονομία του νησιού. Επιπλέον, η εμφάνιση της μέσης αστικής τάξεως, της οποίας προσδιοριστικό στοιχείο δεν ήταν μόνο η οικονομική της κατάσταση αλλά και η ψυχολογική και πνευματική της ροπή προς τον κλασικισμό και την  θεωρητική κυρίως παιδεία επέδρασε καταλυτικά στη διαμόρφωση κατευθύνσεων στην εκπαίδευση που δεν ευνόησαν πάντοτε τον πρακτικό και γεωργικό προσανατολισμό του σχολείου στην Κρήτη (Χουρδάκης, 2002, 100). Στην Κρητική Πολιτεία δεν μπορούσε ακόμα να υπάρχει ανώτατη γεωργική παιδεία αλλά απλώς γεωργικοί σταθμοί και αγροκήπια, και γεωργικά μαθήματα στα σχολεία τα οποία θα παρείχαν τα μέσα στα αγροτόπαιδα ή τους ενδιαφερόμενους να διδάσκονται μαθήματα γενικής γεωργικής κατεύθυνσης και να επιλύουν τα πρακτικά προβλήματα που ανέκυπταν τοπικά - και τα οποία χρόνο με το χρόνο γίνονταν όλο και πιο σύνθετα. Οι λύσεις αυτές ήταν πρόχειρες, ενώ υπήρχε ο κίνδυνος της αποδυνάμωσης της γεωργίας και του αγροτικού δυναμικού από φαινόμενα όπως ήταν η εσωτερική ή εξωτερική μετανάστευση, η συρρίκνωση της γεωργικής παραγωγής με την ταυτόχρονη αύξηση της αστυφιλίας και τη σταδιακή εγκατάλειψη της υπαίθρου. Αυτή εξάλλου η ατολμία όσον αφορά την προαγωγή και την αναβάθμιση της γεωργικής εκπαίδευσης, ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε όλα τα επόμενα χρόνια στον τομέα της γεωργικής παραγωγής και την απαξίωση που έλαβε στη συλλογική συνείδηση το γεωργικό επάγγελμα (Ζωγράφου, 1937, σ. 62 κ.εξ., Μπενέκος, 1989, σσ. 56-57).

Τέλος στο συνέδριο συζητήθηκε το τρίτο θέμα για την ίδρυση σχολικών βιβλιοθηκών και δημόσιων αναγνωστηρίων, με τα οποία θεώρησαν ότι ο δάσκαλος μπορούσε να επιδράσει «σπουδαίως αμέσως εις την διανοητικήν και ηθικήν μόρφωσιν των χωρικών και εις την αύξησιν και βελτίωσιν των γεωργικών αυτών εργασιών, εμμέσως δε εις την κανονικωτέραν λειτουργίαν του σχολείου, εάν μεταδίδη εις τους χωρικούς γνώσεις θρησκευτικάς, ιστορικάς, γεωγραφικάς, γεωργικάς κ.τ.λ. διότι ούτω και προθυμοτέρους αρωγούς θα έχη αυτούς εις τας ανάγκας του σχολείου και ηθικωτέρους και φιλονομωτέρους θα καθιστά αυτούς και ούτως αληθής απόστολος προόδου και ελευθερίας γινόμενος θα συντελέση τα μέγιστα εις την διάπλασιν της κοινωνίας εν η δρα σύμβουλος αγαθός αυτής καθιστάμενος». Τα αναγνωστήρια ανταποκρινόταν στην ανάγκη για τη διάχυση του βιβλίου στα στρώματα εκείνα του πληθυσμού που δεν είχαν τη δυνατότητα αλλά και διόδους πρόσβασης λόγω κόστους σ’ αυτά. Παράλληλα τα αυτά θα λειτουργούσαν ως κέντρα διαμόρφωσης των εθνικών αξιώσεων και ιδεών. Ως γνωστόν τα αναγνωστήρια είχαν πλούσια εκπαιδευτική, πολιτιστική και φιλανθρωπική δράση και ανέπτυξαν σημαντικές δραστηριότητες που συχνά υπερέβαιναν τα στενά τοπικά όρια, όπως για παράδειγμα τα αναγνωστήρια της Λέσβου, που εξυπηρετούσαν και εθνικούς - αλυτρωτικούς σκοπούς (πρβλ. Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Εργαστήριο Κοινωνικής και Πολιτισμικής Επικοινωνίας και Τεκμηρίωσης http://www.aegean.gr/culturelab/clubs_gr. htm· βιβλιοθήκες και αναγνωστήρια ιδρύονται στην Ευρώπη για ανάλογους σκοπούς, πρβλ. Barbier, 2001, σ. 390). Απεφασίσθη να ιδρυθούν σχολικές βιβλιοθήκες το επόμενο σχολικό έτος εάν τις χρηματοδοτούσε η Κυβέρνηση τουλάχιστον με το ποσό των 10 δρχ. Χαρακτηριστικά είναι τα βιβλία που οι δάσκαλοι ζήτησαν να προμηθευτούν: την Επίσημη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, ένα γεωργικό περιοδικό, τα εκδοθέντα υπό της Ζαππείου Επιτροπής (στην επιτροπή αυτή συμμετείχε και ο Στέφ. Δραγούμης) βιβλία, και βιβλία από τις εκδόσεις του Συλλόγου προς Διάδοση Ωφελίμων Βιβλίων (ο σύλλογος που διένυε τότε δύο μόλις χρόνια παρουσίας, είχε ιδρυθεί το 1898-99, με πρόεδρο τον Δημ Βικέλα, αντιπρόεδρο τον Δημ. Αιγινίτη, γραμματέα γραμματεύοντα σύμβουλο τον Γεώρ. Δροσίνη και ταμία τον Παντ. Ψύχα, είχε συμπεριλάβει αξιόλογα βιβλία στις εκδόσεις του). Ο Νομαρχιακός Επιθεωρητής θα όριζε σε ποια χωριά θα ιδρύονταν βιβλιοθήκες στις οποίες υπεύθυνος για κάθε φθορά ή απώλεια θα ήταν ο δάσκαλος. Αυτός θα καλούσε κάθε Κυριακή ή στις γιορτές τους χωρικούς στο αναγνωστήριο και θα τους διάβαζε ό,τι έκρινε πιο πρόσφορο «τη περιστάσει και κατάλληλον, εάν δ’ οι χωρικοί εκφράσωσι την ευχήν τα αναγνώσματα ταύτα να γίνωνται και άπαξ ή δις της εβδομάδος καθ’ εσπέραν, ο διδάσκαλος οφείλει προθύμως να πραγματοποιή την επιθυμίαν των χωρικών.» Καθώς προχωρεί ο 19ος αιώνας η Πολιτεία συνειδητοποιεί τη σημασία της βιβλιοθήκης για την εκπαίδευση του λαού και την πρόοδο του έθνους. Η σχολική Βιβλιοθήκη εξέφραζε πολύ περισσότερα πράγματα από έναν απλό χώρο αποθήκευσης βιβλίων. Θεωρούνταν ταμιευτήριο εθνικής μορφωτικής και πολιτιστικής κληρονομιάς και ταυτόχρονα ένας χώρος εξοικείωσης με το βιβλίο των λαϊκών στρωμάτων. Στο χώρο της βιβλιοθήκης, ο μαθητής και ο πολίτης, ανακαλύπτει ανάγκες και δεξιότητες και μάθαινε. Αλλά και οι εκπαιδευτικοί, μπορούσαν να αναβαθμίσουν το μορφωτικό και μεθοδολογικό τους δυναμικό και κατά συνέπεια το εκπαιδευτικό τους έργο. Με το σκεπτικό ότι η γνώση ήταν από τα λίγα πράγματα που διαιρούνταν για να πολλαπλασιαστεί και με γνώμονα την καλή συνεργασία, η σχολική βιβλιοθήκη ήταν ένα ζωντανό κύτταρο σε οποιαδήποτε μακροχρόνια στρατηγική βελτίωσης του μορφωτικού επιπέδου, εκπαίδευσης, παροχής πληροφόρησης, κοινωνικής και πολιτιστικής ανάπτυξης (Κοκκίνης, 1970, Φέσσα, 1989, σ. 975).

Κλείνοντας το Συνέδριο ο Επιθεωρητής και δίνοντας μια πολιτική διάσταση στο συνέδριο συνέστησε στα σχολεία να εορτάζουν επίσημα την επέτειο της ονομαστικής εορτής του Ηγεμόνα και τόνισε ότι θα πρέπει όλοι «οι Κρήτες και λόγω και έργω και προαιρέσει πανταχού και πάντοτε να βοηθώσι τον λαοφίλητον τούτον βλαστόν της εθνικής δυναστείας, όπως ασφαλώς οδηγήση δια του στενού της αυτονομίας εις τον εύορμον της εθνικής αποκαταστάσεως λιμένα το σκάφος της ημετέρας πολιτείας».

 

3.2 ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΩΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΣΣΩΝ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ

Αντίστοιχο συνέδριο διοργανώθηκε και για τις δασκάλες του νομού Ηρακλείου με θέμα συζήτησης επίσης τις επαναλήψεις. Το συνέδριο διεξήχθη στη μεγάλη αίθουσα του Α΄ Παρθεναγωγείου Ηρακλείου. Τα συμπεράσματα που εξήχθησαν αφορούσαν τις επαναλήψεις στα διάφορα μαθήματα: γραμματική, ανάγνωση, θρησκευτικά, αριθμητική, ιστορία, γεωγραφία, φυσική, γυμναστική, μουσική, καλλιγραφία, ιχνογραφία και εργόχειρο. Ιδιαιτέρως τονίστηκε ότι οι επαναλήψεις έπρεπε να γίνονται με μέτρο και μάλιστα στα μαθήματα όπου ο μαθητής είχε περισσότερες αδυναμίες. Στις μικρότερες τάξεις του δημοτικού οι επαναλήψεις κρίθηκαν αναγκαίες, αλλά όχι οι συχνές γιατί «όταν  συχναί γίνωνται επέρχεται άλλο αντί του ζητουμένου αποτέλεσμα, διότι εν τη παιδική ψυχή θα γεννηθή η αποστροφή και αδιαφορία προς το επαναλαμβανόμενον», ενώ στις δυο ανώτερες τάξεις υποστηρίχτηκε ότι «καλόν είναι καθ’ έκαστον σάββατον (sic) να γίνηται εκ των διδαχθέντων εν μικρόν διαγώνισμα επί μέρους προσδιορισθέντος υπό του διδασκάλου, εκ τούτου οι μαθηταί διπλήν θα έχουσι την ωφέλειαν, … θα συνηθίσωσι δια του τρόπου τούτου να ορθογραφώσι και να ερμηνεύωσι το μέρος τούτο γραπτώς». Εκείνο που θα έπρεπε να επιδιώκεται ήταν η επανάληψη να συμβαδίζει με την ίδια την υφή και τον χαρακτήρα ή τις ιδιαιτερότητες του ίδιου του μαθήματος. Σε ορισμένα μαθήματα, όπως π.χ στην Ιστορία «πρέπει να γίνηται επανάληψις αλλά μετά το τέλος της διδασκαλίας των κεφαλαίων εκείνων άτινα έχουσιν εις το μεταξύ των σχέσιν, είτε δε μετά το τέλος της διδακτέας ύλης πρέπει να γίνηται νέα των διδαχθέντων επανάληψις ώστε να συγκρατηθώσιν εν τω παιδικώ πνεύματι τα ουσιωδέστατα και σπουδαιότερα μέρη της Ιστορίας», ενώ στην αριθμητική «επειδή το εκάστοτε γινόμενον μάθημα ουδέν άλλο είναι ή μία επανάληψις των διδαχθέντων, δεν είναι αναγκαία μετά το τέλος της διδαχθείσης ύλης ουδεμία επανάληψις». Ακόμη οι επαναλήψεις στο μάθημα της γραμματικής, επειδή σαν μάθημα διδάσκεται καθημερινά στο τμήμα της τεχνολογίας όπου επαναλαμβάνονται τα διδαχθέντα κατά το μάθημα της ανάγνωσης, θεωρούνται περιττές «μετά το τέλος της διδακτέας ύλης εκτός εάν ο χρόνος το επιτρέπη», οπότε «δυνάμεθα να επαναλάβωμέν τινα ιδιαιτέρως εις α προ πάντων ο μαθητής έχει περισσοτέρας αδυναμίας, μη λαμβανομένου βεβαίως του τρέχοντος έτους …καθ’ ο ως αρχίσαντες βραδύτερον ένεκεν γνωστών αιτίων, δεν κατορθώσωμεν ίσως και τα εν τω προγράμματι σεσημειωμένα εις τινα μαθήματα άπαντα να διδάξωμεν». Όσον αφορά τέλος το μάθημα των εργόχειρων στο συνέδριο έγινε ιδιαίτερος λόγος: «εκρίθη δε καλόν τα αυτά ο διδάσκαλος να επαναλαμβάνη καθ’ εκάστην έως ότου ο μαθητής συνηθίση , δεν πρέπει όμως να επαναλαμβάνωνται πέραν του δέοντος διότι ο μαθητής θα κουρασθή περισσότερον και δεν θα κατορθωθή ο ποθούμενος σκοπός. Δίδεται όθεν άλλη εργασία με την επιφύλαξιν να επαναληφθώσι τα ίδια κατά το επόμενον έτος» (ΙΑΚ, ΑΑΔΠΘΚΠ, Έγγραφα του Φακέλου του έτους 1900, Πρακτικόν του εν τω Νομώ Ηρακλείου διδασκαλικού συνεδρίου των διδασκαλισσών, Εν Ηρακλείω τη 30η Απριλίου 1900)

 

3. 3 ΤΟ ΣΥΝΕΡΙΟ ΤΩΝ ΔΑΣΚΑΛΩΝ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ

Το δεύτερο διδασκαλικό συνέδριο διεξήχθη στο Ρέθυμνο υπό την προεδρία του εκεί Νομαρχιακού Επιθεωρητή Γ. Στεφανάκη. Το συνέδριο έγινε τις αντίστοιχες ημερομηνίες με το του Ηρακλείου (12-15 Απριλίου 1900) και παρευρέθηκαν εκεί 68 δάσκαλοι (θα ήταν περισσότεροι αλλά λόγω καιρού εμποδίστηκαν ορισμένοι να έρθουν από την πρώτη μέρα). Τα θέματα που αναπτύχθηκαν ήταν η παροχή τελειότερης θρησκευτικής και εθνικής αγωγής, οι σιωπηλές εργασίες και οδηγίες για τις γεωργικές εργασίες. Χαρακτηριστικός για το όλο πνεύμα, εθνικό και θρησκευτικό, που επικράτησε στο συνέδριο ήταν ο εναρκτήριος λόγος του Επιθεωρητή: «οφείλομεν πάντες και ως διδάσκαλοι και ως γονείς και πολίται τέλος να εργασθώμεν υπέρ της τελειοτέρας θρησκευτικής και εθνικής ανατροφής των τέκνων μας. Και ότι δια να κατορθωθή τούτο πρέπει όλοι οι συντελεσταί της αγωγής: οίκος, εκκλησία, σχολείον και κοινωνία να συνεργασθώσιν. Αλλ’ αφ’ ου δυστυχώς παρ’ ημίν ούτε η οικογένεια εξ’ αμελείας αδιαφορεί και προπάντων εξ αμαθείας επιμελείται της τελειοτέρας θρησκευτικής ανατροφής των τέκνων, ούτε η εκκλησία ένεκα της αμαθείας του κλήρου ούτε η κοινωνία δια τας πολλάς κακίας ας εκ της μακραίωνος δουλείας εκτήσατο· το παν εξαρτάται εκ του σχολείου και εκεί πρέπει να συγκεντρωθή η προσοχή πάντων». Για το λόγο αυτό το παράδειγμα του δασκάλου θεωρήθηκε το «σπουδαιότερον και συντελεστικώτερον μέσον…εις ουν οι μαθηταί εν παντί αποβλέπουσιν. Δια να διδάξη ο διδάσκαλος», συνεχίζει στο λόγο του ο Επιθεωρητής,  «ηθικάς αρχάς ή θρησκευτικάς τους μαθητάς του πρέπει και ο ίδιος να είναι ηθικός και ευσεβής. Τηρών …τας διατάξεις της θείας ημών θρησκείας και εκτελών αγογγύστως τα θρησκευτικά του καθήκοντα θα συνειθίσει και τους μαθητάς του εικότως προς τούτο. Και άλλοτε δι εγγράφων ιδιαιτέρων  συνεστάθη μεγίστη προσοχή ως προς την θρησκευτικήν ανατροφήν των μαθητών και η υπό την επίβλεψιν αυτών των διδασκάλων μετάβασις εις την εκκλησίαν. Παρά τω λαώ έχει σχηματισθή ιδέα ότι οι άνθρωποι των γραμμάτων αμελούσι της θρησκείας… Το σχολείον λοιπόν πρέπει να διαψεύση και την ιδέαν ταύτην. Ο διδάσκαλος δεν πρέπει να περιορίζη την διαπλαστικήν δράση του εν τω σχολείω αλλά να επεκτείνη ταύτην και εις την οικογένειαν διατελών πάντοτε εν συνεννοήσει μετ’ αυτής και δίδων τας καταλλήλους οδηγίας» (ΙΑΚ, ΑΑΔΠΘΚΠ, Έγγραφα του Φακέλου του έτους 1900, Κρητική Πολιτεία ο Νομαρχιακός Επιθεωρητής Ρεθύμνης, αριθ.πρωτ. 412/ 22-4-1900). Η ηθική αγωγή, δηλαδή η μετάδοση εκείνων των αξιών, ιδεών, στάσεων και συμπεριφορών που καθορίζουν και κατευθύνουν το τι πρέπει να κάνει κανείς υπήρξε αντικείμενο κεντρικής σημασίας για την κοινωνία και την εκπαίδευση της αρτισύστατης Κρητικής Πολιτείας. Η αμοιβαία σχέση μεταξύ ηθικού ατόμου και ηθικής κοινωνίας προσδιόρισε τη βάση της εκπαιδευτικής σκέψης και πράξης στην Κρήτη σε όλη τη διάρκεια της αυτονομίας της. Στις 15 Φεβρουαρίου του 1911 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δημοσιεύεται η υπ’ αριθμ. πρωτ. 338 (διεκπ. 185) Εγκύκλιος από τον τότε επί της Παιδείας Επίτροπο Ε. Αγγελάκι προς τους λειτουργούς της δημοσίας εκπαιδεύσεως, οι οποίοι συχνά αδιαφορούσαν για τον τακτικό εκκλησιασμό των μαθητών. Η εγκύκλιος έχει ενδιαφέρον επειδή ακριβώς λίγο πριν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα επανέρχεται και τονίζει για άλλη μια φορά το θρησκευτικό προσανατολισμό της εκπαίδευσης και την άρρηκτη σχέση μεταξύ εθνικής και θρησκευτικής προπαρασκευής των μελλοντικών πολιτών, θεωρώντας τη θρησκεία βασική προϋπόθεση της ανθρώπινης ευδαιμονίας και της ηθικής προκοπής των εθνών, μάλιστα δε βασικό παράγοντα της εκπληρώσεως των προαιώνιων πόθων της Κρητικής Πολιτείας:

«Η καθ’ ημάς Ανωτέρα Διεύθυνσις της Παιδείας πολλάκις υπέμνησε τους λειτουργούς της Εκπαιδεύσεως την περί τακτικής εις την Εκκλησίαν φοιτήσεως μαθητών και διδασκάλων του νόμου (άρθρ. 161 Ν. 485). Συνίστα δ’ εκάστοτε προσηκόντως τον εκκλησιασμόν αφήνουσα την ελευθερίαν κανονισμού τούτου εις τους κατά τόπους προϊσταμένους των εκπαιδευτηρίων, συμφώνως προς τας εκασταχού επικρατούσας συνθήκας. Και όμως παρά πάσαν του νόμου υπόμνησιν και παρά την επιτακτικήν ανάγκην εκκλησιασμού διδασκάλων και μαθητών μεγίστη παρατηρείται αδιαφορία, ίνα μη τι χείρον είπωμεν, παρά πλείστοις των διδασκάλων ως ημείς αντιλαμβανόμεθα και πολλαχόθεν αρμοδίως πληροφορούμεθα. Η Ιερά μάλιστα Σύνοδος της ημετέρας Εκκλησίας δικαιότατα δυσφορούσα επί τοιαύτη ολιγωρία απετάθη τελευταίον προς ημάς και εξαιτείται να ληφθή πρόνοια περί ανακοπής της ολεθρίας ταύτης παραμελήσεως στοιχειώδους, αλλ’ ιερού καθήκοντος. Δεν αγνοείτε βεβαίως ότι η ευσέβεια είναι η αδιάσειστος κρηπίς της ανθρωπίνης ευδαιμονίας. Ότι δε όπου αύτη εχαλαρώθη και παρημελήθη υπεισήλθεν η περιφρόνησις προς τα διδάγματα της ηθικής, δια των οποίων κατά την αψευδή μαρτυρίαν της Ιστορίας ζώσι, προκόπτουσι και ακμάζουσιν Έθνη και Λαοί. Κοινωνία άνευ θρησκείας δεν δύναται να συγκροτηθή. Συγκροτουμένη δε δεν δύναται να υπάρξη επί μακρόν. Εάν δε εις οιονδήποτε Έθνος η δια της θρησκευτικής ζύμης προπαρασκευή του ανθρώπου προς επιζήτησιν του αγαθού και της ευδαιμονίας των κοινωνιών έχη κύρος και εφαρμογήν, εις τον Ελληνισμόν είναι νόμος κεκυρωμένος υπό των αιώνων. Η αρχαία Ελλάς απώλεσε την ελευθερίαν, ότε απώλεσε το θρησκευτικόν συναίσθημα. Το δε Βυζάντιον ήτο μέγα και ένδοξον κατά την ακμήν της ευσεβείας, υπεδουλώθη δε ότε υπεσκάφη η ευσέβεια και η πίστις προς την ορθόδοξον δια των θρησκευτικών εριδων. Και η Ρώμη δ’ όμως τότε παρήκμασεν ότε αι θρησκευτικαί πεποιθήσεις διεσαλεύθησαν. Και σήμερον δ’ έτι η ισχυρά Αγγλία , η σοφή Γερμανία και αι Σκανδιναυικαί χώραι είναι ευδαίμονες, διότι είναι θρησκευτικώτατοι και επομένως ηθικώτατοι. Αλλά προ πάντων Ορθόδοξος Ελληνισμός δεν δύναται να νοηθή όταν περιφρονή τα θεία και ολιγωρή των θρησκευτικών αυτού καθηκόντων. Η εθνική ημών υπόστασις συνυφάνθη κατά θείαν οικονομίαν μετά της θρησκείας του Ιησού Χριστού ούτως ώστε εν ταις Ελληνικαίς Χώραις  είναι συνέκδημοι, συμπληρούσιν αλλήλας, συνεργάζονται προς κατόρθωσιν της αρετής. Αν το ημέτερον Έθνος απέσεισε τον δουλικόν ζυγόν, προσωρμίσθη μετά αιώνων καταιγίδας και τρικυμίαν εις εύδιον σωτηρίας λιμένα, αποδοτέον τούτο εις το ότι ήτο ευσεβές, εις το ότι ήτο αφωσιωμένον εις την πίστην του Ιησού ευλαβέστατα εκτελούν τα εκ ταύτης απορρέοντα καθήκοντα. Ονομαστή ήτο η εις τα θεία προσήλωσις των ηρώων του 21 και των πολεμικών ανδρών των εξής επαναστάσεων προς αποτίναξιν της δουλείας, των πάππων δήλα δή και πατέρων ημών, οίτινες μετά τον εκκλησιασμόν και την ευλογίαν των όπλων και των σημαιών αυτών ώρμων εις το εχθρικόν πυρ με αδιάσειστον πεποίθησιν νίκης. Δεν θα εδεικνυόμεθα λοιπόν ημείς αντάξιοι υιοί τοιούτων πατέρων αδιαφορούντες ή αμελούντες των ιερών ημων καθηκόντων προς την Εκκλησίαν, την σώσοσαν το ΄Εθνος εν χαλεπαίς ημέραις από της απειληθείσης εξοντώσεως και αναστήσασαν την ελευθέραν αυτού γωνίαν; Εν δε των πρωτίστων καθηκόντων είναι και η εν τη Εκκλησία παρακολούθησις των ιερών τελετών και ακολουθιών κατά τα σεμά της αμωμήτου ημών πίστεως, θέσμια ‘Εν Εκκλησίαις ευλογείται τον Θεόν’ και ‘προσκυνήσω προς ναόν άγιόν Σου εν φόβω Σου’ ανακράζει ο προφητάναξ Δαβίδ. Η μετάβασις εις την Εκκλησίαν πλην του εθισμού εις την εκπλήρωσιν του καθήκοντος ενισχύει πάσαν ανθρωπίνην αρετήν δι’όσων εκάστοτε θείων ρημάτων ενωτίζεται ο μεταβαίνων. Μάλιστα δε την αγάπην του πλησίον, την πρώτην και μεγάλην ταύτην του Θεανθρώπου εντολήν, την βάσιν της εν ειρήνη προόδου των κοινωνιών. Αξιούμεν λοιπόν παρά πάντων ημών την πλήρωσιν του Νόμου. Οι Προϊστάμενοι εκπαιδευτηρίων πολλού προσωπικού ας κανονίσωσι τον εκκλησιασμόν ούτως ώστε εναλλάξ να παρίστανται εκ του προσωπικού επιτηρούντες τους μαθητάς. ΄Οπου δ’είναι εις μόνος διδάσκαλος ή διδασκάλισσα ούτος ας οδηγή τους μαθητάς εις την Εκκλησίαν. Ο δ’έχων εκ διαφόρων χωρίων μαθητάς ας ορίζει κοσμήτορας εκάστης περιφερείας, ίνα εποπτεύωσι την τακτικήν φοίτησιν και αναφέρωσι τους απόντας. Το αυτό ας γίνηται και όπου είναι πλείονες της μιας Εκκλησίαι λειτουργούμεναι. Επειδή δ’ επίσης πληροφορούμεθα ότι κατά Σάββατον μετά μεσημβρίαν δεν γίνεται εν τοις πλείστοις των δημοτικών σχολείων μάθημα παραγγέλλομεν τους δημοδιδασκάλους πάντας και πάσας να μεταβάλωσι το πρόγραμμα ούτως ώστε, αν κρίνωσιν ορθόν ημέραν τινά της εβδομάδος ν’ αναπαύωσι μετά μεσημβρίαν τους μαθητάς, αύτη να είναι η Τετάρτη ή η Πέμπτη, ουχί δ’ όμως το Σάββατον, αφ’ου επακολουθεί η Κυριακή προς ανάπαυσιν. Το Σάββατον δε μετά μεσημβρίαν ας προορίζηται, ως γίνεται αξιεπαίνως εν πολλοίς σχολείοις, εις ερμηνείαν του Ευαγγελίου της επιούσης Κυριακής, εις ανάγνωσιν ψαλμών του Δαβίδ και εις ωδήν εκκλησιαστικών ύμνων. Ταύτα παραγγέλλοντες πεποίθαμεν ότι και όσοι δι’οιονδήποτε λόγον δεν ήσαν ακριβείς του νόμου τηρηταί δεν θέλουσιν ολιγωρήσει τούτου εις το μέλλον συνειδότες την δύναμιν του παραδείγματος και την εις τας παρθενικάς των παίδων ψυχάς εντύπωσιν εκ της τακτικής υμών εις την Εκκλησίαν φοιτήσεως. Θα λάβωμεν δε πάσαν πρόνοιαν να παρακολουθήσωμεν τυχούσαν ολιγωρίαν υμών. Εάν δε, ως δεν ελπίζομεν, μάθωμεν τοιαύτην, άκοντες μεν και μετά λύπης, αλλά θα εφαρμόσωμεν την διάταξιν του άρθρου 140 του Ν. 485» (Βασίλειον της Ελλάδος Παράρτ. της Εφημ. της Κυβερνήσεως εν Κρήτη, τ. Β΄, αριθ. 6, 15/ 02/1911).

Η συζήτηση γύρω από το σκοπό του δημοτικού σχολείου ένα χρόνο μετά τη διεξαγωγή του πρώτου διδασκαλικού συνεδρίου, στα 1901, για την θρησκευτική και εθνική αποστολή του σχολείου, έδωσε αφορμή και για μια άκρως ενδιαφέρουσα στιχομυθία που γίνεται στη Βουλή με αφορμή το νέο εκπαιδευτικό νομοσχέδιο ιδιαίτερα δε για τον εθνικό σκοπό του σχολείου. Τα δημοτικά σχολεία, σύμφωνα με τον 391 εκπαιδευτικό οργανισμό, είχαν σκοπό την «μόρφωσιν θρησκευτικού και ηθικού χαρακτήρος», καθώς και την «γενικήν προπαρασκευήν δια τον βίον» (Επίσημος Εφημερίς Κρητικής Πολιτείας, Έτος Β΄, αριθ. 50, τεύχ. Α΄, 01/08/1901). Από το νέο οργανισμό παραλείφθηκε η έννοια της ‘εθνικής μορφώσεως’. Αντίθετος προς τον ορισμό αυτό παρέμεινε ο Σύμβουλος ο οποίος υπεστήριξε με πάθος την εθνική αποστολή του σχολείου:

«Ν. Γιαμαλάκης. Έρχομαι εις το άρθρον 6 του νομοσχεδίου… το νομοσχέδιον λέγει ότι τα δημοτικά σχολεία έχουσι σκοπόν μορφωτικόν θρησκευτικού και ηθικού χαρακτήρος. Τον δε χαρακτήρα τον εθνικόν τον παραλείπει. Διατί παρακαλώ;

Χ. Πλουμιδάκης. Εις το θρησκευτικόν μέρος εμπεριέχεται.

Ν. Γιαμαλάκης. Ακριβώς αυτό λέγω και εγώ. Αλλά θέλετε να μου είπητε ίσως ότι εις το ηθικός εμπεριέχεται ο εθνικός.

Ν. Γιαμαλάκης. Το είπον άλλοι αυτό και το αντικρούω. Διότι ο ηθικός άνθρωπος ενδέχεται να μη έχη εθνικόν αίσθημα διότι είναι κοσμοπολίτης, εγώ δε τους Κρητικόπαιδες τους θέλω Ρωμηούς, ουχί κοσμοπολίτας.

Χ. Πωλογεώργης. ΄Ελληνας όχι Ρωμηούς.

  Ν. Γιαμαλάκης. ΄Ελληνας…

Ν. Γιαμαλάκης. …Ελλείπει λοιπόν η έννοια του εθνικού χαρακτήρος. Δεν είναι ανάγκη πολλών λόγων δια να αναπτύξω ότι ο Έλλην δεν αρκεί να ήνε θρησκευτικός και ηθικός, αλλά πρέπει να ήναι και Έλλην.

Κ. Λαγουδάκης. Αυτό το έχουσιν εκ γενετής.

Ν. Γιαμαλάκης. Εκ βαπτίσεως έχουσι και το θρηκευτικόν κ. Λαγουδάκη, και ηδυνάμεθα να παραλείψωμεν και αυτό (ιλαρότης). Λοιπόν δεν ημπορεί κανείς να μοι είπη ότι εις το ‘ηθικώς’ περιέχεται και το ‘εθνικώς’ּ διότι δύναται κανείς να είναι πολύ ηθικός και πολύ θρησκευτικός, αλλά να μη είναι Έλλην, ημείς δε θέλομεν τους μαθητάς να τους κάμωμεν Έλληνας»…

Α. Μιχελιδάκης. Πρέπει να γνωρίζετε ότι ο ορισμός «εθνική μόρφωσις» εις την Γερμανίαν, την οποίαν νομίζω ότι έχετε ως πρότυπόν σας και ημείς πρέπει να την έχωμεν, ο ορισμός αυτός δεν υπάρχειּδιότι ο διάσημος παιδαγωγός Τόι (sic) έκαμε μίαν διατριβήν, εις την οποίαν υπεστήριξεν ότι ο όρος αυτός «εθνική αγωγή» πρέπει να λείψη. Πολύ δε περισσότερον ημείς εις την Κρήτην πρέπει να μη βάλωμεν εις το πρόγραμμά μας τον όρον αυτόν, αφού εδώ είναι και Τούρκοι. Ώστε σκοπίμως, κ. Σύμβουλε, και εν γνώσει η επιτροπή απήλειψε τον όρον αυτόν. Κας σας αναγινώσκω και τον Σαξωνικόν νόμον.

Ν. Γιαμαλάκης. Δεν μου χρειάζεται.

Α. Μιχελιδάκης. Θα σας χρειασθή.

Ν. Γιαμαλάκης. Ακούω. Εγώ είμαι υπομονητικός.

Α. Μιχελιδάκης.(αναγιγνώσκει)…. Οι Γερμανοί δε ειξεύρετε πόσον ζηλότυποι είναι δια τον εθνισμόν των. Αφού λοιπόν οι Γερμανοί, οι οποίοι πρωτοστατούν εις τα παιδαγωγικά ζητήματα εις την Ευρώπην απήλειψαν αυτό το «εθνικώς», πολύ περισσότερον ημείς, οι οποίοι έχομεν και λόγους τοπικούς προς τούτο, πρέπει να το απαλείψωμεν. Και νομίζω ότι και εις την Ελλάδα, εις τα νομοσχέδια του κ. Δηλιγιάννη δεν υπάρχει αυτό το «εθνικώς», υπάρχει μόνον εις τα νομοσχέδια του κ. Ευταξία, τα οποία δια βοής απερρίφθησαν από την Βουλήν …

Α. Μιχελιδάκης.…Αι νεώτεραι εκπαιδευτικαί νομοθεσίαι …νομίζουσιν ότι περιλαμβάνεται το παν εις την θρησκευτικήν και ηθικήν αγωγήν και ένας άνθρωπος άμα ειξεύρει καλά την θρησκείαν του και την ηθικήν, τότε και την πατρίδα του αγαπά  και το έθνος του…

Ν. Γιαμαλάκης. Ώστε ελπίζετε, κ. εισηγητά, ότι όταν θρησκευτικώς και ηθικώς μορφωθώσιν οι Μουσουλμάνοι Κρήτες, θα γίνωσι και εθνικοί; Τίποτε άλλο δεν έχω να είπω.

Α. Μιχελιδάκης. Ίσα ίσα δι’ αυτό δεν πρέπει τα (sic) βάλωμεν το ‘εθνικώς’, διότι αρκεί το ‘θρησκευτικώς και ηθικώς’. Συμφωνείτε με την ιδέαν μου, κ. Σύμβουλε.

Α. Κριάρης. …Όσον αφορά δε το ζήτημα ότι ελλείπει η εθνική αγωγή, νομίζω ότι ο όρος αυτός είναι περιττός, διότι είναι δένδρον αυτοφυές ο εθνισμός εν Κρήτη και έπειτα εν τω ‘ηθικώς’ περιλαμβάνεται και το εθνισμός…

Ι. Παπαδάκης. Δεν βλέπω καμμίαν έλλειψιν επιστημονικήν ως προς τον χαρακτηρισμόν της μορφώσεως του ηθικού και θρησκευτιού χαρακτήρος, τον  οποίον έψεξεν ο κ. Σύμβουλος. Απεναντίας ο σκοπός των δημοτικών σχολείων είναι διμερήςּ πρώτον σκοπόν έχουσι να διαπλάτωσι την καρδίαν και να μορφώσωσι τον χαρακτήρα… Δεύτερος σκοπός είναι να λάβωσιν οι μαθηταί τας πρώτας γνώσεις δια τον καθημερινόν βίον… ΄Οσον αφορά τον εθνικόν χαρακτήρα αρκετά είπεν ο κ. εισηγητής και δεν χωρεί ενταύθα καμμία συζήτησις ή παρατήρησις…» (Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας, Τεύχος Δ΄, Εστενογραφημένα Πρακτικά της Βουλής, Περίοδος Α΄, Συνεδρίασις ΜΘ΄, 13 Ιουλίου 1901, σσ. 1074-1075 και Συνεδρίασις Ν΄, 14 Ιουλίου 1901, σσ. 1121-1123).

Στα 1900 αντίθετα ο Επιθεωρητής τόνιζε στο λόγο του ότι θα πρέπει οι δάσκαλοι να εμφυτεύουν στα παιδιά την ιδέα της μεγάλης πατρίδας ήδη από την μικρή ηλικία και να μην περιορίζουν τη λέξη ‘πατρίδα’ στην επαρχία μόνο που κατοικούν: «δι ημάς τους Έλληνας τους έχοντας εισέτι τόσας μυριάδας αδελφών υποδούλους εν των κυριωτέρων μελημάτων πρέπει να είναι η τελειωτέρα εθνική αγωγή. Δεν πρέπει η επελθούσα ελευθερία και η εκ ταύτης ησυχία και τάξις να στρέψη την προσοχήν ημών προς την ύλην αλλ’ ως και οι πατέρες ημών εποίουν πάντοτε να φροντίζωμεν να εμφυτεύωμεν εις τας καρδίας των παίδων την ιδέαν της μεγάλης πατρίδος. Από της μικράς ηλικίας να μην περιορίζωσι την λέξιν ‘πατρίς’ εις την επαρχίαν εν η κατοικούσι…να υπομιμνήσκωμεν καθ’ εκάστην εις τους μικρούς μαθητάς τας ταλαιπωρίας των υποδούλων αδελφών μας και να συνιστώμεν αυτοίς όπως εύχωνται περί της απελευθερώσεως των. Να οδηγώμεν αυτούς εις ιστορικά μέρη να εξυμνώμεν τους εν αυτοίς ανδραγαθήσαντας. Προσέτι πρέπει να παρακινώμεν τους γέροντας και αγωνιστάς να διηγώνται εις τους παίδας συγχρόνους ισορίας ιδίως των του 1866 επαναστάσεως. Να συνιστώμεν προς τους μαθητάς ίνα σέβωνται τας ζώσας ταύτας ιστορίας και ως αρχαίοι Σπαρτιάται να υπαινίστανται αυτοίς». (ΙΑΚ, ΑΑΔΠΘΚΠ, Έγγραφα του Φακέλου του έτους 1900, Κρητική Πολιτεία ο Νομαρχιακός Επιθεωρητής Ρεθύμνης, αριθ.πρωτ. 412/ 22-4-1900). Μέσα από τα συνέδρια και γενικότερα από όλη την εκπαιδευτική πραγματικότητα της εποχής δύο πρότυπα ιδεολογικού και πνευματικού προσανατολισμού αναθέτονταν στο δάσκαλο: του προάγγελου του μεγαλοϊδεατισμού, της εθνικής ιδέας, της μεγάλης πατρίδας, και του θρησκευτικού καθοδηγητή (πρβλ. Πυργιωτάκη, 1989, σ. 1510β). Σύμφωνα με τα δύο αυτά ιδεώδη ο δάσκαλος εσωτερίκευε το ρόλο του υπερασπιστή των εθνικών και πατριωτικών παραδόσεων και θρησκευτικών προτύπων και εστίαζε το ενδιαφέρον του στην υλοποίηση των στόχων αυτών. Άλλωστε ολόκληρος ο 19ος αιώνας ήταν ο αιώνας της αφύπνισης της εθνικής ιδέας και της καλλιέργειας της εθνικής ταυτότητας. Σε ότι αφορά την ηθική αγωγή στρέφονταν προς την θρησκεία και την κοινωνία για να αναζητήσουν έναν κώδικα ηθικής πάνω στον οποίο θα βάσιζαν την αγωγή του μαθητή. Αυτός ο κώδικας ουσιαστικά περιείχε το σεβασμό στην αυθεντία του σχολείου με το σκεπτικό ότι αυτό αποτελούσε το πεδίο πάνω στο οποίο θα βλάσταινε ο σεβασμός για την κοινωνία και τους κανόνες της. Οι προδρομικές μελέτες για την ηθική ανάπτυξη εμφανίστηκαν στα τέλη του 19ου και αρχές 20ού αιώνα, υπό την επιρροή της θεωρίας του Δαρβίνου, με πολιτισμικά, ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά και την εξελικτική και γενετική κατεύθυνση (Παπούλια-Τζελέπη, 1990, σ. 2263α).

Μετά το λόγο αυτό του Επιθεωρητή άρχισαν οι εργασίες του συνεδρίου στις οποίες εισηγήθηκαν οι δάσκαλοι Α. Ανδρουλιδάκις, Καλογριδάκις, Ν. Κιρμιζάκις και Μαροθεοδωράκις. Ως προς το πρώτο θέμα, τη θρησκευτική αγωγή, τονίστηκε ότι το παράδειγμα του δασκάλου, η ανάγνωση και εξήγηση θρησκευτικών βιβλίων και η ακριβή εκπλήρωση των θρησκευτικών καθηκόντων με την επίβλεψή του θα συντελέσουν στην επίτευξή της. Επίσης υπογραμμίστηκε ότι ο δάσκαλος θα πρέπει να ερμηνεύει το Ευαγγέλιο τις ημέρες των εορτών για να παρευρίσκονται και οι γονείς των μαθητών, και η πολιτεία να διορίζει ιεροκήρυκες για να διδάσκουν και να διαπαιδαγωγούν το λαό.

Κατά τη δεύτερη συνεδρία παρευρέθηκαν 103 δάσκαλοι και επαναλήφθηκαν εν συντομία τα λεχθέντα της πρώτης συνεδρίας. Στη δεύτερη συνεδρία τονίστηκε ότι ο δάσκαλος δεν ήταν ο πλέον αρμόδιος για να ερμηνεύει το Ευαγγέλιο και συζητήθηκε διεξοδικά το θέμα της εθνικής αγωγής: «το συνέδριον κατά πλειονοψηφίαν θεωρεί αναρμοδίους τους διδασκάλους να εξηγώσιν το ευαγγέλιον και εν εκκλησία είτε εν τω σχολείω μετά την λειτουργίαν ως προύτειναν άλλοι». Ο δάσκαλος Ανδρουλιδάκις τόνισε ότι «η θρησκεία είναι δια τα άτομα ότι η καρδία δια τον ζωϊκόν οργανισμόν έπειτα υποδεικνύει τα μέσα άτινα θεωρεί ως συντελούντα πολύ προς την τελειοτέραν θρησκευτικήν αγωγήν · και αον  το παράδειγμα του διδασκάλου 2) την ανάγνωσιν και εξήγησιν θρησκευτικών βιβλίων 3) την ακριβή εκπλήρωσιν  των θρησκ. καθηκόντων των μαθητών υπό την επίβλεψιν του διδασκάλου» (ΙΑΚ, ΑΑΔΠΘΚΠ, Έγγραφα του Φακέλου του έτους 1900, Κρητική Πολιτεία ο Νομαρχιακός Επιθεωρητής Ρεθύμνης, ένθ’ ανωτ.). Έπειτα ο πτυχιούχος δάσκαλος Καλογριδάκις επανέλαβε «περί της σπουδαιότητος του παραδείγματος του διδασκάλου εις την τελειοτέραν θρ. ανατροφήν λέγει ότι και δια των εκκλησιαστικών ασμάτων και της μουσικής διευκολύηται αύτη. Αλλ’ ότι έχομεν εναντίον τον οίκον εις πάσαν παιδαγωγικήν εργασίαν». Οι εισηγητές μίλησαν στη συνέχεια και για την έννοια του έθνους συνδέοντάς τη με την έννοια της μεγάλης πατρίδας. Η φιλοπατρία του δασκάλου, τα ιστορικά μέρη, τα ωραία τοπία, τα εθνικά άσματα, οι εθνικές εορτές, η διδασκαλία της ιστορίας μετά συγκινήσεως και ενθουσιασμού και η ύπαρξη σημαίας σε κάθε σχολείο θεωρήθηκαν παράγοντες της εθνικής ανατροφής («διεγερτικά του εθνικού αισθήματος των παίδων»). Ο δάσκαλος Καλογριδάκις υποστήριξε παράλληλα ότι στην εθνική ανατροφή θα «συντελέσει μεγάλως και η οικογένεια διότι όλοι οι Κρήτες έχουσιν εργασθή, θυσιασθή και θα ακούωσι καθ’ εκάστην οι μαθηταί τους γονείς διηγουμένους ιστορίας συγχρόνους». Στο τέλος της συνεδρίας έγιναν υποδειγματικές διδασκαλίες στη γυμναστική και εξασκήθηκαν οι δάσκαλοι εις το ψάλλειν τον εθνικό και κρητικό ύμνο και διάφορα εκκλησιαστικά τροπάρια.

Στην τρίτη συνεδρία συζητήθηκε το θέμα των σιωπηλών εργασιών για την προπαρασκευή των διδαχθησομένων μαθημάτων, για την επεξεργασία των διδαχθέντων και για γραφικές εργασίες στα τεχνικά μαθήματα. Η σιωπηρή απασχόληση εφαρμοζόταν κυρίως στα ολιγοθέσια σχολεία όπου ο δάσκαλος δεν μπορούσε να ασχοληθεί άμεσα με όλους τους μαθητές. Τότε όμως ανακάλυψαν και οι μεταρρυθμιστές παιδαγωγοί τη διδακτική και παιδαγωγική αξία της σιωπηλής εργασίας. Σε ποιες τάξεις θα γίνονταν οι σιωπηλές εργασίες, το εάν θα χρησιμοποιούσε ο δάσκαλος τους μαθητές των μεγάλων τάξεων για την επίβλεψη των μικρότερων  αλλά και ο χρόνος προσέλευσης των μικρών μαθητών στο σχολείο έγιναν επίσης αντικείμενα συζήτησης του συνεδρίου. «Ο διδ. Πηγής Κιρμιζάκις λαμβάνων τον λόγον λέγει ότι σιωπηλαί εργασίαι μόνον εις τας ανωτέρας τάξεις δύνανται να γίνωσιν ουχί όμως και εις τας κατωτέρας διότι οι μαθηταί των τάξεων εκείνων και εάν επ’ ολίγον εργασθώσιν είτα ατακτώσιν και φρονεί ότι η Σεβ. Κυβέρνησις αντί να συντηρή τόσον πολλά μονοτάξια θα ήτο καλύτερον να ιδρύση ολιγώτερα κεντρικά διτάξια». Είναι η εποχή που η Κρητική Πολιτεία στο ξεκίνημα της νέας της πολιτικής ζωής ιδρύει πολλά σχολεία, σύμφωνα με το πνεύμα του Συντάγματος που είχε ψηφίσει,  για να διαδώσει την ανάγνωση και τη γραφή και στα πιο απόκεντρα σημεία του νησιού. Το θέμα όμως των σιωπηλών εργασιών συνδέθηκε και με την επιβολή της τάξεως μέσα στην τάξη: «ο Καλογριδάκις λέγει ότι δια να εκτελώνται σιωπηλαί εργασίαι εν τινι σχολείω είναι απόλυτος ανάγκη να επικρατή τάξις και δίδει διαφόρους οδηγίας περί της εν τω σχολείω τάξεως… Ερωτάται είτα το συνέδριον εάν είναι ορθή η γνώη των λεγόντων ότι οι μαθηταί των κατωτέρων τάξεων δύνανται να έρχωνται μίαν ώραν μετά τους άλλους. Το συνέδριον εδέχθη την γνώμην μου (δηλ. του Επιθεωρητού) ότι είναι αδύνατον τούτο διότι οι μικροί μαθηταί οδηγούνται υπό των μεγαλυτέρων αδελφών των εις το σχολείον και πρέπει ταυτοχρόνως να αναχωρώσι μετ’ αυτών ή των μεγαλυτέρων ομοχωρίων των εκ του σχολείου» (ΙΑΚ, ΑΑΔΠΘΚΠ, Έγγραφα του Φακέλου του έτους 1900, ένθ’ ανωτ.). Στην τελευταία συνεδρία ο επιμελητής του γεωργικού σταθμού Ν. Παπαδάκις έδωσε οδηγίες για τις γεωργικές εργασίες σε αγροκήπια (εκτροφή βομβυκοσπόρου, σπορά και καλλιέργεια διαφόρων σπόρων και εμβολιασμός). Ο κλασικός τύπος γεωργικής εκπαίδευσης (πρβλ. (Παναγιώτου, Βρογκιστινός, Κουτσούρης, 1989, 1111α) περιελάμβανε θεωρητική ενημέρωση στην αίθουσα διδασκαλίας και στη συνέχεια πρακτική εφαρμογή στον σχολικό αγρό ή στα κυβερνητικά αγροκήπια.

 

3. 4 ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΩΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΣΣΩΝ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ

Τις αντίστοιχες ημερομηνίες έγινε και το συνέδριο των διδασκαλισσών στο Ρέθυμνο, όπου συζητήθηκαν τα ίδια θέματα. Το συνέδριο ξεκίνησε στις 13 Απριλίου 1900 και στο Γραφείο του Παρθεναγωγείου. Πρόεδρος του συνεδρίου ήταν η Χρυσή Αθανασιάδου, η οποία μίλησε για το σκοπό του συνεδρίου και τις ωφέλειες του στις δασκάλες, από των οποίων το έργο υποστήριξε ότι εξαρτιόταν η ευημερία του έθνους. Στο συνέδριο συζητήθηκε ότι η θρησκευτική αγωγή έπρεπε να κατέχει την πρώτη θέση στην εκπαίδευση της γυναίκας: «ης η καρδία επλάσθη όπως χρησμεύη ως βωμός της πίστεως και αγάπης προς τον θεόν». Επίσης διαπιστώθηκε ότι η μόρφωση των μεγαλύτερων μαθητριών ήταν δύσκολη υπόθεση: «Ομιλεί η Αιμιλία Τσίχλη ήτις θεωρεί ως μορφωτικώτατον το παράδειγμα της διδασκαλίσσης τας προσευχάς και την συχνήν φοίτησιν εις την εκκλησίαν. Παραπονείται ως και όσαι αι μητέραι ου μόνον αδιαφορούσιν αλλά και προσκόμματα παρεμβάλλουσιν εις το έργον της διδασκαλίσσης και ότι αι μεγαλύτεραι μαθήτριαι είναι δύσκολον να μορφωθώσιν». Στο συνέδριο επίσης εισηγήθηκαν η δασκάλα Ελ. Γρηγοράκι, η οποία υποστήριξε ότι «όταν η διδ. επιμείνη αι μεγαλύτεραι θα μορφωθώσιν κάλλιον διότι είναι εις θέσιν να εννοώσι τα λεγόμενα», η γραμματοδιδασκάλισσα Σπυριδάκι, και η Μ. και η Πολ. Πετυχάκι. Το παράδειγμα της δασκάλας, η θεοσέβειά της και η αγάπη της προς το Θεό, το να οδηγεί τις μαθήτριες προς την εκκλησία και να τις διδάσκει να αποφεύγουν την υπερηφάνεια και να έχουν αμοιβαία αγάπη μεταξύ τους θεωρήθηκαν αναγκαίες συνθήκες για την θρησκευτική ανατροφή και αγωγή των γυναικών. Ως προς το θέμα της εθνικής αγωγής υπογραμμίστηκε ότι θα πρέπει να καλλιεργηθεί στα κορίτσια ήδη από τη μικρή ηλικία η έννοια της πατρίδας ολόκληρης της ελληνικής επικράτειας: «Αι διδασκάλισσαι πρέπει να εμφυτεύωσιν εις τας μαθητρίας ιδέας υψηλάς από της μικράς ηλικίας και να συνειθίσωσι τας μαθητρίας να μη θεωρώσιν ως πατρίδα την μικράν γωνίαν εις ην κατοικούσιν αλλά συμπάσας τας Ελληνικάς χώρας… πρέπει πάσαι αι διδασκάλισσαι (και δια του ιδίου παραδείγματος) να προτρέπωσι τας μαθητρίας όπως μη περιφρονώσι τα εθνικά ενδύματα ήθη και έθιμα ... δια καταλλήλων ποιημάτων διαλόγων πατριωτικών δια της εξυμνήσεως Ελληνίδων γυναικών διακριθεισών δια την φιλοπατρίαν να διεγείρωμεν το θρησκευτικόν αίσθημα των παίδων». Το συνέδριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εθνική αγωγή προωθείται με: «1) Την καλήν διδασκαλίαν της ιστορίας ήτις πρέπει να γίγνηται μετ’ ενθουσιασμού 2) την εμφύτευσιν εις τας καρδίας των μαθητριών την ιδέαν της μεγάλης πατρίδος 3) την αποστροφήν προς τα ξένα πράγματα και την αγάπη προς τα ήθη και έθιμα της πατρίδος 5) την εκμάθησιν διαφόρων εθνικών ποιημάτων και την επίσκεψιν των ιστορικών θέσεων». Αξίζει να σημειωθεί ότι τότε δινόταν μεγάλη έμφαση στις αξίες και τα ιδεώδη του έθνους, δημιουργώντας εθνικιστικές τάσεις στην αγωγή. Τέτοιου είδους τάσεις εξήραν υπέρμετρα τις μορφωτικές δυνάμεις του έθνους και αποξένωναν την αγωγή από τα ξένα στοιχεία που θεωρούνταν υποδεέστερα. Η εθνική αγωγή επιτελούσε βεβαίως θετικό έργο στο μέτρο που συνέβαλλε στην ανάπτυξη της εθνικής ιδιοτυπίας και δε στρεφόταν εναντίον των σκοπών και των θετικών αξιών άλλων λαών (Τριλιανός, 1989,1636α). Στην υπόλοιπη συνεδρία έγιναν ασκήσεις για την χρήση του αναγνωστηρίου και αριθμητηρίου (ΙΑΚ, ΑΑΔΠΘΚΠ, Έγγραφα του Φακέλου του έτους 1900, Κρητική Πολιτεία ο Νομαρχιακός Επιθεωρητής Ρεθύμνης, αριθ.πρωτ. 413/ 22-4-1900)

Κατά την επόμενη συνεδρία η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από το θέμα των σιωπηλών εργασιών στο μάθημα της αριθμητικής, των ελληνικών, της φυσικής ιστορίας, της γεωγραφίας και της ιστορίας και τονίστηκε ότι το εργόχειρο για τις μαθήτριες ήταν η καλύτερη σιωπηλή εργασία. Έψαλαν τέλος πατριωτικά άσματα και έληξε η συνεδρία. Την τρίτη ημέρα δόθηκαν οδηγίες από τον Γεωπόνο Ν. Παπαδάκι για τη σηροτροφία και ασκήσεις γυμναστικής.

 

4. ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Η διοργάνωση διδασκαλικών συνεδρίων, τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, με βάση τις υπαγορεύσεις του ίδιου του γράμματος του εκπαιδευτικού οργανισμού συνεχίστηκε καθόλη τη διάρκεια ζωής της Κρητικής Πολιτείας και αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία της εκπαίδευσης της Κρήτης. Στα πλαίσια των συνεδρίων οργανώθηκαν υποδειγματικές διδασκαλίες με βάση τα γνωστά τυπικά ή ειδολογικά στάδια/ βαθμίδες. (Κανάκης, 1995, σσ. 257-260). Ωστόσο μια τέτοια πορεία δεν ήταν πάντοτε εφικτή, ιδιαίτερα λόγω της απειρίας των εκπαιδευτικών στη νέα μέθοδο.

Εν τούτοις κάποιοι ήταν της γνώμης ότι ο τότε δημοδιδάσκαλος χρειάζονταν πιο πρακτική καθοδήγηση που θα τον βοηθούσε στο ομολογουμένως δύσκολο έργο του. Οι θεωρητικές αναζητήσεις και οι λεπτεπίλεπτοι παιδαγωγικοί στοχασμοί συχνά στηλιτεύθηκαν και παραλληλίστηκαν με μια γαστριμαργικού τύπου διαδικασία: «Είναι, Κύριοι, το εξής περίεργον. Όταν τις λιμώττη και έχη ανάγκην τροφής και πολλής και ουσιαστικής, ημείς του παρέχομεν λεπτεπίλεπτα εδέσματα και ορεκτικά· εν’ω έχομεν ανάγκην τροφής ουσιαστικής ασχολούμεθα όλως ατέχνως δια να παρασκευάσωμεν περίτεχνα καρυκεύματα, τα οποία μόνον λάρυγγα καλοσυνειθισμένον ημπορούν να γαργαλίσουν» (Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας, Τεύχος Δ΄, Εστενογραφημένα Πρακτικά της Βουλής, Περίοδος Α΄, Συνεδρίασις ΜΘ΄, 13 Ιουλίου 1901, σελ. 1065β).

Από τα πρακτικά του έτους 1910 αξίζει να παραθέσομε εδώ ως συμπερασματικό σχόλιο τον λόγο του Γυμνασιάρχη Παλιεράκι, ο οποίος εκπροσωπούσε τον τότε Γενικό Επιθεωρητή Κρήτης προς τους πτυχιούχους διδασκάλους οι οποίοι θα αναλάμβαναν τις υποδειγματικές διδασκαλίες. Ο λόγος αυτός θυμίζει σε πολλά σημεία του τους λόγους που εκφώνησε στη Βουλή των Κρητών, όταν ήταν εισηγητής εκπαιδευτικών νομοσχεδίων, ο Πρόεδρός της, Αντώνιος Μιχελιδάκης. Στο πνεύμα του λόγου του Παλιεράκι διαφαίνεται για άλλη μια φορά η σύζευξη της παιδαγωγικής και εθνικής αποστολής του σχολείου, η ανάγκη για ανανέωση των μεθόδων διδασκαλίας, ώστε ο μαθητής να ανταποκριθεί στις τότε νέες προκλήσεις των καιρών και της καθημερινής πραγματικότητας: «Κύριοι συνάδελφοι, Ανταποκρινόμενος εις εντολήν του κ. Γεν. Επιθεωρητού, όπως προεδρεύσω μέχρι της αφίξεως αυτού, της υμετέρας συνόδου, εκπληρώ ευχαρίστως την εντολήν ταύτην, ευχόμενος Υμίν το ‘καλώς ήλθατε’. Αι διδασκαλικαί σύνοδοι, κ.κ. συνάδελφοι, λαμβάνουσιν χώραν, ως γνωστόν, πανταχού του πεπολιτισμένου κόσμου, δεν είναι δε μικραί αι εξ αυτών ωφέλειαι. Συνερχόμενοι επί το αυτό οι σκαπανείς του πολιτισμού και αγωνισταί των γραμμάτων ου μόνον γνωρίζουσιν αλλήλους αλλά και αντηλλάσσουσιν ιδέας και μελετώσι τον τρόπον και την μέθοδον δι’ ων δύνανται να διεξαγάγωσι τελεσφορώτερον το πολύμοχθον αυτών έργον. Αλλ’ εάν αι σύνοδοι αύται κρίνωνται αναγκαίαι πανταχού, παρ’ ημίν, οίτινες ευρισκόμεθα έτι εν τη αρχή ελευθέρου πολιτικού βίου, θεωρώνται αναγκαιότεραι έτι. Ουδείς δύναται να αρνηθή, και τούτο έστη προς τιμήν Υμών, ότι εμφορείσθε ζήλου και αυταπαρνήσεως περί την εκτέλεσιν τοσούτου πολυμόχθου καθήκοντος. Είσθε τέκνα εκείνων, οίτινες μέχρι της χθες έτι επάλαιον και έπιπτον αγογγύστως και γενναίως υπέρ της πατρίδος. Τοιταύτα τέκνα δεν είναι δυνατόν ή να ζωογονώνται υπό του θείου πυρός, όπερ εθέρμαινε την καρδίαν των πατέρων. Αλλά δεν αρκεί μόνον ο ζήλος και η επιμέλεια. Υπάρχει ανάγκη διδασκαλίας, πείρας, μεθόδου, ίνα ανταποκριθή τις τελεσφόρως εις τας αξιώσεις της υπηρεσίας και τας απαιτήσεις του καθήκοντος. Μεγάλοι παιδαγωγοί και ψυχολόγοι, μελετήσαντες την ανθρωπίνην ψυχήν, εξεύρον και διετύπωσαν τον τρόπον και την μέθοδον δι’ ων πλουτίζεται η διάνοια μεθοδικώς, ακόπως και τελεσφόρως. Της μεθόδου ταύτης ης ενωτίσθητε πολλοί εξ υμών αλλαχού και εν τω κρητικώ διδασκαλείω, όπερ τοσούτον ευδοκίμως ελειτούργησε, πρόκειται να παράσχητε δείγματα σήμερον και τοις άλλοις συναδέλφοις υμών, οίτινες δεν ηυτύχησαν να τύχωσιν τοιταύτης διδασκαλίας. Είσθε πολλώ ευτυχέστεροι Υμείς, κ. συνάδελφοι, των παλαιοτέρων διδασκάλων, οίτινες εν τω μέσω τοσαύτων εθνικών περιπετειών, εδίδαξαν ημάς τους πρεσβυτέρους τα πρώτα γράμματα. ΄Ανευ μεθόδου, άνευ πολλών γνώσεων, άνευ προστασίας της πολιτείας, υπό μόνου του θείου ζήλου προς το καθήκον εμπνεόμενοι, παρείχον ούτοι πολύτιμον υπηρεσίαν της πατρίδι. Αλλ’ εάν υμείς είσθε πολλώ ευτυχέστεροι τούτων έχει και πλείονας αξιώσεις παρ’ υμών η πατρίς. Παρήλθον, ευτυχώς οι μαύροι εκείνοι και σκοτεινοί χρόνοι, καθ’ ους ο φέρων εν τη οσφύι καλαμάριον, ο δυνάμενος να αναγινώσκη το ψαλτήριον και να γράφη το όνομά του, εθεωρείτο λόγιος άνθρωπος και ηδύνατο να ζήση ανέτως εν τω μέσω τηλικαύτης αμαθείας. Σήμερον αι γνώσεις ηυξήθησαν, η ανθρωπίνη διάνοια ηνδρώθη, αι κοινωνικαί αξιώσεις είναι περισσότεραι και το φως της παιδείας, διακεχυμένον πανταχού, φωτίζει τον νουν και την καρδίαν του ανθρώπου. ΄Ινα αναδειχθή τις και διαπρέψη εν τω μέσω τηλικαύτης βιοπάλης, ανάγκη να παλαίση περισσότερον, να εργασθή μετά κόπου, να φωτίση επί μάλλον την διάνοιαν αυτού, να κουρασθή και να ιδρώση, διότι ‘προπάραθεν αρετής ιδρώτα θεοί αθάνατοι έθηκαν’. Εις υμάς λοιπόν έλαχεν ο βαρύς αλλά και τετιμημένος κλήρος να χειραγωγήσητε τα πρώτα βήματα των τέκνων της πατρίδος, να σπείρητε εν τη ψυχή αυτών τα πρώτα σπέρματα του αγαθού και του καλού, της θρησκείας και της πατρίδος και να παραδώσητε έπειτα ημίν τοις άλλοις αυτά, ίνα επί των θεμελίων υμών, οικοδομήσωμεν ημείς το πνευματικόν αυτών οικοδόμημα. Εάν εις τους πατέρας ημών έτυχεν ο ευγενής κλήρος να αγωνισθώσιν εν τοις πεδίοις των μαχών, εις ημάς έτυχε κλήρος επίσης ευγενής να αγωνισθώμεν εν τω πεδίω των γραμμάτων και να καταβάλωμεν επίσης μέγαν εχθρόν, το σκότος της αμαθείας και της πλάνης, όπερ φονεύει την ανθρωπίνην ψυχήν. Είμεθα ο λύχνος του οποίου το έλαιον καίεται ίνα φωτίζη τους άλλους. Ημείς εκλήθημεν υπό του Θεού και της πατρίδος να θέσωμεν τας βάσεις νέας κοινωνίας, να εκριζώσωμεν τας κακίας και τα ελαττώματα, τας δεισιδιαμονίας και τα προλήψεις, άτινα είναι απόρροιαν μακράς δουλείας. Εις ημάς ενεπιστεύθη η πατρίς τα φίλτατα, την τύχην και το μέλλον αυτής. Είθε η νεωτέρα γενεά, ης τας πνευματικάς τρίβους διευθύνετε, να αποβή κρείττω ημών των πρεσβυτέρων, προσφέρουσα και αύτη την πνευματικήν και σωματικήν αυτής συμβολήν υπέρ του μεγαλείου και της δόξης του ημετέρου έθνους…».(ΙΑΚ, ΑΑΔΠΘΚΠ, Έγγραφα του Φακέλου του έτους 1910, Πρακτικά της εν Ηρακλείω αης Διδασκαλικής συνόδου).

 

5. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Αντωνίου, Χρ. (2002) Η θεμελίωση της Παιδαγωγικής Επιστήμης στην Ελλάδα: Η εξέλιξη παιδαγωγικών ιδεών και η συμβολή των παιδαγωγών, in: Σ. Μπουζάκης (Επιμ.), Επίκαιρα Θέματα Ιστορίας Εκπαίδευσης, Πρακτικά 1ου Επιστημονικού Συνεδρίου Ιστορίας Εκπαίδευσης Πάτρα, 28-30 Σεπτεμβρίου 2000 (Αθήνα, Gutenberg, Τεκμήρια- Μελέτες Ιστορίας Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, αρ. 15).

Ασπίς, Έτος Α΄, αριθ. 22, Εν Χανίοις τη 30 Νοεμβρίου 1910, σ.1.

Barbier, Fr. (2001) Ιστορία του βιβλίου (Αθήνα, Μεταίχμιο).

Βασίλειον της Ελλάδος Παράρτ. της Εφημ. της Κυβερνήσεως εν Κρήτη, τ. Β΄, αριθ. 6, 15/ 02/1911

Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας, Έτος Α΄, αριθ. 58, τεύχ. Α΄, 10/07/1899

Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας, Έτος Β΄, αριθ. 50, τεύχ. Α΄, 01/08/1901

Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας, Τεύχος Δ΄, Εστενογραφημένα Πρακτικά της Βουλής, Περίοδος Α΄, Συνεδρίασις ΜΘ΄, 13 Ιουλίου 1901, σσ. 1074-1075 και Συνεδρίασις Ν΄, 14 Ιουλίου 1901, σσ. 1121-1123

Ζωγράφου, Δημ. (1937) Η δημοτική εκπαίδευσις και η γεωργία (1833-1936) (Αθήναι, Τύποις Παπασωτηρίου- Λιβαδάς).

ΙΑΚ, ΑΑΔΠΘΚΠ, Έγγραφα του Φακέλου του έτους 1900, Κρητική Πολιτεία ο Νομαρχιακός Επιθεωρητής Ρεθύμνης, αριθ.πρωτ. 412/ 22-4-1900.

ΙΑΚ, ΑΑΔΠΘΚΠ, Έγγραφα του Φακέλου του έτους 1900, Κρητική Πολιτεία ο Νομαρχιακός Επιθεωρητής Ρεθύμνης, αριθ.πρωτ. 413/ 22-4-1900.

ΙΑΚ, ΑΑΔΠΘΚΠ, Έγγραφα του Φακέλου του έτους 1900, Περίληψις των πρακτικών του πρώτου διδασκαλικού συνεδρίου, αριθ. πρωτ. 445/4-5-1900.

ΙΑΚ, ΑΑΔΠΘΚΠ, Έγγραφα του Φακέλου του έτους 1900, Πρακτικόν του εν τω Νομώ Ηρακλείου διδασκαλικού συνεδρίου των διδασκαλισσών, Εν Ηρακλείω τη 30η Απριλίου 1900.

ΙΑΚ, ΑΑΔΠΘΚΠ, Έγγραφα του Φακέλου του έτους 1910, Πρακτικά της εν Ηρακλείω αης Διδασκαλικής συνόδου.

Κασσιμάτης, Παν. (1953) Ιστορική επισκόπησις της εν Κρήτη εκπαιδεύσεως. Ιστορία των σχολείων της Κρήτης  (Αθήναι).

Κίτσος, Κ. (1990) Εφαρμογή στη διδακτική διαδικασία, Παιδαγωγική Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια Λεξικό, 4, σ. 2183α,

Κανάκης, Ι. (1995) Η εσωτερική οργάνωση και λειτουργία του νεοελληνικού δημοτικού σχολείου (Αθήνα, Μ.Π. Γρηγόρης).

Κοκκίνης, Σπ. (1970) Βιβλιοθήκες και αρχεία στην Ελλάδα. Συμβολή στη μελέτη της πνευματικής ιστορίας του Νέου Ελληνισμού (Αθήναι, Π. Τζουνάκος).

Μπέλλας, Θρασ. (1990) Επανάληψη, Παιδαγωγική Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια Λεξικό, 4, σ. 2003α,

Μπενέκος, Α. (1989) Αγροτικό σχολείο-αγροτικό περιβάλλον και αγωγή, Παιδαγωγική Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια Λεξικό, 1, σσ. 56-57

Μπουζάκης, Σ., Τζήκας, Χρ., Ανθόπουλος, Κ. (2000) Η επιμόρφωση και η μετεκπαίδευση των δασκάλων- διδασκαλισσών και των νηπιαγωγών στο νεοελληνικό κράτος (Αθήνα, Gutenberg, Τεκμήρια- Μελέτες Ιστορίας Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, αρ. 9).

Παναγιώτου, Αλ., Βρογκιστινός, Δημ., Κουτσούρης, Αλ. (1989), Γεωργική εκπαίδευση, Παιδαγωγική Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια Λεξικό, 2, σ. 1111α.

Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Εργαστήριο Κοινωνικής και Πολιτισμικής Επικοινωνίας και Τεκμηρίωσης, http://www.aegean.gr/culturelab/clubs_gr.htm.

Παπούλια-Τζελέπη, Π. (1990) Ηθικότητας ανάπτυξη, Παιδαγωγική Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια Λεξικό, 4, σ. 2263α.

Πυργιωτάκης, Ι. (1989) Διδασκαλικό επάγγελμα, Παιδαγωγική Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια Λεξικό, 3, σ. 1510β

Πυργιωτάκης, Ι. (1999) Εισαγωγή στην Παιδαγωγική Επιστήμη (Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα).

Schubert, F.-C. (1991) Μνήμης θεωρίες, Παιδαγωγική Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια Λεξικό, 6, σ. 3177β

Τριανταφύλλου, Τ. (1992) Συνέδριο εκπαιδευτικό, Παιδαγωγική Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια Λεξικό, 8, σ. 4557α-β

Τριλιανός, Θ. (1989), Έθνος, εθνότητα, εθνική αγωγή, Παιδαγωγική Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια Λεξικό, 3, σ. 1636α

Vial, J. (1985)  Παρελθόν και παρόν της εκπαίδευσης των δασκάλων, in: Μ. Debesse, G. Mialaret (Επιμ.), Οι Παιδαγωγικές Επιστήμες, τ.7, Το εκπαιδευτικό λειτούργημα και η μόρφωση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών λειτουργών (Αθήνα, Δίπτυχο).

Φέσσα, Ρωξ. (1989), Βιβλιοθήκη, Παιδαγωγική Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια Λεξικό, 2, σ. 975

Χουρδάκης, Α. (2002) Η παιδεία στην Κρητική Πολιτεία (1898-1913)(Αθήνα, Gutenberg, Τεκμήρια- Μελέτες Ιστορίας Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, αρ. 10).

Χουσιάδας, Λ. (1990), Ιστορία της Ψυχολογίας, Παιδαγωγική Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια Λεξικό, 5, σ. 2494β.

 

 

 

Copyright 2003 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ  ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ