Εξ αποστάσεως εκπαίδευση και εκπαίδευση εκπαιδευτικών.Δυνατότητες και
προοπτικές.
Ευαγγελία
ΑΒΡΑΑΜ
Έκτακτος Λέκτορας (Π.Δ.
407/80), Τμήμα Δημοσιογραφίας και Μ.Μ.Ε., Α.Π.Θ.
E-mail: avraam@jour.auth.gr |
Ηλίας
ΜΑΥΡΟΕΙΔΗΣ
Σ.Ε.Π., Ελληνικό Ανοικτό
Πανεπιστήμιο.
E-mail:
imavr@tee.gr |
Περίληψη
Στην εργασία
αυτή παρουσιάζεται συνοπτικά η εξ αποστάσεως εκπαίδευση ως μια
καινούρια μορφή εκπαίδευσης, για τα Ελληνικά κυρίως δεδομένα, και οι
δυνατότητες που αυτή μπορεί να προσφέρει στην δια βίου εκπαίδευση των
ενηλίκων και ειδικότερα των εκπαιδευτικών. Η εισαγωγή νέων
εκπαιδευτικών μεθοδολογιών, που βρίσκουν πρόσφορο έδαφος εφαρμογής
στην δια βίου εκπαίδευση, και η χρησιμοποίηση των νέων τεχνολογιών,
μπορούν να προσφέρουν σημαντικά στην δια βίου εκπαίδευση των
εκπαιδευτικών. Για την επιτυχημένη εφαρμογή των νέων εκπαιδευτικών
μεθοδολογιών, σημαντικό παράγοντα αποτελεί η στάση των εκπαιδευόμενων.
Για τον λόγο αυτό παρουσιάζεται ένα τμήμα μια έρευνας που έγινε το
2001 (με τη βοήθεια ερωτηματολογίων) σε μετεκπαιδευομένους δασκάλους
του Διδασκαλείου “Δ. Γληνός” της Θεσσαλονίκης, τα αποτελέσματα της
οποίας δείχνουν την στάση των μετεκπαιδευομένων στην προοπτική
παρακολούθησης ενός προγράμματος εξ αποστάσεως μετεκπαίδευσης με τη
βοήθεια των νέων τεχνολογιών (υπολογιστές, διαδίκτυο κ.α).
1. Εισαγωγή:
Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση στην Ελλάδα
Η εξ αποστάσεως
εκπαίδευση αποτελεί μια εκπαιδευτική μεθοδολογία η οποία παρότι είναι
αρκετά διαδεδομένη παγκοσμίως, στην Ελλάδα μόλις πρόσφατα άρχισε να
εφαρμόζεται ευρύτερα. Αρχικά ο όρος εξ αποστάσεως εκπαίδευση παρέπεμπε
σε μαθήματα δια αλληλογραφίας. Τα τελευταία όμως χρόνια, με την
ραγδαία πρόοδο της τεχνολογίας και την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών
στην εκπαίδευση, τα εκπαιδευτικά δεδομένα έχουν αλλάξει.
Προγράμματα εξ
αποστάσεως εκπαίδευσης εφαρμόζονται ήδη στην Ελλάδα από διάφορους
φορείς, όπως η Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, και πανεπιστημιακά ιδρύματα,
όπως το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, το Πανεπιστήμιο
Μακεδονίας και το Πανεπιστήμιο Αθηνών, παράλληλα με τις υπόλοιπες
δραστηριότητές τους. Για την Ελλάδα ορόσημο αποτελεί η ίδρυση και
θεσμοθέτηση του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ) το οποίο
παρέχει μαθήματα αποκλειστικά με την μέθοδο της εξ αποστάσεως
εκπαίδευσης (http://www.eap.gr).
Σημαντικό χαρακτηριστικό του ΕΑΠ από αυτή την άποψη αποτελεί η ίδρυση
Εργαστηρίου Εκπαιδευτικού Υλικού και Εκπαιδευτικής Μεθοδολογίας και το
γεγονός ότι στους σκοπούς του ΕΑΠ εντάσσεται και η προαγωγή της
επιστημονικής έρευνας στο πεδίο της μετάδοσης της γνώσης από απόσταση
(Βεργίδης κ.α., 1998). Επιπλέον, όλα τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα
σύντομα θα είναι σε θέση να παρέχουν, παράλληλα με την «παραδοσιακή»
εκπαίδευση, προγράμματα σπουδών με την μέθοδο της εξ αποστάσεως
εκπαίδευσης, ενώ όπως αναφέρθηκε ήδη πολλά
από αυτά έχουν ήδη ενεργοποιηθεί σε αυτή την κατεύθυνση (π.χ.
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Veglis
&
Avraam,
2001), Εθνικό
Μετσόβιο Πολυτεχνείο κ.α.). Έτσι, σήμερα μπορούμε να μιλάμε για
πανεπιστημιακού επιπέδου εξ αποστάσεως εκπαίδευση, καθώς επίσης και
για την υλοποίηση της όχι μόνο μέσω αλληλογραφίας, αλλά και μέσω νέων
τεχνολογιών όπως οι υπολογιστές, το διαδίκτυο (Αβούρης κ.α., 2001), η
τηλεκπαίδευση (http://www.teleteaching.gr).
Πρόσφατα, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, αξιοποιώντας τις δυνατότητες που
προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες, δημιούργησε Κέντρο εξ Αποστάσεως
Επιμόρφωσης, μέσω του οποίου παρέχονται υπηρεσίες ενδοσχολικής και από
απόσταση επιμόρφωσης στους εκπαιδευτικούς της Πρωτοβάθμιας και
Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Οι προσφερόμενες υπηρεσίες βασίζονται σε
τρεις άξονες: αυτο-εκπαίδευση, συνεργατική μάθηση και εικονική τάξη (http://www.pi-schools.gr/hdtc).
2. Βασικά
χαρακτηριστικά της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης
Το κυριότερο
χαρακτηριστικό της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, που τη διαχωρίζει από
τις συμβατικές εκπαιδευτικές μεθόδους, είναι ότι ο εκπαιδευόμενος
διδάσκεται και μαθαίνει χωρίς την φυσική παρουσία του εκπαιδευτή σε
κάποια αίθουσα διδασκαλίας. Ως εκ τούτου η εξ αποστάσεως εκπαίδευση
μπορεί να δράσει συμπληρωματικά προς τις συμβατικές μεθόδους
εκπαίδευσης, κυρίως σε περιπτώσεις όπου η συχνή φυσική παρουσία του
σπουδαστή στην αίθουσα διδασκαλίας είναι πολύ δύσκολη ή αδύνατη. Είναι
μια μέθοδος που εφαρμόζεται σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης και η οποία
στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο ειδικά σχεδιασμένο εκπαιδευτικό υλικό
και στην αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών και των μέσων μαζικής
ενημέρωσης (Ko
και
Rossen,
2001). Η μέθοδος αυτή πολύ συχνά χρησιμοποιείται από συστήματα
ανοικτής εκπαίδευσης καθώς δεν προϋποθέτει επιτυχείς εισαγωγικές
εξετάσεις, αφού ο αριθμός των εισαγόμενων φοιτητών δεν περιορίζεται
από πρακτικά προβλήματα, όπως είναι οι περιορισμένες αίθουσες
διδασκαλίας (Palloff
και
Pratt,
2001). Τέλος, σημαντικό ρόλο στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση παίζει η
επικοινωνία μεταξύ εκπαιδευόμενων και εκπαιδευτή καθώς και η
υποστήριξη που παρέχει ο εκπαιδευτής (Race,
1989), ο οποίος λειτουργεί τόσο ως διδάσκων όσο και ως σύμβουλος -
εμψυχωτής.
3. Μετεκπαίδευση
και εξειδίκευση του εκπαιδευτικού προσωπικού της πρωτοβάθμιας
εκπαίδευσης στην Ελλάδα
Η
μετεκπαίδευση και εξειδίκευση του εκπαιδευτικού προσωπικού της
πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα πραγματοποιείται κυρίως μέσω των
διδασκαλείων. Ο σκοπός των διδασκαλείων είναι α) να παρακολουθούν τις
εξελίξεις στον τομέα των επιστημών της αγωγής και της εκπαιδευτικής
τεχνολογίας, β) να προάγουν την έρευνα, την παραγωγή και τη μετάδοση
γνώσεων και εμπειριών που συμβάλλουν στην εκπαιδευτική ανάπτυξη της
χώρας, και γ) να παρέχουν τις απαραίτητες πρόσθετες γενικές και
ειδικές γνώσεις και δεξιότητες που εξασφαλίζουν την ελεύθερη και
ισότιμη επιστημονική και επαγγελματική σταδιοδρομία των εκπαιδευτικών
της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Στους απόφοιτους των διδασκαλείων
χορηγείται δίπλωμα διετούς μετεκπαίδευσης στις επιστήμες της αγωγής.
Στην Ελλάδα
αυτή τη στιγμή λειτουργούν 6 διδασκαλεία: Αθηνών, Θεσσαλονίκης,
Ιωαννίνων, Ρεθύμνου, Πατρών και Ρόδου. Η μετεκπαίδευση στα διδασκαλεία
διαρκεί τέσσερα (4) εξάμηνα. Η φοίτηση είναι υποχρεωτική και κατά τη
διάρκεια της οι μετεκπαιδευόμενοι/ες απαλλάσσονται από τα διδακτικά
τους καθήκοντα. Για την απόκτηση του Διπλώματος
Mετεκπαίδευσης
οι μετεκπαιδευόμενοι/ες πρέπει να εξεταστούν επιτυχώς σε όλα τα
μαθήματα του προγράμματος σπουδών κάθε εξαμήνου.
4.
Δυνατότητες και προοπτικές προγραμμάτων εξ αποστάσεως εκπαίδευσης για
την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών
Με το υπάρχον
εκπαιδευτικό σύστημα, για να μπορέσουν οι εκπαιδευτικοί να
παρακολουθήσουν το πρόγραμμα ενός διδασκαλείου τους χορηγείται άδεια
με αποδοχές δύο ετών. Αρκετοί από τους εκπαιδευόμενους προέρχονται από
περιοχές εκτός των πόλεων όπου βρίσκονται τα έξι διδασκαλεία (πολλές
φορές και από αρκετά μακρινές περιοχές της χώρας) και η μεγάλη
πλειοψηφία τους έχει πολλές οικογενειακές υποχρεώσεις. Η
παρακολούθηση των μαθημάτων του διδασκαλείου είναι υποχρεωτική και οι
μετεκπαιδευόμενοι μπορούν να κάνουν περιορισμένο αριθμό απουσιών. Έτσι,
οι μετεκπαιδευόμενοι που διαμένουν σε κοντινές στα διδασκαλεία
περιοχές αναγκάζονται να μετακινούνται καθημερινά. Άλλοι
μετεκπαιδευόμενοι αναγκάζονται να διαμένουν στην πόλη όπου βρίσκεται
το διδασκαλείο για ορισμένο χρονικό διάστημα. Τα παραπάνω έχουν σαν
αποτέλεσμα σημαντική οικονομική επιβάρυνση καθώς και αναστάτωση της
προσωπικής και οικογενειακή τους ζωής.
Για τους
ανωτέρω λόγους η εφαρμογή ενός προγράμματος εξ αποστάσεως εκπαίδευσης
στην περίπτωση του διδασκαλείου θα μπορούσε να επιλύσει πολλά από τα –
πρακτικά κυρίως - προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μετεκπαιδευόμενοι.
Θα τους επέτρεπε να παρακολουθούν τα μαθήματα στον τόπο τους χωρίς
μετακινήσεις και να μελετούν με τον δικό τους ρυθμό. Δεν θα τους
δημιουργούσε οικονομικά βάρη (έξοδα μετακίνησης, διαμονής). Ο χρόνος
φοίτησης θα μπορούσε να προσαρμοστεί στις ανάγκες κάθε
μετεκπαιδευομένου. Όλα τα ανωτέρω αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της
ανοικτής και δια βίου εκπαίδευσης (Race,
1989). Ακόμη, στην περίπτωση της μετεκπαίδευσης των εκπαιδευτικών με
την μέθοδο της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, δεν θα ήταν αναγκαία η
χορήγηση εκπαιδευτικής άδειας, αλλά ίσως η μείωση του ωραρίου τους,
ώστε να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις του εκπαιδευτικού
προγράμματος.
Ένα από τα
σημαντικότερα πλεονεκτήματα της εφαρμογής ενός συστήματος εξ
αποστάσεως εκπαίδευσης στα διδασκαλεία είναι ότι θα έδινε την
δυνατότητα σε μεγαλύτερο αριθμό δασκάλων να παρακολουθεί το πρόγραμμα
σπουδών, καθώς δεν θα υπήρχαν οι περιορισμοί σε αίθουσες και
εργαστηριακό εξοπλισμό. Με το σημερινό σύστημα οι υποψήφιοι
μετεκπαιδευόμενοι δίνουν εισαγωγικές εξετάσεις και μόνο μικρό ποσοστό
από αυτούς κατορθώνει να παρακολουθήσει το πρόγραμμα. Ο αριθμός των
δασκάλων που φοιτούν κάθε χρόνο στα διδασκαλεία της χώρας είναι πολύ
μικρός σε σχέση με τον αριθμό υπηρετούντων δασκάλων στην πρωτοβάθμια
εκπαίδευση, αν και η αύξηση του αριθμού των διδασκαλείων αποτέλεσε ένα
θετικό βήμα στην κατεύθυνση αυτή.
Ο μικρός
αριθμός δασκάλων που έχουν τη δυνατότητα να εκπαιδευτούν στα
διδασκαλεία, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ανάγκη δια βίου
εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών, καθιστά αναγκαία την εφαρμογή ενός
συστήματος εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Είναι γεγονός ότι τα δεδομένα
στην εκπαίδευση συνεχώς αλλάζουν. Νέες τεχνικές εκπαίδευσης
επινοούνται και εφαρμόζονται, νέοι τομείς γνώσης εμφανίζονται. Ο
εκπαιδευτικός πρέπει να παρακολουθεί συνεχώς τις εξελίξεις (τεχνολογικές
και παιδαγωγικές), να βελτιώνει και να προσαρμόζει ανάλογα τη
διδασκαλία του. Για να επιτευχθεί αυτό, απαιτείται συνεχή ενημέρωση
και επιμόρφωση, δια βίου εκπαίδευση. Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση
αποτελεί ίσως την πιο αποτελεσματική και οικονομική μέθοδο για την
εκπαίδευση κάθε επαγγελματικού δυναμικού το οποίο πρέπει να
ενημερώνεται συνεχώς (Starr, 1998). Η εφαρμογή ενός κύκλου εξ
αποστάσεως εκπαίδευσης που οι εκπαιδευτικοί θα παρακολουθούν ανά τακτά
χρονικά διαστήματα θα επέτρεπε την συνεχή επιμόρφωση των εκπαιδευτικών.
Επίσης η ύπαρξη web site με κατάλληλο εκπαιδευτικό υλικό, προσβάσιμο
από τους δασκάλους που έχουν ολοκληρώσει τις σπουδές τους στο
διδασκαλείο, θα βοηθούσε τους τελευταίους να συμπληρώνουν τις γνώσεις
τους. Θα διδόταν έτσι η δυνατότητα δημιουργίας ενός εξελισσόμενου και
πιο σύγχρονου συστήματος πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας.
Βέβαια η
εφαρμογή ενός προγράμματος εξ αποστάσεως εκπαίδευσης για την κατάρτιση
των εκπαιδευτικών δεν είναι εύκολη, και γι αυτό απαιτεί κατάλληλο
σχεδιασμό. Σε περίπτωση εφαρμογής ενός τέτοιου προγράμματος πρέπει να
παραχθεί ειδικό εκπαιδευτικό υλικό για την διδασκαλεία των μαθημάτων.
Το εκπαιδευτικό υλικό πρέπει να είναι προσαρμοσμένο στις ανάγκες των
μετεκπαιδευομένων και να καλύπτει μεγάλο φάσμα ηλικιών, καθώς οι
μετεκπαιδευόμενοι μπορεί να έχουν αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο πριν
από πέντε αλλά ίσως και πριν από εικοσιπέντε χρόνια. Επίσης, θα πρέπει
να ληφθεί υπόψη ο διαφορετικός βαθμός εξοικείωσης των δασκάλων με τις
νέες τεχνολογίες, καθώς και η διαφορετική στάση που μπορεί να έχουν
απέναντι σε ένα πρόγραμμα εξ αποστάσεως εκπαίδευσής τους. Τέλος, το
υλικό αυτό θα πρέπει να είναι κατάλληλα σχεδιασμένο και να πληροί τις
προδιαγραφές που απαιτούνται για χρήση στην εκπαίδευση από απόσταση (Κόκκος
κ.α., 1998).
5. Συνήθη
προβλήματα εφαρμογής της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης
Το πρώτο βασικό
πρόβλημα στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση έχει να κάνει με την προσαρμογή
του εκπαιδευομένου σε ένα νέο τρόπο μάθησης. Οι σπουδαστές γνωρίζουν
την παραδοσιακή μέθοδο διδασκαλίας όπου ο καθηγητής έχει τον πλήρη
έλεγχο και την ευθύνη για τη ροή της διδασκαλίας και τους σπουδαστές
να ακολουθούν «πιστά» τις όποιες διαδικασίες. Στην περίπτωση της εξ
αποστάσεως εκπαίδευσης, ο σπουδαστής καλείται να ενεργήσει μόνος του,
κάτι που δεν συμβαίνει στο παραδοσιακό μοντέλο εκπαίδευσης (π.χ. Αβραάμ & Μαυροειδής,
2001). Για τον λόγο αυτό πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη σημασία τόσο στη
σωστή διαμόρφωση του εκπαιδευτικού υλικού (το οποίο πρέπει να παρέχει
μεταξύ άλλων και την δυνατότητα αυτοαξιολόγησης), όσο και στην
επικοινωνία μεταξύ σπουδαστή και καθηγητή-σύμβουλου, ο οποίος
λειτουργεί περισσότερο ως εμψυχωτής, και ενθαρρύνει τον σπουδαστή σε
όλη την διάρκεια των σπουδών του (δεν είναι άλλωστε τυχαία η προσθήκη
του όρου «σύμβουλος» στον τίτλο του «καθηγητή»). Έτσι, ένας από τους
σημαντικότερους ρόλους του εκπαιδευτή σε ένα σύστημα εξ αποστάσεως
εκπαίδευσης είναι να βοηθήσει τους σπουδαστές του να συνειδητοποιήσουν
τον ιδιαίτερα ενεργητικό τους ρόλο σε μία εξ αποστάσεως διαδικασία
μάθησης (Hillesheim, 1998).
Μια άλλη
σημαντική διαφορά μεταξύ της εξ αποστάσεως και της παραδοσιακής
εκπαίδευσης, είναι το γεγονός πως στην μεν παραδοσιακή εκπαίδευση ο
σπουδαστής καλείται να μελετήσει μια συγκεκριμένη βιβλιογραφία για να
ανταποκριθεί στις εξετάσεις ενώ στην εξ αποστάσεως τα πράγματα είναι
περισσότερο πολύπλοκα. Τις πιο πολλές φορές, και καθώς τα εκπαιδευτικά
δεδομένα αλλάζουν με την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση,
για την παρακολούθηση των μαθημάτων απαιτείται οι σπουδαστές να έχουν
κάποιες βασικές γνώσεις πληροφορικής (π.χ. Hillesheim, 1998). Αυτό
αποτελεί και ένα σημαντικό πρόβλημα, για πολλούς από αυτούς. Κάποιοι
έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με τις νέες τεχνολογίες, όπως είναι
οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και το διαδίκτυο. Τις πιο πολλές φορές, οι
σπουδαστές πρέπει να γνωρίζουν πώς να χειρίζονται έναν ηλεκτρονικό
υπολογιστή καθώς και πως να εγκαταστήσουν κάποιο λογισμικό που θα τους
είναι απαραίτητο στις σπουδές τους. Επίσης και στην περίπτωση
σπουδαστών που δεν έχουν προηγούμενη εμπειρία στην χρήση του
διαδικτύου, προκύπτουν πρακτικά προβλήματα, όπως το πώς θα μπορέσουν
οι σπουδαστές αυτοί να περιηγηθούν στις ιστοσελίδες των μαθημάτων τους.
Για τον λόγο αυτό οι παραγόμενες ιστοσελίδες (και λογισμικά) θα πρέπει
να κατασκευάζονται έτσι ώστε να είναι εύχρηστα και κατανοητά ακόμη και
για τον άπειρο νέο χρήστη. Βέβαια θα πρέπει και οι εκπαιδευτές από την
πλευρά τους να εμφυσήσουν στους σπουδαστές τους εμπιστοσύνη στο νέο
σύστημα επικοινωνίας, τονίζοντας την σημασία που έχει για την εξ
αποστάσεως εκπαίδευση, αλλά και χωρίς να υποβαθμίσουν την παιδαγωγική
διάσταση του εκπαιδευτικού υλικού και της εκπαιδευτικής διεργασίας (π.χ.
Λοϊζίδου-Χατζηθεοδούλου κ.α., 1998)
6. Βαθμός
αποδοχής ενός προγράμματος εξ αποστάσεως εκπαίδευσης από τους
εκπαιδευόμενους
Σύμφωνα με τα
παραπάνω, ιδιαίτερη σημασία για την επιτυχία ενός προγράμματος εξ
αποστάσεως εκπαίδευσης έχει η αποδοχή του από τους εκπαιδευόμενους,
καθώς αποτελεί έναν νέο, άγνωστο, τρόπο μάθησης για αυτούς. Η
μεθοδολογία αυτή απαιτεί έναν διαφορετικό τρόπο εργασίας και πολλές
φορές ορισμένες, βασικές έστω, γνώσεις πάνω στις νέες τεχνολογίες. Στα
πλαίσια της διερεύνησης της στάσης των εκπαιδευόμενων δασκάλων
απέναντι στην δυνατότητα εφαρμογής ενός προγράμματος εξ αποστάσεως
εκπαίδευσης στο διδασκαλείο, έγινε μια έρευνα με την βοήθεια
ερωτηματολογίου το οποίο συμπληρώθηκε από τους μετεκπαιδευόμενους/νες
στο διδασκαλείο "Δ.Γληνός" του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής
Εκπαίδευσης (ΠΤΔΕ) του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Αβραάμ
& Μαυροειδής, 2001).
Συνολικά
πήραν μέρος 36 άτομα από τα οποία η πλειοψηφία (91%) ήταν μεταξύ 30-40
ετών, και οι υπόλοιποι (9%) μεταξύ 40-50 ετών. Υπήρχε περίπου
ισοκατανομή μεταξύ ανδρών (44%) και γυναικών (56%), με λίγο μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών. Το 60% των εκπαιδευόμενων
ήταν έγγαμοι, ενώ το 53% από αυτούς είχε παιδιά (Σχήμα 1).
Στην
ερώτηση "πως θα χαρακτηρίζατε τις γνώσεις σας γύρω από τους
ηλεκτρονικούς υπολογιστές;" το 69% απάντησε μέτριες, το 17% καλές και
το 14% ανεπαρκείς. Η πλειοψηφία (81%) των ερωτηθέντων θα επιθυμούσε
την παροχή υλικού μέσω του διαδικτύου, παρά το ότι μόνο το 31% έχει
πρόσβαση σε υπολογιστή με σύνδεση στο διαδίκτυο. Το γεγονός αυτό
αναδεικνύει την θετική στάση των εκπαιδευόμενων και την θέλησή τους να
εκπαιδευτούν με τις νέες τεχνολογίες. Βέβαια το μικρό σχετικά ποσοστό
εκπαιδευόμενων που έχει πρόσβαση σε υπολογιστή με σύνδεση στο
διαδίκτυο αναδεικνύει και τα πιθανά προβλήματα που μπορεί να προκύψουν,
παρά την αρχικά θετική στάση των εκπαιδευόμενων. Από τις υπηρεσίες του
διαδικτύου, το 44% των εκπαιδευόμενων δήλωσε ότι γνωρίζει να
χρησιμοποιεί το WWW, το 31% δήλωσε ότι γνωρίζει να χρησιμοποιεί το
ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και μόνο το 3% δήλωσε ότι γνωρίζει να
χρησιμοποιεί το FTP (Σχήμα 2).
Μόνο ένα
ποσοστό 3% των εκπαιδευόμενων δήλωσε ότι διαθέτει εμπειρία στην εξ
αποστάσεως εκπαίδευση. Είναι σημαντικό ότι το 71% των ερωτηθέντων
πιστεύει ότι οι νέες μορφές εκπαίδευσης μπορούν να προσφέρουν, το 29%
δηλώνει άγνοια, ενώ κανείς/καμία δεν δηλώνει αρνητική άποψη. Σε
συμφωνία με τα παραπάνω βρίσκεται και η απάντηση στο ερώτημα «πώς
αντιμετωπίζετε την περίπτωση να παρακολουθήσετε ένα πρόγραμμα εξ
αποστάσεως εκπαίδευσης;», αφού το 86% απάντησε θετικά, το 14% δήλωσε
αδιάφορη στάση, ενώ κανείς/καμία δεν εξέφρασε αρνητική στάση. Είναι
επομένως φανερό ότι οι εκπαιδευόμενοι δάσκαλοι έχουν θετική στάση
απέναντι στην εφαρμογή ενός προγράμματος εξ αποστάσεως εκπαίδευσης για
την μετεκπαίδευσή τους, ότι αναγνωρίζουν τα πιθανά οφέλη από την
εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος, και
ότι συνεπώς ο δρόμος για την ανάπτυξη ενός τέτοιου προγράμματος,
τουλάχιστον από την πλευρά των εκπαιδευόμενων, είναι ανοικτός.
Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται βέβαια ώστε η πρώτη επαφή των
εκπαιδευόμενων με την νέα αυτή μεθοδολογία εκπαίδευσης να είναι θετική,
ώστε να μην αναστραφεί η υπάρχουσα θετική στάση.
Η
θετική αυτή στάση φαίνεται και από το γεγονός ότι το 58% των
ερωτηθέντων πιστεύει ότι θα μπορούσε να ακολουθήσει ένα πρόγραμμα που
να βασίζεται κυρίως σε κατάλληλα διαμορφωμένο έντυπο υλικό (και όχι σε
καθ’ έδρας διδασκαλία), το 31% δηλώνει ίσως, ενώ αρνητικά απάντησε
μόνο το 11% (Σχήμα 3). Στην ερώτηση αν πιστεύουν ότι το έντυπο υλικό
μαζί με κάποιο οπτικοακουστικό υλικό θα μπορούσε να υποκαταστήσει εξ
ολοκλήρου τον καθηγητή μόνο το 12% απάντησε θετικά, το 44% απάντησε
ίσως και το 44% είναι αρνητικό. Το αποτέλεσμα αυτό συμφωνεί με την
ευρέως αποδεκτή άποψη ότι όλα τα προγράμματα σπουδών από απόσταση
πρέπει να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη την αναγκαιότητα της πρόσωπο με
πρόσωπο επικοινωνίας, σαν απαραίτητο συμπλήρωμα των υπόλοιπων μορφών
επικοινωνίας που χρησιμοποιούνται (Wilson και Whitelock, 1998). Θα
πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το 90% των εκπαιδευόμενων πιστεύει ότι
η πρόσωπο με πρόσωπο επικοινωνία είναι πολύ χρήσιμη, ποσοστό που είναι
πολύ μεγαλύτερο από τα αντίστοιχα για τις υπόλοιπες μορφές
επικοινωνίας (Σχήμα 4). Η τάση αυτή δείχνει επίσης την εμπιστοσύνη των
φοιτητών στο παραδοσιακό μοντέλο εκπαίδευσης, ιδίως αν λάβουμε υπόψη
ότι μόνο 3% των ερωτηθέντων εκπαιδευόμενων έχει προηγούμενη εμπειρία
στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Αξίζει να σημειωθεί ότι η τάση αυτή
είναι συνηθισμένη, και εμφανίζεται σε σημαντικό βαθμό ακόμα και όταν
οι ερωτηθέντες έχουν κάποια εμπειρία στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση (π.χ. Λοϊζίδου-Χατζηθεοδούλου
κ.α., 2001).
Αναμενόμενες μπορούν να θεωρηθούν οι απαντήσεις στην ερώτηση αν θα
μπορούσαν οι εκπαιδευόμενοι να οργανώσουν μόνοι τους τη μελέτη με βάση
κάποιο ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα. Το 38% απάντησε θετικά, το 6%
αρνητικά και η πλειοψηφία (56%) ίσως. Εδώ φαίνονται κυρίως οι
επιφυλάξεις των σπουδαστών για το αν μπορούν να ανταποκριθούν σε μια
εκπαιδευτική μεθοδολογία της οποίας την λειτουργία και τις απαιτήσεις
δεν γνωρίζουν. Το ενδιαφέρον των εκπαιδευόμενων και η θέλησή τους να
ανταποκριθούν σε ένα τέτοιο πρόγραμμα φαίνεται στο ότι το 60% των
ερωτηθέντων πιστεύει ότι θα μπορούσε να βρει τον απαραίτητο χρόνο
μελέτης παρά τις καθημερινές του υποχρεώσεις, ένα 34% δηλώνει ίσως
και μόνο το 6% απαντάει αρνητικά (Σχήμα 3).
Στην
ερώτηση αν θα ήταν δυνατό να μάθουν τη χρήση υπολογιστή με ένα
πρόγραμμα εξ αποστάσεως εκπαίδευσης με τη βοήθεια έντυπου και
οπτικοακουστικού υλικού, το 54% δηλώνει ίσως, το 32% ναι και το 14%
όχι (Σχήμα 3). Ίσως εδώ είναι σημαντικό ότι δεν αναφέρθηκε στην
ερώτηση εάν θα υπάρχει καθηγητής να βοηθάει στην εκπαίδευσή τους μέσω
του υλικού. Πιστεύουμε ότι εάν είχε διευκρινιστεί η ύπαρξη
σύμβουλου-καθηγητή το ποσοστό που θα δήλωνε «ναι» στο ερώτημα αυτό θα
ήταν μεγαλύτερο.
Τέλος, όσον αφορά τις μορφές επικοινωνίας με τον σύμβουλο-καθηγητή τις
οποίες θεωρούν πιο ουσιαστικές/χρήσιμες, εκτός από την πρόσωπο με
πρόσωπο επικοινωνία που ήδη αναφέραμε, υψηλό ποσοστό προτίμησης (67%)
συγκέντρωσε το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (Σχήμα 4). Το ηλεκτρονικό
ταχυδρομείο είναι γρήγορη (αν και ασύγχρονη), φτηνή και σχετικά εύκολα
προσβάσιμη μορφή επικοινωνίας. Ο κύριος λόγος προτίμησής της είναι
συνήθως η ταχύτητα και ο συνδυασμός αμεσότητας και γραπτού λόγου. (Λοϊζίδου-Χατζηθεοδούλου
κ.α., 2001).
7.
Σύνοψη και συμπεράσματα
Η
υιοθέτηση του μοντέλου της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης για την
μετεκπαίδευση και εξειδίκευση του
εκπαιδευτικού προσωπικού της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης θα κάλυπτε σε
μεγάλο βαθμό τις αδυναμίες του υπάρχοντος παραδοσιακού συστήματος,
κυρίως όσον αφορά την ανάγκη φυσικής παρουσίας των εκπαιδευομένων στην
αίθουσα διδασκαλίας και τους περιορισμούς και δυσκολίες που αυτή
επιφέρει.
Σαν
ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο
δημιούργησε Κέντρο εξ Αποστάσεως Επιμόρφωσης, μέσω του οποίου
παρέχονται υπηρεσίες ενδοσχολικής και από απόσταση επιμόρφωσης στους
εκπαιδευτικούς της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Επίσης,
έχουν ήδη διεξαχθεί πειραματικοί κύκλοι μαθημάτων εξ αποστάσεως
εκπαίδευσης εκπαιδευτικών από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης, (http://distance.csd.auth.gr). Στα πλαίσια αυτών των
κύκλων διδάχθηκε και η Θεματική Ενότητα "Nέες εκπαιδευτικές
προσεγγίσεις και εφαρμογές στη σχολική τάξη" (http://distance.csd.auth.gr/pedagogy-gr.htm),
με μαθήματα που εμπίπτουν στην κατηγορία των μαθημάτων που διδάσκονται
στο διδασκαλείο «Δ.Γληνός» του Α.Π.Θ.
Συνεπώς, η μελλοντική εφαρμογή ενός μοντέλου εξ αποστάσεως εκπαίδευσης
για την μετεκπαίδευση των διδασκάλων δεν θα πρέπει να αποτελεί μακρινό στόχο, λαμβάνοντας υπόψη και
την ευνοϊκή στάση των εκπαιδευομένων, όπως φαίνεται από την παρούσα
εργασία. Οι νέες τεχνολογίες, σε οποιαδήποτε
μορφή τους, μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά σε μια τέτοια
εκπαιδευτική διεργασία, αρκεί να δημιουργηθεί η κατάλληλη υποδομή, να
εκπαιδευτούν οι εκπαιδευόμενοι στην χρήση νέων τεχνολογιών όταν δεν
έχουν τις απαραίτητες γνώσεις και, τέλος, κατά την χρήση των
τεχνολογιών αυτών να τηρούνται κατάλληλες παιδαγωγικές προϋποθέσεις
και ποιοτικά κριτήρια. Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί, ότι η
πρόσωπο με πρόσωπο επικοινωνία διατηρεί την ισχύ της, ακόμα και στην
εξ αποστάσεως εκπαίδευση, τόσο για τους εκπαιδευόμενους, όσο και για
τους εκπαιδευτές. Η διατήρηση της ανθρώπινης επαφής εξάλλου είναι μία
από τις κύριες ανησυχίες διδασκόντων της παραδοσιακής εκπαίδευσης οι
οποίοι συμμετέχουν σε προγράμματα ΑεξΑΕ (Parrott,
1995).
Βιβλιογραφία
Αβραάμ, Ε. &
Μαυροειδής, Η. (2001), Η δυνατότητα εφαρμογής προγράμματος
εξ αποστάσεως εκπαίδευσης για την μετεκπαίδευση εν ενεργεία δασκάλων
και η αποδοχή του από τους εκπαιδευόμενους, Πρακτικά: 1ο
Πανελλήνιο Συνέδριο για την Ανοικτή και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση,
Πάτρα, 25-27 Μαίου.
Ko,
S.
και
Rossen, S. (2001).
Teaching Online A Practical Guide.
New York: Houghton Mifflin Company.
Κόκκος, Α.,
Λιοναράκης, Α., Ματραλής, Χ. και Παναγιωτακόπουλος, Χ. (1998).
Ανοικτή και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση: Το εκπαιδευτικό Υλικό και οι
Νέες Τεχνολογίες, Τόμος Γ’. Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Λοϊζίδου-Χατζηθεοδούλου, Π., Βασάλα, Π., Κακούρης, Α., Μαυροειδής, Η.
και Τάσιος, Π.Θ. (2001). Μορφές επικοινωνίας στις σπουδές από απόσταση
και η συμβολή τους στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η περίπτωση των
σπουδών της μεταπτυχιακής θεματικής ενότητας "Ανοιχτή και εξ'
αποστάσεως εκπαίδευση του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου".
Πρακτικά: 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο στην Ανοικτή και εξ Αποστάσεως
Εκπαίδευση. Πάτρα, 25-27 Μαρτίου 2001.
Palloff, R.
και
Pratt, Κ.
(2001).
Lessons from The Cyberspace Classroom.
San Francisco: Jossey-Bass. A Wiley Company.
Parrott, S. (1995). Future Learning: Distance Education in
Community Colleges. ERIC Digest No. ED385311.
Race, P. (1989). The Open Learning Handbook. London: Kogan Page
Ltd.
Starr,
D.R. (1998).
Virtual Education: Current Practices and Future Direction. The
Internet and Higher Education, 1(2), pp. 157-165.
Veglis, A. & Avraam, E. (2001) Using the web in supplementary teacher
education, Proceedings of EUROCON 2001.
Wilson T.
και
Whitelock D. (1998). What are the perceived benefits of participating
in a computer-mediated communication environment for distance learning
computer science students?. Computers Educ., 30 (3/4), 259-269.
http://www.eled.auth.gr/glinos
Σχήμα1.Στοιχεία ηλικίας, φύλου και οικογενειακής κατάστασης
εκπαιδευομένων.
Σχήμα 2.
Εξοικείωση εκπαιδευομένων με το διαδίκτυο
Σχήμα 3.
Ποσοστό εκπαιδευόμενων που πιστεύει ότι είναι δυνατές ορισμένες
δραστηριότητες στα πλαίσια της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης.
Σχήμα 4.
Ποσοστό εκπαιδευόμενων που θεωρεί χρήσιμες/ουσιαστικές τις
διαφορετικές μορφές επικοινωνίας στα πλαίσια της εξ αποστάσεως
εκπαίδευσης.
|