Υγιεινής
παραγγέλματα: το ενδιαφέρον για την υγεία των μαθητών και η υπηρεσία
σχολικής υγιεινής τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα
Βάσω ΘΕΟΔΩΡΟΥ
Επίκουρη
καθηγήτρια Ιστορίας Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης |
Δέσποινα
ΚΑΡΑΚΑΤΣΑΝΗ
Λέκτορας
Ιστορίας της ΕκπαίδευσηςΠανεπιστήμιο Κρήτης Ελλάδα |
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στο πλαίσιο αυτής της ανακοίνωσης επιχειρούμε να διερευνήσουμε
τις συν-θήκες και τους προβληματισμούς μέσα στους οποίους γεννήθηκε
το ενδιαφέρον για την υγεία του μαθητικού πληθυσμού την πρώτη
δεκαετία του 20ού αιώνα, όπως απο-τυπώθηκε στους στόχους της υπηρεσίας
σχολικής υγιεινής, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους η είσοδος
των γιατρών στο σχολείο επηρέασε την παιδαγωγική πράξη μέσα από
εναλλακτικά μοντέλα διδασκαλίας για ασθενικά παιδιά. Η δημιουρ-γία
θεσμών για την παρακολούθηση της υγείας των μαθητών με πρωτοβουλία
για-τρών και ιδιωτών, όπως οι μαθητικές πολυκλινικές, φέρνουν
στο φως τα προβλήμα-τα υγείας των ευρύτερων στρωμάτων και τους
τρόπους παρέμβασης των γιατρών στην παιδαγωγική πράξη. Εξάλλου
η διάδοση ενός υγιεινιστικού λόγου μέσω του σχολείου αναδεικνύει
αφενός το σημαντικό ρόλο που επιφυλάσσεται την περίοδο αυτή στην
υγιεινή και τους γιατρούς, αφετέρου το επίπεδο της υγιεινής κατάστασης
των μαθητών. Μέσα από το παράδειγμα της φυματίωσης θα παρακολουθήσουμε
τους τρόπους αντιμετώπισης της αρρώστιας μέσα από σχολικούς θεσμούς
που εισά-γονται τότε για πρώτη φορά και συγκεκριμένα των υπαίθριων
σχολείων και των παι-δικών εξοχών. Μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα να
ανιχνεύσουμε τις επιρροές αυτών των πρωτοβουλιών στον ευρωπαϊκό
χώρο, τις αντιστάσεις που συνάντησε η εισαγωγή αυτών των θεσμών
καθώς και την εξέλιξή τους στη διάρκεια του Μεσοπολέμου.
ABSTRACT
Our interest in this communication is to investigate the conditions
and the problematic in which the concern about the health of the
students’ population was born during the first decade of the 20th
century, as it had been expressed in the objectives of the department
of school hygiene created at the Ministry as well as in the way
that the introduction of doctors in the school had influenced
the pedagogi-cal action through the use of some alternative models
of teaching the ‘sick chil-dren’. The creation of institutions
for the medical care of the students’ health, es-pecially through
the initiatives of doctors and in the private field the medical
poly-clinics, reveals the health problems of a part of the population
and the ways through which the doctors could influence the pedagogical
action. The transmission of a hygienist discourse through the
school explains the important role of the hy-giene and the doctors
during that period and the situation of the students’ hygiene.
Based on the example of the tuberculosis we will speak about the
ways of taking care of the disease and its victims through the
installation of some school institu-tions (open air schools, school
camps). We are especially interested in detecting the influences
of these initiatives in Europe, the problems of the introduction
of these institutions and their evolution during the interwar
period.
Την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα είχαν αρχίσει να πυκνώνουν
και στην Ελλάδα οι φωνές διαμαρτυρίας που υποστήριζαν την ανάγκη
εισα-γωγής υγειονομικών θεσμών στο σχολείο. Τα υψηλά ποσοστά παιδικής
θνη-σιμότητας που κατέγραφαν οι ιατρικές στατιστικές - ένα καινοτόμο
εργαλείο για την κατάκτηση της κοινής γνώμης- και η άθλια κατάσταση
των περισσό-τερων σχολικών κτιρίων, όπως αποτυπωνόταν στις εκθέσεις
των επιθεωρη-τών και στον τύπο, τροφοδοτούσαν τις κριτικές που
υπογράμμιζαν τις ευθύ-νες της πολιτείας απέναντι στη νέα γενιά.
Η ευρωπαϊκή εμπειρία πρόσφερε τα πρότυπα για την ανάπτυξη της
σχολικής υγιεινής και της σχολικής αρχι-τεκτονικής -δύο κλάδων
με σχετικά πρόσφατη ανάπτυξη- που εξειδίκευαν στα σώματα των μαθητών
τα επιτεύγματα της υγιεινής, ενώ η θεσμοθέτηση εδρών σχολικής
υγιεινής στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια στην καμπή του αιώ-να πιστοποιούσαν
την επιστημονική αποδοχή που έχαιρε ο κλάδος.
Μέσα στο πλαίσιο μιας γενικότερης φροντίδας για την υγιεινή, τόσο
την ατομική όσο και τη δημόσια, που διατρέχει τις ευρωπαϊκές κοινωνίες
το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, το σχολικό κτίριο, ως χώρος
συγκέντρω-σης πολυάριθμων νεανικών σωμάτων και επομένως ως πιθανή
εστία μικρο-βίων, προκαλούσε τις ανησυχίες των υγιεινολόγων, μιας
ανερχόμενης και δυναμικής ομάδας γιατρών, ο ρόλος των οποίων είχε
αναβαθμιστεί χάρη στην πρόοδο που είχε σημειωθεί στη Μικροβιολογία
μετά το 1880 με τις α-νακαλύψεις του Παστέρ. Οι μετρήσεις των
μικροβίων ανά κυβικό μέτρο αέ-ρα, που εντατικοποιούνται αυτήν
την περίοδο, οδηγούν σε διαπιστώσεις δυ-σοίωνες για την υγεία
όσων διαμένουν σε χώρους κλειστούς, υγρούς, ανή-λιους και άσχημα
αερισμένους. Το οξυγόνο για παράδειγμα που απαιτείται για την
αναπνευστική λειτουργία ενός μαθητή, στον οποίο αναλογούν 5 κ.μ
αέρα έχει εξαντληθεί μέσα σε μία κλειστή σχολική αίθουσα στο πρώτο
τέταρ-το της ώρας, όπως επισημαίνουν οι υπέρμαχοι της σχολικής
υγιεινής. Οι με-τρήσεις των μικροβίων και της καθαρότητας του
αέρα απασχολεί τους υγιει-νολόγους του τέλους του 19ου αι. Τα
λοιμώδη παιδικά νοσήματα αλλά και άλλα θανατηφόρα, που προκαλούσαν
τον πανικό στην ευρωπαϊκή κοινωνία εξαιτίας των γοργών ρυθμών
εξάπλωσης όπως ο τύφος και η φυματίωση, βρίσκουν επομένως πρόσφορο
έδαφος στα ανθυγιεινά κτίρια των σχολείων, όπου στοιβάζονται τα
ευάλωτα σώματα των μαθητών.
Στις ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης μέσα στη σχολική αίθουσα αλλά
και στο φορτωμένο σχολικό πρόγραμμα, σε συνδυασμό με την άγνοια
γύρω από τα θέματα υγιεινής, που χαρακτήριζε ευρύτερα στρώματα
του πληθυ-σμού, απέδιδαν οι ιατρικοί κύκλοι την υψηλή παιδική
νοσηρότητα. Εκτός από τους τρόπους προφύλαξης της νέας γενιάς
από τα μεταδιδόμενα νοσή-ματα η συστηματοποίηση των μέσων άμυνας
του νεανικού οργανισμού απέ-ναντι στην αρρώστια βρίσκεται στο
επίκεντρο της νέας επιστήμης που θα οδηγήσει τους γιατρούς στο
σχολείο. Η ιατρική παρακολούθηση της σωματι-κής ανάπτυξης των
μαθητών αλλά και μια σειρά νέων θεσμών, όπως τα μα-θητικά συσσίτια,
οι παιδικές εξοχές, οι μαθητικές κλινικές και τα σχολικά λουτρά,
θα επινοηθούν αυτήν την περίοδο για να ενισχύσουν τον παιδικό
οργανισμό προκειμένου να καταστεί λιγότερο ευάλωτος απέναντι στα
μικρό-βια. Έτσι, το αρχικό ενδιαφέρον των υγιεινολόγων για την
εξασφάλιση υ-γιεινών σχολικών κτιρίων διευρύνεται για να συμπεριλάβει
θέματα που σχε-τίζονται τόσο με την εφαρμογή μέτρων κοινωνικής
πολιτικής όσο και με την εγχάραξη νέων στάσεων απέναντι στο σώμα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης οι παρεμβάσεις του ιατρικού σώ-ματος
σε μια σειρά θεμάτων που σχετίζονται με την ίδια την παιδαγωγική
πράξη όπως οι επιπτώσεις της πνευματικής υπερκόπωσης στην ανάπτυξη
του σώματος, ο χρόνος των διαλειμμάτων, η ηλικία εισόδου στην
πρωτοβάθμια εκπαίδευση, η σύνθεση του ωρολογίου προγράμματος,
ο τρόπος εκτέλεσης των γυμναστικών ασκήσεων κ. ά. Η σχολική υπερκόπωση
αποτελεί ένα από τα προσφιλέστερα θέματα των γιατρών του 19ου
αιώνα, που δεν θα διστά-σουν να κάνουν λόγο για τις βλαβερές επιδράσεις
του σχολείου στην ανά-πτυξη του παιδιού. Οι ανακοινώσεις της γαλλικής
Ιατρικής Ακαδημίας τη δε-καετία του 1880 καυτηριάζουν ως ολέθρια
την τάση των εκπαιδευτικών να φορτώνουν τον παιδικό εγκέφαλο με
πολλές, αφηρημένες και άχρηστες γνώσεις που εκτός του ότι καταπονούν
τις πνευματικές δυνάμεις του νέου ανθρώπου, εξαντλούν τις δυνάμεις
του οργανισμού του προετοιμάζοντας το έδαφος για τη φυματίωση
και άλλες θανατηφόρες αρρώστιες. Το θέμα της πνευματικής υπερκόπωσης
επανέρχεται σε πολλά ιατρικά συνέδρια και άρ-θρα τα τέλη του 19ου
αι. Τα παραδείγματα νέων λαμπρών μαθητών, που κα-τέληξαν στα σανατόρια,
διανθίζουν συχνά τα ιατρικά άρθρα που δημοσιεύο-νται σε παιδαγωγικά
περιοδικά για να καυτηριάσουν τον ανθυγιεινό και ‘α-ντιφυσιολογικό’
χαρακτήρα των εκπαιδευτικών συστημάτων.
Το σχολείο αναδεικνύεται εξάλλου στον κατεξοχήν μαζικό χώρο μέσω
του οποίου ευελπιστούν οι υγιεινολόγοι ότι θα καταφέρουν να διαδώ-σουν
εκείνες τις εκλαϊκευμένες ιατρικές γνώσεις που θα ενημερώσουν
το κοινό, ώστε να προφυλαχθεί από τη μόλυνση, κυρίως όμως θα του
διδάξουν νέους τρόπους ζωής. Τόσο η εισαγωγή του μαθήματος της
υγιεινής στο σχο-λείο όσο και η εξοικείωση των μαθητών με τις
νέες συνήθειες ατομικής υ-γιεινής, που οφείλει να προπαγανδίζει
το σχολείο, όπως το λουτρό, το βούρ-τσισμα των δοντιών, οι περίπατοι
στην εξοχή, η άθληση, οι ελεύθερες παι-διές, η άνετη και ελαφριά
ένδυση, στοχεύουν στη διάδοση ενός νέου υγιει-νιστικού προτύπου
ζωής που αρχίζει να κερδίζει έδαφος στα τέλη του 19ου αιώνα. Νέοι
όροι εισβάλλουν στο σχολείο όπως υπαίθρια διδασκαλία, αερο-θεραπεία,
και ηλιοθεραπεία για να σηματοδοτήσουν μια νέα στάση του αν-θρώπου
απέναντι στα στοιχεία της φύσης, τον ήλιο, τον αέρα και το νερό,
αλλά και απέναντι στο ίδιο του το σώμα, ευαγγελιστές της οποίας
είναι οι γιατροί.
Τέλος, η ιατρική σχολική επίβλεψη αποκτούσε έναν πρόσθετο λό-γο
νομιμοποίησης στις συνειδήσεις των ανθρώπων της εποχής, καθώς
θεω-ρείτο ότι συντελούσε στην προετοιμασία μιας ρωμαλέας νέας
γενεάς. Από την αρχή της εμφάνισής της η σχολική υγιεινή συνδέθηκε
με τη φροντίδα για τη σωματική διάπλαση των μελλοντικών ενηλίκων,
και, επομένως με την υπόσχεση για μια φυλετική αναβάθμιση του
έθνους. Ο ιατρικός λόγος έβρι-σκε μεγαλύτερη απήχηση, όταν υπογράμμιζε
τις εθνικές διαστάσεις μιας αν-θυγιεινής εκπαίδευσης. Τα υγιή,
γυμνασμένα σώματα των μαθητών αποτε-λούσαν εγγύηση πολεμικής προετοιμασίας
για κάθε έθνος που ενδιαφερόταν να αποκτήσει έναν αξιόμαχο στρατό.
Είχε γίνει κατά συνέπεια κοινή πεποί-θηση ότι από την υγιή ανάπτυξη
των παιδιών κατά το χρόνο της σχολικής φοίτησης «εξαρτάτο η ζωτικότης
και η ευδαιμονία του έθνους».
Από τη δεκαετία του 1880 η ευρωπαϊκή εμπειρία πρόσφερε το πρότυπο
για την οργάνωση της σχολικής υγιεινής καθώς οι περισσότερες χώρες
είχαν θεσπίσει ανάλογες υπηρεσίες. Ο θεσμός των σχολικών γιατρών
λειτουργούσε στην καμπή του αιώνα στις περισσότερες ευρωπαϊκές
χώρες, ενώ διεθνή συνέδρια με αντικείμενο την επίβλεψη της ανάπτυξης
του παι-διού και τους τρόπους προφύλαξης της υγείας του, στα οποία
συμμετείχαν τόσο γιατροί όσο και παιδαγωγοί, είχαν αρχίσει να
θέτουν τις βάσεις αυτού του ιδιαίτερου κλάδου της υγιεινής. Αν
και το Βέλγιο ήταν η πρώτη χώρα η οποία είχε εισάγει, από το 1874,
το θεσμό του σχολιάτρου, η Γερμανία απο-τελούσε το πρότυπο. Οι
Γερμανοί Baginsky και Gruber θεωρούνταν στις αρ-χές του 20ού αιώνα
οι θεμελιωτές της επιστήμης. Η υπηρεσία σχολικής υ-γιεινής του
Wiesbaden, που ιδρύθηκε το 1897, αποτέλεσε το πρότυπο για τις
περισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις, ενώ ο εξοπλισμός των γερμανικών
σχολεί-ων με λουτρά ‘καταιωνισμού’, κρινόταν ως το προσφορότερο
και οικονομι-κότερο μέτρο για την εξασφάλιση της υποχρεωτικής
ατομικής καθαριότητας. Η επιρροή της γερμανικής κοινωνικής πολιτικής
στο χώρο του σχολείου ήταν φανερή και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες
όπως η Γαλλία και η Αγγλία, στα τέ-λη του 19ου αιώνα. Η καθυστέρηση
της ελληνικής πολιτείας στον τομέα αυτό κρινόταν με αυστηρότητα
που ενισχυόταν από την αναφορά στα παραδείγ-ματα άλλων βαλκανικών
κρατών, όπως αυτό της Βουλγαρίας, που είχαν να επιδείξουν μια
σχετική πρόοδο τόσο στο ζήτημα των σχολικών κτιρίων όσο και σε
εκείνο της σχολιατρικής υπηρεσίας. Στο λόγο για τη σχολική υγιεινή
ανιχνεύονται στοιχεία εθνικής αντιπαλότητας που χαρακτηρίζουν
την περίο-δο αυτή. Οι προσπάθειες των αντιπάλων κρατών στον τομέα
της σχολικής υγιεινής εκλαμβάνονται ως προσπάθειες που συμβάλλουν
στην ανάπτυξη της φυλής και επομένως στην καλύτερη πολεμική προετοιμασία.
Το βραβείο, που απονεμήθηκε στη Βουλγαρία στη διεθνή έκθεση του
Παρισιού το 1900 για τα εκθέματα των δημοτικών της σχολείων, συνδέεται
με τις εθνικές πε-ριπέτειες της Ελλάδας και σχολιάζεται ως εξής
από τον Γεώργιο Δροσίνη: «Θα έλθη βεβαίως και εις ημάς η συναίσθησις
αλλά φοβούμαι μήπως έλθη πολύ αργά. Δυστυχώς το πάθημα του 1897
παρήλθεν άκαρπον, ο σίδηρος του πολέμου δεν έκαυσεν αρκετά τας
σάρκας μας».
Στην Ελλάδα η πρώτη ενέργεια που σηματοδοτεί το ενδιαφέρον της
πολιτείας για τη φροντίδα της υγείας των μαθητών τοποθετείται
στη δε-καετία του 1890 και εκδηλώνεται με δύο τρόπους: με την
καθιέρωση του μαθήματος της γυμναστικής και των αθλητικών αγώνων
σε όλες τις βαθμί-δες της εκπαίδευσης, με το νόμο ΒΚΧΑ΄ του 1899,
και με την έκδοση του Β. Διατάγματος του 1894 «περί του τρόπου
της κατασκευής των σχολείων», με το οποίο καθορίζονται για πρώτη
φορά οι υγιεινές προδιαγραφές για την α-νέγερση σχολικών κτιρίων.
Και οι δύο καινοτομίες εγγράφονται στο πνεύμα εθνικής αναγέννησης
που χαρακτηρίζει την περίοδο μετά την ήττα του 1897, αναγέννησης
που στηρίζει πολλές ελπίδες στη διάπλαση της φυλής μέσα από την
εκπαίδευση. Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και εθνική ανόρθωση συνδέονται
άρρηκτα στο λόγο της εποχής. Αν η γυμναστική προετοιμάζει σώματα
εύρωστα που θα υπηρετήσουν επάξια την πατρίδα, η υγιεινή κατα-σκευή
των κτιρίων δεν συνδέεται λιγότερο άμεσα με την υλική και ηθική
α-νάπτυξη του έθνους.
Το ζήτημα των διδακτηρίων είχε αναδειχθεί σε εθνικό ζήτημα τόσο
σε παιδαγωγικά όσο και σε ιατρικά κείμενα της εποχής την τελευταία
δεκαε-τία του αιώνα. Οι εκθέσεις των επιθεωρητών αλλά και των
γιατρών συχνά καταγγέλλουν την ακαταλληλότητα και την επικινδυνότητα
των σχολικών κτιρίων για την υγεία των μαθητών. Τα δημοτικά σχολεία
της πρωτεύουσας στεγάζονται στην πλειοψηφία τους σε ενοικιασμένα
σπίτια, με μικρά δωμά-τια, ανήλια, χωρίς επαρκή φωτισμό και αερισμό,
υγρά, με ανθυγιεινά απο-χωρητήρια, με ακάθαρτες και μικρές αυλές
που δεν επαρκούν για να κάνουν οι μαθητές τις γυμναστικές ασκήσεις
και να αναπνεύσουν καθαρό αέρα. Ο συναγελασμός μέσα σε παρόμοια
«στρεβλωτήρια», όπως χαρακτηρίζονται τα σχολεία ακόμη και στις
υπουργικές εκθέσεις της εποχής, συντελεί «ουχί βε-βαίως εις την
διατήρησιν της υγείας και την διάπλασιν του σώματος του αν-θρώπου
αλλ’ εις την βλάβην αυτού». «Τα διδακτήρια […] ήσαν όλως επιβλα-βή
εις την υγείαν των νεαρών της κοινωνίας βλαστών, συναγελαζομένων
εν τρώγλαις ανηλίοις και υγραίς αποτελούσαις ως επί το πλείστον
οιωνεί πα-ραρτήματα βουστασίων, ποιμνιοστασίων, σταύλων ή γειτνιαζούσαις
προς βόθρους, στρατώνας, σφαγεία κ.τ.λ», αναφέρεται στην εισηγητική
έκθεση του υπουργείου Παιδείας το 1899, ενώ σε ιατρική έρευνα
του 1906 για τον προσδιορισμό της μαθητικής νοσηρότητας, υπογραμμίζεται
η «οδυνηρά ό-ντως κατάστασις του σχολείου προδιδούσης την τελείαν
έλλειψιν της μερί-μνης και εφορείας της πολιτείας».
Στην ανεπάρκεια και την ακαταλληλότητα των θρανίων επικε-ντρώνεται
επίσης ένα τμήμα των ιατρικών διαμαρτυριών. Η θέα των μαθη-τών
που κάθονται «καταγής οκλαδόν», ελλείψει καθισμάτων ή σε καθίσματα
που έχουν φέρει από το σπίτι τους, ή στην καλλίτερη περίπτωση
σε θρανία, δυσανάλογα όμως προς το μέγεθός τους, καταγγέλλεται
σε ιατρικά άρθρα σχετικά με τη σκολίωση και τη μυωπία. Ωστόσο
η έλλειψη θρανίων φαίνεται ότι θα εξακολουθήσει να πλήττει το
ελληνικό σχολείο για πολύ ακόμα όπως συμπεραίνεται από τις εκθέσεις
σχολικών επιθεωρητών του 1920-1921. Η όλη εικόνα του ανθυγιεινού
ελληνικού σχολείου συμπληρώνεται με την πα-ρουσία ‘ωχρών αναιμικών
και λιπόσαρκων μαθητών’ με φανερά ίχνη ρυπα-ρότητας που μαρτυρούν
την κακή σχέση με την ατομική καθαριότητα που χαρακτήριζε τις
περισσότερες οικογένειες χαμηλών εισοδημάτων της εποχής. Η δυσοσμία
που αποπνέουν οι σχολικές αίθουσες θεωρείται ύποπτη για την μόλυνση
του αέρα και τη διάδοση κολλητικών ασθενειών σε μια εποχή που
η νέο-ιπποκρατική αντίληψη για την επικινδυνότητα του αέρα δεν
έχει εγκα-ταλείψει τις ιατρικές θεωρίες των επιδημιολόγων. Το
κλείσιμο των σχολείων για μεγάλα χρονικά διαστήματα ήταν η μόνη
μέθοδος αντιμετώπισης των ε-πιδημιών που έπλητταν συχνά την παιδική
ηλικία, με αποτέλεσμα την απο-διοργάνωση της σχολικής ζωής και
την ελλιπή φοίτηση.
Ο νέος νόμος περί κατασκευής σχολικών κτιρίων σηματοδοτεί επο-μένως
μια τομή στην πολιτική για την υγιεινή φροντίδα των μαθητών. Στα
νέα σχολικά κτίρια που κτίστηκαν από το 1895 και εξής λαμβάνονταν
υπόψη τα desiderata της σχολικής αρχιτεκτονικής όπως είχε διαμορφωθεί
στα τέλη του 19ου αιώνα κάτω από την επιρροή της υγιεινής: η ποιότητα
του εδά-φους, η τοποθεσία του γηπέδου μέσα στην πόλη, η κυκλοφορία
του αέρα, η γειτνίαση ή όχι με βιομηχανικές μονάδες, παίζουν σημαντικό
ρόλο στην επι-λογή του γηπέδου επί του οποίου θα στεγαστεί το
σχολικό κτίριο, ενώ τα κατασκευαστικά στοιχεία, όπως οι διαστάσεις
των ανοιγμάτων, ο προσανα-τολισμός τους, και το εμβαδόν των αιθουσών,
θα πρέπει να ανταποκρίνονται στη φροντίδα για τον κατάλληλο φωτισμό,
αερισμό και χωρητικότητα. Τα 5 κ.μ που αναλογούσαν σε κάθε μαθητή,
κινούνταν στα διεθνώς παραδεδεγ-μένα πρότυπα χωρητικότητας, καθώς
σύμφωνα με μετρήσεις εξασφάλιζαν τον απαιτούμενο όγκο αέρα για
τις αναπνευστικές ανάγκες του ατόμου.
Σ΄ αυτήν την πρώτη απόπειρα εφαρμογής ενός ενιαίου τύπου σχολικού
κτιρίου, που προέβλεπε τέσσερις τύπους σχεδίων, ανάλογα με τις
εκπαιδευτικές ανάγκες της περιοχής, συνεργάστηκαν για πρώτη φορά
παι-δαγωγοί, αρχιτέκτονες και γιατροί. Με βάση αυτή τη νομοθετική
ρύθμιση που συμπληρώθηκε και από άλλες σχετικές με τον τρόπο εξασφάλισης
των εκπαιδευτικών τελών, ανεγέρθησαν στο διάστημα 1897-1911 407
νέα σχο-λικά κτίρια, τα περισσότερα στην επαρχία, σε νεοκλασική
γραμμή και με υ-γιεινές προδιαγραφές. Το κτιριακό ζήτημα των σχολείων
εν τούτοις απείχε πολύ από του να έχει λυθεί στις αρχές του 20ού
αιώνα, καθώς τα νέα κτίρια αντιπροσώπευαν το 11,5% των σχολείων
που λειτουργούσαν, ενώ η πλειο-ψηφία των μαθητών εξακολουθούσαν
να «στενάζουσιν εις σαθρά, άθλια και πνιγηρά διδακτήρια προς τρώγλας
μάλλον και ειρκτάς ή προς σχολεία ομοιά-ζοντα». Χαρακτηριστική
είναι η κατάσταση των σχολείων του δήμου της Α-θήνας: το 1912
μόνο 5 από τα 33 σχολικά κτίρια δεν χαρακτηρίζονταν αν-θυγιεινά.
Εν τούτοις ένα πλήθος θεμάτων που άπτονταν της υγείας των μαθητών
και των δασκάλων είχαν αρχίσει να απασχολούν τον κόσμο των εκπαιδευτικών.
Ο παιδαγωγικός κόσμος είχε αρχίσει να ενημερώνεται για την αξία
της σχολικής υγιεινής και για τις προόδους που είχαν συντελεστεί
στον τομέα αυτό στη Δυτική Ευρώπη από δύο παιδαγωγικά περιοδικά,
που από τη δεκαετία του 1890 συχνά φιλοξενούσαν στις στήλες τους
σχετικά ε-νημερωτικά άρθρα. Αν και οι μεταφράσεις των επιστημονικών
άρθρων παι-δαγωγών και γιατρών σχετικών με την πνευματική υπερκόπωση,
τη φυσική αγωγή και την εισαγωγή καινοτόμων θεσμών στο χώρο της
υγιεινής αποτε-λούσαν την πλειοψηφία της σχετικής ύλης των δύο
περιοδικών, φαίνεται ότι στην καμπή του αιώνα τα κυριότερα προβλήματα
υγιεινής που έμοιαζε να αντιμετωπίζει ο εκπαιδευτικός κόσμος στην
Ελλάδα ήταν οι μεταδοτικές α-σθένειες, η έλλειψη ατομικής καθαριότητας
στους μαθητές και ο τρόπος κα-θαρισμού των σχολείων. Οι δημοσιεύσεις
του Πανελληνίου Συλλόγου προς καταπολέμησιν της φυματιώσεως, που
είχε συσταθεί το 1901, καθώς και μια σειρά εκλαϊκευτικών άρθρων
στον τύπο, εστιάζουν στους κινδύνους που πε-ρικλείει το σχολείο
για το κοινωνικό σύνολο. Τα υψηλά ποσοστά των εκπαι-δευτικών στις
στατιστικές νοσηρότητας της φυματίωσης ενισχύουν την πα-ραπάνω
άποψη. Η αναγκαιότητα λήψης άμεσων μέτρων για την απομάκρυν-ση
των μικροβίων οδηγούν έτσι πολλούς δασκάλους στην αναζήτηση πρα-κτικών
λύσεων. Η σκόνη των αιθουσών, οι δυσοσμίες που αποπνέουν τα παιδικά
σώματα, οι ακαθαρσίες που μεταφέρουν από τους δρόμους της πό-λης
με τα υποδήματά τους οι μαθητές, η σκόνη του μαυροπίνακα, ακόμη
και ο παιδικός αυθορμητισμός, θεωρούνται ύποπτα για την εξάπλωση
της νόσου. Άρθρα που προτείνουν νέους τρόπους καθαρισμού των αιθουσών
και των αποχωρητηρίων υπογράφονται από δασκάλους, ενώ οι γιατροί
πειραματίζο-νται στον τρόπο εκτέλεσης των γυμναστικών ασκήσεων,
ώστε να συμβάλουν στην ενίσχυση της αναπνευστικής λειτουργίας
και του θώρακα. Γιατροί και παιδαγωγοί υποστηρίζουν ότι η φυσική
αγωγή οφείλει να εγκαταλείψει το στρατιωτικό και περίπλοκο χαρακτήρα
της για να ευνοήσει τη λειτουργία των πνευμόνων, ενώ μια δέσμη
υγιεινών παραγγελμάτων αρχίζει να συστη-ματοποιείται και να διαδίδεται
με άξονες: τον καθαρό αέρα, τη σωματική ά-σκηση και την ατομική
υγιεινή. Έτσι αν η παρουσία των γιατρών στο σχολείο αντιμετωπιζόταν
στην αρχή με επιφύλαξη ή ακόμη και με εχθρότητα από τους εκπαιδευτικούς,
η συμβολή τους αποκτά μέσα στο νέο πλαίσιο των α-νησυχιών της
εποχής εξαιρετική χρησιμότητα. Από την άλλη μεριά τα σχολι-κά
θέματα έχουν αρχίσει να εγγράφονται στα επιστημονικά ενδιαφέροντα
των γιατρών.
Πράγματι, η ανθυγιεινή κατάσταση των σχολικών κτιρίων ήταν ένα
από τα θέματα που συζητήθηκαν στο πρώτο πανελλήνιο ιατρικό συνέδριο
που έγινε στην Αθήνα το 1901, ενώ η ευχή που διατυπώθηκε εκεί
για τη συμμετοχή δύο ή τριών γιατρών στο ανώτατο κεντρικό συμβούλιο
υγειονο-μικής επίβλεψης των κτιρίων, μαρτυρεί το ρόλο που άρχισαν
να διεκδικούν οι υγιεινολόγοι στον έλεγχο και την προφύλαξη του
μαθητικού πληθυσμού. Με το χαρακτηριστικό τίτλο «Νύξεις τινές
περί της σχολικής υγιεινής εν Ελ-λάδι» ο Κωνσταντίνος Σάββας,
πρώτος καθηγητής στην έδρα Υγιεινής και Μικροβιολογίας στο Πανεπιστήμιο
της Αθήνας και επίσημος γιατρός του βα-σιλιά, προκάλεσε αίσθηση
στο Πρώτον Ελληνικόν Εκπαιδευτικόν Συνέδριον το 1904 υπερθεματίζοντας
για την αναγκαιότητα εισαγωγής και στην Ελλάδα της σχετικής υπηρεσίας
αναλύοντας τους στόχους της. Στην ανακοίνωση αυ-τή ο Σάββας προτείνει
την εισαγωγή του θεσμού του σχολικού γιατρού και της διδασκαλίας
της υγιεινής στο σχολείο. Παράλληλα εξηγεί τα οφέλη από την εισαγωγή
των σχολικών λουτρών και της υπαίθριας διδασκαλίας προ-βάλλοντας
φωτογραφίες από σουηδικά σχολεία. Στο ίδιο συνέδριο είχαν ε-κτεθεί
σχέδια κτιρίων και δείγματα θρανίων που είχαν φροντίσει να αποστα-λούν
από το εξωτερικό τα μέλη του Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ωφελίμων
Βιβλίων, που ήταν συνδιοργανωτής του συνεδρίου, Γ. Δροσίνης και
Δ. Βικέ-λας. Την ίδια χρονιά φαίνεται ότι σημειώθηκε κάποια πρόοδος
στο ζήτημα της ιατρικής επίβλεψης των μαθητών με το διορισμό του
Κ. Σάββα ως πρώ-του σχολιάτρου Αττικής, που πρόσφερε αμισθί τις
υπηρεσίες του, και την έκδοση του πρώτου βιβλίου σχολικής υγιεινής
του Γ. Βλάμου «κατά μετά-φραση του γερμανικού των Burgenstein
και Netolitzky».
Η ουσιαστική τομή εν τούτοις καταγράφεται το Σεπτέμβριο του 1908,
όταν με βασιλικό διάταγμα ιδρύεται, επί υπουργίας Σπυρίδωνος Στάη,
το γραφείο σχολικής υγιεινής. Στους σκοπούς του περιλαμβάνονται
τα κυ-ριότερα σημεία γύρω από τα οποία παιδαγωγοί και υγιεινολόγοι
είχαν επικε-ντρώσει την κριτική τους για την ολιγωρία της πολιτείας
στην Ελλάδα σε θέ-ματα υγιεινής των μαθητών. Η νέα υπηρεσία θα
αναλάμβανε: την επιθεώρη-ση των κτιρίων, των οργάνων και των σκευών
των ιδιωτικών και δημόσιων σχολείων, την προφύλαξη των μαθητών
από μεταδοτικές και μολυσματικές αρρώστιες, την παρακολούθηση
της σωματικής και διανοητικής τους ανά-πτυξης, και, τέλος, τη
διάδοση των θεμελιωδών γνώσεων της υγιεινής. Συ-νοπτικά, πρόκειται
για τους βασικούς άξονες πάνω στους οποίους θα ανα-πτυχθεί η σχολική
υγιεινή στην Ελλάδα μέχρι το 1940.
Η πρώτη υπηρεσία υπαγόταν στο γενικό επιθεωρητή της δημοτι-κής
εκπαίδευσης, θέση που είχε προταθεί από τον Στάη στο Γ. Δροσίνη
για να εφαρμόσει όσα προπαγάνδιζε από το περιοδικό Εθνική Αγωγή.
Η επιλογή του Δροσίνη δεν ήταν τυχαία. Σκληρός επικριτής του διαδόχου
για το ρόλο του στην εθνική ήττα του 1897, συχνά αναφερόταν μέσα
από τα άρθρα του στις ελλείψεις στο χώρο της υγιεινής του σχολείου
και στην εθνική προτε-ραιότητα που θα έπρεπε να αποδίδεται στη
σωματική προετοιμασία της νέας γενιάς. Ο ίδιος είχε εμπνευστεί
εξάλλου την λειτουργία και τον εξοπλισμό της Σεβαστοπουλείου Εργατικής
Σχολής σύμφωνα με τα υγιεινά πρότυπα των ευρωπαϊκών σχολικών κτιρίων
και μαζί με τον Δ. Βικέλα ήταν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές
των υγιεινών καινοτομιών στο χώρο της εκπαί-δευσης. Ο Δροσίνης
φρόντισε να εξοπλιστεί το νεοσύστατο γραφείο σχολι-κής υγιεινής
με όργανα μετρήσεως, ζυγίσεως και παρακολουθήσεως της υ-γείας
των μαθητών, ‘πρωτογνώριστα’ στην Υπηρεσία του Υπουργείου. Παρά
το αισιόδοξο ξεκίνημα καμία πρόοδος δεν σημειώθηκε εντούτοις στον
τομέα της βελτίωσης της υγείας των μαθητών για μία διετία, ίσως
εξαιτίας και των πολιτικών αναταραχών του 1909. Στην εισηγητική
έκθεση του Υπουργού Παιδείας Αλεξανδρή το Μάρτιο του 1911 για
την εισαγωγή των εκπαιδευτι-κών νομοσχεδίων της κυβέρνησης Βενιζέλου
σκιαγραφείται με μελανά χρώ-ματα η κατάσταση της υγείας των μαθητών:
τα σχολεία μένουν κλειστά για μεγάλο χρονικό διάστημα εξαιτίας
των μεταδοτικών νόσων, με αποτέλεσμα η μάθηση των Ελληνοπαίδων
να είναι ελλιπής. Εξάλλου ο Δροσίνης αναφέρε-ται μόνο στον εξοπλισμό
της υπηρεσίας με όργανα υγειονομικών μετρήσεων.
Πολιτικές και εθνικές περιπέτειες θα επηρεάσουν την ομαλή λειτουρ-γία
της υπηρεσίας, οι βάσεις της οποίας θα τεθούν σταδιακά μέχρι το
1914. Ο Εμμ. Λαμπαδάριος θεωρεί την επανάσταση στο Γουδί ορόσημο
στην ιστο-ρία της σχολικής υγιεινής, καθώς μερικούς μήνες αργότερα
θα ψηφιστούν τα νομοσχέδια για την οργάνωση της υπηρεσίας. Το
1910 με το νόμο ΓΨΚΑ «περί οργανώσεως της κεντρικής υπηρεσίας
του υπουργείου της Παιδείας» λαμβανόταν μέριμνα για την οργάνωση
του γραφείου της σχολικής υγιεινής, ενώ με το νόμο ΓΩΚΖ της 18
Ιουλίου 1911 «Περί διδακτηρίων εν γένει και της οργανώσεως της
σχετικής υπηρεσίας» και το Β. Διάταγμα της 5ης Οκτω-βρίου 1911
ρυθμίζονταν οι λεπτομέρειες σχετικά με την έναρξη λειτουργίας
του. Πρόκειται για τις νομοθετικές ρυθμίσεις που εντάσσονται στα
σχέδια για τη μεταρρύθμιση της διδακτηριακής πολιτικής της πρώτης
βενιζελικής κυ-βέρνησης και είναι γνωστά ως νομοσχέδια Αλεξανδρή.
Οι στόχοι της σχολι-κής υγιεινής συμπληρώνονταν με τη σύσταση
ενός Παιδολογικού εργαστηρί-ου «εφωδιασμένου δια των καταλλήλων
οργάνων προς ενέργειαν παρατη-ρήσεων και ερευνών επί των μαθητών
των σχολείων παντός βαθμού», την παροχή θεραπευτικών συμβουλών
στους διδάσκοντες, τον έλεγχο του δαμα-λισμού των μαθητών και
τέλος την υγειονομική επιθεώρηση των παιδικών εξοχών, μια καινοτομία
που εισάγεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Η ση-μαντικότερη διάταξη
του νέου νόμου αναφερόταν, ωστόσο, στο διορισμό ενός σχολικού
γιατρού, προϊσταμένου του γραφείου, θέση που κατέλαβε τον Νοέμβριο
του 1911 μετά από διαγωνισμό ο Εμμανουήλ Λαμπαδάριος, ένας νεαρός
υγιεινολόγους, βοηθός του Σάββα, πραγματικός ιδρυτής και εμψυ-χωτής
της σχολικής υγιεινής στην Ελλάδα μέχρι το 1940 περίπου. Ο Λαμπα-δάριος
παρέμεινε στο Υπουργείο Παιδείας ως προϊστάμενος και κατόπιν ως
διευθυντής της σχολικής υγιεινής μέχρι το 1936, όταν έγινε καθηγητής
Σχο-λικής Υγιεινής και Παιδολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εξακολούθησε
όμως να συμμετέχει και να κατευθύνει κάθε σχετικό έργο μέχρι τουλάχιστον
το 1940, όπως φαίνεται από τις σχετικές δημοσιεύσεις. Εκτός από
την οργά-νωση της ιατρικής επίβλεψης των σχολείων και των μαθητών
ο Λαμπαδάριος πήρε πρωτοβουλίες για τη δημιουργία θεσμών ευρύτερης
κοινωνικής παρέμ-βασης με στόχο την ενίσχυση της υγείας των απόρων
και ασθενικών μαθη-τών: παιδικές πολυκλινικές, μαθητικά συσσίτια,
σχολικά λουτρά, παιδικές εξοχές, συνιστούν ένα τεράστιο έργο κινητοποίησης
και ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης. Αν και εκκρεμεί μια μονογραφία
για το έργο αυτού του φωτισμένου και δραστήριου υγιεινολόγου που
βρίσκεται πίσω από κάθε και-νοτομία στο χώρο της σχολικής υγιεινής,
θα περιοριστούμε στη σκιαγράφη-ση των κυριοτέρων σημείων της δράσης
του στηριζόμενοι σε στοιχεία που αντλούμε από το προσωπικό του
αρχείο και άλλες πηγές, προκειμένου να αναδείξουμε τις προσπάθειες,
τις κύριες τάσεις, αλλά και τις δυσκολίες που συνάντησε στη χάραξη
μιας πολιτικής για τη βελτίωση της υγείας των μαθη-τών.
Το Νοέμβριο του 1911 θα πρέπει να θεωρήσουμε ως το σημείο έ-ναρξης
του έργου της σχολικής υγιεινής υπό την καθοδήγηση του Λαμπαδά-ριου.
Με εγκύκλιο της 3ης Νοεμβρίου 1911 ο υπουργός παιδείας Απ. Αλε-ξανδρής
ενημερώνει τους λειτουργούς της δημόσιας εκπαίδευσης ότι για θέ-ματα
υγιεινής μπορούν να απευθύνονται στο «αρξάμενον της λειτουργίας
αυτού γραφείον της Σχολικής Υγιεινής». Με τις περιορισμένες δυνατότητες
της υπηρεσίας τα τρία πρώτα χρόνια λειτουργίας της φαίνεται ότι
η προτε-ραιότητα δόθηκε σε δύο τομείς: την επίβλεψη και βελτίωση
των υγιεινών όρων κατασκευής των σχολείων και την καταπολέμηση
των μεταδοτικών και λοιμωδών νόσων. Πράγματι, σε συνεργασία με
το νεοσύστατο αρχιτεκτονικό γραφείο του Υπουργείου Παιδείας (είχε
συσταθεί το 1908 και το 1911 μετο-νομάστηκε σε «Γραφείον Τεχνικών
Υπηρεσιών». Υπηρετούσαν σε αυτό δύο αρχιτέκτονες: ο Ν. Μπαλάνος
και ο Γ. Σούλης με τους οποίους συνεργάστη-κε ο Λαμπαδάριος για
την εκπόνηση των υποδειγμάτων) εκπονήθηκαν δύο σειρές υποδειγμάτων
διδακτηρίων καθώς και υποδείγματα δίεδρων θρανίων, ενώ παράλληλα
διατυπώθηκαν προτάσεις για τη βελτίωση των όρων υγιεινής διαβίωσης
σε παλαιότερα κτίρια. Με οδηγίες προς τους νομάρχες και τους διευθυντές
των σχολείων το γραφείο σχολικής υγιεινής καθόρισε τους όρους
υγιεινής που έπρεπε να πληρούν τα μισθωμένα οικήματα καθώς και
τις υπο-χρεώσεις των ιδιοκτητών ως προς την καθαριότητα και τα
υλικά κατασκευής. Στις οδηγίες αυτές φαίνεται ότι κατέληξε ο Λαμπαδάριος
μετά από επιθεω-ρήσεις των κτιρίων και αφού διαπιστώθηκαν «σπουδαίες
υπό υγιεινήν έπο-ψιν ελλείψεις». Ενδιαφέρουσα ήταν η εγκύκλιος
που εκδόθηκε από το Υ-πουργείο Παιδείας στις 2 Ιουλίου 1912 «περί
των κατά την μίσθωσιν ιδιωτι-κών κτιρίων δια την χρήσιν διδακτηρίων
απαιτουμένων υγιεινών όρων».
Οι συμπληρωματικοί νόμοι για την οργάνωση της υπηρεσίας δεν ψη-φίστηκαν
λόγω των βαλκανικών και του Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Η προφύ-λαξη
από τα κυριότερα λοιμώδη νοσήματα αντιμετωπίστηκε με οδηγίες που
απευθύνονταν στους εκπαιδευτικούς. Από την πληθώρα των εγκυκλίων
που εκδόθηκαν από το 1911 έως το 1914 σχετικά με τους τρόπους
καταπολέμη-σης ασθενειών όπως το τράχωμα, η φυματίωση, η οστρακιά,
η διφθερίτιδα κ.α. συμπεραίνουμε ότι, ελλείψει σχολιάτρων, το
έργο της προφύλαξης από τις σημαντικότερες ασθένειες που μάστιζαν
το μαθητικό πληθυσμό στις αρ-χές του 20ού αιώνα ανατέθηκε στους
δασκάλους. Λεπτομερείς οδηγίες για την αναγνώριση των συμπτωμάτων,
τη φύση των μικροβίων, την επικινδυ-νότητά τους αλλά και τους
τρόπους θεραπείας, που δίνονταν σε φυλλάδια, κάποτε εικονογραφημένα,
με εκλαϊκευμένες ιατρικές γνώσεις, μαρτυρούν το ρόλο που απέδιδε
ο Λαμπαδάριος στη συνεργασία των δασκάλων. Η διάδοση εκλαϊκευμένων
ιατρικών γνώσεων μέσω του σχολείου εντάσσεται στην εκ-στρατεία
ενημέρωσης που έχουν αναλάβει ιατρικοί και φιλανθρωπικοί σύλ-λογοι,
προκειμένου να προφυλάξουν το κοινό από τις μεταδοτικές ασθένειες,
καθώς η διάδοση των υγιεινιστικών συνηθειών, θεωρούνταν το μεγαλύτερο
όπλο στην καταπολέμηση αυτών των ασθενειών στις αρχές του 20ού
αιώνα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος του δασκάλου αναβαθμίζεται
για να κατα-στεί συνεργάτης του γιατρού, ενώ το σχολείο αναδεικνύεται
ως το κατεξο-χήν μέσο για να φτάσουν οι νέες υγιεινές συνήθειες
στο λαϊκά στρώματα. Εξάλλου, οι οδηγίες που αφορούν τους τρόπους
παρασκευής αντισηπτικών διαλυμάτων καθώς και τη διενέργεια απολύμανσης,
την οποία υποχρεωτικά οφείλουν να διενεργούν οι διευθυντές των
σχολείων σε περίπτωση κρου-σμάτων διφθερίτιδας, οστρακιάς, επιδημικής
μηνιγγίτιδας, τυφοειδούς πυρε-τού ή ευλογιάς, δείχνουν το βαθμό
στον οποίο ο δάσκαλος καλείται να υπο-καταστήσει το ρόλο του σχολιάτρου,
σε μια περίοδο που οι υπηρεσίες για την προφύλαξη της δημόσιας
υγείας βρίσκονται ακόμη σε πρωτόγονο στά-διο.
Η προφύλαξη από τα μεταδοτικά νοσήματα αντιμετωπίζεται πιο συ-στηματικά
από το 1914, όταν με το νόμο 240 «περί διοικήσεως της δημοτι-κής
και Μέσης εκπαιδεύσεως» οργανώνεται η υγειονομική υπηρεσία των
σχολείων. Ανατίθεται πλέον στους σχολικούς γιατρούς και τους βοηθούς
τους το κυρίως έργο της σχολικής υγιεινής όπως είναι ο υποχρεωτικός
εμβο-λιασμός, η επίβλεψη της υγείας των μαθητών, ο τακτικός έλεγχος
των υ-γιεινών όρων των διδακτηρίων και η διδασκαλία της υγιεινής,
η οποία εισά-γεται πλέον ως υποχρεωτικό μάθημα στα γυμνάσια και
τα διδασκαλεία από την περίοδο αυτή. Η παρουσία των σχολικών γιατρών
επιτρέπει την ανί-χνευση και απομάκρυνση των υπόπτων σε καιρό
επιδημίας και την έγκαιρη απολύμανση του σχολείου χωρίς να καταφεύγουν
στο γνωστό έως τότε μέ-τρο της διακοπής των μαθημάτων. Η συμβολή
τους ήταν, επίσης, αποφασι-στική στη συστηματοποίηση των εμβολιασμών
και τις απολυμάνσεις, που ε-πεκτείνονται τώρα και στα σπίτια των
‘μικροβιοφόρων’ μαθητών, παρά τις δυσκολίες που προέρχονται από
το οικογενειακό τους περιβάλλον. Από το 1920 οι εμβολιασμοί έγιναν
υποχρεωτικοί με το νόμο 2457. Για τους γονείς που δεν διατηρούσαν
πιστοποιητικά δαμαλισμού προβλέφτηκαν πρόστιμα 50-100 δραχμών.
Τα αποτελέσματα αυτής της επιστημονικής σχολικής προ-φυλακτικής
θα αναγνωριστούν στον περιορισμό των ποσοστών παιδικής θνησιμότητας
από το 34,2% το 1915 στο 23% το 1920. Τέλος, οι σχολίατροι ήταν
υπεύθυνοι για τη χορήγηση αναρρωτικών αδειών στους εκπαιδευτι-κούς,
η περίθαλψη των οποίων ενισχυόταν με την ίδρυση ενός διδασκαλι-κού
ταμείου.
Λίγα χρόνια αργότερα η εποπτεία του υγειονομικού έργου κατά περιφέρειες
ανατέθηκε σε 12 υγειονομικούς επιθεωρητές με αυξημένα προ-σόντα
και αρμοδιότητες. Ο επιθεωρητής είχε τη δυνατότητα να επιβάλει
α-κόμη και πρόστιμο «μέχρι δραχμών 25 εις πάντα λειτουργόν παραβαίνοντα
τους κανόνας της υγιεινής ή δεικνύοντα ολιγωρία εις την εκτέλεσιν
των ο-δηγιών αυτού». Με το νόμο 2457 τροποποιήθηκαν οι νόμοι 240
και 567 με την προσθήκη των υγειονομικών επιθεωρητών και την κατάργηση
των βοη-θών γιατρών. Με μεταγενέστερους νόμους καθορίστηκαν τα
ειδικά προσόντα που θα έπρεπε να διαθέτουν οι σχολίατροι. Ο θεσμός
των σχολιάτρων θα λειτουργήσει με αυτή τη μορφή στις περισσότερες
πόλεις και επαρχίες μέχρι το 1926, όταν θα υπαχθεί οικονομικά
με απόφαση της δικτατορικής κυβέρ-νησης του Πάγκαλου στους δήμους
και θα ατονήσει. Με το Ν. Διάταγμα της 1ης Απριλίου 1926 καταργήθηκαν
οι κρατικοί σχολίατροι εκτός από τους 12 υγειονομικούς επιθεωρητές
και από 6 σχολιάτρους των μεγάλων πόλεων. Το 1933 σχετικός νόμος
επανέφερε το θεσμό στην προηγούμενη μορφή. Στο χρονικό αυτό διάστημα
και παρά τις αντίξοες πολεμικές συνθήκες ο θεσμός θα εξελιχθεί
‘επαρκώς’ και θα αναδειχθεί στο κατεξοχήν μέσο για την προ-στασία
της υγείας του μαθητή συνδεδεμένος «στερρώς προς την όλην εκ-παιδευτικήν
μεταρρύθμισιν», όπως σημειώνει το 1919 ο Εμμανουήλ Λαμπα-δάριος
.
Με την υποχρεωτική ατομική ιατρική εξέταση κάθε μαθητή που πραγματοποιούν
οι σχολίατροι σε τακτά χρονικά διαστήματα και την επίβλε-ψη των
διδακτηρίων, μοιάζει να επιτυγχάνεται ο στόχος της υπηρεσίας,
δη-λαδή ο καθολικός έλεγχος των περιπτώσεων. Η κωδικοποίηση των
πληρο-φοριών που αφορούν μια σειρά παραμέτρων, όπως η υγιεινή
των διδακτη-ρίων, η συμπτωματολογία των λοιμωδών νόσων, η νοσηρότητα
του μαθητι-κού πληθυσμού, η εξέλιξη της σωματικής ανάπτυξής του
κατά φύλα και ηλι-κία, κ.ά., επιτρέπει στην κεντρική υπηρεσία
του υπουργείου να διαθέτει μια συνολική εικόνα της υγείας του
μαθητικού πληθυσμού και των τάσεων που παρουσιάζει η εξέλιξή της,
όργανο απαραίτητο για την καθοδήγηση της επο-πτείας όσο και για
τη χάραξη μιας υγειονομικής πολιτικής. Η σύνταξη για παράδειγμα
του ατομικού σχολικού δελτίου υγείας δίνει την εικόνα της σω-ματικής
κατάστασης κάθε μαθητή, σύμφωνα με παιδομετρικούς πίνακες, που
λαμβάνουν υπόψη την εξέλιξη του βάρους, του αναστήματος και της
θωρακικής περιμέτρου, στοιχεία χρήσιμα για τη σύνταξη στατιστικών
νοση-ρότητας και στατιστικών στις οποίες εικονίζεται ‘η σωματική
εξέλιξη του ελ-ληνόπαιδος’. Στα δελτία αυτά που συντάσσονται από
τον Λαμπαδάριο βάσει ευρωπαϊκών προτύπων αναγνωρίζει κανείς την
τάση των υγιεινολόγων των αρχών του 20ού αιώνα για μαθηματική
ακρίβεια των μετρήσεων. Αυτή η θετικιστική προσέγγιση που δεν
επιδέχεται αμφισβητήσεις, θεωρείται ότι ε-ξασφαλίζει επιστημονική
αναγνώριση στον κλάδο, ενώ συγχρόνως ενισχύει τα επιχειρήματα
των γιατρών για τη λήψη πολιτικών μέτρων υπέρ της δημό-σιας υγείας.
Από τις στατιστικές μαθητικής νοσηρότητας και τις εκθέσεις των
υγειονομικών επιθεωρητών κατά περιφέρεια εξάγονται κάποια συμπεράσμα-τα
σχετικά με τις ασθένειες που έπλητταν τον μαθητικό πληθυσμό τις
δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Στις αρχές του 1930 φαίνεται
ότι τα λοι-μώδη παιδικά νοσήματα -η οστρακιά η ευλογιά και η διφθερίτιδα-
είχαν αρ-χίσει να υποχωρούν χάρη στους συστηματικούς εμβολιασμούς
και τη χρήση νέων εμβολίων, ενώ οι λεγόμενες κοινωνικές και ‘λαοφθόρες’
μάστιγες έ-παιρναν το προβάδισμα. Δεν είναι επομένως τυχαίο ότι
το ενδιαφέρον της σχολιατρικής υπηρεσίας στρέφεται στην καταπολέμηση
του τραχώματος, της ελονοσίας και της φυματίωσης που εμφανίζονται
με απειλητικά ποσοστά στις στατιστικές.
Η ελονοσία που αντιπροσωπεύει το 41% των αρρώστων μαθητών τη δεκαετία
του 1920, αντιμετωπίζεται με την παροχή κινίνης και άφθονων συμβουλών,
καθώς «ουδείς αγών δύναται να στεφθή υπό επιτυχίας άνευ μορφώσεως
κοινής γνώμης φωτισμένης». Το τράχωμα ή πυώδης επιπεφυκί-τιδα,
μια αρρώστια που τη μετάδοσή της ευνοούσε η έλλειψη καθαριότητας,
παρουσίαζε μεγάλη έξαρση, καθώς σε ορισμένες περιφέρειες, όπως
τον Πει-ραιά, το Λαύριο, και την Αθήνα, έπληττε τα 3/5 των μαθητών.
Στις περιπτώ-σεις αυτές ο σχολίατρος υποδείκνυε την απομόνωση
του μαθητή σε χωριστό θρανίο ή ακόμη και την απομάκρυνσή του από
το σχολείο αλλά η ανέχεια και η αδιαφορία των γονιών, που δεν
φρόντιζαν να ακολουθήσει το παιδί τους την κατάλληλη θεραπευτική
αγωγή, πολλαπλασίαζε τα θύματα οδηγώ-ντας τα ακόμη και σε τύφλωση.
Με πικρία αναφέρεται ο Λαμπαδάριος στη στάση των γονέων των τραχωματικών
μαθητών: «Τα αποκλειόμενα παιδιά εις ουδεμίαν υπεβάλλοντο θεραπείαν,
αλλ’ ή περιεφέροντο αλητεύοντα εις τας οδούς ή ανελάμβανον εργασίαν
εις εργοστάσια, βιοτεχνικά εργαστήρια, γραφεία , κ.λ.π. όπου εμόλυνον
όλους τους μετ’ αυτών συγχρωτιζομένους, του γονέως επιχαίροντος
διότι κατόρθωσε να αποφύγη την υποχρεωτική φοίτησιν του τέκνου
του και να εξασφαλίση και πόρον εκ της εργασίας τού-του».
Η αδυναμία του δημοσίου να δημιουργήσει θεσμούς που θα αναλάμ-βαναν
τη θεραπεία των ‘τραχωματόπληκτων’ μαθητών, οδήγησε τον Λαμπα-δάριο
στο να αναζητήσει λύσεις σε εθελοντικούς συλλόγους. Το τμήμα Υγιει-νής
του Πατριωτικού Συνδέσμου των Ελληνίδων, που συντηρούνταν χάρη
στις δωρεές αρκετών ευκατάστατων αστών της πρωτεύουσας, αναλαμβάνει,
από το Νοέμβριο του 1915, να λειτουργήσει μια μαθητική πολυκλινική
στο κέντρο της Αθήνας, με τέσσερα τμήματα, υπό τη διεύθυνση του
Λαμπαδά-ριου. Το οφθαλμολογικό ιατρείο της μαθητικής πολυκλινικής
ανέλαβε τη δωρεάν θεραπεία εκατοντάδων απόρων μαθητών που στέλνονταν
εκεί από τους σχολιάτρους ή τους διευθυντές των σχολείων. Το τράχωμα
υποχώρησε γύρω στο 1920, αλλά με την άφιξη των προσφύγων παρουσίασε
έξαρση στους μαθητές και για την αντιμετώπισή του ιδρύθηκαν ειδικά
αντιτραχωμα-τικά σχολεία όπου απομονώνονταν οι ‘ύποπτοι’.
Η λειτουργία της κλινικής υπήρξε πολύτιμη και για την πρόληψη
της τρίτης και σημαντικότερης μάστιγας των σχολείων, της φυματίωσης,
κα-θώς ένας από τους στόχους ίδρυςής της ήταν η ανίχνευση των
υπόπτων φορέων της αρρώστιας. Τόσο το υψηλό ποσοστό των φυματικών
δασκάλων όσο και εκείνο των μαθητών που παρουσίαζαν θετική αντίδραση
στη νόσο είχαν αναγορεύσει τη φθίση στον αόρατο εχθρό της παιδικής
ηλικίας. Οι πα-ράγοντες που ευνοούσαν τη μετάδοση του μικροβίου
μέσα στις σχολικές τάξεις ήταν αδύνατο να ελεγχθούν με τα μέσα
που διέθετε η ιατρική γνώση της εποχής, ενώ η θεραπεία της νόσου
σε προχωρημένο στάδιο ήταν σπάνια. Το βάρος του αντιφυματικού
αγώνα στο σχολείο δόθηκε στην πρόληψη, την ανίχνευση των υπόπτων
και την απομάκρυνση των αρρώστων. Η πρόταση του γάλλου φυματιολόγου
Grancher “να σώσουμε το σπόρο” δηλαδή τις μέλλουσες γενιές, έγινε
το σύνθημα των σχολιάτρων και στην Ελλάδα. Ο Λαμπαδάριος επικαλείται
την άποψη του Grancher, o οποίος πρότεινε ως λύ-ση για τη σωτηρία
των παιδιών που ζούσαν σε φυματικό οικογενειακό περι-βάλλον τη
μεταφορά τους στην εξοχή και τη διαμονή τους σε οικογένειες χωρικών
της υπαίθρου. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ο Λαμπαδάριος ήταν
από τους πρώτους που εφάρμοσε στην Ελλάδα τον εμβολιασμό των βρεφών
με B.C.G., μια ανακάλυψη του πρωτοπόρου στο χώρο της ιατρικής
έρευνας για τη φυματίωση Al. Calmette, που πολλοί αντιμετώπισαν
αρχικά με δυσπι-στία. Καθώς η θεραπεία ήταν αβέβαιη, το ιατρικό
ενδιαφέρον στράφηκε στους ευάλωτους παιδικούς οργανισμούς που
παρουσίαζαν ‘προδιάθεσιν εις την νόσον’, δηλαδή στους αναιμικούς,
τους λεμφατικούς, τους αδενοπαθείς και τους χοιραδικούς, τέλος
στους ‘έχοντας κακήν ιδιοσυστασίαν’, οι οποίοι εμφάνιζαν υψηλά
ποσοστά στις στατιστικές τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Σε αυτά τα υποψήφια θύματα της αρρώστιας η σχολιατρική υπηρεσία
προσπάθησε να εξασφαλίσει εκείνα τα προφυλακτικά μέσα που θα ενίσχυαν
τον οργανισμό τους προβάλλοντας άμυνα στην αρρώστια, δηλαδή άφθονη
και καλή τροφή, ανάπαυση και καθαρό αέρα. Η απομάκρυνση των ασθενι-κών
παιδιών από το μικροβιοφόρο περιβάλλον της πόλης και η διαμονή
τους στη φύση αποτελεί την κεντρική ιδέα για τη σωτηρία της νέας
γενιάς, αλλά και την προφύλαξη του κοινωνικού σώματος από την
εξάπλωση της αρρώ-στιας. Ο Λαμπαδάριος θα υποστηρίξει με πάθος
την ιδέα των «ορεινών ή πα-ραθαλάσσιων ενδιαιτημάτων», των παιδικών
αποικιών και των υπαιθρίων σχολείων και, παρά τις περιορισμένες
οικονομικές δυνατότητες του Υπουρ-γείου, θα επιχειρήσει την πραγματοποίησή
τους αναζητώντας στήριξη στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Η διανομή
γάλακτος και κρέατος από το 1915 στους απόρους ‘προφυματικούς‘
μαθητές της Αθήνας, που εξασφαλίστηκε από τον Πατριωτικό Σύνδεσμο
των Ελληνίδων και αργότερα η οργάνωση μαθητικών συσσιτίων από
το Πατριωτικό Ίδρυμα Περιθάλψεως του Παιδιού, σκόπευαν στην κάλυψη
άμεσων διατροφικών αναγκών, ενώ η οργάνωση των πρώτων παιδικών
εξοχών στη Βουλιαγμένη με την οικονομική βοήθεια του «Συλλό-γου
προς προστασίαν των παίδων», από το καλοκαίρι του 1911, ανταποκρι-νόταν
στην ανάγκη για εξασφάλιση άφθονου ‘ηλιασμού, αερισμού, σιτισμού
και θαλασσοθεραπείας’ στους καχεκτικούς μαθητές που επιλέγονταν
από τον Λαμπαδάριο. Η αύξηση του βάρους, του ύψους και της θωρακικής
περιμέ-τρου των κατασκηνωτών μετά το τέλος της αποστολής αποτελούσαν
ασφα-λή επιχειρήματα για την εξάπλωση των σχολικών αποικιών, ενός
νεωτερικού θεσμού κοινωνικής ιατρικής στις αρχές του 20ού αιώνα.
Εν τούτοις τα μέτρα αυτά, λόγω της προσωρινότητάς τους και του
ιδιωτικού χαρακτήρα της χρηματοδότησής τους, δεν μπορούσαν να
έχουν μόνιμα θεραπευτικά αποτε-λέσματα στον αγώνα κατά της φυματίωσης.
Άλλωστε, κάλυπταν ένα μικρό τμήμα των περιπτώσεων. Στη δεκαετία
του 1920 η υπηρεσία της σχολικής υγιεινής πρόβαλλε έντονα το αίτημα
για δημιουργία μόνιμων θεσμών κοινω-νικής πρόνοιας για τους μαθητές,
που θα λειτουργούσαν στο πλαίσιο των σχολικών εφορειών, τα πρώτα
βήματα των οποίων άρχισαν να πραγματο-ποιούνται από το 1930.
Τις ευεργετικές επιδράσεις της παραμονής των καχεκτικών παιδιών
στη φύση θα επιχειρήσει να παρατείνει ο Λαμπαδάριος με τη δοκιμαστική
λειτουργία ενός υπαίθριου σχολείου στα Πατήσια, στο κτήμα Νομικού,
την άνοιξη του 1916. Το υπαίθριο σχολείο ήταν ένας πρωτότυπος
εκπαιδευτικός θεσμός που δημιουργήθηκε για την υποδοχή προφυματικών
παιδιών –παιδιών που παρουσίαζαν κλειστές φυματιώσεις– και συνδύαζε
την ιατρική επίβλεψη με μια ιδιαίτερη παιδαγωγική. Το σχολείο
στο δάσος, κοντά στη θάλασσα ή μέσα σε κήπο, όπου λαμβανόταν μέριμνα
για υπερσιτισμό, ανά-παυση, ηλιοθεραπεία, αναπνευστικές ασκήσεις,
αλλά και αποφυγή πνευματι-κής υπερκόπωσης γνώρισε μια εκπληκτική
διάδοση σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, όπου λειτούργησε κάτω από
διάφορες παραλλαγές, από το 1904, ό-ταν για πρώτη φορά ο δήμος
του Βερολίνου δέχτηκε να εφαρμόσει στο Charlottenbourg την πρόταση
ενός σχολικού γιατρού. Ο Baginsky ήταν αυ-τός που -το 1881- ανέπτυξε
για πρώτη φορά την ιδέα της ίδρυσης υπαιθρί-ων σχολείων στο δήμο
του Βερολίνου, ιδέα που υλοποιήθηκε 23 χρόνια αρ-γότερα με το
σχολείο του δάσους. Από τη Γερμανία η ιδέα των υπαίθριων σχολείων
εξαπλώθηκε στην Αυστρία, την Ελβετία και την Αγγλία. Την πρώτη
δεκαετία του 20ού αιώνα διάφορες παραλλαγές των σχολείων αυτών
λει-τουργούσαν σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Ορισμένα από αυτά
φαίνεται ότι είχε επισκεφθεί ο Λαμπαδάριος. Ο θεσμός αυτός που
φαίνεται να έχει δεχτεί μεγάλες επιδράσεις από τις αρχές της νέας
αγωγής, καθώς εφαρμόζεται στην ύπαιθρο, το φυσικό πλαίσιο ανάπτυξης
του παιδιού, υιοθετεί ένα σχολικό πρόγραμμα που δίνει προτεραιότητα
στην προσωπική εμπειρία του μαθητή μέσα στη φύση, την χειρωνακτική
εργασία, αλλά και τη μύηση στις αρχές της υγιεινής. Συγχρόνως,
η τοποθέτηση των σχολείων αυτών στις παρυφές της πόλης, από όπου
μπορούσαν να φτάνουν τα παιδιά καθημερινά, χωρίς να αποχωρίζονται
τους γονείς τους, προνοούσε για τις συναισθηματικές α-νάγκες της
οικογένειας. Η λύση των υπαίθριων σχολείων είχε προταθεί στην
Ελλάδα από τον Σαράτση στο Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Φυματιώσεως,
το 1912, στο πλαίσιο μια μεγάλης συζήτησης για την προφύλαξη της
παιδικής ηλικίας από τη φθίση, ενώ ο Λαμπαδάριος προπαγάνδιζε
την ιδέα σε πολλές ευκαιρίες. Η προσωρινή παραχώρηση από το δήμο
Αθηναίων του κτήματος Νομικού και η οικονομική υποστήριξη του
Πατριωτικού Συνδέσμου των Ελ-ληνίδων, του επέτρεψαν να εφαρμόσει,
με τη βοήθεια δύο δασκάλων την υπαίθρια αγωγή για ένα δίμηνο.
Τα πρόχειρα παραπήγματα που στήθηκαν μέσα στον κήπο για να υποδεχθούν
50 καχεκτικά παιδιά των δημοτικών σχολείων της Αθήνας, που είχαν
επιλεγεί από τον Λαμπαδάριο, δεν επαρ-κούσαν για την αντιμετώπιση
των καιρικών συνθηκών, κυρίως όμως η αιτία της ματαίωσης των σχεδίων
του θα πρέπει να αναζητηθεί στα πολεμικά γε-γονότα ή ίσως και
στο πολιτικό κλίμα του διχασμού. Εξάλλου, η ύψωση των τιμών στη
διάρκεια του αποκλεισμού -το καλοκαίρι του 1916- θα πρέπει να
έπαιξε κάποιο ρόλο στην ακύρωση της προσπάθειας. Το εγχείρημα
πάντως δεν εγκαταλείφθηκε. Η σύνταξη του κανονισμού του υπαίθριου
σχολείου, στον οποίο λαμβάνονταν υπόψη όλες οι παιδαγωγικές πρακτικές
για τον ει-δικό αυτό τύπο σχολείου, που προετοιμάστηκε από μια
επιτροπή που αποτε-λούνταν από τον Λαμπαδάριο, τον Γληνό και τον
Δελμούζο, το 1919, αφήνει να εννοηθεί ένα ευνοϊκό πλαίσιο υποδοχής
των ιατρικό-παιδαγωγικών προ-τάσεων του Λαμπαδάριου από τους πρωτεργάτες
της Εκπαιδευτικής Μεταρ-ρύθμισης, με τους οποίους φαίνεται να
διατηρούσε φιλικές σχέσεις. Παρά την υποστήριξη όμως, το σχέδιο
δεν ευοδώθηκε για λόγους που δεν έχουν διερευνηθεί προς το παρόν.
Η ακύρωση της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης να συμπαρέσυρε και το
υπαίθριο? Υποθέτουμε ότι η απομάκρυνση των δημοτι-κιστών από το
Υπουργείο Παιδείας με την πολιτική αλλαγή του 1920 θα ο-δήγησε
στην εγκατάλειψη των σχεδίων. Το κόστος εγκατάστασης του σχο-λείου
μέσα στις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες της περιόδου ίσως να
στοι-χειοθετεί ένα δεύτερο λόγο. Το εγχείρημα θα επαναληφθεί το
1931 σε ένα κτίριο κατασκευασμένο ειδικά για το σκοπό αυτό, στο
αλσύλιο του Πενταγώ-νου, σε συνεργασία με την Αντιφθισική Εταιρεία
και με βάση ένα νέο κανο-νισμό. («περί ιδρύσεως Υπαιθρίου δημοτικού
σχολείου της Ελληνικής Αντι-φθισικής Εταιρείας εν Αθήναις ΦΕΚ
123, 22 Απριλίου 1932, τ. Α) Και πάλι όμως η διάρκειά του θα είναι
περιορισμένη. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 φαίνεται ότι και
ο ίδιος ο Λαμπαδάριος έχει εγκαταλείψει την ιδέα : στη θέση της
προτείνει τη λειτουργία μόνιμων ημιυπαίθριων τάξεων που θα λειτουρ-γούν
σε κάθε σχολείο όταν ο καιρός το επιτρέπει. Η δαπανηρή κατασκευή
των υπαίθριων σχολείων και τα υψηλά ποσοστά ασθενικών παιδιών
οδηγούν σε πιο απλές λύσεις. Υιοθετείται η άποψη ότι όλα τα παιδιά
έχουν ανάγκη να δέχονται τις ευεργετικές επιδράσεις του ήλιου,
κάτι που επιτυγχάνεται με την μετατροπή μιας πλευράς της αίθουσας
σε υπαίθρια. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια που συνέταξε η τεχνική υπηρεσία
του Υπουργείου δείχνουν ότι αυτή η συμβατική λύση δεν έμεινε μόνο
στη θεωρία. Το αίτημα για περισσότερο ήλιο και αέρα στο σχολείο
διαπερνάει τις νέες αρχιτεκτονικές αναζητήσεις και σφραγίζει τη
μοντέρνα σχολική αρχιτεκτονική της δεκαετίας του 1930.
Η σκιαγράφηση των παραπάνω προσπαθειών για τη βελτίωση της υ-γείας
των μαθητών οδηγεί σε ορισμένες πρώτες διαπιστώσεις σχετικά με
την οργάνωση, τις επιρροές, τις ασυνέχειες και τις δυσκολίες που
είχε να αντιμε-τωπίσει ο θεσμός της σχολικής υγιεινής στα πρώτα
χρόνια λειτουργίας του. Αν και η ίδρυση της υπηρεσίας εντάσσεται
στις προσπάθειες των πρώτων φι-λελεύθερων κυβερνήσεων για αναμόρφωση
της διδακτηριακής πολιτικής, οι σημαντικότεροι θεσμοί για την
υλοποίηση της σχολικής υγιεινής θα προχω-ρήσουν την περίοδο της
τελευταίας κυβέρνησης Βενιζέλου. Συνδεδεμένη τόσο με μια γενικότερη
κοινωνική πολιτική στο χώρο της δημόσιας υγείας όσο και με τις
εκπαιδευτικές καινοτομίες, η απόπειρα για τη βελτίωση της υγείας
των μαθητών θα προσκρούσει στα εμπόδια που χαρακτηρίζουν τις μεταρρυθμιστικές
προσπάθειες στους τομείς αυτούς τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα.
Η άφιξη των προσφύγων και το ταραγμένο πολιτικό κλίμα της περιόδου
θα δημιούργησαν νέα προβλήματα και ασυνέχειες. Μια πιο λεπτο-μερής
πραγματολογική έρευνα θα ενίσχυε ενδεχομένως την υπόθεση που διαφαίνεται
εδώ σχετικά με την υποδοχή των υγιεινολογικών προσπαθειών του
Λαμπαδάριου από τους υποστηρικτές της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.
Η στήριξη του Γληνού στις παραπάνω προσπάθειες διαγράφεται πιο
ένθερμη. Η εισαγωγή των πρώτων γνώσεων υγιεινής, που προτείνουν,
στο πλαίσιο των φυσιογνωστικών μαθημάτων, τα εκπαιδευτικά νομοσχέδια
του 1913, στη σύνταξη των οποίων είχε εργαστεί επιτροπή υπό τον
Γληνό και η στάση του τελευταίου απέναντι σε νεωτερικούς θεσμούς
κοινωνικής αντίληψης, την περίοδο 1917-1920, μαρτυρούν για το
ενδιαφέρον ενός τουλάχιστον από τους πρωτεργάτες της εκπαιδευτικής
μεταρρύθμισης. Η αποδοχή που γνώριζε εξάλλου η υπαίθρια διδασκαλία
στα πλαίσια του κινήματος της νέας αγωγής, υποθέτουμε ότι θα εξασφάλιζε
μια θετική στάση απέναντι στους θε-σμούς κοινωνικής ιατρικής που
προτείνονταν από τον Λαμπαδάριο. Η οικο-νομική καχεξία των χρηματοδοτήσεων
εν τούτοις που χαρακτηρίζει γενικό-τερα την υποδομή της δημόσιας
υγείας, αλλά και το ταραγμένο πολιτικό κλί-μα της περιόδου, δεν
θα επιτρέψουν την υλοποίηση αυτών των ιδεών. Η συ-νεργασία του
Λαμπαδάριου με φιλανθρωπικούς ή ημικρατικούς οργανισμούς υπογραμμίζει
αυτή την αδυναμία, άποψη που ενισχύεται και από τις συχνές αναφορές
στην αλληλογραφία του στη ‘γλισχρότητα’ των κρατικών πιστώ-σεων
για τη σχολική υγιεινή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Aντωνίου, Δ. (1988) Τα προγράμματα της Μέσης Εκπαίδευσης (1833-1929),
τ. Α΄. (Αθήνα. Εκδόσεις: Ι.Α.Ε.Ν). Αρχείο Εμμ. Λαμπαδάριου, Ε.Λ.Ι.Α, Αταξινόμητο. Βλάμου, Γ. (1904) Υγιεινή του Σχολείου, Βιβλιοθήκη Μαρασλή. David, J.D. (1991) Public health and the elementary schools, 1870-1907,
History of Education, 20 (2), pp.107-118. Δροσίνης, Γ. (1903) Τα σχολεία του Δήμου Αθηναίων, Εθνική Αγωγή,
19 (1 Ιανουαρίου ).
Δροσίνης, Γ. (1982) Σκόρπια Φύλλα της ζωής μου, (φιλολογική επιμέλεια
Γ. Παπακώστα), τ. Β΄, Αθήνα. Έκθεσις των πεπραγμένων υπό του Τμήματος της Υγιεινής, έτος 1915,
Πα-τριωτικός Σύνδεσμος των Ελληνίδων, Αθήνα 1916. Jacquet, Α. (Dr.) (1904) Η σωματική αγωγή των παίδων, Εθνική Αγωγή
(πε-ρίοδος Β) (29/2 ) σ. 49-59. Καλαφάτη, Ε. (1988) Τα σχολικά κτίρια της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης
1821-1929 (Αθήνα, εκδόσεις Ι.Α.Ε.Ν). Καραχρίστος Ν. «Το Γ΄ Διεθνές Συνέδριο για τα υπαίθρια σχολεία
εις το Αν-νόβερο. Η υπαίθριος αγωγή ως ασφαλής βάσις προς γενική
μεταρ-ρύθμισι των σχολείων», Εκπαιδευτικά Χρονικά, Νοέμβριος 1936,
έτος Δ΄, τχ. 39ο. Κορομηλά, Γ. (1903) Περί της μη εν χρόνω και ρυθμώ φυσικής εκπαιδεύσε-ως
ως αιτίου προδιαθέτοντος εις Νόσους και δη εις την Φθίσιν, Δημο-τική
Εκπαίδευσις, 12, σ. 183-187, 13, σ. 200-204, 14, σ. 216-222, 16,
σ. 246-252 και 267-270. Κουλούρη, Χ. (1997) Αθλητισμός και όψεις της αστικής κοινωνικότητας,.
(Αθήνα, Εκδόσεις: Ι.Α.Ε.Ν. /Κ.Ν.Ε). Λαμπαδάριος, Ε. (1915) Οργάνωσις των Παιδικών Εξοχών Βουλιαγμένης
κα-τά την 4ετίαν 1911-1914, Αθήνα. Λαμπαδάριος, Ε. (1920) Οδηγίαι προς προφύλαξιν των εις τα σχολεία
φοι-τώντων από των λοιμωδών νόσων, Αθήνα, Υπουργείον των Εκκλη-σιαστικών
και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως.
Λαμπαδάριος, Ε. (1922) Η παιδική εξοχή Φαλήρου (Θέρος 1921), Οργάνω-σις
και αποτελέσματα, Αθήνα. Λαμπαδάριος, Ε., (1923), Υπαίθρια Σχολεία (Αθήναι, Εκδόσεις: Α.Ι.
Ράλλης). Λαμπαδάριος, Ε. (1930) Η υγεία του Έλληνος μαθητού, Εργασία (24
Μαίου). Λαμπαδάριος, E. (1930) Η εν Ελλάδι εφαρμογή του αντιφυματικού
εμβολίου B.C.G., Πρακτικά του Συνεδρίου για την προστασία της
παι-δικής ηλικίας και της μητρότητας, Αθήνα. Λαμπαδάριος, E. Ετήσια Έκθεσις του Τμήματος Σχολικής Υγιεινής
του έτους 1930-1931, αταξινόμητο αρχείο Λαμπαδάριου, Ε.Λ.Ι.Α. Λαμπαδάριος, E. (1934) Σχολική Υγιεινή μετά στοιχείων Παιδολογίας,
Αθή-να, εκδ. Γ. Λαμπαδάριος, Ε. (1938) Η υπαιθριοποίησις της διδασκαλίας δια συ-στήματος
ημιυπαίθριων σχολικών αιθουσών, Πραγματείαι της Ακαδη-μίας Αθηνών,
τ. Ζ΄, 3 (συνεδρία της 9/6/1938), σ. 3-16. Leonard, J. (1986) La medecine entre les pouvoirs et les savoirs.
(Paris, Εdition Aubier). Nikolas, J. (1901) Το σχολείον και η υγιεινή, Εθνική Αγωγή, έτος
Δ΄, 7 (1/4/1901), σ. 97-99. Πρακτικά του Α΄ Συνεδρίου κατά της Φυματιώσεως (1909), Αθήνα 6-10
Ο-κτωβρίου.Πρακτικά του Συνεδρίου για την προστασία της παιδικής ηλικίας
και της μη-τρότητος, (1930)
Αθήνα. Σάββας, K. (1904) Νύξεις τινές προς βελτίωσιν της σχολικής υγιεινής
εν Ελ-λάδι, Αθήνα. Σάββας, Κ. (1922) «Περί ιδρύσεως Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής
Προ-νοίας», Αρχεία Ιατρικής 3, σ. 65-72. Σπένσερ, Ε. (1900) Η φυσική Αγωγή, Εθνική Αγωγή, έτος Γ, 15 (1/8/1900),
σ. 231-233. Φιλόδημος (1902) Τα οικήματα των ελληνικών σχολείων, Εθνική Αγωγή,
23, σ. 265-267.
|