Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΤΩΝ ΔΑΣΚΑΛΩΝ ΣΤΟ ΙΕΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ Ηρακλής ΡΕΡΑΚΗΣ Επίκουρος Καθηγητής του Α.Π.Θ. ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στην εργασία αυτή παρουσιάζεται, μέσα από αρχειακές κυρίως πηγές, η ίδρυση, το νομικό καθεστώς, η λειτουργία και η στοχοθεσία του πρώτου χρονολογικά «ανώτερου» εκπαιδευτικού ιδρύματος της Κρήτης. Το Ιεροδιδασκαλείο Κρήτης ιδρύθηκε επί Τουρκοκρατίας το 1892 και λειτούργησε στη Μονή της Αγίας Τριάδος Ακρωτηρίου Χανίων με το θεσμό των δωρεών, των κληροδοτημάτων κ«ι των υποτροφιών μέχρι το 1897 αλλά και μετά την Ίδρυση της Κρητικής Πολιτείας από το 1899 έως το 1905. Δημιουργήθηκε για να συνδυάσει την παιδαγωγική, με την ηθικοθρησκευτική κατάρτιση των Ιερέων και των δασκάλων, έτσι ώστε να μπορέσουν να καλύψουν τις ηθικοθρησκευτικές, μορφωτικές και κοινωνικές ανάγκες του κρητικού λαού και να συμβάλουν αποτελεσματικά στην πρόοδο και την αναγέννηση του. Η κατάρτιση των σπουδαστών τόσο στα γενικά γνωστικά αντικείμενα όσο και στα ειδικά, δηλαδή τα θεολογικά και τα Παιδαγωγικά, γινόταν με επιστημονική μεθοδολογία και αποτελεσματικότητα. Η θεωρητική τους κατάρτιση συνδυαζόταν άριστα με την πρακτική εξάσκηση τους, τόσο στα θεολογικά μαθήματα, με την πρακτικοποίηση και τη βίωση τους στο πλαίσιο της κοινοβιακής χριστιανικής ζωής και της λατρευτικής συμμετοχής στις ακολουθίες της Μονής, όσο και στα παιδαγωγικά, με την τακτική παρακολούθηση και πραγματοποίηση προτύπων διδασκαλιών στο Πρότυπο Δημοτικό Σχολείο του Ιεροδιδασκαλείου. ABSTRACT In this essay is presented, mainly through archive sources, the foundation, the legal status, the function and the target of the chronologically first higher educational institution of Crete. The Theological Academy of Crete was established during the period of the Turkish domination in 1892 and operated at the Monastery of The Saint Trinity at the cape of Chania. It was financially supported by donations, bequests and scholarships up to 1897 and continued so even after the foundation of the State of Crete from 1899 to 1905. Its special mission was to combine the pedagogical, moral and religious education of Priests and Teachers, so that they could meet the moral, religious, cultural and social needs of the Cretan people, contributing effectively to its progress and renaissance. The instruction of the students on the general as well as on the specific cognitive topics, like Theology and Pedagogy, was done with scientific methodology and effectiveness. Their theoretical knowledge was perfectly combined with their practical training on the theological subjects through their participation to the monastic life cycle and the divine services of the Monastery and on the pedagogical subjects through the frequent attendance of and exercise on model teachings at the Experimental Elementary School of the Theological Academy. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Ο σκοπός που θα εξυπηρετούσε ένα τέτοιο Εκπαιδευτήριο είναι σαφής, όταν αναλογιστεί κανείς την οφθαλμοφανή έλλειψη παιδείας που υπήρχε και την κατά συνέπεια αυτής βαθύτατη κοινωνική και θρησκευτική κρίση του κρητικού λαού. Υπενθυμίζεται απλώς η απρόσμενη αναρχία, ο φατριασμός,οι φόνοι και οι διενέξεις που είχαν ξεσπάσει λίγο πριν την περίοδο αυτή στην Κρήτη καθώς και η λόγω της κρίσιμης αυτής καταστάσεως, άρση του κοινοβουλευτισμού , που είχε ισχύσει μετά τη σημαντική επιτυχία της Σύμβασης της Χαλέπας (1878) και η επιβολή του στρατιωτικού Νόμου από τους Τούρκους(1889), με όλες τις σχετικές συνέπειες (αγριότητες ,διωγμούς, λεηλασίες, αιματοχυσίες κ.ά.) σε βάρος του κρητικού λαού (Ψιλάκης,τ. Δ΄,1909, 2542-2550). Επισημαίνεται επίσης ότι οι Τούρκοι Διοικητές ουδεμία πίστωση χορηγούσαν στις Εφορείες των σχολείων, τα οποία έμεναν, χωρίς πόρους κρατικούς,να ιδρύονται και να συντηρούνται από δωρεές, κληροδοτήματα και προσφορές ιδιωτών (Η εν Κρήτη εκπαίδευσις,1904,17). Από την άλλη πλευρά ένα μικρό μέρος των ελλείψεων σε διδακτικό προσωπικό κάλυπτε η δυνατότητα σπουδών ελάχιστου όμως αριθμού Κρητών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (Δετοράκης,1986, 409), στη Ριζάρειο (Βυβιλάκης,1879, 15 και 25-26) αλλά και η φοίτηση σε Ελλ.Σχολεία και Γυμνάσια που ειχαν ιδρυθεί στην Κρήτη μετά το Χάττι- Χουμαγιούν (1856) (Παναγιωτάκης, 1968, 115) , κυρίως όμως με τη Σύμβαση της Χαλέπας (1878) (Ψιλάκης, τ. Δ΄, 1909, 2531). Η έλλειψη επίσης μορφωμένων και μεθοδικών δασκάλων μαρτυρείται γενικώς (Ιεροδιδασκαλείον,1892-93,7-24). Αιτία της ιδρύσεώς του Ιεροδιδασκαλείου (Φιωτάκης, 1937) υπήρξε το κληροδότημα, που άφησε με τη διαθήκη του γι’αυτόν το σκοπό, ο επαναστάτης και πολεμιστής Επίσκοπος Κισσάμου και Σελίνου και αδελφός της ιεράς Μονής Αγ.Τριάδος Γεράσιμος Στρατηγάκης, ένα χρόνο πρίν από το θάνατό του (1886).Υπογραμμίζεται ότι ο κληρικός αυτός είχε εξοριστεί από τους κατακτητές, διότι έλαβε μέρος στην Επανάσταση του 1866 (Τωμαδάκης , 1940, 154), είχε καταφύγει στην Αθήνα και εκεί από το 1866-1879 (Φούμης, 1937) «είχεν εξοικονομήσει το μικρόν διά τοιούτον έργον ποσόν από τας λειτουργίας και τους Αγιασμούς του, ασκητεύων ο ιδιος και περιορίζων εις το ελάχιστον τας ανάγκας του» (Το μνημόσυνον, 27). ΄Έτσι το Ιεροδιδασκαλείο Κρήτης ιδρύθηκε και λειτούργησε το 1892 (Δελάκης, 1998, 51κ.εξ) στη Μονή της Αγίας Τριάδος των Τζαγκαρόλων Χανίων (Καλογριδάκης , Διάφορα πάθη της Κρήτης ,442). επτά χρόνια πριν την απελευθέρωση της Κρήτης και τη σύσταση της Κρητικής Πολιτείας (1899) και δέκα τέσσερα χρόνια μετά την ίδρυση και τη λειτουργία του οργανωμένου πλέον διδασκαλείου της ελεύθερης Ελλάδας (1878), που λειτούργησε στην Αθήνα (Δημαράς,1990,232-239) και αποτέλεσε το πρότυπο για τη μετέπειτα λετουργία και των άλλων Διδασκαλείων στην Τρίπολη, στην Κέρκυρα και στη Λάρισα(1880, 1882). Και στη μεν Κρήτη εθεωρείτο το ανώτερο εκπαιδευτήριο την εποχή αυτή, λόγω των προγραμμάτων και των μεθόδων του (Ιεροδιδασκαλείον,1893), στην δε Ελλάδα εχαρακτηρίζετο «πρότυπον εις το είδος του εν τω ορθοδόξω ελληνικώ κόσμω» (Ανάπλασις, 1895). Τοπική εφημερίδα της εποχής, σχολιάζοντας την ίδρυση του πρώτου Ιεροδιδασκαλείου στην Κρήτη καταγράφει «το ενδιαφέρον του λαού ολοκλήρου υπέρ του Ιεροδιδασκαλείου», ενδιαφέρον που έδειξαν, επίσης, «πάντες οι επιστήμονες», εκθειάζοντας τις αγαθότατες συνέπειες ενός τέτοιου Εκπαιδευτηρίου. Κάνει λόγο ακόμη για τις προσδοκίες του κόσμου να συνυπάρχει στους Ιεροδιδασκάλους «μαζί με τη διανοητική ανάπτυξη και ήθος, κοσμιότης και αίσθημα γνήσιον χριστιανικής αγάπης» και υπογραμίζει ότι «ο ενοριακός κλήρος μετά των δημοδιδασκάλων ,καλώς και τούτων μεμορφωμένων είναι δύναμις ηθοπλαστική, ακαταμάχητος» (εφ. «Μεσόγειος», 1893). Το Ιεροδιδασκαλείο λειτούργησε ως εσωτερικό σχολείο και όπως ήταν φυσικό ήταν ανάγκη να υπηρετήσουν σ’αυτό αφοσιωμένοι εκπαιδευτικοί, που να αναλάβουν εκτός από τα μαθήματα την όλη ηθικοπνευματική ανατροφή των μαθητών. Πρώτος Σχολάρχης υπήρξε ο Αρχιμανδρίτης Δωρόθεος Κλωνάρης , ο οποίος όμως, μετά από επτά μήνες, το Μάρτιο του 1893, εξελέγη Επίσκοπος Κισσάμου και Σελίνου (Το Μνημόσυνον,1937,27,39,42) και αντικαθιστάθηκε από τον Αρχιμ. Χρύσανθο Τσεπετάκη, που διηύθυνε το Ιεριδιδασκαλείο, εκτός από το επτάμηνο Σεπτεμβρίου-Μαρτίου 1892-1893, το υπόλοιπο της πρώτης περιόδου λειτουργίας του, που έληξε με τις έντονες πολεμικές επιχειρήσεις του 1897 αλλά και κατά τη δεύτερη περίοδο (1899-1905), που επίσης έληξε με την επανάσταση του Θερίσσου (1897) (Σπυριδάκης, 1966, 3). Διερμηνεύοντας σε δημόσια λογοδοσία του τη σκοποθεσία της ιδρύσεως ενός τέτοιου Εκπαιδευτηρίου ο Αρχιμ.Χρύσανθος Τσεπετάκης, δίδει την πληροφορία ότι τη δημιουργία τέτοιου τύπου Εκπαιδευτηρίων «ήρξαντο από τινος σκεπτόμενοι προς δοκιμήν άλλου τινός εκπαιδευτικού θεσμού εν Ελλάδι», ότι οι Κρήτες «την πρώτην ιδέαν λαβόντες παρά των Ελλάδι, αυτοί πρώτοι» εφάρμοσαν και ότι τα τρία Διδασκαλεία της Ελλάδος δεν γνωρίζει «κατά πόσον συνετέλεσαν εις την ανύψωσιν της δημοτικής εν Ελλάδι παιδεύσεως», διότι το «Παιδαγωγικόν Σχολείον» και η «Εκπαίδευσις», «παιδαγωγικά περιοδικά εν Αθήναις, παριστώσι την εν Ελλάδι δημοτικήν παίδευσιν μετά χρωμάτων ουχί άγαν ευχαρίστων» (Ιεροδιδασκαλείον 1895,5-17). Σπουδαίες ενέργειες για την υλικοπνευματική στήριξη αλλά και για την κατεύθυνση και τις προοπτικές του Ιεροδιδασκαλείου θεωρούνται αφενός η πρωτότυπη και συγκινητική πράξη της υιοθέτησής του από τη Μονή της Αγίας Τριάδος και η εγγραφή του από τους Μοναχούς «μεταξύ των αδελφών της Μονής, αναγνωρίζοντες την ανάγκην και την υπέρ της Εκκλησίας και της πατρίδος χρησιμότητά του» (Έγγραφο Ηγουμενοσυμβουλίου ιεράς Μονής, 1894), αφετέρου ο θεσμός των υποτροφιών με τον οποίο λειτούργησε, σύμφωνα με τον οποίο οι Ενορίες, οι Δήμοι,οι Μονές (Ιεροδιδασκαλείον, 1893, 5 και 27, 1894, 28-32 και 1895, 25) και άλλοι φορείς και πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και ο Ελ.Βενιζέλος (Ιεροδιδασκαλείον 1894,29) αναλάμβαναν να πληρώνουν τα έξοδα για τις σπουδές των μαθητών του Ιεριδιδασκαλείου. Ως προς την οργάνωσή του αξίζει να σημειωθεί ότι και οι δύο διατελέσαντες Σχολάρχες ήσαν απόφοιτοι της θεολογικής Σχολής της Χάλκης(Πετράκης, Ιστορία, 1966, 196 και Μοναχολόγιον, 1892, 42), γνώριζαν, επομένως από εκεί, πώς λειτουργεί, με χριστιανοπαιδαγωγικες αρχές, ένα εκκλησιαστικό εσωτερικό σχολείο, αρκετά δε από τα άρθρα του εσωτερικού Κανονισμού της Χάλκης τα εισήγαγαν είτε αυτούσια είτε με κάποιες βελτιώσεις και αλλαγές στους Κανονισμούς του Ιεροδιδασκαλείου. Α΄ Η Χριστιανική κατάρτιση 1. Τα Αναλυτικά Προγράμματα των θεολογικών μαθημάτων (1892-1905) Σύμφωνα με τον πρώτο εσωτερικό κανονισμό που εγκρίθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1892 και αποτέλεσε τη νομική βάση για τη λειτουργία του Ιδρύματος κατά την πρώτη περίοδο (1892-1897), σκοπός του Ιεροδιδασκαλείου ήταν η εκπαίδευση και η εν ιεροτελεστίαις τριβή κατάλληλων νέων, «προωρισμένων όπως μορφούμενοι προσηκόντως χειροτονηθώσιν ιερείς λαϊκοί, να χρησιμεύσωσιν δε συγχρόνως και ως δημοδιδάσκαλοι» (Κανονισμός 1892, άρθρ. 1). Το Ιεροδιδασκαλείο, κατά την πρώτη αυτή περίοδο λειτουργίας του , δεχόταν μαθητές με γραμματικές γνώσεις, που να μπορούν να εγγραφούν στη δεύτερη τάξη του Ελλ. Σχολείου και αποτελείτο από (4) τάξεις. Οι περισότεροι εκ των μαθητών ησαν εσωτερικοί,γίνονταν όμως δεκτοί και εξωτερικοί (άρθρ.5-12). Στο Ιεροδιδασκαλείο γίνονταν τα μαθήματα του Ελλ. Σχολείου και των δύο πρώτων γυμνασιακών τάξεων και ως εκ του χαρακτήρα και της αποστολής του διδόταν το μεγαλύτερο βάρος στα ελληνικά, στα θεολογικά και στα παιδαγωγικά μαθήματα και γενικά σε εμπειρίες , βιώματα, δραστηριότητες και ό,τι άλλο θα μπορούσε να επηρεάσει θετικά το ηθος των σπουδαστών, προκειμένου να διαμορφώσουν την πνευματική προσωπικότητα που απαιτεί το λειτούργημα του ιερέα και του διδασκάλου.΄Έτσι για τη θεολογική τους κατάρτιση διδάσκονταν: Ιερά Ιστορία, Ερμηνεία των Ευαγγελίων και των Αποστόλων των Κυριάκών και των εορτών, Ιερά Κατήχηση, Εκκλησ. Ιστορία , Λειτουργική, Ομιλιτκή, Ποιμαντορική, και Εκκλησ. Μουσική (άρθρ.5) Με το Νομο 88 του 1899 επανιδρύεται το Ιεροδιδασκαλείο, που αποτελείται «εκ πέντε τάξεων και όπως αναφέρεται στο πρώτο άρθρο «κύριος σκοπός είναι να παρέχη την προσήκουσαν Εκπαίδευσιν εις νέους προωρισμένους να περιβληθώσιν το αξίωμα του ιερέως».Ταυτόχρονα έπαιρναν και παιδαγωγική κατάρτιση για να μπορούν «να χρησιμοποιούνται και ως δημοδιδάσκαλοι». Τα θεολογικά μαθήματα που προέβλεπε να διδάσκονται ήσαν: Ιερά Ιστορία (Π.Δ.-Κ.Δ.) Κατήχησις, Εκκλησιαστική Ιστορία, Χριστ. Ηθική, Εκκλ.Δίκαιον, Λειτουργική, Ομιλιτική μετ’ ασκήσεων, Πατερικά κείμενα και Εκκλησιαστική Μουσική. Οι Θεολόγοι καθηγητές έπρεπε να είναι πτυχιούχοι Θεολογίας (Διάταγμα περί Ιεροδιδασκαλείου, Νόμ.88, άρθρ.1-3, 5 και 11). Τον Ιούνιο του 1901 με το νέο Νόμο (391) της Εκπαιδεύσεως, που ψηφίστηκε από την Κρητική Βουλή, το Ιεροδιδασκαλείο γίνεται εξατάξιο με δύο τμήματα: Το πρώτο είναι προπαιδευτικό (3 τάξεις) , με μαθήματα του Ελλ.Σχολείου και με βαρύτητα στα θεολογικά και το δεύτερο «το καθαρώς Ιεροδιδασκαλείο» (3 τάξεις) (Νόμος 391,περί οργανισμού Δημοσ. Εκπαιδεύσεως , άρθρ. 84-86) Τα θεολογικά μαθήματα παρέμειναν τα ίδια, με την επέκταση όμως των σπουδών σε (6) έτη, αυξήθηκαν και οι ώρες διδασκαλίας τους.΄Έτσι στις (3) πρώτες τάξεις γίνονται από (3) ώρες Θεολογικά μαθήματα, στην Δ΄Τάξη (4) ώρες, στην Ε΄Τάξη (6) ώρες και στην ΣΤ΄(7) ώρες (Διάταγμα περί αναλυτικού προγράμματος, 1901). Σύμφωνα με το άρθρο (90) του παραπάνω Νόμου, που όριζε ότι «μετά του Ιεροδιδασκαλείου είναι αναποσπάστως συνδεδεμένα προς άσκησιν των μαθητών Εκκλησία και πρότυπον δημοτικόν σχολείον» αλλά και τον ισχύοντα Κανονισμό, μεγάλη σημασία δίνόταν στην πρακτική εξάσκηση μερικών μαθημάτων, όπως της Εκκλ.Μουσικής, που διδασκόταν σε όλες τις τάξεις «μετά εφαρμογών», στη δε Ανώτερη τάξη οι σπουδαστές εφάρμοζαν «τα δεδιδαγμένα διοριζόμενοι Ψάλται εν τη εκκλησία». Στις μεγαλύτερες τάξεις, επίσης, σε μερικά μαθήματα, όπως για παράδειγμα στην Ομιλιτική, γίνονταν «συχναί πρακτικαί ασκήσεις επί Ευαγγελικών Περικοπών, απαγγελλόμεναι επ’ εκκλησίαις εν τε τη Σχολή και τοις χωρίοις του Ακρωτηρίου» (Διάταγμα περί αναλυτικού προγράμματος , 1901). Με το Νόμο (33) του 1903 τροποποιήθηκαν τα άρθρα του προηγούμενου εκπαιδευτικού Νόμου 391 του 1901, που αφορούσαν το Ιεροδιδασκαλείο.΄Έτσι καταργήθηκαν σταδιακά οι δύο πρώτες τάξεις του το προπαιδευτικό τμήμα λειτούργησε με (1) μόνο τάξη το δε καθαρώς Ιεροδιδασκαλείο παρέμεινε με τις (3)τάξεις.΄Ετσι το Ιεροδιδασκαλείο έγινε τελικά τετρατάξιο και μπορούσαν να εγγράφονται σ’αυτό οι απόφοιτοι της Βας τάξεως του Ελλ. Σχολείου ( περί οργανισμού της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, Νόμος 33,άρθρ. 82-83 ). Σύμφωνα με το νέο Αναλυτικό Πρόγραμμα, τα θεολογικά μαθήματα των τεσσάρων τάξεων με τις πρακτικές τους εφαρμογές παρέμειναν όπως ήταν και στο Αναλυτικό του 1901, ενώ δεν διδάσκονταν τα μαθήματα της Ιστορίας της Παλαιάς και της Κ.Δ., των δύο πρώτων τάξεων, που καταργήθηκαν, αφού άλλωστε θα τα διδάσκονταν οι μαθητές στις αντίστοιχες τάξεις των Ελλ. Σχολείων, απ’όπου προέρχονταν (Αναλυτικόν Προγραμμα 1903). 2.Η ηθικοπνευματική και εκκλησιαστική αγωγή και άσκηση των σπουδαστών Για να κατανοηθεί η χριστιανική κατεύθυνση της κατάρτισης των Ιεροσπουδαστών στο Ιεροδιδασκαλείο τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο θα πρέπει να λάβει κανείς υπόψη α) Τη ρευστότητα της πολιτικής κατάστασης και τις συνέπειές της: Την οικονομική, πνευματική και ηθική εξαθλίωση. β) Την «παντελή εγκατάλειψιν της διανοητικής αναπτύξεως και της ηθικής μορφώσεως των κατοίκων».γ) Την «αθλία και οικτρά κατάσταση του χριστιανικού ταύτης λαού».δ) Την έλλειψη σχολείων και μορφωμένων δασκάλων (Βυβιλάκης, 1879, 15 και 25-26). Υπήρξε επείγουσα ανάγκη, επομένως, το πρώτο «ανώτερο» εκπαιδευτικό ίδρυμα που λειτουργούσε στην Κρήτη να πάρει, εκτός από τη διανοητική κατεύθυνση και έναν ηθικοπνευματικό προσανατολισμό, προκειμένου να αλλάξει το τοπίο, να καλυφτούν τα κενά, να ανέβει το επίπεδο και να δικαιωθούν οι προσδοκίες του λαού. Στο πλαίσιο επίσης της φιλοσοφίας και της αντίληψης, που κυριαρχούσε την εποχή εκείνη για το σκοπό και το περιεχόμενο της παιδείας, ήταν συντονισμένες οι αρχές και οι βάσεις του Ιεροδιδασκαλείου, που υιοθετούσαν α) το συνδυασμό των γνώσεων με το ήθος και το χαρακτήρα και β) την πεποίθηση ότι η βίωση της χριστιανικής πίστεως και της ευσέβειας συντελούσε αποτελεσματικά στην ηθική και πνευματική αγωγή και ανάπτυξη. Η λειτουργία λοιπόν του Ιεροδιδασκαλείου, ως εσωτερικού σχολείου μέσα σε μία Μονή και η άσκηση των σπουδαστών, αφενός στον υγιή και παραδεδομένο εκκλησιαστικό βίο, με καθημερινή προσέλευση σε όλες τις ακολουθίες της Μονής , όπου εκ περιτροπής έψαλλαν και κανοναρχούσαν οι μαθητές, αφετέρου η φύλαξη των καθιερωμένων νηστειών, η εξομολόγηση και η Θ.κοινωνία «τουλάχιστον τετράκις του ενιαυτού» και η μακροχρόνια συμβίωση με τους άλλους (μαθητές-καθηγητές) σε κοινοβιακό περιβάλλον (κοινωνική ένταξη), δημιουργούσε όλες τις προϋποθέσεις για αποτελεσματική χριστιανική και πνευματική κατάρτιση και ανατροφή. Ως προς τη καθημερινή διαβίωση και συμπεριφορά τους , οι σπουδαστές όφειλαν να τρέφουν σεβασμό στους καθηγητες τους , «να προσφέρονται προς αλλήλους ως αδελφοί», να τηρούν τους κανόνες του εσωτερικού κοινοβίου και να είναι επιμελείς στα σχολικά τους καθήκοντα (Κανονισμός 1892 άρθρ. 13-25 και Εσωτερικός Κανονισμός 1902, άρθρ.1-16).Ωστόσο όλες αυτές οι «υποχρεώσεις» και τα «καθήκοντα» σ’ένα εσωτερικό Εκπαιδευτήριο δημιουργούν ένα πλαίσιο βιωμάτων και εμπειριών, που αν συνδέονταν με ένα ηθικιστικό και νομικιστικό πνεύμα και συνοδεύονταν με ποινές και τιμωρίες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν άσχημες ψυχολογικές αντιδράσεις και να εμπνεύσουν ταυτόχρονα αρνητικά πρότυπα στους τρόφιμους.΄Όταν αντίθετα συνδέονταν με πνεύμα αγάπης, κατανόησης, οικονομίας και ελευθερίας, τότε και θετικά αποτελέσματα θα είχαν και θετικά πρότυπα προέβαλαν.Μετά από συγκριτική μελέτη, θεωρούμε βέβαιο ότι οι δύο Σχολάρχες, που ήταν οι δημιουργοί των (2) Κανονισμών του Ιεροδιδασκαλείου, θα πρέπει να είχαν υπ’όψη τους εκτός από καποιον Κανονισμό της Χάλκης (Κανονισμός Οργανικός της εν τη κατά Χάλκην Θεολογικής Σχολής) και έναν από τους Κανονισμούς της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής (Διοργανισμός της εν Αθήναις Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής) και ότι προτίμησαν, όπως γίνεται στη συνέχεια εμφανές, να ακολουθήσουν εκείνον της Χάλκης . Υποθέτουμε ότι οι λόγοι προτίμησης της Χάλκης δεν ήταν μόνον συναισθηματικοί, αλλά κυρίως πνευματικοί και παιδαγωγικοί. Όταν μελετήσει κανείς τον Κανονισμό της Ριζαρείου,ως εκκλησιαστικού σχολείου, του δημιουργείται η εντύπωση ότι ιδιαίτερα στα θέματα πειθαρχίας, είναι εμφανής η επίδραση ενός ξένου, μάλλον δυτικόφερτου νομικιστικού και ηθικιστικού πνεύματος, που δεν εκφράζει την ελευθερία του προσώπου και την αγάπη προς τον «άλλον», τον μαθητή, που κυριαρχεί στις διαπροσωπικές σχέσεις και στην εν γένει παιδαγωγική πράξη της ορθόδοξης αγωγής, παράδοσης και ζωής. Για πράδειγμα αναφέρουμε ότι στη Ριζάρειο οι Καθηγητές και ο Επιστάτης έπρεπε κατά την επιτήρηση των μαθητών να καταγράφουν λεπτομερώς σε σημειωματάριον τις περί της διαγωγής και της επιμελείας καθημερινές παραβάσεις κάθε μαθητή και να κοινοποιούν τις σημειώσεις τους στο Δ/ντή στο τέλος της εβδομάδας. Το ίδιο έπραττε και ένας μαθητής από κάθε τάξη-«ο επιμελέστερος και φρονιμότερος» κατά τη γνώμη του Δ/ντή- που με εντολή του επιτηρούσε τους συμμαθητές του, κατέγραφε «επί χάρτου τα περί της διαγωγής εκάστου» και την εσπέραν τα έθετε υπόψη του Δ/ντή. Ο ίδιος ο Δ/ντής, επίσης, «κρατεί ίδιον βιβλίον της διαγωγής και επιμελείας εκάστου εν ω σημειώνει ό,τι συνάγεται περί της διαγωγής και επιμελείας εκάστου εις τας σημειώσεις των διδασκάλων και επιστατών και εξ’ άλλων πληροφοριών, άς ο Δ/ντής και ο οικονόμος διά της γενικής αυτών επιτηρήσεως έλαβον» (Ράδου, 1891, 151-152). Αντίθετα, πνεύμα και ήθος ελευθερίας επικρατεί στο Ιεροδιδασκαλείο Κρήτης, όπως συνέβαινε και στη Σχολή της Χάλκης. Για τα πειθαρχικά θέματα ο πρώτος Κανονισμός του Ιεροδιδασκαλείου του 1892, αναφέρει για τον διδάσκοντα ότι κατά τη διδασκαλία, εάν κάποιος μαθητής παρεκτραπεί τότε «αναλόγως της παρεκτροπής α) προσκαλεί εις ευταξίαν, β) επιπλήττει και απομακρύνει της παραδόσεως, γ) καταγγέλλει αυτόν τω Σχολάρχη». Όσο για τις ποινές ο παραβαίνων τα καθήκαντά του «κατά τις περιστάσεις ή νουθετείται ή επιπλήτεται ιδία ή δημοσία ή υποβάλλεεται εις καταλλήλους υποχρεώσεις ή αποπέμπεται του Σχολείου» Σε περίπτωση εξάλλου αυτοδικίας, «εάν τις των μαθητών νομίζει εαυτόν ηδικημένον παρά τινος, οφείλει ν’αναφέρεται προς μόνον τον Σχολάρχην» (Κανονισμός 1892, άρθρ.20, 23 και 25). Για τους καθηγητές, επίσης, οι Νόμοι 391 του 1901(άρθρ. 98) και 485 του 1903 (άρθρ. 94) όριζαν ότι:»Εις το Ιεροδιδασκαλείον εισάγεται και εν τη διαίτη και εν τη ανατροφή το σύστημα της κατ’οικογένειαν ανατροφής, καθ’ ότι μαθηταί, καθ’ομάδας διαιρούμενοι, τάσσονται υπό την ιδιαιτέραν επιμέλειαν εκάστου των καθηγητών ως και του διευθυντού, όστις έχει και την όλην επί των ομάδων εποπτείαν». Εξάλλου ο δεύτερος Κανονισμός του 1902 αναφέρει για τους καθηγητές ότι «φροντίζουσι πατρικώς περί της προόδου και μορφώσεως των μαθητών, μη περιορίζοντες την διαπλαστικήν επί των μαθητών επίδρασίν των μόνον κατά την ώραν της διδασκαλίας εν ταις αιθούσας των παραδόσεων». Για τον Επιστάτη, επίσης, αναφέρει ότι «εν τη εκτελέσει των καθηκόντων αυτού προσφέρεται πάντοτε πατρικώς, συνδυάζων περισκεμμένως την αγάπην προς τους μαθητάς μετά της προσηκούσης προς αυτούς σοβαρότητος». Μόνον για την περίπτωση του καθαρισμού και αερισμού των τάξεων και των κοιτώνων, θέματα που αφορούσαν την ευαίσθητη, ιδίως για εκείνην την εποχή, υγεία όλων των μαθητών και καθηγητών, ο επιστάτης καταγγέλλει στους Καθηγητάς και στον Δ/ντή τους αμελείς (Κανονισμός 1902,άρθρ.38,48 και 56). Ως προς τη διαπροσωπικές σχέσεις με τους σπουδαστές ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση του σχεδόν καθ’όλη τη διάρκεια λειτουργίας του Ιεροδιδασκαλείου Σχολάρχη και συντονιστή της κατάρτισης και ανατροφής των σπουδαστών Χρυσ. Τσεπετάκη, όπως αυτή σκιαγραφείται από ένα μαθητή του τον Εμμ.Πετράκη: Υπήρξε « ένας υπέροχος και ιδεώδης κληρικός» με « χαλκέντερον φιλοπονία και παιδαγωγικήν αφοσίωσιν», με στόχο την «ηθικήν εξύψωσιν των μαθητών του». ΄Ήταν «φύσει φιλάνθρωπος και φιλόστοργος , εδείκνυεν προς πάντας την στοργήν εκείνην και αγάπην, την οποίαν μόνον αληθής πατήρ και διδάσκαλος δεικνύει προς τα τέκνα και τους μαθητάς του» και είχε διαργανώσει το Ιεροδιδασκαλείον», έτσι ώστε «παντού επεκράτει πρόοδος και τάξις», οι μαθητές «εσέβοντο και ηγάπων τούτον ως αληθινόν πατέρα και διδάσκαλον» (Πετράκης, 1966, 199). Άλλος μαθητής του, εξάλλου, ο Χαρίλαος Σπυριδάκης μαρτυρεί ότι: «παρηκολούθει την ατομικότητα εκάστου μαθητού εις όλας τας εκδηλώσεις αυτής, ενεπνέετο από αφοσίωσιν θερμήν από αγάπην αγνωτάτην, από πίστιν ακλόνητον εις το έργον της παιδαγωγήσεως. Είχε μεταβάλει ολόκληρον την Σχολήν εις μίαν πραγματικώς πνευματικήν οικογένειαν και εμοχθούσε νυχθημερόν παιδαγωγικότατα διά την βελτίωσιν των μελών αυτής» (Σπυριδάκης, 1966). Για το θέμα του συνδυασμού του λειτουργήματος του διδασκάλου με εκείνο του Ιερέα καθώς και της βαρύτητας που δινόταν τόσον στην εκκλησιαστική ζωή και άσκηση όσο και στη διδασκαλία των θεολογικών μαθημάτων του Ιεροδιδασκαλείου, ο Χρύσανθος αναφέρει ότι αυτό συνέβαινε, διότι «επιβεβαιώθη διά μακραίωνος ιστορίας ότι δεν υπάρχει ασφαλέστερον και τελειώτερον όργανον της ελευθερίας ,της εξημερώσεως και προαγωγής των λαών , όσον η αλήθεια του Ευαγγελίου » και διότι η ηθοπλαστική δύναμη των μαθημάτων αυτών « είναι κατά την μαρτυρίαν πάντων των ηθικολόγων και παιδαγωγών υπερτέρα πάντων των λοιπών μαθημάτων». Τα θεολογικά μαθήματα, εξάλλου, δε γίνονται, κατ’αυτόν, για τυπικούς λόγους , αλλά γιατί αναμενόταν από αυτά το σχεδιασμένο πνευματικό, ηθικό, κοινωνικό και ανθρωπιστικό πρακτικό όφελος.΄Έτσι, για παράδειγμα, πίστευε ότι τα εξόχου ευσεβείας και αρετής παραδείγματα που περιείχε η διδασκαλία της Αγίας Γραφής, «εν απλάστω και φυσική γλώσση προβαλλόμενα εις την αθώαν καρδίαν και το ανυπόκριτον πνεύμα του παιδός αφήνουσιν ιεράς εντυπώσεις, συντρεχούσας ουχί μικρόν εις την ορθήν διάπλασιν ηθικού και θρησκευτικού συναισθήματος, όπερ αποτελεί το ιδιάζον γνώρισμα και το ουσιώδες χαρακτηριστικόν του ανθρωπίνου όντος». Η διδασκαλία της Εκκλ. Ιστορίας, εξάλλου, γινόταν, κατά τις αντιλήψεις του, γιατί «η πρόοδος του νεωτέρου πολιτισμού δεν είναι άσχετη προς την ορθώς νοουμένην Χριστιανικήν θρησκείαν. Η αδιαφορία προς την Εκκλησίαν, ή έλλειψις συναισθήσεως του καθήκοντος, η εκδοχή του Ιερατικού αξιώματος ως βιοποριστικού έργου, είναι συνέπεια της αμαθείας και άγνοιας της Ιστορίας των εθνικών και εκκλησιαστικών πραγμάτων». Τη Χριστιανική Κατήχηση τη θεωρούσε, επίσης, «αναγκαιοτάτη, καθ’ όσον εκ της απουσίας αυτής γεννάται η δεισιδαιμονία και ο φανατισμός, ελλείψεις αίτινες μολύνουσι τον βίον των απαιδεύτων λαών». Η Ρητορική ή Ομιλιτική, επίσης, ειχε σπουδαία θέση στο Πρόγραμμα, διότι πίστευε « ότι η ένθερμος πίστις και ο ζήλος είναι πολλάκις η ασφαλεστέρα συνθήκη της ευδοκιμήσεως ενός διδασκάλου και κήρυκος, αλλ’ αναγκαιωτάτη θεωρείται πάντοτε και η τέχνη.Οι πατέρες της Εκκλησίας δεν ήσαν διόλου αμαθείς όλων των ποικιλοτάτων τρόπων της ρητορικής τέχνης». Γι’αυτό και οι Ιεροσπουδαστέες έπρεπε να γίνουν ικανοί «μετά συχνών εφαρμογών επί πρακτικών θεμάτων …να φιλοτεχνώσι κηρύγματα ων τα πρώτα δοκίμια να εκφωνώνται πρώτον μεν εν τη Σχολή, έπειτα δε εις τους ναούς των ενοριών του Ακρωτηρίου». (Ιεροδιδασκαλείον 1894, 2-6). Β΄. Η Παιδαγωγική κατάρτιση 1.Οι παιδαγωγικές αρχές της μορφώσεως των μαθητών Σημαντικά, στοιχεία, ως προς το φιλοσοφικό υπόβαθρο, τις γραμμές , τις κατευθύνσεις ,τους σκοπούς και τα οράματα του Ιδρύματος, σε σχέση πρώτον με τη βαρύτητα που δινόταν στην παιδαγωγική κατάρτιση και δεύτερον με τις ανάγκες και τις προσδοκίες του λαού, περιέχουν οι δημόσιες λογοδοσίες του σπουδαίου κληρικού και παιδαγωγού Χρύσανθου Τσεπετάκη κατά τις δημόσιες εξετάσεις των σπουδαστών ενώπιον των αρχών και του κοινού από το 1893 έως το 1895. Με τους λόγους του γίνεται φανερό ότι γνωρίζει πολύ καλά τα μηνύματα της εποχής, την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο λαός, τις ηθικοπνευματικές ανάγκες του τόπου αλλά και τους τρόπους θεραπείας αυτών των αναγκών: « Ο λαός ημών εκ μακραίωνος απαιδευσίας εξερχόμενος ίσταται μεταξύ αμαθείας και ημιμαθείας, μεταξύ λησμονημένων εθνικών παραδόσεων και οθνίου πολιτισμού, μεταξύ δεισιδαιμονιών και σεσαλευμένων θρησκευτικών παραδόσεων , μεταξύ αγρίων ενστίκτων και εξημμένων εγωϊστικών παθών» (Ιεροδιδασκαλείον 1894, 2-14). Είναι σαφής και φανερή στους λόγους του Χρύσανθου, η χρησιμότητα και η πρακτικότητα του Ιεροδιδασκαλείου, αφού ως σκοπός του θεωρείται η μόρφωσις Ιερέων και δασκάλων, έργο των οποίων θα είναι «η ηθική και θρησκευτική οικοδομή των ψυχών, η προσάρτισις της θρησκευτικής διδασκαλίας εις τας ηθικάς και θρησκευτικάς ανάγκας των πιστών, η υπηρεσία της θρησκείας προς ηθικήν και θρησκευτικήν διάπλασιν της κοινωνίας» (Ιεροδιδασκαλείον 1893, 7-10). Με βάση τις θεωρητικές αυτές αρχές , που φαίνεται να αποτελεύν τον άξονα και τη βάση των νομοθετικών ρυθμίσεων, «η δημοτική παίδευσις» εθεωρείτο, από την πλευρά του Ιεροδιδασκαλείου, η «βάσις και το θεμέλιον της ευημερίας και προαγωγής παντός λαού». Σκοπός της δεν ήταν απλώς «η παροχή γνώσεων και δεξιοτήτων, αλλά μετ’αυτών η ηθικοθρησκευτική μόρφωσις». Από την άλλη πλευρά δινόταν μεγάλη βαρύτητα στην παιδαγωγική και διδακτική κατάρτιση. Έτσι σύμφωνα με την επιστημονική δεοντολογία της εποχής, όπως την υιοθετούσε και την εξέφραζε , εκ μέρους του Ιδρύματος ο Σχολάρχης , η «παιδαγωγική παίδευσις προς επιτυχή διεξαγωγήν της διδασκαλίας εν τω δημοτικώ σχολείω» προϋπέθετε: α) «Την γνώσιν πασών των διδακτικών αρχών και μεθόδων, αίτινες δεν είναι ολίγαι. β) Την παιδαγωγικήν μόρφωσιν, προαπαιτωμένην εν τω έργω της αγωγής των παίδων, ήτις άγαν δυσχερής και πολύπλοκος, ζητεί την βαθείαν γνωριμίαν πάντων των ψυχολογικών νόμων και φαινομένων ουκ ολίγων ωσαύτως. γ) Την εν πάσι τοις έργοις και τοις κινήμασι παροχήν του καλού παραδείγμετος, ου η μεγίστη ανάγκη εξαρτάται εκ της ιδιότητος εκείνης της παιδικής ψυχής, του να πλάσσεται κατά το προβαλλόμενον αυτή πρότυπον. δ) Την αγάπην την διάπειρον, προς το διδασκαλικόν έργον, όπερ ηθικήν μάλλον ή υλικήν αμοιβήν παρέχον, περιάγει ταχέως εις κόρον και απογοήτευσιν τον μη αγαπώντα τούτο. ε) Κοινωνικάς αρετάς, ευργετικώς επιδρώσας εις την πέριξ κοινωνίαν. Ο δημοδιδάσκαλος οφείλει μετά της θεωρητικής και ηθικοπαιδαγωγικής παιδείας και μορφώσεως να διαθέτει και την δύναμιν προς ποικίλην τινά και κοινωφελή δράσιν και πρωτοβουλίαν». Στους στόχους και στις αρχές του Σχολάρχη κυριαρχούσε η ιδέα ότι «ο καλός δημοδιδάσκαλος είναι ο αφανής εργάτης της προόδου και του πολιτισμού των εθνών» και ότι «προάγει ησύχως τας τέχνας, τας επιστήμας, βάλλει το θεμέλιον της οικογενειακής ευδαιμονίας, καμινεύει την ηθικήν του λαού ανάπλασιν και προπαρασκευάζει ασφαλώς το μεγαλείον και την ανύψωσιν της Εκκλησίας και της πατρίδος»(Ιεροδιδασκαλείον, 1895, 8-19). Ιδιαίτερη εντύπωση δημιουργούν οι θέσεις που διατυπώνει ο έξοχος αυτός κληρικός, σχετικά με τη μεγάλη παιδαγωγική επίδραση των προτύπων. Πίστευε ότι «το παράδειγμα έχει ισχύν ου μόνον επί των νεωτέρων και απειροτέρων, αλλά και επ’αυτών των γεροντοτέρων και πολυπειροτέρων». Και ο λειτουργός της Εκκλησίας είναι εκείνος προς τον οποίον, «ως εκ του αξιώματός του, έχουσι εστραμμένα τα βλέμματα οι πάντες και συμφώνως προς το παράδειγμα τούτου ρυθμίζουσι τον βίον οι πολλοί. Διά τούτο διδάσκαλος της ευσεβείας, ων ο Ιερεύς, οφείλει να παρέχει το ευσεβές και ηθικόν παράδειγμα. Διότι διδάσκαλος μη ευσεβής και ενάρετος , περί ευσεβείας και αρετής ομιλών, ου μόνον δεν προάγει την θρησκευτικήν και ηθικήν οικοδομήν, αλλά και καταστρέφει αυτήν». Βέβαια δεν αγνοεί ότι η αγωγή την οποίαν οραματιζόταν, προκειμένου να έχει ως αποτέλεσμά της ένα πρότυπο ευσεβούς και ηθικού Ιεροδιδασκάλου, εκτός από την μετά πεφωτισμένης μεθόδου παροχής των ηθοπλαστικών και θρησκευτικών μαθημάτων, απαιτεί το πρότυπο υγιές περιβάλλον, τη σωστή οικογενειακή ανατροφή, το διδασκαλικό παράδειγμα, την ιεροπρεπή συμπεριφορά και την ηθική συνδρομή των Ιερομονάχων, στο άμεσο περιβάλλον των οποίων ανατρεφόταν πνευματικά ο κάθε Ιεροσπουδαστής: «Τοιαύτα παραδείγματα παρά των μεθ’ων διηνεκώς συζώσι οι παιδαγωγούμενοι μαθηταί είναι μία τις σπουδαιοτάτη συμβολή, ης άνευ ματαιούται μέγα μέρος της ενεργείας της Σχολής προς προπαρασκευήν ανδρών εχόντων μόρφωσιν ευσεβείας και αρετής, ανδρών γνωριζόντων να σέβονται εαυτούς και τον Θεόν και τον πλησίον» (Ιεροδιδασκαλείον 1894, 4-15). Πώς όμως θα πετύχαινε η Εκκλησία και η Πατρίδα να δημιουργήσει έναν τέτοιο Ιεροδιδάσκαλο; Ο Σχολάρχης είχε την πεποίθηση ότι «η ικανότης του διδάσκειν και η μόρφωσις ηθικού βίου δεν αποκτώνται ει μη διά πολυχρονίου σπουδής και επιμελημένης μορφώσεως εν ειδικαίς σχολαίς, εν μικροσκοπική τινι κοινωνία, εν η θα επισυμβαίνη μεταξύ των συμμαθητών ζύμωσίς τις προαπαιτουμένη προς παραγωγήν άρτου καλού. Εν τω Ιεροδιδασκαλείω συνδέονται πολλοί προς πολλούς διά της κοινής διδασκαλίας, της κοινής προσευχής , της κοινής τραπέζης της κοινής κλήσεως , του αυτού προορισμού» (Ιεροδιδασκαλείον 1893,12-20). Ωστόσο όλα αυτά τα «παιδαγωγικά μέτρα», όπως τα όνομάζει, θα μπορούσαν να αφήσουν στην ψυχή των μαθητών «εντυπώσεις και αισθήματα τοιαύτα, άτινα να χρησιμεύσωσιν ως ελατήρια αμέμπτου ηθικού και θρησκευτικού βίου», μόνον αν συνυπήρχαν δύο παράγοντες. Αφενός αν όλα αυτά χρησιμοποιούνταν από την πλευρά των παιδαγωγών και των παραγόντων της Σχολης «μετ’αγάπης και επιμελείας» (Επετηρίς του Ιεροδιδασκαλείου, 1900-1901) και αφετέρου αν οι ίδιοι οι μαθητές συνειδητοποιούσαν ότι, εκτός από την προσοχήν «περί την υγείαν και ζωήν αυτών» και την «φιλοπονίαν» στα μαθήματα, όφειλαν «επί πάσι και διά πάντων, την καλλιέργειαν όλων των χαριτωμένων εκείνων αρετών, ων άνευ, αν δεν είναι πλήρης ο άνθρωπος, πολύ περισσότερον δεν δύναται να νοηθεί διδάσκαλος και ιερεύς» (Ομιλία Παιδαγωγική, Αρχείο Αγ,Τριάδος). Ιδιαίτερα σημαντικές για την ιστορική αποτίμηση του παιδαγωγικού έργου που επιτελούσε το Ιεροδιδασκαλείο θεωρούνται οι απόψεις που εκφράστηκαν στη Συνεδρίαση της Κρητικής Βουλής το 1903, με την ευκαιρία της συζητήσεως της προτάσεως του επί της Παιδείας Συμβούλου Α. Βορεάδη για την τροποποίηση των άρθρων που αφορούσαν το Ιεροδιδασκαλείο. Στόχος του ήταν η μετατροπή του Ιεροδιδασκαλείου σε Ιερατική Σχολή με το επιχείρημα ότι δεν μπορεί πλέον σε μια εποχή προόδου να αναθέτουν τη διδασκαλία των παιδιών σε Ιερείς και επομένως ότι δεν έπρεπε πλέον να συνεχίσει ο θεσμός του Ιεροδιδασκάλου και να υφίσταται το ΄Ιδρυμα που συνεδύαζε την κατάρτιση και των δύο λειτουργημάτων,σύμφωνα με το προήγούμενο καθεστώς. Η πρόταση αυτή συζητήθηκε αρκετά και απορρίφθηκε Στη συζήτηση που διεξήχθηκε ο Εμμ.Λογιάδης είπε μεταξύ άλλων: «΄Εχω την πεποίθησιν ότι οι Ιεροδιδάσκαλοι ηθικοποιούνται περισσότερον εν τω Ιεροδιδασκαλείω παρά εις τα άλλα σχολεία» και ότι «μετά πολλής ευχαριστήσεως ακούω ότι εις τα χωρία του νομού τούτου, όπου μετέρχονται τον διδάσκαλον, οι κάτοικοι είναι λίαν ευχαριστημένοι και εύφημος μνεία γίνεται περί αυτών». Ο Γ.Φούμης, εξάλλου, αναφέρθηκε σε συγκεκριμένο Ιεροδιδάσκαλο, τον Ποντικάκη, που υπηρετούσε στον Αστράτηγον Χανίων, τονίζοντας ότι: «όχι μόνον διά της διδασκαλίας του κατορθώνει να διαπλάττη και μορφώνη τους μαθητάς αλλά και δια του κηρύγματός του κατώρθωσε σήμερον και είναι ο αγαπητότερος των ιερέων». Εξέφρασε δε την πεποίθηση ότι «το επάγγελμα του δημοδιδασκάλου πλησιάζει προς το του ιερέως, διότι έχει διαπλαστικήν και διαμορφωτικήν εργασίαν και το εν και το άλλο. Ημείς εξαιτούμεθα να χρησιμοποιηθή ο ιερός κλήρος εις την δημοτικήν εκπαίδευσιν, αφού μορφωθή εν τοις Ιεροδιδασκαλίοις, αποφοιτών δ’εντεύθεν θα πράττη την αυτήν εργασίαν ην οι σημερινοί δημοδιδάσκαλοι, μετά του πλεονεκτήματος ότι θα ενσταλάζωσιν εις τας καρδίας των παίδων την ευσέβειαν και την αρετήν, αυτοί πρώτοι ως λειτουργοί του Υψίστου τας αρετάς ταύτας εξασκούντες». Ο Χ.Πωλεογεώργης είπε, επίσης, ότι ο απόφοιτος ενός τέτοιου σχολείου ακόμα και Ιερεύς μόνον να γίνει, «αν γνωρίζει το Παιδαγωγικά, είναι πλεονέκτημα, διότι και εν’αυτή τη εξασκήσει των καθηκόντων του, ως Ιερεύς, η παιδαγωγία του είναι χρησιμοτάτη». Τελος ο Ν. Καλογέννητος μετέφερε στη Βουλή τη γνώμη του μεγάλου Γλωσσολόγου Χατζηδάκη, ο οποίος,όταν άκουσε τα επιχειρήματα εκείνων που ήθελαν την κατάργηση του Ιεροδιδασκαλείου είπε: «Εν τω Ελληνικώ κόσμω ουδέποτε η Εκκλησία συνεκρούσθη προς την πολιτείαν, αλλ’αδελφικώς συνειργάσθησαν», ότι «όταν από το Ιεροδιδασκαλείο εξέρχονται και διδάσκαλοι θα ωφελείται και η πολιτεία και ο μαθητής» και ότι εφιστώ την προσοχήν σας να μην χωρίσητε θρησκείαν και παιδείαν» (Εστενογραφημένα πρακτικά 1903, 107-118). 2. Τα Αναλυτικά Προγράμματα των Παιδαγωγικών. Θεωρητική διδασκαλία και πρακτική εξάσκηση Στον Κανονισμό του 1892 (άρθρ.5) ορίζονται ως διδακτέα παιδαγωγικά μαθήματα: Για την Γ΄τάξη (2) ώρες Μεθοδολογία και για την Δ΄ τάξη (2)ώρες Ψυχολογία και (3) ώρες Πρακτική Διδακτική. Ωστόσο, όταν λειτούργησε για πρώτη φορά η Γ΄τάξη (σχολ. έτος 1894-1895), την έλλειψη ειδικού καθηγητή των Παιδαγωγικών αναπλήρωνε ο Σχολάρχης, που δίδασκε (1) ώρα: Ιστορία της Παιδαγωγικής (Ιεροδιδασκλείον 1894,36-39). Στο λόγο του, όμως κατά τις δημόσιες εξετάσεις του ίδιου έτους επισημαίνει προς τις αρχές την ανάγκη πρόσληψης ειδικού καθηγητή και εμμέσως πλην σαφώς προτείνει να «προσκληθή το επόμενον έτος ειδικός Καθηγητής, όστις να διδάξη τα παιδαγωγικά μαθήματα» (Ιεροδιδασκαλείον 1895,10-16). Πράγματι το επόμενο έτος, όπως αναφέρεται σε εφημερίδα της εποχής, «προσεκλήθη και διδασκαλιστής, όστις να διδάξη την δημοδιδασκαλικήν μέθοδον,συμφώνως προς τον διπλούν της Σχολής σκοπόν» (Εκκλησιαστική Αλήθεια 3-11-1895,292). ΄Αρθρο τοπικής εφημερίδας, όμως, διερμηνεύοντας τις προσδοκίες και τις απαιτήσεις όλων αυτών που ενδιαφέρονταν για το μέλλον του Ιεροδιδασκαλείου και του τόπου, στηλιτεύει τη μη σύννομη επιλογή του προσώπου και θέτει το ερώτημα: «Απλούς δημοδιδάσκαλος εκτός των ολίγων πρακτικών ποία παιδαγωγικά δύναται να διδάξη, όσην ικανότητα και αν επεδείξατο εν τη διευθύνσει και τη διδασκαλία εν Δημοτικώ Σχολείω;» Επισημαίνει επίσης ότι «ο νόμος, όστις δεν φαίνεται να είναι μωρός, δεν παρέχει το δικαίωμα τω δημοδιδασκάλω,έστω και αριστεύσαντι κατά τις εξετάσεις του, να διδάξη εν Ελληνική Σχολή, πολύ δε περισσότερον εν Γυμνασίω και δη Ψυχολογίαν, Λογικήν και θεωρίαν της Παιδαγωγίας, μαθήματα πρώτης ανάγκης διά πάντα μορφούμενον εις δημοδιδάσκαλον» (Μεσόγειος 16 Σεπτ.1895). Το 1899 με τη σύσταση της Κρητικής Πολιτείας, στο πλαίσιο της νομικής οργάνωσης της Εκπαιδεύσεως και της γενικότερης προσπάθειας, που είχε ως στόχο την ηθικοπνευματική αναγέννηση της Κρήτης, θεωρήθηκε αναγκαία η επαναλειτουργία του Ιεροδιδαδκαλείου καθώς και η ίδρυση δύο ακόμη Παιδαγωγικών Τμημάτων στα Γυμνάσια Χανίων και Ηρακλείου, τα οποία όμως απογοήτευσαν εντελώς και αντικαταστάθηκαν με το Διδασκαλείο Ηρακλείου το έτος 1901 (Χουρδάκη, Η Παιδεία στην Κρητική Πολιτεία, χ. χρ., 103 και 121).Ο σχετικός Νόμος (88) προέβλεπε να χρησιμοποιούνται οι απόφοιτοι του Ιεροδιδασκαλείου και ως δημοδιδάσκαλοι, τουλάχιστον μέχρι να χειροτονηθούν ιερείς(άρθρ.1). Οι σπουδές, εξάλλου, ήταν πενταετείς, διδάσκονταν εκεί όλα τα μαθήματα του Γυμνασίου και επί πλέον θεολογικά, παιδαγωγικά, φιλοσοφικά και γεωπονικά (άρθρ. 2 και 3) οι δε απόφοιτοι διορίζονταν «ως δευτέρας τάξεως δημοδιδάσκαλοι υπό τον τίτλον Γραμματισταί». Μπορούσαν επίσης να καταταχθούν στην ΣΤ΄τάξη Γυμνασίου για να παρακαλουθήσουν τα μαθήματα του Παιδαγωγικού τμήματος και «να λάβουν πτυχίον δημοδιδασκάλου». Πρωτοποριακή θεωρείται, εξάλλου, η θέσπιση κινήτρων, που συνέδεαν το βαθμό του πτυχίου των αποφοίτων με το μισθό που θα έπαιρναν, ως Γραμματισταί, όταν διορίζονταν,αφού ο Νόμος όριζε να «λαμβάνουσι μισθόν κατά μήνα 60-75 δρχ., αναλόγως του βαθμού του απολυτηρίου των». (άρθρ. 19-20). Τα Παιδαγωγικά μαθήματα, που έπρεπε να διδάσκονται ήσαν: Παιδαγωγική, ήτοι θεωρία της Παιδαγωγικής, Διδακτική, Μεθοδολογία, Ψυχολογία και Λογική ( αρθρ.3). Ο Καθηγητής των Παιδαγωγικών έπρεπε «να έχη εγνωσμένην παιδαγωγικήν μόρφωσιν» μπορούσε δε να είναι και αλλοδαπός (άρθρ.5).Κατά το ίδιο έτος διορίζεται στο Ιεροδιδασκαλείο ο Χρήστος Οικονόμου, ως ειδικός Παιδαγωγός (Διάταγμα περί διορισμού καθηγητού των Παιδαγωγικών ,1899). Αξίζει νασημειωθεί ότι το 1900 ο επί της Παιδείας Σύμβουλος Ελ. Βενιζέλος συγκάλεσε Ανώτατο Εκπαιδευτικό Συνέδριο για τον Εκπαιδευτικό Νόμο και τα ειδικά θέματα του Δημοτικού Σχολείου, στο οποίο κάλεσε να συμμετέχουν οι πιο ανώτεροι παράγοντες και εκπρόσωποι φορέων της Παιδείας στην Κρήτη ,μεταξύ των οποίων υπήρξε και ο Χρύσανθος Τσεπετάκης(Διάταγμα, Περί συγκλήσεως Εκπαιδ. Συνεδρίου 1900). Το 1901 με Διάταγμα τροποποιείται το Αναλυτικό Πρόγραμμα και «αυξάνονται αι ώραι των Παιδαγωγικών μαθημάτων και των υποδειγματικών διδασκαλιών εις 6 ώρας καθ’εβδομάδα» (Διάταγμα, Περί τροποποιήσεως του αναλυτικού προγράμματος…,1901). Το ίδιο έτος με τις ρυθμίσεις του νέου Νόμου(391)στα μαθήματα του εξατάξιου πλέον Ιεροδιδασκαλείου συμπεριλαμβάνονται η «Παιδαγωγική μετά των υπηρετικών αυτής επιστημών ,ψυχολογίας, λογικής και ηθικής και ασκήσεις περί το διδάσκειν και παιδεύειν εν τω προτύπω δημοτικώ σχολείω».Ο Καθηγητής επίσης των Παιδαγωγικών, έπρεπε να είναι «πτυχιούχος των παιδαγωγικών, σπουδάσας την παιδαγωγικήν εν Γερμανία. Εν ελλείψει ειδικού καθηγητού των παιδαγωγικών, έχοντος τα άνω προσόντα, δύναται να διορισθή καθηγητής των παιδαγωγικών αριστούχος διδασκαλείων, τυχόν ανωτέρας εν τω Πανεπιστημίω Φιλοσοφικής μορφώσεως και διδάξας τα παιδαγωγικά μαθήματα επί τριετίαν τουλάχιστον εν διδασκαλείω ή άλλω παιδαγωγικώ καθιδρύματι » (άρθρ.86-88). Ορίζεται εξάλλου ότι «μετά του Ιεροδιδασκαλείου είναι αναποσπάστως συνδεδεμένα προς άσκησιν των μαθητών Εκκλησία και πρότυπον δημοτικόν σχολείον»(άρθρ.90). Σημαντική αλλαγή για τους απόφοιτους υπήρξε η διάταξη του άρθρου 94 που προέβλεπε ότι «οι απολυόμενοι εκ του Ιεροδιδασκαλείου αναγνωρίζονται οριστικά δημοδιδάσκαλοι» καθώς και η διατήρηση των κινήτρων που έθετε ο προηγούμενος Νόμος, που συνέδεαν το πτυχίο με το μισθό που θα έπαιρναν κατά το διορισμό τους, αφού «οι έχοντες βαθμόν άριστα λαμβάνουσι μισθόν 100 δρχ. κατά μήνα, οι δε τον βαθμόν λίαν καλώς 90 δρχ. και οι έχοντες βαθμόν καλώς 80 δρχ» (άρθρ.94). Με το νέο Αναλυτικό πρόγραμμα στην Δ΄τάξη οι σπουδαστές διδάσκονται: Θεωρητικά (2)ώρες: «Γενική διδακτική. Παιδονομία. Αι έξεις . Σωματική ανατροφή. Διδασκαλίας ύλη και μέθοδος». Πρακτικά: « Παραμονή και ακρόαση του διδάσκοντος στο πρότυπο «δύο το πολύ ώρας καθ’εβδομάδα, όπως …παρατηρώσιν τον τρόπον και τα στάδια διδασκαλίας».Στην Ε΄τάξη θεωρητικά (3) ώρες: «Ειδική διδακτική. Ψυχολογία. Εν συντομία περί των μεγαλυτέρων και σπουδαιωτέρων παιδαγωγών». Πρακτικά (2) ώρες :«ΟΙ μαθηται της Ε΄τάξεως εκ περιτροπής διδάσκουσι τους μαθητάς του προσηρτημένου δημοτικού μαθήματα οριζόμενα υπό του διδάσκοντος τα παιδαγωγικά, όστις και καθοδηγεί τους μέλλοντας να διδάξωσι προασκών αυτούς την προηγουμένην ημέραν. Κατά την παράδοσιν παρίστανται πάντες οι μαθηταί της τάξεως ταύτης ως και της ανωτέρας. Προσέτι δε ο καθηγητής των παιδαγωγικών και ο της τάξεως διδάσκαλος». Στην ΣΤ΄τάξη διδάσκονται θεωρητικά (3) ώρες: « Λογική και συνέχεια της ειδικής διδακτικής. Περί ωρολογίων και αναλυτικών προγραμμάτων.Σιωπηλαί εργασίαι. Συνδιδασκαλία και κύκλοι μαθημάτων. Περί του διδακτικού επαγγέλματος. Η γένεσις και ανάπτυξις του δημοτικού σχολείου. Αι σχέσεις τούτου προς την οικογένειαν, την πολιτείαν και την εκκλησίαν. Περί των καθηκόντων και των υποχρεώσεων του διδασκάλου». Πρακτικά (3)ώρες: «Οι μαθηταί εκ περιτροπής διδάσκουσι και εξετάζουσι μαθήματα εν τω προτύπω παρισταμένου και του καθηγητού των παιδαγωγικών, όστις κατά το τέλος εκάστου μαθήματος υποδεικνύει τα γενόμενα κατά την διδασκαλίαν σφάλματα, διορθοί ταύτα και καθοδηγεί τους διδάξαντας» (Διάταγμα περί αναλυτικού…,Παιδαγωγική,1901). Στο Νόμο485/1903 επαναλαμβάνονται οι ίδιες διατάξεις του προηγούμενου Νόμου 391 του 1901 για το τετρατάξιο πλέον Ιεροδιδασκαλείο, με μόνη ουσιαστική αλλαγή στα προσόντα του διδάσκοντος τα Παιδαγωγικά, όπου απαιτείται πλέον να είναι διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής (άρθρ.85). Οι απόφοιτοι και μ’αυτόν το Νόμο «αναγνωρίζονται δημοδιδάσκαλοι», μειώνονται, όμως, οι αποδοχές τους και παίρνουν οι έχοντες άριστα 80 δρχ., οι έχοντες λίαν καλώς 70 δρχ. και οι έχοντες καλώς 60 δρχ (άρθρ.90). Σύμφωνα με το νέο Αναλυτικό Πρόγραμμα μαθημάτων οι μαθητές διδάσκονται στη Β΄τάξη (2) ώρες θεωρητικά Παιδαγωγικά: «Ιστορία της Παδαγωγικής από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ημάς» και πραγματοποιούν τις ίδιες πρακτικές ασκήσεις στο πρότυπο, όπως προέβλεπε και ο προηγούμενος Νόμος. Στη Γ΄τάξη ((4) ώρες: «Εκ της Ψυχολογίας μέχρι των συναισθημάτων. Εκ δε της Παιδαγωγικής την Παιδονομίαν, την Γενικήν Διδακτικήν και εκ της ειδικής Διδακτικής το περί της διδασκαλίας των θρησκευτικών μαθημάτων και της Ιστορίας». Στη Δ΄τάξη (6) ώρες: «Συνέχεια της Ψυχολογίας και Λογικής, συνέχεια της ειδικής δικακτικής μέχρι τέλους. Περί ωρολογίων και αναλυτικών προγραμμάτων. Η γένεσις και ανάπτυξις του δημοτικού σχολείου. Περί καθηκόντων του διδασκάλου». Οι πρακτικές στο πρότυπο παρέμειναν ίδιες με εκείνες που προέβλεπε ο προηγούμενος Νόμος. Ωστόσο εδώ προβλεπόταν, ο Καθηγητής των Παιδαγωγικών εκτός της παρακολουθήσεως και της διορθώσεως των ασκουμένων στο διδάσκειν και εξετάζειν να «διδάσκει υποδειγματικώς εν τω προτύπω» (Αναλυτικόν Πρόγραμμα…, Παιδαγωγικά, 1903). Σπουδαία παιδαγωγική, κοινωνική και ηθικοπνευματική σημασία για την προσωπική τους ολοκλήρωση αλλά και τη μελλοντική τους προσφορά σε ενορίες και σχολεία κυρίως της υπαίθρου είχε η επιμελημένη Γεωργική κατάρτιση που είχαν οι σπουδαστές με το μάθημα της Γεωπονικής (Διάταγμα περί εσωτερικού Κανονισμού…1902, άρθρ…24-26) Το περιεχόμενό του ήταν στοιχειώδεις γνώσεις γεωπονίας ματά πρακτικών εφαρμογών και το δίδασκε ο ίδιος ο Τμηματάρχης ή ο Επιθεωρητής της Γεωργίας (Διάταγμα περί Ιεροδιδασκαλείου, άρθρ.3, παρ. δ΄, Νόμ.88 του 1899. Οι πληροφορίες που έχουμε από τη λογοδοσία του Σχολάρχη στις εξετάσεις του δευτέρου έτους (1893-1894) λειτουργία του Ιεροδιδασκαλείου καθιστούν σαφές ότι οι λόγοι που καθιερώθηκε το μάθημα ήταν: α) Για να έχουν οι σπουδαστές «έν πρακτικόν προσόν απαραιτήτως αναγκαίον εις τον αγροτικόν βίον, την αγροτικήν φιλεργίαν και εμπειρίαν περί τον χειρισμόν των γεωργικών εργαλείων και την καλλιέργειαν φυτών τινων και δένδρων». β) Για να απονεμηθεί «εις το γεωργικόν επάγγελμα η προσήλουσα τιμή ,μη θεωρούμενον του λοιπού ως αρμόζον αποκλειστικώς εις τους αγραμμάτους χωρικούς και εις τους αφυείς ή αμελείς μαθητάς». γ) Για να μάθει ο μαθητής «τον λόγον πολλών γεωργικών φαινομένων». δ) Για να μπορεί «ο εκ του Ιεροδιδασκαλείου απόφοιτος καθήμενος εν τω καφεκοπτείω του χωρίου λαμβάνων τον λόγον επι γεωργικών θεμάτων, να μεταβάλη αυτό πολλάκις εις σχολείον πρακτικών γνώσεων » (Ιεροδιδασκαλείον, 1894, 14-22). Πέρα από τις ειδικές πρακτικές γνώσεις που έπαιρνε ο σπουδαστής, ο τρόπος που γινόταν αυτή η δραστηριότητα με βάση το καθημερινό πρόγραμμα του έδινε την ευκαιρία να αυτενεργήσει, να αξιοποιήσει και να εφαρμόσει γνωσιολογικά στοιχεία ,να δοκιμάσει στην πράξη τις δυνατότητές του, τη δημιουργικότητά του και ταυτόχρονα να ασκηθεί στη συνεργατικότητα σε γεωργικές και κηπουρικές εργασίες που αναλάμβανε ως μέλος ομάδας. Με την εναλλλαγή του προγράμματος εργασιών, της αποστολής και του ρόλου μάθαινε, επίσης, να χρησιμοποιεί δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο, να εκτελεί με υπευθυνότητα και χαρά την προγραμματισμένη εργασία του και να αναπτύσει γενικώς την προσωπικότητά του με την υπέρβαση της παθητικότητας . Ο Γυμνασιάρχης Χαρίλαος Σπυριδάκης, μαθητής του Ιεροδιδασκαλείου αυτής της περιόδου, σε λόγο του το 1937 ανέφερε σχετικά με τη γεωπονική κατάρτιση των σπουδαστών: «Ας ενθυμηθώμεν την κατ’άτομα ή μικράς ομάδας καλλιέργειαν ανθέων και κηπαρίων, καθώς και την εξημέρωσιν αγρίων δένδρων, ενασχόλησιν, δηλαδή, η οποία πλήν της ευχαριστήσεως που παρέχει, της σωματικής ευεξίας που παρουσιάζει, διδάσκει τα μυστήρια της φύσεως, οξύνει ταας αισθήσεις, αναπτύσσει την καλαισθησίαν του μαθητού, εξευμενίζει το ήθος του, εξωραϊζει αυτόν ψυχικώς και τον συνδέει αναποσπάστως προς το έδαφος και την έννοιαν της πατρίδος του» (Το μνημόσυνον 1937, 14). Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Δ/ντής του Ιεροδιδασκαλείου για ένα μεγάλο διάστημα, λόγω ελλείψεως ειδικού, δίδασκε το μάθημα «εμφορούμενος από αληθή ψύχωσιν υπέρ της Γεωργίας και ιδίως της δενδροκομίας….΄Εσκαπτεν, εφύτευεν επότιζεν και ενήργει τη βοηθεία των μαθητών του πάσας τας κηπουρικάς και εν γένει γεωργικάς εργασίας γενόμενος το πρότυπον παράδειγμα εις όλους» (Το μνημόσυνον 1937, 39). 3. Οι εξετάσεις του Ιεροδιδασκαλείου Σπουδαίο ρόλο για την κατάρτιση των σπουδαστών διεδραμάτισαν οι εξετάσεις τους ενώπιον εξεταστικής επιροπής , το προφορικό μέρος των οποίων γινόταν δημοσίως, με την παρουσία των γονέων και όσων άλλων ήθελαν να τις παρακολουθήσουν. Στο τέλος της σχολικής περιόδου γινόταν γνωστοποίηση διά του τύπου της ημέρας διεξαγωγής των εξετάσεων (Μεσόγειος 19 Ιουνίου 1893), οι οποίες και λόγω ίσως του θεσμού των υποτροφιών έπαιρναν αυτό το δημόσιο, επίσημο και εορταστικό χαρακτήρα, προκειμένου α) να μπορούν οι χορηγοί να διαπιστώνουν κατά πόσο άξιζαν οι θυσίες που έκαναν για τις σπουδές αυτών των σπουδαστών και β) να αποτελούν ένα ισχυρότατο κίνητρο επίδοσης για τους ίδιους τους σπουδαστές. Στις εξετάσεις εκτός από το Σχολάρχη και τους διδάσκοντες παρευρίσκονταν στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του Ιδρύματος ο Επίσκοπος Κυδωνίας και Αποκορώνου και μετά τη σύσταση της Κρητικής Πολιτείας (1899) συμμετείχε επίσης εκπρόσωπος του Συμβούλου της Παιδείας. ΄Ηδη στο τέλος του πρώτου έτους «οι μαθηταί εξητάσθησαν εις τα διάφορα μαθήματα, εφελκύσαντες τον θαυμασμόν των ακροατών δια των ευστόχων απαντήσεών των» (Μεσόγειος 10 Ιουλίου 1893). Αξίζει να σημειωθεί ότι η συζήτηση και ο προβληματισμός για την παιδαγωγική διάσταση του θεσμού των δημοσίων εξετάσεων, που είχε αρχίσει στην άλλη Ελλάδα με το άρθρο του Δ/ντή του Διδασκαλείου Αθηνών Π.Π.Οικονόμου (Δημαρά 1990, 278-282), δεν ειχε φτάσει ακόμα στην Κρήτη. Το 1900 η Κρητική Πολιτεία ρύθμισε τα θέματα των εξετάσεων και ουδείς μαθητής προαγόταν, αν δεν λάμβανε βαθμό τουλάχιστον (7) στα Θρησκευτικά και (6) στα Παιδαγωγικά. Στις απολυτήριες εξετάσεις, εξάλλου, εξετάζονταν όλα τα μαθήματα γραπτώς και προφορικώς. Εντυπωσιακή θεωρείται η κατάρτιση των σπουδαστών στα Ελληνικά για να μπορούν α) να μεταφράζουν γραπτώς «αδίδακτον αρχαίον ελληνικόν κείμενον εις την νέαν ελληνικήν και τανάπαλιν», β) να «πραγματεύονται παιδαγωγικόν τι θέμα εγγράφως εκ των δεδιδαγμένων» και γ) « να ερμηνεύωσι προφορικώς τεμάχιον αδίδακτον εκ της Ιεράς Γραφής υπό του Επισκόπου οριζόμενον», αποδεικνύοντας τη θεολογική τους πληρότητα (Διάταγμα περί εξετάσεων…αρ. 35/1900, άρθρ. 93-95). Σημειώνουμε το γεγονός ότι στις εξετάσεις του 1900 παραβρέθηκαν ο επί της Παιδείας Σύμβουλος Ελ Βενιζέλος και ο επί των Οικονομικών Κων/νος Φούμης (Πατρίς 1η Ιουλίου 1900). Το 1902 ρυθμίζονται εκ νέου τα θέματα των εξετάσεων(Διάταγμα επί προβιβασμώ…, Απολυτήριοι εξετάσεις εν τω Ιεροδιδασκαλείω 1902).΄Έτσι οι απολυτήριες εξετάσεις α) Γίνονται ενώπιον επιτροπείας «αποτελουμένης από τον Διευθυντήν του Ιεροδιδασκαλείου, από τους τακτικούς καθηγητάς τούτου και από τον θεοφιλέστατον Επίσκοπον Κυδωνίας και Αποκορώνου, ως πρόεδρον άνευ ψήφου. Ως αντιπρόσωπος του επί της Παιδείας και της Δικαιοσύνης Συμβούλου παρίσταται ο Γενικός Επιθεωρητής ή καθηγητής υπ’αυτού οριζόμενος, όστις παρακολουθεί τας γραπτάς και προφορικάς εξετάσεις άνευ δικαιώματος ψήφου». β) «Είναι γραπταί, προφορικαί και πρακτικαί» (άρθρ.51 και 52): 1.Ως προς τις γραπτές, στις εξετάσεις των Ελληνικών «δεν δίδονται τεμάχια νεοελληνικά προς μετατροπήν εις την αρχαίαν», αλλά α) αδίδακτον τεμάχιον να μεταφερθεί «εις το νεώτερον ιδίωμα» και β) ρητόν αρχαίον ή της αγίας Γραφής να αναπτυχθεί (άρθρ. 49 και 53).Στα θεολογικά και στα Παιδαγωγικά δίδονται τρία ζητήματα και εκθέτουν οι μαθητές τα δύο (άρθρ. 53). 2.Στις προφορικές εξετάσεις «εξετάζονται πάντες εις πάντα τα μαθήματα». Επί πλέον «έκαστος των απολυομένων οφείλει να ερμημεύση τεμάχιον αδίδακτον εκ του Ευαγγελίου υπό του διευθυντού οριζόμενον» (άρθρ.54). 3.Η πρακτική εξέταση γίνεται στο πρότυπο δημοτικό του Ιεροδιδασκαλείου, όπου κάθε μαθητής «οφείλει να διδάξη εις τους μαθητάς του προτύπου ενώπιον εξεταστικής επιτροείας εν εκ των διδασκομένων εν τούτω μαθημάτων. Το διδαχθησόμενον μάθημα ορίζεται εις έκαστον των εξεταζομένων δύο ημέρας πρό της εξετάσεώς του. Κατά την ώραν της διδασκαλίας οφείλει να παρουσιάση εις την εξεταστικήν επιτροπείαν έγγραφον προπαρασκευήν του διδαχθησομένου μαθήματος » (άρθρ.55). ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σε σχέση με τις συνθήκες και το σκοπό που υπηρετούσε το Ιεροδιδασκαλείο Κρήτης αλλά και σε σύγκριση του με το Διδασκαλείο Αθηνών (1878) και με άλλα εκκλησιαστικά σχολεία της εποχής η ποιοτική του προσφορά υπήρξε πολύτιμη. Κατάφερε να συνδυάσει με δημιουργικό και αποτελεσματικό τρόπο τη θεωρία με την πράξη τόσο στη χριστιανική κατάρτιση όσο και στην παιδαγωγική. Πέτυχε εξάλλου να εναρμονίσει στο πλαίσιο μιας σφαιρικής σχολικής μόρφωσης τη διανοητική και επιστημονική με την ηθική και τη θρησκευτική αγωγή, παρουσιάζοντας, μάλιστα, με δραματικό προγραμματισμό, αρκετές πρωτοτυπίες και σε θεωρητικό και σε πρακτικό επίπεδο. Είναι βέβαιο και μαρτυρείται επίσης και από την ιστορική και από τη λαϊκή συνείδηση μέχρι σήμερα ότι το ίδρυμα αυτό επηρέασε θετικά και ευεργετικά τα εκπαιδευτικά και εκκλησιαστικά θέματα της Κρήτης και κατά την εποχή της λειτουργίας και της προσφοράς του, ως Ιεροδιδασκαλείου, αλλά και αργότερα, μετά τη μετεξέλιξή του σε Ιερατική ή Εκκλησιαστική Σχολή, αφού λειτούργησε με την ίδια περίπου εκπαιδευτική φιλοσοφία αλλά και την ίδια διάθεση προσφοράς και διακονίας. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Βυβιλάκη Ε., ΄Εκθεσις της επί των σχολείων της Κρήτης Επιτροπής του 1844, εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Ραδαμάνθυος, 1879 Η εν Κρήτη Εκπαίδευσις, εν Χανίοις, εκ του τυπογραφείου της Κρητικής Πολιτείας, 1904. «Ανάπλασις», έτος Π΄,αρ.174, φύλ. 10-20, Δεκέμβριος 1895. Ιεροδιδασκαλείον εν Αγία Τριάδι. Τα κατά το πρώτον έτος (1892-1893), εν Χανίοις, Τυπογραφείον Γενικής Διοικήσεως του Κράτους 1893. Ιεροδιδασκαλείον, εν Αγία τριάδι. Τα κατά το δεύτερον έτος (1893-1894), εν Χανίοις , Τυπογραφείον της Γ.Δ Κ., 1894. Ιεροδιδασκαλείον εν Αγία Τριάδι. Τα κατά το τρίτον έτος (1894-1895), εν Χανίοις, τυπογραφείον της Γενικής Διοικήσεως Κρήτης, 1895 ’Εγγραφο του Ηγουμενοσυμβουλίου της ιεράς Μονής προς τον Επίσκοπο Κυδωνίας και Αποκορώνου (1-3-1894), « Πρωτόκολο των ετών 1862 –1898», στο Αρχείο Ιεράς Μονής Αγ. Τριάδος των Τζαγκαρόλων. «Μοναχολόγιον της Ιεράς και Σταυροπηγιακής Μονής της Ζωοδόχου Πηγής Ιωάννου του Χαρτοφύλακος, μεταγραφέν τω 1892, Ιουλίου 26», αύξ, αρ. 31, στο Αρχείον ιεράς Μονής Ζωοδόχου Πηγής , Χρυσοπηγής Χανίων. Πετράκη, Λ.,Ιστορία της ιεράς μονής Αγίας Τριάδος των Ζαγαρόλων, από του 1862 και εντεύθεν, στα «Κρητικά Χρονικά », (20), 1896, Χουρδάκη Α.,Η Παιδεία στην Κρητική Πολιτεία(1898-1913),Τεκμήρια-Μελέτες Ιστορίας Νεοελληνικής Εκπαίδευσης, αρ.10, Δ/ντής σειράς: Σήφης Μπουζάκης , εκδ. Gutenberg, Αθήνα. Σπυριδάκη, Χ., «Ομιλία Χαριλάου Δημητρίου Σπυριδάκη εκ Μαλάξης Κυδωνίας, επιτίμου Γυμνασιάρχου, 1966,77 ετών », ανέκδοτο χειρόγραφον, στο Αρχείον ιεράς μονής Αγίας Τριάδος των Τζαγκαρόλων, (φάκελλος εγγράφων Ιερατικής Σχολής. Κανονισμός του εν τω τμήματι Χανίων Ιεροδιδασκαλείου, εν Χανίοις, εκ του τυπογραφείου της Γ.Δ.Κ., 1892. Φούμη Μ.Κ., «Εμμανουήλ Στρατηγάκης, οπλαρχηγός, ετών 96 –Προσφώνησις του Κ.Μ.Φούμη στη θανή του καπετάν Μανώλη Στρατηγάκη, στην εφ. «Βήμα του λαού» ,αρ. φ. 457, Χανιά 28 Απριλίου 1937. Καλογριδάκη, Ι., Διάφορα Πάθη της Κρήτης, ανέκδοτες χειρόγραφες σημειώσεις, στο Αρχείον ιεράς Μονή Ζωοδόχου Πηγής (Χρυσοπηγής) Χανίωνς. «Μεσόγειος», Χανιά 19 Ιουνίου, φύλ.79 και 10Ιουλίου, φύλ.82 (1893). «Διάταγμα περί Ιεροδιδασκαλείου», Νόμ.88, Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας, έτος Β΄, αριθ. Φύλ. 92, εν Χανίοις τη 19 Οκτωβρίου 1899, άρθρ. 3 και 5. «Κανονισμός Οργανικός της εν τη κατά Χάλκην Ιερά Μονή της Αγίας Τριάδος Θεολογικής Σχολής» (1845), στο Βασ. Στουρίδου, Η Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης, εκδ.Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1988. «Διοργανισμός της εν Αθήναις Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής». (1867), στο Νικ.Ράδου,Τα κατά την Ριζάρειον Εκκλησιστικήν Σχολην από της συστάσεως αυτής, Εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Αλεξ.Παπαγεωργίου, 1891. «Νόμος περί οργανισμού της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως», εν Χαλέπα τη 30 Ιουλίου 1901. Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας, έτος Β΄τεύχ. πρώτον, αρ. φύλ. 50, εν Χανίοις τη 1 Αυγούστου 1901, αρ.Νόμου 391. Βλ. «Διάταγμα περί αναλυτικού προγράμματος του εν Αγία Τριάδι Ιεροδιδασκαλείου», εν Χαλέπα τη 20 Δεκεμβρίου 1901, Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας,έτος Γ΄,τεύχ.πρώτον, αρ.φύλ. 93, εν Χανίοις τη 28 Δεκεμβρίου 1901. αριθμ. 143. «Περί τροποποιήσεων εν τω Νόμω 391, περί οργανισμού της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως», τμήμα Β΄, Περί Ιεροδιδασκαλείου, άρθρ. 84-85 και 94, εν Χαλέπα τη 26 Ιουνίου 1903, Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας, έτος Ε΄, τεύχ.πρώτον, αρ.φύλ.33, εν Χανίοις τη 28 Ιουνίου 1903. Βλ. «Αναλυτικόν Πρόγραμμα του εν Αγία Τριάδι Ιεροδιδασκαλείου», εν Χανίοις τη 1 Σεπτεμβρίου 1903, Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας, έτος Ε΄,τεύχ.τρίτον αρ. φύλ.58, εν Χανίοις τη 16 Σεπτεμβρίου 1903. Παναγιωτάκη,Μ. Ν. , Παιδεία (ενΚρήτη) ,Μεγάλη Παιδαγωγική Εγκυκλοπαίδεια τ. 4ος 1968, σ.115 Ψιλάκη,Β., Ιστορία της Κρήτης , από της απωτάτης αρχαιότητος μέχρι των καθ’ημάς χρόνων, τόμ. Δ΄εκδ.οργαν. «Μινόταυρος» σ.2542-2550. Φιωτάκη «Πώς ιδρύθη η Ιερατική Σχολή Κρήτης εις Αγία Τριάδα Ακρωτηρίου-Οι ιδρυταί και οι πρώτοι διευθυνταί».(Αι πληροφορίαι του Κ.Φούμη), στην εφημ.» «Το βήμα του λαού, αρ.481, Χανιά 23 Ιουνίου 1937. Τωμαδάκη,Ν.Β., ΄Ελεγχος των εν Κρήτη αρχιερατευσάντων επί Τουρκοκρατίας (1645-1898), στην Ε.Ε.Κ.Σ., τόμ.3 (1940). Το μνημόσυνον των Ιεραρχών Κισσάμου και Σελίνου Δωροθέου Κλωνάρη και Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Χρυσάνθου Τσεπετάκη, τελεσθέν εν τη Μονή της Αγ. Τριάδος Ακρωτηρίου τη 21η Ιουλίου 1937, εν Χανίοις , τύποις «Εφεδρικού Αγώνος» 1937. «Μεσόγειος», Χανιά 24 Απριλίου 1893, αρ. φύλ. 71. «Ομιλία Παιδαγωγική του Σχολάρχου Αρχιμ.Χρυσάνθου Τσεπετάκη προς τους μαθητάς του Ιεροδιδασκαλείου», Επετηρίς του Ιεροδιδασκαλείου. Β΄Περίοδος. 1900-1901, Ανέκδοτο χειρόγαφο, Φάκελλος εγγράφων Ιερατικής Σχολής, στο Αρχείον ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος των Τζαγκαρόλων Βλ. «Εκκλησιαστική Αλήθεια», έτος ΙΕ΄, τεύχ. 36, εν Κωνστντινουπόλει 3-11-1895, σ. 292. «Μεσόγειος»,Χανιά 16 Σεπτεμβρίου 1895,αρ Φύλ.187. Η εν Κρήτη Εκπαίδευσις, εν Χανίοις, εκ του τυπογραφείου της Κρητικής Πολιτείας, 1904. Βλ. «Διάταγμα περί διορισμού καθηγητού των Παιδαγωγικών του εν Αγία Τριάδι Ιεροδιδασκαλείου», εν Χαλέπα τη 15 Νοεμβρίου 1899, Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας, έτος Β,΄αρ. φύλ. 100, εν Χανίοις τη 19 Νοεμβρίου 1899, αρ. διατ.23. «Διάταγμα περί τροποποιήσεως του αναλυτικού προγράμματος του Ιεριδιδασκαλείου», εν Χαλέπα τη 13 Απριλίου 1901, Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας, έτος Β΄τεύχ.πρώτον αρ.φύλ.32 ,εν Χανίοις τη 21 Απριλίου 1901 αρ. διατ.53. «Περί τροποποιήσεων εν τω Νόμω 391, περί οργανισμού της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως»,τμήμα Β΄, «Περί Ιεροδιδασκαλείου», άρθρ.84-85 και 94, εν Χαλέπα τη 26 Ιουνίου 1903, Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας, έτος Ε΄, τεύχ.πρώτον, αρ.φύλ.33, εν Χανίοις τη 28 Ιουνίου 1903. «Αναλυτικόν Πρόγραμμα του εν Αγία Τριάδι Ιεροδιδασκαλείου», αρ. φύλ.58, 1903. Διάταγμα «Περί συγκλήσεως Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συνεδρίου εν Χανίοις», εν Ηρακλείω τη 16 Ιουνίου 1900, αρ. 52, Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας, έτος 1900, τεύχ. 1ον , αρ. φύλ.37, εν Χανίοις τη 28 Ιουνίου. Δημαρά, Α.,Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, τ.Α΄ (1821-1894), Αθήνα (εκδ. Ερμής), 1990 «Διάταγμα περί εξετάσεων εν τοις παντός βαθμού δημοσίοις εκπαιδευτηρίοις (Εξετάσεις Ιεροδιδασκαλείου άρθρ. 92-95), εν Χαλέπα τη 19 Μαϊου 1900, Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας, έτος 1900, τεύχ.πρώτον , αρ. φύλ.25, εν Χανίοις τη 22 Μαϊου 1900, αρ. Διατ. 35. «Πατρίς», φύλ.48, 1η Ιουλίου 1900. Δελάκη, Ε., Το Ιεροδιδασκαλείο Κρήτης. Τα κατά την πρώτη και δευτέρα περίοδο της λειτουργίας αυτού 1892-1905, τεύχ.3ο,΄Αγιος Ματθαίος Χανίων 1998. «Διάταγμα περί εσωτερικού Κανονισμού του εν Αγία Τριάδι Ιεροδιδασκαλείου», εν Χαλέπα τη 16 Ιανουαρίου 1902, Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας. Έτος Δ΄,τεύχ. Πρώτον,α ρ.φύλ.3, εν Χανίοις τη 18 Ιανουαρίου 1902, αρ.1. Εστενογραφημένα Πρακτικά της Βουλής, Συνεδρίαση ΙΕ΄, 6 Μαϊου 1903. «Διάταγμα περί των απολυτηρίων, επί προβιβασμώ και συμπληρωματικών εξετάσεων εν τοις παντός βαθμού αημασίοις και ιδιωτικοίς εκπαιδευτηρίοις», (Εξετάσεις επί προβιβασμώ εν τω Ιεροδιδασκαλείω, άρθρ.49-50, Απολυτήριοιεξετάσεις εν τω Ιεροδιδασκαλείω, άρθρ.51-60, εν Χαλέπα τη 20-5-1902,Επίσημος Εφημερίς της Κρητικής Πολιτείας έτος Δ΄, τεύχ. Πρώτον, αρ.φύλ. 22, εν Χανίοις τη 20 Μαϊου 1902, αρ Διατ. 44. |