Η Παιδαγωγούσα Πόλις στην ελληνορωμαϊκή Κρήτη:

Παιδαγωγικά και πολιτισμικά μορφώματα στην ανατολή μιας νέας εποχής*

  Βασίλειος ΜΠΟΚΟΛΑΣ

Υπ. Δρ. Πανεπιστήμιο Κρήτης

Ρέθυμνο, Ελλάδα

vmpoko@edc.uoc.gr

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Στην αρχαιότητα οι χώροι διάχυσης της γνώσης ήταν ουσιαστικά οι χώροι της καθημερινής δραστηριότητας και ζωής του πολίτη. Η παρούσα ανακοίνωση, στα πλαίσια του ιστορικο-παιδαγωγικού παραδείγματος, δίνει έμφαση στα παιδαγωγικά και πολιτισμικά μορφώματα της εποχής και στις επιδράσεις και το ρόλο τους στη διαπαιδαγώγηση των ανθρώπων της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής περιόδου. Σκοπός της μελέτης είναι να προσεγγίσει ερμηνευτικά το ερευνητικό της πεδίο, όπως αυτό προκύπτει μέσα από τα αρχαιολογικά ευρήματα (εικονική μαρτυρία) και τη φιλολογική παράδοση (γραπτή μαρτυρία). Η έρευνά μας περιέλαβε ένα ευρύ φάσμα τεκμηρίων, από γραπτές πηγές, επιγραφές και κτιριακά συγκροτήματα, μέχρι αντικείμενα ειδικής ή καθημερινής χρήσης που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με μορφές αγωγής και παιδείας. Η μαρτυρία του παρελθόντος, όπως αποκαλύπτεται, μας οδηγεί να διερευνήσουμε το ρόλο της «Παιδαγωγούσας πόλεως» (άτυπη αγωγή) που με ποικίλα θέσμια συμπλήρωνε και υποστήριζε σε μεγάλο βαθμό το παιδαγωγικό πλαίσιο της εποχής.

 

ABSTRACT

In antiquity the places where knowledge was diffused, in essence, were the places of the daily activity and life of the citizen. Primarily, this study, within the framework of the historical-pedagogical approach lays emphasis on the pedagogical and cultural institutions of that era and their influence and role exercised upon the schooling of the people of the Hellenistic and Roman periods. Furthermore, the purpose of this study is to approach in an interpretative way the archaeological testimony and the philological testimony of the past. Our research includes a wide spectrum of historical documentation from written sources such us inscriptions and monuments to special or daily used objects, directly or indirectly related  to the forms of education. The testimony of the past as it has been exposed, guides us to look into the role of the “Παιδαγωγούσα Πόλη” – “City as a school” (informal type of education) along with the presence of a variety of institutions, which complemented and supported the “educational system” in those days.

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ· ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

 Η Πόλις η διδάσκαλος, η πανελλήνια κορυφή

εις κάθε λόγο εις κάθε τέχνη η πιο σοφή.

Κ. Π. Καβάφης

Η έρευνα της Ιστορίας της Παιδείας (Silver, 1985, Μαρκαντώνης, 1990, Χουρδάκης, 1997) είναι κατά μία έννοια η εξέταση του ίδιου του ανθρώπινου πολιτισμού ή τουλάχιστον μια εκ των βασικότερων και πιο ποιοτικών εκφάνσεών του (Gal, 1970). Στις προσπάθειες να αναδειχθεί η κεντρική θέση της παιδείας στην ανθρώπινη ιστορία εντάσσεται και η προσέγγιση του παρόντος ερευνητικού εγχειρήματος, που προσπαθεί να μελετήσει το φαινόμενο της αγωγής, όχι απλά και μόνο στις a priori προγραμματισμένες επιδράσεις, αλλά και στις a posteriori χαρακτηριζόμενες παιδαγωγικές διαδικασίες, οι οποίες προέρχονται από το ευρύτερο κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό περιβάλλον του ατόμου (Χουρδάκης, 1999).

Στο corpus των πηγών κεντρική θέση κατέλαβαν τα πορίσματα της αρχαιολογικής μαρτυρίας. Η έρευνά μας περιέλαβε ένα ευρύ φάσμα τεκμηρίων, από μνημεία και επιγραφές, μέχρι αντικείμενα ειδικής ή καθημερινής χρήσης που σχετίζονται έμμεσα ή άμεσα με μορφές αγωγής και παιδείας.

Η προσπάθεια αυτή βασίστηκε σε μια καινούρια αντίληψη για την ιστορική μαρτυρία. Κάθε στοιχείο που προέρχεται από τους ανθρώπους της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής Κρήτης, θεωρήθηκε πως είναι ικανό να μας δώσει πληροφορίες γι’ αυτούς. Κατά συνέπεια, ό,τι «επέζησε» από το υπό εξέταση παιδαγωγικό παρελθόν μπορεί να μας δώσει στοιχεία που θα μας διαφωτίσουν. Και τούτο γιατί οι αρχαιολογικές πηγές αποτελούν ένα τύπο πηγών αυθεντικό και άμεσο ως προς την ουσία του, καθώς τα περισσότερα αντικείμενα των ανθρώπων του παρελθόντος που φτάνουν ως εμάς αποτελούσαν αναπόσπαστα στοιχεία της καθημερινής τους ζωής (Bottero, 1979, Schnapp, 1983).

Με βάση λοιπόν την αρχαιολογική μαρτυρία εστιάσαμε τον ερμηνευτικό μας φακό σε στοιχεία του παρελθόντος που μας μιλούν για παιδαγωγικά και πολιτιστικά μορφώματα της αρχαίας πόλης, που επηρέαζαν άμεσα ή έμμεσα την αγωγή στη διαβίου μορφή της.

Στην αρχαία πόλη και αργότερα στην ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή, η έννοια της λέξης «Παιδεία» όπως την όρισαν ο W. Jaeger (1968) και ο H.-I. Marrou (1961), ήταν σημασιολογικά ευρύτερη από τους όρους «εκπαίδευση» και «αγωγή», με τους οποίους συχνά σήμερα ταυτίζεται. Στην αρχαία πόλη σήμαινε μεταξύ των άλλων, καλλιέργεια του νου και της ψυχής και «μόρφωση» του ανθρώπου-πολίτη. Η παιδεία σε όλα τα αρχαία ελληνικά πολιτεύματα που γνωρίζουμε, αλλά και στις θεωρητικές πολιτειακές συλλήψεις (Πλάτωνα-Αριστοτέλη), αποτελεί το βασικότερο στοιχείο. Οι έννοιες «Πολιτεία» και «Παιδεία» στην αρχαιότητα ήταν αλληλένδετες και δεν είναι δυνατόν να διαχωριστούν. Το ένα στηρίζεται στο άλλο και η ποιότητά τους καθορίζεται αμοιβαία (Καζαμίας, 2000). Κατά τους Έλληνες πολιτειολόγους, η παιδεία δεν προπαρασκευάζει απλώς τους νέους να γίνουν καλοί πολίτες και να ενταχθούν στην κοινωνία ως χρήσιμα μέλη της, αλλά η ίδια η κοινωνία είναι παιδευτικό καθίδρυμα και έχει σκοπό της την ευδαιμονία κάθε ατόμου (Μικρογιαννάκης, 1976, Χουρδάκης, 2000).

Ο Έλληνας άνθρωπος είναι δημιούργημα της πόλης, είναι «ζώον κοινωνικόν». Αυτό είναι το νόημα του αριστοτελικού ορισμού που περιγράφει τον άνθρωπο ως «φύσει πολιτικόν ζώον» (Αριστοτέλης, Πολιτικά, Α΄, 1253a). Ο ορισμός αυτός εξέφραζε την ιδιαίτερη ηθικο-βιολογική θεωρία, η οποία προέβαλε την ανθρώπινη ολοκλήρωση με την άσκηση όλων των δυνατών λειτουργιών που είναι συνυφασμένες με την ανθρώπινη φύση, δίνοντας προτεραιότητα στη νόηση απέναντι στο θυμικό. Διέκρινε επομένως τη δομή της πόλης, ως την πιο κατάλληλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης για να ξεδιπλωθούν οι ανθρώπινες δυνατότητες (Murray, 1996).

Στην αρχαιότητα οι χώροι διάχυσης της γνώσης, χώροι στους οποίους η γνώση παραγόταν αλλά ταυτόχρονα και «καταναλωνόταν» από τους αποδέκτες της, ως φορείς της κοινωνικής και πολιτικής αγωγής τους, ήταν ουσιαστικά οι χώροι της καθημερινής δραστηριότητας και ζωής του πολίτη. Στην αρχαιοελληνική πόλη-κράτος η κοινωνική και πολιτική κουλτούρα διαμορφωνόταν μέσω της κοινωνικοποίησης της γνώσης που, σε όλες τις περιπτώσεις, οδηγούσε σε ένα εννοιολογικά σημασιοδοτημένο, πολιτειακό ιδανικό (Χουρδάκης, 1999).

Η κατανόηση της γνώσης και της εκπαίδευσης ως μιας κοινωνικής-πολιτικής κατασκευής δεν είναι άγνωστη στο τέλος του εικοστού αιώνα. Διακεκριμένοι επιστήμονες όπως ο Michel Foucault διακήρυξαν τη σχέση γνώσης και εξουσίας (Foucault, 1982, 1987, 1989α, 1989β), ενώ ο Pierre Bourdieu ανέδειξε το ρόλο της εκπαίδευσης και του σχολείου στη δημιουργία της λεγόμενης αναπαραγωγής του «πολιτιστικού κεφαλαίου» (capital culturel) (Bourdieu & Passeron, 1993). Σε άμεση σύνδεση με τα παραπάνω, σύγχρονες θεωρητικές προσεγγίσεις ώθησαν νέους ερευνητές στο να μελετήσουν την αρχαία εκπαίδευση με κεντρικό άξονα τη σχέση γνώσης /παιδείας με εξουσία και πολιτεία (Beard, 1991, Bowman & Woolf, 1994, Too & Livingstone, 1998, Too, 2001).

Για την εποχή που ζούμε, η γνώση -η κατάκτηση, ο έλεγχος και η μετάδοσή της- ταυτίζεται όσο ποτέ άλλοτε με την εξουσία. Επιπλέον, ο ρόλος του σχολείου αναδεικνύεται πολυδιάστατος και πολυσήμαντος. Έτσι αντιλαμβανόμαστε ότι και η ιστορία της αγωγής και της παιδείας προσδιορίζεται στην ουσία της από τις μεταβολές των αξιών και της ιδεολογίας της κοινότητας που τη σχεδιάζει, από τις επιλογές και τις κατευθύνσεις που καθορίζει η συνισταμένη βούληση της κοινωνίας των ανθρώπων (Jaeger, 1968).

Επιπλέον, στην ιστορικο-παιδαγωγική έρευνα για την παιδεία στην ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο δεν πρέπει να λησμονούμε ότι γενικά η εκπαίδευση απευθυνόταν σε μια μικρή μειονότητα των ανθρώπων της εποχής. Ειδικότερα, η εγγράμματη εκπαίδευση είχε σκοπό να εξοπλίσει μία αριστοκρατική μειονότητα στο να εκτελεί ένα μεγάλο αριθμό από πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές λειτουργίες (Morgan, 1998, Too, 2001).

Στην Κρήτη των υπό μελέτη περιόδων, σύμφωνα με το αριστοκρατικό κοινωνικό σύστημα, τα πολιτικά δικαιώματα και η παιδεία περιορίζονταν σε έναν πολύ μικρό αριθμό πολιτών με βάση, κυρίως, κριτήρια κοινωνικά, νομικά, οικονομικά κ.ά. Η δυναμική των κρητικών κοινωνιών, ωθούμενη από οικονομικο-πολιτικές ανάγκες, οργάνωσε την εκπαίδευση έτσι, ώστε να λειτουργεί σαν μέσο εξάρτησης και αναπαραγωγής της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Οφείλουμε τελικά να συνειδητοποιήσουμε ότι μελετούμε την παιδεία μιας μειοψηφίας, την παιδεία κυρίως του αριστοκρατικού στρώματος πολιτών που είχε το προνόμιο να μετέχει στο παιδαγωγικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι.

Η βασική μας διαπίστωση για την παιδεία των Κρητών της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής, με βάση τη μαρτυρία του παρελθόντος, στηρίζεται σε δύο άξονες: α) κατά τις υπό μελέτη περιόδους φαίνεται να επιβιώνουν βασικά στοιχεία της πατροπαράδοτης αγωγής των νέων που στηρίζονταν στην κρατική παρέμβαση και σε αριστοκρατικούς θεσμούς (αγέλες, συσσίτια), και β) στις ίδιες περιόδους παρατηρείται η σταδιακή άρση της απομόνωσης του νησιού και η επίσης σταδιακή ένταξή του στο ευρύτερο πολιτιστικό συγκείμενο. Το άνοιγμα αυτό επέφερε διαφοροποιήσεις στο παιδαγωγικό γίγνεσθαι, αποτέλεσμα των επιδράσεων και των μεγάλων εκπαιδευτικών αλλαγών της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής (Μπόκολας, 2002β).

Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, στις πόλεις της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής Κρήτης υπήρχε πληθώρα κοινωνικών, πολιτικών και πολιτιστικών εκδηλώσεων, οι οποίες έπαιζαν πρωτεύοντα ρόλο στην διάπλαση και στην κοινωνικοποίηση των κατοίκων του νησιού. Πρόκειται για τον παιδευτικό ρόλο της αρχαίας Πόλεως και ουσιαστικά για εκείνες τις εκδηλώσεις τις οποίες τα ερευνητικά στοιχεία μάς δίνουν το δικαίωμα να χαρακτηρίσουμε ως ενδεικτικές του πολιτισμού της Κρήτης κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους.  

 

2. ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΔΙΑΠΛΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΗ ΚΡΗΤΗ – ΜΙΑ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Η ενασχόληση με τις γυμναστικές ασκήσεις αποτελούσε για τον Έλληνα της αρχαιότητας το σημαντικότερο και χαρακτηριστικότερο σημείο της μόρφωσής του. Ιδιαίτερα κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή, η εξάπλωση των ελληνικών ιδεών και θεσμών είχε ως αποτέλεσμα τη διάδοση του αθλητικού ιδεώδους που ταυτίστηκε σε απόλυτο βαθμό με την ελληνική ιδιότητα, ως θεμελιώδες μέρος του ελληνικού πολιτισμού (Τσαντσάνογλου,  1976). Σχεδόν παντού δημιουργήθηκαν γυμνάσια και αθλητικές εγκαταστάσεις, ενώ εξαπλώθηκε και ο θεσμός του Εφηβείου, θεσμού και «ιδρύματος» στρατιωτικής και προοδευτικά και πνευματικής αγωγής (Delorme, 1960, Pelekidis, 1962, Μπουραζέλης, 2002).

 

2.1. ΚΕΝΤΡΑ ΑΘΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

Η Κρήτη είχε μακραίωνη αθλητική παράδοση, που οι μύθοι, η φιλολογική μαρτυρία αλλά και οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις την ανάγουν στη μινωική εποχή (Στρατηγάκης, 1967, Σακελλαράκης, 1982). Για τον Ά. Χανιώτη, κατά την ελληνιστική περίοδο, η σωματική αγωγή αποτελούσε κυρίαρχο στοιχείο στην παιδεία που ελάμβαναν οι πολίτες των πόλεων-κρατών της Κρήτης. Η  εκγύμναση του σώματος ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την αριστοκρατική ιδεολογία αλλά και με τις απαιτήσεις που «γεννούσε» η τοπική κοινωνία, κατεξοχήν κοινωνία πολεμιστών. Δηλωτικό του παραπάνω είναι, πως το δικαίωμα στον αθλητισμό όπως και στην κατοχή όπλων, ήταν αποκλειστικά προνόμια των ελεύθερων πολιτών. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη (Πολιτικά, 1264a, 21):

«™kenoi g¦r t«lla taÙt¦ toj doÚloijfšntej mÒnon ¢peir»kasi t¦ gumn£sia kaˆ t¾n tîn Óplwn ktÁsin».

Μόνο στον ελεύθερο πολίτη-στρατιώτη επιτρεπόταν η συμμετοχή στις αθλητικές εκδηλώσεις και η είσοδος στον χώρο άθλησης, το γυμνάσιο. Στην Κρήτη το γυμνάσιο ονομαζόταν δρόμος, από τον οποίο, κάθε πολίτης της πόλεως καλούνταν χαρακτηριστικά δρομεύς (Χανιώτης, 1987).

Ο αθλητισμός φαίνεται να συνδεόταν έμμεσα ή άμεσα σχεδόν με κάθε δραστηριότητα της κοινωνικής ζωής. Κυρίως όμως συνδεόταν με την πολιτεία και την ιδιότητα του πολίτη αλλά και με την παιδεία που επιβαλλόταν για την απόκτηση αυτής της ιδιότητας. Στην Κρήτη δρομεύς ονομαζόταν ο πολίτης, ο φτασμένος άνδρας. Και ο αγώνας δρόμου θεωρείτο πράγματι κατεξοχήν ανδρικός. Το να βγει κάποιος από την αγέλα των παίδων-εφήβων και να γίνει άντρας ονομαζόταν στη Λατώ «εγδράμειν», δηλαδή το να έχει φύγει τρέχονταςּ ενώ οι έφηβοι που δεν είχαν γίνει ακόμη άντρες ονομάζονταν «απόδρομοι» γιατί δεν συμμετείχαν ακόμη στους αγώνες δρόμου (Vidal-Naquet, 1983). Αλλά και κατά την ρωμαϊκή περίοδο η διοργάνωση σπουδαίων αθλητικών αγώνων αποτελούσε την πιο σπουδαία εκδήλωση της πόλης (Τσουγκαράκης, 1987).   

Το ζήτημα των χώρων άθλησης για την αρχαία Κρήτη είναι αρκετά σύνθετο και κατά τη γνώμη μας ελλιπώς ερευνημένο. Μέχρι σήμερα στη ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ δεν υπήρχε αναφορά στην ύπαρξη και λειτουργία αθλητικών εγκαταστάσεων, όπως γυμνασίων ή και απλά παλαιστρών (το γυμνάσιο περιλαμβάνει συνήθως την παλαίστρα). Προσεκτικότερη όμως μελέτη των δεδομένων, φέρνει νέα στοιχεία στο φως που διαφοροποιούν την παραπάνω εικόνα, που, αξίζει να σημειωθεί, αποτελεί και «σιωπηλή» παραδοχή της σχετικής ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑς.

Ο Α. Βασιλάκης, στη μελέτη του για τις αρχαιότητες της Γόρτυνας, πόλης που άκμασε στην ελληνιστική και τη ρωμαϊκή περίοδο, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Στη θέση όπου αργότερα διαμορφώθηκε η δικαστική βασιλική του Πραιτορίου υπήρχε πιθανόν στα ελληνιστικά χρόνια ένα γυμνάσιο, ενώ στα νοτιοανατολικά του βρισκόταν ένα στάδιο, του οποίου τμήμα των κερκίδων ανακαλύφθηκε πρόσφατα» (Βασιλάκης, χ.χ.).

Επιπλέον, κατά την έρευνά μας στις αρχαιότητες που εκτίθενται στα Μουσεία της Κρήτης, αλλά και στις αρχαιολογικές βιβλιογραφικές ανακοινώσεις, εντοπίσαμε μεγάλο αριθμό στλεγγίδων και αρυβάλλων. Πρόκειται για αντικείμενα αθλητικής χρήσης, συνηθισμένα κτερίσματα από ταφές ανδρών, «ευρήματα που υπογραμμίζουν τις αθλητικές ενασχολήσεις του νεκρού» (Γαβριλάκη, 1989). Η στλεγγίδα ήταν εργαλείο καθαρισμού του σώματος από τις αθλητικές δραστηριότητες της παλαίστρας και ο αρύβαλλος ήταν μικρό αγγείο για λάδι, με το οποίο συνήθιζαν να αλείφονται οι αθλητές πριν τις γυμναστικές ασκήσεις που προϋπόθεταν επαφή των σωμάτων.

             Χαρακτηριστικό έκθεμα του Αρχαιολογικού Μουσείου Ρεθύμνου είναι μια επιτύμβια στήλη από τον Σταυρωμένο, του 460 π.Χ., στην οποία παριστάνεται νεαρός γυμνός αθλητής, με στλεγγίδα και αρύβαλλο στο ένα χέρι και στο άλλο πτηνό που το επιδεικνύει σε σκύλο (Αρχ. Δελτίο, 1920-1921). Παρόμοιες επιτύμβιες στήλες νέων που εικονίζονται τη στιγμή που καθαρίζουν το σώμα τους με τη στλεγγίδα εντοπίσαμε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών και στο αντίστοιχο του Πειραιά. 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης τα συμπεράσματα από τις ανασκαφές στο μεγάλο κλασικό και ελληνιστικό νεκροταφείο της Κυδωνίας, όπως επίσης και εκείνες ενός μεγάλου ελληνιστικού λαξευτού τάφου στα Χανιά.

Στο μεγάλο κλασικό και ελληνιστικό νεκροταφείο της Κυδωνίας βρέθηκε μεγάλος αριθμός στλεγγίδων, αλλά και σημαντικός αριθμός «στεφανιών, προερχόμενα από κλασικούς και, κυρίως, από ελληνιστικούς τάφους» (Πωλογιώργη, 1985). Ο στέφανος υποδηλώνει την νίκη σε αθλητικούς αγώνες και η ύπαρξή τους στα ελληνιστικά χρόνια, φανερώνει ότι η ζωή του άνδρα ήταν στενά συνδεδεμένη με τη σωματική αγωγή και με τους χώρους άθλησης και συναγωνισμού.

Τα παραπάνω συμπεράσματα για την Κρήτη, ενισχύονται από τα ευρήματα του μεγάλου λαξευτού τάφου στα Χανιά που «φιλοξενούσε» μεγάλο αριθμό νεκρών από την ίδια οικογένεια (δύο γενεών). Από τους επτά άνδρες της ταφής, οι πέντε συνοδεύονταν από την στλεγγίδα (στον έναν μάλιστα αντιστοιχούσαν δύο), η οποία, κατά τη συγγραφέα της μελέτης, ήταν τοποθετημένη σε θέση «χρήσης». Χαρακτηριστικό επίσης  είναι και το όνομα Δρομεύς, που δηλώνεται για δύο από τους νεκρούς (Μαρκουλάκη & Νινιού-Κινδέλη, 1982).

Οι διαπιστώσεις αυτές φαίνεται να ισχύουν και για τη ρωμαϊκή περίοδο του νησιού, καθώς αντίστοιχα με τα ευρήματα από το νεκροταφείο της Κυδωνίας, είναι αυτά από το νεκροταφείο του Ποταμού (του 1ου αι. μ.Χ.).

Στο νεκροταφείο αυτό, δύο τάφοι που όπως χαρακτηρίζονται από τον Κ. Δαβάρα (1978), ανήκαν σε αθλητές, περιείχαν: στον πρώτο βρίσκουμε ως κτερίσματα την χάλκινη στλεγγίδα και τον αρύβαλλο. Ο δεύτερος τάφος περιείχε χρυσός στέφανος νίκης κολλημένος πάνω στο κρανίο του νεκρού, στλεγγίδα, αρύβαλλο, αλλά και χρυσό δακτυλιόλιθο που παριστάνει ανάρτηση αναθηματικής ασπίδας σε κίονα ιερού, σύνδεση ίσως της αθλητικής δραστηριότητας με την πολεμική ικανότητα του νεκρού.

Στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Πειραιά, στη δεύτερη αίθουσα του ορόφου, υπάρχει προθήκη ευρημάτων με σκοπό την «εικονογράφηση» του ιδιωτικού βίου στην Αττική ως και τα ελληνιστικά χρόνια. Στο επίκεντρο της προθήκης βρίσκεται ο ανδρικός κόσμος με ευρήματα αντίστοιχα αυτών από τα κρητικά Μουσεία: «Η ζωή του νεαρού Αθηναίου είναι στενά συνδεδεμένη με το γυμναστήριο (το γυμνάσιον). Τα αντικείμενα που συνοδεύουν τον αθλητή έως τον τάφο, είναι η στλεγγίδα με την οποία μετά την άθληση την πάλη καθαρίζει το λαδωμένο σώμα του από την άμμο της παλαίστρας, καμιά φορά το μικρό αγγείο (ο αρύβαλλος) με το λάδι ή η κουτάλα (αρύταινα) για την άντλησή του από το πιθάρι του γυμναστηρίου» (Σταϊνχάουερ, 1998). 

Από τα παραπάνω, είμαστε σε θέση να συμπεράνουμε πως στην ελληνιστική και ρωμαϊκή Κρήτη, πέρα από την ενασχόληση με τον δρόμο, που δεν προϋποθέτει ιδιαίτερες αθλητικές εγκαταστάσεις, καλλιεργούνταν και άλλα αθλήματα, ίσως η πάλη και η πυγμαχία. Από σπάραγμα επιγράμματος διαβάζουμε για ένα πύκτη (πυγμάχο) που διέπρεψε κατά τη συμμετοχή του στους αγώνες που γίνονταν στα στάδια:

…™]n stadoij

[– – pol]l¦ kamÒnta kaˆ [me]g£lhn pu-

Στο τελευταίο σημείο του αποσπάσματος η M. Guarducci συμπληρώνει σχηματίζοντας τη λέξη πυγμή και συμπεραίνει ότι επρόκειτο για πύκτη, δηλαδή πυγμάχο (IC, Γόρτυνα, 373, Guarducci, 1935-1950).

Από τα στοιχεία που παρατέθηκαν διαπιστώνουμε πως και αν ακόμη δεν υπήρχαν τα γυμνάσια ως ολοκληρωμένα αθλητικά συγκροτήματα -το παράδειγμα του γυμνασίου και του σταδίου της Γόρτυνας είναι ενδεικτικό πως πρέπει να διατηρήσουμε επιφυλακτική στάση - σίγουρα υπήρχαν αρκετές παλαίστρες ή αντίστοιχοι χώροι, στους οποίους οι νέοι διδάσκονταν τα σχετικά αθλήματα.

 

2.2. ΑΘΛΗΤΙΚΕΣ ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ

Στην Κρήτη της ελληνιστικής περιόδου οι αθλητικοί αγώνες ήταν συχνότατοι. Αποτελούσαν ευκαιρία συναγωνισμού και επίδειξης της επιμελημένης στρατιωτικής και σωματικής αγωγής που ελάμβαναν οι νέοι και όταν δεν αποτελούσαν ανεξάρτητο γεγονός, συνδυάζονταν με εθνικές επετείους, θρησκευτικές γιορτές και άλλες εκδηλώσεις (Campiano, 1996).

Επιγραφές της ελληνιστικής εποχής μας πληροφορούν ότι στην Άπτερα τελούνταν γυμναστικοί αγώνες οι Στεφανίται,

proairÁtai karu-

cqÁmen œn tini tîn ¢gènwn tîn stefanitîn(IC, Άπτερα, 4, Guarducci, 1935-1950),

στην Αξό τα εκατόνβα μεγάλα (IC, Αξός, 1, Guarducci, 1935-1950), και στην Πραισό, στην Πρίανσο και στη Δρήρο τα Δρόμεια (αγώνες δρόμου) (Στρατηγάκης, 1967).

Ο Ε. Δετοράκης, μελετώντας αρχαίες κρητικές επιγραφές αναφέρει ότι με αφορμή τη λατρεία του Ασκληπιού στους Αρκάδες (Αρκαδία, σημερινό Αφρατί Πεδιάδος) «τελούνταν και γυμναστικοί αγώνες, τα περίφημα Ασκληπίεια» (Δετοράκης, 1995). Επίσης, σε ψήφισμα της Ιτάνου (περίπου στα 240 π.Χ.), ορίζονται ετήσιοι αγώνες δρόμου προς τιμή του Πτολεμαίου του Ευεργέτη και της γυναίκας του Βερενίκης:

qÚsei ¡ pÒlij kat' ™niautÕn toj geneqloij

basile‹ Ptolema…wi kaˆ basil…ssai Beren…kai

kaˆ drÒmon suntelšsonti (IC, Ίτανος, 4, Guarducci, 1935-1950).

Αντίστοιχη επιγραφή, «διακρατική» σύμβαση αυτή τη φορά, της Πραισού με την Ιεράπυτνα ( αρχές 3ου αι. π.Χ.), θεσμοθετεί κοινούς αγώνες χορού και δρόμου:

corÕ-

j kaˆ drÒ-

moj sunkoi-

nÕj Ãmen ˜-

k<a>tšroij to-

[‹]j te `Ierapu-

tn…oij ™m P-

ra…swi kaˆ t-

o‹j Prais…o[i]-

[s] ™n `Iera[pÚ]-

[t]nai (IC, Ιεράπυτνα, 1, Guarducci, 1935-1950).

Ακόμη, στην Λύττο εορτάζονταν τα Κάρνεια (προς τιμή του Καρνείου Απόλλωνος), που συνοδεύονταν από αθλητικούς αγώνες (Παπαδάκης, 1938).

Συνειδητοποιούμε λοιπόν, πως λαμπροί αθλητικοί αγώνες πραγματοποιούνταν στην Κρήτη, αν όχι σε όλες τις πολιτείες, τουλάχιστον στις περισσότερες. Ήδη αναφέρθηκαν η Άπτερα, η Αξός, η Δρήρος, η Αρκαδία, η Ίτανος, η Πραισός, η Πρίανσος  και η Ιεράπετρα, η Λύττος, ενώ αναμφίβολα, λαμπρότεροι και πιο οργανωμένοι αγώνες τελούνταν στις ακμάζουσες Γόρτυνα, Κνωσό, Κυδωνία, κ.λπ.

Αλλά και στην ρωμαϊκή περίοδο, η πιο σπουδαία εκδήλωση που αφορούσε όχι μόνο σε κάθε πόλη ξεχωριστά αλλά και σε ολόκληρη την Κρήτη ήταν η οργάνωση αγώνων, οι οποίοι, τουλάχιστον τυπικά, είχαν ως ένα βαθμό και θρησκευτική σημασία. Η σπουδαιότερη παγκρήτια αγωνιστική διοργάνωση ήταν ο «ιερός αγών πενταετηρικός του Κοινού των Κρητών». Από επιγραφή της Λύττου διαβάζουμε:

Luttwn ¹ pÒlij

T. F<l>. Leont…ou uƒÕn

Kure…na 'Akšstimon

prwtÒkosmon b ¢go-

ranÒmon b xust£rchn

ƒeroà ¢gînoj penta-

ethrikoà toà koinoà

tîn Krhtîn ¢retÁj

›neka kaˆ tÁj e„j t¾n

pÒlin ¢diale…ptou me-

galoyuc…aj ¼rwa kaˆ

kosmÒpolin (IC, Λύττος, 55, Guarducci, 1935-1950).

Γενικά, οι αγώνες αποτελούσαν ένα βασικό ή μάλλον το κεντρικό στοιχείο στην κοινωνική ζωή κάθε πόλης, και οπωσδήποτε θεωρούνταν ως απαραίτητο και ουσιαστικό συστατικό της πολιτισμένης ζωής. Γι’ αυτό και η συμμετοχή σε αυτά δεν αφορούσε σε κάποια τάξη μόνον, αλλά επεκτεινόταν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα (Τσουγκαράκης, 1987).

 

3. ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ - Η ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΟΥΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Σε πολλές κρητικές πόλεις, ήδη από την ελληνιστική εποχή, οικοδομούνται θέατρα, αμφιθέατρα, ωδεία, πιθανώς γυμνάσια και ιππόδρομοι, στοιχείο που φανερώνει τη συχνότητα δημόσιων θεαμάτων αλλά και τη «δίψα» για παιδεία και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις (Sanders, 1980, Harrison, 1993).

Στην ιστορία της πνευματικής ανάπτυξης των λαών σε κάθε εποχή, σημαντική θέση έχει το θέατρο. Το θέατρο είναι ο καθρέφτης της πνευματικής εξέλιξης των λαών, η αντανάκλαση της καλλιτεχνικής ζωής και της πολιτιστικής προόδου μιας κοινωνίας. Και για την Κρήτη, διαπιστώνουμε πως κατά τη ρωμαϊκή τουλάχιστον περίοδο είχε τα περισσότερα θέατρα, ακόμη και αμφιθέατρα, σε σχέση με την άλλη Ελλάδα (Σπανάκης, 1966).

Η μαρτυρία από την Κρήτη αναδεικνύει για την περίοδο που εξετάζουμε την ύπαρξη πολλών θεάτρων και χώρων δημόσιων θεαμάτων. Από την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή του νησιού σώζεται στη δυτική Κρήτη το ελληνιστικό θέατρο στην Άπτερα (Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη, 2000), στο Καστέλλι Κισάμου (Αρχαία Κίσαμος) σώζονται τα λείψανα ενός ρωμαϊκού θεάτρου (Αρχ. Δελτίο, 1970), ενώ υπάρχουν αναφορές για το ρωμαϊκό θέατρο των Χανίων (Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη, 2000). Στην κεντρική Κρήτη, και στη μεγαλοπρεπή πρωτεύουσα της ρωμαϊκής επαρχίας, Γόρτυνα, σώζονται μνημειώδεις θεατρικές και άλλες εγκαταστάσεις που και μόνο από τα ερείπιά τους αναδεικνύεται ο πλούτος και το υψηλό πολιτιστικό επίπεδο της πόλης. Η μαρτυρία του παρελθόντος μας διασώζει πληροφορίες για το μεγάλο βόρειο θέατρο της Γόρτυνας και ένα μικρότερο καθώς και στη θέση Άγιοι Δέκα ένα αμφιθέατρο 15.000 θέσεων (Βασιλάκης, χ.χ.). Στη Γόρτυνα σώζεται επίσης το Ωδείο των ρωμαϊκών χρόνων (Αρχ. Δελτίο, 1987), όπως και ο Ιππόδρομος (Αρχ. Δελτίο, 1989) (την εικόνα των αρχαιολογικών ανακαλύψεων συμπληρώνει το γυμνάσιο και το στάδιο της πόλης στα οποία αναφερθήκαμε).

Μετά τη Γόρτυνα, πολύ σπουδαία πόλη ήταν η Ιεράπετρα, στην οποία εντοπίζονται δύο θέατρα (Παπαδάκης, 1998, Σπανάκης, 1966). Το μεγαλύτερο θέατρο της Κρήτης (πολλών χιλιάδων θέσεων) το είχε η Λύττος (Σπανάκης, 1966). Θέατρα σώζονται επίσης, στη  Λατώ (350 θέσεων) (Παπαδάκης, 1998) και στο Κουφονήσι Σητείας (ρωμαϊκό θέατρο 1.000 θέσεων). Και στις δύο αυτές περιπτώσεις σώζεται και το οικοδόμημα της σκηνής (Αρχ. Δελτίο, 1976). Τέλος, στη Χερσόνησο σώζεται ακόμη ένα ελληνορωμαϊκό θέατρο (Αρχ. Δελτίο, 1988).

Πέρα από τον αριθμό των θεάτρων εντύπωση προκαλεί και η μεγάλη τους χωρητικότητα (χιλιάδων θέσεων) που υποδηλώνει ευρεία συμμετοχή του λαού στους θεατρικούς αγώνες και στις άλλες μουσικές ή καλλιτεχνικές εκδηλώσεις.

Οι πληροφορίες μας «μιλούν» για θεατρικές εκδηλώσεις και για μουσικούς αγώνες με δημόσιο χαρακτήρα. Μια μορφή εκδηλώσεων κατά την ελληνιστική περίοδο ήταν και οι ακροάσεις, έκφραση του κοσμοπολιτισμού της εποχής. Επρόκειτο για δημόσιες παραστάσεις καλλιτεχνών, που περιόδευαν στις πόλεις του ελληνιστικού κόσμου (Χανιώτης, 1987). Δύο επιγραφικά ψηφίσματα μας πληροφορούν για τις τιμές που απένειμαν οι πόλεις σε διακεκριμένους καλλιτέχνες του θεάτρου, αλλά και σε ποιητές, κιθαριστές και χορευτές (Συμεωνίδης, 1976, Strataridaki, 1988). Από την έρευνά μας στην επιγραφική μαρτυρία παραθέτουμε ενδεικτικά τα εξής δύο τιμητικά ψηφίσματα:

LeÚkioj FoÚrioj Leukou [uƒÕs]

Falšrnv Kšlsoj mÚqwn Ñrch[st¾s]

stefanwqeˆj ™n tîi qe£qrJ c[rusù]

stef£nJ tù meg…stJ kat¦ tÕn nÒmon [Gortun…wn]

prÒxenoj kaˆ pol…taj aÙtÕj kaˆ œk[gonoi].

[– – –] BabÚllioj T…tou uƒÕj

[– – –]deÝj kwmJdÕj Gortu-

[n…wn p]rÒxenoj kaˆ pol…taj

aÙtÕj kaˆ œkgonoi (IC, Γόρτυνα, 222, Harrison, 1993, Στεφάνης, 1998). 

Οι δύο αυτοί καλλιτέχνες και το έργο τους φαίνεται ότι τύγχαναν ευρύτερης αποδοχής και εκτίμησης από το λαό της κοσμοπολίτικης Γόρτυνας. Οι τιμές που τους απονέμονται πρέπει να ήταν από τις μεγαλύτερες που απέδιδε ο δήμος σε καλλιτέχνες και αντιστοιχούν με τιμές που αποδίδονται σε ευεργέτες της πόλης. 

Εκτός από τα κτιριακά συγκροτήματα και τις επιγραφές, συγκεντρώθηκαν πολλά ευρήματα που φανερώνουν τη στενή σχέση του θεάτρου και των άλλων εκδηλώσεων με την τέχνη, τη λατρεία αλλά και με την καθημερινή ζωή των κατοίκων του νησιού.

Φαίνεται πως η θεατρική και καλλιτεχνική παιδεία είχαν σημαντική θέση στη ζωή των Κρητών της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής περιόδου. Κατά τις υπό μελέτη περιόδους το θέατρο θα πρέπει να γνώρισε ξεχωριστή άνθηση στο νησί. Το φανερώνουν, πέρα από τα θέατρα και το Ωδείο, τα όμορφα ψηφιδωτά και τα αγάλματα με θεατρικό και διονυσιακό περιεχόμενο. Συχνό, επίσης, εύρημα είναι οι εικονιζόμενες μάσκες και τα θεατρικά προσωπεία, στοιχείο ενδεικτικό της τέλεσης παραστάσεων στα πολλά θέατρα της ρωμαϊκής Κρήτης.

  1. Σε ψηφιδωτά πολλών παραστάσεων με κυριαρχούσα μορφή τον Διόνυσο, που βρίσκονται στο Μουσείο των Χανίων, διακρίνουμε: στο ψηφιδωτό του δωματίου

  2.  παράσταση γυμνού σατύρου που τρέχει, γυναικεία μορφή καθισμένη σε αιλουροειδές  (αρπαγή νύμφης), επιγραφή «ΔΑΦΝΗΝ ΕΠΟΙΕΙ», παράσταση με στεφανωμένο από αμπελόκλαδο Διόνυσο, δίπλα του ο τραγοπόδης Πάνας και γυναικεία καθισμένη μορφή. Κοντά τους, παραλληλόγραμμα με τραγικές μάσκες, αντίθετα τοποθετημένες, που αποδίδουν την σχέση της Διονυσιακής λατρείας με το θέατρο. Στο ψηφιδωτό του δωματίου

  3. έσσερις μορφές, κεντρική ο ημίγυμνος Διόνυσος, δεξιά Σειληνός, αριστερά στεφανωμένος Σάτυρος ανασύρει το ιμάτιο της κοιμισμένης Αριάδνης που εμφανίζεται μισοξαπλωμένη…ζώα, μάσκες, ερωτιδείς, κλαδιά και πουλιά. Επίσης, η συνολική εικόνα συμπληρώνεται, και αυτό θεωρείται εξαιρετικά σημαντικό, με ορθογώνιες παραστάσεις από κωμωδίες του Μενάνδρου (Αρχ. Δελτίο, 1977).

Επιπλέον, από τις ανασκαφές στο νεκροταφείο του Ποταμού στον Αγ. Νικόλαο, βρέθηκαν σε τάφο οχτώ μικρά πήλινα προσωπεία (το ένα παρίστανε νεαρό σάτυρο), ενώ από ένα άλλο τάφο μας διασώζεται χρυσός δακτύλιος με θεατρική παράσταση (προσωπείο και ηθοποιός), που πιθανώς να τονίζει τη σχέση της γυναίκας που το φορούσε με το θέατρο (Δαβάρας, 1978).

Η πλούσια μυθολογική και ποιητική παράδοση των Ελλήνων και η σύνδεση του Διονύσου με το θέατρο «εκφράζονται» από ευρήματα που προέρχονται από όλα τα Μουσεία της Κρήτης. Στο Μουσείο του Ρεθύμνου βλέπουμε μια σύνθεση αγαλμάτων Διόνυσου και Σατύρου καθώς και δύο μαρμάρινα αγάλματα του Διονύσου (όλα του 3ου –4ου αι. μ.Χ.). Στο Μουσείο των Χανίων σώζεται ανάγλυφη βακχική σκηνή (2ος – 3ος αι. μ.Χ.) και λατρευτικό άγαλμα του θεού Πάνα από την Υρτακίνα (ρωμαϊκή εποχή). Στο ίδιο Μουσείο, από το Καστέλλι Κισάμου της ρωμαϊκής περιόδου, εκτίθεται άγαλμα νεαρού Σάτυρου που κοσμούσε δημόσιο κτήριο της εποχής και μαρμάρινο γλυπτό Σειληνού του 2ου με 3ου αι. μ.Χ., που κοσμούσε αυλή οικίας. Τα δύο στοιχεία αυτά αποτελούν σημαντική ένδειξη για τη θέση της Διονυσιακής λατρείας (και κατ’ επέκταση και του θεάτρου) τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική ζωή των ανθρώπων της εποχής. Στο Μουσείο Ηρακλείου πολλά εκθέματα έχουν ως θέμα τους τον Πάνα και διονυσιακό περιεχόμενο, ενώ και στο Μουσείο του Αγίου Νικολάου, αγγεία εικονίζουν διονυσιακές τελετές, ενώ διάφορα άλλα ευρήματα παρουσιάζουν διονυσιακές μορφές της ελληνορωμαϊκής εποχής.

Δυστυχώς οι πηγές δεν μπόρεσαν ακόμη να μας «μιλήσουν» για την οργάνωση των αγώνων και το βαθμό συμμετοχής των πολιτών, για το είδος των παραστάσεων αλλά και για τα έργα που ψυχαγωγούσαν τους Κρήτες της περιόδου αυτής.

Πάντως, η οργάνωση των παραστάσεων και η συγκρότηση του θιάσου απαιτούσε την ομαδική συμμετοχή των πολιτών, όπως και την επιμελημένη φροντίδα της πόλης. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι το θέατρο στην αρχαία Ελλάδα λειτουργούσε σαν μια σημαντική μορφή άτυπης αγωγής και παιδείας (Γραμματάς, 1990). Είναι ενδεικτικό πως στα αρχαία ελληνικά μια τραγωδία δεν «ανεβαζόταν στη σκηνή», ούτε «παιζόταν», αλλά «διδάσκονταν». Η λέξη «διδασκαλία» σήμαινε τις οδηγίες που έδινε ο ποιητής στους ηθοποιούς και στους χορευτές, την ίδια την παράσταση, το δράμα και τις πληροφορίες που αφορούσαν την παράσταση (Hourdakis, 1990).

Μεταδίδοντας ιστορικο-πολιτικές γνώσεις και μηνύματα, προβάλλοντας πρότυπα κάθε είδους, ασκώντας κριτική αλλά και παρουσιάζοντας θεμελιώδεις ιδέες της ανθρώπινης σκέψης, ο ποιητής βοηθούσε μέσα από τη γνώση του τον θεατή να γνωρίσει, να κρίνει, να αναπροσαρμόσει τις αντιλήψεις του και να αξιολογήσει τον κόσμο γύρω του. Το θέατρο ανέπτυσσε αξίες, στάσεις και συμπεριφορές. Μέσω του «ελέου» και του «φόβου» άγγιζε την ψυχή του θεατή, οδηγώντας τον σε μια συναισθηματική ταύτιση με τον ήρωα και κάνοντάς τον συμμέτοχο των παθών του (Χουρδάκης, 1990).

 

4. Η «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΙΣ» ΤΩΝ ΚΡΗΤΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ ΚΑΙ Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΣΤΑ «ΚΟΙΝΑ» ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ

Στην αρχαία Κρήτη, στις περισσότερες κρητικές πόλεις, η εξουσία ασκούνταν κυρίως από τους κόσμους αλλά και από τη συνέλευση του λαού που ονομαζόταν εκκλησία, δήμος ή πόλις. Κατά την ελληνιστική αλλά και κατά τη ρωμαϊκή περίοδο παρατηρείται μια τόνωση των δημοκρατικών διαδικασιών. Στους ελληνιστικούς χρόνους το άνοιγμα της Κρήτης στον έξω κόσμο και οι συμμαχίες των πόλεων με τις διάφορες ηγεμονίες της εποχής  έφεραν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος την εξωτερική πολιτική που πλέον απαιτούσε ευρύτερη συμμετοχή και συναίνεση. Επιπλέον, τα κέρδη από την πειρατεία και το μισθοφορικό επάγγελμα ενίσχυσαν σημαντικά αυτούς που τα ασκούσαν, κυρίως ακτήμονες, που απαίτησαν ενεργητικότερο ρόλο στη διαχείριση των κοινών. Η συνέλευση του λαού απέκτησε μεγαλύτερη σημασία και μπορούμε να μιλάμε για σημαντικές τάσεις εκδημοκρατισμού (Συμεωνίδης, 1967). Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό πως ο θεσμός της βουλής επεκτάθηκε σε όλες σχεδόν τις πόλεις την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας, αναδεικνύοντας ένα χαρακτήρα ενεργητικό και όχι διακοσμητικό (Τσουγκαράκης,  1987).

Η τόνωση των δημοκρατικών διαδικασιών επιβεβαιώνεται και από τον Πολύβιο, που σημειώνει ότι το πολίτευμα των κρητικών πόλεων έχει «δημοκρατικήν διάθεσιν» (δημοκρατικό χαρακτήρα) (Πολύβιος, VI, 46, 4).

Η αρχαιολογική μαρτυρία εντόπισε βουλευτήρια και χώρους συγκέντρωσης της λαϊκής συνέλευσης σε πολλές πόλεις της ελληνιστικής και ρωμαϊκής Κρήτης: στη Λύκτο (Λύττο) Πεδιάδος (Αρχ. Δελτίο, 1983, Ρεθεμνιωτάκης, 1984), στην Άπτερα (Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη, 2000), στη Γόρτυνα Εκκλησιαστήριο ή βουλευτήριο (που έγινε Ωδείο τον 1ο αι. μ.Χ.) (Βασιλάκης, χ.χ.), στη Λατώ (Βασιλάκης, 1988-1989) όπως και στη Δρήρο, που βρέθηκε η Αγορά, με σειρές σκαλοπάτια-καθίσματα (Βασιλάκης, 1988-1989). 

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις των μελετητών της αρχαίας ιστορίας της Κρήτης, του R. F. Willetts και του H. Van Effenterre. Ο πρώτος θεωρεί ότι αν και το πολιτικό καθεστώς, διατηρώντας την οικονομική του βάση παρέμενε στην ουσία του αριστοκρατικό, εντούτοις το σώμα των πολιτών αναμείχθηκε προοδευτικά στη νομοθεσία και στις εκτελεστικές λειτουργίες της πολιτείας (Willetts, 1955, 1965). Από την άλλη, ο Γάλλος ιστορικός υποστήριξε ότι στις κρητικές πόλεις της ελληνιστικής περιόδου πρέπει να υπήρξε μια μετριοπαθής και συνετή μορφή δημοκρατίας. Υποστηρίζει δε, ότι η βάση της ήταν πάντοτε δημοκρατική ή και κάποτε παιδαγωγική, καθώς η μόρφωση των εφήβων χρησιμοποιείτο ως κριτήριο για την αποδοχή τους στο σώμα των πολιτών (Van Effenterre, 1948).

Έχει διαπιστωθεί πως η συνέλευση συνεδρίαζε τακτικά κάθε μήνα εκτός από τις έκτακτες περιπτώσεις, ενώ πολύ συχνά αναφέρονται στις επιγραφές οι λέξεις δαμοκρατίαν και δάμος. Οι πολίτες μπορούσαν πλέον να προτείνουν ψηφίσματα, ενώ σημαντική δημοκρατική εξέλιξη ήταν η εκλογή μέσα από τη συνέλευση πολιτών με συγκεκριμένες αποστολές, όπως για παράδειγμα, την αναγραφή ψηφισμάτων, την εκπροσώπηση της πόλης κ.ά. Επίσης, κάθε πολίτης μπορούσε να καταγγείλει τους κόσμους για παρανομίες. Ακόμη, σε ένα συλλογικό σώμα της Γόρτυνας, τη νεότα (νεότητα), που είχε αστυνομικές και δικαστικές αρμοδιότητες, διαπιστώνεται ότι επτά δικαστές καθορίζονταν με κλήρο, ένα χαρακτηριστικό δημοκρατικών πολιτευμάτων (Χανιώτης, 1987).

Η ενίσχυση των δημοκρατικών διαδικασιών έφερε μεγαλύτερο αριθμό πολιτών σε επαφή με τη διαχείριση των κοινών. Οι ερμηνείες των επιγραφών της εποχής παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον καθώς αποτελούν σημαίνουσες μαρτυρίες για μορφωμένους ανθρώπους της εποχής, για το επίπεδο των γνώσεων και των δεξιοτήτων τους, καθώς και για το βαθμό συμμετοχής τους στη διαχείριση των υποθέσεων της πόλης.

Κατά την υπό μελέτη περίοδο η παρουσία γραμματέων έγινε απαραίτητη σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας και ιδιαίτερα στις συνεδριάσεις της συνέλευσης του λαού, συνέπεια της τόνωσης των δημοκρατικών διαδικασιών στις κρητικές πόλεις.

Σε σπάραγμα από επιγραφή διαβάζουμε:

[– – gramma]teÝj tÁj 'O[lountwn boulÁs] (IC, Ολούς, 15, Guarducci, 1935-1950).

Στα επιγραφικά κείμενα (δημόσια κείμενα χαραγμένα σε λίθινες πλάκες), γίνεται συχνότατα λόγος για τους γραμματείς των πόλεων. Από το μεγάλο αριθμό επιγραφών που εντοπίσαμε, παραθέτουμε ενδεικτικά τρεις (3):

Η πρώτη αναφέρεται στην αποπεράτωση μιας κατασκευής,

qio…. ¢gaq©[i tÚ]cai.

™pˆ tîn `Ullšwn kosmiÒntwn tîn sÝn

Kud£nnwi tî 'En…pantoj, Bšrgioj tî EÙagÒrw,

LattÚgw tî Damoc£rioj, Porqes…la tî 'Antip£ta,

Fe…dwnoj tî D£llw, Porqes…la tî Klh[s]…ppw,

KlhtwnÚmw tî Mnastokle‹oj, grammatšoj

Mn£stwnoj tî Mnastokle‹oj  ¡ pÒlij

t©i 'Aqana…ai t©i Deramiti kaˆ t©i 'Eleuqu…ai

tÕj naÕj kaˆ tÕn per…bolon çikodÒmhse (Ξανθουδίδης, 1908).

Στη δεύτερη επιγραφή -πρόκειται για συνθήκη- γίνεται λόγος για περισσότερους από ένα γραμματείς, 

…¢nagr£yai kaˆ

tÕ dÒgma ej tÕ ƒerÕn tÕ t©j 'Aq£naj t©j Poli-

£doj toÝj grammatšaj t©j pÒlioj (IC, Ιστρωνίων, 1,  Guarducci, 1935-1950).

Τέλος, στην τρίτη επιγραφή, ο όρκος των εφήβων της Δρήρου, πραγματοποιείται υπό την εποπτεία, ίσως και με την παρουσία, των κόσμων και του γραμματέα,

qeÒj. tÚca.

¢gaq©i tÚcai·

™pˆ tîn A„qalš-

wn kosmiÒntwn

tîn sÝg Ku<d…l?>ai

Kef£lw i, PÚrw, `I<p>-

p…w i, Bis…wnoj,

grammatšoj

d Fil…ppou,

t£de êmosan

¢gel£oi pan-

£zwstoi ˜ka-

tÕn Ñgdo»-

konta (IC, Δρήρος, 1,  Guarducci, 1935-1950).

Ο Ά. Χανιώτης, στη μελέτη του για την κλασική και ελληνιστική Κρήτη, σημειώνει την παρουσία γραμματέων σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Έτσι, ο βοηθός των κόσμων ήταν ο μνάμων ή γραμματεύς των κόσμων, ενώ γραμματείς είχαν επίσης ο ιαροργός (ιερουργός), οι δικαστές και από την ελληνιστική περίοδο η συνέλευση (γραμματεύς τας πόλιος) αλλά και κατώτεροι αξιωματούχοι (εισπράτται, αγορανόμοι), ενώ τα πρακτικά των δημοσίων υποθέσεων τα κρατούσε ο γνώμων (Χανιώτης, 1987).

Για το γραμματέα της επιγραφικής μαρτυρίας δεν γνωρίζουμε αν ήταν κάποιος από τους κόσμους ή τον επέλεγαν (τον προσλάμβαναν) από τη φυλή ή το γένος στο οποίο κάθε φορά ανήκαν οι κόσμοι (Ξανθουδίδης, 1915). Ο Στέφανος Ξανθουδίδης (1908), σε ερμηνεία μιας επιγραφής, πιθανολογεί ότι κάθε γένος από το οποίο θα εκλέγονταν οι κόσμοι θα προσλάμβανε κάποιον από τα μέλη του για γραμματέα.

Εκτός από τους γραμματείς υπήρχαν και μια σειρά άλλα αξιώματα, στα σημαντικότερα από τα οποία συγκαταλέγονταν οι επόπτες της δημόσιας διοίκησης. Τέτοιοι ήταν οι τίται στη Γόρτυνα, οι λογισταί στην Ίτανο, οι ερευταί θίνων και ανθρωπίνων (ερευνητές θρησκευτικών και κοσμικών ζητημάτων) στην Κνωσό και στη Δρήρο κ.ά. Μια σειρά από κατώτεροι οικονομικοί αξιωματούχοι, οι ταμίαι, οι πράττορες και οι εισπράτται, φρόντιζαν για το δημόσιο χρήμα, εισέπρατταν πρόστιμα και χορηγούσαν τα απαιτούμενα ποσά για τα δημόσια έργα. Άλλοι διοικητικοί υπεύθυνοι αναλάμβαναν την τήρηση της δημόσιας τάξης, τη σωστή λειτουργία των συσσιτίων, την επιμέλεια των ιερών κ.ά. (Χανιώτης, 1987).

Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι, από τη μια, ο γραμματέας είχε καταστεί απαραίτητος σχεδόν σε κάθε δημόσια δραστηριότητα, ενώ από την άλλη, οι συνθήκες απαιτούσαν την ενεργοποίηση ενός μορφωμένου ανθρώπινου δυναμικού σε ένα πλήθος δημόσιων αξιωμάτων. Αυτός ο ικανός αριθμός πολιτών που απαιτείτο δεν θα μπορούσε να αναλάβει καθήκοντα γραμματέα ή άλλες υπεύθυνες δημόσιες λειτουργίες αν προηγουμένως δεν είχε λάβει μια ανάλογη αγωγή ή κατάρτιση.

Έτσι διακρίνουμε μια σταδιακή ενεργοποίηση όλο και μεγαλύτερου αριθμού πολιτών στις υποθέσεις της πολιτείας. Αν και με βεβαιότητα δεν μπορούμε να μιλάμε για καθολική συμμετοχή των πολιτών στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα του κράτους, όπως απαιτούσε ο Αριστοτέλης (Χουρδάκης, 2000), εντούτοις η δημοκρατική πρόοδος αποτέλεσε παράγοντα κοινωνικής και πολιτικής αγωγής, προσφέροντας αντίστοιχες εμπειρίες σε ένα σημαντικό αριθμό πολιτών.

 

5. ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Η ερμηνεία της μαρτυρίας του παρελθόντος ανέδειξε ότι στους χώρους δραστηριότητας των κρητικών πόλεων και μέσω των κοινωνικο-πολιτικών θεσμών, αναπτυσσόταν μια διαδικασία πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής μύησης και αγωγής, άλλοτε αφανώς, άλλοτε εμφανώς, η αποτελεσματικότητα της οποίας βρισκόταν σε συνάρτηση με την όλη ψυχοσωματική οντότητα του μετέχοντα. Οι χώροι αυτοί φαίνεται να ενίσχυαν τους πολιτικούς, κοινωνικούς και πολιτιστικούς προσανατολισμούς της πόλης-κράτους και προσέφεραν σημαντικές μορφωτικές ευκαιρίες για τους ανθρώπους της εποχής.

Η αρχαία εκπαίδευση δε διαχωριζόταν από την Πόλη και τις οικονομικο- κοινωνικές αρχές που χαρακτήριζαν τη ζωή σε αυτή. Εξαρτιόταν από τις πολιτικές επιδιώξεις και επιλογές και από το τι πολίτες επιζητούσε να δημιουργήσει η εκάστοτε κοινωνία. Η παιδαγωγική ουδετερότητα στη διαδικασία της κοινωνικοποίησης του αρχαίου ανθρώπου, ακόμα και με τη χειραγωγική της μορφή, ήταν κάτι το αντίθετο προς το πνεύμα και την πολιτική και κοινωνική συμπεριφορά του. Σύμφωνα με την παραπάνω συλλογιστική προσεγγίσαμε την Παιδεία και την αγωγή της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου, όχι μονάχα ως ζήτημα καθορισμένων εκπαιδευτικών μηχανισμών και θεσμών, αλλά ως υπόθεση της καθόλου λειτουργίας των κοινωνικών δομών (Χουρδάκης 1999).

Στην παρούσα μελέτη αναδείχθηκε ο κεντρικός ρόλος του αθλητισμού και της σωματικής αγωγής στην αρχαία ελληνιστική και ρωμαϊκή Κρήτη. Κεντρικό στοιχείο της παιδείας των Κρητών ήταν η σωματική αγωγή που ελάμβαναν στα κέντρα άθλησης της εποχής, στα γυμνάσια και στις παλαίστρες. Ο αθλητισμός ήταν για την εποχή ουσιαστικό συστατικό της πολιτισμένης ζωής και στοιχείο ελευθερίας και περηφάνιας, ενώ στην Κρήτη συνδέεται με όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής και αποτελεί υψηλό είδος ψυχαγωγίας και μια δια βίου ενασχόληση. Κατά τις υπό μελέτη περιόδους φαίνεται να ήταν έντονη η παρουσία του θεάτρου και των δημόσιων θεαμάτων στη ζωή του νησιού και στη διαμόρφωση της προσωπικότητας των κατοίκων της ελληνιστικής και ρωμαϊκής Κρήτης. Επίσης, η δημοκρατική πρόοδος των κρητικών πόλεων ανέδειξε τη σημασία της συμμετοχής των πολιτών στη διαχείριση της πόλης ως παράγοντα απόκτησης παιδευτικών εμπειριών. Παρόλα αυτά, στην παρούσα φάση δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε επαρκώς την φύση και το περιεχόμενο των θεσμών αυτών, όπως και την αποτελεσματικότητά τους καθώς και το βαθμό συμμετοχής των πολιτών.

Στην μελέτη μας προσεγγίσαμε ερευνητικά την παιδαγωγική γνώση στην ιστορική της διάσταση. Η ειδική χρησιμότητα της ιστορικής έρευνας στο χώρο της εκπαίδευσης είναι αδιαμφισβήτητη. Η έρευνα για την παιδεία στην αρχαιότητα είναι μία από τις πλέον δύσκολες περιοχές για την ανάληψη έρευνας. Πρόκειται για εγχείρημα, που από  πριν, απαιτεί συνειδητοποίηση των περιορισμών μας ως ερευνητές του παρελθόντος προκειμένου να αντιληφθούμε τα στοιχεία του κόσμου αυτού στη φυσική τους πολλαπλότητα. Είναι αυτή ακριβώς η αίσθηση για την οποία μίλησε ο Marc Block: «Οι ερευνητές του παρελθόντος δεν είναι ποτέ απόλυτα ελεύθεροι. Το παρελθόν είναι ο τύραννός τους. Τους απαγορεύει να γνωρίσουν οτιδήποτε που το ίδιο δεν τους έδωσε, συνειδητά ή ασυνείδητα» (Block, 1994).

Πρόκειται όμως ακριβώς για την πρόοδο της αρχαιολογικής επιστήμης το τελευταίο μισό του εικοστού αιώνα που με τη συστηματοποίηση των ανασκαφών έχει δώσει πλούτο ευρημάτων ικανών να φωτίσουν το παιδαγωγικό γίγνεσθαι της αρχαιότητας. Με τη συγκέντρωση, ταξινόμηση και αξιοποίηση αυτής ακριβώς της μαρτυρίας του παρελθόντος, η ιστορική παιδαγωγική έρευνα είναι δυνατόν να συμβάλει ουσιαστικά στη συμπλήρωση ή και αναθεώρηση των γνώσεών μας για την παιδαγωγική πραγματικότητα κατά την αρχαιότητα.

Τα προϊόντα της έρευνας σε αυτό το πεδίο μπορούν να αποφέρουν πολλά οφέλη στα ζητήματα της εκπαίδευσης εν γένει. Άλλωστε έχει αποδειχτεί πως το παρελθόν δεν αποτελεί ένα συντελεσμένο ιστορικό δεδομένο. Είναι επίσης παραδεκτό ότι οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι σφράγισαν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Η Ευρώπη από αναγέννηση σε αναγέννηση, επινόησε αρχαιότητες όλων των ειδών, επεξεργάστηκε εικόνες του παρελθόντος και της ταυτότητάς της, αφηγούμενη στον εαυτό της την ιστορία της καταγωγής της και το νόημα του πεπρωμένου της (Highet, 1988, Droit, 1993).

Η ιστορικό-παιδαγωγική έρευνα μπορεί λοιπόν, επί παραδείγματι, να παράσχει διεισδυτικές αντιλήψεις σχετικά με κάποια εκπαιδευτικά προβλήματα, ενώ μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε πώς έχει εμφανιστεί ένα εκπαιδευτικό φαινόμενο. Μπορεί επίσης να δείξει πώς και γιατί αναπτύχθηκαν εκπαιδευτικές θεωρίες και πρακτικές (Cohen & Manion, 2000). Τέλος, και πάνω σε αυτό προσπαθήσαμε με την παρούσα μελέτη, μπορεί να συμβάλει σε μία πληρέστερη κατανόηση της σχέσης ανάμεσα στην πολιτική και την εκπαίδευση, ανάμεσα στο σχολείο και την κοινωνία και ανάμεσα  στο δάσκαλο και το  μαθητή.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Beard M., et al. (1991) Literacy in the Roman World, (JRA suppl. 3. Ann Arbor).

Block M. (1994), Απολογία για την Ιστορία, μτφρ. Κ. Γαγανάκης. (Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις).

Bottero J. (1979), Η Πρόοδος της ιστορικής έρευνας, στο Ch. Samaran (ed), Ιστορία και Μέθοδοί της, Encyclopedie de la Pleiade, τ. 1. (Αθήνα, ΜΙΕΤ, σσ. 372-413).

Bourdieu P. & Passeron J-C. (1993), Οι Κληρονόμοι. Οι φοιτητές και η κουλτούρα, μτφρ. Ν. Παναγιωτόπουλος-Μ. Βιδάλη. (Αθήνα, Ινστιτούτο του βιβλίου – Μ. Καρδαμίτσα).

Bowman A. K. and Woolf G. eds. (1994), Literacy and Power in the Ancient World. (Cambridge).

Campiano G. (1996), Η πραγμάτωση του ανθρώπου, στο συλλογικό τόμο Ο Έλληνας Άνθρωπος, μτφρ. Χ. Τασάκος. (Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, σσ. 145-200).

Cohen L. & Manion L. (2000), Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας, μτφρ. Χ. Μητσοπούλου – Μ. Φιλοπούλου. (Αθήνα, Μεταίχμιο).

Delorme J. (1960), Gymnasion. Etude sur les monuments consacres à leducation en Grèce. (Paris, Editions E. De Boccard).

Droit R.-P. (εισαγωγή-επιμέλεια) (1993), Οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι και εμείς, η επικαιρότητα του αρχαίου κόσμου, μτφρ. Κ. Κουρεμένος (Αθήνα, Αλεξάνδρεια).  

Foucault M. (1982-1989α), Ιστορία της σεξουαλικότητας,  τ. Α΄-Γ΄. (Αθήνα, Ράππα).

Foucault M. (1987), Η αρχαιολογία της γνώσης, (Αθήνα, Εξάντας).

Foucault M. (1989β), Επιτήρηση και Τιμωρία. Η Γέννηση της Φυλακής, (Αθήνα, Ράππα).

Gal R. (1970), Ιστορία της Παιδείας, μτφρ. Σ.-Β. Βασιλείου. (Αθήναι, Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος).

Guarducci M. (1935-1950), Inscriptiones Creticae, I-IV. (Roma, La libreria dello stato).

Harrison G.W.M. (1993), The Romans and Crete. (Amsterdam, Adolf M. Hakkert-Publisher).

Highet G. (1988), Η Κλασική Παράδοση, ελληνικές και ρωμαϊκές επιδράσεις στη λογοτεχνία της Δύσης, μτφρ. Τ. Μαστοράκης. (Αθήνα, ΜΙΕΤ).

Hourdakis A. (1990), Paideia par la tragédie, les réflexions éducatives de la tragédie grecque ancienne, διδακτορική διατριβή. (Paris –V, Sorbonne, Paris).

Jaeger W. (1968), Παιδεία, η μόρφωσις του Έλληνος Ανθρώπου, μτφρ. Γ. Π. Βερροίου, τ. Α΄-Γ΄, (Αθήνα, Παιδεία).

Marrou H.-I. (1961), Ιστορία της εκπαιδεύσεως κατά την αρχαιότητα, μτφρ. Θ. Φωτεινόπουλος, (Αθήνα).

Morgan T. (1998), Literate education in the Hellenistic and Roman worlds. (Cambridge University Press).

Murray O. (1996), Ο έλληνας άνθρωπος και οι μορφές κοινωνικότητας, στο συλλογικό τόμο Ο Έλληνας Άνθρωπος. (Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, σσ. 323-377).

Pelekidis Chr. (1962), Histoire de l’ Ephébie Attique des Origines a 31 avant Jésus Christ, (Paris).

Sanders I. F. (1980), Roman Crete. (Warminster, Aris & Phillips).

Schnapp A. (1983), Η Αρχαιολογία, στο συλλογικό έργο: Το Έργο της Ιστορίας, Le Goff J.- Nora P. (ed), τ. 2. (Αθήνα, Ράππα, σσ. 71-92). 

Silver H. (1985), Historiography of education, λήμμα στο T. Husen, T. Neville Postlethwaite (eds.), The International Encyclopaedia of Education, v. 4 (Oxford, N.Y., Toronto, Sydney, Paris, Frankfurt, Pergamon Press, pp. 2266-2279).

Strataridaki A. (1988), The Historians of Ancient Crete: A Study in Regional Historiography, διδακτορική διατριβή. (University of California, Davis).

Too Y. L. & Livingstone N. eds. (1998), Pedagogy and power: rhetorics of classical learning. (Cambridge, U.K., New York, Cambridge University Press).

Too Y. L. ed. (2001), Education in Greek and Roman antiquity. (Leiden: Brill).

Van Effenterre H. (1948), La Crète et la Monde Grec de Platon a Polybe. (Paris).

Vidal-Naquet P. (1983), Ο Μαύρος Κυνηγός, μτφρ. Γ. Ανδρεάδης, Π. Ρηγοπούλου. (Αθήνα, Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνη).

Willetts R. F. (1955), Aristocratic society in ancient Crete. (London, Routledge and Paul).

Willetts R. F. (1965), Ancient Crete : a social history from early times until the Roman occupation. (London, Routledge and Paul).

Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη Μ. (2000), Ο νομός Χανίων μέσα από τα μνημεία του, (Αθήνα, Υπουργείο Πολιτισμού, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Πέργαμος ΑΕ).

Αριστοτέλης, Πολιτικά.

Αρχαιολογικό Δελτίο του Υπουργείου Πολιτισμού, τ. 1 (1915), τ. 6 (1920-1921), τ. 25 (1970), τ. 31 (1976), τ. 32 (1977), τ. 33 (1978), τ. 37 (1982), τ. 38 (1983), τ. 40 (1985), τ. 42 (1987), τ. 43 (1988), τ. 44 (1989).

Βασιλάκης Α. (1988-1989), Οικιστική και αρχιτεκτονική της Κρήτης στα ιστορικά χρόνια, Κρητικά Χρονικά, ΚΗ΄- ΚΘ΄, σσ. 110-126.

Βασιλάκης Α. (χ.χ.), Γόρτυνα. (Ηράκλειο, Β. Κουβίδης – Β. Μανούρας Ο.Ε.).

Γαβριλάκη Ε. (1989), Σφακάκι Παγκαλοχωρίου, οικόπεδο Πολιουδάκη, Αρχαιολογικό Δελτίο, τ. 44, Β2, σσ. 457-460. 

Γραμματάς Θ. (1990), Παιδεία και θέατρο, λήμμα στο Παιδαγωγική Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια Λεξικό, τ. 6. (Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, σσ. 3623-3625). 

Δαβάρας Κ. (1978), Άγιος Νικόλαος, Νεκροταφείο Ποταμού, Αρχαιολογικό Δελτίο, τ.33, Β1-2, σσ. 385-388.

Δετοράκης Εμμ. Ε. (1995), Ιατρικές πληροφορίες από αρχαίες κρητικές επιγραφές, Πεπραγμένα Ζ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. Α1, σσ. 213-235.

Καβάφης Κ. (1990), Άπαντα Ποιητικά. (Αθήνα, ύψιλον/ βιβλία).

Καζαμίας Α. Μ. (2000), Παιδεία και Πολιτεία: Η Παιδεία του ανθρώπου –πολίτη- από την αρχαία πόλη στη νεωτερική εθνόπολη και τη νέα κοσμόπολη της ύστερης νεωτερικότητας, ανάτυπον εκ των πρακτικών της Ακαδημίας Αθηνών, τ. 75, τεύχ. Β΄, σσ. 336-356.

Μαρκαντώνης Ι. (1990), Ιστορία της Παιδείας, λήμμα στη Παιδαγωγική Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια Λεξικό, τ. 5. (Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, σσ. 2474-2481).

Μαρκουλάκη Σ., Νινιού-Κινδέλη Β. (1982), Ελληνιστικός λαξευτός τάφος Χανίων, Αρχαιολογικό Δελτίο, τ.37, Α, σσ. 7-118.

Μικρογιαννάκης Εμμ. (1976), Κρήτη, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Κλασικός Ελληνισμός, Γ2. (Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, σσ. 144-155).

Μπόκολας Β. Α. (2002α), Η Παιδεία στην ελληνιστική και ρωμαϊκή Κρήτη. Αποκαλύψεις και μαρτυρίες μέσα από τις αρχαιολογικές πηγές, στα Πρακτικά του συνεδρίου Ελληνικά Ιστορικά Εκπαιδευτήρια στη Μεσόγειο από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα, επιμέλεια Τ. Μανδάλα. (Χίος, ΥΠ.Ε.Π.Θ. & Δήμος Χίου, σσ. 48-66).

Μπόκολας Β. Α. (2002β), Η Παιδεία στην ελληνιστική και ρωμαϊκή Κρήτη με βάση τις πηγές, αδημοσίευτη μεταπτυχιακή διατριβή. (Ρέθυμνο, Ιούνιος 2002).

Μπουραζέλης Κ. (2002), Ελληνιστικό γυμνάσιο και πνευματική αγωγή, στα Πρακτικά του συνεδρίου Ελληνικά Ιστορικά Εκπαιδευτήρια στη Μεσόγειο από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα, επιμέλεια Τ. Μανδάλα. (Χίος, ΥΠ.Ε.Π.Θ. & Δήμος Χίου, σσ. 38-47).

Ξανθουδίδης Στ. (1908), Εκ Κρήτης, Αρχαιολογική Εφημερίδα, σσ. 198-244.

Ξανθουδίδης Στ. (1915), «Επιγραφαί εκ Κρήτης»,  Αρχαιολογικό Δελτίο, τ.1, σσ. 1-12.

Παπαδάκης Ν. Ι. (1938),  Η αρχαία ανατολική Κρήτη. (Χανιά, Τύποις Α. Μπορτόλη). 

Παπαδάκης Ν. Π. (1998), Γλυπτά από την αρχαία Ιεράπετρα. (Μορφωτική στέγη Ιεράπετρας).

Πολύβιος, Ιστορίες.

Πωλογιώργη Μ. (1985), Από το κλασικό και ελληνιστικό νεκροταφείο της Κυδωνίας, Αρχαιολογικό Δελτίο, τ.40, Α, σσ. 162-177. 

Ρεθεμνιωτάκης Γ. (1984), Ανασκαφική έρευνα στη Λύττο, Λύκτος, περιοδική επιστημονική έκδοση του συλλόγου των Πεδιαδιτών, I, σσ. 49-65.

Σακελλαράκης Γ. (1982), Ο αθλητισμός στην Κρήτη και στις Μυκήνες, στο συλλογικό τόμο Οι Ολυμπιακοί αγώνες στην αρχαία Ελλάδα, επιμέλεια Ν. Γιαλούρης. (Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, σσ. 13-24).

Σπανάκης Στέργ. (1966), Το θέατρο στη ρωμαϊκή Κρήτη, Πεπραγμένα Β΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, σσ. 142-168.

Σταϊνχάουερ Γ. (1998), Τα μνημεία και το Αρχαιολογικό Μουσείο του Πειραιά. (Μ. Τούμπης Α.Ε., Αθήνα).

Στεφάνης Ι. Ε. (1998), «Διονυσιακοί Τεχνίται», συμβολές στην προσωπογραφία του θεάτρου και της μουσικής των αρχαίων Ελλήνων. (Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).

Στρατηγάκης Ι. (1967), Ιστορία της Κρήτης, Αχαιοί και Δωριείς (1500 π.Χ. – 66 π.Χ.). (Αθήναι).

Συμεωνίδης Σ. (1967), Κρήτη, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Ελληνισμός και Ρώμη, τ. ΣΤ΄. (Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, σσ. 365-371).

Τσαντσάνογλου Κ. (1976), Παιδεία, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ε΄, Αθήνα, (Εκδοτική Αθηνών, σσ. 268-279).

Τσουγκαράκης Δ. (1987), Ρωμαϊκή Κρήτη, στο Κρήτη: Ιστορία και πολιτισμός. (Ηράκλειο, Σύνδεσμος τοπικών ενώσεων δήμων και κοινοτήτων Κρήτης, σσ. 285-336).

Χανιώτης Ά. (1987), Κλασική και ελληνιστική Κρήτη, στο Κρήτη: Ιστορία και πολιτισμός. (Ηράκλειο, Σύνδεσμος τοπικών ενώσεων δήμων και κοινοτήτων Κρήτης, σσ. 175-284).

Χουρδάκης Α. Γ. (1990), Μόρφωση και θεατρική παιδεία του Αθηναίου πολίτη, Σχολείο και Ζωή, 10, σσ. 289-296. 

Χουρδάκης Α. Γ. (1997), Η Ιστορία της Παιδείας, επιστημολογία, μεθοδολογία και προβληματική, στα Πρακτικά του Ζ΄ Διεθνούς Συνεδρίου της ΠΕΕ, με θέμα: Παιδαγωγική Επιστήμη στην Ελλάδα και στην Ευρώπη – Τάσεις και Προοπτικές, επιμ. Μ. Βάμβουκα- Α.Γ. Χουρδάκη (Ρέθυμνο 3-5 Νοεμβρίου 1995, Ελληνικά Γράμματα, σσ. 92-132).

Χουρδάκης Α. Γ. (1999), Θέματα από την Ιστορία της Παιδείας. (Αθήνα, Γρηγόρη).

Χουρδάκης Α. Γ. (2000), Παιδεία, της όλης πολιτείας υπόθεσις, μέσα από τον τιμητικό τόμο στον Α. Μ. Καζαμία, Ιστορικο-Συγκρητικές Προσεγγίσεις, επιμέλεια Σ. Μπουζάκης. (Gutenberg, Αθήνα, σσ. 519-547).

 

* Η παρούσα εισήγηση παρουσιάστηκε με τον τίτλο: Η Παιδεία στην ελληνορωμαϊκή Κρήτη: Παιδαγωγικά και πολιτισμικά μορφώματα στην ανατολή μιας νέας εποχής.

 

 

 

 

Copyright 2003 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ  ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ