ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΥ
Στάθης
ΜΠΑΛΙΑΣ,
Λέκτορας
Π.Τ.Ν. Πανεπιστημίου Πατρών
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στην
εργασία αυτή εξετάζεται η αντίληψη
του Παπανούτσου για τη δημοκρατία και
ο τρόπος με τον οποίο αυτή
ενσωματώνεται στην εκπαιδευτική
Μεταρρύθμιση του 1964. Ειδικότερα,
εξετάζεται το ιδεολογικο-πολιτικό
περιεχόμενο της Μεταρρύθμισης και η
προσπάθεια του Παπανούτσου να το
καταστήσει συμβατό με την
κοινωνιολογική πραγματικότητα και
τις παραδόσεις της ελληνικής
κοινωνίας, ώστε να μειωθούν οι
αντιδράσεις των εθνικιστικών
δυνάμεων της εποχής. Ο Παπανούτσος
οικοδομεί ένα ιδανικό της δημοκρατίας
και της εκπαίδευσης αντλώντας τα
στοιχεία του επιλεκτικά τόσο από την
αρχαιο-ελληνική και τη νεο-ελληνική
χριστιανική παράδοση όσο και από τη
δυτική ουμανιστική αστικο-φιλελεύθερη
παράδοση. Υποστηρίζει ότι τα στοιχεία
αυτά καθώς και οι αντίστοιχες
παραδόσεις είναι συμβιβάσιμα στo
πλαίσιο της έννοιας του ανθρωπισμού,
στην οποία προσδίδει ένα μάλλον
αφηρημένο και ιδεαλιστικό
περιεχόμενο. Ωστόσο, ο ιδεαλισμός
αυτός δεν σημαίνει ότι η εκπαιδευτική
Μεταρρύθμιση στερούνταν
νομιμοποίησης. Αντίθετα, οι
δημοκρατικές αξίες που περιείχε
υπήρξαν αίτημα ενός σημαντικού
τμήματος της ελληνικής κοινωνίας και
αποτέλεσαν τη βάση του δημοκρατικού
εκπαιδευτικού συστήματος μετά τη
Μεταπολίτευση του 1974.
ABSTRACT
The
object of this paper is to investigate the Papanoutsos’ conception
of democracy as well as the way it is integrated within his
educational Reform of 1964. It is also examined the ideological and
the political content of this Reform and the Papanoutsos’ attempt to
make it compatible with the sociological reality and the traditions of
Greek society, in order to reduce the reaction of nationalistic forces
of this time. Papanoutsos builds an ideal of democracy and of
education by drawing its elements selectively from the ancient Greek
and the neo-Hellenic tradition as well as from the humanistic western
liberal one. He upholds that these elements as well as the
corresponding traditions may be reconcilable in the frame of the
meaning of humanism, in
which he confers an abstract and rather idealistic significance.
Nevertheless, this idealism does not imply that the educational Reform
was not legitimated. On the contrary, its democratic values have been
a claim of an important part of Greek society and they constituted the
base of the democratic educational system after the re-establishment
of democracy in 1974.
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σκοπός
της εργασίας αυτής είναι να εξετάσει
την αντίληψη του Παπανούτσου για τη
δημοκρατία και, κυρίως, τη σχέση της με
το παιδευτικό του πρόγραμμα,
ειδικότερα με την εκπαιδευτική
Μεταρρύθμιση του 1964 της οποίας υπήρξε
εμπνευστής και βασικός οργανωτής. Θα
προσπαθήσω κυρίως να αναδείξω τη
συνάφεια και τις αντιφάσεις ανάμεσα
στην αντίληψή του για τη δημοκρατία
και στο παιδευτικό του πρόγραμμα, το
οποίο ο Παπανούτσος επεξεργάστηκε σε
δύο επίπεδα, ένα φιλοσοφικό/θεωρητικό
και ένα πολιτικό/ πραγματιστικό. Το
πρώτο παραπέμπει στον γενικότερο
φιλοσοφικό και θεωρητικό
προσανατολισμό του Παπανούτσου, και
κυρίως στην ηθική φιλοσοφία του, το
δεύτερο στη μεταπολεμική ιστορική και
πολιτική πραγματικότητα στην οποία
επιχείρησε κατά κάποιο τρόπο να
εφαρμόσει το πρώτο.
Το
κεντρικό πρόβλημα του παιδευτικού
προγράμματος του Παπανούτσου είναι η
σύνδεση των δύο αυτών επιπέδων, δηλαδή
του πώς ένα φιλοσοφικό ηθικο-πολιτικό
ιδεώδες το οποίο κατασκευάζεται εν
πολλοίς ορθολογιστικά μπορεί να είναι
συμβατό και να εφαρμοστεί σε μια
δεδομένη ιστορική κοινωνία όπως η
ελληνική. Η κρατούσα άποψη για το έργο
του Παπανούτσου, την οποία υιοθετούν
μεταξύ άλλων η Α. Φραγκουδάκη και ο Κ.
Τσουκαλάς (Κ. Τσουκαλάς : 43), είναι ότι
αυτό αποτελεί έκφραση και συνέχεια
του νεοελληνικού ιδεαλισμού όπως
αυτός αναπτύχθηκε κυρίως στον
μεσοπόλεμο. Το βασικό επιχείρημα
αυτής της θέσης είναι ότι ο
Παπανούτσος θεωρούσε «αδικαιολόγητη
την πολιτικοποίηση της εκπαιδευτικής
πολιτικής της εποχής»[1]
και, συνεπώς, αποσυνέδεε ουσιαστικά
την «εκπαιδευτική αντιμεταρρύθμιση» (ως
«δευτερεύον στοιχείο του συστήματος
εξουσίας» (στο ίδιο)) από το κοινωνικο-πολιτικό
της πλαίσιο. Σύμφωνα με την εκτίμηση
αυτή, ο ιδεαλισμός του Παπανούτσου θα
σήμαινε εδώ ότι το παιδευτικό
πρόγραμμά του –και, κατ’επέκταση, η
εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση-, επειδή
ακριβώς δεν λάμβανε υπόψη την
ελληνική κοινωνικο-πολιτική
πραγματικότητα[2]
ούτε προέκυπτε από αξίες ή μορφές
συνείδησης που τη συγκροτούσαν ως
τέτοια, παρέμενε κοινωνικά μετέωρο
και, συνεπώς, δεν περιείχε τη
δυνατότητα ούτε να εκμαιεύσει
ιδεολογικο-πολιτικές, αξιακές ή
ηθικές ταυτίσεις ούτε να
κινητοποιήσει αντίστοιχες κοινωνικές
δυνάμεις. Πράγμα που, όπως θα
προσπαθήσω να δείξω, δεν ισχύει, παρά
εν μέρει και από μια ορισμένη σκοπιά :
διότι, αφενός ο Παπανούτσος
επιχείρησε να συνδέσει την
εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση με την κοινωνική
και κοινωνιολογική πραγματικότητα
της ελληνικής κοινωνίας και, αφετέρου,
η Μεταρρύθμιση αυτή συνδέθηκε με την
κινητοποίηση σημαντικών κοινωνικο-πολιτικών
δυνάμεων. Αντίθετα, η αδυναμία
εφαρμογής της Μεταρρύθμισης
προέκυπτε κυρίως από την ασυμβατότητα
του αστικο-φιλελεύθερου
κοσμοθεωρητικού και ιδεολογικού της
περιεχομένου με το αντίστοιχο
περιεχόμενο της νεο-ελληνικής
πολιτισμικής παράδοσης, πράγμα που
όμως δεν αφορά στη συγκεκριμένη
περίοδο αλλά εν γένει στην
πολιτισμική ταυτότητα της νεο-ελληνικής
κοινωνίας.
2.
ΤΟ ΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ
ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΥ : Ο ΙΔΕΑΛΙΣΤΙΚΟΣ
ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ
Είναι γεγονός ότι ο Παπανούτσος
επιχειρεί να κατασκευάσει ένα
παιδευτικό και ηθικο-πολιτικό ιδεώδες
αντλώντας τα στοιχεία του επιλεκτικά
τόσο από την ελληνική αρχαιότητα και
την ελληνο-χριστιανική εθνική
παράδοση όσο και από τη δυτική αστικο-φιλελεύθερη
σκέψη, χωρίς όμως να τα ενσωματώνει σε
μια ενιαία –πολιτική- θεωρία με τη
μορφή συνεκτικού συστήματος και,
κυρίως, χωρίς να θέτει το –κατ’εξοχήν
εκπαιδευτικό- ζήτημα του πώς τα
στοιχεία αυτά μπορούν να είναι
συμβατά με την ιστορικότητα, δηλαδή
κατ’ουσίαν με την κοινωνιολογική
πραγματικότητα της νεο-ελληνικής
κοινωνίας ώστε να ενσωματωθούν
οργανικά στον πολιτισμικό και ηθικό
της κώδικα και στο σύστημα αξιών που
τη συγκροτεί. Αν και κάτι τέτοιο δεν
απουσιάζει εντελώς, όπως θα δούμε, από
τη σκέψη και τη στρατηγική του
Παπανούτσου, οι ιδεολογικές και
κοσμοθεωρητικές όψεις του
προγράμματός του που σχετίζονται
ειδικά με το μοντέλο του πολίτη και
της αστικοφιλελεύθερης δημοκρατίας
που κατασκευάζει και προωθεί δεν
ανταποκρίνονται και δεν αποτελούν
στοιχεία της υφιστάμενης πολιτικής
κουλτούρας και του πολιτισμικού
κώδικα της νεο-ελληνικής κοινωνίας,
δηλαδή ουσιαστικά των ηθικο-πολιτικών
παραδόσεών της, και, συνεπώς, δύσκολα
μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο
μιας αποτελεσματικής εκπαιδευτικής
πολιτικής.
Είναι
γεγονός ότι ο Παπανούτσος στηρίζει το
εγχείρημά του στην υποστήριξη
συγκεκριμένων κοινωνικο-πολιτικών
δυνάμεων –αυτών της αριστεράς και του
κέντρου. Ωστόσο, η υποστήριξη αυτή
επικεντρώνεται μάλλον στο καθαρά
θεσμικό και πολιτικό επίπεδο, όπου
εκτυλίσσεται η κεντρική πολιτική
αντιπαράθεση, παρά στο επίπεδο της
ιδεολογίας, των αξιών και, εν τέλει,
στα κοσμοθεωρητικά ζητήματα που
αποτελούν το ουσιαστικό πνευματικό
υπόβαθρο της Μεταρρύθμισης. Από αυτή
τη σκοπιά, η ουσία του παιδευτικού
προγράμματος του Παπανούτσου και της
Μεταρρύθμισης (η οποία είναι βαθιά
συνυφασμένη με ένα συγκεκριμένο
ιδεολογικο-πολιτικό περιεχόμενο)
παραμένει ξένη και εξωτερική προς τη
βαθύτερη θεσμική και κοινωνικο-πολιτική
πραγματικότητα της νεο-ελληνικής
κοινωνίας. Αυτή ακριβώς η διάσταση
είναι κατά τη γνώμη μου η βάση πάνω
στην οποία μπορεί κυρίως να
στοιχειοθετηθεί η έγκληση περί του
ιδεαλιστικού χαρακτήρα του
προγράμματος του Παπανούτσου.
Από
την άλλη μεριά, ο ιδεαλισμός αυτός
απορρέει και εξηγείται, τουλάχιστον
ως ένα ορισμένο βαθμό, από την ίδια τη
βιογραφία του Παπανούτσου και από τον
τρόπο και τις συνθήκες υπό τις οποίες
ο ίδιος ενεπλάκη στην πολιτική. Είναι
προφανές ότι ο καθαυτό φιλοσοφικός
στοχασμός του Παπανούτσου, ο οποίος
αναπτύχθηκε και διαμορφώθηκε κατά
κύριο λόγο στο μεσοπόλεμο, προηγήθηκε
χρονικά κατά πολύ της περιόδου κατά
την οποία τέθηκαν για τον Παπανούτσο
τα περισσότερο πρακτικά και πολιτικά
ζητήματα της εκπαιδευτικής
Μεταρρύθμισης και του
εκδημοκρατισμού της ελληνικής
κοινωνίας. Ήταν, συνεπώς, φυσικό το
παιδευτικό πρόγραμμα του Παπανούτσου
να περιέχει έντονα ιδεαλιστικά
στοιχεία με την έννοια που εξηγήσαμε
παραπάνω. Πράγμα που ασφαλώς δεν
πρέπει να εκληφθεί ως αρνητικό
στοιχείο του προγράμματός του ή ως
λόγος καταλογισμού της «αποτυχίας»
της Μεταρρύθμισης, εφόσον δεχτούμε
ότι ο ιδεαλισμός, αν τον εννοήσουμε ως
σύνολο ιδεών ή αξιών που είναι σχετικά
ξένες ή εξωτερικές σε μια ορισμένη
ιστορικο-κοινωνική παράδοση ή σε μια
θεσμική πραγματικότητα, μπορεί να
λειτουργήσει υπό ορισμένες
προϋποθέσεις ως εργαλείο υπέρβασης
και αλλαγής αυτής της πραγματικότητας,
έστω και σε μια μακροπρόθεσμη
προοπτική. Ουσιαστικά, αυτό ακριβώς
ίσχυσε στην περίπτωση του Παπανούτσου.
Είναι
γεγονός ότι ο ήδη φιλοσοφικά
συγκροτημένος Παπανούτσος κλήθηκε να
εφαρμόσει ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα
με προφανείς ιδεολογικο-πολιτικές
προεκτάσεις, στρατευόμενος εκ των
πραγμάτων σε ένα πολιτικό πρόγραμμα.
Από την άλλη μεριά, αν το πρόγραμμα
αυτό περιείχε έναν σαφή ιδεαλισμό
προερχόμενο από τη φιλοσοφική του
παιδεία, ο Παπανούτσος προσπάθησε
ταυτόχρονα να το καταστήσει συμβατό
με την ελληνική κοινωνία, δηλαδή
ουσιαστικά με την ιδεολογικο-πολιτική
πραγματικότητα της μεταπολεμικής
περιόδου με την οποία υποχρεώθηκε, ως
πολιτικός πλέον, να αναμετρηθεί.
Συνεπώς, ο ιδεαλιστής φιλόσοφος και
παιδαγωγός όφειλε συγχρόνως να γίνει
πραγματιστής. Έτσι, το όλο διάβημά του
είχε κατ’ανάγκη τα χαρακτηριστικά
ενός πραγματιστικού ιδεώδους με
προφανείς και εύλογες θεωρητικές και
λογικές αντιφάσεις. Κατ’επέκταση, η
υλοποίησή του καθορίστηκε από τη
συμβατότητά του με την εθνική
ιδεολογία και τις κοινωνικο-πολιτικές
συνθήκες της μεταπολεμικής περιόδου,
έναντι των οποίων ο Παπανούτσος
κλήθηκε να διαμορφώσει τη στρατηγική
του.
Αναφέρω εν τάχει τα
χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου,
προκειμένου να αξιολογηθεί και να
κατανοηθεί καλύτερα η στρατηγική του
Παπανούτσου. Είναι γνωστό ότι το
μεταπολεμικό κράτος οικοδομήθηκε στη
βάση μιας αμυντικής εθνικής
ιδεολογίας με κύρια χαρακτηριστικά
τον αντικομμουνισμό και την
ολοκληρωτική πόλωση ως μέσο
αποκλεισμού του εσωτερικού εχθρού,
την ιδεολογική τρομοκρατία και τη
διάκριση σε Έλληνες και μη Έλληνες. Η
ιδεολογία αυτή ήταν αντιδραστική και
εσωστρεφής, απέρριπτε την «ξενόφερτη»
ευρωπαϊκή σκέψη και την αστικο-φιλελεύθερη
παράδοση, στρεφόμενη στην αναζήτηση
μιας μεταφυσικής «ελληνικότητας» με
την αρωγή της πλειοψηφίας των
διανοούμενων οι οποίοι προσχώρησαν
στο εθνικιστικό κράτος,
μετατρεπόμενοι έτσι σε οργανικούς
διανοούμενους, και με την αντίστοιχη
σιωπή και την αυτολογοκρισία των
φιλελεύθερων διανοούμενων. Ο
εθνικιστικός πολιτικός λόγος
οικοδομήθηκε πάνω στις έννοιες του
έθνους, της εθνικής και, κατ’ανάγκη,
γλωσσικής καθαρότητας, της θρησκείας,
της οικογένειας, της ελληνο-χριστιανικής
παράδοσης και της ελληνικότητας, η
οποία ταυτίζεται με την ορθοδοξία και
συγχρόνως εμφανίζεται ως έκφραση του
αιώνιου αρχαιοελληνικού πνεύματος
και της «ελληνικής ιδέας του ανθρώπου»
που αυτό περιέχει (Τσουκαλάς : 33 κ.ε.).
Ορισμένες από τις συνέπειες της
ιδεολογίας αυτής ήταν η απίσχανση της
κοινωνικής κριτικής και ο μαρασμός
των κοινωνικών επιστημών στην
τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ στον χώρο
της πρωτοβάθμιας και της
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης
παγιώνεται, σε συνδυασμό και με την
επαναφορά της καθαρεύουσας, η
επιδερμική και σχολακιστική
προσέγγιση της κλασικής παιδείας με
την οποία συνυφαίνεται η διδασκαλία
των θρησκευτικών στο πλαίσιο του
λεγόμενου ελληνοχριστιανικού
παιδευτικού ιδεώδους. Συνέπεια της
κυριαρχίας αυτής της ιδεολογίας ήταν
η απαξίωση της ιδέας του «λαού», η
συναφής απόρριψη της λαϊκής
κυριαρχίας ως αρχής του πολιτεύματος[3]
και η οικοδόμηση ενός υβριδικού
κράτους με τυπικά φιλελεύθερο αλλά
ουσιαστικά εξω-θεσμικό ή
παρασυνταγματικό κράτος δικαίου (Αλιβιζάτος
: 526 κ.ε.).
3.
Η ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΥ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΜΕ ΤΗΝ
ΕΘΝΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Στις
συνθήκες αυτές, οι θέσεις του
Παπανούτσου, όπως αυτές περιέχονται
στη φιλοσοφία της εκπαιδευτικής του
Μεταρρύθμισης, μοιάζουν
εξωπραγματικές και ανεφάρμοστες.
Διότι η εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση δεν
υπήρξε ένα ιδεολογικά, φιλοσοφικά και
πολιτικά ουδέτερο εκπαιδευτικό
πρόγραμμα –όπως και κάθε
εκπαιδευτικό εγχείρημα-, αλλά είχε ένα
σαφές δημοκρατικο-φιλελεύθερο
ιδεολογικο-πολιτικό περιεχόμενο.
Συνεπώς, ερχόταν σε πλήρη αντίφαση με
την κρατούσα εθνική ιδεολογία τόσο ως
προς τις δημοκρατικο-φιλελεύθερες
αξίες, όπως τα ατομικά και πολιτικά
δικαιώματα, όσο και ως προς το
ιδεολογικό και φιλοσοφικό της
υπόβαθρο. Πώς μπορεί λοιπόν να πετύχει
η Μεταρρύθμιση χωρίς η κοινωνία να
οδηγηθεί σε μια νέα διαίρεση ; Νομίζω
ότι ο Παπανούτσος είχε συνείδηση
αυτού του κινδύνου και για το λόγο
αυτό επιχείρησε πρώτα απ’όλα να
καταστήσει συμβατό το πρόγραμμά του
με την ίδια την εθνική ιδεολογία, ώστε
να μειώσει τις αντιδράσεις και να το
κάνει πιο εύκολα αποδεκτό. Και το
έπραξε κατ’αρχήν στο ιδεολογικό και
φιλοσοφικό επίπεδο επικαλούμενος την
ιδέα του ανθρωπισμού, μια ιδέα που
αποτελεί το θεμέλιο της νέας
κοινωνίας και της νέας πολιτείας που
οραματίστηκε ο Παπανούτσος και πάνω
στην οποία οικοδόμησε ουσιαστικά την
εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση.
Η
έννοια αυτή αποτελεί κατά κάποιο
τρόπο την αιχμή του δόρατος με την
οποία ο Παπανούτσος επιχειρεί να
ανασκευάσει την κυρίαρχη ιδεολογία, η
οποία προβάλλει την «Ελληνικήν ιδέαν
του ανθρώπου», μια ιδέα οιονεί
μεταφυσική και υπερ-ιστορική που
υπονοεί ότι υφίσταται μια ενιαία
αντίληψη για τον άνθρωπο μεταξύ της
αρχαιο-ελληνικής κοσμοαντίληψης και
της νεο-ελληνικής εθνικής ιδεολογίας.
Την αντίληψη αυτή ακριβώς υιοθετεί
και ο Παπανούτσος, είτε από πεποίθηση
είτε για λόγους στρατηγικής, αλλά της
προσδίδει ένα διαφορετικό
περιεχόμενο.
Κατ’αρχήν,
αναγνωρίζει τις διαφορές ανάμεσα στην
αρχαιο-ελληνική και τη χριστιανική
αντίληψη του ανθρώπου και κατ'επέκταση
του ανθρωπισμού, αλλά τις εκλαμβάνει
ως αποχρώσεις της ιδέας του ανθρώπου.
Αναφέρεται μάλιστα ειδικά στην
αντίληψη του Πρωταγόρα παραφράζοντάς
την εν μέρει –και ταυτίζοντάς την με
μια υποτιθέμενη ενιαία
αρχαιοελληνική αντίληψη του ανθρώπου
: "ο άνθρωπος μέτρον και σκοπός
αυτάξιος" (Παπ. 1996 : 54). Θεωρεί ότι "το
ελληνικό περιεχόμενο της έννοιας "φιλάνθρωπον"
σημαίνει τιμή, σεβασμό, εμπιστοσύνη
προς τον άνθρωπο, καθώς και την
αλληλεγγύη και τη δικαιοσύνη" και
υπ'αυτή την έννοια βρίσκεται κοντά
στην "έννοια της χριστιανικής
αγάπης" (Παπ. 1996 : 262). Κατ’αυτόν τον
τρόπο, και ανεξάρτητα από την ασάφεια
ή τη μη εγγυρότητα αυτής της
συσχέτισης, η αντίληψή του δεν έρχεται
σε αντίφαση με την εθνική ιδεολογία
επιτρέποντας στον Παπανούτσο να
εμφανιστεί ως εξίσου αυθεντικός
εκφραστής της με τους αντιπάλους του.
Ταυτόχρονα, όμως, προσδίδει στην
έννοια του ανθρωπισμού ένα ευρύτερο,
οικουμενικό περιεχόμενο, βασικά
στοιχεία του οποίου είναι η ηθική
αυθυπαρξία και η λογική, μέσω της
οποίας κάθε άνθρωπος μπορεί να
συλλάβει το ηθικά ορθό. Θεωρεί ότι η
Ελλάδα ήταν, ακόμα και στην περίοδο
της τουρκοκρατίας, και συνεχίζει να
είναι[4]
το λίκνο του ανθρωπισμού, πράγμα που
καθιστά αναγκαία την επιστροφή στις
ρίζες του, δηλαδή στον αρχαιο-ελληνικό
πολιτισμό, ώστε η χώρα μας να
διαδραματίσει τον ιστορικό ρόλο που
της αναλογεί (Παπ. 1987 : 271). Αυτή η οιονεί
πανανθρώπινη εκδοχή του ελληνικού
ανθρωπισμού, έστω κι αν το περιεχόμενό
τους διαφέρει, συναντά την «Ελληνικήν
ιδέαν του ανθρώπου» που προπαγάνδιζαν
οι οπαδοί του αμυντικού εθνικισμού
της μεταπολεμικής περιόδου. Θα
μπορούσε, όμως, επιπλέον να καταστήσει
ως ένα βαθμό συμβατή
την εθνική ιδεολογία με τα
φιλελεύθερα στοιχεία του
προγράμματος του Παπανούτσου και έτσι
να νομιμοποιήσει τουλάχιστον εν μέρει
την εκπαιδευτική του Μεταρρύθμιση.
Ωστόσο,
η σύνδεση του ελληνικού ανθρωπισμού,
όπως τον εννοεί ο Παπανούτσος, με τον
αστικο-φιλελεύθερο ανθρωπισμό της
νεωτερικότητας είναι προβληματικός. Ο
Παπανούτσος σκιαγραφεί τον πολίτη ως
μια ηθικά αυθύπαρκτη οντότητα (Παπ. 1976
: 329), απελευθερωμένη από κάθε μορφή
πνευματικής δουλείας με την οποία
συνδέεται άμεσα η "καλλιέργεια του κριτικού
στοχασμού" (Παπ. 1996 : 54), από τον οποίο
απορρέει η δυνατότητα αμφισβήτησης
της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων[5].
Η ιδέα αυτή βρίσκεται στην καρδιά του
ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, και ειδικά της καντιανής
αντίληψης[6]
του αυτόνομου ατόμου, η οποία
θεμελιώνεται σε δύο βασικές αξίες :
στην ελευθερία της σκέψης[7]
και στην ελεύθερη βούληση, η οποία
μάλιστα αποτέλεσε αντικείμενο ενός
από τα βασικότερα φιλοσοφικά έργα του
Παπανούτσου. Οι αξίες αυτές
προϋποθέτουν με τη σειρά τους τον
ελεύθερο και δημόσιο διάλογο και, κατά
συνέπεια, το πνεύμα της αμφιβολίας (Παπ.
1975 : 213 κ.ε.), που αποτελούν ουσιαστικούς
όρους της πολιτικής συναίνεσης από
ελεύθερους και ίσους πολίτες.
Πώς
συμβιβάζεται αυτό το ανθρωπιστικό
ιδεώδες της νεωτερικότητας, και ιδίως
το οικουμενικό και ουμανιστικό της
περιεχόμενο, με την «ελληνική ιδέα του
ανθρώπου» όπως τη μεθερμήνευσε ο
Παπανούτσος ; Πώς συμβιβάζεται η ηθική
ελευθερία –η οποία κατά τον
Παπανούτσο είναι ουσιαστικότερη από
την πολιτική ελευθερία, με την έννοια
ότι αποτελεί προϋπόθεσή της (Παπ. 1976 :
328)- με την παραδοχή ότι ένας από τους
σκοπούς της εκπαίδευσης είναι «η
ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής
συνειδήσεως» (Παπ. 1996 : 327) ; Πώς
συμβιβάζεται η κατάφαση του
Παπανούτσου στην καλλιέργεια της
θρησκευτικής συνείδησης με την
ελευθερία ως δυνατότητα αμφισβήτησης
κάθε αλήθειας, ή η οργανική σχέση
ορθοδοξίας με το νεο-ελληνικό κράτος
με το φιλελεύθερο αίτημα της
διάκρισής της από το κράτος ; Σε ένα αφηρημένο επίπεδο,
ενδεχομένως να είναι πράγματι δυνατός
ένας συμβιβασμός[8].
Ωστόσο, ο κριτικός στοχασμός και ο
ελεύθερος διάλογος, δύο στοιχεία που
αποτελούν τον πυρήνα του αστικο-φιλελεύθερου
ουμανισμού αλλά και του φιλελεύθερου
παιδευτικού του προγράμματος,
συνεπάγονται κάτι περισσότερο από την
αποκατάσταση μιας δημιουργικής
σχέσης μεταξύ του νεο-ελληνικού
παρόντος και του αρχαιο-ελληνικού
παρελθόντος που υποστηρίζει
προγραμματικά ο Παπανούτσος.
Συνεπάγονται επιπλέον τη δυνάμει
ανασκευή και κατ’επέκταση την
υπόσκαψη όχι μόνο της κρατικής
ιδεολογίας που υποστηρίζει το
υφιστάμενο σύστημα εξουσίας, αλλά και
της ίδιας της εθνικής συνείδησης την
οποία ο Παπανούτσος θέλει να
διασφαλίσει ακριβώς μέσω της
εκπαίδευσης.
Πρόκειται
προφανώς για την πλέον θεμελιώδη
αντίφαση του Παπανούτσου, την οποία
παρατηρούμε σε ολόκληρο το πρόγραμμά
του. Πρόκειται όμως για ένα γενικότερο
πρόβλημα της φιλελεύθερης πολιτικής
θεωρίας που αφορά όλες τις δυτικές
αστικο-φιλελεύθερες κοινωνίες, υπό
την έννοια ότι ο φιλελευθερισμός δεν
υπήρξε ποτέ ένα απολύτως συνεκτικό
σύνολο ιδεών που να ταυτίστηκε πλήρως
με την ιστορικότητα των δυτικών
κοινωνιών. Η ιστορικο-κοινωνική
πραγματικότητα των κοινωνιών αυτών,
όπως και της ελληνικής κοινωνίας, δεν αποτελεί έναν ιδεολογικά
μονοδιάστατο χώρο ούτε επιδέχεται μία
και μοναδική ερμηνεία, γεγονός που
φαίνεται ότι είναι αντιληπτό από τον
Παπανούτσο.
Ωστόσο, στην περίπτωση της Ελλάδας
η αντίφαση αυτή είναι για ιστορικούς
λόγους εντονότερη και προβληματική
ακόμα και σήμερα. Για το λόγο αυτό, το
ίδιο το πρόγραμμα του Παπανούτσου
χαρακτηρίζεται από θεωρητικά άλματα
και παλινωδίες ανάμεσα στη θεωρητική
του κατασκευή και στην κοινωνιολογική
πραγματικότητα της ελληνικής
κοινωνίας. Τα θεωρητικά αυτά άλματα
και οι παλινωδίες υποδηλώνουν την
αδυναμία αλλά και την αγωνία του
Παπανούτσου να νομιμοποιήσει έναντι
της εθνικής ιδεολογίας το
εκπαιδευτικό και πολιτικό του
πρόγραμμα. Έτσι, πότε μιλάει για
αλλαγή και επανάσταση στην ελληνική
εκπαίδευση -οπότε έχει επίγνωση του
γεγονότος ότι οι αστικο-φιλελεύθερες
αρχές έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με
την εθνική ιδεολογία- και πότε γίνεται
πραγματιστής. Ο Παπανούτσος μιλάει
για επανάσταση στην παιδεία
συνδέοντάς την με τη "ριζική
αναθεώρηση των αξιών" :
αναφερόμενος στον Καρτέσιο,
υποστηρίζει ότι πρέπει να ελεγχθούν
οι "αλήθειες που κυκλοφορούν (στην
επιστήμη και τη ζωή) αν είναι
πραγματικές αλήθειες ή επίσημα
χρισμένες αλήθειες" και στρέφεται
εναντίον εκείνων που επικαλούνται "την
αδήριτη ανάγκη της ευταξίας, την ιερή
σκοπιμότητα του σεβασμού των καλώς ή
κακώς κειμένων" (Παπ. 1996 : 92).
Όμως,
σε άλλα κείμενά του υποστηρίζει ότι η
παιδεία πρέπει να προσαρμόζεται στον
υφιστάμενο ηθικό κώδικα,
επικαλούμενος την ανάγκη προσαρμογής
τόσο στην ηθική πραγματικότητα της
ελληνικής κοινωνίας όσο και στην
εποχή στην οποία ζει, οι αναγκαιότητες
της οποίας οφείλουν να ενσωματωθούν
στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Ο
Παπανούτσος κάνει μάλιστα λόγο για
συντηρητικό σχολείο, με την έννοια ότι
το σχολείο οφείλει να αναπαράγει τον
υφιστάμενο ηθικό κώδικα της
συλλογικής ζωής ή, στην καλύτερη
περίπτωση, να τον προσεγγίσει
επιλεκτικά ώστε να αναδείξει τα πιο
γνήσια και πιο ανθρώπινα στοιχεία του
τα οποία θεωρεί ότι ενυπάρχουν στη
ζώσα συνείδηση του έθνους : "Μάλιστα
ανθρωπιστική παιδεία", παιδεία
ριζωμένη στην εθνική μας παράδοση" (Παπ.
1996 : 257). Αναφέρεται επίσης στην
αποστολή της εκπαίδευσης, η οποία
συνίσταται στο να «σπουδάζει, να
ερμηνεύει και να μεταλαμπαδεύει στις
επερχόμενες γενεές» τον πνευματικό
μας πολιτισμό, ώστε "να στερεώσει
μέσα τους τα χαρακτηριστικά της
εθνικής φυσιογνωμίας" (Παπ. 1996 : 53).
4.
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΥ ΚΑΙ Η
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΔΙΑΒΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ
Είναι
προφανές ότι ο ηθικός φιλόσοφος
συγκρούεται εδώ με τον πολιτικό, ότι ο
ιδεατός κόσμος που κατασκευάζει ο
πρώτος συγκρούεται με τον πραγματικό
κόσμο με τον οποίο έρχεται
αντιμέτωπος ο δεύτερος. Ωστόσο, ο
Παπανούτσος έχει επίγνωση των
δυσκολιών που είναι συνυφασμένες με
κάθε εγχείρημα αλλαγής, και μάλιστα
ριζικής αλλαγής μιας κοινωνικο-πολιτικής
πραγματικότητας που έχει τη δική της
λογική και τη δική της ιστορικά
διαμορφωμένη ταυτότητα. Για το λόγο
αυτό, η στρατηγική του δεν πρέπει να
θεωρηθεί ότι αναφέρεται ή
περιορίζεται μόνο στο να καταστήσει
το πρόγραμμά του φιλοσοφικά συμβατό
με την εθνική ιδεολογία.
Στην
πραγματικότητα, η στρατηγική του
Παπανούτσου έχει έναν σαφώς πολιτικό
χαρακτήρα και εμπλέκεται εμμέσως πλην
σαφώς με τις ιδεολογικο-πολιτικές
συγκρούσεις της εποχής. Η στρατηγική
του εγγράφεται στο ιστορικό πλαίσιο
της αντιπαράθεσης δύο νομιμοποιήσεων
που διαπερνούν τους ίδιους τους
πολιτικούς θεσμούς, οι οποίοι
συνεχίζουν να λειτουργούν έστω τυπικά,
δηλαδή τη νόμιμη δημοκρατική και την
παραδοσιακή/ εθνικιστική
νομιμοποίηση, για να χρησιμοποιήσω τη
βεμπεριανή ορολογία. Ακόμα και αν το
τυπικό κοινοβουλευτικό θεσμικό
πλαίσιο χρησιμοποιήθηκε για να
νομιμοποιηθεί η δράση του
εθνικιστικού κράτους, το ίδιο αυτό
θεσμικό πλαίσιο θα αποτελέσει τη βάση
για την αντίδραση των δημοκρατικών
δυνάμεων που θα εκδηλωθεί αργότερα με
τον Παπανδρέου. Εξάλλου, το ίδιο αυτό
θεσμικό πλαίσιο υπήρξε εστία
συντήρησης ορισμένων αστικο-φιλελεύθερων
αξιών έστω και σε υποτυπώδη μορφή,
όπως ο δημόσιος διάλογος (κυρίως σε
κοινοβουλευτικό επίπεδο), η ελευθερία
γνώμης και συνείδησης, οι ελευθερίες
του συνεταιρίζεσθαι και του
συνέρχεσθαι, το κράτος δικαίου και η
νομικο-πολιτική ισότητα.
Ουσιαστικά,
οι αξίες αυτές αποτελούν τον πυρήνα
των δημοκρατικών αιτημάτων τα οποία
νομιμοποιούν και στηρίζουν το
εγχείρημά του. Το μεταρρυθμιστικό
εγχείρημα του Παπανούτσου δεν
εφαρμόζεται λοιπόν σε μια ιδεολογικά
αδιαφοροποίητη κοινωνία που
εμφανίζεται με ενιαία έκφραση, ούτε
πραγματοποιείται σε έναν
αδρανοποιημένο ιστορικο-κοινωνικό
χώρο. Αντίθετα, έχει την υποστήριξη
ενός σημαντικού τμήματος του
ελληνικού λαού και, συνεπώς, διαθέτει
ένα κοινωνικό υπόβαθρο που το
νομιμοποιεί. Υπ’αυτή την έννοια, το
εγχείρημα αυτό ανταποκρινόταν σε ένα
κοινωνικά υπαρκτό αίτημα και σε ένα
ηθικο-πολιτικό αξιακό ιδανικό με
σημαντικά κοινωνιολογικά στηρίγματα.
Έτσι,
ο Παπανούτσος θεωρεί ότι
νομιμοποιείται να υποστηρίξει τις
δημοκρατικές αξίες όπως η ισότητα,
στην οποία μάλιστα προσδίδει
κοινωνικά χαρακτηριστικά (ίσες
ευκαιρίες μέσω της εκπαίδευσης,
αποδεχόμενος ταυτόχρονα την
ανισότητα εφόσον αυτή στηρίζεται σε «φυσικές»
δεξιότητες), θέτει το ζήτημα του
δικαιώματος στην εκπαίδευση όλων των
ανθρώπων, ανεξάρτητα από κοινωνική
τάξη, φύλο, φυλή, ηλικία, έθνος ή
καταγωγή και κάνει σαφή αναφορά στη
δημοκρατική αρχή της πρόσβασης του
λαού στην εκπαίδευση, ώστε να
ανορθωθεί η πνευματική στάθμη
ολόκληρου του λαού» (Παπ. 1996 : 240, 291).
Υποστηρίζει τον δημόσιο χαρακτήρα της
εκπαίδευσης, την οποία άλλοτε συνδέει
με την ανάπτυξη της δημοκρατίας,
άλλοτε με το μέλλον του έθνους και
άλλοτε με τα δύο : "η εκπαιδευτική
Μεταρρύθμιση, λέει ο Παπανούτσος, έχει
σκοπό να δημιουργήσει ένα νέο τύπο
Έλληνα. Ένα νέο τύπο ανθρώπου. Τον
πολίτη της Ελληνικής Δημοκρατίας"
που να είναι «ριζωμένος στο χώμα και
την ιστορία του...» (Παπ. 1996 : 235, 255, 275).
Είναι προφανής εδώ η προσπάθεια
του Παπανούτσου να συμβιβάσει τη
δημοκρατία όχι μόνο με τις ζώσες
εθνικές παραδόσεις αλλά και με την
αρχαία εθνική κληρονομιά,
τοποθετούμενος έτσι ουσιαστικά υπέρ
της επίσημης εθνικής αντίληψης περί
εθνικής ιστορίας. Ταυτόχρονα
προβάλλει την ιδέα μιας δημιουργικής
σχέσης του παρόντος με το κλασικό
παρελθόν, αλλά και με τον χριστιανισμό
προκειμένου οι ελληνόπαιδες «να
κατανοήσουν τον ιστορικό ρόλο της
ορθοδοξίας στη διαμόρφωση του νέου
ελληνισμού". Η δημιουργική αυτή
σχέση την οποία υποστηρίζει ο
Παπανούτσος, ενώ είναι σύμφωνη με τις
δημοκρατικές αρχές της ελεύθερης και
κριτικής προσέγγισης των ζητημάτων
της ιστορίας και της κοινωνίας,
δημιουργεί όμως τις προϋποθέσεις για
μια συγκρουσιακή κατάσταση στον χώρο
της κοινωνίας και, κυρίως, μιας
προβληματικής σχέσης μεταξύ εθνικής
πολιτισμικής παράδοσης και αστικο-φιλελεύθερης
δημοκρατίας.
Η
προβληματική αυτή σχέση, η οποία κατά
τη γνώμη μου συνεχίζει να διαπερνά την
ελληνική κοινωνία μέχρι και σήμερα, θα
μπορούσε να επιλυθεί εάν ο
Παπανούτσος προσανατόλιζε τη θεωρία
του για τη δημοκρατία στις έσχατες
λογικές της συνέπειες, εάν δηλαδή
επεξεργαζόταν τις θεσμικές
προϋποθέσεις που θα έθεταν τους όρους
της ελεύθερης κριτικής στην
παραδοσιακή εθνική ιδεολογία, γεγονός
όμως που προϋπέθετε με τη σειρά του τη
διάκριση του κράτους με την εκκλησία.
Ο Παπανούτσος δεν το έπραξε, όχι μόνο
γιατί κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε
ανυπέρβλητες ιδεολογικο-πολιτικές
συγκρούσεις, αλλά και γιατί ο ίδιος
πίστευε σε μια σύνθεση του ελληνισμού
με τη δυτική αστικο-φιλελεύθερη
παράδοση, με την οποία θεωρεί ότι
είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένος στο
επίπεδο κυρίως του ανθρωπισμού.
Ο Παπανούτσος επιχειρεί δηλαδή
ουσιαστικά να συμβιβάσει τον
ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας με
την εθνική ταυτότητα, έτσι όπως αυτή
είναι αντιληπτή σε σχέση με μια
ορισμένη ερμηνεία της εθνικής
παράδοσης, επανερμηνεύοντας την
παράδοση αυτή και επιλέγοντας τα
στοιχεία εκείνα που, με επίκεντρο την
έννοια του ανθρωπισμού, θα μπορούσαν
να διαμορφώσουν τους όρους μιας
στρατηγικής για την αποδοχή και τη
νομιμοποίηση της εκπαιδευτικής
Μεταρρύθμισης.
Η εκπαιδευτική
μεταρρύθμιση του Παπανούτσου δεν
μπόρεσε, όπως είναι γνωστό, να
εφαρμοστεί και καταργήθηκε εντελώς
από τη χούντα, η οποία επανέφερε
ουσιαστικά την μετεμφυλιακή κρατική
ιδεολογία σε μια ακόμα πιο
εθνικιστική και αμυντική εκδοχή,
καταργώντας και το στοιχειωδώς
φιλελεύθερο κοινοβουλευτικό θεσμικό
πλαίσιο που ίσχυε μεταπολεμικά.
Ουσιαστικά, η εκπαιδευτική
Μεταρρύθμιση του Παπανούτσου
ενεργοποιήθηκε εκ νέου τόσο ως προς το
πνεύμα της όσο και ως προς τους
στόχους της στο πλαίσιο της
μεταρρύθμισης του 1976. Το πνεύμα αυτό
και οι στόχοι της υλοποιήθηκαν έκτοτε
ως ένα βαθμό ή ενσωματώθηκαν στα
αναλυτικά προγράμματα της
εκπαίδευσης και στους θεσμούς της
δημοκρατικής πολιτείας μας. Ωστόσο, αν
και σήμερα ζούμε «εντός» της
Μεταρρύθμισης αυτής, μένουν ακόμα
πολλά να γίνουν ώστε οι δημοκρατικές
αρχές και οι δημοκρατικές αξίες που
συνιστούσαν την ουσία της να
αποτελέσουν τη βάση για μια
πραγματικά αναπτυγμένη δημοκρατική
κοινωνία με ίσους, ελεύθερους και
υπεύθυνους πολίτες που ήταν για τον
Παπανούτσο η βασική θεωρητική και
πρακτική προϋπόθεση της δημοκρατικής
αναγέννησης της χώρας μας. Από αυτή τη
σκοπιά, η Μεταρρύθμιση του
Παπανούτσου και το δημοκρατικό της
περιεχόμενο, όχι μόνο δεν υπήρξε ένα
ιδεαλιστικό όραμα, αλλά ήταν και είναι
ένα ζωντανό αίτημα που συνδέεται με
την ίδια τη ζωή μας ως ελεύθερων,
υπεύθυνων και ίσων πολιτών μιας
δημοκρατικά συγκροτημένης κοινωνίας
την οποία η εκπαίδευση οφείλει και
μπορεί να προάγει.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Αλιβιζάτος Ν. Οι πολιτικοί
θεσμοί σε κρίση 1922-1974. Όψεις της ελληνικής εμπειρίας,
Θεμέλιο, Αθήνα 1983.
-Meynaud J. Πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα,
Μπαϋρον, Αθήνα χ.χ.
Παπανούτσος Ε.: |
- Εφήμερα, εκδ. Νόηση, Αθήνα 2002 (1950).
|
» » : |
Αγώνες και αγωνία για την παιδεία, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα
1996 (1965). |
» » |
: Ηθική, 2 τ. εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1995 (1932) |
» » : |
Πρακτική φιλοσοφία, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα – Γιάννινα, 1984
(1973). |
» » : |
Φιλοσοφία και παιδεία, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1977 (1957).
|
» » : |
Α. Δελμούζος. Η ζωή του. Επιλογή από το έργο του. Μορφωτικό
Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1978. |
» » : |
Η παιδεία, το μεγάλο μας πρόβλημα, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα
1976. |
» » : |
Το δίκαιο της πυγμής, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1975.
|
» » : |
Νόμος και αρετή, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1974 |
-Τσουκαλάς Κ., Κράτος, κοινωνία,
εργασία στη μεταπολεμική Ελλάδα, Θεμέλιο, Αθήνα 1987.
Στην πραγματικότητα, ο Παπανούτσος
υποστήριζε ότι «χρέος της αληθινής
δημοκρατίας είναι να
διαπαιδαγωγήσει πολιτικά τους
νέους από τα τρυφερά τους χρόνια»
(1976, 324), αλλά επίσης και ότι η ίδια η
πολιτική δεν πρέπει να είναι απούσα
από την εκπαίδευση, κάθε άλλο.
Ενδεικτικά, αναφέρει : «η πολιτική»,
ως «μέρος της ηθικής ενέργειας του
ανθρώπου» (…) «είναι πρόθεση και
πράξη παιδευτική» (1984, 161-162).
[2]
Αυτό ισχύει κυρίως για τα αμιγώς
φιλοσοφικά κείμενα του Παπανούτσου,
όπου οι επιρροές του Πλάτωνα είναι
προφανέστατες (βλ. για παράδειγμα το
κείμενό του «Η Πολιτική», στο Πρακτική
φιλοσοφία, 145 κ.ε.).
[3]
Το πολίτευμα της περιόδου αυτής
χαρακτηριζόταν ως «αστυνομευόμενη
δημοκρατία» (βλ.
Meynaud,
272-273).
[4]
Ο Παπανούτσος πιστεύει ότι ο
ανθρωπισμός τον οποίο
υπερασπίζεται "είναι ριζωμένος
στην παράδοση της χώρας μας" (1996,
281).
[5]
Αυτή η δυνατότητα συνδέεται στη
φιλοσοφία του Παπανούτσου τόσο με
την ιδέα της αυτόνομης ηθικής
βούλησης, η οποία θεμελιώνεται
απολύτως στην αυτενέργεια και την
ατομική ευθύνη (βλ. 1974, 85, 89, 91 κ.ε..),
όσο και με τη «δυναμική» έννοια της
ηθικής, η οποία δηλώνει την απόρριψη
της «στατικής αντίληψης του ηθικού
βίου» (βλ. 1974, 121 κ..ε.).
[6]
Βέβαια, η ερμηνεία που δίνει στον
καντιανό κριτικό ορθολογισμό ο
Παπανούτσος μπορεί να κάνει
αποδεκτές τις αλήθειες της πίστης
και να τις ενσωματώσει στο δικό του
κριτικό ορθολογικό σχέδιο : «Με την
καντιανή φιλοσοφία (...) αφήνεται
χώρος, όπου μπορούν δικαιωματικά να
καταλάβουν τη θέση τους οι αλήθειες
της πίστης, χωρίς ούτε να έρχονται
σε σύγκρουση προς τις θεωρητικά
βεβαιωμένες γνώσεις, ούτε αυτών την
εγγύηση να χρειάζονται για να
στηρίξουν τη νομιμότητά τους» (1977,
339). Ωστόσο, τη συμβατότητα αυτή
μεταξύ του κριτικού λόγου και της
θρησκευτικής πίστης δεν την
υποστήριξε ευθέως ο Παπανούτσος και δεν
επιχείρησε να τη μεταφράσει σε
θεσμική πρόταση στο πλαίσιο της
πολιτικής ιδεολογίας που
υπερασπίστηκε. Μια τέτοια θεσμική
πρόταση θα μπορούσε να ήταν η
φιλοσοφική νομιμοποίηση της
χριστιανικής διδασκαλίας στο
πρόγραμμα της Μεταρρύθμισής του.
Αυτό αποτελεί κατά τη γνώμη μου μια
ανακολουθία του πολιτικού σε σχέση
με τον φιλόσοφο Παπανούτσο.
[7]
Την οποία υποστηρίζει σαφώς ο
Παπανούτσος, λόγου χάρη με αφορμή
την υπόθεση Καϊρη, βλ. Εφήμερα,
εκδ. Νόηση, Αθήνα 2002 (1950), σ. 251 κ.ε.
[8]
Είναι γεγονός ότι στα
φιλοσοφικά του κείμενα ο
Παπανούτσος φαίνεται να πιστεύει
στην ύπαρξη μιας κοινής και ενιαίας
αντίληψης για τον άνθρωπο μεταξύ
της αρχαιο-ελληνικής και της
ευρωπαϊκής φιλοσοφικής παράδοσης (βλ.
ενδεικτικά την Ηθική, τ. Α΄, σελ.
33 κ.ε., 184 κ.ε., όπου είναι εμφανής αυτή η πίστη του), ενώ συνδέει
σαφώς τον χωρισμό της Ηθικής από τη
Θρησκεία με τις προϋποθέσεις
επιτυχίας του διαφωτιστικού
προγράμματος (στο ίδιο, σελ. 109 κ.ε.),
μια βασική συνέπεια του οποίου στο
πολιτικό και θεσμικό επίπεδο είναι
ο χωρισμός κράτους/εκκλησίας (που ο
Παπανούτσος αποσιωπά στο πρόγραμμά
του).
|