Πρώιμος επαγγελματικός προσανατολισμός των μαθητών

της στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης

στα νομοσχέδια Ευταξία

Σπύρος ΚΡΙΒΑΣ

Αν. Καθηγητής

Πανεπιστήμιο Πατρών

Πάτρα, Ελλάδα

kriwas@upatras.gr

Ανδρέας ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΣ

Εκπαιδευτικός

Υπ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Πατρών

andykiki@upatras.gr

Ιωσήφ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ

Δρ Επιστημών της Αγωγής

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Στο πλαίσιο του άρθρου αυτού επιχειρείται η παρουσίαση πτυχών πρώιμου επαγγελματικού προσανατολισμού των μαθητών της στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης , όπως αυτός  απορρέει από τη μελέτη αρχειακού υλικού (ΦΕΚ, Εισηγητικές εκθέσεις, Νομοσχέδια, Συζητήσεις στη βουλή, Αναλυτικά προγράμματα). Το μεθοδολογικό μας εργαλείο ,που χρησιμοποιείται για την ανάλυση και ερμηνεία των δεδομένων είναι η ανάλυση περιεχομένου. Το ερώτημα που τίθεται και στο οποίο επιχειρείται να δοθεί απάντηση στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας, είναι αν πράγματι υπήρξε προσπα΄θεια επαγγελματικού προσανατολισμού μέσα από τους μηχανισμούς του ελληνικού κρατους και τους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς του  στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής πολιτικής σύμφωνα με τα νομοσχέδια του Ευταξία.

 

ABSTRUCT

In this article the presentation of aspects of an early vocational orientation of the student of primary and secondary level was undertaken, as it derives from archival material ( Newspapers, Introductory reports, Discussions in the Parlament, Drafts of law, Curricula). Our methodological instrument for analysing and interpreting of the data was the content analysis. The question, which we try to answer in this work was, if in fact was attemted  a vocational orintation through the mechanisms of the greak state and the educational mechanisms in the context of its educational policy  according to the Ephtaxias’ drafts of law.    

1. Εισαγωγή

 Είναι αναμφισβήτητη γνώση και εμπειρία ότι η κατανόηση, το επίπεδο εξέλιξης και η μορφή, τα οποία παρουσιάζει κάθε προσέγγιση επαγγελματικού προσανατολισμού είτε αυτή παρέχεται θεσμοθετημένα και με τυπικές διαδικασίες είτε  υλοποιείται με υπολανθάνουσες διαδικασίες στο πλαίσιο διαφόρων θεσμών- στην περίπτωσή μας το σχολικό σύστημα - με άμεση όμως επίδραση στις επαγγελματικές προοπτικές των νέων δεν μπορούν να εξετασθούν χωρίς αναφορά στο κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό πλαίσιο της εποχής. Πέρα από αυτό μια τέτοια προσέγγιση επιβάλλει η προβληματική του θέματός μας, η οποία αναφέρεται στον επαγγελματικό προσανατολισμό ως επιμέρους λειτουργία των βασικών λειτουργιών του σχολικού συστήματος γνωστών ως λειτουργίες επιλογής, παροχής προσόντων και κατάταξης στην κοινωνική ιεραρχία. Το σχολικό όμως σύστημα ως επιμέρους κοινωνικό σύστημα δεν λειτουργεί σε ένα κοινωνικό κενό, αλλά ευρίσκεται σε αλληλεπίδραση με τα άλλα κοινωνικά υποσυστήματα. Έτσι στο πρώτο μέρος της εισήγησής μας σκιαγραφείται το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο της εποχής, δηλ προς το τέλος της δεκαετίας του 1890.

Στο δεύτερο  μέρος θα εξετάσουμε το εκπαιδευτικό σύστημα της εποχής σε σχέση με το κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό πλαίσιο, το οποίο προηγήθηκε. Τέλος, μέσα από τη μελέτη αρχειακού υλικού (ΦΕΚ, εισηγητικές εκθέσεις συζητήσεις στη βουλή και σχετικά νομοσχέδια) ως υλικού στήριξης της προβληματικής μας και χρησιμοποιώντας ως μεθοδολογικό εργαλείο  την ανάλυση περιεχομένου και με μονάδα μέτρησης την θεματική ενότητα θα επιχειρήσαμε να εντοπίσουμε τις αντιλήψεις, αλλά και τις συνακόλουθες πρακτικές σχετικά με την επαγγελματική πορεία των νέων στις υπό εξέταση βαθμίδες και να εντοπίσουμε τις διαστάσεις ενός έστω και υπολανθάνοντος πρώιμου επαγγελματικού προσανατολισμού στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαιδευτική βαθμίδα ως επιμέρους έκφραση της εκπαιδευτικής πολιτικής στο συγκεκριμένο ,βέβαια, πλαίσιο, θέμα που αποτελεί το κεντρικό ερώτημα της εργασίας αυτής. 

 

2.To ιστορικό και κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο

 

Μερικές από τις βασικές ιδιοτυπίες του  ελληνικού κοινωνικού και πολιτικού σχηματισμού κατά τον 19ο αιώνα, χρήσιμες για την ανάπτυξη της προβληματικής μας, είναι οι εξής:

  1. Το κράτος ως κοινωνικοοικονομικό μόρφωμα δεν αναπτύχθηκε, όπως το αστικό κράτος στη Δύση, μέσα από ορισμένες διαδικασίες, που συμβαδίζουν με την ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που έχουμε στην Εσπερία Εκεί το κράτος διαμορφώνεται μέσα από ένα δίκτυο θεσμών, οι οποίοι καθορίζουν τη διάκριση των εξουσιών, το κράτος δικαίου, τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και επι πλέον καθορίζουν τους κανόνες της αντιπροσωπευτικότητας. Η δομή και η οργάνωση ενός τέτοιου κράτους γίνεται προσπάθεια να εισαχθεί και στην Ελλάδα μέσα από ορισμένες διαδικασίες πολιτιστικής και ιδεολογικής όσμισης του νεοιδρυμένου ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού με τη δύση (Τσουκαλάς, 1991).Όμως εδώ υπήρξαν σημαντικές διαφορές, οι οποίες δεν οφείλονταν μόνο στις κοινωνικές ιδιαιτερότητες των δύο χώρων, Ελλάδας και Δύσης, αλλά και στη δομή του κράτους μεταξύ των δύο χώρων. Το κράτος στη Δύση, κάτι που δεν συνέβη στην Ελλάδα, δημιουργήθηκε ως μια ιδιαίτερη κοινωνική δομή, ταυτόχρονα και με συμπληρωματική λειτουργία με τη δημιουργία μιας  άλλης κοινωνικής  δομής, της οικονομικής κοινωνίας, που συμβαδίζει με την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Μια τέτοια εξέλιξη δεν μπορούσε να συμβεί στην Ελλάδα, ένα κράτος με έντονο τον προκαπιταλιστικό χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας και της οικονομίας( Μουζέλης, 1978.) Για περισσότερα από 50 χρόνια μετά την ανεξαρτησία, η Ελλάδα ήταν βασικά μια αγροτική κοινωνία με πολύ χαμηλή συσσώρευση κεφαλαίου και ασήμαντη βιομηχανία.

  2.  Η οικονομία της Ελλάδας κατά την εποχή αυτή διαμορφώνεται γύρω από την καλλιέργεια της γης.  Η βάση της οικονομικής ζωής της χώρας ήταν η αγροτική παραγωγή, στην οποία βασίζονταν κυρίως τα δημόσια οικονομικά. Το μικρό μέγεθος του αγροτικού κλήρου ήδη από τα χρόνια αμέσως μετά την απελευθέρωση και η υπερχρέωση δημιουργούσαν αφόρητες συνθήκες στη ζωή των χωρικών. Η κατάσταση αυτή σε συνδυασμό με το χαμηλό εκχρηματισμό και τη χαμηλότατη αγοραστική δύναμη των αγροτικών στρωμάτων, το υποτυπώδες δίκτυο δρόμων και το μεταφορικό σύστημα δημιουργούσε πρόβληματα στη ανάπτυξη των τοπικών  επαρχιακών κέντρων, που ήσαν υποχρεωμένα να αναπτύσσουν εμπορικές δραστηριότητες στοιχειώδους επιπέδου διατηρώντας πάντοτε έντονο τον αγροτικό τους χαρακτήρα.( Κατσούλης κ.α.χ.χ).

Σημαντική  επίδραση, όπως θα δούμε και παρακάτω, στις οικονομικές εξελίξεις της εποχής είχαν οι πληθυσμιακές μετακινήσεις προς ορισμένα αστικά  κέντρα (λιμάνια ή κέντρα εξαγωγής σταφίδας). Αλλά το ιδιάζον χαρακτηριστικό της αστικοποίησης της εποχής είναι η υπέρμετρη και δυσανάλογη διόγκωση του πληθυσμού της πρωτεύουσας , στην οποία ευρίσκεται το 70% των κρατικών υπαλλήλων και των εργαζομένων ( Βερναρδάκης, 1895). Η υπέρμετρη ανάπτυξη της Αθήνας απετέλεσε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της μορφής, που πήρε η ελληνική αστικοποίηση κατά τον 19ο αι. στην Ελλάδα. Είναι μια αστικοποίηση, που δεν ακολούθησε την προοδευτική διεύρυνση της βιομηχανικής παραγωγής στα αστικά κέντρα, η οποία παρουσίαζε μια εξαιρετικά αδύναμη ανάπτυξη. Τα σημαντικά αστικά κέντρα, στην περίοδο που αναφερόμαστε, δεν συγκέντρωναν οικονομικές λειτουργίες μεταποιητικού χαρακτήρα, αλλά ήσαν κυρίως βασικοί σταθμοί διακομετακομιστικού εμπορίου και τόποι συγκέντρωσης περιφερειακών διοικητικών υπηρεσιών  ή στάθμευσης στρατιωτικών φρουρών. Γενικά η οικονομία αναπτυσσόταν με βραδύτατους ρυθμούς, γιατί το οικονομικό πλεόνασμα δεν κατευθυνόταν σε παραγωγικές επενδύσεις στο δευτερογενή τομέα, αλλά χρησιμοποιόταν κυρίως για την επέκταση επιχειρήσεων εμπορομεσολαβητικού  χαρακτήρα. Παραγωγική βιομηχανία, που να λειτουργεί με κριτήριο την απόδοση και την ανταγωνιστικότητα δεν αναπτύχθηκε καθόλου, αλλά δημιουργήθηκαν ορισμένες μικρές βιομηχανικές μονάδες, οι οποίες κυρίως εκμεταλλέυονταν μονομωλιακά διαμορφωμένες καταστάσεις της εσωτερικής αγοράς Το κεφάλαιο δεν μπήκε στη γεωργική παραγωγή αλλά ούτε και στράφηκε προς τη βιομηχανία. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το έτος 1880 σύμφωνα με τον καθηγητή της Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Νικ. Γουναράκη, κατάσταση για την οποία στην ίδια περίπου εποχή συμφωνεί και ο Κουζέλης, υπήρχαν ελάχιστες μικρές και μεσαίες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, περίπου 199, που απασχολούσαν 7.342 εργάτες, οι οποίοι λόγω της ελλειπούς τεχνικής υποδομής, αλλά και της ανυπαρξίας της κατάλληλης εκπαίδευσης ήσαν απλοί  ανειδίκευτοι χειρώνακτες (Κουζέλης,1978)

  1. Σημαντικό στοιχείο για την προβληματική μας , το οποίο νομίζουμε – χωρίς βέβαια λόγω χώρου να προβούμε σε τεκμηριωμένες αναλύσεις- ότι πρέπει να αναφέρουμε είναι ο δεσμός του κράτους με την κοινωνία. Στην Ελλάδα είναι έντονη η  σύνδεση του κράτους με διάφορες ομάδες συμφερόντων, των οποίων ηγούντο οι μεγαλογαικτήμονες, γνωστοί ως κοτσαμπάσηδες οι οποίοι είχαν προνόμια ήδη από την εποχή της τουρκοκρατίας, και οι οποίοι με την εγκαθίδρυση του κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα μπορούσαν ως τοπικοί άρχοντες να χειραγωγούν τους φηφοφόρους της περιοχής. Η διασύνδεση , λοιπόν του κράτους με αυτές τις ομάδες είχε λιγώτερο συλλογικό και περισσότερο προσωπικό χαρακτήρα,  έτσι ώστε στην προκαπιταλιστική οικονομία της Ελλάδας η σύνδεση κράτους και κοινωνίας δεν βασιζόταν σε ταξικά συμφέροντα, που εκπροσωπούσαν οργανώσεις, αλλά σε ομαδοποιήσεις πελατειακού χαρακτήρα. Έτσι κατά την περίοδο αυτή, αρχής γενομένης βέβαια πολύ ενωρίτερα, έχουμε την επικράτηση πατρωνείας, μιας πελατειακής κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης, που δεν επέτρεπε μια οριζόντια ταξική οργάνωση του εργαζόμενου πληθυσμού. Η διαμόρφωση και ισχυροποίηση την εποχή εκείνη του πελατειακού συστήματος  είναι σημαντικό  στοιχείο με κοινωνικο-οικονομικές και ιδεολογικοπολιτικές επιδράσεις αλλά και άμεση σχέση με τις επαγγελματικές διεξόδους και προοπτικές του μελλοντικού εργατικού δυναμικού είναι η διαμόρφωση. Συνοπτικά το σύστημα αυτό μπορεί να ορισθεί σαν ένα σύστημα που απαρτίζεται από τη μια μεριά από »πελάτες», δηλαδή χωρικούς ή πολίτες ,οι οποίοι έχουν ανάγκη από το κράτος και αντλούν οφελήματα από το κράτος, και από την άλλη μεριά πάτρονες, δηλαδή τους κομματάρχες και τους βουλευτές ,που έχουν ανάγκη τους χωρικούς για τη ψήφο, έτσι ώστε η συνάντηση των δύο αυτών αναγκών ανάμεσα σε δύο ανισότιμες κατηγορίες πολιτών να οδηγεί στη δόμηση μόνιμων πλεγμάτων προσωπικής εξάρτησης με όλες τις αυτονόητες προεκτάσεις των πλεγμάτων αυτών.  ( Mathiopoulos,1961, Μουζέλης, 1978).   

Πέρα από αυτά στη  συνάρθρωση κράτους και κοινωνίας εντοπίζονται από τη μια μεριά ένας υπερδιογκωμένος από την αρχή της ζωής του κράτους δημόσιος  τομέας ως τομέας οικονομίας, και από την άλλη μεριά ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας παρά πολύ ασθενικός, παρα πολύ λίγο αναπτυγμένος. Η άρθρωση σε αυτούς τους δύο τομείς αποτελεί μια ιδιάζουσα έκφραση της ελληνικής πραγματικότητας, της δόμησης της ελληνικής περιφερειακής κοινωνίας του 19ου αιώνα, μιας κοινωνίας όπου το κράτος θα παίξει για πολλά χρόνια σημαντικό, καλύτερα πρωταρχικό ρόλο όχι μόνο στην αναπαραγωγή, αλλά και στη διαμόρφωση και εγκαθίδρυση των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων. Η ενίσχυση και η σταθεροποίησή τους περνά κυρίως μέσα από τον κρατικό μηχανισμό, ο οποίος λειτουργεί όχι μόνο ως εγγύηση των κυρίαρχων ταξικών σχέσεων, αλλά ως δημιουργός σε ένα μεγάλο βαθμό των κυρίαρχων ταξικών σχέσεων.

  1. Στην εποχή, στην οποία αναφερόμαστε, τέλος 19ου αιώνα, η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό δημοσίων υπαλλήλων σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης, οι οποίες είχαν να επιδείξουν πολύ πιο προχωρημένη αστικοποίηση από την Ελλάδα. Αυτή η κατάσταση δεν επιβεβαιώνεται μόνο από ερευνητικά στοιχεία και στατιστικά δεδομένα, αλλά γίνεται αντιληπτή και με γυμνό οφθαλμό, από περιηγητές, οι οποίοι ταξιδεύουν  σε όλη την έκταση του κράτους (Hartwell, 1975). Χωρίς να είναι δυνατόν, λόγω χρόνου, να θεμελιώσουμε τους λόγους  ύπαρξης του πλήθους των υπαλλήλων , θα αποδεχθούμε την άποψη του Τσουκαλά ότι αυτή οφείλεται στον τρόπο που ξοδεύονται οι δημόσιοι πόροι, πράγμα, το οποίο αποτελεί άλλη μια θεαματική ιδιοτυπία του νεοιδρυμένου ελληνικού κράτους.( Τσουκαλάς, 1991) Σε όλο το διάστημα του 19ου αιώνα, αλλά και του 20ου, τα μεγαλύτερα κεφάλαια του κρατικού προυπολογισμού είναι μισθοδοτικού και μεταβιβαστικού χαρακτήρα, δηλαδή χρησιμοποιούνται για άμεσες παροχές στους ιδιώτες, με αποτέλεσμα η Ελλάδα της εποχής σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαικές χώρες να εμφανίζει το μεγαλύτερο ποσοστό του προυπολογισμού για μισθοδοτικές και μεταβιβαστικές δαπάνες, ενώ αντίθετα, το ποσοστό, το οποίο διοχετεύεται σε έργα υποδομής και δημόσια έργα  ήταν το μικρότερο στην Ευρώπη. Με αυτή την εξέλιξη συνδέεται οπωσδήποτε μια άλλη διαπίστωση , που αναφέρεται στο κοινωνικό βάρος του δημόσιου μηχανισμού από την άποψη των φορέων, που τον στελεχώνουν, δηλ. των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι μαζύ με τα ελευθέρια επαγγέλματα φθάνουν το 20% του ενεργού μη γεωργικού πληθυσμού, που είναι το μεγαλύτερο στην Ευρώπη. Όσον αφορά την εσωτερική σύνθεση της κρατικής υπαλληλίας, θέμα που αφορά στις επαγγελματικές προοπτικές των νέων, παρατηρείται μια διόγκωση των μέσων και ανωτέρων στρωμάτων των υπαλλήλων, πράγμα που πρέπει – εκτός των άλλων- να αποδοθεί αφενός μεν στην λειτουργία του κράτους  κυρίως ως μισθοδοτικού μηχανισμού και ως μηχανισμού ανακατανομής του χρήματος, ως ο κύριος μισθοδότης, εργοδότης  και ο επιμεριστής του οικονομικού πλεονάσματος, μάλιστα με τόσο πολύ αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία, ώστε να μη λειτουργεί ανταγωνιστικά με άλλους εργοδότες σε μια καπιταλιστική αγορά εργασίας αφετέρου στο γεγονός ότι ο ελληνικός κρατικός μηχανισμός δεν λειτουργούσε ορθολογιστικά, με κριτήριο τα βεμπεριανά πρότυπα γραφειοκρατίας, τα οποία απαντούν την εποχή αυτή στην Ευρώπη. Έτσι βρίσκουμε πολλούς γενικούς διευθυντές, πολλούς ανώτερους αξιωματικούς, πολλούς βουλευτές, πολλούς νομάρχες και επάρχους, ενώ αντίθετα συναντάμε λιγότερους, σε σύγκριση με τα άλλα ευρωπαικά κράτη, κατώτερους υπαλλήλους και δημόσιους υπηρέτες. Σημαντικό στοιχείο, το οποίο πρέπει να τονίσουμε εδώ, είναι ότι ακόμη και σε αυτή την ιδιότυπη σύνθεση της δημόσιας υπαλληλίας ο διορισμός και η παραπέρα  εσωυπαλληλική σταδιοδρομία δεν βασίζονται σε ορθολογικά, αντικειμενικά και επιχειρησιακά κριτήρια. Παρέχονται κατά κάποιο τρόπο «αριστίνδην» σε γόνους και στενούς συγγενείς της υπαρκτής ήδη πριν αλλά και μετά το τέλος του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων κυρίαρχης τάξης. Από την εξέταση του κοινωνικοοικονομικού πλαισίου της εποχής μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι η ελληνική κοινωνία τις παραμονές της ανεξαρτησίας ήταν ήδη ιεραρχημένη και διέθετε μια ισχυρή άρχουσα τάξη, αρθρωμένη γύρω από τους πρόκριτους και τους κοτζαμπάσηδες. Βέβαια, λόγω χώρου αλλά και λόγω της πολυπλοκότητας του θέματος, δεν είναι εύκολο στο σημείο αυτό να αναλύσουμε τη διαδικασία μετασχηματισμού της κυρίαρχης τάξης των προεστών της υπαίθρου σε κρατική αστική τάξη. Θα χρειαζόταν μια αναδρομή και ανάλυση του συγκεκριμένου οικονομικού και κοινωνικού ρόλου, που είχαν οι οικογένειες των προκρίτων πριν και κατά τη διάρκεια του αγώνα για την ανεξαρτησία. Γεγονός όμως αναμφισβήτητο παραμένει ότι εξακολούθησαν να συγκροτούν μέχρι το τέλος του 19 ου αιώνα το συμπαγή πυρήνα της άρχουσας τάξης , οποία συμπύκνωνε μέσα στους κόλπους της οργανωμένα πλέγματα εξουσίας, τα οποία είχαν την τάση να αυτοαναπαράγονται, εφόσον δεν προσέκρουαν σε νέες δυναμικότερες κοινωνικές δυνάμεις. Σ’ αυτούς βέβαια πρέπει να προστεθούν το παλάτι και οι παλατιανο

  2. Το ότι το κράτος είναι ουσιαστικά ο μοναδικός μισθοδότης με αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία προς το οποίο έχει μόνιμη ή παροδική πρόσβαση περίπου ο μισός ενεργός πληθυσμός κυρίως των πόλεων, έχει άμεσες επιδράσεις στη μορφή της αγοράς εργασίας αλλά και γενικότερα στον τρόπο με τον οποίο το εργατικό δυναμικό, που φεύγει από την ύπαιθρο, βιώνει και αντιμετωπίζει την εργασιακή και κοινωνική του κινητικότητα κατευθυνόμενο προς τις πόλεις. Η συγκεκριμένη λειτουργία του κράτους σε συνδυασμό με την ανυπαρξία ιδιωτικού τομέα εμποδίζουν την διαμόρφωση μιας αγοράς εργασίας, στο πλαίσιο της οποίας το υποψήφιο εργατικό δυναμικό θα μπορούσε να επιδιώξει και να επιλέξει μάλιστα με δική του απόφαση συγκεκριμένη εργασιακή διέξοδο και να απολαύει την θεσμική εξασφάλιση του δικαιώματος για εργασία. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι σε περιοχές της μητροπολιτικής Ελλάδας, όπως π.χ. η Ερμούπολη και ο Πειραιάς της εποχής εκείνης, όπου είναι έντονη η παρουσία του ιδιωτικού τομέα (εμπόριο, ναυτιλία, τέχνες ) και αναπτύσσονται καπιταλιστικές μορφές παραγωγής ο ρόλος του κράτους και η ιδεολογική του εμβέλεια είναι μηδαμινά. Το αντίθετο συμβαίνει στις περιοχές της χώρας, όπου επικρατεί ακόμα ένας παραδοσιακός μικρός, μικροεμπορευματικός τρόπος παραγωγής.  Εδώ ο συμβολικός ρόλος του κράτους και ο ρόλος του κρατικού μηχανισμού ως πόλου άντλησης ανθρωπίνων δυνάμεων και διοχέτευσης των βασικών ροών κοινωνικής κινητικότητας είναι σημαντικός, είναι θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι είναι αποφασιστικός. (Τσουκαλάς στο: Δερτιλής/ Κωστής,1991).

 

3. Πρώιμος – «υπολανθάνων» επαγγελματικός προσανατολισμός στο πλαίσιο του σχολικού συστήματος.

Έχοντας κανείς κατά νου όλο αυτό το παραπάνω συνοπτικά παρουσιασμένο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο δεν θα μπορούσε να αναμείνει ότι θα ήταν δυνατό να διαμορφωθεί ένα σχολικό σύστημα, που θα παρείχε, μέσα από μια ευέλικτη δομή και αξιοποιώντας αποτελεσματικά για τους  νέους  την επιλεκτική και κατανεμητική λειτουργία του, έστω και μια αμυδρά προοπτική μετάβασης από το σχολείο στο χώρο της εργασίας και μετασχολικής σταδιοδρομίας. Κατά την άποψή μας και οι δύο λειτουργίες γίνονταν με όρους ενός πρώιμου, ίσως ακριβέστερα, ενός υπολανθάνοντος επαγγελματικού προσανατολισμού.

Αλλά δεν ήταν μόνο οι εξωσυστημικοί παράγοντες και ιδιαίτερα η δομή της κρατικής εξουσίας και των μηχανισμών του κράτους όπως προσπάθησα προηγουμένως να σκιαγραφήσω, οι οποίοι ακύρωναν οποιαδήποτε δυνατότητα του σχολικού συστήματος να συμβάλλει στην ανάπτυξη για την σταδιοδρομία των τροφίμων του.  Προφανώς αυτοί ήσαν οι σημαντικότεροι. Υπήρχαν και άλλα στοιχεία που εμπεριέχονταν στο κοινωνικό γίγνεσθαι, τα οποία συνέβαλαν σε αυτή την ακύρωση. Ένα από αυτά ήταν η θέση του παιδιού κατά τον 19ο αι. και μάλιστα κατά φύλο, που ζούσε ένα καθεστώς οικονομικής εκμετάλλευσης στο πλαίσιο της πατριαρχικής οικογένειας της εποχής με άμεσες επιδράσεις στην αυτοαντίληψη του, στην αυτογνωσία του, ακόμη και  όσον αφορά τη  διάρκεια  φοίτησης στη πρωτοβάθμια εκπαίδευση, όπως παρακάτω απέδειξε η επεξεργασία του αρχειακού υλικού.  

Από την ανάλυση περιεχομένου στην οποία υποβάλλαμε το αρχειακό υλικό των Εφημερίδων Συζητήσεων της Βουλής εντοπίζοντας  με βάση το θέμα μας τις απόψεις και τα νομοσχέδια  του τότε υπουργού Αθαν. Ευταξία αναδύεται ευκρινώς από την μια μεριά  η απαίτησή  του για την παροχή γενικής και ειδικής μόρφωσης, μεταρρυθμιστική προσπάθεια, που φαινόταν αναγκαία για την ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας της εποχής. Από την άλλη όμως μεριά  τονιζόταν έντονα συγχρόνως η ανάγκη για έναν εκκλησιοκεντρικό ,εθνοκεντρικό  και ηθικό χαρακτήρα και των δύο βαθμίδων της εκπαίδευσης, πρωτοβαθμιας και δευτεροβαθμιας. Φράσεις με σχετικό περιεχόμενο διατυπώνωνται επανειλλημένα ( περισσότερες από πέντε περιπτώσεις) στην ανάπτυξη των απόψεών του στη βουλή σύμφωνα με τις οποίες, “ εάν θέλουμε  να έχουμε καλά οικονομικά και χρηστή διοίκηση, είναι ανάγκη να αναθρέψουμε με φόβω Κυρίου και νουθεσίες μεσω της εκκλησίας και να μεταδώσουμε μέσα από την παιδεία την αναγκαία γενική και ειδική μόφωση……”. Σε άλλο σημείο “….. η δημοτική, αλλά και η μέση εκπαίδευση δεν έχουν ως ώφειλαν θρησκευτικό, ηθικό και εθνικό χαρακτήρα…. “. Σε άλλο σημείο : “ …..αλλ΄από τη βελτίωση της δημοτικής εκπαίδευσης αναμένεται το πρώτο βήμα για την ανόρθωση του Ελληνικού Έθνους……”  (Εφημ.των Συζητήσεων στη Βουλή/Συνεδρίαση 27, 1899. Το πρωτότυπο κείμενο αποδώθηκε στην νεοελληνική γλώσσα από τους συγγραφείς).    

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που αναδύεται από την ανάλυση περιεχομένου του αρχειακού υλικού είναι το κοινωνικά προσδιορισμένο μαθητικό προιόν των  δυό βαθμίδων εκπαίδευσης, από το οποίο άμεσα προκύπτει ένας πρωιμος επαγγελματικός προσανατολισμός των νέων. Σε πολλά σημεία των συνεδριάσεων της βουλής ή σε αιτιολογικές εκθέσεις νομοσχεδίων για τη δημοτική εκπαίδευση γίνεται σαφές ότι η βαθμίδα αυτή πρέπει να   εφοδιάζει τους αποφοίτους της με τις ικανότητες και  δυνατότητες  αντιμετώπισης των πρακτικών θεμάτων της ζωής, για τα οποία βέβαια προορίζεται η κατώτατη κοινωνική τάξη του λαού. «…… ώστε οι εκπαιδευόμενοι στην βαθμίδα αυτή να αναδεικνύονται χρηστοί πολίτες και επιτήδειοι για κάθε πρακτικό στάδιο, προορισμένο για την κατώτατη τάξη του λαού ( Εφημ. Των Συζητήσεων στη Βουλή/ Συνεδρίαση 27, 1899).Σε άλλο σημείο της ίδιας συνεδρίασης αναφέρεται: «……αφού η δημοτική εκπαίδευση αποσκοπεί στη μετάδοση στοιχειώδους ως και γενικής και ειδικής μόρφωσης στα παιδιά του λαού, τα οποία πρόκειται να αποφοιτήσουν από αυτή αμέσως ως βιοπαλεστές στην κοινωνία, η δε μέση εκπαίδευση σκοπεύει στη μετάδοση ανώτερης γενικής μορφωσης, που αρμόζει στη μέση ή αστική τάξη και την προπαρασκευή της για την ανώτατη επιστημονική και τεχνική εκπαίδευση». Συνέχεια: «……….. όπως αυτή ( η δημοτική δηλ. εκπαίδευση αποβεί επαρκής για τις σημερινές εκπαιδευτικές ανάγκες της κατώτατης κοινωνικής τάξης του λαού….»  Σε εδάφιο της αιτιολογικής έκθεσης του υπουργού Ευταξία σχετικού με την δημοτική εκπαίδευση διαβάζουμε « …… στη βαθμίδα αυτή εκτός από τα μαθήματα γενικής μόρφωσης πρέπει να διδάσκονται και μαθήματα, τα οποία οδηγούν στον πρακτικό βίο, τάση η οποία είναι ζωηρά στην κατώτερη κοινωνική μας τάξη ( Αιτιολογική έκθεση, 1899. Το πρωτότυπο κείμενο αποδώθηκε στην νεοελληνική από τους συγγραφείς της εργασίας). Η έντονα κατανεμητική αυτή λειτουργία του σχολικού συστήματος αναδεικνύεται και από τα αναλυτικά προγράμματα. Στη δημοτική εκπαίδευση εκτός των μαθημάτων γενικής μόρφωσης (Θρησκευτικά, Νέα ελληνική γλώσσα, πρακτική αριθμητική κλπ.) παρέχονται στοιχειώδεις γνώσεις στα εξής μαθήματα: γεωπονία, κηπουρική, δενδροκομία, βομβυκοτροφία, μελισσοκομία, εμπορία, στοιχειώδεις γνώσεις τεχνολογίας, χειροτεχνική και εργόχειρα για το κορίτσια. Μια ένδειξη ενός πρωιμου και υπολανθάνοντος επαγγελματικού προσανατολισμού στο σχετικό νομοσχέδιο του Ευταξία είναι ότι τα ακριβώς παραπάνω μαθήματα δεν ήσαν υποχρεωτικά για όλους τους μαθητές, αλλά διδάσκονταν σε περιοχές, όπου ασκούνταν τα σχετικά επαγγέλματα. ( Νομοσχέδιο περι Δημοτ. Εκπαίδευσης, 1899). Κάτι ανάλογο δεν υπάρχει στη μέση εκπαίδευση, στο αναλυτικό πρόγραμμα της οποίας τα μαθήματα αναφέρονται ως επιστημονικά και τεχνικά., μέσω των οποίων οι απόφοιτοι είτε θα ακολουθούσαν τη δημόσια υπαλληλική σταδιοδρομία είτε θα συνέχιζαν σπουδές στην ανώτατη εκπαίδευση . Εδώ έχουμε το προβάδισμα της κλασσικής παιδείας και την ολοκληρωτική έλλειψη πρακτικής διδασκαλίας οποιουδήποτε τύπου.( Τσουκαλάς ,1975, Αιτιολογική έκθεση του Νομοσχεδίου περι μέσης εκπαίδευσης, 1899).    Βέβαια οι απόψεις του Ευταξία πέρα από την ιδεολογική και κοινωνική φόρτιση, που η γκραμσιανή και αλτουσεριανή άποψη  για το σχολείο ως ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους  μας βοηθά να εντοπίσουμε, έχει μια σχέση με την κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα της εποχής. Με μια ελληνική οικονομία στηριγμένη κυρίως στη γεωργία, στη ναυτιλία και το διαμετακομιστικό εμπόριο, με μια υπερδιογκωμένη υπαλληλική τάξη και συγκεντρωμένη στα αστικά κέντρα, η είσοδος και η εξέλιξη στο πλαίσιό της οποίας δεν  εξασφαλιζόταν με ορθολογικούς και επιχειρισιακούς τρόπους, με μια υποτυπωδώς ανεπτυγμένη βιομηχανική παραγωγή, με ένα ανύπαρκτο ιδιωτικό τομέα παραγωγής  και με ένα κράτος, το οποίο για πολλά χρόνια έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στην αναπαραγωγή, διαμόρφωση και εγκαθίδρυση των κυρίαχων κοινωνικών ομάδων ως μοναδικός εργοδότης και μισθοδότης,  θα μπορούσε κανείς να περιμένει στο πλαίσιο του σχολικού συστήματος    ότι ακόμη και ένας πρώιμος ή και  υπολανθάνων επαγγελματικός προσανατολισμός δεν θα μπορούσε να γινόταν για πολλούς λόγους – επιστημονικούς και κοινωνικούς-  με όρους  κυρίως  οικονομικούς ή ψυχολογικούς, και εννοούμε με αυτό με βάση τις κλίσεις, τα ενδιαφόροντα των νέων και τη νοητική και συναισθηματική τους ανάπτυξη. Προφανώς μια τέτοια εξέλιξη και έναν τέτοιο χαρακτήρα στον υπολανθάνοντα αυτόν επαγγελματικό προσανατολισμό δεν επέβαλαν ούτε οι επικρατούσες συνθήκες της εποχής ούτε ο βαθμός πολυπλοκότητας της ελληνικής κοινωνίας. Υπο την έννοια αυτή ο πρασανατολισμός αυτός έγινε κυρίως με όρους ιδεολογικούς και κοινωνικούς.        

Έντονος εκτός από τον κοινωνικό προσδιορισμό των αποφοίτων  κυρίως της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και τον συνακόλουθο οπωσδήποτε επαγγελματικό προσανατολισμό ήταν και και ο προσδιορισμός κατά φύλο. Και αυτός δεν αφορούσε μόνο τις μαθήτριες αλλά και τις δασκάλες. Στο Κεφ. Β της Αιτιολογικής Έκθεσης για το δημοτικό σχολείο διαβάζουμε: «……….. στα σχολεία των αρρένων  δεν διδάσκουν ποτέ δασκάλες, η δε φοίτηση των κοριτσιών σε αυτά περιορίζεται μόνο μέχρι το ένατο έτος της ηλικίας τους» ( Αιτιολογική έκθεση, 1899). Στις συζητήσεις στη βουλή γίνονται σαφείς οι άνισες επαγγελματικές προοπτικές των γυναικών δασκάλων. Σε σχετική συνεδρίαση εντοπίζεται η άποψη του Ευταξία σε ερώτηση βουλευτή σχετικά με την σταδιοδρομία των γυναικών δασκάλων:  «…..οι δασκάλες δεν θα γίνονται επιθεωρήτριες, γιατί εγω θεωρώ ότι είναι ανάρμοστο να περιοδεύουν στις  επαρχίες και τα χωριά και να έρχονται σε επαφή με τις διάφορες αρχές του τόπου για να επιθεωρήσουν τα διάφορα δημοτικά σχολεία των θηλέων». (Εφημ. Των Συζητήσεων της Βουλής/ Συνεδρίαση 27, 1899).          

Οι πελατειακές σχέσεις, που διαμορφώθηκαν, όπως υποστηρίξαμε παραπάνω κατά την πρώτη πεντηκονταετία της ,μετεπαναστατικής ζωής του ελληνικού κράτους πέρα των άλλων κοινωνικών και πολιτικών επιδράσεων είχαν επιπτώσεις και στην υλοποίηση της εκπαιδευτικής πολιτικής του κράτους και ιδιαίτερα όσον αφορά την οργάνωση της δημοτικής εκπαίδευσης. Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση με βάση τον Νόμο ΒΤΜΘ του 1895 περιελάμβανε διαφορετικού τύπου σχολεία, τα οποία ιδρύονταν με βάση τις πελατειακές σχέσεις με σκοπό την εργασιακή εξυπηρέτηση των δασκάλων. Οι τύποι των σχολείων της δημοτικής εκπαίδευσης ήταν : πλήρη ή εξατάξια δημοτικά, κοινά ή τετρατάξια δημοτικά σχολεία  και γραμματοδιδασκαλεία, τα οποία ιδρύονταν σε περιοχές όχι με βάση τον αριθμό των μαθητών, κατάσταση που απαιτούσε και ανάλογο αριθμό δασκάλων, αλλά με βάση την εξυπηρέτηση των δασκάλων. Σε συζήτηση της Βουλής ο Ευταξίας εντοπίζει το θέμα αυτό τονίζοντας ότι λόγω της κατάστασης αυτής προσφέρονται  γνώσεις με διαφορετικό μέτρο μέσα στην ίδια βαθμίδα εκπαίδευσης., πράγμα το οποίο αντίκειται στην συνταγματικά κατοχυρωμένη ισοπολιτεία των ελλήνων. ( Εφημ. Συζητήσεων  της βουλής/συνεδρίαση 27, 1989). Το γεγονός αυτό της ανομοιογενούς εκπαίδευσης προφανώς είχε επιδράσεις στη σχολική πορεία των μαθητών και οπωσδήποτε δημιουργούσε ανισότητες όσον αφορά τον επαγγελματικό τους προσανατολισμό.     

Ένα άλλο στοιχείο, το οποίο κατά τη γνώμη μας συνδέεται με ένα πρωίμο προσανατολισμό των νέων ιδιαίτερα στη δημοτική εκπαίδευση είναι η ελλιπής μόρφωση των δασκάλων, ανδρών και γυναικών, του δημοτικού σχολείου. Συχνά σε συζητήσεις στη βουλή ο Ευταξίας επισημαίνει το θέμα. Σε σχετική συνεδρίαση στη βουλή διαβάζουμε: «…. Οι  δάσκαλοι, οι οποίοι δεν προέρχονται από τα λειτουργούντα από το 1878 Διδασκαλεία, ούτε την ύλη της διδασκαλίας   κατέχουν , ούτε τον τρόπο με το οποίο μπορεί αυτή να μεταδοθεί γνωρίζουν…» . Σε άλλο σημείο: «…. Τι αναμένει η πολιτεία από τους δάσκαλους αυτούς, στα άπειρα χέρια των οποίων εμπιστεύεται τόσο πολύτιμη και λεπτή εργασία …. ..εμείς φρονούμε ότι ο σκοπός του σχολείου δεν είναι να διδάξει απλά ανάγνωση, γραφή και αριθμητική, αλλά κυρίως να μορφώσει το ήθος και να διαπλάσει το χαρακτήρα των μαθητών…..  » ( Εφημ. Συζητήσεων της Βουλής/ συνεδρίαση 61, 1899.) Είναι προφανές από τους λόγους του Ευταξία ότι ένα μεγάλο μέρος των δασκάλων στο πλαίσιο της γενικότερης μορφωτικής τους ανεπάρκειας δεν θα είχαν  επιδείξουν στοιχειώδεις συμβουλευτικές και προσανατολιστικές ικανότητες., ώστε στα ζητήματα αυτά να βοηθήσουν τους νέους.

 

4. Αντί επιλόγου

Οπωσδήποτε εξετάζοντας τα νομοσχέδια του τότε υπουργού Παιδείας Αθαν. Ευταξία και έχοντας κατά το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο της εποχής εκείνης, τέλος δηλ. του 19ου αιώνα, δεν αναμέναμε να εντοπίσουμε ένα έστω και υποτυπώδες, αλλά ευδιάκριτο σύστημα επαγγελματικού προσανατολισμού των νέων. Οι  κοινωνικές ανάγκες αλλά και οι ανάγκες των ανθρώπων της εποχής δεν το απαιτούσαν. Αυτό είναι γνωστό από την ανάπτυξη και φιλοσοφία του Επαγγελματικού προσανατολισμού ως επιστημονικού κλάδου και θεσμού υποστήριξης του ανθρώπου. Οι ανάγκες του ανθρώπου για καθοδήγηση δεν είναι ίδιες σε όλες τις εποχές. Θεωρούμε όμως ότι αναλύοντας το αρχειακό υλικό των σχετικών νομοσχεδίων και συζητήσεων της βουλής είχαμε την ευκαιρία αντιλαμβανόμενοι τις μετερρυθμιστικές προσπάθεις του Ευταξία να εντοπίσουμε στοιχεία ενός πρώιμου και υπολανθανοντος επαγγελματικού προσανατολισμού. Είτε η αντίληψη για τη σκοποθεσία των δύο βαθμίδων εκπαίδευσης, είτε τα αναλυτικά προγράμματα, είτε η εφαρμοζόμενη εκπαιδευτική πολιτική, είτε το επίπεδο μόρφωσης των δασκάλων, το οποίο ο Ευταξίας στηλιτεύει, μέσα στο γενικότερο κοινωνικοικονομικό και πολιτικό πλαίσιο «επέβαλαν» μία κατανομή με επαγγελματικούς όρους στους μαθητές και μαθήτριες, ως προιόν του σχολικού συστήματος της εποχής.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ 

Αιτιολογική έκθεσις περι των νομοσχεδίων της δημοτικής εκπαιδεύσεως Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής ,περίοδος ΙΕ, σύνοδος Α ,(Παράρτημα)

Αιτιολογική έκθεσις περί του νομοσχεδίου περι μέσης εκπαίδευσης Εφημερις των Συζητήσεων της βουλής, περίοδος ΙΕ, σύνοδος Α, (Παράρτημα) 

Βερναρδάκης, Α. (1895) Περι του εν Ελλαδι εμπορίου, στο: Γ. Κατσούλης κ.α. (χ.χ.) Οικονομική  ιστορία της  Νεώτερης Ελλάδας (Αθήνα, Εκδόσεις Παπαζήση)

Δερτιλής, Γ.(1978): Σχέσεις της ελληνικής οικονομίας με την ευρώπη (1860-1910), στο : Δελτίο Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, τ. 2, Αθήνα, σσ. 80-100.               

Hartwell, M. The service Revolution: The growth of Services in modern Economy (London, 1930)

Kατσούλης, Γ κ.α.(χχ) Οικονομική ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας ( Αθήνα , Εκδόσεις Παπαζήση), σσ. 185-167.

Mathiopoulos, B. (1961) Die Geschichte deer sozialen Frage in Griechenland, Hannover.

Μουζέλης Ν.(1978) Νεοελληνική κοινωνία- όψεις υπανάπτυξης (Αθήνα, Εξάντας) σσ. 36-46.

Τσουκαλάς Κ (1975) Εξάρτηση και αναπαραγωγή- ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830-1922).

Τσουκαλάς, Κ (1991) Κράτος και κοινωνία στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, στο: Γ.Δερτιλής, Κ.Κωστής  (1991) Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας  (Αθήνα ,Εκδόσεις Σάκκουλας) σσ.36-46.      

 

 

 

Copyright 2003 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ  ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ