Tο
«Ελληνικόν Λύκειον Ερμουπόλεως»
και η
προτεσταντική αγωγή του Εμμ. Ροΐδη
Αντώνης Λ. ΣΜΥΡΝΑΙΟΣ,
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η εισήγηση αυτή
ασχολείται με την ανίχνευση των προτεσταντικών καταβολών στην
προσωπικότητα του Εμμ. Ροΐδη. Η ανεπιφύλακτη αντιμετώπιση των
τελετουργιών της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως δεισιδαιμονικών από το
διακεκριμένο αυτό συγγραφέα και η προτίμησή του προς την ορθολογική
θρησκευτικότητα του Προτεσταντισμού καθοδήγησε την έρευνα προς την
εφηβική προπαιδεία του Ροΐδη στο Ελληνικόν Λύκειον της
Ερμούπολης (1846 – 1857), το οποίο είχε ιδρύσει και διηύθυνε ο Χρήστος
Ευαγγελίδης. Η προτεσταντική εκπαίδευση του Ευαγγελίδη στην Αμερική
και η στενή θρησκευτική σχέση που ανέπτυξε στην Ερμούπολη με το
διευθυντή του Φιλελληνικού Παιδαγωγείου (1830 – 1877),
ενός προτεσταντικού, ιεραποστολικού ιδρύματος της πόλης, υποδεικνύουν
τη συνάφεια ανάμεσα στην αγωγή του Ροΐδη και στις μετέπειτα
εδραιωμένες αντιλήψεις του για τον χαρακτήρα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
ABSTRACT
This lecture is about the protestant founding of Emm. Roidis
personality. It is his unreserved and perfect identification of
Orthodox ritual with superstition of that distinguished writer, with
his preference for the rational religiosity of Protestantism, that led
our search to Roidis’ education in the Greek Lyceum of
Ermoupolis (1846 – 1857) during his adolescence. This institution had
been established and was directed by Christos Evangelidis. Evangelidis’
protestant education in U.S.A. as well as his strong spiritual
relation, which was established between him and the director of
Philellenic Paidagogeion (1830 – 1877), a protestant, missionary
institution of the town, points out the connection between Roïdis’
training and, later, his well – fixed views about Orthodox Church’s
character.
Κάποια νύχτα
του 1848, της χρονιάς των μεγάλων Ευρωπαϊκών Επαναστάσεων, μια
κοινωνικά ετερόκλητη ομάδα ανθρώπων είχε καταφύγει στο υπόγειο του
ελληνικού προξενείου της Γένοβας για να προφυλαχθεί από τους
βομβαρδισμούς του αυτοκράτορα Βίκτωρα Εμμανουήλ. Μέσα σε αυτό το
περιβάλλον του φόβου, οι πρώτες προσευχές έδωσαν γρήγορα τη θέση τους
σε θεολογικές λογομαχίες και η ατμόσφαιρα του γκροτέσκο κορυφώθηκε,
όταν κάποια στιγμή πλημμύρισε τις ακοές των εγκλείστων το
σκανδαλιστικό χρονικό μιας αινιγματικής μορφής του 9ου
αιώνα, της Πάπισσας Ιωάννας. Αυτήκοος μάρτυρας αυτής της περιγραφής
ήταν και ο γιος του προξένου, ένας δεκατριάχρονος Έλληνας που έμελλε
αργότερα να διαγράψει μια παράδοξη πορεία στη νεοελληνική διανόηση του
19ου αιώνα, ο Εμμ. Ροΐδης (Ροΐδης, 1978).
Το 1849, την
επομένη χρονιά του επεισοδίου της Γένοβας, ο νεαρός Ροΐδης στέλνεται
από τους γονείς του στη Σύρο, για να συμπληρώσει τις εγκύκλιες σπουδές
του στο φημισμένο ανάμεσα στους εντοπίους, αλλά και στους Έλληνες της
Διασποράς, Ελληνικόν Λύκειον (Δρακάκης, 1987, Λάζος, 1884). Το
ιδιωτικό αυτό σχολείο, που είχε ιδρύσει και διηύθυνε ο Χρήστος
Ευαγγελίδης, αποτελούσε μια προγυμνασιακή βαθμίδα στο εκπαιδευτικό
σύστημα της εποχής και λειτούργησε για μια περίπου δεκαετία. Ο ιδρυτής
του σε νεαρή ηλικία είχε μεταναστεύσει με τη βοήθεια Αμερικανών
ταξιδιωτών στις Η.Π.Α. και εκεί σπούδασε φιλολογία και παιδαγωγικά.
Εξαιτίας της ελληνικής καταγωγής του αλλά και της εξαιρετικής
φιλομάθειας και ευγλωττίας του, αποτέλεσε διάσημο μέλος της
προτεσταντικής, μεγαλοαστικής κοινότητας της Νέας Υόρκης και μάλιστα
φοίτησε για κάποιο διάστημα σε ένα Ιερατικό Σεμινάριο, με απώτερο
σκοπό να υπηρετήσει ως προτεστάντης ιεραπόστολος στην Ελλάδα (Georgiadis,
1994 – 1995).
Υποφέροντας όμως
από έντονη νοσταλγία για την πατρίδα του και αισθανόμενος αμήχανα
απέναντι στην ιεραποστολική του σταδιοδρομία, ο Ευαγγελίδης θα
διακόψει τις ιερατικές του σπουδές για να κατεβεί στην Ελλάδα. Μετά
από διάφορες περιπλανήσεις, ακολούθησε τη συμβουλή του Ν. Βάμβα και
εγκαταστάθηκε τελικά στην Ερμούπολη της Σύρου, όπου το 1846 ίδρυσε το Ελληνικόν Λύκειον. Το σχολείο αυτό, το οποίο περιλάμβανε και
οικοτροφείο για τους γόνους των πλουσίων ομογενών, έγινε γρήγορα
διάσημο λόγω της χαρισματικής προσωπικότητας του ιδρυτή του αλλά και
των εκπαιδευτικών του καινοτομιών.
Οι βασικές αρχές
της λειτουργίας του αντανακλούσαν έντονα τον προτεσταντικό του
προσανατολισμό. Σύμφωνα με το καταστατικό, το ίδρυμα ήταν θεμελιωμένο
«στην Αγάπη, στην Αλήθεια, στην Εργατικότητα και στη μετάνοια των
αμαρτιών», ενώ στόχος του ήταν η δημιουργία «φρονίμων και
ευγενικών ατόμων, ευσεβών χριστιανών και χρησίμων πολιτών» (Georgiadis,
1994 – 1995). Ο Ευαγγελίδης, εργαζόμενος μέσα στην πνευματική
ατμόσφαιρα της Μεγάλης Ιδέας που κυριαρχούσε στην εποχή, είχε επιλέξει
μάλιστα να θέσει την προτεσταντική του αγωγή στην υπηρεσία της.
Ομολογούσε ότι η μορφωτική του κατάρτιση στην Αμερική τον ώθησε να
θεωρήσει το εκπαιδευτικό της σύστημα ως το πλέον κατάλληλο για τον
ελληνικό λαό, ο οποίος επιπλέον είχε τη θεϊκή αποστολή να διαφωτίσει
τις χώρες της Ανατολής.
Εκτός από τις
εγκύκλιες γνώσεις που παρέχονταν στα υπόλοιπα σχολεία, ο Ευαγγελίδης
είχε εμπλουτίσει το πρόγραμμά του με μαθήματα κολύμβησης και φυσικής
αγωγής, ηθοποιίας, υγιεινής και ξένων γλωσσών. Επιπλέον, ακολουθώντας
μια φοιτητική του συνήθεια, προσπαθούσε να δημιουργήσει ευκαιρίες για
την εξάσκηση των μαθητών του σε διαλέξεις και τη συμμετοχή τους σε
συζητήσεις ενώπιον του κοινού. Επεδίωκε επίσης να τους εθίσει στη
διαχείριση των χρημάτων, ενθάρρυνε τη συγγραφή και την έκδοση σχολικής
εφημερίδας και είχε προσωπική συμμετοχή στις αθλοπαιδιές,
καλλιεργώντας έτσι το πνεύμα της άμιλλας. Οι πρωτοποριακές αυτές
καινοτομίες είχαν μεγάλη απήχηση στη συριανή κοινωνία και η
προσωπικότητα του διευθυντή του Λυκείου αποτελούσε πόλο έλξης
για τους μαθητές του. Ένας από αυτούς, ο γνωστός λογοτέχνης Δημ.
Βικέλας, ο οποίος εξέδιδε μαζί με το Ροΐδη τη σχολική εφημερίδα
Μέλισσα, θα θυμηθεί αργότερα στην αυτοβιογραφία του ότι ο
διευθυντής του Λυκείου «εγνώριζε πώς να προσελκύει την αγάπην και
την εμπιστοσύνην των μαθητών του δια της προσηνείας του, και πως δι’
αυστηρότητος επικαίρου να επιβάλη το σέβας και τον φόβον εν ανάγκη…»
(Βικέλας, 1977).
Φαίνεται λοιπόν
ότι η προσωπικότητα του Ευαγγελίδη συγκέντρωνε αρκετά στοιχεία, έτσι
ώστε να χρησιμεύσει ως πρότυπο στο νεαρό Ροΐδη, ο οποίος, στερημένος
της πατρικής παρουσίας, ζώντας στην ιδρυματική ατμόσφαιρα του
οικοτροφείου και αρχίζοντας ήδη να υποφέρει από το μόνιμο εφιάλτη του
βίου του, την κώφωση, επιχειρούσε πλέον να βρει τη δική του δίοδο για
τον κόσμο των ενηλίκων, χειριζόμενος τα υλικά του περιβάλλοντός του.
Έτσι βρέθηκε κάτω από την άμεση επιρροή ενός ανθρώπου ο οποίος, εκτός
των άλλων, είχε πρόωρα διακόψει μια ιεραποστολική σταδιοδρομία και
είχε στραφεί αποφασιστικά προς μια εκκοσμικευμένη εκπαιδευτική
δραστηριότητα, όχι όμως χωρίς εσωτερικούς ενδοιασμούς. Ως μια
υπεραναπλήρωση του ματαιωμένου του εγχειρήματος προσπαθούσε μάλιστα να
προσδώσει μια ιδιαίτερα προτεσταντική διάσταση στην εκπαιδευτική του
αυτή ενασχόληση, προσβλέποντας σε έναν επιτυχή συνδυασμό του ιερού και
του κοσμικού χαρακτήρα της παιδείας.
Αυτό θα φανεί
κυρίως την περίοδο που ο νεαρός Ροΐδης εγγράφεται στο Λύκειο.
Τότε ακριβώς ο Ευαγγελίδης αρχίζει στενή συνεργασία με το διευθυντή
ενός άλλου διάσημου εκπαιδευτηρίου της Ερμούπολης, του Φιλελληνικού
Παιδαγωγείου, το οποίο είχε ιδρύσει η αγγλικανική ιεραποστολική
εταιρεία
Church Missionary Society
και διηύθυνε ο Γερμανός ιεραπόστολος
Fr.
Hildner.
Είναι αποδεδειγμένο ότι τo
ίδρυμα αυτό επιδίωκε τον εκπροτεσταντισμό των Ελλήνων, με απώτερο
στόχο να χρησιμοποιηθούν ως ιεραπόστολοι των Τούρκων. Λειτούργησε για
μισό σχεδόν αιώνα στην πόλη (1830 – 1877) και επέτυχε την εγκύκλιο
κατάρτιση περισσότερων από 7000 Ελλήνων και Ελληνίδων, καθώς και την
εκπαίδευση δασκάλων και διδασκαλισσών. Επιπλέον συνεισέφερε σημαντικά
στη διασπορά χιλιάδων προτεσταντικών βιβλίων και Βίβλων σε ολόκληρο
το Ελληνικό Βασίλειο αλλά και σε περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
(Σμυρναίος, 2002).
Είναι βεβαίως
γνωστή η σφοδρή αντιπάθεια των Προτεσταντών για τα ιδιάζοντα
γνωρίσματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τα οποία χαρακτήριζαν συλλήβδην ως
δεισιδαιμονία. Ήταν κι αυτός ένας από τους λόγους, για τους οποίους
αποφάσισαν να συμπεριλάβουν και τους Ορθοδόξους, αυτούς τους κατ’
όνομα μόνο χριστιανούς, όπως έλεγαν, στην παγκόσμια ιεραποστολική
τους σταυροφορία που έλαβε χώρα το 19ο αιώνα. Η οργανωμένη
και σταδιακή απαγκίστρωση των Ελλήνων απ’ ό,τι ουσιαστικά προσδιόριζε
την Ορθοδοξία αποτελούσε την κρυφή επιδίωξη των ιεραποστόλων, παρότι
προσποιούνταν ότι το έργο τους ήταν αποκλειστικά εκπαιδευτικό και
φιλανθρωπικό. Η ιεραποστολική αυτή μεταμφίεση λειτουργούσε έτσι ως
Δούρειος Ίππος, στο όνομα μιας καθαρότερης (purer)
και περισσότερο αγιογραφικής εκδοχής του Χριστιανισμού (Μεταλληνός,
1977).
Κατά την έρευνά
μας στα αρχεία της
Church Missionary Society,
που βρίσκονται στο Πανεπιστήμιο του
Birmingham,
ανακαλύψαμε ότι η σχέση του Ευαγγελίδη με το Γερμανό ιεραπόστολο την
περίοδο αυτή είχε αποκτήσει μια ιδιαίτερη πνευματική χροιά. Στόχος
τους ήταν η οργάνωση ενός κοινού θρησκευτικού προγράμματος στα δυο
εκπαιδευτήρια, με τη λειτουργία Κατηχητικού σχολείου τις Κυριακές και
την ανάγνωση προτεσταντικών βιβλίων. Ο Ευαγγελίδης είχε αρχίσει
μάλιστα να συχνάζει στις προτεσταντικές λειτουργίες που τελούνταν στο
παρεκκλήσι του Παιδαγωγείου, ζητώντας επιπλέον από τον
Hildner
να τον προμηθεύσει με το ευχολόγιο της Αγγλικανικής Εκκλησίας, το
Common Prayer Book,
έτσι ώστε να οργανώσει μέσα από αυτό την οικογενειακή του προσευχή (family
worship).
Τέλος, σε επιστολή του προς το Γερμανό ιεραπόστολο θα εκφράσει την
ευαρέσκεια των συμπατριωτών του για την ανεκτίμητη προσφορά του
Παιδαγωγείου στην ηθικοποίηση της συριανής κοινωνίας. Την επιστολή
αυτή ο
Hildner
θα τη χρησιμοποιήσει για να αποδείξει στην εταιρεία του, η οποία
βιαζόταν να αποκτήσει προσηλύτους, ότι δεν ματαιοπονεί εργαζόμενος
τόσα χρόνια στη Σύρο και ότι ένας μυστικός προτεσταντικός σπόρος είχε
ήδη προβεί σε μια αθόρυβη κατεργασία των συνειδήσεων, αν και οι καρποί
θα έπρεπε να αναμένονται στις επόμενες γενιές.
Η θερμή υιοθεσία
αυτής της προτεσταντικής διαγωγής από τον Ευαγγελίδη μας επιτρέπει
λοιπόν να υποστηρίξουμε ότι και η παρεχόμενη στο Λύκειο αγωγή
είχε αποκτήσει έναν ιδιάζοντα προτεσταντικό χρωματισμό. Η διείσδυση
αυτού του πνεύματος στο ψυχισμό των περισσότερο ευαίσθητων ή ευάλωτων
τροφίμων του ιδρύματος αποτελεί και την υπόθεση εργασίας της εισήγησης,
με ειδικότερη αφορμή τα κείμενα και την πνευματική διάθεση του Ροΐδη.
Μελετητές του έργου του, όπως ο Κλέων Παράσχος, έχουν ήδη επισημάνει
την ακατανόητη, κρύφια προτίμηση του Ροΐδη για την Προτεσταντική
Εκκλησία, σταχυολογώντας έμμεσες κυρίως μαρτυρίες από το πρώτο του
κιόλας συγγραφικό εγχείρημα, την Πάπισσα Ιωάννα (Παράσχος,
1942).
Είναι γνωστό ότι
στην Πάπισσα Ιωάννα αποκαλύπτεται για πρώτη φορά σε νεοελληνικό
κείμενο η σπαρταριστή διακωμώδηση της τελετουργίας, των εθίμων και των
δογμάτων της Παπικής Εκκλησίας, με αφορμή την παράδοξη μορφή μιας
γυναίκας, η οποία χειρίστηκε επιδέξια και απροσδόκητα τον αμοραλισμό
της, κατορθώνοντας να φτάσει στο ύπατο εκκλησιαστικό αξίωμα της Ρώμης.
Αλλά είναι επίσης γνωστό ότι η σκαμπρόζικη διάθεση του Ροΐδη δεν
αποδείχτηκε καθόλου φειδωλή ούτε απέναντι στην ίδια την Ορθόδοξη
Εκκλησία. Και αν η σφοδρή αντίδραση της Ιεράς Συνόδου της εποχής τον
ανάγκασε να προσποιηθεί ότι στόχος του μυθιστορήματός του ήταν η
δεισιδαιμονία, η υποκρισία και η ασέλγεια των μοναχών του Δυτικού
Μεσαίωνα, ο τρόπος που αφηγείται τα δρώμενα και οι κρίσεις που
επισυνάπτει κάθε φορά δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι ουσιαστική του
επιδίωξη ήταν ακριβώς η «κατειρώνευση» κάθε χριστιανικής
δογματικής και τελετουργίας. Η Παναγία, οι άγιοι, τα μυστήρια, τα
θαύματα, τα λείψανα, οι αγιογραφίες, η εκκλησιαστική μουσική,
αποτελούσαν για τη ροϊδική πέννα ένα πρώτης τάξεως υλικό για την
εξάσκηση ενός ολοκληρωτικά σαρκαστικού γυμνάσματος. Φροντίζοντας να
αντιπαραβάλλει συνεχώς τα ιερά και τα βέβηλα, μέσα από ιδιότροπες
παρομοιώσεις και αλλόκοτες συγκρούσεις λέξεων, αυτός ο αριστοτεχνικός
καλλιεργητής του «παρά προσδοκίαν γράφειν», ο δημιουργός έκτοτε
ενός ιδιαίτερου και αναγνωρίσιμου συγγραφικού ύφους, πέτυχε
απολαυστικά να μυκτηρίσει ό,τι θεωρούσε ότι αποπνέει τη δυσωδία της
δεισιδαιμονίας.
Γιατί η δεισιδαιμονία αποτελούσε την πιο επικηρυγμένη πνευματική νόσο
του 19ου αιώνα, ανάμεσα στους κύκλους των διαφωτιστών.
Νόμιζαν ότι τη συναντούσαν παντού στην πορεία τους και ότι νόθευε
ανεπανόρθωτα την καντιανή τους έξοδο από το βασίλειο της ανωριμότητας.
Και ο εκκλησιαστικός χώρος έβριθε, κατά την κρίση τους, αφορμών
δεισιδαιμονίας, γιατί εκεί ακριβώς συντελείτο η ανίερη μείξη εβραϊσμού
και ειδωλολατρίας. Αυτήν τη μείξη επιθυμούσε να μαστιγώσει με τη
σατιρική του γραφίδα και αυτός ο όψιμος συνεχιστής του Διαφωτισμού.
Για το Ροΐδη, οι θρησκείες, γενικώς, έμοιαζαν με τις γυναίκες. Όταν
είναι νέες, «ούτε καλλωπισμών χρήζουσιν ούτε ψιμμυθίου… αλλ’ άμα
γεράσωσιν, ανάγκη να καταφύγωσιν εις το φύκος και τα κοσμήματα, ίνα επ’
ολίγον ακόμη διατηρήσωσιν τους αραιούμενους θιασώτας» (Παράσχος,
1942). Αυτός ο διάκοσμος των παγανιστικών τελετουργιών επιτελούσε
επιπλέον μια εξαιρετικά υπνωτική επιρροή στους οπαδούς των θρησκειών,
η οποία με τη σειρά της κινητοποιούσε αυθόρμητα το αφυπνωτικό και
καθαρτικό όπλο της σάτιρας του Ροΐδη.
Η
Πάπισσα Ιωάννα αποτέλεσε λοιπόν μόνο την απροσδόκητη αφορμή.
Στόχος του ήταν πάντοτε η Ορθόδοξη Εκκλησία. Και γι’ αυτό πότε – πότε
άφηνε να διαφανεί μια παράδοξη συμπάθεια ακόμη και για την ίδια την
Εκκλησία της Ρώμης, αναγνωρίζοντας σ’ αυτήν κάποια στοιχεία
εκσυγχρονισμού στο χώρο της γλυπτικής, της απεικονιστικής ζωγραφικής,
και της «ηδυεπούς», όπως έλεγε, μουσικής. Αντίθετα, θεωρούσε
ότι η Ανατολική Εκκλησία «καίτοι πρεσβυτέρα της αδελφής της, είτε
εκ πενίας είτε εξ υπερηφανείας, επέμενε θέλουσα να ελκύει τους πιστούς
δι’ ερρίνων ασμάτων και παραβλώπων παρθένων». Πολλούς
αιώνες μάλιστα μετά το Σχίσμα, κατέληγε να δικαιολογεί τη
ρωμαιοκαθολική προσαγόρευση των Ορθοδόξων ως σχισματικών,
εφόσον επέμεναν να μην αναγνωρίζουν τη θρησκευτική αξία της μουσικής
ενός Ροσσίνι και ενός Μότσαρτ.
Αλλά,
αν αυτές οι αντιφατικές συμπάθειες αποδεικνύονταν οπωσδήποτε εφήμερες,
εφόσον αυτό που φαινόταν να επιπολάζει στη διάθεσή του ήταν οπωσδήποτε
ο θρησκευτικός αδιαφορισμός, η μυστική ροπή του προς τον
Προτεσταντισμό προσδιόριζε αντίθετα μέσα του ένα σταθερό πυρήνα
θρησκευτικής αναφοράς. Γιατί αυτά που πρωτίστως εξόργιζαν το Ροΐδη
ήταν οι βυζαντινές «μαυρογραφίες», οι εκκλησιαστικές «κακοφωνίες»,
οι οποίες τον ανάγκαζαν, κατά τραγική ειρωνεία, να «φράσει τα
ώτα» όταν «άπαξ του έτους» πορευόταν στην εκκλησία, οι νηστείες
και οι ατελείωτες μονότονες ακολουθίες, η αυθεντία των Οικουμενικών
Συνόδων και οι Πατέρες της Εκκλησίας. Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι όλα
αυτά βρίσκονταν διαρκώς στο στόχαστρο και των προτεσταντών
ιεραποστόλων σε όλον τουλάχιστον το 19ο αιώνα.
Ήδη
μέσα στην Πάπισσα Ιωάννα, μια και μοναδική ιερατική
προσωπικότητα, ο άγιος Αγοβάρδος, σκιτσάρεται καθαρά ως μια πρώιμη
μορφή διαμαρτυρίας απέναντι στις καταχρήσεις των ιερέων του
Μεσαίωνα. Ήταν εκείνος ο οποίος «απέτρεπε τους πιστούς από των
προσκυνήσεων, τα δε ελέη αυτών διέταττε να δίδονται εις τους πτωχούς».
Ο Ροΐδης ομολογούσε με αγαλλίαση ότι «καγώ ήθελον ασπασθή μετά
σεβασμού το κράσπεδον της εσθήτος αυτού» (Ροΐδης, 1988) γιατί
ενσάρκωνε ακριβώς το προτεσταντικό πνεύμα μιας γενικής ιεροσύνης των
πιστών, μακριά από την πρωτοκαθεδρία του ιερατείου. Επιπλέον, ο Ροΐδης
αισθανόταν αλληλέγγυος με το όραμα της επιστροφής του κόσμου σε έναν
αρχετυπικό χριστιανισμό, γιατί έτσι θα διασφαλιζόταν η αναζωογόνηση
των χριστιανικών κοινοτήτων. Αυτό ακριβώς το πνεύμα της προτεσταντικής
νοσταλγίας αντιπροσώπευε και η μορφή του Τσέχου διαμαρτυρόμενου Ιωάννη
Huss, ο
οποίος μαρτύρησε στη φωτιά υπερασπιζόμενος την αποστολική,
πρωτοχριστιανική θρησκευτικότητα (Παράσχος, 1842).
Η προτεσταντική ροπή του συγγραφέα μας θα φανεί όμως καθαρότερα σε ένα
θρησκευτικό διαχωρισμό που κάνει στο έργο του Η Εορτή του Όνου κατά
το Μεσαίωνα. Εκεί αισθάνεται υποχρεωμένος να διαστείλει τις
χριστιανικές πεποιθήσεις των κατοίκων της Βόρειας και της Νότιας
Ευρώπης. Από τη μια μεριά λοιπόν βρίσκονταν «οι ευδαίμονες και
λεπτοφυείς κάτοικοι των ευκράτων χωρών», οι οποίοι ήταν
ευχαριστημένοι από το φωτεινό τους κόσμο και ουσιαστικά δεν
αποζητούσαν κανέναν άλλο. Η θρησκεία αυτών των νοτιοευρωπαίων ήταν
πάντοτε «είδος τι δεισιδαίμονος κοσμολατρείας, τας αισθήσεις μάλλον
ή την καρδίαν απασχολούσα», ήταν, αυτό που ονόμαζε αλλού, «ο
ψευδοευλαβής επικουρισμός των μεσημβρινών» (Ροΐδης, 1978).
Αντίθετα, η θρησκεία των βορείων, ο Προτεσταντισμός, εξέφραζε ακριβώς
«μια ειλικρινή υπερφυσική μέριμνα», γιατί το φυσικό περιβάλλον,
αιώνες πριν από τη Μεταρρύθμιση, ασκούσε πάνω τους μια υποβλητική και
έμφοβη θρησκευτική επίδραση. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν κατόρθωσε
μάλιστα ποτέ να την ξεριζώσει και ο ερχομός του Λουθήρου και του
Καλβίνου απλώς απελευθέρωσε την προαιώνια αυτή ροπή, επιτρέποντας έτσι
στο Ροΐδη να χαρακτηρίσει τον Προτεσταντισμό ως «θρησκευτική
παλιγγενεσία». Αυτή η ειλικρινής μέριμνα των Βορείων
συνδυαζόταν όμως και με μια έντονη δίψα για ιδανικά, κάτι που
απουσίαζε εντελώς, κατά την αντίληψή του, από τους συγχρόνους του
Νεοέλληνες. Στους τελευταίους έλλειπε ακριβώς «της υπερφυσικότητος
ο λοβός», που ήταν χαρακτηριστικός στους προτεστάντες του Βορρά.
Οι Νεοέλληνες επιδείκνυαν μια επιπόλαιη θρησκευτικότητα, ένδειξη της
γενικότερης πνευματικής τους πενίας, η οποία ούτε πολιτισμό ούτε
θρησκεία αληθινή μπορούσε να αναδείξει. Ο Ροΐδης θεωρούσε λοιπόν ότι ο
Χριστιανισμός μόνο επιφανειακά είχε αγγίξει τις ψυχές των Ελλήνων,
εφόσον δεν συναντούσε σ’ αυτούς «ούτε φόβον, ούτε μέριμναν των μετά
τάφον, ούτε αναίτιον μελαγχολίαν, ούτε ασκητικήν απογοήτευσιν εκ των
επιγείων ή ίχνος μυστικισμού».
Η κλίση του Ροΐδη προς την Προτεσταντική Εκκλησία οφειλόταν, σύμφωνα με
τον Παράσχο, σε κάποιον ανομολόγητο θαυμασμό του για τους
θρησκευτικούς ανθρώπους και μόνο ο έκδηλος και ακατανίκητος
επικουρισμός του τον εμπόδισε τελικά να προσχωρήσει σ’ αυτήν. Η έρευνά
μας υποδεικνύει λοιπόν ότι με τη χαρισματική προσωπικότητα του
Ευαγγελίδη ο Ροΐδης θα πρέπει να συνδιαλέχθηκε ενδόμυχα και
βασανιστικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αναφορά του διάσημου συγγραφέα
στον προικισμένο δάσκαλό του, στα περίφημα Συριανά διηγήματα,
είναι παράδοξα αδιάφορη, ενώ αντίθετα διακωμωδεί έντονα τη ιδρυματική
του διαβίωση στο οικοτροφείο, αφήνοντας να διαφανεί παράλληλα και η
τραγική του μοναξιά. Ο Ευαγγελίδης φαίνεται ότι αποτελούσε για το
Ροΐδη ένα δυσπρόσιτο ηθικό ανάστημα, το οποίο συγκέντρωνε επιπλέον μια
σειρά από σπάνια και ελκυστικά γνωρίσματα. Ήταν μια παιδαγωγικά
ευαίσθητη προσωπικότητα, με έντονο δυναμισμό, με υπερελλαδική αίγλη,
έχοντας ταυτόχρονα τα υψηλά εκπαιδευτικά και κοινωνικά εχέγγυα μιας
δυτικής παιδείας, που επέσυρε αναπότρεπτα το θαυμασμό (αλλά και τη
ζήλια) των εντοπίων. Όλα αυτά προσέδιδαν στην, έτσι κι αλλιώς,
αναμενόμενη εφηβική σύγκρουση μια ιδιαίτερα τραγική διάσταση, εφόσον η
μάχη ήταν αντικειμενικά αδύνατο να βρει έδαφος στην υφιστάμενη
συνειδητή πραγματικότητα και αναγκαζόταν να διολισθήσει εξ ολοκλήρου
στα βάθη του υποσυνειδήτου, όπου ο εξαιρετικά ευαίσθητος ψυχισμός του
Ροΐδη καλείτο να ανασυντάξει τα δεδομένα και να επιχειρήσει τη διύλισή
τους.
Ο νεαρός Χιώτης,
πριν έρθει στη Σύρο, ζούσε για μια οκταετία στο κοσμοπολίτικο
περιβάλλον της Γένοβας, σε μια οικογένεια οικονομικά εύρωστη, με
ισχυρή την κοραϊκή, διαφωτιστική παράδοση (Αγγέλου, 1999). Ανέπνεε σε
μια, κάθε άλλο παρά θρησκευτική, ατμόσφαιρα, όπου οι εμπορικές
υποθέσεις, η διεκδίκηση του κέρδους, η οικοδόμηση του κοινωνικού
γοήτρου αλλά και η μορφωτική μέριμνα αποτελούσαν την καθημερινή του
τροφή. Επιστρέφοντας στην Ερμούπολη έπρεπε λοιπόν να συνδυάσει αυτήν
την πλούσια και φιλελεύθερη οικογενειακή παράδοση με την ιδρυματική
πραγματικότητα του Λυκείου και τον πουριτανισμό του χαρισματικού
διευθυντή του. Η θαυμαστή ετερογένεια αυτών των υλικών είχε μάλιστα
αποκτήσει μια επείγουσα προοπτική: ο Ροΐδης έπρεπε μόνος του πλέον να
χειριστεί την ανασφάλειά του και τη βοώσα εφηβεία του και να
αποφασίσει για τις προτεραιότητες που ανοίγονταν εμπρός του. Το ηθικό
πρόταγμα που ενσάρκωνε η προσωπικότητα του Ευαγγελίδη πέρασε λοιπόν
στο υποσυνείδητο του νεαρού τροφίμου, λειτουργώντας ως άλλοθι αλλά και
ως έρμα στις τρικυμίες του βίου. Παρότι ο Ροΐδης αισθανόταν άθεος,
ένας άθεος, ο οποίος στο τέλος της ζωής του ομολογούσε τη θλίψη του
που δεν μπορούσε να πειστεί για τη θεότητα του Χριστού, είχε διδαχτεί
να πιστεύει ότι ο Προτεσταντισμός, με τη μινιμαλιστική, στοιχειώδη
θρησκευτικότητά του, ανταποκρινόταν στη «βαθύτερη ηθική φύση του
ανθρώπου», την απαλλαγμένη από ειδωλολατρικά επιχρίσματα
(Παράσχος, 1942).
Είναι βέβαιο ότι
η ετερογονία των σκοπών υπαγόρευσε στο τέλος μια οπωσδήποτε
διαφορετική θρησκευτική πορεία παιδαγωγού και παιδαγωγούμενου, χωρίς
όμως να αναιρείται το γεγονός ότι η επιρροή του Ευαγγελίδη στο νεαρό
μαθητή του ήταν ουσιαστική. Δεν θα ήταν ίσως υπερβολή, αν
ισχυριζόμασταν ότι ο Ροΐδης, επιλέγοντας την οδό του σαρκασμού ως το
προσφορότερο μέσο για την αντιμετώπιση του εσωτερικού του διχασμού,
επιβεβαίωσε ακριβώς την ουσία και την πηγή του σαρκαστικού πνεύματος.
Ο νεοελληνικός βίος, με την ποικιλότροπη καθήλωσή του, ιδωμένη μέσα
από τους μεγεθυντικούς φακούς μιας τέτοιας ευφυούς και εκλεπτυσμένης
προσωπικότητας, αποτελούσε ένα απολαυστικό, όσο και τραγικό, πεδίο
βολής. Τα όρια αυτής της αμβλυωπίας δεν τα όρισε ποτέ. Θεωρούσε ότι
«..εις την ημετέραν αναλγησίαν αρμόζει…ιδιαίτερον κωμικόν άλας, και
άλας μάλιστα γνησίως αττικόν, δριμύ δηλ. και χονδροκοπανισμένον».
Αυτός ο «διορθωτής του ρωμαίικου», παρότι αποστρεφόταν τον
χαρακτηρισμό (Αγγέλου, 1999), έβαφε με μια δραματική αυταρέσκεια κάθε
φράση του «εις την χύτραν εκείνην των στριγγλών του μεσαίωνος, την
περιέχουσαν ιόν εχίδνης, αφέψημα κωνίου και σίελον κυνός λυσσώντος»
(Ροΐδης, 1978). Ο σαρκασμός του, μια ασυνείδητα αντεστραμμένη
ηθικολογία, αποτελούσε πάντοτε μια στάση ζωής και η ανεξέλεγκτη
ευφυολογία ήταν το καθημερινό του βρώμα.
Δεν είναι
παράδοξο λοιπόν, αν ο σατιρικός πληθωρισμός του Χιώτη συγγραφέα
απέναντι στην Ορθόδοξη Εκκλησία, μια Εκκλησία την οποία θεωρούσε
αρκούντως υπεύθυνη για το νεοελληνικό μαρασμό, έβρισκε ένα σχεδόν
ανομολόγητο άλλοθι στον Προτεσταντισμό. Εκείνη η κρίσιμη, εφηβική,
προτεσταντική προπαιδεία στο Ελληνικόν Λύκειον Ερμουπόλεως
φαίνεται ότι του παρείχε ένα ιδεολογικό υπόβαθρο, το οποίο βέβαια
ελάχιστα μπορούσε να ενστερνιστεί, του πρόσφερε όμως τη δυνατότητα
να μην ολισθήσει πλήρως στη ματαιότητα των υποκατάστατων. Τα
Χριστούγεννα του 1895, εννιά χρόνια πριν το θάνατό του, προσπαθώντας
να υπερβεί την επετειακή ρητορεία της ημέρας, θα ομολογήσει στην
εφημερίδα Ακρόπολη: «Αν πολλοί, δυστυχώς, υπάρχουσιν οι μη
κατορθώσαντες να πιστεύσωσιν εις την θεότητα του Χριστού, δύσκολον αφ’
ετέρου θα ήτο να ευρεθώσι οι μη λυπούμενοι δια τούτο, αφ’ ου καθ’
εκάστην ολιγοστεύει η ελπίς αναπληρώσεως της πίστεως ταύτης δι’ άλλης
οιασδήποτε και αποδεικνύονται η Φιλοσοφία και η Επιστήμη φαντάσματα
πολύ ματαιότερα της θρησκείας» (Ροΐδης, 1978). Γι’ αυτόν, ο
οποίος στην Πάπισσα Ιωάννα αποφαινόταν ότι «ο κ α λ ό ς χ
ρ ι σ τ ι α ν ό ς αποστρέφεται τους αναμιγνυομένους εις την
θρησκείαν, ίνα καταστή επικερδεστέρα, τας παντοίας της κεκαρμένης ή
πολυμάλλου κεφαλής των εφευρέσεις…», εννοώντας τα θαύματα, τα
λείψανα και τις εικόνες και υποδεικνύοντας τη θρησκευτική και
ψυχολογική καταγωγή του σαρκασμού του, γι’ αυτόν ο Προτεσταντισμός
αποτελούσε ένα μυστικό πρότυπο που εντέχνως αποσιωπούσε. Η μόλις
διαφαινόμενη, επίφοβη επίκληση σε εκείνη την υπέρτερη, και συνεπώς εκ
του ασφαλούς, ανέφικτη θρησκευτικότητα των βορείων, τη
γεωγραφικά και φυλετικά ουτοπική για τους Έλληνες, θεωρούμε ότι
ανοίγει το δρόμο μέσα στο ροϊδικό έργο για να στοιχειοθετηθεί μια
θεωρία της υπεκφυγής, ένα τραγικό, οπωσδήποτε σχόλιο πάνω σε μια
εξαιρετικά ευαίσθητη και προικισμένη προσωπικότητα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Αγγέλου, Α.
(1999) Εισαγωγή στο βιβλίο του Εμμ. Ροΐδη, Σκαλαθύρματα.
(Αθήνα, Εστία)
Βικέλας, Δ.
(1977) Άπαντα, Α΄. (Αθήνα, Σ.Ω.Β.).
Δρακάκης, Α.
(1987) Ελληνικόν Λύκειον Χρήστου Ευαγγελίδη (Ερμούπολις 1846 – 1857), Κυκλαδικά
Θέματα,22,
σσ. 195 – 218.
Λάζος, Χρ.
(1984) Η Αμερική και ο ρόλος της στην Επανάσταση του 1821
(Αθήνα, Παπαζήσης).
Μεταλληνός, Γ.Δ
(1977) Το Ζήτημα της μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την Νεοελληνικήν
κατά τον ΙΘ΄ αιώνα.
(Αθήνα).Παράσχος, Κλ.
(1942) Εμμ. Ροΐδης. Η Ζωή, το Έργο, η Εποχή. (Αθήνα).
Ροΐδης, Εμμ.
(1978), Άπαντα. (Αθήνα, Ερμής).
Ροΐδης, Εμμ.
(1988), Η Πάπισσα Ιωάννα. (Αθήνα, Ερμής).
Σμυρναίος, Α.
(2002) Προτεσταντικά Σχολεία στη μετεπαναστατική Ελλάδα: η
περίπτωση του ‘Φιλελληνικού
Παιδαγωγείου’ Σύρου (1830 – 1877).
(Αδημ. διδακτ. διατριβή,Αθήνα).
Georgiadis, J (1994 –
1995) The Greek Boy, Modern Greek Studies Yearbook, University of
Minnesota, 10/11, pp. 603 – 627.
|