ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΙ Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΩΝ ΔΑΣΚΑΛΩΝ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΤΟΥ ΄20 ΚΑΙ ΄30.

Λαμπρινή ΣΚΟΥΡΑ

Διδάσκουσα Π.Δ. 407/1980

Πανεπιστήμιο Αθηνών Αθήνα, Ελλάδα

gramptde@primedu.uoa.gr

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Στην παρούσα εργασία εξετάζoνται:

α) η εξέλιξη του γλωσσικού ζητήματος στις δύο πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης (και ιδιαίτερα στο δημοτικό και τα διδασκαλεία που συνδέονται άμεσα με το έργο του δασκάλου), κατά τις δεκαετίες του 1920 κα του 1930. _

β) κατά πόσον το ζήτημα της γλώσσας αποτέλεσε έναν από τους κύριους λόγους στην άρση της «επιστημονικής διαμάχης» που υπήρχε στο χώρο της εκπαίδευσης των δασκάλων, κατά τις παραπάνω δεκαετίες (κυρίως κατά την πρώτη), με την επιλογή των πεντατάξιων διδασκαλείων το 1929 αλλά και την οριστική αντικατάσταση του θεσμού αυτού από τις Παιδαγωγικές Ακαδημίες το 1933 και

γ) εάν πράγματι το γλωσσικό ήταν ένας από τους λόγους αυτούς γιατί δεν αναγράφεται στις εισηγητικές εκθέσεις των αντίστοιχων νομοσχεδίων ή και σε άλλα σχετικά κείμενα;

 

ABSTRACT

The present work examines:

 a) the development of the lingual issue in the first levels of education, (especially primary education and the teacher-training institutions that are directly linked with the teachers work), during the twenties and thirties.

b) to what extent has the lingual issue been one of the main reasons for the removal of the scientific conflict which existed in the area of teachers training during the above mentioned decades (mainly the former), with the choice of five-grade teachers training institutions in 1929 and also the final replacement or this institution with the Teachers Training Colleges In 1933 and

_c) if the lingual had been one of these reasons indeed, why hasn’t it been mentioned in the preambles of the corresponding bills or other relevant texts? 

1.ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Κατά τις δεκαετίες του ΄20 και του ΄30, το γλωσσικό ζήτημα, που ταλαιπώρησε επί αιώνες τους Έλληνες, εξακολουθεί να βρίσκεται στο προσκήνιο της πολιτικής, κοινωνικής και πνευματικής ζωής του τόπου μας και να αποτελεί βασική αιτία για το διχασμό των διανοούμενων σε δημοτικιστές και καθαρευουσιάνους. Κατά την περίοδο αυτή, η οποία είναι γνωστή και ως περίοδος του εκπαιδευτικού δημοτικισμού, σε αντιδιαστολή με την περίοδο του δημοτικισμού που είχε εγκαινιάσει το ιστορικό «Ταξίδι» του Ψυχάρη (1888), θα δημιουργηθεί μια κίνηση μετριοπαθέστερη και πιο ρεαλιστική στις γλωσσικές αντιλήψεις με πρωτεργάτες τους τρεις κορυφαίους του Eκπαιδευτικού Ομίλου (Γληνό, Δελμούζο, Τριανταφυλλίδη), η οποία θα στρέψει την προσοχή της και θα δράσει ευεργετικά, αλλά πρόσκαιρα, στον εκπαιδευτικό τομέα.

Την ίδια εποχή στο χώρο της νεοελληνικής παιδαγωγικής συγκρούονταν και αναπτύσσονταν «δύο κόσμοι»,[1] ενώ τα θέματα της εκπαίδευσης των δασκάλων βρίσκονταν στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων των πιο γνωστών παιδαγωγών, οι οποίοι όχι μόνον εξέφραζαν τις απόψεις τους αλλά πρότειναν και λύσεις για την βελτίωσή τους.΄Ετσι, είχαν δημιουργηθεί δύο κυρίαρχες απόψεις σχετικά με τον τύπο του εκπαιδευτικού ιδρύματος το οποίο θα είχε την ευθύνη της προπαρασκευής των υποψηφίων για το διδασκαλικό επάγγελμα. Η μία ήταν υπέρ των πολυτάξιων διδασκαλείων, στα οποία οι μαθητές εισάγονταν μετά από διετή ή τριετή γυμνασιακή φοίτηση,[2] και η άλλη ήταν υπέρ των μονοτάξιων ή διτάξιων διδασκαλείων, στα οποία οι μαθητές εισάγονταν μετά την ολοκλήρωση των γυμνασιακών τους σπουδών. Τα πρώτα παρείχαν εκτός από την επαγγελματική, και γενική εκπαίδευση, ενώ τα τελευταία το βάρος έδιναν αποκλειστικά στην επαγγελματική κατάρτιση.

Οι δύο αυτές αντιλήψεις, οι οποίες εξέφραζαν μπορούμε να πούμε τους «δύο κόσμους» εκείνης της εποχής, δεν ήταν άσχετες και με τις ιδεολογικές διαστάσεις του γλωσσικού ζητήματος, αφού η πρώτη είχε ως υποστηρικτές της τους δημοτικιστές, ενώ η δεύτερη είχε την υποστήριξη των οπαδών της καθαρεύουσας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ιστορικός της εκπαίδευσης Χριστ. Λέφας (σ.251), και οι δύο πλευρές προέβαλλαν τα επιστημονικά τους επιχειρήματα «αποκρύπτουσαι απολύτως τον έμμεσον αυτόν σκοπόν»,ο οποίος συνδεόταν με το ζήτημα της γλωσσικής διδασκαλίας στο σχολείο.

Στην παρούσα εισήγησή μου θα αναφερθώ στο γλωσσικό ζήτημα σε συσχετισμό με τα δρώμενα αλλά και τις θεσμικές εξελίξεις που σημειώθηκαν στο χώρο της εκπαίδευσης των δασκάλων, κατά τις δεκαετίες του ΄20 και του ΄30. Επίσης, θα προσπαθήσω να απαντήσω στο ερώτημα εάν πράγματι πίσω από τα προβαλλόμενα επιχειρήματα αποκρυπτόταν το γλωσσικό ζήτημα και κατά πόσο αυτό συνέβαλε στη λύση της «επιστημονικής διαμάχης» που υπήρχε στο χώρο της εκπαίδευσης των δασκάλων, με την επιλογή των πεντατάξιων διδασκαλείων ενιαίου τύπου το 1929, αλλά και την οριστική αντικατάσταση του θεσμού αυτού με την ίδρυση των Παιδαγωγικών Ακαδημιών το 1933.

 

2.Η ΓΛΩΣΣΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΤΟΥ 1920 ΚΑΙ ΤΟΥ 1930

Μετά την πτώση της Κυβέρνησης Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 και την ανάληψη της εξουσίας από τις φιλομοναρχικές-αντιβενιζελικές δυνάμεις, θα ακολουθήσουν μια σειρά από γεγονότα που θα οδηγήσουν στη Μικρασιατική καταστροφή και το κίνημα του 1922 αλλά και σε μια περίοδο με πολλές πολιτικές ανταραχές. Ο βασιλιάς Γεώργιος ο Β΄ θα εγκαταλείψει την Ελλάδα (18-12-1923), ενώ η Κυβέρνηση Παπαναστασίου θα ανακηρύξει (25-3-1924) την πρώτη Ελληνική Δημοκρατία, η οποία όμως θα είναι μικρής διάρκειας και θα αναπτυχθεί σε περιστάσεις εξαιρετικά δυσμενείς. Η πολιτική αστάθεια (τρεις κυβερνήσεις διαδέχεται η μια την άλλη μέσα σ’ ένα χρόνο) θα επιτρέψει στο στρατηγό Πάγκαλο να καταλάβει την εξουσία με πραξικόπημα και να εγκαθιδρύσει τη δικτατορία του (Ιούνιος 1925), την οποία όμως θα καταργήσει ένα άλλο πραξικόπημα οργανωμένο από το στρατηγό Κονδύλη (Αύγουστος 1926). Το 1928 ο Βενιζέλος θα αποκτήσει ισχυρή πλειοψηφία και θα σχηματίσει κυβέρνηση που διαρκεί ως το 1932.[3] Η πολιτική αστάθεια, εκτός από τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις, θα επηρεάσει και τα εκπαιδευτικά πράγματα της χώρας μας. Έτσι, η γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1917, με την οποία η Κυβέρνηση Βενιζέλου είχε εισαγάγει για πρώτη φορά τη δημοτική γλώσσα στις τέσσερεις πρώτες τάξεις του δημοτικού, θα εκπνεύσει τρία χρόνια μετά, ενώ η απόφαση της Επιτροπείας του 1921 «να καώσι» τα αναγνωστικά βιβλία που είχαν γραφτεί στη δημοτική, ςητης γκαττηγορηθε«ως έργα ψεύδους και κακοβούλου προθέσεως» (Δημαράς, σ.130), θα αποτελέσει ένα από τα μελανότερα σημεία της πρόσφατης εκπαιδευτικής μας ιστορίας.

Το 1923 η «Επανάσταση» (το καθεστώς Πλαστήρα-Γονατά) θα επαναφέρει τη δημοτική στις δύο πρώτες τάξεις του δημοτικού (N.Δ. 27-7-1923), ενώ στη συνέχεια η δημοτική θα επεκταθεί και στην τρίτη τάξη και όλα τα βοηθητικά βιβλία θα γράφονται στη γλώσσα αυτή (Κριαράς 1986, σ.204). Σημαντική επίδραση[4] προς την κατεύθυνση αυτή θα έχουν και οι θέσεις της νεοσυσταθείσας, τότε, Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδος (Δ.Ο.Ε.),[5] οι οποίες θα εκφρασθούν κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής της Γ΄ Γενικής της Συνέλευσης (Απρίλιος 1923). Το διδασκαλικό σώμα θα αποφασίσει «με μεγάλη πλειοψηφία την εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας σε όλες τις τάξεις του δημοτικού σχολείου» (Τουλούπης, σ.38). Ένα χρόνο αργότερα, το 1924, «η πρώτη δημοκρατική κυβέρνηση[6] ψηφίζει την κατάργηση της καθαρεύουσας από τα λαϊκά σκολειά. Μα αυτό ήτανε», όπως αναφέρει ο Δ. Γληνός (1971α, τόμ. Δ΄, σ.60), «και το τελευταίο προοδευτικό βήμα, που έκαμε η αστική τάξη [...] οι ανησυχίες της οποίας έδωκαν στο Πάγκαλο την εξουσία και αυτός κοντά στα άλλα έσβυσε με μιας όλο το έργο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης».

Μετά την επάνοδο της πολιτικής ομαλότητας η Οικουμενική Κυβέρνηση Ζαϊμη με υπουργό Παιδείας τον Θ. Νικολούδη, μέλος του λαϊκού κόμματος, θα φροντίσει ώστε όχι μόνο να επανέλθει η δημοτική γλώσσα στο δημοτικό σχολείο αλλά και να επεκταθεί σε όλες τις τάξεις του. Βέβαια, στις δύο τελευταίες τάξεις (Ε΄και ΣΤ΄) θα διδάσκεται, παράλληλα με τη δημοτική, και η καθαρεύουσα, όμως μόνον για τρεις έως τέσσερεις ώρες την εβδομάδα[7] και αυτές μετά από απόφαση του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, το οποίο ήταν αρμόδιο να ορίζει και τον αριθμό τους (Ν.3438/21-12-1927, «περί σχολικών βιβλίων», άρθρο 6). Επίσης, για πρώτη φορά προσδιορίζεται και η ακριβής έννοια της σχολικής γλώσσας, ως εξής: «Γλώσσα των Αναγνωστικών δέον να είναι η κοινή ομιλουμένη δημοτική, σύμφωνος όμως προς το πανελλήνιον γλωσσικόν αίσθημα του προφορικού λόγου και προς τα δια των δημοτικών ασμάτων και των έργων των μεγάλων νεωτέρων ποιητών και πεζογράφων προβαλλόμενα πρότυπα, απηλλαγμένη κατά κανόνα ιδιωματισμών ή αρχαϊσμών, των δε της καθαρευούσης άνευ δημοτικισμών, απλήν την σύνταξιν και μικροπερίοδος» (Ν.3438/1927, άρθρο 7). Πρέπει να αναφερθεί ότι ο καθορισμός της σχολικής γλώσσας είχε απασχολήσει και άλλες φορές τόσο την Πολιτεία όσο και τους γλωσσολόγους.Το 1925, μάλιστα, ύστερα από πρόταση του Τριανταφυλλίδη, δημιουργήθηκε επιτροπή, η οποία θα καθόριζε τον τύπο της απλής καθαρεύουσας που θα διδασκόταν στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού (Κριαράς 1985, σ.204). Ας σημειωθεί, ότι ο παραπάνω ορισμός της δημοτικής γλώσσας ήταν πολύ κοντά στην έννοια της γλώσσας όπως την «παραδέχονταν οι νεοδημοτικισταί (Τριανταφυλλίδης, Δελμούζος κ.λπ.), και φαίνεται να ήταν και ο ορθότερος» (Λέφας, σ.465).

 Ο νόμος Νικολούδη (3438/1927) αποτελεί σημαντικό σταθμό στην εξέλιξη του γλωσσικού ζητήματος, και για το λόγο ότι πρώτη φορά η δημοτική γλώσσα επεκτείνεται σε όλες τις τάξεις του δημοτικού σχολείου αλλά και επειδή ο νόμος αυτός ψηφίστηκε από μια οικουμενική κυβέρνηση στην οποία μετείχαν όλα τα πολιτικά κόμματα και, επομένως, κατά τεκμήριο, αντιπροσώπευε ολόκληρη την κοινή γνώμη. Δεν είναι τυχαίο που η Κυβέρνηση Βενιζέλου, το 1929, ενέμεινε στο νόμο αυτό ως προς τη γλώσσα διδασκαλίας στο δημοτικό.

Ωστόσο, η διδασκαλία τόσο της δημοτικής όσο και της καθαρεύουσας (έστω και για λίγες ώρες) στο δημοτικό σχολείο φαίνεται ότι εξακολουθούσε να ταλαιπωρεί την πρώτη βαθμίδα της εκπαίδευσης. Ο Γληνός το 1929 άσκησε έντονη κριτική στην Κυβέρνηση Βενιζέλου για τη διατήρηση του εκπαιδευτικού καθεστώτος της «διγλωσσίας», ενώ δεν δίστασε να αποδώσει ευθύνες ως προς αυτό ακόμη και στους «άλλοτε πρωταγωνιστές του δημοτικισμού», όπως στον Τριανταφυλλίδη και το Δελμούζο[8] (Γληνός 1971α, τόμ. Δ΄, σ.62). Επίσης, η Δ.Ο.Ε., ένα χρόνο μετά, είχε κάνει έκκληση στον τότε Υπουργό Παιδείας Γ. Παπανδρέου να «ξαλαφρώσει το δημοτικό σχολείο από τον εφιάλτη της καθαρεύουσας» (Διδασκαλικό Βήμα, Χρονιά Ζ΄, αρ. 280, 8 Ιουν. 1930 – όπως αναφέρεται στο: Μπουζάκης 1997, σ.297). Και πράγματι, με το Ν.5045/1931 «περί σχολικών βιβλίων», καθιερώνεται επίσημα η δημοτική γλώσσα σε όλες τις τάξεις του δημοτικού, ενώ η καθαρεύουσα έπαυσε να διδάσκεται ακόμη και στις μεγαλύτερες τάξεις. Την ίδια εποχή αρχίζει μια προσπάθεια από τον τότε Υπουργό Παιδείας Γ. Παπανδρέου, για την ορθογραφική απλοποίηση της γλώσσας και ιδιαίτερα για την κατάργηση των πνευμάτων και των τόνων.[9]

Όμως, και η ρύθμιση αυτή θα είναι προσωρινή, αφού το Μάρτη του 1933, η κυβέρνηση συνασπισμού του Π. Τσαλδάρη, με νέα νομοθετική ρύθμιση, θα επαναφέρει το καθεστώς της διγλωσσίας στο δημοτικό σχολείο.

 

3. Ο ΔΗΜΟΤΙΚΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΑ

Κι ενώ η δημοτική γλώσσα έχει εισαχθεί στα σχολεία της πρώτης βαθμίδας της εκπαίδευσης, έστω και με τις παλλινδρομήσεις που ανέφερα, στα Διδασκαλεία, και γενικότερα στα σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης, η καθαρεύουσα είναι , κατά την περίοδο που εξετάζω, η επίσημη και υποχρεωτική γλώσσα διδασκαλίας.[10] Σ’ αυτή έπρεπε να γράφουν τα παιδιά τις εκθέσεις τους, σ’ αυτή να είναι γραμμένα τα διδακτικά βιβλία, σ’ αυτή να γίνονται τα προφορικά μαθήματα (Κουντουράς 1933, σ.16 και Κουντουράς 1985, σ.95).

Προσπάθεια για την αποδοχή του κινήματος του Δημοτικισμού και την εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στο χώρο της εκπαίδευσης των δασκάλων, και μάλιστα στο Μαράσλειο, γίνεται για πρώτη φορά, κατά την τριετία 1923-26, από τον παιδαγωγό Αλέξανδρο Δελμούζο, στα πλαίσια ενός πολύπλευρου αγώνα της «δημοτικιστικής τριανδρίας» με στόχο τη διαμόρφωση ενός τύπου δασκάλου που να εμπνέεται από το νέο παιδαγωγικό πνεύμα, το οποίο ήταν στενά συνδεδεμένο με τις ιδέες και αντιλήψεις του εκπαιδευτικού δημοτικισμού. Ο Δελμούζος αγωνίζεται με πάθος, για την επίτευξη του στόχου αυτού. Ως μία από τις πρώτες προτεραιότητες θεωρεί και την καλλιέργεια της δημοτικής γλώσσας, όχι όμως μόνο με τη στενή της έννοια αλλά με ένα διευρυμένο εννοιολογικό περιεχόμενο, «της γλώσσας ενωμένης με την ψυχική ζωή του παιδιού, τη σκέψη και το συναίσθημα» (Σκούρα, σ.58). Στο πρόγραμμα της Α΄και Β΄ τάξης του Διδασκαλείου διδάσκεται η Γραμματική της δημοτικής, στην οποία γράφονται και οι εκθέσεις, ενώ στις μεγαλύτερες τάξεις Γ΄ και Δ΄ δίνεται έμφαση στη δημοτική παράδοση, το δημοτικό τραγούδι, το Σολωμό, το Βαλαωρίτη, το Ροϊδη, τον Ψυχάρη, τον Παπαδιαμάντη, τον Παλαμά, κ.ά. (Δελμούζος, σσ.92-94). Στις εισαγωγικές εξετάσεις του Μαρασλείου οι υποψήφιοι, για πρώτη φορά, εξετάζονται στην «Έκθεση στη Νεοελληνική Γλώσσα» (Ν.Δ. 9-11-1923, ΦΕΚ Α΄ 323). Ο Δελμούζος προσπαθεί να θέσει τις σωστές βάσεις από την αφετηρία, γιατί έχει πια πεισθεί ότι «κάθε μεταρρυθμιστική εκπαιδευτική προσπάθεια θα είναι καταδικασμένη σε αποτυχία αν δεν φωτισθούν σωστά οι δάσκαλοι» (Τσιπλητάρης, σ.125). Το ίδιο πιστεύει και ο Γληνός,ο οποίος συμμετέχει ενεργά σε όλη αυτή την προσπάθεια, τόσο από τη θέση του στο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο όσο και από τη θέση του Διευθυντή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας.[11]

Προσπάθεια, όμως, γίνεται και για την «ιδεολογική μεταστροφή» των εν ενεργεία δασκάλων με Παιδαγωγικά Φροντιστήρια,[12] Παιδαγωγικά Συνέδρια, διαφωτιστικά βιβλία, περιοδικά,[13] κλ.π. Στα πλαίσια του Παιδαγωγικού Συνεδρίου Αθηνών το 1923 ο Δημήτρης Γληνός, αφού αναφερθεί στις αλλαγές που φέρνει στο σχολείο η γλωσσική μεταρρύθμιση (η οποία, όπως θα τονίσει, «αποτελεί απαραίτητη προυπόθεση για κάθε άλλη βελτίωση του σχολείου»), θα επισημάνει κλείνοντας την ομιλία του: «όσον αφορά τη μέθοδο της μεταρρύθμισης [....] ένας είναι ο απαραίτητος όρος. Η αλλαγή της διδασκαλικής ψυχής.[14] Μόνον ένας δάσκαλος εμπνευσμένος από μια καινούρια θερμή πίστη προς τα νέα ιδανικά μπορεί να πραγματοποιήσει τη μεταρρύθμιση. Αλλιώς θα μείνει στο χαρτί" (Αθανασιάδης, σ.44). Επίσης σε συνέντευξη που θα δώσει στο περιοδικό «Αυγή»,[15] τον Απρίλιο του 1924, ο Γληνός θα δηλώσει: «Ο δάσκαλος δεν είναι ένα απλό παθητικό όργανο,επιτελεί μέσα στη Πολιτεία μια κατ΄εξοχήν συνειδητή λειτουργία και όχι το χειρισμό ενός μηχανικού οργάνου [...]. Αυτός πρέπει να γίνει ο δυναμογόνος συντελεστής για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση» (Αθανασιάδης, σ.134). Αλλά και ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, στην εναρκτήρια ομιλία του στο Παιδαγωγικό Συνέδριο της Κορίνθου (15-2-1924), θα πει στους δασκάλους: «Η αλλαγή που αρχίζει να παρουσιάζεται με τη γλωσσική μεταρρύθμιση μέσα στο σχολείο σας και που με τον καιρό θα φέρει όλο και πλουσιότερους καρπούς είναι στο χέρι σας να διατηρηθεί ή όχι [...]. Ό,τι έγινε με της πολιτείας τη θέληση, αν δεν πρόκειται να μείνει νόμος μόνο κι αλλαγή στο χαρτί,παρά να γίνει πηγή ζωής και δημιουργία πρέπει ο δάσκαλος, ο κάθε δάσκαλος που είναι πλάστης ψυχών, να το κάμει δικό του...» (Αθανασιάδης, σ.146).

Λίγους μήνες αργότερα, με την ίδρυση των πεντατάξιων και εξατάξιων διδασκαλείων (Ν. 3182/1924), αρχίζει να εισάγεται δειλά δειλά από την πρώτη τάξη των διδασκαλείων αυτών και επίσημα η διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας, στα πλαίσια του μαθήματος των Νέων Ελληνικών. Συγκεκριμένα, από το αναλυτικό πρόγραμμα που εκδίδεται σταδιακά, ανά τάξη, προβλέπεται η διδασκαλία των «κυριώτερων εκ της Γραμματικής και του Συντακτικού της δημοτικής γλώσσης» καθώς και «ανάγνωσις εκλεκτών νεοελληνικών πεζογραφημάτων και ποιημάτων γεγραμμένων εις την δημοτικήν γλώσσαν (Π.Δ./16-10-1924 Φ.Ε.Κ. Α΄265,Π.Δ./13-9-1925 Φ.Ε.Κ. Α΄267 και Π.Δ./3-2-1927 Φ.Ε.Κ. Α΄22).

Μια άλλη σημαντική προσπάθεια για την προετοιμασία δασκάλων που να εμπνέονται από τις αρχές του εκπαιδευτικού δημοτικισμού, όχι μόνον στην απλή γλωσσική του έκφραση αλλά και στο πλατύτερο πολιτισμικό του περιεχόμενο, θα γίνει και από τον Μίλτο Κουντουρά στο Διδασκαλείο Θηλέων Θεσσαλονίκης, κατά την «ιερή τριετία» 1927-1930. Ο Κουντουράς ήταν από την πρώτη στιγμή απόλυτος και ριζοσπαστικός στο θέμα της γλώσσας. «Η δημοτική ώφειλε να είναι η μόνη επίσημη και ανεπίσημη γλώσσα των παιδιών στις συνομιλίες τους, στα μαθήματά τους, στις εργασίες τους και σε κάθε γραφτό τους» (Κουντουράς 1985, σ.129). Έτσι, ολόκληρο το Σχολείο είχε μετατραπεί σε «ένα γλωσσικό εργαστήριο» (Τσολάκης, σσ.139,148), όπου ο Κουντουράς δίδασκε με ζωντανό τρόπο τη ζωντανή γλώσσα. «Η δημοτική γλώσσα», υποστηρίζει ο Κουντουράς, «και η δημοτικιστική ιδεολογία στις γενικές της γραμμές ακολουθεί παράλληλα κι έχει μεγάλες αναλογίες με τις αρχές και την κίνηση του νεότερου Σχολείου […]. Δημοτικισμός και Σχολείο εργασίας[16] είναι στην πηγή του το ίδιο πράγμα […], ώστε νομίζω πως είναι αδύνατο να ασχοληθούμε σοβαρά με το νέο Σχολείο και την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, αν δεν ετοιμάσουμε πρωτύτερα δασκάλους που να πιστέψουν απόλυτα στη δημοτικιστική ιδεολογία…» (Τσολάκης, σσ.139-140. Επίσης, Κουντουράς 1985, σ.130).

Όμως, τόσο ο Δελμούζος και ο Γληνός όσο και ο Κουντουράς θα απομακρυνθούν από τους χώρους όπου θα μπορούσαν να ολοκληρώσουν το όραμα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, για τη δημιουργία ενός καλύτερου σχολείου για τα παιδιά του ελληνικού λαού.Μία από τις σπουδαιότερες αφορμές για την απομάκρυνση αυτή θα είναι και το ζήτημα της γλώσσας. Ο Αρεοπαγίτης Γεώργιος Αντωνακάκης, που διενήργησε τις διοικητικές ανακρίσεις στην περίπτωση των Μαρασλειακών, το διατυπώνει καθαρά, το 1926, στο τελικό πόρισμά του: «το όλον ζήτημα των «Μαρασλειακών» ανήκει εις την σειράν της γνωστής διαμάχης των δύο γλωσσικών ιδεολογιών. Η δημοτική γλώσσα, ήτις είχεν εισαχθή και εχρησιμοποιείτο εις το Μαράσλειον Διδασκαλείον και εις την Παιδαγωγικήν Ακαδημίαν, αυτή ήτον η πέτρα του σκανδάλου. Όλα τα άλλα, αντιθρησκευτικότητες, αντεθνικότητες και ανηθικότητες ήσαν επιθέσεως μέσα, θεμιτά λογιζόμενα, κατά του κυρίως εχθρού, της δημοτικής, και εχρησιμοποιήθησαν διότι ήτο γνωστόν ότι αυτά κυρίως θα έκαμνον εντύπωσιν, ότι δι’ αυτών θα συνεκινείτο, ως και συνεκινήθη, η ελληνική κοινωνία ολόκληρος» (Δημαράς, τόμ. Β΄, σ.147). Αλλά και στην περίπτωση των Διδασκαλειακών, το 1928, το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο θα ασχοληθεί ιδιαίτερα με «τα της πολιτείας του Διευθυντού επί του γλωσσικού ζητήματος», ενώ δύο εκπαιδευτικοί σύμβουλοι, οι Δημήτριος Σουχλέρης και Ιωάννης Σκουτερόπουλος, θα μειοψηφίσουν στην απαλλακτική απόφαση του Συμβουλίου και θα ζητήσουν να κληθεί σε απολογία ο Κουντουράς «διότι επέδειξε γλωσσικόν φανατισμόν προσλαβόντα μορφήν πολέμου κατά της καθαρευούσης», με αποτέλεσμα να ασκηθεί πίεση «επί της γλωσσικής συνειδήσεως των μαθητριών» και να προκληθούν «διενέξεις εις τους αντιφρονούντας του προσωπικού» (Κουντουράς 1985, σ.411).

Ο Κουντουράς, δύο χρόνια μετά, το 1930, θα δώσει μια νέα μάχη για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στα Διδασκαλεία (αλλά και τη Μέση Εκπαίδευση γενικότερα) από τη νέα θέση του στο Εκπαιδευτικό Γνωμοδοτικό Συμβούλιο, στο οποίο και θα μετακινηθεί παρά την απαλλακτική απόφαση του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου.Ουσιαστική θα είναι η συμβολή του και στη διοργάνωση των Παιδαγωγικών Συνεδρίων του 1930, ιδιαίτερα του Συνεδρίου των Διευθυντών και Υποδιευθυντών των Διδασκαλείων Δημοτικής Εκπαίδευσης και Νηπιαγωγών (8-15 Σεπτεμβρίου1930), που αποτελεί ένα σημαντικό σταθμό στην προσπάθεια για εφαρμογή της δημοτικής γλώσσας στα διδασκαλεία. Στο Συνέδριο θα συζητηθεί μεταξύ άλλων το θέμα: «Η δημοτική γλώσσα εις τα διδασκαλεία»,ενώ θα παραστεί και θα μιλήσει και ο ίδιος ο υπουργός Παιδείας Γεώργιος Παπανδρέου, γεγονός που αποδεικνύει την ιδιαίτερη βαρύτητα που έδινε στο θέμα αυτό. Μετά από εισηγήσεις και παρεμβάσεις το συνέδριο θα κρατήσει μια «στάση εντελώς προοδευτική» για το θέμα του Δημοτικισμού στα Διδασκαλεία, ενώ η απόφαση που θα διατυπωθεί, από τον πρόεδρο του συνεδρίου Μ. Κουντουρά, και θα επικυρωθεί  από   τους  συνέδρους, ενώπιον και του Υπουργού της Παιδείας, θα είναι η εξής: «Γλωσσική κατάστασις των Διδασκαλείων είναι ο Δημοτικισμός, το δε κράτος οφείλει να προσαρμόσει την σχετικήν νομοθεσίαν προς την κατάστασιν ταύτην» (Κουντουράς 1985, σ.94). Η απόφαση και η ευχή αυτή του συνεδρίου είχε ιδιαίτερη σημασία, γιατί μετά την επίσημη εισαγωγή της δημοτικής στο Δημοτικό Σχολείο, ήταν η πρώτη ημιεπίσημη φωνή που ακουγόταν για τη Μέση Εκπαίδευση. Κι εδώ,όπως επισημαίνει ο Κουντουράς, ο λόγος δεν γινόταν «μονάχα για εκθέσεις και για γλώσσα λογοτεχνική», αλλά για τη διεξαγωγή της διδασκαλίας όλων των μαθημάτων στη δημοτική γλώσσα ώστε να μπορούν στη συνέχεια και  «οι διδασκαλιστές χωρίς να φέρουν αθέλητα γλωσσικό χάος να τα διδάξουν με γλωσσική ομοιογένεια στο Δημοτικό Σχολείο» (Κουντουράς 1933, σ.15 και Κουντουράς 1985, σ.95).

Την ανάγκη να ληφθεί «νομοθετική μέριμνα προς διακανονισμόν του ζητήματος της γλώσσας και εις τα διδασκαλεία», είχε εκφράσει δύο χρόνια πριν, το 1928, και ο διενεργήσας τη διοικητική εξέταση στα Διδασκαλειακά Εκπαιδευτικός Σύμβουλος Γεώργιος Παλαιολόγος στο σχετικό πόρισμά του, από άλλη όμως οπτική γωνία και διαφορετική στόχευση. Μάλιστα, είχε εκφράσει τότε ο Παλαιολόγος και τις δικές του απόψεις σχετικά με τη γλωσσική κατάσταση που επικρατούσε στα διδασκαλεία και είχε χαρακτηρίσει ως μη ορθή την αντίληψη[17], σύμφωνα με την οποία, αφού η δημοτική γλώσσα διδάσκεται στο δημοτικό σχολείο, πρέπει να αποτελεί και το γλωσσικό όργανο των Διδασκαλείων και το «αντικείμενον της μελέτης των διδασκάλων». Ο ίδιος θεωρούσε ως καταλληλότερη, αλλά και αναγκαία για τα Διδασκαλεία, την καθαρεύουσα και γιατί η γλώσσα αυτή διδασκόταν υποχρεωτικά στη Μέση Εκπαίδευση, στην οποία υπάγονταν και τα παραπάνω σχολεία, αλλά και γιατί διδασκόταν παράλληλα με τη δημοτική στις δυο τελευταίες τάξεις του δημοτικού σχολείου. Ακόμη γιατί τα διδακτικά βιβλία των Διδασκαλείων, όπως και τα περισσότερα από τα επιστημονικά συγγράμματα, ήταν γραμμένα στην καθαρεύουσα και επομένως η αποκλειστική χρήση της δημοτικής θα δημιουργούσε δυσκολίες στην κατανόησή τους. Και τέλος γιατί «η απλή καθαρεύουσα ήταν η γλώσσα του τύπου […] και του δημοσίου βήματος,ξένος προς τα οποία δεν δύναται και δεν πρέπει να μείνη ο δημοδιδάσκαλος» (Κουντουράς 1985, σσ.390-391).

Το 1931, δηλαδή ένα χρόνο μετά το ιστορικό Συνέδριο των Διευθυντών και Υποδιευθυντών των Διδασκαλείων, γίνεται και από την Πολιτεία ένα από τα πρώτα βήματα για την εισαγωγή και την επικράτηση της δημοτικής στα Διασκαλεία και τη Μέση Εκπαίδευση γενικότερα. Στο άρθρο 2 του Ν. 5045/1931 «περί σχολικών βιβλίων» προβλέπεται: «Γλώσσα των Αναγνωστικών και λοιπών διδακτικών βιβλίων του δημοτικού σχολείου είναι η δημοτική, των βιβλίων των διδασκαλείων και η απλή καθαρεύουσα, των εγχειριδίων των Γυμνασίων και Πρακτικών Λυκείων η απλή καθαρεύουσα, των δε Νεοελληνικών Αναγνωστικών αυτών η τε δημοτική και η καθαρεύουσα».[18] Η διάταξη αυτή μολονότι «δεν τολμά»[19] να ξεκαθαρίσει απευθείας τη γλωσσική κατάσταση στη Μέση Εκπαίδευση, εν τούτοις «αποτελεί μεγάλο κέρδος», ιδιαίτερα για τα Διδασκαλεία, για τα οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε, ένα σημαντικό λόγο που προέβαλλε η αντίθετη πλευρά για τη διατήρηση της καθαρεύουσας ήταν και η γλώσσα των διδακτικών βιβλίων.[20] Και πράγματι μέχρι τότε ένας φανατισμένος Διευθυντής Διδασκαλείου (ή οποιουδήποτε σχολείου της Μέσης Εκπαίδευσης) θα μπορούσε «να εξορίσει» από το σχολείο κάθε βιβλίο γραμμένο στη δημοτική και θα ενεργούσε εντελώς νόμιμα (Κουντουράς 1933, σ.17). Με την παρούσα όμως νομοθετική ρύθμιση καθορίζεται ως γλώσσα των βιβλίων των διδασκαλείων τόσο η δημοτική (η γλώσσα των βιβλίων του δημοτικού), όσο και η απλή καθαρεύουσα. Μάλιστα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί, μετά από μια προσεκτική ανάγνωση της γραμματικής διατύπωσης της προαναφερθείσας νομοθετικής διάταξης, και μετά από αξιολόγηση της σειράς που αναγράφονται οι δύο παραπάνω μορφές της γλώσσας, ότι η δημοτική είχε και ένα μικρό προβάδισμα σε σχέση με την απλή καθαρεύουσα.

 Σημαντικές όμως προσπάθειες για την εφαρμογή των αρχών του εκπαιδευτικού δημοτικισμού έγιναν και σε άλλα διδασκαλεία, λ.χ. στο πεντατάξιο διδασκαλείο Μυτιλήνης, το οποίο ιδρύθηκε το 1931, με πρωτοβουλία του τότε υπουργού Παιδείας Γ. Παπανδρέου,[21] και μάλιστα, προοριζόταν να γίνει «ένα πρότυπο διδασκαλείο στο Αιγαίο» (Γέρου, σ.223). Στο διδασκαλείο αυτό, ο Παπανδρέου φρόντισε να στείλει, μετά και από σύσταση του εκπαιδευτικού συμβούλου Μ. Κουντουρά,[22] τον προοδευτικό και δημοτικιστή νέο τότε παιδαγωγό Ευάγγελο Παπανούτσο, προκειμένου να συνεχίσει το έργο των πρωτοπόρων του εκπαιδευτικού δημοτικισμού. Και πράγματι, ο Παπανούτσος κατά τη διάρκεια μιας άλλης «ιερής τριετίας» (1931-1934), θα φέρει ένα νέο πνεύμα ανθρωπιάς, καλοσύνης και κατανόησης και θα δημιουργήσει ένα πρωτοποριακό σχολείο[23],αντάξιο του σχολείου του Βόλου, του Μαρασλείου και του Διδασκαλείου Θεσσαλονίκης. Ένα σχολείο που «καλλιέργησε το βασικό αξίωμα της δημοκρατικής κοινωνίας: την ανάπτυξη της ισορροπημένης προσωπικότητας […] και αφήκε το χώρο ελεύθερο για την πνευματική δραστηριότητα» (Αρχοντίδης, σ.113). Παρόμοιο, όμως, έργο γινόταν από το 1928 έως το 1933 και στο Διδασκαλείο Λαμίας, με Διευθυντή τον Μιχάλη Παπαμαύρο, έναν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του εκπαιδευτικού δημοτικισμού και του σχολείου εργασίας.[24]

 Ωστόσο, όπως και ο Δελμούζος, έτσι και ο Παπανούτσος, αλλά και ο Παπαμαύρος, θα διωχθούν και θα απομακρυνθούν από τα Διαδασκαλεία Μυτιλήνης και Λαμίας, αντίστοιχα. Κατά του Παπαμαύρου,μάλιστα, θα υποβληθεί και μήνυση με την κατηγορία, ανάμεσα στα άλλα, ότι εργάζεται «κατά της γλώσσης,της θρησκείας και της ιδέας της πατρίδος».[25]

 

4. ΟΙ ΘΕΣΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΔΑΣΚΑΛΩΝ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΤΟΥ ΄20 ΚΑΙ ΤΟΥ ΄30 ΚΑΙ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

 Kατά τη δεκαετία του 1920 η εκπαίδευση των Ελλήνων δασκάλων γινόταν σε διαφόρων τύπων διδασκαλεία, πολυτάξια, τριτάξια, μονοτάξια, ιερατικές σχολές και διδασκαλεία της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, μεταξύ των οποίων υπήρχαν σημαντικές αποκλίσεις τόσο ως προς τις προϋποθέσεις εισαγωγής όσο και ως προς τα προγράμματα διδασκαλίας. Έτσι, στην πρώτη βαθμίδα της εκπαίδευσης υπηρετούσαν δάσκαλοι με διαφορετικά προσόντα και διαφορετική κατάρτιση. Επί πλέον, υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός δασκάλων στη δημοτική εκπαίδευση που δεν είχαν καμιά παιδαγωγική εκπαίδευση ούτε σε κάποιο διδασκαλείο ούτε σε άλλο σχολείο.[26] Η αναρχική αυτή κατάσταση, όπως ακριβώς τη χαρακτηρίζει ο Γ. Παλαιολόγος (σ.7), ήταν «επιγέννημα του επείγοντος της θεραπείας προσωρινών εκπαιδευτικών αναγκών» (οι οποίες είχαν προκύψει από τον μέσα σε λίγα χρόνια τριπλασιασμό σχεδόν του Κράτους), αλλά και της «διστακτικότητας και φειδωλίας των ιθυνόντων», προκειμένου να προβούν σε δαπάνες που αποσκοπούσαν στην προαγωγή και εξύψωση της παιδείας.

Με δεδομένη την κατάσταση αυτή, ο καθορισμός μιας ενιαίας εκπαιδευτικής πολιτικής καθώς και η αναζήτηση ενός και μόνον τύπου εκπαιδευτικού ιδρύματος για την εκπαίδευση των δασκάλων αποτελούσε όχι μόνον καίριο ζήτημα αλλά και αντικείμενο επιστημονικής διαμάχης μεταξύ των κορυφαίων παιδαγωγών της εποχής εκείνης. Ο κυριότερος δε προβληματισμός που απασχολούσε τότε τους παιδαγωγούς αλλά και την Πολιτεία σχετικά με την εκπαίδευση των δασκάλων ήταν η επιλογή μεταξύ μονοτάξιων-διτάξιων ή πολυτάξιων διδασκαλείων, επιλογή που συνδεόταν άμεσα με το θέμα της ηλικίας αλλά και των προαπαιτούμενων γνώσεων για την εισαγωγή των υποψηφίων δασκάλων στα διδασκαλεία. Πρέπει να αναφερθεί ότι το θέμα αυτό είχε απασχολήσει τους εκπαιδευτικούς κύκλους πολύ έντονα και το 1913, όταν για πρώτη φορά λειτούργησαν στη χώρα μονοτάξια διδασκαλεία, στα οποία έγιναν δεκτοί απόφοιτοι Γυμνασίου. Μάλιστα, είχε ασκηθεί τότε σκληρή κριτική τόσο στον Τύπο όσο και στη Βουλή (συνεδρίαση ΛΘ΄/22-2-1914), κατά τη συζήτηση του σχετικού νομοσχεδίου, εισηγητής του οποίου ήταν ο Γληνός. Υποστηρίχθηκε δε με πρωτοφανή δογματισμό ότι οι απόφοιτοι των μονοτάξιων διδασκαλείων όχι μόνο δεν θα είναι κατάλληλοι για το διδασκαλικό επάγγελμα αλλά ότι θα είναι επικίνδυνοι και βλαβεροί για τη δημοτική εκπαίδευση και αυτό γιατί θα είναι «αγνώστου και υπόπτου ήθους, τυχάρπαστοι, άνευ τινός ιδανικού» (Σκούρα, σ.102), αλλά και «κλασικομορφωμένοι, σχολαστικοί, στενοκέφαλοι, γραμματικομανείς και τα τοιαύτα»[27] (Γληνός 1983, σ.177).

 

4.1 ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΩΝ ΔΑΣΚΑΛΩΝ ΚΑΙ Η ΑΡΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΥΤΥΠΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΩΝ

Το θέμα του ενδεδειγμένου τύπου διδασκαλείου για την εκπαίδευση των δασκάλων είχε απασχολήσει, από το 1907, τον παιδαγωγό Νικόλαο Εξαρχόπουλο, ο οποίος είχε καταγράψει τις απόψεις του στο βιβλίο του «Ποίος τις πρέπει να είναι ο δημοδιδάσκαλος». Ο Εξαρχόπουλος ήταν κατηγορηματικός υπέρ των διτάξιων διδασκαλείων, στα οποία υποστήριζε ότι έπρεπε να γίνονται δεκτοί μόνον όσοι είχαν Απολυτήριο Γυμνασίου. Θεωρούσε δε αδιανόητο ο «Έλλην δημοδιδάσκαλος» να αγνοεί την αρχαία γλώσσα και να μην έχει εισαχθεί στον αρχαίο πολιτισμό, δηλαδή, με άλλα λόγια, να μη διαθέτει κλασσική μόρφωση (Γληνός 1983, σ.181). Επίσης πίστευε ότι ο δάσκαλος πρέπει να διακατέχεται από αγάπη για το παιδί, αγάπη προς το διδασκαλικό επάγγελμα, έμφυτο παιδαγωγικό τακτ, φαιδρά και ήρεμη ιδιοσυγκρασία (Παλαιολόγος 1927, σσ.10,17). Ο Μιχ. Παπαμαύρος, το 1923, ως Διευθυντής του περιοδικού «Εργασία», που εξέδιδε όταν υπηρετούσε ως Υποδιευθυντής στο Μαράσλειο Διδασκαλείο, είχε ταχθεί υπέρ των Διτάξιων Διδασκαλείων, στα οποία οι μαθητές να παίρνουν μόνον ειδική μόρφωση[28] (Αντωνίου 2002, σσ.111,112). Ο Δημ. Γληνός σε συνέντευξη που είχε δώσει το Μάρτη του 1924 στο περιοδικό «Αυγή», αναφερόμενος στη μόρφωση του «διδασκαλικού προσωπικού», είχε ταχθεί υπέρ των πολυτάξιων διδασκαλείων. «Είναι ανάγκη», είχε τονίσει τότε ο Γληνός, «να προβούμε στην αλλαγή του οργανισμού των Διδασκαλείων, για να παίρνομε το παιδί όσο μπορούμε νωρίτερα και από το χωριό του, ει δυνατόν, και να το κάμωμε δάσκαλο πριν να παραστρατήσει πηγαίνοντας άσκοπα στο Γυμνάσιο. Πρέπει τα Διδασκαλεία να γίνουν εξατάξια παίρνοντας το παιδί από την Έκτη Δημοτικού ή όσο διατηρείται ο θεσμός των Ελληνικών σχολείων να είναι πεντατάξια παίρνοντας το παιδί από την γ΄ Ελληνικού»[29] (Αθανασιάδης, σ.136). Το 1927 ο Γ. Παλαιολόγος είχε επιχειρήσει μια πρώτη κριτική εξέταση της παρεχόμενης εκπαίδευσης των ελλήνων δασκάλων,τα συμπεράσματα της οποίας είχε καταγράψει στο βιβλίο του «Τις η προσήκουσα παρ’ ημίν δημοδιδασκαλική παίδευσις». Ο Παλαιολόγος ήταν σαφώς υπέρ της «μεταγυμνασιακής δημοδιδασκαλικής παιδεύσεως», άποψη την οποία υποστήριζαν και οι διευθυντές των μονοτάξιων διδασκαλείων, Ι. Σκουτερόπουλος, Π. Μιχαλόπουλος, Ν. Οικονόμος και Ν. Καραχρίστος. Ο Σκουτερόπουλος, μάλιστα, είχε υποστηρίξει (σ.24) ότι οι απόφοιτοι των μονοτάξιων διδασκαλείων (στα οποία φοιτούσαν κάτοχοι Απολυτηρίου Γυμνασίου) είχαν πολύ καλύτερη γενική μόρφωση και ήταν καταλληλότεροι να διδάξουν τα γλωσσικά μαθήματα σε σχέση με τους απόφοιτους των πολυτάξιων διδασκαλείων. Τα μονοτάξια άλλωστε τα είχε χαρακτηρίσει «σύγχρονα» διδασκαλεία, ενώ τα πολυτάξια «αναχρονιστικά».

Σ’ένα τελείως διαφορετικό μήκος κύματος κινείται ο Αλ. Δελμούζος, ο οποίος το 1929 είχε δημοσιεύσει το βιβλίο του «Οι Πρώτες Προσπάθειες στο Μαράσλειο».Σ’αυτό καταγράφονται βασικής σημασίας σκέψεις και παρατηρήσεις από την επιτυχή πρακτική εφαρμογή των αρχών του σχολείου εργασίας, καθώς και από την οργάνωση της Σχολικής Κοινότητας και εσωτερικής ζωής στο Μαράσλειο Διδασκαλείο. Ο Δελμούζος, αφού αναφερθεί, στις γενικές αρχές της παιδείας και το σκοπό της, αναπτύσσει αναλυτικά τις απόψεις του για τον τύπο του εκπαιδευτικού ιδρύματος, στο οποίο έπρεπε να εκπαιδεύονται οι υποψήφιοι δάσκαλοι. Επηρεασμένος βαθιά, όπως ο ίδιος ομολογεί, από τον Γερμανό παιδαγωγό Kerschensteiner, θα συμπορευθεί με τις απόψεις του ότι ο δάσκαλος, για να επιτύχει στο επάγγελμά του, πρέπει να διακατέχεται από αγάπη για το παιδί και να διαθέτει αληθινή κλίση για το επάγγελμά του. Και αυτή η κλίση θα παραδεχθεί ότι δεν μπορεί να εκδηλωθεί πριν από την ηλικία των 17 ή 18 ετών. Επομένως, σ΄αυτή την ηλικία έπρεπε να αρχίζει και η επαγγελματική εκπαίδευση των δασκάλων, αφού προηγουμένως θα είχαν τελειώσει τις γυμνασιακές τους σπουδές. Όμως, θεωρούσε ως βασικό εμπόδιο για τη λύση αυτή την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν τα γυμνάσια της εποχής εκείνης, τα οποία πίστευε ότι ήταν τελείως ακατάλληλα ως προπαρασκευαστικά σχολεία για την επαγγελματική μόρφωση και το έργο του δασκάλου.[30] Για όλους αυτούς τους λόγους, ο Δελμούζος θα υποστηρίξει ως καταλληλότερα για την εκπαίδεση των δασκάλων τα πολυτάξια διδασκαλεία, στα οποία οι μαθητές εισάγονταν από μικρή ηλικία.[31] Ως το σπουδαιότερο πλεονέκτημά τους θεωρούσε τη δυνατότητα που είχαν, μέσα από την οργάνωση της σχολικής τους ζωής, να πλάθουν σιγά-σιγά δασκάλους «με ζωντανή συνείδηση της αποστολής τους, κάτι δηλαδή που δεν γίνεται», όπως υποστήριζε, «με κανένα τρόπο σε δυο χρόνια μέσα στα διτάξια διδασκαλεία με τους απόφοιτους των γυμνασίων μας» [32] (Δελμούζος, σ.59).

Τη λύση στο αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί στο χώρο της εκπαίδευσης των δασκάλων έδωσε το κόμμα των Φιλελευθέρων, το 1929, με την επιλογή ως μοναδικού εκπαιδευτικού ιδρύματος για την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, των πεντατάξιων διδασκαλείων ενιαίου τύπου.[33] Στη λύση αυτή της Κυβέρνησης Βενιζέλου έπαιξαν καθοριστικό ρόλο οι προαναφερθείσες απόψεις του Δελμούζου. Και μόνο μια ματιά στην εισηγητική έκθεση του σχετικού νομοσχεδίου (μετέπειτα Ν. 4368/1929), ενισχύει την άποψη αυτή, αφού διαπιστώνει κανείς να αναπτύσσεται η ίδια προβληματική, σχετικά με το θέμα της ηλικίας και των προαπαιτούμενων γνώσεων για την εισαγωγή των υποψήφιων δασκάλων, αλλά και η ίδια αιτιολογία για την τελική επιλογή των προαναφερθέντων διδασκαλείων. Ο τότε, λοιπόν, υπουργός της Παιδείας Κ. Γόντικας, αφού παραδεχθεί στην εισηγητική έκθεση ότι και οι δύο τύποι διδασκαλείων (μονοτάξια,πολυτάξια) έχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, αναφέρει ότι προτιμήθηκαν τα τελευταία (επομένως και η πρόσληψη των μαθητών πριν ολοκληρώσουν το Γυμνάσιο), επειδή παρέχουν τα μεγαλύτερα εχέγγυα της αρμονικής μόρφωσης του καλού δασκάλου και ανταποκρίνονται περισσότερο στην ψυχολογία του ελληνικού λαού. Ως κύριο δε συστατικό του καλού και χρηστού δασκάλου θεωρεί α) τη φυσική του κλίση προς το διδασκαλικό επάγγελμα β) την επιστημονική κατάρτισή του και γ) τη μόρφωση διδασκαλικής συνείδησης και του ιδανικού του παιδαγωγού,τα οποία δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθούν στους απόφοιτους γυμνασίων. Και αυτό γιατί οι τελευταίοι, με άλλα ιδανικά αντρέφονται, κατά τη μακροχρόνια εκπαιδευσή τους στα Γυμνάσια, προς άλλες κατευθύνσεις προορίζονται και, επομένως, «δεν είναι δυνατόν να θερμαίνωνται από αγάπην και ζήλον προς το διδασκαλικόν επάγγελμα» το οποίο αναγκάζονται να ακολουθήσουν «εν αποτυχία παντός άλλου» (Εισηγητική έκθεση Γόντικα 1929). Την κακή κατάσταση των Γυμνασίων είχε αναγνωρίσει και ο γερουσιαστής Σ. Παπαβασιλείου,[34] κατά τη συζήτηση του προαναφερθέντος νομοσχεδίου στη Γερουσία, ενώ ο υπουργός Παιδείας Κ. Γόντικας είχε χαρακτηρίσει το Γυμνάσιο ως «μορμολύκειον» που είναι τελείως ακατάλληλο ως προπαρασκευαστικό σχολείο για το δάσκαλο (Μπουζάκης 1994, σ.410).

Παρατηρούμε, λοιπόν, ο κύριος προβληματισμός να περιστρέφεται και στην εισηγητική έκθεση,όπως και στο βιβλίο του Δελμούζου, γύρω από το θέμα της ηλικίας αλλά και της κακής κατάστασης των γυμνασίων της εποχής εκείνης, χωρίς όμως να αναφέρεται καθαρά ο απώτερος στόχος της επιλογής των πεντατάξιων διδασκαλείων, που βέβαια είχε άμεση σχέση με το θέμα της γλώσσας. Γιατί με το να εισάγονται οι μελλοντικοί δάσκαλοι από μικρή ηλικία στα διδασκαλεία, «πριν παραστρατήσουν πηγαίνοντας άσκοπα στο γυμνάσιο», όπως είχε τονίσει ο Γληνός σε σχετική συνέντευξή του (Αθανασιάδης σ.136), ήταν βέβαιο ότι θα αποκτούσαν κατά τη διάρκεια της πενταετούς φοίτησής τους δημοτικιστική συνείδηση. Ενώ, αντίθετα, εάν εισάγονταν στα διτάξια διδασκαλεία, μετά την ολοκλήρωση των γυμνασιακών τους σπουδών, θα είχαν ήδη επηρεασθεί από την κλασικιστική και καθαρευουσιάνικη κατεύθυνσή τους. Και στις δύο περιπτώσεις η συνέχεια θα δινόταν στο δημοτικό σχολείο. Σε μια προσπάθεια συγκερασμού των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων των δύο αυτών λύσεων, παρατηρούμε ακόμη να εγκαταλείπεται το 1929 η ακραία ρύθμιση των πολυτάξιων διδασκαλείων του 1924, στα οποία οι υποψήφιοι δάσκαλοι γίνονταν δεκτοί κατευθείαν από το δημοτικό ή το ελληνικό σχολείο, και να ακολουθείται μια μετριοπαθέστερη λύση, τόσο στο θέμα της ηλικίας όσο και στο θέμα των προαπαιτούμενων γνώσεων των μελλοντικών δασκάλων.[35]

Αξιοσημείωτο είναι ότι και στο νομοσχέδιο «περί στοιχειώδους εκπαιδεύσεως» (μετέπειτα Ν.4397/1929), που ακολούθησε κατά λίγες μόνο μέρες το νόμο για τα διδασκαλεία (4368/1929), δεν γίνεται καμμία αναφορά στο θέμα της γλώσσας, παρά τις φωνές που ήδη είχαν αρχίσει να ακούγονται. Ασκώντας κριτική στην πολιτική της Κυβέρνησης Βενιζέλου για το θέμα αυτό, ο Γληνός αναφέρει (1971α, τόμ.Β΄, σ.67): «Το γλωσσικό ζήτημα, που στα 1919 το είχανε υπερνικημένο, στα 1928 το φοβούνται όπως ο διάβολος το λιβάνι. Όχι μόνο αποφεύγουνε κάθε τι που θα μπορούσε να το φέρει στη Βουλή μα και μετά στα διδασκαλικά και εκπαιδευτικά συνέδρια κάθε λογής το πνίγουνε κάθε φορά που πάει να έρθει στη συζήτηση». Και πράγματι ο ίδιος ο Βενιζέλος, κατά τη συζήτηση του προαναφερθέντος νομοσχεδίου στη Βουλή, όταν ο βουλευτής Α. Παπάς[36] θα αναφερθεί στο γλωσσικό ζήτημα, θα προσπαθήσει να τον σταματήσει, χαρακτηρίζοντας μάλιστα το θέμα της γλώσσας «κόκκινο πανί» που αν παρουσιασθεί και πάλι, θα προκαλέσει ερεθισμούς. Γι’ αυτό παρέπεμψε, ως προς τη γλώσσα διδασκαλίας στο δημοτικό σχολείο, στη ρύθμιση του νόμου Νικολούδη (3438/1927) και έκλεισε τη συζήτηση λέγοντας: «Ας αρκεσθώμεν εις αυτό και ας μην εξωθούμε τα πράγματα» (Πρακτικά Βουλής, στο: Μπουζάκης 1994, σ.327).

 

4.2 Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΩΝ ΑΚΑΔΗΜΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΔΑΣΚΑΛΩΝ

Όμως, η λύση που έδωσε η Κυβέρνηση Βενιζέλου, με το Ν.4368/1929, στο πρόβλημα της εκπαίδευσης των δασκάλων θα αποδειχθεί προσωρινή και η βιωσιμότητα των πεντατάξιων διδασκαλείων σύντομη. Ο προβληματισμός για την εκπαίδευση των δασκάλων θα εξακολουθεί να απασχολεί τους παιδαγωγούς, ιδιαίτερα μετά τη μετατροπή όλων των δημοτικών σχολείων της χώρας σε εξατάξια (Ν. 4397/1929), γεγονός που δημιουργούσε απαιτήσεις για δασκάλους με μεγαλύτερη επιστημονική και παιδαγωγική κατάρτιση. Άρχισαν τότε να ακούγονται, όπως αναφέρει ο Διευθυντής του Διδασκαλείου Λαμίας Μ. Παπαμαύρος, διάφορες γνώμες «από ειδικούς και αρμοδίους για την αναδιοργάνωση των Διδασκαλείων». Ο ίδιος θα τοποθετηθεί,[37] το 1932, σχετικά με το θέμα και θα εκφράσει την άποψη προς το τότε Γνωμοδοτικό Συμβούλιο «να ασχοληθεί σοβαρά με το ζήτημα των Διδασκαλείων, γιατί όπως είναι σήμερα δεν ανταποκρίνονται στην ανάγκη του λαϊκού μας σχολείου» (Χαρίτος-Κανδήλα-Κοντομήτρος, σ.77). Ένα χρόνο αργότερα, το Μάρτη του 1933, με την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού και την ανάληψη της εξουσίας από την Κυβέρνηση συνασπισμού του Π. Τσαλδάρη, θα αλλάξει ριζικά και ο θεσμός των διδασκαλείων, στα οποία για έναν ολόκληρο αιώνα εκπαιδεύονταν οι δάσκαλοι του ελληνικού λαού. Το Υπουργείο Παιδείας θα αναλάβει τότε ο, διαμετρικά αντίθετος προς τις ιδέες του εκπαιδευτικού δημοτικισμού, Θεοδ. Τουρκοβασίλης, ο οποίος θα φροντίσει ώστε το πρώτο εκπαιδευτικό νομοσχέδιο που θα έρθει στη Βουλή, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, να αφορά την αλλαγή του θεσμού της εκπαίδευσης των δασκάλων. Συντάκτης του νομοσχεδίου αυτού (μετέπειτα Ν. 5802/1933 «περί Παιδαγωγικών Ακαδημιών») ήταν ο Γ. Παλαιολόγος, ο οποίος είχε αναλάβει τα καθήκοντα του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας,, καθώς και ο Ι. Σκουτερόπουλος, στις απόψεις των οποίων στα θέματα της γλώσσας και της εκπαίδευσης των δασκάλων έχω ήδη αναφερθεί.Το παραπάνω νομοσχέδιο αφού ψηφισθεί και γίνει νόμος του Κράτους θα θέσει οριστικό τέρμα στον κύκλο των Πεντατάξιων Διδασκαλείων, στα οποία οι μέλλοντες δάσκαλοι εκπαιδεύονταν με βάση την κοινή ομιλουμένη, τη δημοτική γλώσσα. Στο εξής, και για μια ολόκληρη πεντηκονταετία, οι δάσκαλοι θα εκαιδεύονται στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες,  αφού   έχουν  ολοκληρώσει τις γυμνασιακές τους σπουδές, έχουν  αποκτήσει κλασική παιδεία και έχουν διδαχθεί την καθαρεύουσα που ήταν η γλώσσα διδασκαλίας στη Μέση Εκπαίδευση.

Κατά τη συζήτηση του προαναφερθέντος νομοσχεδίου στη Βουλή (συνεδρίαση ΛΣΤ΄/8-9-1933) θα γίνει άλλη μια επίθεση κατά των Διδασκαλείων και ιδιαίτερα του Μαρασλείου, το οποίο θα χαρακτηρισθεί Κέντρο Μαλλιαρισμού, Κομμουνισμού και Αθεϊσμού, ενώ θα ζητηθεί η λήψη μέτρων για την εξυγίανσή του.[38] Τότε, θα έρθει και η ώρα του Διδασκαλείου Μυτιλήνης, το οποίο ήδη είχε γίνει «στόχος δυσμενών σχολίων, ακόμη και επιθέσεων από τις στήλες του τοπικού τύπου», με αποτέλεσμα να διωχθεί πειθαρχικά ο Διευθυντής του,[39] και να απομακρυνθεί τελικά από αυτό, και γιατί ήταν «ένοχος του ελεύθερου πνεύματος», αλλά και γιατί καταργήθηκαν τα Πεντατάξια Διδασκαλεία και τη θέση τους πήραν οι Παιδαγωγικές Aκαδημίες.[40] Την ίδια εποχή απολύεται από τη θέση του και ο Διευθυντής του Διδασκαλείου Λαμίας Μιχάλης Παπαμαύρος, παρά τις ελπίδες που είχε εκφράσει προς το νέο τότε Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας και παιδαγωγό Γ. Παλαιολόγο, ότι θα χειριζόταν με σύνεση και δεξιότητα τα εκπαιδευτικά ζητήματα και ότι θα εμπόδιζε να καταδιωχθούν τα ζωντανότερα και δημιουργικότερα στοιχεία του κλάδου με το πρόσχημα του κομμουνισμού.[41] Και ακόμη πως θα τόνιζε ότι «δημοτικισμός και προοδευτισμός είναι πράγματα άσχετα με τον κομμουνισμό» (Χαρίτος-Κανδήλα, Κοντομήτρος, σ.220). Λίγο αργότερα το Διδασκαλείο Λαμίας, υπό τη νέα του διεύθυνση, θα αποβάλλει έναν μαθητή  «διά παντός και από  όλα  τα διδασκαλεία του Κράτους» για μια αναδημοσίευση  ενός  άρθρου του στο περιοδικό Επαρχία σχετικά με τη δημοτική γλώσσα. Για το θέμα θα πάρει θέση ο Μ. Παπαμαύρος.[42]

Με το επόμενο νομοσχέδιο «περί διδακτικών βιβλίων» (μετέπειτα Ν.5911/1933), που θα έρθει στη Βουλή, η διδασκαλία της δημοτικής στις Ε΄ και Στ΄ τάξεις του δημοτικού θα αντικατασταθεί ολοκληρωτικά από την καθαρεύουσα, « απλήν την σύνταξιν και μικροπερίοδον», ενώ θα απαγορευθεί και η κυκλοφορία των αναγνωστικών των τάξεων αυτών, που είχαν ήδη γραφτεί στη δημοτική.[43] Με τον ίδιο νόμο θα εξοβελισθεί και από τα Διδασκαλεία και τη Μέση Εκπαίδευση η δημοτική, αφού, από το άρθρο 2 αυτού, θα προβλεθεί: «Γλώσσα των παντός είδους βιβλίων των σχολείων της μέσης εκπαιδεύσεως και των διδασκαλείων[44] είναι η απλή καθαρεύουσα εκτός των αναγνωστικών, εις τα οποία περιλαμβάνονται παντοία έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας».

Ο Δελμούζος, Καθηγητής τότε του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, θα επικρίνει τα προαναφερθέντα νομοσχέδια και θα επισημάνει τις δυσμενείς συνέπειες που θα έχουν στην εκπαίδευση, εάν ψηφισθούν. Για τις απόψεις του αυτές ο Υπουργός Παιδείας Θ. Τουρκοβασίλης θα τον καλέσει σε απολογία, ενώ αργότερα ο Δελμούζος θα απολυθεί από τη θέση του (Παπανούτσος 1984, σ.115). Το 1935 ο ίδιος Υπουργός (αυτή τη φορά στην Κυβέρνηση Κονδύλη) θα φροντίσει ώστε η δημοτική να κάνει ένα ακόμη βήμα προς τα πίσω και να περιοριστεί στις τρεις μόνον κατώτερες τάξεις του δημοτικού (Λέφας, σ.462, Φραγκουδάκη, σ.66), καθεστώς που θα διατηρηθεί και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, με την οποία ως γνωστόν άλλαξε ο κοινωνικός και πολιτικός χάρτης της χώρας μας.

 

 5. ΕΠΙΛΟΓΟΣ-TΕΛΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ

Από όσα ανέπτυξα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι κατά τη μεταβατική εκπαιδευτική περίοδο της δεκαετίας του 1920 και του 1930, την περίοδο του εκπαιδευτικού δημοτικισμού και της διγλωσσίας ,όπως αλλιώς ονομάζεται, παρατηρείται μεγάλη νομοθετική κινητικότητα ως προς το γλωσσικό ζήτημα, το οποίο μάλιστα, γύρω στο 1931, φάνηκε να οδεύει προς την οριστική επίλυσή του, με τον αποκλεισμό της καθαρεύουσας από τα σχολεία της δημοτικής εκπαίδευσης (Ν. 5045/1931). Όμως, παρά τις σοβαρές προσπάθειες που έγιναν προς την κατεύθυνση αυτή, τόσο από πρωτοπόρους παιδαγωγούς της εποχής εκείνης, όσο και από τον Υπουργό Παιδείας Γ. Παπανδρέου ,το σημαντικότερο συντελεστή της μεταρρύθμισης και ίσως τον «καταλληλότερο γι’ αυτή πολιτικό» (Κουντουράς 1985,σ.95), η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία οδήγησε σε παλινδρόμηση και το γλωσσικό ζήτημα με την καθιέρωση άλλοτε της δημοτικής και άλλοτε της καθαρεύουσας στο σχολείο, ανάλογα με την κοινωνιογλωσσική και την πολιτικοκοινωνική ιδεολογία της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας.

Ιδιαίτερα για τα διδασκαλεία, στα οποία εκπαιδεύονταν οι δάσκαλοι, πρέπει να αναφερθεί, ότι έγιναν κάποια βήματα, όχι όμως αρκετά για τη ριζική λύση του ζητήματος. Και αυτή η κατά βήματα προσπάθεια έγινε συνειδητά προκειμένου να μπει ήρεμα και χωρίς ανατροπές ο δημοτικισμός στα Διδασκαλεία και στα σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης γενικότερα. Άλλωστε, δεν άφηναν περιθώρια για μεγάλη αισιοδοξία, οι εμπειρίες από την έκβαση των προσπαθειών του Μαρασλείου Διδασκαλείου (1926) και του Διδασκαλείου Θηλέων Θεσσαλονίκης (1928), για την προετοιμασία δασκάλων που να εμπνέονται από τις αρχές του εκπαιδευτικού δημοτικισμού, δεδομένου ότι όλες αυτές οι προσπάθειες ματαιώθηκαν με το πρόσχημα του κομμουνισμού και του αθεϊσμού. Έτσι, ακόμη και μετά τη γενναία απόφαση του Συνεδρίου των Διευθυντών των Διδασκαλείων για την εισαγωγή του δημοτικισμού στα σχολεία αυτά (1930), οι κινήσεις θα είναι πολύ προσεκτικές. Ο ίδιος ο Κουντουράς θα παραδεχθεί ότι ο νόμος 5045/1931 «περί σχολικών βιβλίων», με τον οποίο γίνεται η πρώτη σοβαρή προσπάθεια για επίλυση του γλωσσικού ζητήματος, «δεν τολμά απευθείας ακόμα να ξεκαθαρίσει την κατάσταση». Ο ίδιος θα ομολογήσει, επίσης, ότι «από πολιτική σκοπιμότητα» δεν αποτολμήθηκε τότε η γενίκευση της εισαγωγής της δημοτικής γλώσσας στη Μέση Εκπαίδευση και ότι «έγινε ανάγκη από άλλους δρόμους και με κάποιους ελιγμούς να προσπαθήσουμε να φτάσουμε αθόρυβα στο ίδιο αποτέλεσμα» (Κουντουράς 1933, σ. 16 και Κουντουράς 1985, σ.95).

Ένας άλλος δρόμος για την εισαγωγή της δημοτικής στα Διδασκαλεία ήταν, κατά την άποψή μου, και η επιλογή από την Πολιτεία των Πεντατάξιων Διδασκαλείων το 1929, μια επιλογή που, αποδεδειγμένα, στηρίχθηκε στις απόψεις των δημοτικιστών παιδαγωγών και ιδιαίτερα του Δελμούζου. Αντιθέτως, η επιλογή της Πολιτείας για την ίδρυση των Παιδαγωγικών Ακαδημιών το 1933 στηρίχθηκε στις απόψεις των παιδαγωγών-οπαδών της καθαρεύουσας και του κλασικισμού. Το αξιοσημείωτο είναι ότι τις επιλογές αυτές ακολουθούθησαν και οι αντίστοιχες επιλογές για τη γλώσσα διδασκαλίας στο δημοτικό και τα διδασκαλεία, που ανταποκρίνονταν στην ιδεολογία και τις πεποιθήσεις της μιας ή της άλλης πλευράς. Επομένως, το ζήτημα της γλώσσας ήταν, και στις δύο περιπτώσεις, ένας από τους λόγους που συνέβαλε στις συγκεκριμένες επιλογές τόσο το 1929 σε ό,τι αφορά τα Διδασκαλεία όσο και το 1933 σε ό,τι αφορά τις Παιδαγωγικές Ακαδημίες. Το ότι, μεταξύ των λόγων ίδρυσης των Εκπαιδευτικών αυτών Ιδρυμάτων, δεν καταγράφεται (στις εισηγητικές εκθέσεις των αντίστοιχων νομοσχεδίων) και ο ρόλος του παράγοντα της γλώσσας είναι προφανές, δεδομένου ότι αποφεύγεται συστηματικά, κατά την περίοδο εκείνη, οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με το γλωσσικό. Όπως ήδη έχω αναφέρει, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος χαρακτήρισε,το 1929, στη Βουλή «κόκκινο πανί» το γλωσσικό ζήτημα, στο οποίο δεν έπρεπε να δοθεί συνέχεια για να μην προκληθούν «ερεθισμοί». Αλλά και αργότερα ο Υπουργός Παιδείας Γ. Παπανδρέου, δε θα κάνει καμία αναφορά στο γλωσσικό ζήτημα,  ούτε  στην ομιλία του κατά την έναρξη των εκπαιδευτικών συνεδρίων του 1930, ούτε στην εισηγητική έκθεση και την ανακοίνωση του νομοσχεδίου «περί σχολικών βιβλίων» το 1931 (Μπουζάκης 1997, σσ.226-230, 256-258).

Μετά από όλα αυτά, δικαιώνεται, πιστεύω, ο ιστορικός της εκπαίδευσης Χρ. Λέφας και η απόψή του, ότι πίσω από τα προβαλλόμενα επιστημονικά επιχειρήματα, σχετικά με το θεσμό εκπαίδευσης των δασκάλων, και οι δύο πλευρές (δημοτικιστές και οπαδοί της καθαρεύουσας) απέκρυπταν τον έμμεσο σκοπό τους, που δεν ήταν άλλος από το ζήτημα της γλώσσας, δεδομένου ότι οι δάσκαλοι που θα τελείωναν τα Πεντατάξια Διδασκαλεία θα ακολουθούσαν το δημοτικισμό, ενώ αντίθετα, όσοι τελείωναν τις Παιδαγωγικές Ακαδημίες θα ήταν οπαδοί της καθαρεύουσας. Η συνέχεια θα δινόταν, ασφαλώς, στα σχολεία της δημοτικής εκπαίδευσης μετά το διορισμό τους.

 

ΠΗΓΕΣ

 -Ν.3182/1924 (Φ.Ε.Κ. Α΄187 ) «περί διδασκαλείων της δημοτικής εκπαιδεύσεως»              

-Ν.3438/1927 (Φ.Ε.Κ. Α΄327),«περί διδακτικών βιβλίων»                     .

-Ν.4368/1929 Φ.Ε.Κ. Α΄ 291) «περί τροποποιήσεως του Ν.3182 [...] περί διδασκαλείων [...]»

-Ν.4397/1929 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 309) «περί στοιχειώδους εκπαιδεύσεως»

-Ν.5045/1931 (Φ.Ε.Κ. Α΄165), «περί διδακτικών βιβλίων»

-N.5802/1933 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 286 ), «περί Παιδαγωγικών Ακαδημιών»

-Ν.5911/1933 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 357) «περί διδακτικών βιβλίων»

-Εισηγητικές Εκθέσεις,Πρακτικά Βουλής και Γερουσίας Εκπ/κών Νομοσχεδίων 1929 και 1933

-Πανδέκται νόμων και διαταγμάτων, τόμ. Ζ΄,έτος 1932

 

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 Αθανασιάδης Χ., (2001) Δάσκαλοι και Εκπαιδευτικός Δημοτικισμός, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα

-Αντωνίου Χρ., (2002 ) Η εκπαίδευση των Ελλήνων Δασκάλων (1828-2000), εκδ. Ελληνικά  Γράμματα, Αθήνα

-Αρχοντίδης Β,. (1980) «Προσωπική Μαρτυρία. Ο Ε.Π. Παπανούτσος στο Διδασκαλείο Μυτιλήνης». στο: Αφιέρωμα στον Ευάγγελο Παπανούτσο, τόμ. Α΄, Αθήνα 1980

-Γέρου, Θ., (1991) «Κουντουράς-Παπανούτσος», στο: Μίλτος Κουντουράς, Εκατό χρόνια από τη γέεννησή του, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη

-Γληνός, Δημ., (1971α) ΕκλεκτέςΣελίδες, τόμοι Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα

-Γληνός, Δημ., (1971β), Έθνος και γλώσσα: ποιοι δρόμοι ανοίγονται μπροστά στους νέους, εκδ. Αθηνά        -Γληνός, Δημ., (1983), Άπαντα, τόμ. Α΄, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα

-Δεσποτόπουλος,Κ.(1976) «Η δημοτική γλώσσα και η παιδεία του Έθνους»,περ.Νέα Εστία, τεύχ.100,σσ. 104-106.Επίσης στo: Για τη Δημοτική Γλώσσα,εκδ. Γρηγόρη,Αθήνα

-Δελμούζος Αλ., (1929) Οι πρώτες προσπάθειες στο Μαράσλειο 1923-29, εκδ. Δημητράκου, Αθήνα

-Δημαράς Αλ., (1990) Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε. τόμ. Β΄ Εκδ. Ερμής, Αθήνα

-Δημητρούλη Δ. (1997), «Καθαροί και Χυδαίοι: Ιδεολογήματα του γλωσσικού ζητήματος», περ. Ο Πολίτης, τεύχ. 39/1997, σσ.42-47

-Καραντζόλα Ε., (1991), «Οι γλωσσικές απόψεις του Ιω. Συκουτρή», περ. Αντί,τεύχ. 560/1994, σσ.86-91

-Kανταρτζή ,Ε.,(1994) «Ιστορία των Ελληνικών  Αναγνωστικών  Βιβλίων»,περ.Σύγχρονη Εκπαίδευση,σσ 44-50

-Kορδάτος Γ.(1973) Ιστορία του γλωσσικού μας ζητήματος, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα

-Κουντουράς Μ., (1933) Η θέση του Δημοτικισμού στην Εκπαίδευση, εκδ. Μ .Ι. Σαλίβερου, Αθήνα

-Κουντουράς Μ., (1985) Κλείστε τα σχολειά, τόμ. Α΄, Εκδ. Γνώση, Αθήνα

-Κριαράς Εμ., (1979) «Το γλωσσικό ζήτημα», περ. Φιλόλογος, αρ. 17, σσ.132-143

-Κριαράς Εμ., (1986) Πρόσωπα και Θέματα από την ιστορία του Δημοτικισμού, τόμ.Α΄, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα

-Λέφας Χρ., (1943), Ιστορία της Εκπαιδεύσεως, Αθήνα

-Μπαμπινιώτης Γ., (1979) Νεοελληνική Κοινή, εκδ. Γρηγόρης, Αθήνα

-Μπουζάκης Σ., (1994) Εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα, τόμ. Α΄, εκδ. Gutenberg, Αθήνα

-Μπουζάκης Σ., (1997) Γεώργιος Α..Παπανδρέου 1888-1968, Ο πολιτικός της Παιδείας, εκδ. Gutenberg, τόμ. Α΄, 1888-1932, Αθήνα

-Νάκας Α., (2001) Γλωσσοφιλολογικά (Μελετήματα για τη Γγλώσσα και τη Λογοτεχνία), τόμοι Α΄,Β΄,Γ΄, εκδ. Παρουσία, Αθήνα

-Παλαιολόγος Γ., (1927) Τις η προσήκουσα παρ΄ημίν δημοδιδασκαλική παίδευσις, Αθήνα

-Παπανούτσος Ε., (1982) Απομνημονεύματα εκδ. Φιλιππότης, Αθήνα

-Παπανούτσος  Ε., (1984) Αλεξ, Δελμούζος, εκδ. Ιδρυμα Μορφωτικής Τραπέζης της Ελλάδος, Αθήνα

-Σκούρα Λ., (1997) Η εξέλιξη της εκπαίδευσης των δασκάλων, Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, Αθήνα

-Σκουτερόπουλος Ι., (1925) Η αξία των μονοταξίων διδασκαλείων και το Μονοτάξιον Διδασκαλείον Αθηνών κατά το σχολικόν έτος 1924-25, εκδ. Δημητράκου, Αθήνα

-Τζάρτζανος Αχιλ., (1934) Το γλωσσικό μας πρόβλημα: Πως εμφανίζεται τώρα και ποια είναι η ορθή λύσις του, εκδ. Ιωάν. Δ. Κολλάρος και Σία, Εν Αθήναις

-Τσιπλητάρης Αθαν., (1998) «Ο Αλέξανδρος Δελμούζος και η σημερινή εκπαιδευτική πραγματικότητα», περ. Νέα Παιδεία, τεύχ. 87, σσ.119-131

-Τσολάκης Χ., (1991), «Ο Μίλτος Κουντουράς και η γλωσσική διδασκαλία» στο: Μίλτος Κουντουράς. Εκατό χρόνια από τη γέννησή του, Εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη

-Τουλούπης Φ., (2000) Οι αγώνες των δασκάλων κατά τον 20ο αιώνα και η προσφορά τους, Αθήνα

-Τριανταφυλλίδης Μ., (1933) «Το γλωσσικό ζήτημα και η Ακαδημία Αθηνών», περ. Επιστήμη και Ζωή, τεύχ. 5, Αθήνα

-Τριανταφυλλίδης Μ., (1934) 0ι νέοι και το γλωσσικό ζήτημα, Αθήνα

-Τριανταφυλλίδης Μ., (1937) Σταθμοί της γλωσσικής μας ιστορίας, τόμ. Α΄, Αθήνα     

-Χαραλάμπους Δ., (1983) Ο εκπαιδευτικός όμιλος: η ίδρυση, η δράση για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και η διάσπασή του, εκδ. Kυριακίδη, Θεσσαλονίκη

-Χαρίτος Χ., Κανδήλα Ι., Κοντομήτρος Γ., (2002) Τα Διδασκαλεία Λαμίας και Καρπενησίου, εκδ. Gutenberg, Αθήνα

-Φραγκουδάκη Α., (1977) Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση και Φιλελεύθεροι Διανοούμενοι, εκδ. Κέδρος, Αθήνα


1 Ο ένας ήταν υπέρ της «Νέας Αγωγής» και του Σχολείου Εργασίας,ο άλλος ήταν ο κόσμος του «δασκαλισμού» (όπως αποκαλείτο σε αντίθεση με τον παιδοκεντρικό χαρακτήρα της Νέας Αγωγής) και χαρακτηριζόταν από την επιμονή στον ερβαρτιανισμό.Σημαντικός ερβαρτιανός ήταν ο Ν. Εξαρχόπουλος, ο οποίς θεωρείται ταυτόχρονα ο κυριότερος αντίπαλος των εκπροσώπων του εκπαιδευτικού δημοτικισμού (Kουντουράς, 1985, σ.πζ΄).

[2] Ανάλογα με τον τύπο του διδασκαλείου (τριτάξια, τετρατάξια, πεντατάξια). Στα εξατάξια διδασκαλεία οι μαθητές εισάγονταν με απολυτήριο δημοτικού σχολείου.

[3] Kατά την οκταετία 1920-28 υπήρξαν 33 Κυβερνήσεις και από το Υπουργείο Παιδείας πέρασαν 25 Υπουργοί. Το γεγονός ότι η Κυβέρνηση Βενιζέλου εξάντλησε την τετραετία (1928-1932) ήταν πρωτόγνωρο για την Ελλάδα. Επίσης, είναι σπάνιο το γεγονός, και για τις μετέπειτα δεκαετίες, ότι στο Υπουργείο Παιδείας, κατά την παραπάνω τετραετία, έχουμε μόνο δύο Υπουργούς (Γόντικας, Παπανδρέου) που ο ένας δεν ανατρέπει το έργο του προηγούμενου αλά το συνεχίζει, το διευρύνει και το ολοκληρώνει (Μπουζάκης 1997, σ.71).

[4] Τις εργασίες της Γ΄ Γενικής Συνέλευσης της Δ.Ο.Ε. (1923) παρακολούθησε και ο Δελμούζος, ο οποίος είχε μόλις επιστρέψει από τη Γερμανία.΄Οπως δε αναφέρει ο ίδιος (σ.15), του δόθηκε τότε η ευκαιρία να ακούσει και να διαπιστώσει από τους ίδιους τους δασκάλους τη θέλησή τους για εκπαιδευτική αλλαγή και ιδιαίτερα για την εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στο σχολείο. Για την αξιοποίηση των θέσεων αυτών της Δ.Ο.Ε. από τους Γληνό, Δελμούζο, Τριανταφυλλίδη Βλ. και Αθανασιάδης, σ.43.

[5] Η Δ.Ο.Ε. ιδρύθηκε το Μάρτιο του 1922. Οι δυνάμεις που συνέβαλαν στη συγκρότησή της ήταν πολιτικά και γλωσσικά ετερόκλητες. Από τη μια μεριά αντιβενιζελικοί και καθαρευουσιάνοι, από την άλλη, βενιζελικοί και δημοτικιστές. Οι δύο άτυπες ομάδες εκφράστηκαν και στο ηγετικό επίπεδο, μοιράζοντας μεταξύ τους τα βασικά αξιώματα του νεοσύστατου τότε σωματείου. Για τη στάση της Δ.Ο.Ε. απέναντι στο γλωσσικό ζήτημα, και ειδικότερα για τη σχέση της με τον εκπαιδευτικό δημοτικισμό, κατά την κρίσιμη περίοδο 1923-1927 Βλ. Τουλούπης, σ.37, Αθανασιάδης, σσ.20-21, 42-45.

[6] Αναφέρεται στην Κυβέρνηση Παπαναστασίου, η οποία στις προγραμματικές της δηλώσεις για την εκπαίδευση είχε υποσχεθεί ανάμεσα στα άλλα και τη «βαθμιαία εισαγωγή της Δημοτικής γλώσσας...» (Αθανασιάδης, σ.133).

[7] Πρέπει να αναφερθεί, ότ ι η Δ.Ο.Ε. στη 10η Γενική της Συνέλευση (1926) είχε ήδη αποφασίσει την επικράτηση της δημοτικής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης «από του δημοτικού μέχρι και αυτού του Πανεπιστημίου» (Τουλούπης, σ.40 ). Από την άποψη αυτή οι δάσκαλοι δεν ήταν ικανοποιημένοι από τη ρύθμιση Νικολούδη.

[8] Πρέπει να αναφερθεί ότι, μετά τη διάσπαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου (1927), οι δρόμοι του Δελμούζου και του Γληνού είχαν χωρίσει οριστικά.Ο Γληνός στρεφόταν αποφασιστικά όλο και προς τα αριστερά ενώ δεν πίστευε πλέον στη δυνατότητα να γίνουν μεταρρυθμίσεις με φορέα την αστική τάξη.

[9] Βλ. περισσότερα: Τριανταφυλλίδης 1933, σ.4, Κουντουράς 1933, σ.19, Κριαράς 1986, σ.197 . Ας σημειωθεί, ότι η Δ.Ο.Ε. είχε ταχθεί υπέρ της κατάργησης των τόνων από το 1926 στη Ζ΄ Γενική της Συνέλευση (Τουλούπης, σ.40).

[10] Ο νόμος 3438/1927 (άρθρο 6, παρ.3) προέβλεπε ότι στα «γυμνάσια βάσις διδασκαλίας είναι η καθαρεύουσα», ενώ δεν ανέφερε τίποτε για τη γλώσσα στα διδασκαλεία, τα οποία ήταν σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης.

[11] Στην Παιδαγωγική Ακαδημία , που είχε ως στόχο την επιστημονική κατάρτιση του διδακτικού προσωπικού των διδασκαλείων δίδασκαν, μεταξύ άλλων, ο Τριανταφυλλίδης, ο Βάρναλης, ο Σωτηρίου, ο Δελμούζος και βέβαια ο Γληνός, ο οποίος είχε αναλάβει και τη διεύθυνσή της. Βλ  περισσότερα ,Σκούρα, σσ.91-93.

[12] Τα Παιδαγωγικά φροντιστήρια (περιοδείες παιδαγωγών) διενεργήθηκαν, κατά το χρονικό διάστημα από 28/10/1923 έως 2/7/1924, με στόχο τον «προσεταιρισμό» των εν ενεργεία δασκάλων, στους οποίους τόσο ο Γληνός όσο και οι Επόπτες της δημοτικής εκπαίδευσης είχαν επενδύσει τις ελπίδες τους, για την επιτυχία της μεταρρύθμισης (Αθανασίαδης, σ.96).

[13] Όπως το παιδαγωγικό περιοδικό «Εργασία» που εξέδιδε ο τότε Υποδιευθυντής του Μαρασλείου Διδασκαλείου Μιχ. Παπαμαύρος.

[14] Το 1926 θα επισημάνει και ο Κουντουράς (1985, σ. πθ΄), από το Διδασκαλείο Σερρών,στο οποίο υπηρέτησε για λίγους μήνες πριν μετακινηθεί στο Διδασκαλείο Θεσσαλονίκης: «μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες για τη διάδοση του νέου πνεύματος στην αγωγή, ίσως και η πιο μεγάλη είναι η νοοτροπία και η ψυχολογία των δασκάλων».

[15] Η Αυγή ήταν ένα «βραχύβιο δασκαλικό περιοδικό του μεσοπολέμου» (1923-1925), που παρά τη μικρή διάρκεια της κυκλοφορίας του συνέβαλε ουσιαστικά στη διάδοση των δημοτικιστικών ιδεών στους δασκάλους (Βλ. περισσότερα , Αθανασιάδης, σσ.36-97).    

[16]Το σχολείο εργασίας είναι μια από τις τάσεις της Μεταρρυθμιστικής Παιδαγωγικής ,η οποία έκανε την εμφάνισή της στη Γερμανία στις αρχές του 20ου αιώνα ,παράλληλα με άλλες κινήσεις στη Σουηδία, Αγγλία, Η.Π.Α. και αλλού. Ο όρος «σχολείο εργασίας» χρησιμοποιήθηκε για να εκφράσει την αυτενεργό σχολική εργασία (σε αντιδιαστολή με το παλιό σχολείο «το σχολείο των λόγων»), και δεν πρέπει να συγχέεται με την εργασία ως επαγγελματική δραστηριότητα. Ωστόσο ο όρος αυτός, ο οποίος είναι πιστή απόδοση του γερμανικού Arbeitsschulle, δεν απέδιδε πλήρως το εννοιολογικό του περιχόμενο, ούτε στην Ελληνική, ούτε στη Γερμανική, ούτε και σε άλλη γλώσσα. Ο ίδιος ο δημιουργός του όρου και του νέου σχολείου G. Kerschensteiner, αμέσως μετά την εισαγωγή του όρου δίνει και την ερμηνεία του: «Η εργασία δεν είναι αυτό που μόνο ως τώρα νομίζαμε. Έχει μέσα της πλατύτατα πνευματικά, δημιουργικά και προ παντός ηθικά νοήματα...». Ο Μ. Κουντουράς, παραθέτοντας τον δικό του προβληματισμό πάνω στον όρο αυτό, είχε εκφράσει την άποψη ότι ο όρος «Σχολείο Έργων» είναι πλησιέστερος στο πραγματικό νόημα του Νέου Σχολείου και ότι θα μπορούσε να αντικαταστήσει τον κάπως στενό όρο «Σχολείο Εργασίας». Περισσότερα εννοιολογικά και ιστορικά στοιχεία για το σχολείο εργασίας, αλλά και την κίνησή του στην Ευρώπη Βλ. Χαρίτος-Κανδήλα-Κοντομήτρος, σσ.79-91.

[17] Αναφέρεται (πιθανόν) στην αιτιολογική έκθεση του Κουντουρά, ο οποίος, απολογούμενος στο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο ως προς το γλωσσικό ζήτημα, αναφέρει μεταξύ άλλων: «Την δημοτικήν γλώσσαν ως ανάγκην ζωής του σχολείου μας ετόνισα επανειλημμένως. Και τούτο για δύο λόγους. Πρώτον από καθαρώς παιδαγωγικής απόψεως,διότι δι αυτής η ψυχή του παιδιού ανάγεται προς βαθυτέραν και ευκρινιστέραν παρατήρησιν της ζωής και του εαυτού της,δεύτερον δε από λόγους καθαρώς επαγγελματικούς. Διότι ο δημοδιδάσκαλος θα υποχρεωθεί μετά την αποφοίτησή του να διδάξει αυτήν εις το δημοτικόν σχολείον, σύμφωνα με τα σχολικά μας προγράμματα,επομένως ωφείλει κάλλιστα να την γνωρίζει και να την καλλιεργεί...» (Κουντουράς 1985, σ.360).

18 Τα βιβλία διακρίνονταν, σύμφωνα με το Ν.5045/1931, σε διδακτικά (Αναγνωστικά και Εγχειρίδια), σε Βοηθήματα και Ελεύθερα Αναγνώσματα. Για τα δυο πρώτα χρειαζόταν, προκειμένου να εισαχθούν στα σχολεία, έγκριση του Υπουργείου Παιδείας, για τα τελευταία αρκούσε σύστασή του.

[19] Ο Κουντουράς είχε προτείνει μια πιο προχωρημένη διατύπωση σχετικά με τη γλώσσα των βοηθημάτων και των Εγχειριδίων στη Μέση Εκπαίδευση, αλλά δεν έγινε δεκτή από τον τότε Υπουργό Παιδείας Γ. Παπανδρέου, όχι μόνο γιατί «θα ανοιγόταν επικίνδυνη συζήτηση στη Βουλή» αλλά και επειδή, κατά την άποψή του, «η καθαρεύουσα έπρεπε να παραμείνει στο Γυμνάσιο» (Κουντουράς 1985, σ.96) .

[20] Και πράγματι, όπως αναφέρει για το Διδασκαλείο Θεσσαλονίκης και ο ίδιος ο Κουντουράς (1985, σ.360), τα 9/10 των βιβλίων στη Βιβλιοθήκη του παραπάνω Διδασκαλείου ήταν γραμμένα στην καθαρεύουσα.

[21] Ας σημειωθεί ότι ο Γ. Παπανδρέου ήταν πολιτευτής Λέσβου και από την άποψη αυτή είχε ιδιαίτερους δεσμούς με το νησί, το οποίο κρατούσε στα χρόνια εκείνα τη σημαία του φιλελευθερισμού (Αρχοντίδης, σ.107).  

[22] Ο Κουντουράς γνώριζε τα προσόντα του Παπανούτσου, από τη Γερμανία όπου σπούδαζαν μαζί, και γι’ αυτό αισθανόταν πως η παιδεία θα έπεφτε σε άξια χέρια με την ανάθεση σ’ αυτόν της διεύθυνσης του Διδασκαλείου Μυτιλήνης (Αρχοντίδης, σ.108).

[23] Ο Παπανούτσος έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στη γλωσσική και καλλιτεχνική διδασκαλία, το θέατρο, τη Σχολική Κοινότητα,συνέχεια της οποίας αποτελούσε και το περιοδικό που εξέδιδαν οι ίδιοι οι μαθητές και οι μαθήτριες του Διδασκαλείου. Στα πλαίσια του μαθήματος των Αρχαίων και Νέων Ελληνικών επέλεγε, από κοινού με το φιλόλογο του Διδασκαλείου Βασ. Αρχοντίδη, συγγραφείς και βιβλία βασιζόμενα στην ψυχολογία και την ωριμότητα των παιδιών. Ο ίδιος είχε διδάξει τα πλατωνικά κείμενα στην τρίτη τάξη, ενώ για τις δύο τελευταίες τάξεις είχε προγραμματισθεί η διδασκαλία του δημοτικού τραγουδιού, αλλά και της υψηλής ποίησης του Σολωμού, του Σικελιανού, κ.ά. (Αρχοντίδης, σ.114). 

[24] Για την εισαγωγή των αρχών του σχολείου εργασίας στο Διδασκαλείο Λαμίας από τον Μιχ. Παπαμαύρο, Βλ. Χαρίτος-Κανδήλα-Κοντομήτρος, σσ. 84-110.

[25] Στον τοπικό Τύπο της Λαμίας είχαν κατ΄ επανάληψη δημοσιευθεί άρθρα με τίτλο «Κάτω οι μαλλιαροκομμουνισταί», ενώ γονείς των μαθητών είχαν ζητήσει την εκκαθάριση του εκπαιδευτικού κλάδου από την κλίκα Γληνού-Δελμούζου-Παπαμαύρου και Σία (Χαρίτος-Κανδήλα-Κοντομήτρος, σ.217).

[26] Το Κράτος είχε αναγκασθεί να διορίζει ως δασκάλους (τους λεγόμενους προσωρινούς) αποφοίτους όχι μόνον τάξεων Γυμνασίων αλλά ακόμη και Ελληνικών σχολείων, προκειμένου να καλύψει πάμπολα κενά που έμεναν απλήρωτα, ελλείψει προσωπικού, καθώς και κενά απόκεντρων ορεινών περιοχών τα σχολεία των οποίων παρέμειναν επί σειρά ετών κλειστά. Επίσης είχε αναγκασθεί να θεωρήσει ως αρκετό προσόν διορισμού στην περίπτωση των προσφύγων δασκάλων την ένορκη πιστοποίηση δύο μαρτύρων, «βεβαιούντων ότι ο κομιστής είχε χρηματίσει ως δάσκαλος εις κοινοτικόν σχολείον της αλλοδαπής» (Εισηγητική Έκθεση Ν.4368/1929).

[27] Ο Δ. Γληνός, αντικρούοντας την παραπάνω άποψη αναφέρει ότι η η γενική μόρφωση που παρείχαν τα Διδασκαλεία δεν ήταν διαφορετική από αυτήν που παρείχαν τα Γυμνάσια. Επικρατούσε ο ίδιος τρόπος διδασκαλίας, ερμηνεύονταν οι ίδιοι συγγραφείς, ενώ οι ίδιοι καθηγητές μετέφεραν τη γραμματική και το σχολαστικισμό από τα Γυμνάσια στα Διδασκαλεία και τανάπαλιν. Και διερωτάται ο Γληνός (1983, σ.177).  σχετικά με το θέμα: «Πού υπήρξε το ρηξικέλευθον εις τα Διδασκαλεία, πότε ταύτα εδίδαξαν όπως πρέπει την νεοελληνικήν γλώσσαν και λογοτεχνίαν; Πότε εστηρίχθησαν εις έδαφος άλλο από το μονομερώς κλασικόν ή μάλλον το ψευδοκλασικόν, το οποίον εκυριάρχει από το Πανεπιστήμιον μέχρι του νηπιαγωγείου και τανάπαλιν;». Επίσης, προκειμένου να υποστηρίξει την επιλογή των μονοτάξιων διδασκαλείων του 1913, ο Γληνός είχε παραθέσει, στη σχετική μελέτη του (1983, σσ.178,181), και τις απόψεις Ν. Εξαρχόπουλου, γεγονός που ανεξάρτητα από τη σκοπιμότητα, έχει ιδιαίτερη σημασία αν ληφθεί υπόψη ότι ο τελευταίος θεωρείται ο κυριότερος αντίπαλος του εκπαιδευτικού δημοτικισμού.

[28] Η τοποθέτηση αυτή του Παπαμαύρου δημιουργεί έναν ιδιαίτερο προβληματισμό, όχι μόνο γιατί ήταν δημοτικιστής και άμεσος συνεργάτης κατά την εποχή εκείνη του Δελμούζου, του οποίου οι απόψεις ήταν τελείως διαφορετικές,αλλά και γιατί ο ίδιος το 1932 τάσσεται υπέρ των οκτατάξιων διδασκαλείων (βλ περισσότερα παρακάτω). Η εξήγηση που μπορεί να δοθεί είναι ότι το πρόβλημα της εκπαίδευσης των δασκάλων δεν είχε διαφανεί ακόμη στις πραγματικές του διαστάσεις.

[29] Την ίδια περίπου άποψη είχε εκφράσει, το 1919, και ο Σύλλογος των Εκπαιδευτικών του Διδασκαλείου Λαμίας, υπό τη διεύθυνση του Δημ. Μωραϊτη, είχε υποβάλει μάλιστα και σχετικό υπόμνημα στο Υπουργείο των Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως (Χαρίτος-Κανδήμα-Κοντομήτρος, σ.76).

[30] Χαρακτηριστικά, ο Δελμούζος αναφέρει (σ.58): «Τα σημερινά γυμνάσια όπως είναι οργανωμένα και όπως εργάζονται χωρίς να το θέλουν παραμορφώνουν και το μυαλό και το ήθος των παιδιών. Αυτό είναι το γενικό και οι εξαιρέσεις μετρημένες. Ο μαθητής σπρώχνεται στον εγωϊσμό και την υποκρισία, την επιπολαιότητα και την πνευματική τεμπελιά. Η ψυχή του δηλαδή όχι μόνο δε δουλεύεται, παρά παίρνει και συνήθειες αντίθετες από αυτές που χρειάζεται ο δάσκαλος για την επαγγελματική του μόρφωση και το έργο του. Και τις παίρνει σε ηλικία που ριζώνουν μέσα του βαθιά. Εργασία και περιβάλλον είναι τέτοια, που τον εμποδίζουν να φανερώσει και να γνωρίση την κλίση του, τον εαυτό του, και μάλιστα μια κλίση σαν τη δασκαλική, που βάση της έχει την αγάπη..»

[31]Το πρόβλημα της μικρής ηλικίας εισαγωγής των υποψηφίων δασκάλων στα πολυτάξια διδασκαλεία, που αποτελούσε και το σοβαρότερο μειονέκτημά τους, ο Δελμούζος πρότεινε (σ.60), να αντιμετωπισθεί με τη δοκιμαστική φοίτηση των μαθητών σ΄αυτά  κατά τα τρία πρώτα χρόνια, καθώς και με τη δυνατότητα μετεγγραφής τους σε άλλα σχολεία, εάν διαπιστωνόταν ότι δεν ήταν κατάλληλοι για το επάγγελμα του δασκάλου.

[32] To μόνο καλό, που θα είχαν τα διτάξια διδασκαλεία με απόφοιτους γυμνασίων, παραδεχόταν ο Δελμούζος (σ.59), «δεν είναι τόσο το ότι σ’ αυτή την ηλικία ένας νέος μπορεί ο ίδιος να αποφασίσει υπεύθυνα για το μελλοντικό του επάγγελμα, όσο κάτι άλλο. το ότι δηλαδή σε τέτοια ηλικία είναι πολύ πιο σίγουρη η κρίση για το χαρακτήρα ενός παιδιού».

[33] Ο Γεώργιος Παπανδρέου, υπεύθυνος τότε της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για την παιδεία και βασικός εισηγητής των νομοσχεδίων του 1929 σήκωσε το βάρος της αντιπαράθεσης στη Βουλή για τη μεταρρύθμιση. Σε σχετική εισήγησή του, αναφερόμενος στα διδασκαλεία,είχε επισημάνει: «το Υπουργείο Παιδείας έχον πλήρη συναίσθηση της σημερινής θλιβερής καταστάσεως, κατά την οποία επί 12.000 δημοδιδασκάλων οι 5.000 είναι άνευ πτυχίου ποικίλης προελεύσεως, ορίζει δια το μέλλον ως αποκλειστική πηγή προελεύσεως των δημοδιδασκάλων τα πεντατάξια διδασκαλεία , καταργουμένων όλων των άλλων πηγών» (Μπουζάκης 1997, σ.174).

[34] Όμως,ο Παπαβασιλείου ήταν υπέρ του να «διέρχονται διά του Γυμνασίου οι Δημοδιδάσκαλοι»,και γιατί αυτό θα τους εξύψωνε απέναντι της κοινωνίας, και επειδή υπήρχε υπό συζήτηση στη Βουλή ένα νομοσχέδιο της Μέσης Εκπ/σης, από το οποίο αναμενόταν «αρτιώτερος καταρτισμός των γυμνασιοπαίδων» (Μπουζάκης 1994, σ.410).

[35] Στα πεντατάξια διδασκαλεία του Ν.4368/1929 γίνονταν δεκτοί μαθητές ηλικίας 15 ετών, που είχαν συμπληρώσει επιτυχώς τη Β΄ τάξη του εξατάξιου Γυμνασίου.Έτσι, ο κύκλος της όλης μόρφωσης του δασκάλου είχε αυξηθεί κατά ένα έτος. Η ρύθμιση αυτή, όπως αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση του προαναφερθέντος νόμου, ήταν επιβεβλημένη, λόγω της εξελίξεως της κοινωνίας και του παιδιού, η οποία καθιστούσε το έργο του δασκάλου «ολοένα συνθετώτερον και δυσχερέστερον».

[36] Ο βουλευτής Α. Παπάς ήταν εκλεγμένος από το Κ.Ε.Δ. (Κόμμα Ενώσεως Δημοκρατικών), και όπως φαίνεται δημοτικιστής. Η πρότασή του ήταν «η δημοτική να μπει ως μόνη γλώσσα εις το δημοτικόν σχολείον και εις όλες τις τάξεις» (Μπουζάκης 1994, σ.327).

[37]Ο Παπαμαύρος είχε εκφράσει την άποψη στο περιοδικό «Εργασία και Ζωή», ότι ο δάσκαλος «δεν πρέπει να φοιτά καθόλου στα σχολεία της Μέσης Παιδείας […], μα πρέπει αμέσως από το δημοτικό να πηγαίνει στο Διδασκαλείο, όπου θα μένη οκτώ χρόνια. Τα 4 πρώτα χρόνια […] θα είναι προπαρασκευαστικό τμήμα […],ενώ το δεύτερο τετράχρονο τμήμα, το καθαρώς παιδαγωγικό». Μάλιστα, ο Παπαμαύρος θα επανέλθει στην άποψη που είχε εκφράσει ο Δελμούζος τρία χρόνια πριν για τη δοκιμαστική φοίτηση των υποψηφίων δασκάλων και θα προτείνει, όσοι κατά τη διάρκεια του προπαρασκευαστικού τμήματος αποδεικνύονταν ότι δεν ήταν κατάλληλοι για το διδασκαλικό επάγγελμα να μπορούν να μετεγγράφονται σε άλλα σχολεία της Μέσης Παιδείας (Χαρίτος-Κανδήλα-Καραμήτρος, σ.77).

38 Το Μαράσλειο Διδασκαλείο είχε αντικρούσει τότε τις κατηγορίες αυτές με σχετικό υπόμνημα που είχε στείλει στον Υπουργό Παιδείας. Ωστόσο ο Διευθυντής του Γ. Ζομπανάκης μετακινήθηκε από το Διδασκαλείο, κατά την επόμενη σχολική χρονιά 1934-5 (Σκούρα, σσ.84, 99).

[39] Περιγράφοντας το κλίμα της εποχής στα «Απομνημονεύματά» του, ο Παπανούτσος διερωτάται (σ.32): «πώς να εργαστείς μέσα σε μια τέτοιαν ατμόσφαιρα καχυποψίας και μισαλλοδοξίας όπου έφτανε ν’ ακουστεί ότι εδίδασκες και έγραφες στη δημοτική γλώσσα, ότι καινοτομούσες στις μεθόδους της σχολικής εργασίας, ότι αντί να είσαι φόβητρο έχεις γίνει φίλος των μαθητών σου, για να χαρακτηριστείς αμέσως μαλλιαροκομμουνιστής, άθεος και αναρχικός».

[40] Στο αρχικό νομοσχέδιο των Π.Α., αναφέρει ο Παπανούτσος (1982, σ.33), είχε προβλεφθεί το Διδασκαλείο Μυτιλήνης (η πέτρα του σκανδάλου) να κλείσει αμέσως και οι μαθητές του να μετεγγραφούν, σε αντίθεση με τα άλλα Διδασκαλεία του Κράτους, για τα οποία είχε προβλεφθεί να καταργηθούν σταδιακά. Το μέτρο αυτό ξεσήκωσε, τότε, την κοινωνία της Λέσβου και ευτυχώς δεν εφαρμόστηκε. Όμως, ο Παπανούτσος μετακινήθηκε στην νεωσυσταθείσα Παιδαγωγική Ακαδημία Αλεξανδρούπολης, ενώ στο Διδασκαλείο Μυτιλήνης η Πολιτεία φρόντσε να τοποθετήσει τον παιδαγωγό «που αντικατέστησε το Δ/ντή στο Διδασκαλείο Θεσσαλονίκης όταν έφυγε ο Κουντουράς. Θεωρήθηκε φαίνεται κατάλληλος να φέρει την τάξη σε ζωηρά σχολεία» (Αρχοντίδης , σ.111 ).

[41] Πρέπει να αναφερθεί, ότι κατά την εποχή εκείνη, ήταν διαδεδομένη η άποψη ότι δημοτικιστής και κομμουνιστής ήταν έννοιες ταυτόσημες. «Όσον όμως διαδεδομένη, τόσον και άδικος είναι η τοιαύτη παρεξήγησις», θα επισημάνει ο ιστορικός της εκπαίδευσης Χρ Λέφας (σ. 467). Για το ίδιο θέμα, αρκετές δεκαετίες μετά, ο καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης (σσ., 29,30) θα αναφέρει, ότι είχαν δημιουργηθεί διάφορες εξισώσεις, όπως: «δημοτικιστής=προοδευτικός,αριστερός,φωτισμένος» και «καθαρευουσιάνος=συντηρητικός,δεξιός,σκοταδιστής», οι οποίες «πέραν από κάποια περιωρισμένη κοινωνιογλωσσική αλήθεια που περιέχουν αποτελούν αυθαίρετες γενικεύσεις που ερμηνεύονται ιστορικά».

[42] Ο Παπαμαύρος θα εκφράσει την πεποίθησή του «πως ο νέος υπουργός της Παιδείας» , εννοεί τον Ι.Μακρόπουλο που είχε αναλάβει 3 μέρες πριν τη δημοσίευση της επιστολής, «που είναι άνθρωπος λογικός και κατέχει τη σημασία του γλωσσικού ζητήματος δεν θα επιτρέψη να θυσιαστή ένα αγνό παιδί στο αίσχος μιανής μουχλιασμένης εμπάθειας»( Χαρίτος-Κανδήλα-Καραμήτρος, σ.227).

[43] Κατ’ εξαίρεση θα επιτραπεί η κυκλοφορία των βιβλίων αυτών μόνον για το πρώτο εξάμηνο του σχολικού έτους 1933-34 (άρθρο 17, Ν.5911/ 1933), μέχρι να ετοιμασθούν, προφανώς, τα νέα βιβλία στην απλή καθαρεύουσα.

[44] Στο σημείο αυτό γίνεται λόγος περί διδασκαλείων, μολονότι είχε προηγηθεί η ίδρυση των Παιδαγωγικών, Ακαδημιών, αφενός γιατί τα διδασκαλεία συνέχιζαν να λειτουργούν μέχρι να ολοκληρώσουν τον κύκλο τους, αφετέρου γιατί ο νόμος περί Παιδαγωγικών Ακαδημιών είχε τεθεί σε ισχύ από το σχολικό έτος 1934-1935.

 

 

 

 

Copyright 2003 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ  ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ