Η ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ
ΙΔΡΥΣΗΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΟ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Περσεφόνη Α.
ΣΙΜΕΝΗ
Υπ. διδάκτωρ
Πανεπιστημίου Πατρών
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η παρούσα ανακοίνωση επιχειρεί να καταδείξει τις αντιλήψεις του
καθηγητικού σώματος του Πανεπιστημίου Αθηνών, σχετικά με την ίδρυση
και τη λειτουργία του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που επιδιώκεται,
αρχικά από την Κυβέρνηση Αλέξανδρου Παπαναστασίου το 1924 και στη
συνέχεια, από την Κυβέρνηση Ανδρέα Μιχαλακόπουλου, με την ψήφιση του
νόμου 3341 «Περί ιδρύσεως Πανεπιστημίου εν Θεσσαλονίκη», το
1925. Ακολουθώντας την ερμηνευτική προσέγγιση του πραγματολογικού
υλικού, επιδιώκει να διερευνήσει το ρόλο του Πανεπιστημίου Αθηνών, ως
«μακρο-φορέα δράσης», στη διαμόρφωση του Οργανισμού του νέου
Πανεπιστημίου. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το Πανεπιστήμιο Αθηνών
αδύναμο να ακυρώσει την ίδρυση του δεύτερου Πανεπιστημίου, επιδιώκει
τη δημιουργία ενός Οργανισμού, που να επιτρέπει θεσμικές διαδικασίες
παρέμβασης και ελέγχου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από το
καθηγητικό σώμα του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ABSTRACT
This paper attempts to present the views of the Athens University
faculty and their role in establishing the University of Thessaloniki.
The first attempt to establish a University in Thessaloniki in 1924
under the Alexander Papanastasiou Government was unsuccessful. In the
following year, the Andrea Mihalacopoulou Government passed the bill
as law 3341 “Regarding the founding of a University in
Thessaloniki”.
The paper attempts to define the role of the Athens University, as a
“macro actor” in the shaping of the new University. It concludes that
the Athens University being unable to prevent the founding of another
University in Greece attempted to create a governing body that would
have control over the affairs of the University of Thessaloniki by
faculty members of Athens University.
Στην παρούσα ανακοίνωση επιχειρούμε μία θεώρηση των απόψεων του
Πανεπιστημίου Αθηνών, σχετικά με τη νομοθετική προσπάθεια να ιδρυθεί
Πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη, αρχικά από την Κυβέρνηση Αλέξανδρου
Παπαναστασίου, με το νομοσχέδιο «Περί συστάσεως Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης» το 1924 και στη συνέχεια, από την Κυβέρνηση Ανδρέα
Μιχαλακόπουλου, με την ψήφιση του νόμου 3341 «Περί ιδρύσεως
Πανεπιστημίου εν Θεσσαλονίκη», το 1925.
Επιδιώκουμε, με την ερμηνευτική προσέγγιση (Πυργιωτάκης.& Παπαδάκης,
1999, σ.853-858) του πραγματολογικού υλικού, να διαπραγματευτούμε το
κύριο ερώτημά μας: πώς υποδέχεται το Πανεπιστήμιο Αθηνών την ίδρυση
του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης; Με άλλα λόγια, επιχειρείται να
καταδειχθεί ο ρόλος του Πανεπιστημίου Αθηνών, ως “μακρο-φορέας δράσης”,
δηλαδή ως συλλογικός φορέας δράσης, που οι αποφάσεις του έχουν
ευρύτερες συνέπειες από άποψη χώρου και χρόνου (Mouzelis, 2000,
σ.399), στη διαμόρφωση του Οργανισμού του νέου Πανεπιστημίου,
παρακολουθώντας τις αντιδράσεις και αναδεικνύοντας τις σχετικές
αντιλήψεις του καθηγητικού σώματος.
Το πραγματολογικό υλικό αποτελούν τα πρακτικά συνεδριάσεων των
καθηγητών των πέντε Σχολών και της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Αθηνών,
τα πρακτικά συζητήσεων της Βουλής και τα σχετικά νομοθετικά κείμενα.
Σκέψεις για τη σύσταση ενός δεύτερου Πανεπιστημίου υπήρξαν ήδη αμέσως
μετά τους βαλκανικούς πολέμους, με την προσάρτηση των Νέων Χωρών και
την εδαφική και πληθυσμιακή επέκταση του ελληνικού κράτους(1). Η ιδέα
θα γίνει νομοθετική πράξη το 1920, με το «Διάταγμα Ιδρύσεως
Πανεπιστημίου Σμύρνης», από την Κυβέρνηση Ε. Βενιζέλου, με βάση
σχετικό υπόμνημα που είχε συντάξει ο μαθηματικός Κωνσταντίνος
Καραθεοδωρής (Σολομωνίδης, 1989, σ.390-393). Μετά την κατάρρευση, όμως,
της Μεγάλης Ιδέας, με τη μικρασιατική καταστροφή, η δημιουργία του
Πανεπιστημίου της Σμύρνης ματαιώνεται. Εντούτοις, η ιδέα της σύστασης
του δεύτερου Πανεπιστημίου διατηρείται και επιχειρείται να υλοποιηθεί
στα 1924.
Στις 13 Μαρτίου του 1924, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ηγέτης της
ριζοσπαστικής πτέρυγας της Βουλής, αναλαμβάνει για πρώτη φορά την
εξουσία και σχηματίζει Κυβέρνηση (Μακρυδημήτρης, 1997, σ.141). Λίγες
ημέρες αργότερα, στις 24 Μαρτίου(2), κατά τις προγραμματικές δηλώσεις
της στη Βουλή, δηλοποιείται η πρόθεση της Κυβέρνησης να φροντίσει «διά
την εκπαιδευτικήν οργάνωσιν των βορείων του Κράτους επαρχιών» (Α.
Παπαναστασίου, Συνεδρίασις 37, 24/3/1924. Εφημερίς Συζητήσεων Βουλής,
σ.584), προχωρώντας στην ίδρυση και δεύτερου Πανεπιστημίου, του οποίου,
«η καλή οργάνωσις και τας Νέας Χώρας θα ωφελήση και την
επιστημονικήν παρ’ ημίν δράσιν θα προαγάγη, συντελούσα εμμέσως εις την
βελτίωσιν και του εν Αθήναις Πανεπιστημίου.» (Παπαναστασίου, ό.π.).
Η Κυβέρνηση, συνεπής στις προγραμματικές της δηλώσεις, σπεύδει στις 8
Ιουλίου 1924, να υποβάλλει στη Βουλή, το νομοσχέδιο «περί συστάσεως
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης», που είχε συντάξει ο Δημήτρης Γληνός (Μαρκέτος,
1989, σ.404). Στην ομιλία του στη Βουλή, ο υπουργός Παιδείας, Ιωάννης
Λιμπερόπουλος, χαρακτηρίζοντας τον Οργανισμό αυτό, ως «τον σκελετόν
του ιδρύματος» (Συνεδρίασις 76, 8/7/1924. Εφημερίς Συζητήσεων
Βουλής, σ.747), συμπυκνώνει σε πέντε, τα θετικά σημεία του: «εκ των
διατάξεων τούτων εμφαίνεται πρώτον ο ιδιαίτερος χαρακτήρ του
Πανεπιστημίου, δεύτερον ο πλούτος των διδασκομένων νέων κλάδων, τρίτον
η ευρύτης των αντιλήψεων ως προς την εκλογήν του διδακτικού προσωπικού
και η δημιουργία φυτωρίου καθηγητών διά του θεσμού των εμμίσθων
υφηγητών, τέταρτον αι περί την διοίκησιν του Πανεπιστημίου καινοτομίαι
και πέμπτον τέλος η σοβαρότης των πόρων, οίτινες διατίθενται υπέρ του
ιδρύματος.» (Ι. Λιμπερόπουλος, ό.π., σ.747-748).
Η σύσταση Πανεπιστημίου στην πρωτεύουσα των Νέων Χωρών, έρχεται να
ικανοποιήσει την αντικειμενική ανάγκη της ίδρυσης «ανωτέρων
εκπαιδευτικών ιδρυμάτων νεωτέρου μάλιστα πρακτικού και τεχνικού τύπου,
τα οποία και την Χώραν να μελετήσωσιν από των απόψεων τούτων και τα
κατάλληλα πρόσωπα να μορφώσωσι.» (Ι. Λιμπερόπουλος, ό.π., σ.747).
Έτσι, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης προστίθενται, σε σχέση με το
υφιστάμενο Πανεπιστήμιο Αθηνών, νέες Σχολές, όπως η Σχολή των
Οικονομικών Επιστημών(3), ή διαιρούνται «οι κατά παράδοσιν Σχολαί
εις πολλαπλά τμήματα.»(4). Εκτός από τη συμβολή του στην
οικονομική ανάπτυξη των Νέων Χωρών, το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, θα
σημειώσει ο Ι. Λιμπερόπουλος, φιλοδοξεί να γίνει κέντρο ακτινοβολίας «του
εθνικού ημών πολιτισμού, μέλλοντος να διαθερμάνη εις τους κόλπους της
Ελληνικής ιδέας όλα τα τέκνα της Ελληνικής Πατρίδος» (Ι.
Λιμπερόπουλος, ό.π., σ.747), συντελώντας «τα μέγιστα και εις τον
εξελληνισμόν της Θράκης», όπως θα πει ο Α. Παπαναστασίου στη Βουλή
(Συνεδρίασις 83, 16/7/1924. Εφημερίς Συζητήσεων Βουλής, σ.997).
Το νομοσχέδιο «περί συστάσεως Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης», θα
απασχολήσει ιδιαίτερα, το υφιστάμενο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στις 12
Ιουλίου 1924, τέσσερις, μόλις ημέρες, μετά την κατάθεση του
νομοσχεδίου στη Βουλή, ο πρύτανής του, Δημήτριος Παππούλιας, καλεί
εκτάκτως, σε συνεδρία τη Σύγκλητο. Τα δύο βασικά ζητήματα, στα οποία
το Πανεπιστήμο θα δηλώσει την αντίθεσή του, επισημαίνονται και
τίθενται σε συζήτηση από τον Δ. Παππούλια, ο οποίος χαρακτηρίζει το
νομοσχέδιο «αυτόχρημα εξάμβλωμα» (Συνεδρία 18η, 12/7/1924, στα
Πρακτικά Συγκλήτου 1923-1924, σ.111). Το καθηγητικό σώμα του
Πανεπιστημίου Αθηνών κατ’ αρχήν, θα εκφράσει το «παράπονον», «ότι
δεν εζητήθη η γνώμη του Πανεπιστημίου, ως θα ήτο ορθόν» (Κ.
Ζέγγελης, ό.π., σ.113), σχετικά με τον Οργανισμό του Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης. Το δεύτερο ζήτημα, το οποίο μέλλει να αποτελέσει σημείο
αιχμής, είναι το δικαίωμα που παρέχεται στον υπουργό να μεταθέτει
καθηγητές από το Πανεπιστήμιο Αθηνών προς το νέο Πανεπιστήμιο (άρθρο
25 του νομοσχεδίου). Η ρύθμιση αυτή, θεωρούμενη ως μέτρο εκκαθάρισης
του Πανεπιστημίου Αθηνών (ό.π., σ.111-112), βρίσκει αντίθετους τους
καθηγητές(5). Μάλιστα, ο Μιχαήλ Κατσαράς, καθηγητής της Ιατρικής
Σχολής, αντιστρέφοντας τη σχετική διάταξη, θα υποστηρίξει: «Μόνον
καθηγηταί του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης θα ηδύναντο να μετακαλούνται
εις το Πανεπιστήμιον Αθηνών» (Μ. Κατσαράς, ό.π., σ.112). Η
Σύγκλητος θα κάνει γνωστές τις θέσεις της στον Α. Παπαναστασίου(6), ο
οποίος δηλώνει στη Βουλή κατά την Α΄ συζήτηση του νομοσχεδίου, στις 16
Ιουλίου 1924: «Αναγνωρίζομεν ότι πρέπει να ακουσθή και η γνώμη της
Συγκλήτου του Πανεπιστημίου και έχομεν ήδη υπ’ όψιν μερικάς
τροπολογίας υποβληθείσας παρ’ αυτής.» (Συνεδρίασις 83, 16/7/1924,
Εφημερίς Συζητήσεων Βουλής, σ.997).
Τελικά, το νομοσχέδιο δεν ψηφίζεται(7). Η Κυβέρνηση Α. Παπαναστασίου
παραιτείται στα τέλη Ιουλίου 1924(8). Η προσωρινή Κυβέρνηση «θερινών
διακοπών» του Θεμιστοκλή Σοφούλη (Μακρυδημήτρης, 1997, σ.147) που
ακολουθεί, αναθέτει σε μία κοινοβουλευτική επιτροπή την επεξεργασία
του νομοσχεδίου του Δ. Γληνού, η οποία καταλήγει στο σχέδιο νόμου «περί
ιδρύσεως Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης»(9).
Το Αθήνησι θα προσπαθήσει να επέμβει στην επιχειρούμενη σύνταξη του
Οργανισμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του
πρύτανη κατά το ακαδημαϊκό έτος 1924-1925, Κωνσταντίνου Ζέγγελη, «μετά
τας εξ ονόματος της Συγκλήτου παραστάσεων του Πανεπιστημίου προς την
Κυβέρνησιν» (Συνεδρία 1η, 6/9/1924, στα Πρακτικά Συγκλήτου
1924-1925, σ.4), ο υπουργός Παιδείας, Θεόδωρος Βελλιανίτης, τον
Αύγουστο του 1924 συγκροτεί επιτροπή, αποτελούμενη κυρίως, από
καθηγητές του Πανεπιστημίου, υπαλλήλους του Υπουργείου και ειδικούς
επιστήμονες(10), προκειμένου «ο Οργανισμός του Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης να συνταχθή μετ’ επισταμένην μελέτην, εξ ης και η
υπόστασις του Πανεπιστημίου Αθηνών να τηρηθή άνευ μειώσεως ταύτης και
βλάβης» (Κ. Ζέγγελης, στα Πρακτικά Συγκλήτου 1924-1925, Συνεδρία
1η, 6/9/1924, σ.4). Η επιτροπή αποφαίνεται σχετικά με τον καθορισμό
των τακτικών εδρών και το διορισμό των πρώτων τακτικών καθηγητών στο
νέο Πανεπιστήμιο, ο οποίος θα γίνεται από τον υπουργό Παιδείας και όχι
από το Υπουργικό Συμβούλιο, όπως όριζε το νομοσχέδιο, με απόφαση
ειδικής επιτροπής από καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών και άλλων
ειδικών επιστημόνων(11). Ανεπίλυτο όμως, και στο σχέδιο νόμου της
επιτροπής αυτής, παραμένει το «σπουδαίον ζήτημα» (ό.π., σ.4),
σύμφωνα με τον πρύτανη, Κ. Ζέγγελη, δηλαδή οι σχέσεις μεταξύ των δύο
Πανεπιστημίων και η μετάθεση των καθηγητών από το Αθήνησι στο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης(12).
Στις 16 Σεπτεμβρίου 1924 το Πανεπιστήμιο Αθηνών υποβάλλει προς το
Υπουργείο Παιδείας υπόμνημα με τις θέσεις του, με την ελπίδα να
μεταβάλλει τις απόψεις της επιτροπής του Υπουργείου(13), ώστε, κατά το
συντάκτη του υπομνήματος, Κ. Ζέγγελη, «ο Οργανισμός του
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης να συνταχθή υπό όρους καλυτέρους επ’ αγαθώ
αμφοτέρων των Πανεπιστημίων» (Συνεδρία 2α, 13/9/1924, στα Πρακτικά
Συγκλήτου 1924-1925, σ.11). Με το υπόμνημα αυτό(14), επιχειρείται κατ’
αρχήν, να αντιμετωπιστεί «ο εκ της διατάξεως του νομοσχεδίου περί
του μετακλητού των καθηγητών ευλόγως προκύψας φόβος, ότι η διάταξις
αύτη αφαιρεί την ανεξαρτησίαν του Πανεπιστημίου και κίνδυνος υφίσταται
κακής αυτού χρήσεως.» (Κ. Ζέγγελης, στα Πρακτικά Συγκλήτου
1924-1925, Συνεδρία 1η, 6/9/1924, σ.4). Έτσι, η Σύγκλητος ζητάει, όχι
περισσότεροι των δύο καθηγητών της ίδιας Σχολής του Πανεπιστημίου
Αθηνών και αφού το ζητήσει το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης(15), να «μετακαλώνται
εφ’ άπαξ υπό του Υπουργού διά χρόνον μη υπερβαίνοντα το εξάμηνον»
(Έγγραφο Πρυτανείας, αριθ.497/106, 16/9/1924), διαφωνώντας με την
απόφαση της επιτροπής, που είχε ορίσει την υποχρεωτική παραμονή των
καθηγητών στο νέο Πανεπιστήμιο για ένα έτος (Κ. Κτενάς, στα Πρακτικά
Φυσικομαθηματικής Σχολής 1922-1925, Συνεδρία 11/10/1924, σ.197).
Παράταση του χρόνου αυτού μπορεί να υπάρξει, για ένα ακόμη εξάμηνο,
μόνο με τη συναίνεση του καθηγητή. Προτείνει, ακόμη, οι μετακαλούμενοι
καθηγητές να θεωρούνται μέλη του Πανεπιστημίου Αθηνών, συμμετέχοντας
στις διαδικασίες εκλογής των καθηγητών των Σχολών αλλά και των αρχών
του Πανεπιστημίου της Αθήνας, με αποστολή της ψήφου τους στον Πρύτανη
του Αθηναϊκού Πανεπιστημίου. Παράλληλα, κρίνει «αρκετή διά την
πλήρωσιν των πρώτων αναγκών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης» (Έγγραφο
Πρυτανείας, αριθ.497/106, 16/9/1924), την τριετία και όχι την
πενταετία, που όριζε το νομοσχέδιο της επιτροπής. Επίσης, η Σύγκλητος
προτείνει, με απόφαση του υπουργού Παιδείας, να αναλαμβάνουν την
οργάνωση των εργαστηρίων, μουσείων, κλινικών ή σπουδαστηρίων του νέου
Πανεπιστημίου οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θεωρεί αναγκαία
την προσθήκη ειδικής διάταξης, σχετικά με το διορισμό καθηγητών του
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ή αντίστροφα, σε
κενές ή ιδρυόμενες ομοειδείς έδρες, ύστερα από πρόταση της οικείας
Σχολής, ώστε το νέο Πανεπιστήμιο, να μην αποτελέσει «γέφυρα προς
αντικανονικήν εισαγωγήν καθηγητών αυτού εις το Πανεπιστήμιον Αθηνών.»
(Έγγραφο Πρυτανείας, αριθ.497/106, 16/9/1924).
Ο υπουργός Παιδείας, Θεόδωρος Βελλιανίτης, θα καταθέσει το υπόμνημα του
Πανεπιστημίου, με τη δική του κριτική σε αυτό, στην κοινοβουλευτική
επιτροπή, στην οποία είχε, νωρίτερα, υποβάλει το σχέδιο της επιτροπής
του Υπουργείου Παιδείας(16). Στις αρχές Οκτωβρίου 1924, η Κυβέρνηση
Θεμιστοκλή Σοφούλη παραιτείται. Κυβέρνηση θα σχηματίσει από το χώρο
της ευρύτερης βενιζελικής παράταξης, ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος(17). Ένα
μήνα αργότερα, δημοσιεύεται «το υπό της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής
εγκριθέν σχέδιον του Οργανισμού του Πανεπιστημίου»(18), ενώ ο
πρόεδρος της επιτροπής αυτής, Σκεύος Ζερβός, με επιστολή του προς τον
πρύτανη, ζητάει τις απόψεις του Πανεπιστημίου Αθηνών για τον Οργανισμό
αυτό(19). Εκτός από τη Σύγκλητο και η Φυσικομαθηματική Σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών, θα ασχοληθεί με το θέμα αυτό. Στη συνεδρία της
Φυσικομαθηματικής στις 29 Νοεμβρίου 1924, ο καθηγητής της Σχολής και
πρύτανης του Πανεπιστημίου Κ. Ζέγγελης, σημειώνει ότι η
κοινοβουλευτική επιτροπή, «ουδεμίαν των γνωμών της Συγκλήτου έλαβεν
υπ’ όψιν, ούτε τας γνώμας του Υπουργού όσαι συνεφώνουν προς τας γνώμας
της Συγκλήτου» (Συνεδρία 29/11/1924, στα Πρακτικά
Φυσικομαθηματικής Σχολής 1922-1925, σ.254), ενώ κατά το Δ. Αιγινήτη, ο
οργανισμός που συνέταξε, περιλαμβάνει και διατάξεις που «θα
καταστρέψουν εντελώς και το υπάρχον Πανεπιστήμιον.» (ό.π., σ.259).
Πέντε είναι τα σημεία αιχμής του νέου νομοσχεδίου, για τα οποία, ο
Νικόλαος Χατζιδάκης θα καλέσει το Πανεπιστήμιο «εντόνως να
διαμαρτυρηθή»(20): α) ο ανώτερος μισθός των καθηγητών του
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, β) ο διορισμός των πρώτων καθηγητών από
κρατική επιτροπή και «ουχί υπό του προϋπάρχοντος Κρατικού
Πανεπιστημίου» (Ν. Χατζιδάκης, στα Πρακτικά Φυσικομαθηματικής
Σχολής 1922-1925, Συνεδρία 29/11/1924, σ.258), γ) τα πολλαπλά
διπλώματα, «προνόμιον του νέου» (ό.π.) έναντι του παλαιού Πανεπιστημίου, δ) η υποχρεωτική μετάθεση των καθηγητών, η οποία «ουδαμού
του πεπολιτισμένου κόσμου γίνεται σήμερον» (ό.π.) και ε) ο
διορισμός καθηγητών χωρίς διδακτορικό δίπλωμα, πηγή πολλών ατόπων (Δ.
Χόνδρος, ό.π., σ.258).
Η Σύγκλητος, με πρόταση της Φυσικομαθηματικής Σχολής(21), θα προχωρήσει
στη συγκρότηση επιτροπής, «προς διαφώτισιν της Κυβερνήσεως και
άλλων αρμοδίων πολιτικών προσώπων επί των παραγνωριζομένων δικαιωμάτων
του Πανεπιστημίου.»(22). Η επιτροπή αυτή, συνεργαζόμενη με το
Σκεύο Ζερβό, δε θα καταλήξει όμως, «εις ωρισμένην έκθεσιν»,
κρίνοντας «εν γενικαίς γραμμαίς» ότι στη Θεσσαλονίκη, «μόνον
προς το παρόν ο καταρτισμός πυρήνος πανεπιστημιακού είναι δυνατός διά
της ιδρύσεως ειδικών τινων Σχολών ή και μεταθέσεως εξ Αθηνών τοιούτων»
(Κ. Ζέγγελης, στα Πρακτικά Συγκλήτου 1924-1925, Συνεδρία 15η,
27/12/1924, σ.115), χωρίς εντούτοις, η μετάθεση αυτή να αφορά σε
Σχολές του Πανεπιστημίου Αθηνών (Παπαστράτης, σ.192).
Στις 4 Απριλίου 1925, με επιστολή του προς το Δ. Παππούλια, νομικό
σύμβουλο του Πανεπιστημίου Αθηνών(23), ο πρωθυπουργός Ανδρέας
Μιχαλακόπουλος ζητάει τις παρατηρήσεις του σχετικά με το νομοσχέδιο
της κοινοβουλευτικής επιτροπής, ως προς το νομικό μέρος, όμως (Μιχαλακόπουλος,
4/4/1925). Ο Δ. Παππούλιας, θα απαντήσει αμέσως, την επόμενη κιόλας
ημέρα, κρίνοντας ότι το νομοσχέδιο έχει «καλώς», εάν κανείς
εξαιρέσει το βασικό μειονέκτημά του, ότι κατά τη σύνταξή του δε
λήφθηκαν υπόψη «οι Οργανισμοί των κατά τους τελευταίους χρόνους
ιδρυθέντων Πανεπιστημίων ιδία της Φραγκφούρτης της Κολωνίας και του
Αμβούργου.» (Παππούλιας, 5/4/1925). Οι ειδικότερες παρατηρήσεις
του, αφορούν σε συγκεκριμένες διατάξεις του νομοσχεδίου: Προτείνει τη
μεταβολή της αναγραφόμενης σειράς των Σχολών, «διατηρουμένης της
παραδεδομένης τάξεως αυτών»(24), δηλαδή, της καθορισμένης σειράς
των Σχολών στον ισχύοντα Οργανισμό του Πανεπιστημίου Αθηνών (Ν.
2905/1922, άρθρο 4). Συνεπής με την προηγούμενη ένστασή του σχετικά με
το διορισμό καθηγητών, που δε διαθέτουν διδακτορικό δίπλωμα, στο νέο
πανεπιστήμιο (Δ. Παππούλιας, στα Πρακτικά Συγκλήτου 1923-1924,
Συνεδρία 18η, 12/7/1924, σ.111), θεωρεί απαληπτέα τη σχετική διάταξη,
«άλλως το Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης κινδυνεύει να μη θεωρηθή υπό
των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων ως ομοταγές προς ταύτα.» (Παππούλιας,
5/4/1925). Ακόμη, αναφερόμενος ουσιαστικά, στις σχέσεις μεταξύ των δύο
Πανεπιστημίων, επαναλαμβάνει το αίτημα του Πανεπιστημίου Αθηνών, να
διορίζονται με διάταγμα, καθηγητές από το Αθήνησι στο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης και αντίστροφα, με πρόταση της οικείας Σχολής(25).
Το νομοσχέδιο της Κοινοβουλευτικής επιτροπής θα συζητηθεί στη Βουλή και
θα ψηφιστεί τον Ιούνιο του 1925(26). Στο τελικό κείμενο του νόμου 3341
«Περί ιδρύσεως Πανεπιστημίου εν Θεσσαλονίκη» (Φ.Ε.Κ. 154,
22/6/1925, τ.Α΄, σ.953-956), οι υποδείξεις, τόσο της Συγκλήτου, που
είχαν συμπεριληφθεί στο υπόμνημά της, όσο και του Δ. Παππούλια,
φαίνεται πως δε λήφθηκαν υπόψη. Έτσι, παραμένουν αμετάβλητες οι
διατάξεις σχετικά με τη σειρά των Σχολών (άρθρο 3) και τη δυνατότητα
διορισμού καθηγητών στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, χωρίς διδακτορικό
δίπλωμα (άρθρο 7). Δεν προστίθεται η ειδική διάταξη για το διορισμό
καθηγητών, από το ένα Πανεπιστήμιο στο άλλο, με πρόταση της οικείας
Σχολής. Επίσης, στο νόμο διατηρούνται τα πολλαπλά διπλώματα που
χορηγούν οι Σχολές (άρθρο 5), ο ανώτερος μισθός των καθηγητών του
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (άρθρο 10), ο διορισμός των πρώτων
καθηγητών του από κρατική επιτροπή (άρθρο 20), η υποχρεωτική μετάθεση
των καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθηνών στο νέο Πανεπιστήμιο για ένα
έτος (άρθρο 25), καθώς και η προθεσμία των πέντε πρώτων χρόνων για την
πλήρωση των κενών εδρών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (άρθρο 25).
Με βάση τα παραπάνω μπορεί κανείς να υποστήριξει ότι γίνεται φανερός ο
φόβος του Πανεπιστημίου Αθηνών, απέναντι στην ίδρυση ενός δεύτερου,
ανταγωνιστικού, ανώτατου ιδρύματος στον ελλαδικό χώρο, το οποίο «χωρίς
να υστερή κατ’ ουδέν του παραδεδεγμένου κλασσικού τύπου των
Πανεπιστημίων», όπως τονίζει ο Ι. Λιμπερόπουλος στη Βουλή, «μέλλει
να περιλάβη εις τους κόλπους αυτού και πάντας τους κλάδους των
τεχνικών και εφηρμοσμένων επιστημών» (Συνεδρίασις 76, 8/7/1924. Εφημερίς συζητήσεων Βουλής, σ.747). Αυτή, εξάλλου, η «μεγαλυτέρα
ειδίκευσις εις τας σπουδάς» και η «μεγαλυτέρα ευρύτης των
διδασκομένων μαθημάτων»(27), κατά τον Α. Παπαναστασίου, αποτελεί
το διαφοροποιό στοιχείο μεταξύ των Οργανισμών του Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης και του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο Νικόλαος Χατζιδάκης,
τακτικός καθηγητής της Φυσικομαθηματικής Σχολής, θα διαπιστώσει: «Ως
έγιναν τα πράγματα ουδεμία σχέσις υπάρχει μεταξύ των δύο Πανεπιστημίων.
Οι φοιτηταί του ιδικού μας Πανεπιστημίου θα μειωθούν διότι οι πολλοί
θα σπεύσουν εκεί όπου θα λαμβάνουν πολλά διπλώματα εις ολιγώτερον
καιρόν.» (Συνεδρία 29/11/1924, στα Πρακτικά Φυσικομαθηματικής
Σχολής 1922-1925, σ.257). Χαρακτηριστική είναι η πρόταση του Γεώργιου
Αθανασιάδη, κοσμήτορα της Φυσικομαθηματικής Σχολής, να συσταθεί στην
Κυβέρνηση «όπως μη δώση τοιαύτην έκτασιν εις το Πανεπιστήμιον Θ/νίκης
οίαν αναγράφει το νομοσχέδιον […] περιορίζουσα τον αριθμόν των
πτυχίων, το προσωπικόν των Σχολών και την πολυμερή κατεύθυνσιν του
υπερ-Πανεπιστημίου τούτου» (ό.π., σ.256).
Ταυτόχρονα, πίσω από τους φόβους αυτούς, υποκρύπτεται ένας πιο έντονος
φόβος ότι ένα νέο Πανεπιστήμιο, που θα δημιουργηθεί από φιλελεύθερες
Κυβερνήσεις, στις οποίες συμμετείχαν σε επιτελικές θέσεις, πρόσωπα με
σαφή δημοτικιστικό παρελθόν, όπως ο συντάκτης του αρχικού νομοσχεδίου,
Δ. Γληνός, αναμενόταν να λειτουργήσει ως «αντίπαλος» (Σ. Ζερβός,
Συνεδρίασις 197, 3/6/1925. Εφημερίς συζητήσεων Βουλής, σ.442),
απέναντι στο Πανεπιστήμιο Αθηνών(28). Έτσι, το Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης θα μπορούσε να μετατραπεί σε οχυρό, σύμφωνα με την
επισήμανση του Σπύρου Μαρκέτου, για τον εκπαιδευτικό δημοτικισμό και
τις νεώτερες κοινωνικές αντιλήψεις (Μαρκέτος, 1989, σ.404).
Όταν πια το Πανεπιστήμιο αντιλαμβάνεται την αδυναμία του να ματαιώσει
την ίδρυση του νέου Πανεπιστημίου, επιδιώκει να έχει κυρίαρχο λόγο,
τουλάχιστο στη μορφή και στη δομή που θα λάβει. Ο Ν. Χατζιδάκης θα πει:
«Τα πρόσωπα τα οποία έκαμαν τον Οργανισμόν του νέου Πανεπιστημίου, […] είναι νομίζω ουχί τα ενδεδειγμένα και έπρεπε πρωτίστως να
ερωτηθή το επίσημον του Κράτους Πανεπιστήμιον περί τούτου.» (Συνεδρία
29/11/1924, στα Πρακτικά Φυσικομαθηματικής Σχολής 1922-1925, σ.257).
Εδώ, εντάσσεται και η θέση του Πανεπιστημίου να παίξει πρωταγωνιστικό
ρόλο στο ζήτημα της στελέχωσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στο
ξεκίνημά του, αν λάβουμε υπόψη μας την παρατήρηση του Σ. Ζερβού,
προέδρου της κοινοβουλευτικής επιτροπής που συνέταξε το νομοσχέδιο: «από
τον πρώτον καθηγητικόν σύλλογον και την πρώτην Σύγκλητον του
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης θα εξαρτηθή πλήρως και ολοκληρωτικώς η τύχη
του μέλλοντος του ανωτάτου τούτου ιδρύματος.» (Συνεδρίασις 197,
3/6/1925. Εφημερίς Συζητήσεων Βουλής, σ.441). Ο Μ.
Κατσαράς, καθηγητής της Ιατρικής Σχολής, είναι ο πρώτος που θέτει, στη
συνεδρία της Συγκλήτου στις 12 Ιουλίου 1924, την ιδέα αυτή: «Το
μόνον όπερ προσήκει να ζητήσωμεν, είναι όπως οι πρώτοι καθηγηταί του
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ψηφισθώσιν υπό των Σχολών.» (Πρακτικά
Συγκλήτου 1923-1924, σ.112). Λίγους μήνες αργότερα, στη συνεδρία της
Φυσικομαθηματικής Σχολής στις 29 Νοεμβρίου, ο Ν. Χατζιδάκης σημειώνει:
«Το ορθόν δε ως προς τον διορισμόν των πρώτων καθηγητών θα ήτο να
προετείνοντο από τας Σχολάς του εδώ Πανεπιστημίου κατόπιν διαγωνισμού
ως γίνεται και διά τους καθηγητάς του Εθν. Πανεπιστημίου.» (Πρακτικά
Φυσικομαθηματικής Σχολής 1922-1925, σ.257). Επίσης, η ίδια λογική
φαίνεται να διέπει την πρόταση της Συγκλήτου να ανατεθεί η οργάνωση
των εργαστηρίων, μουσείων, κλινικών και σπουδαστηρίων του νέου
Πανεπιστημίου σε καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο Δ. Χόνδρος,
καθηγητής της Φυσικομαθηματικής Σχολής, επισημαίνει χαρακτηριστικά: «Μάλλον
πρέπει να τονίσωμεν το ουσιαστικόν, το επιστημονικόν μέρος, ήτοι περί
του τρόπου του διορισμού των καθηγητών, περί των εργαστηρίων κλπ.
διότι πρέπει να εξασφαλίσωμεν τα εργαστήριά μας.» (ό.π., σ.258).
Βασικό σημείο τριβής του Οργανισμού του νέου Πανεπιστημίου αποτελεί η
θέσπιση της υποχρεωτικής μετάκλησης καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθηνών
προς το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, η οποία «καιριώτατα πλήττει τους
καθηγητάς του Πανεπιστημίου και υποβιβάζει αυτούς εις θέσιν των
τυχόντων κατωτάτων υπαλλήλων» (Συνεδρία 18η, 12/7/1924, στα
Πρακτικά Συγκλήτου 1923-1924, σ.111), όπως θα σημειώσει ο Δ.
Παππούλιας, από τη θέση του πρύτανη. Ο Ν. Εξαρχόπουλος, καθηγητής της
Φιλοσοφικής Σχολής, θα πει: «Εφαρμογήν τοιαύτης διατάξεως θα
εσήμανε θάνατον της Πανεπιστημιακής ελευθερίας. […] πώς
λησμονείται ότι ο καθηγητής του Πανεπιστημίου δεν είναι υπάλληλος.»
(Συνεδρία 1η, 6/9/1924, στα Πρακτικά Συγκλήτου 1924-1925, σ.7). Ο Γ.
Αθανασιάδης, κοσμήτορας της Φυσικομαθηματικής Σχολής, κινδυνολογώντας
σχετικά με τις συνέπειες που θα έχει η ίδρυση του Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, θα σημειώσει: «Πού θα ευρεθή
το προσωπικόν διά το Πανεπιστήμιον Θ/νίκης; […] η Πολιτεία
[…] διά του Πανεπιστημίου Θ/νίκης καταφέρει καίριον τραύμα κατ’
αυτού [Πανεπιστημίου Αθηνών] αφαιρούσα τους διδακτικούς
παράγοντες του Πανεπιστημίου Αθηνών.» (Συνεδρία 29/11/1924, στα
Πρακτικά Φυσικομαθηματικής Σχολής 1922-1925, σ.255). «Προς
αποτροπήν των κινδύνων τούτων» (Γ. Αθανασιάδης, ό.π., σ.255-256)
και μπροστά στη διαπιστωμένη αδυναμία του να ανατρέψει «την περί
του ανακλητού των καθηγητών διάταξιν,» (Συνεδρία 1η, 6/9/1924, στα
Πρακτικά Συγκλήτου 1924-1925, σ.6), όπως θα επισημάνει ο Κ. Ζέγγελης,
το Πανεπιστήμιο επιχειρεί να επιβάλλει θεσμικά, τους δικούς του όρους.
Στο πνεύμα αυτό εντάσσεται, λοιπόν, η επιδίωξη της Συγκλήτου να
μειωθεί η υποχρεωτική παραμονή των καθηγητών στο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης, για ένα εξάμηνο, να περιοριστεί ο αριθμός των
μετακαλούμενων καθηγητών, καθώς και να παραμείνουν μέλη του
Πανεπιστημίου Αθηνών, διατηρώντας τα δικαιώματά τους ως προς τις
διαδικασίες εκλογής των καθηγητών των Σχολών και των αρχών του
Πανεπιστημίου.
Συνοψίζοντας, μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι το «από της
αναγεννήσεως της Ελλάδος υπάρχον Πανεπιστήμιον από το οποίον εξήλθον
όλαι αι μορφωμέναι γεννεαί του Έθνους» (Συνεδρία 29/11/1924, στα
Πρακτικά Φυσικομαθηματικής Σχολής 1922-1925, σ.257), όπως
χαρακτηριστικά τονίζει ο Ν. Χατζιδάκης, αδύναμο να ακυρώσει την ίδρυση
του δεύτερου Πανεπιστημίου, πνευματικό δημιούργημα του οποίου δεν ήταν,
στρέφει την προσοχή του στους όρους λειτουργίας του. Έτσι,
επιχειρώντας να επηρεάσει τη δομή και την οργάνωση του νέου θεσμού,
επιδιώκει τη δημιουργία ενός Οργανισμού, που να επιτρέπει θεσμικές
διαδικασίες παρέμβασης και ελέγχου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από
το καθηγητικό σώμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην επόμενη φάση, η
εγκαθίδρυση ενός δικτατορικού καθεστώτος από το Θ. Πάγκαλο, θα δώσει
τη δυνατότητα στο Αθηναϊκό Πανεπιστήμιο να επέμβει στη στελέχωση του
νέου Πανεπιστημίου (Παπαστράτης, σ.192-195. Επίσης, Μαρκέτος, 1989,
σ.412-415). Τα όσα, όμως, έγιναν παραπέρα και οι αλλαγές που επήλθαν
στη συνέχεια, θα αποτελούσαν αντικείμενο μιας άλλης ανακοίνωσης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1)
Η ιδέα της σύστασης Πανεπιστημίου στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας,
σύμφωνα με τον Περικλή Βιζουκίδη, πρύτανη του Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης (1931), είχε εκφραστεί μετά την απελευθέρωση της
Θεσσαλονίκης, από τον Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή και το Γεώργιο Στρέιτ. (Βιζουκίδης,
1931, σ.9).
(2)
Στις 24 Μαρτίου 1924, η Κυβέρνηση Α. Παπαναστασίου, με το «Ψήφισμα»
της «Δ΄ εν Αθήναις Συντακτική[ς] των Ελλήνων Συνέλευσις»,
κηρύττει «οριστικώς έκπτωτον την Δυναστείαν των Γλυξβούργων»,
αποφασίζοντας «να συνταχθή η Ελλάς εις Δημοκρατίαν κοινοβουλευτικής
μορφής». (Συνεδρίασις 37, 24/3/1924. Εφημερίς Συζητήσεων Βουλής,
σ.582)
(3)
Το νομοσχέδιο προβλέπει τη διαίρεση της Σχολής αυτής σε τμήματα
Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών και Εμπορικών Επιστημών.
(4)
Στη Φυσικομαθηματική Σχολή προβλέπεται η προσθήκη επτά νέων τμημάτων, «Χημικόν,
Γεωργικόν, Μεταλλειολογικόν και Γεωλογικόν, Δασολογικόν, Κτηνιατρικόν,
Ηλεκτρολογικόν, Φαρμακευτικόν.» (Ι. Λιμπερόπουλος, Συνεδρίασις 76,
8/7/1924, Εφημερίς Συζητήσεων Βουλής, σ.747).
(5)
Η μοναδική, διαφορετική φωνή είναι του Τιμολέοντα Ηλιόπουλου, ο οποίος,
θέτοντας την προϋπόθεση της συναίνεσης του μετατιθεμένου, θα πει: «Ώστε
δεν θα ήτο πολύ παράλογος η σκέψις όπως χρησιμοποιηθώσιν οι βουλόμενοι
εκ του Αθήνησι Πανεπιστημίου να χρησιμοποιήσωσι τα φώτα των εις το
νεότευκτον ίδρυμα». (Συνεδρία 18η, 12/7/1924, στα Πρακτικά
Συγκλήτου 1923-1924, σ.112).
(6)
Η Σύγκλητος στη συνεδρία της 12ης Ιουλίου 1924, αποφασίζει να παραστεί
«σύσσωμος» ενώπιον του πρωθυπουργού και να υποβάλλει το
παράπονό της ότι δεν ζητήθηκε η γνώμη του υφιστάμενου Πανεπιστημίου ως
προς το νέο Πανεπιστήμιο, καθώς και τους λόγους για τους οποίους
θεωρεί απαληπτέα τη διάταξη για τη μετάθεση των καθηγητών. (Συνεδρία
18η, 12/7/1924, στα Πρακτικά Συγκλήτου 1923-1924, σ.113).
(7)
Σχετικά, βλ. το ενδιαφέρον άρθρο του Μαρκέτου, (1989), σ.397-420.
(8)
Παραιτείται στις 25 Ιουλίου 1924 (Μακρυδημήτρης, 1997, σ.147).
(9)
Σύμφωνα με την αναφορά του Ι. Μανέττα στη Βουλή. (Συνεδρίασις 197,
3/6/1925. Εφημερίς Συζητήσεων Βουλής, σ.444)
(10)
Τις
πληροφορίες για το χρόνο συγκρότησης της επιτροπής και τη σύνθεσή της,
μας δίνει ένα από τα μέλη της, ο Κ. Κτενάς. (Συνεδρία 11/10/1924, στα
Πρακτικά Φυσικομαθηματικής Σχολής 1922-1925, σ.196). Σύμφωνα με τον Κ.
Ζέγγελη, τέσσερα μέλη της επιτροπής είναι καθηγητές του Πανεπιστημίου.
(Συνεδρία 1η, 6/9/1924, στα Πρακτικά Συγκλήτου 1924-1925, σ.4).
(11)
Τις
πληροφορίες αυτές μας παρέχει ο Κ. Κτενάς, μέλος της επιτροπής. (Συνεδρία
11/10/1924, στα Πρακτικά Φυσικομαθηματικής Σχολής 1922-1925, σ.197).
(12)
Ο Κ.
Κτενάς, μέλος της επιτροπής, σημειώνει ότι το αίτημα του Πανεπιστημίου
σχετικά με την μετάκληση των καθηγητών απορρίφθηκε. (Συνεδρία
29/11/1924, στα Πρακτικά Φυσικομαθηματικής Σχολής 1922-1925, σ.256).
(13)
Όπως
αναφέρει ο πρύτανης Κ. Ζέγγελης, «η συνταχθείσα υπό του Υπουργικού
Συμβουλίου Επιτροπή είναι γνωμοδοτική, ώστε ο Υπουργός δύναται να
μεταβάλλη τας γνώμας αυτής» (Συνεδρία 2α, 13/9/1924, στα Πρακτικά
Συγκλήτου 1924-1925, σ.11).
(14)
Στο
υπόμνημα περιλαμβάνονται, ουσιαστικά, οι προτάσεις του πρύτανη, Κ.
Ζέγγελη, όπως τις είχε διατυπώσει στη συνεδρία της Συγκλήτου στις 6
Σεπτεμβρίου 1924. (Συνεδρία 1η, 6/9/1924, στα Πρακτικά Συγκλήτου
1924-1925, σ.5-6).
(15)
Σύμφωνα με τον Κ. Ζέγγελη, η πρόταση τριών από τους τέσσερις καθηγητές
του Πανεπιστημίου, μελών της επιτροπής, η μετάκληση των καθηγητών να
γίνεται από τις υπάρχουσες Σχολές του Πανεπιστημίου Αθηνών,
απορρίφθηκε, αποτελώντας μειοψηφία. (Συνεδρία 1η, 6/9/1924, στα
Πρακτικά Συγκλήτου 1924-1925, σ.4).
(16)
Σύμφωνα με την περιγραφή των γεγονότων που κάνει ο πρύτανης, Κ.
Ζέγγελης. (Συνεδρία 29/11/1924, στα Πρακτικά Φυσικομαθηματικής Σχολής
1922-1925, σ.254).
(17)
Στις
7 Οκτωβρίου 1924. (Μακρυδημήτρης, 1997, σ.148).
(18)
Σύμφωνα με την αναφορά του κοσμήτορα της Φυσικομαθηματικής Σχολής, Γ.
Αθανασιάδη. (Συνεδρία 29/11/1924, στα Πρακτικά Φυσικομαθηματικής
Σχολής 1922-1925, σ.253)
(19)
Την
πληροφορία μας δίνει ο Γ. Αθανασιάδης. (Συνεδρία 29/11/1924, στα
Πρακτικά Φυσικομαθηματικής Σχολής 1922-1925, σ.253-254).
(20)
Τα
τέσσερα πρώτα σημεία θα επισημάνει στην ομιλία του ο Ν. Χατζιδάκης. (Συνεδρία
29/11/1924, στα Πρακτικά Φυσικομαθηματικής Σχολής 1922-1925, σ.258).
(21)
Η
πρόταση, να διορίσει η Σύγκλητος επιτροπή για να εκθέσει τις γνώμες
του Πανεπιστημίου στον πρωθυπουργό και στον υπουργό Παιδείας, είναι
του Δ. Αιγινήτη. Ο Κ. Ζέγγελης θα προτείνει η επιτροπή να αποτελείται
από μέλη της Συγκλήτου. (Συνεδρία 29/11/1924, στα Πρακτικά
Φυσικομαθηματικής Σχολής 1922-1925, σ.260).
(22)
Μέλη
της επιτροπής ορίζονται ο πρύτανης Κ. Ζέγγελης, οι καθηγητές Δ.
Αιγινήτης και Ν. Αλιβιζάτος και οι κοσμήτορες των Σχολών, της
Θεολογικής Γ. Παπαμιχαήλ, της Νομικής Θ. Πετιμεζάς, της Φιλοσοφικής Σ.
Κουγέας, της Φυσικομαθηματικής Γ. Αθανασιάδης, της Ιατρικής Α.
Αραβαντινός. (Συνεδρία 10η, 29/11/1924, στα Πρακτικά Συγκλήτου
1924-1925, σ.75).
(23)
Εκλέγεται νομικός σύμβουλος του Πανεπιστημίου, μετά το θάνατο του Κ.
Βασιλείου, το 1919. (Συνεδρία 22α, 20/4/1919, στα Πρακτικά Συγκλήτου
1918-1919, σ.180).
(24)
Στο
νομοσχέδιο της επιτροπής οι Σχολές αναγράφονται ως εξής: Θεολογική,
Φιλοσοφική, Νομικών και Οικονομικών Επιστημών, Φυσικών και Μαθηματικών
Επιστημών και Ιατρική. Ο Δ. Παππούλιας θα προτείνει: Θεολογική, Νομική
και Οικονομικών Επιστημών, Ιατρική, Φιλοσοφική, Φυσικών και
Μαθηματικών Επιστημών. (Παππούλιας, 5/4/1925).
(25)
Το
αίτημα αυτό είχε διατυπωθεί στο υπόμνημα της Συγκλήτου προς τον
υπουργό παιδείας Θ. Βελλιανίτη. (Έγγραφο Πρυτανείας, αριθ.497/106).
(26)
Όταν
ψηφίζεται στη Βουλή το νομοσχέδιο, είναι υπουργός Παιδείας ο Ι.
Μανέττας. Δυσαρεστημένος, όμως, από την έκβαση των πραγμάτων κατά τη
συζήτησή του, αρνείται να το υπογράψει και παραιτείται στις 14 Ιουνίου
του 1925. Ο διάδοχός του Κ. Σπυρίδης το προωθεί για προσυπογραφή στον
πρόεδρο της Δημοκρατίας, Π. Κουντουριώτη. Αν και το κείμενο του νόμου
φέρει τελικά την υπογραφή του, εκείνος που το έστειλε για δημοσίευση
στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης είναι ο υπουργός Πιαδείας της Κυβέρνησης
Θ. Πάγκαλου, Γ. Χατζηκυριακού, μια και στο μεταξύ, είχε πέσει η
Κυβέρνηση Α. Παπαναστασίου. (Μαρκέτος, 1989, σ.412).
(27)
Ο Α.
Παπαναστασίου θα πει, χαρακτηριστικά στη Βουλή: «Διαφέρει δε ο
οργανισμός αυτού [του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης] από του
υπάρχοντος οργανισμού του εδώ Πανεπιστημίου [Αθηνών], διότι
ενθυμείσθε ότι υπάρχει μεγαλυτέρα ειδίκευσις εις τας σπουδάς, υπάρχει
μεγαλυτέρα ευρύτης των διδασκομένων μαθημάτων». (Συνεδρίασις 83,
16/7/1924. Εφημερίς συζητήσεων Βουλής, σ.997).
(28)
Το
Πανεπιστήμιο Αθηνών, από το 1922, λειτουργεί με νέο Οργανισμό,
δημιούργημα ουσιαστικά, των καθηγητών του με κύριο πρωτεργάτη τον
τακτικό καθηγητή του Αστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής, Δημήτριο Π.
Παππούλια. Πρόκειται για το νόμο 2905, Περί Οργανισμού του Αθήνησιν
Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου. (Φ.Ε.Κ. 127, τ. Α΄,
27/7/1922, σ.609-650).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Βιζουκίδης, Π. (1931). Η πρώτη πεντετηρίς. Λόγος του πρυτάνεως του
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη.
Έγγραφο Πρυτανείας, αριθ.497/106, «Προς το Σ. Υπουργείον των
Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως», 16/9/1924. Στο Ιστορικό
Αρχείο Πανεπιστημίου Αθηνών. Αρχείο καθηγητή Δημητρίου Π. Παππούλια
(Αποδελτιωμένο από τους Κιμουρτζή, Π. & Σιμενή, Π.).
Εφημερίς Συζητήσεων Βουλής. (1924). Εφημερίς των συζητήσεων της Δ΄
εν Αθήναις Συντακτικής των Ελλήνων Συνελεύσεως. Προεδρία Κ. Δ.
Ρακτιβάν.
Εφημερίς Συζητήσεων Βουλής. (1925). Εφημερίς των συζητήσεων της Δ΄
εν Αθήναις Συντακτικής των Ελλήνων Συνελεύσεως.
Μακρυδημήτρης, Α. (1997). Οι πρωθυπουργοί της Ελλάδος. Αθήνα:
Εκδόσεις Ι. Σιδέρης.
Μαρκέτος, Σ. (1989). Η ίδρυση του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης:
Κριτική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Στο Πανεπιστήμιο:
Ιδεολογία και παιδεία. Ιστορική διάσταση και προοπτικές. (Πρακτικά
διεθνούς συμποσίου, Αθήνα, 21-25/9/1987). Αθήνα: Ι.ΑΕ.Ν. – Γ.Γ.Ν.Γ.
Μιχαλακόπουλος, Α. (4/4/1925). Επιστολή χειρόγραφη. Στο Ιστορικό
Αρχείο Πανεπιστημίου Αθηνών. Αρχείο καθηγητή Δημητρίου Π. Παππούλια
(Αποδελτιωμένο από τους Κιμουρτζή, Π. & Σιμενή, Π.).
Mouzelis, N. (2000). Reification: a system-social integration
imbalance. Στο Μπουζάκης, Σ. (επιμ). Ιστορικο-συγκριτικές
προσεγγίσεις. Τιμητικός τόμος Ανδρέα Μ. Καζαμία. Αθήνα: Εκδόσεις
Gutenberg.
Παπαστράτης, Π. Πολιτική εξουσία και Πανεπιστήμιο στην Ελλάδα
1890-1932. Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης [υπό έκδοση].
Παππούλιας, Δ. (5/4/1925). Επιστολή, δακτυλογραφημένη, «Προς τον
Κύριον Ανδρέαν Μιχαλακόπουλον Πρόεδρον του Υπουργικού Συμβουλίου». Στο
Ιστορικό Αρχείο Πανεπιστημίου Αθηνών. Αρχείο καθηγητή Δημητρίου Π.
Παππούλια (Αποδελτιωμένο από τους Κιμουρτζή, Π. & Σιμενή, Π.).
Πρακτικά Συγκλήτου 1918-1919.
Τόμος 31.
Πρακτικά Συγκλήτου 1923-1924.
Πρυτανεία: Δ. Παππούλια. Τόμος 35.
Πρακτικά Συγκλήτου 1924-1925.
Πρυτανεία: Κ. Ζέγγελη. Τόμος 36.
Πρακτικά Φυσικομαθηματικής Σχολής 1922-1925.
Τόμος Ε΄.
Πυργιωτάκης, Ι. Ε. & Παπαδάκης, Ν. Ε. (1999). Ερμηνευτική μέθοδος
και έρευνα γύρω από την εκπαιδευτική πολιτική και μεταρρύθμιση.
Ζητήματα αλήθειας και μεθόδου. Στο Ελληνική παιδαγωγική και
εκπαιδευτική έρευνα. (Πρακτικά του 1ου Πανελληνίου Συνεδρίου,
Π.Ε.Ε., Ναύπακτος 1998). Αθήνα: Εκδόσεις Ατραπός.
Σολομωνίδης, Β. Γ. (1989). Ιωνικό Πανεπιστήμιο Σμύρνης: συμβολή
στην ειρηνική συνύπαρξη. Στο Πανεπιστήμιο: Ιδεολογία και
παιδεία. Ιστορική διάσταση και προοπτικές. (Πρακτικά διεθνούς
συμποσίου, Αθήνα, 21-25/9/1987). Αθήνα: Ι.ΑΕ.Ν. – Γ.Γ.Ν.Γ.
|