ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΥΣΤΕΡΗΣ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΘΕΣΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΛΛΑΓΗΣ ΤΟΥ

Δημήτρης ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών

Όταν  πριν  ένα και  πλέον  χρόνο   μου  ζητήθηκε  o τίτλος  της  σημερινής   εισήγησής  μου, είχα την πρόθεση να μιλήσω   για  τον  ιδεολογικό  και  θεσμικό μετασχηματισμό   του  Πανεπιστημίου  στην   εποχή  της  ύστερης  νεωτερικότητας.  Ήταν  το  θέμα  που  με  απασχολούσε  τότε, αλλά  και  σήμερα, ερευνητικά. Είχα  κατά  νου   να αναλύσω  τις  επιδράσεις  που  έχουν  στο  χαρακτήρα   και  στη  λειτουργία    του  Πανεπιστημίου   οι  πολύ  σημαντικές  αλλαγές  που  συμβαίνουν  στο  ευρύτερο   κοινωνικο-οικονομικό  περιβάλλον του (Ματθαίου, 2001).  Έκτοτε  αυτή  η   διαρκής  επίκληση  των   εν λόγω  αλλαγών    από   τη  μεριά   κυβερνήσεων (Cowen, 2001, Becker, 2001) και  διεθνών  οργανισμών (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 1994, 1996, 1997, Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 1998, OECD, 1990, 1997, 2001 ) προκειμένου  να  αιτιολογηθούν  συγκεκριμένες  πολιτικές  επιλογές  τους, έστρεψε  τη  μελέτη  μου  προς  τις  ατραπούς   της  πολιτικής  επιχειρηματολογίας  και  των  σχετικών  επικοινωνιακών  μεθοδεύσεων.  Ισχυρίζομαι λοιπόν σήμερα   ότι, ενώ  οι  αλλαγές   στην  εκπαίδευση  γενικά  και  στο  πανεπιστήμιο, με  το  οποίο  ειδικότερα  θα ασχοληθώ, υπαγορεύονται   πράγματι   από  τις  σημαντικές  εξελίξεις  στο  περιβάλλον  του,  οι  αλλαγές  αυτές   επιχειρείται   να  χειραγωγηθούν  προς μια ορισμένη  κατεύθυνση.  Χρησιμοποιούνται   προς  τούτο  συγκεκριμένες  μεθοδεύσεις –ένα  είδος   επικοινωνιακής  «δημιουργικής  λογιστικής»  για  να  δανειστώ  έναν  όρο  του  συρμού–  που  στο  σύνολό  τους  αγνοούν, όταν  δεν  αντιστρατεύονται  κιόλας, τόσο  τη  συσσωρευμένη  πολιτική  εμπειρία  του  παρελθόντος  όσο  και   τις  βασικές  αρχές  της  συγκριτικής  εκπαίδευσης.

Αφετηρία  και  θεμέλιο  των  μεθοδεύσεων  αυτών  αποτελεί  η  επιλογή  ενός  συγκεκριμένου  τρόπου  ανάγνωσης της  πραγματικότητας  ως  αυτόχρημα μοναδικού και  η εν συνεχεία ταύτισή του με την  ίδια  την  πραγματικότητα1.  Θα  πρέπει να υπογραμμίσω  εδώ ότι   μια τέτοια  πρακτική  είναι   για  τον  ακαδημαϊκό  χώρο ανοίκεια. Οι  εναλλακτικές   θεωρήσεις   σ' αυτόν  που  στηρίζονται   σε  διαφορετικές   εννοιολογικές   οριοθετήσεις, παραδοχές  και  υποθέσεις, αποτελούν πολύτιμες  προσεγγίσεις   που μας  επιτρέπουν   να  κατανοήσουμε  καλύτερα  τον  κόσμο  μας  και  οδηγούν  καθώς  είναι  φυσικό  σε   εναλλακτικές   αναγνώσεις  της  πραγματικότητας.  Το  ποια  απ' αυτές   είναι  η  πιο  έγκυρη  και  αξιόπιστη  καθορίζεται   από  τους  κανόνες   της  ερευνητικής  μεθοδολογίας,  δοκιμάζεται   μέσα  από  τη  συστηματική  κριτική  επεξεργασία  τους  και  αποτιμάται   με βάση  την  ερμηνευτική  πληρότητά  τους. Η  όλη  διαδικασία στον ακαδημαϊκό χώρο μοιάζει  πολύ  με  το  παιχνίδι της  κατασκευής ενός  γιγαντιαίου  παζλ  από  απειράριθμες  μικρές   ψηφίδες,  τα δεδομένα   μας.  Και  καθώς  εδώ, αντίθετα με  το  παιδικό  παζλ,  η  τελική  εικόνα   μας   είναι  άγνωστη, κάθε  κατασκευή   που  μοιάζει   να  διαθέτει  μορφή, σχήμα  και  λογική  συγκρότηση  είναι   κατ' αρχήν,  και  μόνο  προσωρινά,  αποδεκτή.

Αντίθετα, το  ευρύ  κοινό  είναι πολύ  δύσκολο  να αντιληφθεί  και  πολύ  περισσότερο  να  αποδεχτεί   ότι  υπάρχουν περισσότεροι  του  ενός  τρόποι  ανάγνωσης   της  πραγματικότητας  και   ότι  ο  καθένας  απ' αυτούς  οδηγεί  σε μια  διαφορετική  και  κατ' αρχήν   αποδεκτή αποτύπωσή  της.  Για  το  μέσο  άνθρωπο  μία και  μόνο  αλήθεια  μπορεί   να υπάρχει   τα  πράγματα   δεν  μπορεί  να  είναι  άλλοτε έτσι και άλλοτε αλλιώς, ανάλογα  με το πώς  τα  θεωρούμε. Και  είναι  αυτή   ακριβώς η έμφυτη  ανθρώπινη τάση  που  επιτρέπει  στον  πολιτικό  να επιλέγει  κατά  το  δοκούν και να παρουσιάζει ως μοναδικά αληθινή μια από τις εναλλακτικές  αναγνώσεις της πραγματικότητας, επικαλούμενος συχνά προς τούτο τη  νομιμοποιητική συνηγορία του ακαδημαϊκού που συμμερίζεται τον ίδιο τρόπο  ανάγνωσης.

Ας  δούμε  όμως  τώρα  πώς  η  αντίληψη  περί  της  μιας  και  μοναδικά ορθής  ανάγνωσης της  πραγματικότητας  χρησιμοποιείται  στην  προώθηση   συγκεκριμένης  πολιτικής  για  τα  πανεπιστήμια. Μας  λεν2  ότι  τα  Πανεπιστήμια  πρέπει  να  αλλάξουν   να  προσαρμοστούν  στις  νέες  συνθήκες, στα  γενικότερα  κοινωνικο-οικονομικά  δεδομένα   του  περιβάλλοντός  τους.  Επικαλούνται   την  τεχνολογική έκρηξη  με  την ισχυρή μετασεισμική   της  ακολουθία   την  παγκοσμιοποίηση  που  αμφισβητεί   την κυριαρχία  του έθνους  κράτους  και  την  ικανότητά  του  να  ανταποκριθεί   στις  υποχρεώσεις  του, την παγκοσμιοποίηση  που  αναπτύσσει παράλληλα τον  πολιτισμικό  υβριδισμό  και  τον  αξιακό  σχετικισμό   την  κοινωνία  της  γνώσης  που  επανεκτιμά   καθιερωμένες  γνωστικές  παραδοχές, προσδίδει  νέα χαρακτηριστικά   στη  γνώση  και  εισάγει  εναλλακτικούς   τρόπους  αξιολόγησης   και  αξιοποίησής  της   το  μετασχηματισμό   της  παραγωγικής  διαδικασίας  που  απαιτεί  από  τον  εργαζόμενο  νέες  στάσεις, δεξιότητες, νοοτροπίες  και  συμπεριφορές.  Ισχυρίζονται  ότι  οι αλλαγές  αυτές είναι συγκεκριμένες, προσδιορίσιμες, πρωτόγνωρες, ραγδαίες, ριζοσπαστικές  και  κυρίως  μη  αναστρέψιμες,  άρα  και  καταλυτικές  για  το  μέλλον  του  Πανεπιστημίου.                  

Μια  πρώτη  παρατήρηση σ' αυτού  του  είδους  την  ανάγνωση  της  πραγματικότητας, που  εμφανίζεται  ως  αδιαμφισβήτητη, αφορά  το  χαρακτήρα των  αλλαγών. Δεν υπάρχει  αμφιβολία  ότι  αυτές είναι πράγματι  εκτεταμένες   και  σημαντικές. Μερικές   μάλιστα   είναι  ορατές  διά  γυμνού  οφθαλμού, ώστε  το  νυστέρι  της  ακαδημαϊκής  ανάλυσης  να θεωρείται  για πολλούς  περιττό. Η  πραγματική  όμως  αποτίμηση   της  σημασίας  τους συνολικά  και  κυρίως  ο  ακριβής  προσδιορισμός  του  χαρακτήρα  τους, όταν  μάλιστα  υποστηρίζεται   ότι  αυτές   επιβάλλουν  τον  μετασχηματισμό  του  Πανεπιστημίου προς  ορισμένη  κατεύθυνση, οφείλει  να  συνεκτιμήσει   τις  ενστάσεις   των  εναλλακτικών  αναγνώσεων, που  είναι  ήδη  γνωστές   από  τη  βιβλιογραφία. Ας  δούμε  μερικές απ' αυτές   ενδεικτικά. 

Κατ' αρχάς, ο  ακριβής  προσδιορισμός   και   η  αναλυτική  οριοθέτηση   των  αλλαγών –δε θα πρέπει να το ξεχνάμε– είναι   υπόθεση  ακαδημαϊκά   συμβατική, υπό  την  έννοια  ότι  υπακούει  στον  εκάστοτε  αναγνωστικό  κώδικα    πολιτικά  δε  υπακούει σε  σκοπιμότητες   και  συχνά   συνδέεται   με  διακήρυξη  καλών  προθέσεων  μάλλον  παρά  με  ορθολογικές   εκτιμήσεις (Ματθαίου, 1997). Σε   πόσες  άραγε  περιπτώσεις  η  αγορά, ας  πούμε,  απέδειξε  ότι  πραγματικά   γνωρίζει   τι  ακριβώς  θέλει  από  τα  Πανεπιστήμια, πέρα   από   τις   συνήθεις   γενικόλογες  αναφορές   της   στην   ανεπάρκειά  τους, που   εν  πολλοίς   υποκρύπτει   την  πρόθεσή  της   να  μεταφέρει  σ' αυτά   δικές  της  ευθύνες   για  την  αποτυχία  του   οικονομικού  συστήματος  καθώς και την  επιθυμία   της  να  τα  εντάξει στη  λειτουργία  του3; 

Κατά δεύτερο  λόγο  καμιά  από τις  σημερινές  αλλαγές  δεν είναι  καινοφανής (Ματθαίου, 2001).  Τεχνολογικές   εκρήξεις  γνώρισε  επανειλημμένως  ο  κόσμος   και  μάλιστα  από  τη  βιομηχανική  επανάσταση  και  εντεύθεν  βρισκόμαστε   ουσιαστικά  μπροστά   σε  μια  αλυσιδωτή  αντίδραση  νέων  τεχνολογικών  επινοήσεων.  Και το  ίδιο  ισχύει   για  το  διαρκή  μετασχηματισμό  της  παραγωγικής  διαδικασίας  και  για  τη  διεύρυνση   των  διεθνών  οικονομικών  δραστηριοτήτων.   Από  μιαν  άλλη  πλευρά, αν  και  πολλές από  τις  αλλαγές  είναι  πράγματι  ραγδαίες, θα   πρέπει  να  σημειώσουμε ότι  αυτό  δεν αφορά  όλους   τους   τομείς   και ότι  οι  ρυθμοί   της  αλλαγής  δεν  παραμένουν  σταθεροί  μέσα  στο  χρόνο.  Για  παράδειγμα,  οι  νέες  τεχνολογίες  πληροφορίας  και  επικοινωνίας, μετά  από  μια  εντυπωσιακή  κούρσα  ανάπτυξης, περνούν  ήδη  σε  μια  φάση  «επώασης». Παράλληλα, οι  αλλαγές  αυτές  δεν  αφορούν  όλον  τον κόσμο στον ίδιο  βαθμό. Αφορούν  περισσότερο   τον  προηγμένο  Βορρά  από  τον  αναπτυσσόμενο  Νότο     τη  Δύση   παρά  την  Ευρωπαϊκή   Ανατολή     τις  Αγγλοσαξωνικές   χώρες  παρά  τον  υπόλοιπο  κόσμο.  Παρ' όλα  αυτά, με  την  κυριαρχία  της  μόνης  υπερδύναμης  και  στον τομέα  της  παραγωγής  και  κυρίως  της  διάχυσης  της  γνώσης  εμφανίζεται   ήδη  έντονο  το  φαινόμενο   να  εκλαμβάνεται   ως  γενικευμένη  τάση κάθε  εξέλιξη  και  προοπτική  που  την  αφορά. 

Τέλος   πολύ  πιο  δύσκολο  είναι να τεκμηριωθεί  ο  ριζοσπαστικός  και  μη  αναστρέψιμος  χαρακτήρας  των  αλλαγών.  Η  πολυδιαφημισμένη  παγκοσμιοποίηση, για παράδειγμα, δεν  έχει   μέχρι  τώρα  καταφέρει  να  εξαλείψει   τον  εθνικισμό  και  το  θρησκευτικό   φονταμενταλισμό,  που  αναζωπυρώθηκαν, ούτε  να  υποβαθμίσει   ουσιαστικά   το  ρόλο  του   εθνικού  κράτους,  το   οποίο  παραμένει   πόλος  νομιμοποίησης  υπερεθνικών   μορφωμάτων  και  διεθνών   οργανισμών (στο ίδιο).  Τον   τελευταίο  μάλιστα καιρό  σ' αυτό προσέφυγαν  ορισμένοι  από  τους  φωστήρες   και  πρωθιερείς   του νεοφιλελευθερισμού  για  να  καλύψουν  τις  ζημιές  οικονομικών    μεγαθηρίων, όπως  η   France  Telecom  και  η   Αμερικανική  Boeing. Το  ίδιο   εύθραυστη  αναδεικνύεται   και  η  κυριαρχία  της  αγοράς  μετά  το  ενεργειακό  φιάσκο  της  Καλιφόρνια, τη  δυσλειτουργία  της  British Rail  και  τις  λογιστικές  ακροβασίες  εταιρικών μεγαθηρίων όπως η  Worldcom, η  Vivendi  κ.α. και  μετά  την  επιλεκτική  επαναφορά  δασμών σε  προϊόντα,  όπως  ο  Αμερικανικός  χάλυβας, παρά  τις  καταδίκες  από  τον  Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.  Όσοι  ανιστόρητα  βιάστηκαν  να  μιλήσουν  για  το  τέλος  της  ιστορίας  και  της  πολιτικής  και  για  τον  αδήριτο  χαρακτήρα  των  αλλαγών έχουν  ήδη  αρχίσει  να  αναθεωρούν  τις  απόψεις  τους (Fukuyama, 1992, 1999).   Η  πραγματικότητα  είναι  τελικά  δεκτική  περισσοτέρων  της  μιας  αναγνώσεων, ώστε  να  μη  νομιμοποιείται   στην  περίπτωσή  μας   η  άποψη  ότι  το  Πανεπιστήμιο  οφείλει  να αλλάξει   προς   μια  και  μόνη  συγκεκριμένη  κατεύθυνση.               

Η  δεύτερη  παρατήρηση  αφορά   την  υποχρέωση  προσαρμογής  των  Πανεπιστημίων στις  εξελίξεις:  μια  λογική, εκ  πρώτης  όψεως, απαίτηση.  Επιτρέψτε  μου  εδώ μια σύντομη  παρενθετική  αναφορά  από  το χώρο  της  λογοτεχνίας    ένα  σχόλιο  του  Μπερνάρντ Σω  που  αμφισβητεί   τη  λογική  της  προσαρμογής : «Ο  λογικός   άνθρωπος   προσαρμόζεται   στον  κόσμο», μας  λεει. «Ο  παράλογος  επιμένει   να  προσαρμόσει   τον κόσμο  στον  εαυτό  του. Ως  εκ  τούτου, κάθε  πρόοδος  εξαρτάται   από  τον  παράλογο  άνθρωπο» (Shaw). Έχω  την  εντύπωση   ότι  η  ρήση  αυτή  ταιριάζει  και  σε  οργανισμούς   όπως  το  Πανεπιστήμιο, όταν αυτό τόσες φορές, συχνά κόντρα στη λογική, συνέβαλε στην πρόοδο και την προκοπή του κόσμου. Θεσμοί άλλωστε όπως το Πανεπιστήμιο δεν  προσαρμόζονται   μόνο   οφείλουν και να  κατευθύνουν  την  αλλαγή.  Αλλά  ας  επανέλθουμε   στην  υποχρέωση  προσαρμογής. Η  εμμονή  σε  μια  μονομερή, όπως   δείξαμε,  ανάγνωση  της  πραγματικότητας  συνεπάγεται   λογικά  και  οδηγεί  πολιτικά σε  μια  ανάλογα μονομερή  προσαρμογή  του  Πανεπιστημίου. Δεν  είναι  τυχαίο  ότι  οι  πολιτικές   κυβερνήσεων, όπως  της  Βρετανίας, των  Η.Π.Α., της  Ολλανδίας, και της Αυστραλίας, οι προτάσεις Διεθνών Οργανισμών όπως του ΟΟΣΑ και της Ε.Ε., αλλά και ο λόγος περί πανεπιστημίου σε άλλες χώρες περιστρέφεται γύρω από τα ίδια ζητήματα, που στο σύνολό τους απηχούν αυτήν τη συγκεκριμένη ανάγνωση των εξελίξεων στη σύγχρονη εποχή. Παντού η σύνδεση του πανεπιστημίου με την αγορά και η βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας, η απασχολησιμότητα των αποφοίτων και η δια βίου εκπαίδευσή τους που τους εξασφαλίζει συγκριτικό πλεονέκτημα, η απόδοση λόγου και ο σεβασμός των επιθυμιών των καταναλωτών (σπουδαστών και επιχειρήσεων), η διασφάλιση και ο έλεγχος ποιότητας των προσφερομένων υπηρεσιών βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη.

Θα πρέπει στο σημείο αυτό να θυμηθούμε ότι η τεχνική της χειραγώγησης της αλλαγής, που στηρίζεται και επικαλείται τη μονοσήμαντη ανάγνωση της πραγματικότητας και που εισηγείται την υιοθέτηση ενιαίων πολιτικών, δεν είναι νέα. Αρκεί να θυμηθούμε τις πολιτικές εκδημοκρατισμού και ανάπτυξης, εκσυγχρονισμού και εκβιομηχάνισης, που ακολουθήθηκαν χωρίς σχεδόν εξαίρεση κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες και που οδήγησαν στη διεύρυνση του εκπαιδευτικού συστήματος και στο μετασχηματισμό του ιδεολογικού και θεσμικού πλαισίου του. Και τότε, όπως και σήμερα, φαίνεται να παραγνωρίζεται η συσσωρευμένη διεθνής εμπειρία από την αποτυχία εγχειρημάτων με γενικευμένη εφαρμογή. Φαίνεται να παραβιάζονται ελαφρά τη καρδία θεμελιώδεις αρχές της συγκριτικής εκπαίδευσης, απόσταγμα μακρόχρονου προβληματισμού και συστηματικού ελέγχου. Αρχές που υπογραμμίζουν το διαλεκτικό χαρακτήρα της αλλαγής και το μεγάλο ειδικό βάρος της παράδοσης, τον πολυσχιδή χαρακτήρα και την αναστρεψιμότητα των τάσεων, τις ιδιαιτερότητες του εθνικού και πολιτισμικού χαρακτήρα της κάθε χώρας, την εντυπωσιακή όσο και καταλυτική σημασία του συγκυριακού και του απρόβλεπτου στα ανθρώπινα πράγματα (Καζαμίας, 1970, King, 1967, 1976, Ματθαίου, 2000).

Σε κάθε περίπτωση, όταν η τεχνική της αναγωγής μιας ορισμένης ανάγνωσης της πραγματικότητας σε μοναδική αποτυγχάνει να χειραγωγήσει την αλλαγή, ρίχνονται στη μάχη της πολιτικής πειθούς οι εφεδρείες. Αξιοποιούνται συμπληρωματικές τεχνικές και μεθοδεύσεις. Μια από τις συνηθέστερες είναι εκείνη που θα αποκαλούσα «ερμηνευτικό εξωραϊσμό». Η συμπληρωματική αυτή τεχνική έρχεται να απαμβλύνει τα οχληρά σημεία της συγκεκριμένης ανάγνωσης, να υποβαθμίσει τις κακόσημες πτυχές της λογικής της, να αναδείξει περιφερειακά  στοιχεία της σε κεντρικά, να χαμηλώσει τους τόνους της διατύπωσης, να αντικαταστήσει με άλλες ηπιότερες τις λέξεις και τις φράσεις που δημιουργούν αντιδράσεις: να ρετουσάρει κοντολογίς με ερμηνευτικές παρεμβάσεις τη συνολική εικόνα. Η όλη διαδικασία της Μπολόνια, από τη Σορβόννη έως την Πράγα, αποτελεί ένα ενδιαφέρον παράδειγμα εφαρμογής της εν λόγω τεχνικής που αξίζει γι' αυτό να εξετάσουμε στη συνέχεια συνοπτικά.

Το σκεπτικό λοιπόν της Διακήρυξης της Μπολόνια, όπως προκύπτει από τη μελέτη των επίσημων κειμένων, εντάσσεται σαφώς σε κείνη την ανάγνωση της σύγχρονης πραγματικότητας, για την οποία έγινε λόγος προηγουμένως. Υπάρχουν εντούτοις στο ίδιο το κείμενο της Διακήρυξης σαφή τα ίχνη του «ερμηνευτικού εξωραϊσμού», που προφανή σκοπό έχουν να την κάνουν περισσότερο αποδεκτή. Έτσι, με σκοπό να αποφευχθούν οι αναμενόμενες ιδεολογικο-πολιτικές αντιπαραθέσεις, επιχειρείται, κατ' αρχάς, με τρόπο πολύ προσεκτικό η αποσύνδεσή της από τη νεοφιλελεύθερη λογική που διέπει την πιο διαδεδομένη ανάγνωση της σύγχρονης διεθνούς πραγματικότητας. Είναι εν προκειμένω χαρακτηριστικό ότι, σε αντίθεση με την πρακτική άλλων διεθνών οργανισμών, όπως ο ΟΟΣΑ ή η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Διακήρυξη αποφεύγει να υποστηρίξει ευθέως ότι η οικονομία αποτελεί καθοριστικής σημασίας παράγοντα για τη διαμόρφωση του προτεινόμενου Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης· η ίδια η λέξη οικονομία απουσιάζει από το λεξιλόγιό της. Αναφορές σε έννοιες με οικονομική χροιά, όπως η απασχολησιμότητα, ο διεθνής ανταγωνισμός, η «συνολική ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ηπείρου» κτλ. ασφαλώς και υπάρχουν στο κείμενο. Αλλά και αυτές εμφανίζονται λεκτικά φτιασιδωμένες, να νοιάζονται πρωταρχικά για το δικαίωμα του ατόμου στην εργασία, για την «κοινωνική και την ατομική πρόοδο» ή για την οικοδόμηση της «ταυτότητας του Ευρωπαίου πολίτη». Στην ίδια αυτή κατεύθυνση της απάμβλυνσης της εντύπωσης ότι το όλο εγχείρημα της οικοδόμησης του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης εντάσσεται στη γενικότερη νεοφιλελεύθερη λογική αποβλέπουν δύο ακόμη ερμηνευτικοί εξωραϊσμοί. Ο πρώτος θέλει το εγχείρημα να έχει πρωταρχικά Ευρωπαϊκή προέλευση και ενδιαφέρον· να αποτελεί προϊόν των ευνοϊκών συνθηκών που δημιούργησε η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και των προοπτικών διεύρυνσης και εμβάθυνσης των σχέσεων με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ο δεύτερος, που έρχεται χαρακτηριστικά καθυστερημένα, στην Πράγα, επιχειρεί να αποκηρύξει –με τρόπο πλάγιο είναι η αλήθεια– την εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης, διακηρύσσοντας ότι «η ανώτατη εκπαίδευση πρέπει να θεωρείται δημόσιο αγαθό και ότι είναι και θα παραμείνει δημόσια αρμοδιότητα». Με τρόπο αξιοπρόσεκτο εντούτοις το κείμενο παραλείπει να μιλήσει για την ταμπακέρα ·  δηλαδή για την υποχρέωση κρατικής χρηματοδότησης της ανώτατης εκπαίδευσης, περιοριζόμενο μόνο σε μια υπαινικτική εξίσωση της δημόσιας αρμοδιότητας με κανονιστικές παρεμβάσεις.

Ο ερμηνευτικός εξωραϊσμός επιχειρείται επίσης και με ένα δεύτερο τρόπο. Αφού απομακρύνει από το κέντρο προσοχής τη σκληρή οικονομική διάσταση του εγχειρήματος επιχειρεί να στρέψει τους προβολείς του ενδιαφέροντος στην περιφέρειά του, όπου βρίσκονται παρατεταγμένες σε «τιμητική αποστρατεία» ευγενείς φιλοδοξίες και κοινά αποδεκτές αξίες. Οι κοινές πνευματικές, μορφωτικές και πολιτισμικές παραδόσεις της Ευρώπης μνημονεύονται και προβάλλεται το όραμα της ανάπτυξης και ενδυνάμωσης «σταθερών, ειρηνικών και δημοκρατικών κοινωνιών» στην Ευρώπη.

Αυτή  η  προσπάθεια  να  προβληθεί    ο  κοινωνικός  χαρακτήρας  του όλου  εγχειρήματος   καταφαίνεται   επίσης   και  από  τις  διαβεβαιώσεις   ότι  αυτό  αποτελεί  υπόθεση  όλων  των  δυνάμεων  της  ευρωπαϊκής  κοινωνίας, από  τις  κυβερνήσεις, που  δείχνουν   αποφασισμένες  να  δράσουν  άμεσα  προς  την  κατεύθυνση  επίτευξης  των   στόχων  της  Μπολώνια, τα  πανεπιστήμια, που έχουν  «αποδεχτεί  την  πρόκληση  και  έχουν ήδη  αναλάβει  ένα  κύριο  ρόλο  στην  οικοδόμηση  του  Ευρωπαϊκού  χώρου  Ανώτατης  εκπαίδευσης» (Σύνοδος Υπουργών Παιδείας, 1999),  ως  τους  φοιτητές  που  καθυστερημένα  ανακαλύπτεται   ότι  αποτελούν  «πλήρη   μέλη  της  Πανεπιστημιακής  Κοινότητας» και  ως  εκ  τούτου «πρέπει  να   συμμετέχουν  και  να  επηρεάζουν  την  οργάνωση  και  το  περιεχόμενο  σπουδών  στα  πανεπιστήμια  και  τα  άλλα  ιδρύματα  Ανώτατης  Εκπαίδευσης» (Σύνοδος Υπουργών Παιδείας, 2001).

Όμως  περισσότερο  εντυπωσιακή  είναι  η   προσπάθεια   ερμηνευτικού  εξωραϊσμού  που  στηρίζεται  σε  μια  επιδέξια, αλλά  και  συνάμα   αφελή, υποβάθμιση  των  προτεινόμενων  μεταρρυθμίσεων  σε  τεχνικά, διαχειριστικού  χαρακτήρα  ζητήματα.  Μας  εξηγούν για  παράδειγμα ότι  οι  2 κύκλοι   σπουδών –ο προπτυχιακός  διάρκειας   τουλάχιστον  3 ετών με πρωταρχικώς επαγγελματικό προσανατολισμό– η  καθιέρωση  συστήματος  μεταφοράς  πιστωτικών  μονάδων, το ευρωπαϊκό  σύστημα   διασφάλισης  ποιότητας  κ.τ.λ.  αποτελούν  απλώς  τεχνικές  ρυθμίσεις  που  σκοπό έχουν  να  προωθήσουν   την  κινητικότητα  φοιτητών  και  διδασκόντων   και  να  διευκολύνουν  τη  συγκρισιμότητα  και  αναγνωρισιμότητα   των  πτυχίων  σε  μια  αγορά,  που η  Ευρωπαϊκή  ολοκλήρωση  την  θέλει   ενιαία. Καμιά  αναφορά   δε  γίνεται   στις  επιπτώσεις   που   έχουν   τα  μέτρα  αυτά  στην  ουσία  της  πανεπιστημιακής   εκπαίδευσης.

Γιατί  βέβαια ένας  τριετής  κύκλος  σπουδών  προσανατολισμένος   στο  επάγγελμα  δύσκολα  μπορεί  να  διασφαλίσει  τη  θεωρητική  υποδομή  και   την  εξοικείωση με τα  ερμηνευτικά εργαλεία που  αποτελούν  βασικά  στοιχεία της  επιστημονικής  συγκρότησης.  Δύσκολα μπορεί  να  διαμορφώσει  τις  ολοκληρωμένες   προσωπικότητες  για  τις  οποίες   σεμνύνονταν  μέχρι  τώρα   τα  πανεπιστήμια.

Από   την  άλλη  μεριά, ένα  πανεπιστήμιο    που έχει  τα  μάτια  συνεχώς  στραμμένα  στην  αναγνωρισιμότητα  των  πτυχίων  του  από  την  αγορά  δύσκολα μπορεί  να  επιδοθεί  στη  βασική  έρευνα  ή  να  διατηρήσει  ενεργούς  επιστημονικούς  τομείς  και  ερευνητικές  δραστηριότητες   χωρίς  αναγνωρίσιμη  επαγγελματική  αξία   σε  κάθε  περίπτωση,  η  εξάρτησή  του αυτή από την αγορά δύσκολα  του  επιτρέπει  να  ισχυριστεί   ότι είναι σε θέση να απολαμβάνει  πλήρη ακαδημαϊκή  ελευθερία  στην  έρευνα  και  τη  διδασκαλία.

Τέλος  η διασφάλιση   της  ποιότητας  δεν  αποτελεί  μόνο  θέμα  τεχνικό  ή  ζήτημα  απόδοσης λόγου  σε μια  ανοιχτή  κοινωνία. Είναι  ταυτόχρονα   θέμα  εξουσίας, ανάλογα  με το ποιος   κινεί  τα νήματα  των  μηχανισμών  αξιολόγησης, πιστοποίησης  και  δημοσιοποίησης.

 

 Επιμύθιο

Συντρέχουν  πράγματι  σοβαροί  λόγοι  μετασχηματισμού  του  ιδεολογικού  και  θεσμικού  χαρακτήρα  των  Πανεπιστημίων. Αντίθετα όμως  με  τα  όσα  υποστηρίζονται,  η  κατεύθυνση   της  αλλαγής  δεν  μπορεί  να   είναι  μονοσήμαντη και  ενιαία. Γιατί    ούτε  οι  γενικότερες  αλλαγές  είναι  ενιαίες   ούτε  και  είμαστε  σε  θέση  να  τις  αποτιμήσουμε  με  ακρίβεια. Οι  αναγνώσεις  της  πραγματικότητας που  εμφανίζονται  ως  μοναδικές   και  οι   ερμηνευτικοί  εξωραϊσμοί  που  τις  συνοδεύουν  είναι  για  τούτο  εκ του  πονηρού. Και  είναι δουλειά  της  ακαδημαϊκής  κοινότητας   η  οποία  καλείται  μάλιστα  μαζί  με  τις  δικές  της  να  άρει  και  τις  αμαρτίες  άλλων, αντί  να «συμμορφωθεί  προς  τις  υποδείξεις», να  επιδοθεί  στο  κύριο  έργο  της  που  είναι  ο  κριτικός  έλεγχος  θέσεων, πολύ  περισσότερο  όταν  οι  θέσεις  αυτές έχουν  αρχίσει  επικινδύνως  να προβάλλονται  ως  δόγματα  και  προφητείες    για  την  πορεία   των  Πανεπιστημίων  προς  το  αύριο. 

 

Σημειώσεις

  1. Για τη σχέση ανάμεσα στον τρόπο ανάγνωσης/ αποτύπωσης της πραγματικότητας και χάραξης/ υιοθέτησης εκπαιδευτικής πολιτικής βλ. Ματθαίου (1997)

  2.  Για μια αναλυτική όσο και κριτική παρουσίαση των διαφόρων θέσεων περί της ανάγκης αλλαγής του Πανεπιστημίου και των λόγων που την επιβάλλουν βλ. Ματθαίου (2001), ιδιαίτερα σ. 53-90

  3. Η αδυναμία της αγοράς να εντοπίζει με ακρίβεια τις ανάγκες της, να συγκεκριμενοποιεί και να ιεραρχεί τις προτεραιότητές της και να προτείνει βιώσιμες λύσεις περιγράφεται με αναλυτική διεισδυτικότητα και τεκμηριώνεται προσεκτικά στην περίπτωση της Αγγλίας από την A. Wolf (2002)

 

Βιβλιογραφία

Becker, R. (2001) «Τα Ολλανδικά Πανεπιστήμια στην εποχή της ύστερης νεωτερικότητας» στο Ματθαίου, Δ. Το Πανεπιστήμιο στην εποχή της ύστερης νεωτερικότητας. Συγκριτική μελέτη της ιδεολογικής και θεσμικής μεταλλαγής του, Αθήνα

Cowen, R. (2001) «Tο Αγγλικό Πανεπιστήμιο στην εποχή της ύστερης νεωτερικότητας» στο Ματθαίου, Δ. Το Πανεπιστήμιο στην εποχή της ύστερης νεωτερικότητας. Συγκριτική μελέτη της ιδεολογικής και θεσμικής μεταλλαγής του, Αθήνα

Fukuyama, F. (1992) The End of History and the Last Man, New York, Free Press

Fukuyama, F. (1999) The Great Disruption: Human Nature and the Reconstitution of Social Order, New York, Free Press

Kazamias, A. (1970) "Woozles and Wizzles in the Methodology of Comparative Education" στο Comparative Education Review, 14, Oct 1970

King, E. (1967) Comparative Studies and Educational Decision, London, Methuen

King, E. (1976) Other Schools and Ours, London, Holt, Rinehart & Winston

OECD (1990) Pathways to learning, Paris, OECD

OECD (1997) Literacy skills for the knowledge society. Further results from the international literacy survey, Paris, OECD

OECD (2001) Education at a Glance: OECD indicators, Paris, OECD

Shaw, G.B. Reason

Wolf, A. (2002) Does Education matter? Myths about education and economic growth, London, Penguin

Ευρωπαϊκή Επιτροπή (1994) Λευκό Βιβλίο: Ανάπτυξη, Ανταγωνιστικότητα, Απασχόληση. Οι προκλήσεις και η αντιμετώπισή τους για τη μετάβαση στον 21ο αιώνα, Βρυξέλλες

Ευρωπαϊκή Επιτροπή (1996) Πράσινο Βιβλίο: Εκπαίδευση-Κατάρτιση-Έρευνα: Τα εμπόδια στη διακρατική κινητικότητα, COM (96) 462, Βρυξέλλες

Ευρωπαϊκή Επιτροπή (1997) Λευκό Βιβλίο: Διδασκαλία και μάθηση. Προς την Κοινωνία της Γνώσης, Λουξεμβούργο

Ματθαίου, Δ. (1997) «Πραγματικότητα και εκπαιδευτική πολιτική. Απεικασμάτων έλεγχος συγκριτικός και επιστημολογικός» Εκπαιδευτικά τ. 43, Αθήνα

Ματθαίου, Δ. (2000) Συγκριτική Σπουδή της Εκπαίδευσης. Θεωρήσεις και ζητήματα, Αθήνα

Ματθαίου, Δ. (2001) Το Πανεπιστήμιο στην εποχή της ύστερης νεωτερικότητας. Συγκριτική μελέτη της ιδεολογικής και θεσμικής μεταλλαγής του, Αθήνα

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1998) Σύσταση του Συμβουλίου της 24ης Σεπτεμβρίου 1998 για την ευρωπαϊκή συνεργασία με σκοπό τη διασφάλιση της ποιότητας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 270, 7/10/1998, σ. 0056-0059

Σύνοδος Υπουργών Παιδείας (1999) Διακήρυξη της Μπολώνια στο Ματθαίου Δ. Το Πανεπιστήμιο στην εποχή της ύστερης νεωτερικότητας. Συγκριτική μελέτη της ιδεολογικής και θεσμικής μεταλλαγής του, Αθήνα 2001, σ. 400

Σύνοδος Υπουργών Παιδείας (2001) Ανακοινωθέν της Πράγας στο Ματθαίου Δ. Το Πανεπιστήμιο στην εποχή της ύστερης νεωτερικότητας. Συγκριτική μελέτη της ιδεολογικής και θεσμικής μεταλλαγής του, Αθήνα 2001, σ. 421

 

 

 

Copyright 2003 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ  ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ