Ο πρώιμος
αλφαβητισμός των προτεσταντικών χωρών
και οι
κοινωνικές και πολιτικές συνέπειές του:
Μία
μακρο-ιστορική θεώρηση
Μιχάλης ΚΕΛΠΑΝΙΔΗΣ
Καθηγητής
του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η Προτεσταντική
Μεταρρύθμιση αποτέλεσε τον κύριο παράγοντα που προώθησε στις αρχές των
Νεώτερων Χρόνων τον αλφαβητισμό των χωρών της Κεντρικής και Βορείου
Ευρώπης, στις οποίες διαδόθηκε ο Προτεσταντισμός. Μολονότι ο στόχος
της Ευαγγελικής Εκκλησίας ήταν καθαρά θρησκευτικός, να μπορούν δηλαδή
οι χριστιανοί να διαβάσουν το μεταφρασμένο στις ομιλούμενες γλώσσες
Ευαγγέλιο, η διάδοση των γνώσεων γραφής και ανάγνωσης είχε εξαιρετικά
σημαντικές κοσμικές συνέπειες στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική
διάσταση της εξέλιξης. Οι οικονομικές επιπτώσεις του Προτεσταντισμού
στην άνοδο του καπιταλισμού αναλύθηκαν στο έργο του
Max
Weber,
όχι όμως και οι πολιτικές. Ο αλφαβητισμός των πληθυσμών ισχυροποίησε
τις ομιλούμενες γλώσσες και ευνόησε μέσω αυτής της επίδρασης την
διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας. Έτσι η δημιουργία των εθνικών
κρατών ευνοήθηκε στις προτεσταντικές χώρες, στις οποίες συγκροτήθηκαν
ισχυρά εθνικά κράτη Η διαμόρφωση ισχυρών εθνικών κρατών αποτέλεσε τη
βασική προϋπόθεση για την λύση των επόμενων πολιτικών κρίσεων, σύμφωνα
με το μοντέλο των εξελικτικών σταδίων ή κρίσεων. Έτσι, η εξελικτική
πορεία προς την εδραίωση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και στη
συνέχεια προς την οικοδόμηση του κράτους πρόνοιας ήταν στην μεγάλη
πλειοψηφία των προτεσταντικών χωρών ομαλή, ενώ δεν συνέβη το ίδιο στις
καθολικές χώρες. Όπως διαπίστωσαν οι
Lipset
και
Rokkan,
οι σταθερές δημοκρατίες του 20ου αιώνα, των οποίων η
σταθερότητα οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην παρουσία ισχυρών
μεταρρυθμιστικών σοσιαλδημοκρατικών κόμμάτων και στην ουσιαστική
απουσία ανατρεπτικών κομμουνιστικών κομμάτων αναπτύχθηκαν στις
προτεσταντικές κοινωνίες. Το γεγονός αυτό τεκμηριώνει τις
μακροϊστορικές πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις της Προτεσταντικής
Μεταρρύθμισης πέραν των οικονομικών.
ABSTRACT
The
Protestant Reformation was historically the main factor that, at the
end of Middle Ages, has promoted the process of literacy in the
countries of Central and Northern Europe where Protestantism came to
dominance. Although the movement towards literacy was pursued by the
Protestant Church with the religious motive of enabling its members
to read the Bible, which was translated in the living languages, the
spread of the ability to read and write had important economic, social
and political consequences. The economic impact of Protestantism on
the rise of capitalism has been analyzed thoroughly in Max Weber’s
work. Weber was however not concerned with the political consequences
of Protestantism. The Protestant movement towards literacy contributed
to the consolidation of the spoken languages and has, hence,
facilitated the formation of national identity. Thus, the conditions
for the building of national states were more favorable in Protestant
countries, in which strong states later emerged. The formation of
strong national states was an important precondition for the solution
of the subsequent political crises, according to the model of
developmental stages or crises. Hence, in the next stages, i.e. the
establishment of parliamentary democracy and the development of the
welfare state there were no major obstacles in the Protestant
countries whereas the opposite was the case in the Catholic countries.
According to Lipset and Rokkan, strong democracies emerged in
Protestant countries supported by reformist Social-democratic
Parties. The weakness of revolutionary Communist Parties in these
countries was a significant factor contributing to the stability of
democracy. By contrast, weak Social-democratic and strong Communist
Parties developed in the Catholic countries with disastrous
consequences for their political stability. This fact is a clear
evidence for the macro-political and the macro-societal consequences
of the Protestant Reformation beyond its economic impact.
Ο
Max
Weber
ανέλυσε συστηματικά, όπως είναι γνωστό, στο κλασσικό σύγγραμμά του «Η
προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού» την επίδραση
του Προτεσταντισμού στην ανάπτυξη του καπιταλισμού. Η θέση του
Weber
είναι ότι η διάδοση της προτεσταντικής ηθικής διαμόρφωσε τις
κοινωνικοψυχολογικές προϋποθέσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ο
Weber
συνέδεσε έτσι αιτιωδώς σε μακροϊστορικό επίπεδο τη διάδοση του
Προτεσταντισμού με την άνοδο του καπιταλισμού εξηγώντας τη δεύτερη
με το γεγονός ότι ο Προτεσταντισμός απέδωσε θρησκευτικό νόημα στην
εκπλήρωση του κοσμικού επαγγελματικού καθήκοντος. Όπως αναπτύσσει στο
σημείο αυτό ο
Weber,
η εκπλήρωση των εγκόσμιων καθηκόντων θεωρήθηκε οπωσδήποτε ως «ο
μόνος παραδεκτός από το θεό τρόπος ζωής. Αυτό, και μόνο αυτό, είναι
το θέλημα του θεού και γι’ αυτό κάθε νόμιμο επάγγελμα έχει την ίδια
ακριβώς αξία μπροστά στο θεό. Ότι αυτή η ηθική δικαιολόγηση της
εγκόσμιας επαγγελματικής ζωής ήταν μια από τις πιο σημαντικές
συνέπειες της Μεταρρύθμισης και ειδικά του Λούθηρου είναι πραγματικά
αναμφισβήτητο και μπορεί να θεωρηθεί σαν κοινοτυπία» (Weber,
1997: 71). Με άλλα λόγια, η απόδοση θρησκευτικής σημασίας στην
εκπλήρωση κοσμικών καθηκόντων ήταν η βασική προϋπόθεση της
ανάπτυξης του καπιταλισμού και όχι η συσσώρευση κεφαλαίου, όπως το
προέβλεπε η θεωρία του ιστορικού υλισμού του Μαρξ, την οποία εύκολα
απορρίπτει στο σημείο αυτό ο
Weber
με τη διαπίστωση ότι η συσσώρευση εμπορικού κεφαλαίου ήταν στο τέλος
του Μεσαίωνα πολύ μεγαλύτερη στις ιταλικές πόλεις. Εκεί όμως δεν
αναπτύχθηκε ο βιομηχανικός καπιταλισμός.
Η Ευαγγελική
Μεταρρύθμιση είχε ωστόσο πέραν αυτών των οικονομικών επιπτώσεων ακόμα
ευρύτερες κοινωνικές συνέπειες, οι οποίες καθόρισαν ιστορικά την
πολιτική και κοινωνική εξέλιξη των χωρών, στις οποίες διαδόθηκε ο
Προτεσταντισμός. Σήμερα, παρά τη μεγάλη ιστορική απόσταση και παρά
τους ποικίλους παράγοντες που άσκησαν επιδράσεις στην εξέλιξη των
κοινωνιών από την Μεταρρύθμιση και κατόπιν, οι πιο ανεπτυγμένες χώρες
είναι – με πολύ λίγες εξαιρέσεις – αμιγώς ή στην πλειοψηφία του
πληθυσμού τους προτεσταντικές. Οι Σκανδιναβικές Χώρες και η Αγγλία
είναι αμιγώς προτεσταντικές, οι λοιπές Αγγλοσαξονικές Χώρες, η
Γερμανία και η Ελβετία είναι κατά πλειοψηφία προτεσταντικές.
Ο έλεγχος της
ορθότητας αυτής της θέσης προϋποθέτει έναν σύνθετο «δείκτη της
κοινωνικής ανάπτυξης» στον οποίο θα συνυπολογίζονταν οι επιμέρους
διαστάσεις της ανάπτυξης, δηλαδή η οικονομική ανάπτυξη, η
επιστημονική πρόοδος και το τεχνολογικό επίπεδο εξέλιξης μιας
κοινωνίας. Ένας τέτοιος δείκτης δεν υπάρχει. Ως υποκατάστατο
χρησιμοποιείται συνήθως το κατά κεφαλή εισόδημα. Το κατά κεφαλή
εισόδημα είναι ένας οικονομικός δείκτης περιορισμένης εγκυρότητας για
τη μέτρηση του επιπέδου ανάπτυξης, επειδή το υψηλό εθνικό εισόδημα
μπορεί να προέρχεται από τους φυσικούς πόρους μας κοινωνίας. Χώρες
όπως το Κουβέιτ ή τα Αραβικά Εμιράτα έχουν τα υψηλότερα κατά κεφαλή
εισοδήματα στον κόσμα επειδή ευνοήθηκαν από την κοινωνικά τυχαία
γεωλογική κατανομή των κοιτασμάτων πετρελαίου και είναι σε θέση να
αγοράσουν τα νεότερα προϊόντα της επιστημονικής ανάπτυξης και της
τεχνολογικής εξέλιξης άλλων χωρών, τα οποία οι ίδιες δεν είναι σε
καμία περίπτωση σε θέση να τα παραγάγουν λόγω του χαμηλού τους
πολιτιστικού και πνευματικού επιπέδου. Γίνεται συνεπώς σαφής ο λόγος,
για τον οποίο η εγκυρότητα του κατά κεφαλή εισοδήματος ως δείκτη
κοινωνικής ανάπτυξης είναι περιορισμένη.
Πρέπει επιπλέον να ληφθεί υπόψη ότι σε κοινωνίες με καθολικούς και
προτεστάντες, οι οποίες οργανώθηκαν νωρίς ως κράτη, υπήρξε μία διάχυση
των χαρακτηριστικών του προτεσταντικού πληθυσμού (επιχειρηματικό
πνεύμα, πειθαρχία, οργάνωση κλπ.), ώστε παρά τις θρησκευτικές
διαφορές διαμορφώθηκαν ενιαία κοινωνικά χαρακτηριστικά. Η Ελβετία
είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για την εν λόγω περίπτωση. Έτσι,
είναι εμφανές ότι οι Ελβετοί της Νοτίου Ελβετίας, που είναι ιταλικής
προέλευσης και ομιλούν Ιταλικά ως μητρική γλώσσα, συμπεριφέρονται
ωστόσο ως Ελβετοί και όχι ως Ιταλοί, όσον αφορά την οργάνωση, την τάξη,
την πειθαρχία, την καθαριότητα των δρόμων και των πόλεών τους. Ο
επισκέπτης που περνά τα σύνορα και εισέρχεται από την Ιταλία στην
Ελβετία εντυπωσιάζεται από την διαφορά των κοινωνιών, μολονότι και από
τις δυο πλευρές των συνόρων ακούει Ιταλικά.
Στην πορεία
που ακολούθησαν οι προτεσταντικές χώρες η οικονομική, η κοινωνική και
η πολιτική διάσταση της εξέλιξής τους αλληλοεπηρεάστηκαν μεταξύ τους.
Έτσι, η οικονομική ανάπτυξη επηρεάστηκε από την πολιτική
σταθερότητα αλλά, από την άλλη πλευρά, η πολιτική σταθερότητα
πραγματοποιήθηκε ευκολότερα σε ευημερούντα οικονομικά συστήματα.
Οι
προτεσταντικές χώρες χαρακτηρίστηκαν στη μέγιστη πλειοψηφία τους από
ομαλή πολιτική εξέλιξη και από εμφανή απουσία μεγάλης μαζικής
βιαιότητας. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η πολιτική εξέλιξη καθορίζεται
από πολλούς άλλους παράγοντες, έχει ιδιαίτερη θεωρητική σημασία ότι
οι προτεσταντικές κοινωνίες εμφανίζουν μεγάλη ομοιογένεια σε σχέση
με την ομαλή πολιτική τους εξέλιξη.
Η πολιτική αυτή εξέλιξη, η οποία κατέληξε στη δημιουργία σταθερών
δημοκρατιών ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της σταδιακής πολιτικής
και κοινωνικής κινητοποίησης των πληθυσμών των προτεσταντικών χωρών
μέσω του πρώιμου αλφαβητισμού και της εκπαιδευτικής εξέλιξης που
επακολούθησε. Σχηματικά οι μακροσκοπικές επιδράσεις της Ευαγγελικής
Μεταρρύθμισης παρουσιάζονται στο Σχήμα 1.
Σχήμα 1:
Μακροϊστορικές συνέπειες της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ |
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ |
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ |
Προτεσταντική |
Προτεσταντικό |
Ανάπτυξη του |
Μεταρρύθμιση |
ήθος
εργασίας |
βιομηχανικού |
|
|
καπιταλισμού |
Πρώιμος
αλφαβητισμός |
Σταθερές |
και
συνακόλουθη |
δημοκρατίες, |
εκπαιδευτική
εξέλιξη |
οικοδόμηση
του |
|
κράτους
πρόνοιας |
Επιστημονική
και |
τεχνολογική |
εξέλιξη |
Στο μοντέλο
των εξελικτικών σταδίων, η πολιτική εξέλιξη από το τέλος του
Μεσαίωνα και κατόπιν χαρακτηρίζεται από τέσσερα στάδια, που
συμπίπτουν με αντίστοιχες τέσσερις εξελικτικές κρίσεις (Rokkan
1975).[1]
Το πρώτο στάδιο είναι η συγκρότηση των κρατών με την στενή έννοια, ως
πολιτικο-διοικητικών κέντρων εξουσίας. Το δεύτερο συμπεριλαμβάνει τη
διαμόρφωση των εθνικών κρατών που βασίζονται στην εθνική ταυτότητα
των πολιτών τους. Στο τρίτο εντάσσεται η ανάπτυξη του
κοινοβουλευτισμού με τη διεύρυνση της πολιτικής συμμετοχής και στο
τέταρτο η εδραίωση του κράτους πρόνοιας με την συνακόλουθη εισαγωγή
των κοινωνικών δικαιωμάτων πέραν των πολιτικών. Αυτή η εξελικτική
πορεία χαρακτηρίζεται από μία εσωτερική δυναμική με την έννοια ότι η
ολοκλήρωση του κάθε σταδίου με τη λύση της αντίστοιχης κρίσης
δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την μετάβαση στο επόμενο στάδιο.
Η πορεία των
διαδοχικών σταδίων που προδιαγράφει το μοντέλο επηρεάζεται ωστόσο
από εξωγενείς παράγοντες, από τους οποίους άλλοι ενεργούν θετικά κα
άλλοι αρνητικά, ώστε ανάλογα με την διαφορετική κατανομή αυτών των
εξωγενών παραγόντων στις επιμέρους χώρες, η εξελικτική πορεία που
διέγραψε η κάθε χώρα ήταν περισσότερο ή λιγότερο ομαλή. Τι σημαίνει
αυτό συγκεκριμένα; Η συγκρότηση ενός κράτους, για παράδειγμα,
συνάντησε περισσότερα εμπόδια, όταν στο περιβάλλον του πολιτικού
συστήματος υπήρχαν περισσότερα αντίπαλα κέντρα εξουσίας. Αντίθετα,
ήταν ευκολότερη και συντελέστηκε χωρίς μεγάλες δυσκολίες, όταν δεν
υπήρχαν αντίπαλα κέντρα εξουσίας.
Σχήμα 2: Το
μοντέλο των εξελικτικών σταδίων του
Stein Rokkan
με τις ιστορικές προϋποθέσεις και συνέπειες της πολιτικής εξέλιξης
|
Ευαγγελική Μεταρρύθμιση (1517)
|
Διάδοση του προτεσταντισμού
|
Αλφαβητισμός Άνοδος
του καπιταλισμού
|
Δημιουργία κρατών (τέλος του Μεσαίωνα)
|
Συγκρότηση εθνικών κρατών
|
Πολιτική συμμετοχή – Εδραίωση του κοινοβουλευτισμού
|
Λύση της κρίσης της ανακατανομής
Þ
Κράτος πρόνοιας
|
Σταθερές δημοκρατίες και ανεπτυγμένες οικονομίες |
Αντίστοιχα,
στη δεύτερη φάση, η συγκρότηση του εθνικού κράτους, ήταν πιο εύκολη
στις περιπτώσεις, στις οποίες ο πληθυσμός της επικράτειας ήταν
γλωσσικά, θρησκευτικά και φυλετικά ομοιογενής, όταν δηλαδή τα όρια
της εδαφικής επικράτειας συνέπιπταν με τα γλωσσικά, θρησκευτικά και
φυλετικά όρια. Και αντιστρόφως.
Το επίπεδο
του αλφαβητισμού των κοινωνιών κατά την έναρξη της πρώτης φάσης της
συγκρότησης των κρατών – και στη συνέχεια της συγκρότησης των εθνικών
κρατών – ήταν ένας από αυτούς τους εξωγενείς παράγοντες που καθόρισαν
σημαντικά την εξελικτική πορεία. Αυτό ακριβώς είναι το κύριο θέμα της
παρούσας εργασίας, η οποία επικεντρώνεται στον ιστορικά πρώιμο
αλφαβητισμό των προτεσταντικών κοινωνιών, που έδωσε το εκπαιδευτικό
προβάδισμα σε αυτές τις κοινωνίες.
Η Ευαγγελική
Εκκλησία οργάνωσε σε συντομότατο διάστημα μετά την ίδρυσή[2]
της μία στοιχειώδη εκπαίδευση και προώθησε τη διάδοση γνώσεων γραφής
και ανάγνωσης σε όλα τα μέλη της εκκλησίας, για να είναι σε θέση να
διαβάσουν το μεταφρασμένο στη γλώσσα τους Ευαγγέλιο. Το Ευαγγέλιο
μεταφράστηκε αμέσως από την Ευαγγελική Εκκλησία στις ομιλούμενες
ευρωπαϊκές γλώσσες. Ότι το μέλος της εκκλησίας πρέπει να έχει άμεση
προσωπική κατανόηση του Ευαγγελίου είναι μία από τις πιο κεντρικές
παραδοχές του Ευαγγελικού δόγματος. Από την παραδοχή αυτή απόρρεε η
επιταγή για την Ευαγγελική Εκκλησία, να φροντίσει αποτελεσματικά για
την υλοποίηση των προϋποθέσεων αυτής της κατανόησης, να προωθήσει
δηλαδή τον αλφαβητισμό των μελών της Εκκλησίας. Η δράση της
Ευαγγελικής Εκκλησίας προς αυτή την κατεύθυνση έδωσε έτσι μία
εξαιρετική ώθηση στον αλφαβητισμό του πληθυσμού των προτεσταντικών
κοινωνιών σε μία χρονική περίοδο, στην οποία το 90% και πλέον του
παγκόσμιου πληθυσμού δεν είχε ούτε στοιχειώδεις γνώσεις γραφής και
ανάγνωσης (Βρυνιώτη, 2000, Κελπανίδης, 2002).
Αυτός είναι ο
θρησκευτικός λόγος για τον οποίο ο αλφαβητισμός των ευρύτερων
λαϊκών στρωμάτων άρχισε ιστορικά στις προτεσταντικές χώρες, τις
οποίες ακολούθησαν με σημαντική καθυστέρηση στην πορεία της
καθολικής Αντιμεταρρύθμισης οι καθολικές και οι άλλες χώρες. Όπως
χαρακτηριστικά περιγράφει την ιστορική αυτή συγκυρία ο σήμερα
σημαντικότερος Γερμανός ιστορικός,
Hans-Ulrich
Wehler,
“Το κυρίαρχο μοτίβο, το οποίο έδωσε ώθηση στις εκπαιδευτικές διαδικασίες
σε όλες τις προτεσταντικές χώρες από το δεύτερο τρίτο του 16ου αιώνα
και μετά ήταν η επιμονή όλων των Ευαγγελικών Μεταρρυθμιστών να
υποχρεώσουν τα μέλη της Ευαγγελικής Εκκλησίας να διαβάσουν την Αγία
Γραφή στην μητρική τους γλώσσα. Αφού ο καθολικός ιερέας είχε πια
απολέσει το ρόλο του ως μεσολαβητής για τη σωτηρία της ψυχής και η
ακατανόητη λειτουργία, σε ξένη γλώσσα (στα λατινικά, Μ.Κ.) της
Καθολικής Εκκλησίας είχε ανατραπεί, κάθε ευαγγελικός ιερέας όφειλε
να ανταποκριθεί στο επίμονο αίτημα, να είναι σε θέση ο κάθε πιστός
να διαβάσει μόνος του στο πλαίσιο της κατήχησης τη μεταφρασμένη από
τον Λούθηρο στην ομιλούμενη γλώσσα Βίβλο. Πολλοί ηγεμόνες γερμανικών
κρατιδίων και δημοτικοί άρχοντες θεώρησαν ότι είναι υποχρεωμένοι,
ως εκπρόσωποι της κοσμικής εξουσίας να ανταποκριθούν στην εντολή
αυτή.” (Wehler,
1989: 284)
Συνεπώς, ενώ τα
αίτια της προώθησης του αλφαβητισμού ήταν καθαρά θρησκευτικά, το
προβάδισμα που απέκτησαν οι προτεσταντικές χώρες είχε στη συνέχεια
μια σειρά αλυσιδωτών κοινωνικών συνεπειών όσον αφορά την εδραίωση
σταθερών δημοκρατιών, ισχυρών οικονομιών και αργότερα κρατών
πρόνοιας στις χώρες αυτές. Ο
Wehler
παρατηρεί στο σημείο αυτό τα εξής:
«Συνειδητοποιώντας
κανείς αυτά τα καθαρά θρησκευτικά κίνητρα, που καθόρισαν τη διάθεση
για μάθηση των Ευαγγελικών Χριστιανών, κατανοεί πως ο ισχυρισμός, ότι
η άνθηση του εκπαιδευτικού συστήματος των προτεσταντικών χωρών
οφείλεται στις ανάγκες του πρώιμου καπιταλισμού, δεν αποτελεί παρά μία
εθελοτυφλούσα ιδεολογική διαστρέβλωση της πραγματικότητας» (Wehler,
1989: 285).
Με την
υποστήριξη της ζωντανά ομιλούμενης στην κάθε χώρα γλώσσας από πλευράς
της Ευαγγελικής Εκκλησίας – και την συνακόλουθη κατάργηση στη
λειτουργία της «νεκρής» και μη κατανοητής από το λαό λατινικής
γλώσσας, που ήταν το όργανο της πολιτιστικής κυριαρχίας της
Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας – η Ευαγγελική Εκκλησία συνέδεσε άμεσα τις
ενέργειές της με τις πολιτικές προσπάθειες των βόρειων ηγεμόνων για τη
συγκρότηση εθνών στους χώρους της εδαφικής επικράτειάς τους. Με την
σύμπραξη αυτή κράτους και εκκλησίας στις προτεσταντικές χώρες, η
Ευαγγελική Εκκλησία έγινε στις βόρειες χώρες «κρατική εκκλησία»
(State Church, Staatskirche ή Landeskirche) και ο ευαγγελικός κλήρος
ενσωματώθηκε
de
facto με
διάφορους τρόπους στην κρατική διοίκηση. Έτσι η στενή σύνδεση της
πίστης στο Ευαγγελικό δόγμα με την διαμορφούμενη νέα εθνική
ταυτότητα έδωσε μία εξαιρετικά ισχυρή ώθηση στις προσπάθειες της
συγκρότησης εθνών στην Βόρειο Ευρώπη.
Η ιστορική
σημασία του αλφαβητισμού για την πολιτική εξέλιξη των ευρωπαϊκών
χωρών μετά το τέλος του Μεσαίωνα συνίσταται έτσι πρώτο, στην
ενεργοποίηση των πληθυσμών με τη διάδοση των γνώσεων γραφής και
ανάγνωσης η οποία τους διάνοιξε τη δυνατότητα να κατανοούν γραπτά
μηνύματα και πληροφορίες, που προέρχονταν από απομακρυσμένες πηγές
εκτός του στενού πλαισίου της προφορικής επικοινωνίας μέσα στο άμεσο
περιβάλλον τους. Δεύτερο, η γλώσσα ορίζει κατά κύριο λόγο την
διαχωριστική γραμμή της εθνικής ταυτότητας ανάμεσα στους ομοεθνείς
και στους ξένους. Η εφεύρεση της τυπογραφίας στα μέσα του 15ου
αιώνα λειτούργησε καταλυτικά για την επικράτηση εκείνων των γλωσσών,
οι οποίες διέθεταν ήδη γραπτό αλφάβητο, γνωστό σε μεγάλες
πληθυσμιακές ομάδες, που μιλούσαν την συγκεκριμένη γλώσσα και οι
οποίες επρόκειτο να είναι οι αποδέκτες των βιβλίων. Φυσικά η τύπωση
και διακίνηση βιβλίων σε ορισμένες γλώσσες λειτούργησε
ανατροφοδοτικά ενισχύοντας αυτές τις γλώσσες και περιθωριοποιώντας
συγχρόνως τις άλλες που δεν πληρούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για
την τύπωση βιβλίων.
Έτσι, η
επικράτηση συγκεκριμένων γλωσσών καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τις
συνθήκες της διαμόρφωσης των εθνοτήτων και διευκόλυνε μέσω αυτής
σημαντικά τη συγκρότηση των εθνικών κρατών, στις περιπτώσεις στις
οποίες πληρούνταν οι παραπάνω προϋποθέσεις. Οι προϋποθέσεις αυτές
πληρούνταν, για τους λόγους που αναπτύχθηκαν παραπάνω, στις
προτεσταντικές χώρες, στις οποίες ο πρώιμος αλφαβητισμός διευκόλυνε
την διαμόρφωση γλωσσικής–εθνικής ταυτότητας και, ως συνέπεια, τη
συγκρότηση ισχυρών εθνικών κρατών.
Από
τα μέσα του 17ου αιώνα και ύστερα οι ηγεμόνες των βόρειων
κρατών και κυρίως οι εκπρόσωποι της «πεφωτισμένης μοναρχίας» άρχισαν
σταδιακά να κατανοούν ότι η στοιχειώδης εκπαίδευση είναι ευθύνη της
πολιτείας, επειδή οι βασικές δεξιότητες της γραφής και ανάγνωσης, που
παρείχε αυτή η πρώτη μορφή στοιχειώδους εκπαίδευσης, ήταν
αναγκαίες προϋποθέσεις της πολιτικής και κοινωνικής επικοινωνίας.
Για να διεισδύσει το πολιτικό κέντρο στην περιφέρεια, να
ενεργοποιήσει την κοινωνία της επικράτειάς του και να κινητοποιήσει
τους πολίτες για τους στόχους του, έπρεπε πρώτα να διανοίξει τις οδούς
της επικοινωνίας. Η βασική οδός της επικοινωνίας ήταν η στοιχειώδης
εκπαίδευση, ώστε η διάχυση των βασικών δεξιοτήτων γραφής και
ανάγνωσης αποτέλεσε πρωταρχική λειτουργική αναγκαιότητα της
διείσδυσης του πολιτικού κέντρου στην περιφέρεια.
Τα ιστορικά
ντοκουμέντα του 17ου αιώνα τεκμηριώνουν τη σταδιακή μεταφορά των
ευθυνών και αρμοδιοτήτων – και συνεπώς και της εποπτείας και ελέγχου
της εκπαίδευσης – από την εκκλησία στο κράτος.[3]
Ο καταστατικός χάρτης της εκπαίδευσης του κρατιδίου της Βαϊμάρης
ορίζει για πρώτη φορά το 1619 τη στοιχειώδη εκπαίδευση ως υποχρεωτική.
Το παράδειγμα της ακολουθούν άλλα κρατίδια και ορίζουν την
εκπαίδευση ως αντικείμενο, που εντάσσεται στην ευθύνη της κοσμικής
εξουσίας, όπως το κρατίδιο της
Gotha
(1642). Το
Braunschweig
ιδρύει στα πλαίσια της κρατικής του διοίκησης τη Γενική Επιθεώρηση
των σχολείων της επικράτειάς του (1651), το κράτος της Würrtemberg
εισάγει την υποχρεωτική στοιχειώδη εκπαίδευση το 1649. Η Πρωσσία
ακολουθεί με πρώτα μέτρα το 1717. Μισό αιώνα αργότερα, στην περίοδο
της βασιλείας του Φρειδερίκου Β΄, του κατεξοχήν εκπροσώπου της
“πεφωτισμένης μοναρχίας” του 18ου αιώνα, η Πρωσσία θεσπίζει τη
δωρεάν υποχρεωτική εκπαίδευση για τα πρώτα 7 ως 8 έτη, για τις
ηλικίες 6 ως 13/14 ετών (Flora
et al.,
1983: 553-633).
Μια σύντομη
ματιά στο διεθνές περιβάλλον της Γερμανίας δείχνει ότι με αυτή τη
ρύθμιση η Πρωσσία καταλαμβάνει διεθνώς την πρώτη θέση. Μολονότι στις
αρχές του 19ου αιώνα στην Πρωσσία φοιτά στην πράξη μόνο το 50% περίπου
των αντίστοιχων ηλικιών σε σχολεία της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, τα
ιστορικά δεδομένα τεκμηριώνουν την σαφή ποσοτική υπεροχή της στα
ποσοστά του αλφαβητισμού του πληθυσμού σε σχέση με τις μεγάλες
ευρωπαϊκές χώρες. Με απόσταση ακολουθούν την Πρωσσία η Αγγλία
(Cunningham, 1992: 313-328), η Γαλλία (Vogler, 1992: 276-286). και –
με πολύ μεγάλη απόσταση – η Ρωσσία. Σχετικά ασφαλείς συγκρίσεις
μπορούν να γίνουν, όπως παρατηρεί ο
Peter Flora,
μόνο από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά. Έτσι, γύρω στα 1850 το
ποσοστό του ενήλικου πληθυσμού που μπορούσε να διαβάσει και να γράψει
ανέρχονταν στην Πρωσσία στο 80%, στην Αγγλία και στη Γαλλία το πολύ
στο 55 - 60% και στη Ρωσσία μόνο στο 5 - 10% (Flora, 974: 147).
Η Αυστρία,
παρόλο ότι ανήκει στις καθολικές χώρες, οι οποίες καθυστέρησαν στον
αλφαβητισμό των πληθυσμών τους, εισήγαγε το 1774 – μιμούμενη το
παράδειγμα της Πρωσσίας, με την οποία βρισκόταν σε οξύ πολιτικό και
στρατιωτικό ανταγωνισμό, μολονότι από την άλλη πλευρά τις δύο χώρες
συνέδεαν και τα κοινά σημεία της γερμανικής παράδοσης – με
πρωτοβουλία του Ιωσήφ ΙΙ, υιού και διαδόχου (μετά το 1780) της
αυτοκράτειρας Μαρίας Θηρεσίας, την υποχρεωτική εκπαίδευση.
Οι
σκανδιναβικές χώρες, ως αμιγώς προτεσταντικές, προώθησαν νωρίς τον
αλφαβητισμό των πολιτών τους ενάντια στους γεωγραφικούς παράγοντες,
που δυσχέραιναν σημαντικά την αποτελεσματική διείσδυση της
εκκλησιαστικής και κρατικής διοίκησης σε όλους τους χώρους της
εδαφικής τους επικράτειας. Δεδομένου ότι μεγάλο μέρος του
γεωγραφικού χώρου της σκανδιναβικής χερσονήσου βρίσκεται στον βόρειο
πολικό κύκλο και είναι αραιοκατοικημένο, η πρόσβαση στους πληθυσμούς
αυτού του χώρου είναι δύσκολη. Ο ζήλος ωστόσο των Ευαγγελικών
μεταρρυθμιστών ήταν ισχυρότερος από τα γεωφυσικά εμπόδια της
Σκανδιναβίας. Έτσι, την τρίτη στην χρονική εξέλιξη θέση
καταλαμβάνει η Δανία, η οποία εισήγαγε το 1814 την υποχρεωτική
εκπαίδευση 7 ετών, θεσπίζοντας για όλα τα παιδιά ηλικίας 7 ως 14
ετών τη φοίτηση τριών ημερών την εβδομάδα στο σχολείο. Στη Σουηδία, η
υποχρεωτική εκπαίδευση εισήχθη το 1842 – σχεδόν ταυτόχρονα με την
Ελλάδα, όπου ο αποφασιστικός παράγοντας ήταν η εθνική επανάσταση
και η παλιγγενεσία – χωρίς σαφές χρονικό όριο των ετών υποχρεωτικής
εκπαίδευσης) καθώς και στη Νορβηγία (1848) για όλα τα παιδιά ηλικίας 7
ως 14 ετών (Flora
et al.,
1983)
[4].
Πίνακας 1:
Εισαγωγή της υποχρεωτικής εκπαίδευσης (Flora
et al.,
1983)
Πρωσσία |
1763 |
7-8 έτη |
Αυστρία |
1774 |
|
Δανία |
1814 |
7 έτη |
Σουηδία |
1842 |
|
Νορβηγία |
1848 |
|
Ελβετία |
1874 |
|
Ιταλία |
1877 |
|
Αγγλία |
1880 |
|
Γαλλία |
1882 (1789) |
|
Ιρλανδία |
1892 |
|
Ολλανδία |
1900 |
|
Βέλγιο |
1914 |
|
Έτσι, ισχυρά
εθνικά κράτη δημιουργήθηκαν σε εκείνους τους γεωπολιτικούς χώρους,
όπου οι «πεφωτισμένοι» μονάρχες και οι διοικήσεις τους είχαν
κατανοήσει αυτές τις αναγκαιότητες της πολιτικής επικοινωνίας, όπως
συνέβη κυρίως στις προτεσταντικές χώρες ανάμεσα στις οποίες η Πρωσσία
είναι το κατεξοχήν παράδειγμα.
Στις καθολικές
χώρες στις οποίες η Καθολική Εκκλησία ασκούσε τον έλεγχο της
εκπαίδευσης, εμποδίστηκε η εισαγωγή της κρατικής εκπαίδευσης και η
συγκρότηση των εθνικών κρατών αντιμετώπισε πολύ μεγαλύτερες
δυσκολίες. Η στάση της Καθολικής Εκκλησίας αποτέλεσε συνολικά έναν
μείζονα ανασταλτικό παράγοντα της συγκρότησης των εθνικών κρατών και
ο ιστορικός ρόλος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην συγκρότηση
των εθνών ήταν αντιδραστικός. Οι λόγοι είναι προφανείς. Πρώτο, η
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ήταν στο Μεσαίωνα, στη μακρά περίοδο της
φεουδαρχίας, η μόνη συμπαγής υπερτοπική και υπερκρατική εξουσία,
δεδομένου ότι η «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους»
είχε μόνο σκιώδη υπόσταση και ο εκάστοτε αυτοκράτορας δεν είχε
πραγματική εξουσία. Η εξουσία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας σαφώς δεν
ήταν μόνο θρησκευτική, αλλά εκτείνονταν σε όλους τους τομείς: στον
πολιτιστικό με την επιβολή της λατινικής γλώσσας, την οποία δεν
γνώριζε ούτε το 5% του πληθυσμού, στον κοινωνικό με την επιρροή της
στα δημόσια ήθη και τον περιορισμό της ελεύθερης έκφρασης γνώμης,
στον οικονομικό, εφόσον είχε τεράστια περιουσία από πολλές πηγές αλλά
και από τους φόρους που κατέβαλλαν οι καθολικοί ηγεμόνες στο Πάπα, και
στον πολιτικό τομέα επηρεάζοντας άμεσα τους καθολικούς ηγεμόνες και
διατηρώντας άτυπες και μεταβαλλόμενες συμμαχίες με ορισμένους από
αυτούς εναντίον άλλων. Με τον τρόπο αυτό, ο Πάπας μπορούσε πάντα να
επεμβαίνει πολιτικά ή και στρατιωτικά στα εσωτερικά του κάθε
κράτους.
Στις
προτεσταντικές χώρες, οι οποίες ακολούθησαν μια πορεία ομαλής
πολιτικής εξέλιξης, που οδήγησε σε σταθερές κοινοβουλευτικές
δημοκρατίες, εντάσσονται οι αγγλοσαξονικές και οι σκανδιναβικές
χώρες, η Ολλανδία και η Ελβετία. Οι τελευταίες δύο δεν είναι αμιγώς
προτεσταντικές, αλλά η προτεσταντική ομάδα είναι η κοινωνικά
επικρατέστερη.[5]
Στη Γερμανία η συγκρότηση του εθνικού κράτους εμποδίστηκε και
καθυστέρησε κυρίως λόγω της γεωπολιτικής θέσης της Γερμανίας ανάμεσα
στις Μεγάλες Δυνάμεις – Αγγλία–Γαλλία από τα δυτικά και Ρωσσία από τα
ανατολικά – οι οποίες επιδίωξαν με την πολιτική τους τη διατήρηση του
κατακερματισμού της Γερμανίας σε εκατοντάδες κρατίδια. Η καθυστέρηση
αυτή οφείλεται ωστόσο και στην αντιπαράθεση της Καθολικής με την
Ευαγγελική Εκκλησία, η οποία οδήγησε σε μακροχρόνιους θρησκευτικούς
πολέμους στη Γερμανία.
Η σύγκρουση της Καθολικής Εκκλησίας με το κράτος έλαβε την πιο βίαιη
μορφή της στην περίπτωση της Γαλλίας. Το εκκοσμικευμένο εθνικό κράτος
που δημιούργησε η Γαλλική Επανάσταση αντιμετώπισε από την αρχή την
Καθολική Εκκλησία ως θανάσιμο εχθρό του. Η διάσπαση των πολιτικών
δυνάμεων υπέρ και κατά της Καθολικής Εκκλησίας διαμόρφωσε μία
διχασμένη πολιτική κουλτούρα στη Γαλλία, η οποία υφίσταται ουσιαστικά
ως σήμερα. Όπως παρατηρεί ο
Gabriel Almond
συγκρίνοντας τα πολιτικά συστήματα της Αγγλίας και Γαλλίας, τα
συστήματα αυτά είναι δύο πολύ διαφορετικοί τύποι της πολιτικής
εξέλιξης. Η Αγγλία είναι το κατ’ εξοχήν παράδειγμα της σταδιακής και
ομαλής πολιτικής εξέλιξης και του μετασχηματισμού των απολυταρχικών
θεσμών στους θεσμούς της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας
χωρίς μεγάλη μαζική βιαιότητα. Αντίθετα, η Γαλλία καταλαμβάνει το
άλλο άκρο, με ένα πολιτικό σύστημα που χαρακτηρίστηκε σε όλη την
ιστορία του ως την μεταπολεμική περίοδο από επανειλημμένες βίαιες
καθεστωτικές ανατροπές, διχασμένη πολιτική κουλτούρα και έλλειψη
νομιμότητας.
«Τα
προβλήματα της εθνικής ταυτότητας και της δημιουργίας του έθνους στη
Βρεταννία λύθηκαν σταδιακά και σε μία συνεχή διαδικασία στη διάρκεια
μερικών αιώνων…Η συνέχεια και η σταδιακή χωρίς ρήγματα πορεία ήταν
συνέπεια εν μέρει των σχετικά μικρών προβλημάτων που αντιμετώπιζε το
πολιτικό σύστημα λόγω της πολιτιστικής ομοιογένειας και της έλλειψης
πίεσης από το διεθνές περιβάλλον του πολιτικού συστήματος.».. «Η
γαλλική πολιτική κουλτούρα ήταν διχασμένη και αλλοτριωμένη πριν από τη
Γαλλική Επανάσταση και, όπως φαίνεται, παραμένει έτσι ουσιαστικά ως
σήμερα… Η μοίρα όλων των συνταγμάτων που ψηφίστηκαν στη Γαλλία ήταν να
αλλοτριώσουν πολιτικά ή την Αριστερά ή τη Δεξιά και το πολιτικό
σύστημα δεν απέκτησε ποτέ μία ευρεία νομιμότητα που θα μπορούσε να
διασφαλίσει τόσο λαϊκή συμμετοχή όσο και αποτελεσματική διακυβέρνηση»
(Almond
&
Powell,
1966: 315-316)
Συνέπεια της
διχασμένης πολιτικής κουλτούρας είναι η πολιτική αστάθεια, οι
επανειλημμένες καθεστωτικές ανατροπές και η συχνή κατάρρευση του
γαλλικού πολιτικού συστήματος σε περιόδους κρίσης. Υπενθυμίζω ότι
στον πρωσσο-γαλλικό πόλεμο του 1870 οι Γάλλοι συνθηκολόγησαν σε έξι
εβδομάδες, ενώ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε μόνο 5 εβδομάδες.
Η πρόοδος στην εκπαίδευση στη Γαλλία ήταν αποτέλεσμα της εκπαιδευτικής
πολιτικής του εκκοσμικευμένου κράτους, το οποίο επιδίωξε από την αρχή
να αποκτήσει τον έλεγχο της εκπαίδευσης και να μειώσει στον ελάχιστο
δυνατό βαθμό την επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας στο σχολείο.
Από
τις άλλες μεγάλες καθολικές χώρες της Ευρώπης, η Ισπανία και η Ιταλία
τεκμηριώνουν σαφώς την παραπάνω γενίκευση. Η αντιπαράθεση Καθολικής
Εκκλησίας και κράτους ήταν σε αυτές τις χώρες έντονη και μακρά, η
εξέλιξη του αλφαβητισμού καθυστέρησε και η Καθολική Εκκλησία
ήλεγχε για μεγάλο διάστημα το εκπαιδευτικό σύστημα. Η πολιτική
εξέλιξη χαρακτηρίστηκε από μαζική βιαιότητα και κατέληξε σε ασταθή
πολιτικά συστήματα και σε προβληματικές δημοκρατίες.
Αντίθετα, στην
πλειοψηφία των προτεσταντικών χωρών η ομαλή πολιτική εξέλιξη που
οδήγησε σε σταθερά κοινοβουλευτικά συστήματα διαμόρφωσε, όπως είδαμε,
και τις προϋποθέσεις για την εδραίωση του κράτους πρόνοιας με την
εισαγωγή των κοινωνικών δικαιωμάτων στο τέταρτο στάδιο. Ο κύριος
φορέας της προώθησης των κοινωνικών δικαιωμάτων ήταν στα τελευταία
100 χρόνια τα εργατικά κόμματα.
Η επανάσταση των μπολσεβίκων στη Ρωσσία οδήγησε στη διάσπαση των
εργατικών κομμάτων μετά το 1917. Από τη διάσπαση αυτή προήλθαν από τη
μια πλευρά τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, τα οποία επιδίωξαν με νόμιμα
κοινοβουλευτικά μέσα τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, με στόχο τη
βελτίωση των συνθηκών ζωής και της κοινωνικής κατάστασης των εργατών.
Από την άλλη πλευρά, από τη διάσπαση προήλθαν τα κομμουνιστικά κόμματα,
τα οποία απέρριψαν την οδό των μεταρρυθμίσεων και προσπάθησαν να
καταλάβουν βίαια την εξουσία κατά το πρότυπο των μπολσεβίκων. Στις
περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες της Βορείου και Βορειοδυτικής Ευρώπης,
οι οποίες ήταν οι προτεσταντικές χώρες, απέκτησαν τα σοσιαλδημοκρατικά
κόμματα μαζική απήχηση στους εργάτες και ανήλθαν ως η μεγάλη πολιτική
δύναμη του εργατικού χώρου στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Τη
θεωρητική βάση αυτής της μεταρρυθμιστικής πορείας αποτέλεσε η θεωρία
του σοσιαλδημοκρατικού ρεβιζιονισμού της οποίας ο κύριος
θεωρητικός εκπρόσωπος είναι ο
Eduard
Bernstein,
ο οποίος οδηγήθηκε στην αναθεώρηση της θεωρίας του Μαρξ από τα
γεγονότα που απεδείκνυαν ήδη πριν από το 1900 την αυξανόμενη
αντίφαση ανάμεσα στις προγνώσεις του Μαρξ και στα δεδομένα της
κοινωνικής εξέλιξης. (Κελπανίδης, 2002,
Kelpanides,
1999).[6]
O
Bernstein
υπήρξε συνεργάτης του Μαρξ και, μετά τον θάνατό του Μαρξ, στενός
συνεργάτης του Ένγκελς. Ο Bernstein ήταν ηγετικό στέλεχος του
Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας, το οποίο είχε
συγκροτηθεί το 1875 στο ενωτικό συνέδριο στην πόλη Gotha με την
αποδοχή του πολιτικού προγράμματος, που ονομάστηκε «Πρόγραμμα της
Gotha» (Gothaer Programm). Στο πρόγραμμα αυτό ο Μαρξ, ο οποίος ως
αναμφισβήτητος θεωρητικός ηγέτης, έδινε τις κατευθυντήριες γραμμές
από το Λονδίνο, άσκησε κριτική, επειδή κατά την άποψή του ήταν πολύ
μετριοπαθές, προϊόν του συμβιβασμού με την πολιτική πτέρυγα των
οπαδών του
Ferdinand Lassalle.
(Marx,
1966[1875]).
Ο Bernstein ήταν συντάκτης της εφημερίδας του Κόμματος «Der Sozialdemokrat»
και ήταν τόσο σημαντική προσωπικότητα στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα,
ώστε ο Ένγκελς τον όρισε στη διαθήκη του (μαζί με τον August Bebel)
κληρονόμο και διαχειριστή του αρχείου του, ολόκληρου δηλαδή του
συγγραφικού έργου του, στο οποίο περιέχονταν και έργα που είχε
συγγράψει μαζί με τον Μαρξ. Ως διανοούμενος με βαθιές γνώσεις στις
Κοινωνικές Επιστήμες και στη Φιλοσοφία και από την ηγετική θέση που
κατείχε στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, ο Bernstein είχε την καλύτερη
πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τις κοινωνικές εξελίξεις στη
Γερμανία και στις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Επιπλέον είχε ζήσει πολλά
χρόνια στην Αγγλία και στην Ελβετία, ώστε γνώριζε τις τρέχουσες
εξελίξεις στις πιο αναπτυγμένες χώρες από πρώτο χέρι. Έτσι, ήταν από
τους πρώτους που διέγνωσαν τις αντιφάσεις ανάμεσα στις προγνώσεις
του Μαρξ και στις πραγματικές εξελίξεις στις ανεπτυγμένες Ευρωπαϊκές
δημοκρατίες. Ο Bernstein ήταν σε θέση να κάνει ορθή διάγνωση αυτών
των αντιφάσεων, ανάμεσα στην θεωρία και στην πραγματικότητα, επειδή
από την μια πλευρά ήταν άριστος γνώστης της θεωρίας του Μαρξ και από
την άλλη ήταν, σε αντίθεση προς την μέγιστη πλειοψηφία των μαρξιστών
στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, ένα ανοιχτό πνεύμα χωρίς
δογματικούς φραγμούς, που εμποδίζουν την αντίληψη της
πραγματικότητας. Αντιπαραθέτοντας έτσι τις προγνώσεις του Μαρξ,
προς τα δεδομένα της πραγματικότητας διαπίστωσε τις αντιφάσεις, οι
οποίες τον οδήγησαν στην αναθεώρηση της θεωρίας του Μαρξ. Οι καίριες
προγνώσεις που είχε συναγάγει ο Μαρξ από την οικονομική του θεωρία
σχετικά με την εξέλιξη των εισοδημάτων, την συγκέντρωση του κεφαλαίου
και την συχνότητα και το μέγεθος των οικονομικών κρίσεων
αποδεικνύονταν από τα στατιστικά δεδομένα της Γερμανίας και των
άλλων ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών ως εσφαλμένες (Bernstein
1964,
Bernstein
1976).
Όσον
αφορά, πρώτο, την εξέλιξη των εισοδημάτων, ο Bernstein διαπίστωσε ότι
η συγχώνευση των επιχειρήσεων – και εδώ αναφέρεται στην πρόγνωση του
Μαρξ σχετικά με την «συνεχή μείωση του αριθμού των κεφαλαιούχων» (Marx,
1867: 15-16) – δεν συνεπάγεται μία αντίστοιχη συγκέντρωση των
εισοδημάτων, επειδή νέες μορφές ιδιοκτησίας, όπως το μετοχικό
κεφάλαιο, που είχαν αρχίσει να διαδίδονται στις ανεπτυγμένες χώρες
δρούσαν αντίρροπα. Η βασική διαπίστωση που συνήγαγε ο Bernstein από
αυτά τα δεδομένα ήταν ότι, ενάντια στην πρόγνωση του Μαρξ, δεν
συντελέστηκε κοινωνική πόλωση, δηλαδή ισοπέδωση από την μια πλευρά των
εισοδημάτων του μέγιστου τμήματος της κοινωνίας προς τα κάτω, και
συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια λίγων κεφαλαιούχων από την άλλη.
«Σε μεγάλη
αντίθεση προς τον ισχυρισμό, ότι η δομή της κοινωνίας ισοπεδώθηκε σε
σχέση με τις προηγούμενες περιόδους, η κοινωνική δομή διαβαθμίστηκε
και διαφοροποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό, όσον αφορά τόσο το ύψος των
εισοδημάτων όσο και τα επαγγέλματα» (Bernstein,
1964: 89)
Με βάση τα τότε
διαθέσιμα στατιστικά δεδομένα ο Bernstein απέρριψε και την καίρια
για την ιστορική μοίρα του καπιταλισμού πρόγνωση του Μαρξ, ότι με την
μακροπρόθεσμα αυξανόμενη «οργανική σύνθεση του κεφαλαίου» θα
εκτόπιζαν οι μηχανές τους εργάτες με συνέπεια την δομικά καθορισμένη
ανεργία. Σε αντίθεση προς αυτή την πρόγνωση του Μαρξ, ο Bernstein δημοσίευσε δεδομένα, που τεκμηρίωναν ότι στην περίοδο ως την αρχή του
Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου ο αριθμός των εργατών της βιομηχανίας
αυξήθηκε σε όλες τις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες. Στην Γερμανία
υπερδιπλασιάστηκε στην περίοδο ανάμεσα στο 1882 και στο 1907 ο
αριθμός των εργαζομένων στη βιομηχανία, από 4 σε 8,5 εκατομμύρια.
Ακόμα σημαντικότερη ήταν διαπίστωσή του, ότι σ’ αυτό τον διπλασιασμό
της απασχόλησης στη βιομηχανία συνολικά αντιστοιχούσε ο
τετραπλασιασμός της απασχόλησης του ειδικευμένου προσωπικού, από
307.268 σε 1.290.725 εργαζόμενους (Bernstein,
1964: 92-93). Τα δεδομένα αυτά ήταν μία πρώιμη αλλά σαφής ένδειξη της
αυξανόμενης διαφοροποίησης και όχι της ισοπέδωσης των εργατικών
στρωμάτων ήδη πριν από το 1900, η οποία είναι συνέπεια της
γενικότερης κοινωνικής διαφοροποίησης και αντιφάσκει προς την
θέση της προλεταριοποίησης.
Όσον αφορά,
δεύτερο, την πρόγνωση του Μαρξ σχετικά με την συγκέντρωση του
κεφαλαίου και την εξαφάνιση των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων –
«ένας καπιταλιστής απαλλοτριώνει πολλούς άλλους καπιταλιστές» (Marx,
1867: 790) – τα δεδομένα έδειχναν, ότι οι μόνο ο αριθμός των πολύ
μικρών επιχειρήσεων μειωνόταν, ενώ οι μεσαίες και εν μέρει και οι
μικρές επιχειρήσεις επιβίωναν με εκσυγχρονισμό και εξειδίκευση.
Εκσυγχρονισμένες και εξειδικευμένες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις
ήταν δηλαδή σε θέση να συνυπάρξουν με τις μεγάλες επιχειρήσεις που
είχαν δημιουργηθεί (Bernstein,
1964: 94-108).
Όσον αφορά,
τρίτο, την πρόγνωση του Μαρξ ότι θα αυξανόταν οι οικονομικές κρίσεις
του καπιταλισμού και θα επιταχύνονταν ο ρυθμός τους, εξ αιτίας του (υποτιθέμενου)
νόμου της πτωτικής τάσης της αναλογίας του κέρδους, ο Bernstein
διαπίστωσε όχι επιτάχυνση, αλλά σταδιακή επιβράδυνση του ρυθμού της
εμφάνισης των κρίσεων και μία συνολική άνοδο της οικονομικής
δραστηριότητας, παρά τις κρίσεις, στην περίοδο 1873–1909 (Bernstein
1976: 122-129). Η θεωρητική εξήγηση του Bernstein για την μείωση των
κρίσεων – η οποία αντιφάσκει πλήρως προς τις βασικές προτάσεις της
οικονομικής θεωρίας του Μαρξ – ήταν ότι, με την σταδιακή ωρίμανση, ο «αναρχικός»
καπιταλισμός της περιόδου του
laissez-faire
οργανώνεται θεσμοθετώντας μηχανισμούς ελέγχου και παρέμβασης στην
οικονομία. Σημαντικό στοιχείο σ’ αυτή την εξέλιξη, στο οποίο
αναφέρεται ιδιαίτερα ο Bernstein, είναι ο ρόλος των κορυφαίων
οργανώσεων των εργοδοτών και των εργαζομένων, οι οποίες
διαπραγματεύονται μέσα στο θεσμικά πλαίσιο και αναζητούν
συναινετικές λύσεις για τις ετήσιες αυξήσεις των μισθών, των ωραρίων
εργασίας, την αύξηση των τιμών κλπ. Όσο πιο ανεπτυγμένη είναι μια
καπιταλιστική οικονομία, τόσο υψηλότερος είναι ο βαθμός της
θεσμοθέτησης και οργάνωσής της. Αντίθετα, οικονομική αναρχία,
κερδοσκοπία και, ως συνέπεια, ανεξέλεγκτες κρίσεις είναι το
χαρακτηριστικό των ανώριμων καπιταλιστικών οικονομιών:
«Γι’ αυτό το
λόγο, τα πιο ακραία έκτροπα της εμπορικής κερδοσκοπίας συμβαίνουν
στην περίοδο της ανόδου του καπιταλισμού και η κερδοσκοπία οργιάζει
κατά κανόνα στις χώρες, στις οποίες η καπιταλιστική εξέλιξη είναι
ακόμα στις αρχές της» (Bernstein,
1964: 117).
Το γενικό
συμπέρασμα που συνήγαγε ο Bernstein από τα στατιστικά δεδομένα της
εξέλιξης των μακροοικονομικών και μακροκοινωνικών παραμέτρων ήταν –
σε εκ διαμέτρου αντίθεση προς την πρόγνωση του Μαρξ – ότι η εξέλιξη
του καπιταλισμού δεν οδηγεί στην εξαθλίωση των εργαζομένων, αλλά,
τουναντίον, στην σταδιακή βελτίωση της οικονομικής, κοινωνικής και
πολιτικής κατάστασής τους.
Η διάσπαση του
εργατικού κινήματος μετά το 1917 είχε αρνητικές πολιτικές συνέπειες
σε μακροϊστορική κλίμακα. Τα κομμουνιστικά κόμματα έγιναν μετά τις
ριζικές «εκκαθαρίσεις» των στελεχών τους πειθήνια εκτελεστικά όργανα
της πολιτικής της Μόσχας. Η επιβεβλημένη από τη Μόσχα πολιτική
γραμμή της μη-συνεργασίας αλλά της εχθρικής αντιπαράθεσης των
κομμουνιστικών κομμάτων προς τα σοσιαλδημοκρατικά στην περίοδο του
μεσοπολέμου διευκόλυνε την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία (Lübbe,
1978,
Nolte,
1987). Μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί, ότι με μεγάλη πιθανότητα το
εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα του Χίτλερ δεν θα ανερχόταν στη εξουσία, αν
δεν είχε διασπαστεί το εργατικό κίνημα με την πολιτική της σύγκρουσης
των κομμουνιστών με τους σοσιαλδημοκράτες, την οποία είχε επιβάλει το
Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης στο Γερμανικό Κομμουνιστικό
Κόμμα και στα κομμουνιστικά κόμματα των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Η θεωρητικά
καίρια διαπίστωση είναι ότι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις
προτεσταντικές και στις καθολικές χώρες συμπίπτει σε γενικές γραμμές
με την ιστορικά μεταγενέστερη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις
σταθερές δημοκρατίες με ισχυρά μεταρρυθμιστικά σοσιαλδημοκρατικά
κόμματα από τη μια πλευρά και στις ασταθείς δημοκρατίες με ανατρεπτικά
κομμουνιστικά κόμματα από την άλλη. Αυτό τη διαπίστωση έκαναν ο
Stein
Rokkan
και ο πολιτειολόγος και καθηγητής του
Harvard
Seymour Martin Lipset
ήδη στη δεκαετία του 1960:
«..Τα
πιο συνεκτικά και τα πιο ενσωματωμένα εργατικά κινήματα αναδύθηκαν
στις χώρες στις οποίες κυριάρχησε ο προτεσταντισμός και οι οποίες
χαρακτηρίστηκαν από τις πιο ομαλές διαδικασίες της συγκρότησης του
κράτους-έθνους: στη Βρεταννία, Δανία και Σουηδία. Είναι εξίσου
αληθές ότι οι χώρες, οι οποίες κυριαρχήθηκαν από τον καθολικισμό και
στις οποίες η πορεία της συγκρότησης του κράτους-έθνους συνάντησε
μεγάλες δυσκολίες και καθυστέρησε, χαρακτηρίζονται και από βαθιά
διχασμένα και έντονα αλλοτριωμένα εργατικά κινήματα – στη Γαλλία,
Ιταλία, Ισπανία» (Lipset
&
Rokkan,
1967: 48).
Τα δεδομένα του
πίνακα 2, που ακολουθεί, τεκμηριώνουν τη θέση των
Lipset
και
Rokkan
πρώτο όσον αφορά τη θετική συσχέτιση ανάμεσα στο επίπεδο του
αλφαβητισμού και στην ισχύ των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Δεύτερο,
όσον αφορά την αρνητική συσχέτιση ανάμεσα στο επίπεδο του
αλφαβητισμού και στην ισχύ των κομμουνιστικών κομμάτων. Διαβάζοντας
τον πίνακα από πάνω προς τα κάτω, διαπιστώνουμε ότι τις πρώτες θέσεις
στο επίπεδο του αλφαβητισμού καταλαμβάνουν οι προτεσταντικές χώρες, οι
οποίες έχουν όλες, χωρίς εξαίρεση, ισχυρά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα,
ενώ τα κομμουνιστικά κόμματα βρίσκονται (τέλος της δεκαετίας του 1970)
σε επίπεδο κάτω του 5%, δηλαδή σε επίπεδο πολιτικής ασημαντότητας. Σε
αντιπαράθεση με αυτές, οι πέντε καθολικές χώρες (Βέλγιο, Ιρλανδία,
Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία), οι οποίες καθυστέρησαν συγκριτικά στον
αλφαβητισμό των πληθυσμών τους, χαρακτηρίζονται από αδυναμία των
σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και συγχρόνως από ισχυρά – για ένα
διάστημα – κομμουνιστικά κόμματα. Η πτώση των κομμουνιστικών κομμάτων
συντελέστηκε ωστόσο και σ’ αυτές τις χώρες αλλά με χρονική
καθυστέρηση (time
lag) μετά
το τέλος της δεκαετίας του 1970.
Πίνακας 2:
Ισχύς των Σοσιαλδημοκρατικών και των Κομμουνιστικών Κόμμάτων σε
σχέση με το επίπεδο αλφαβητισμού (Flora,
1974; Flora
et al.
1983)
|
Ποσοστά
ψήφων (τέλος του 1970) |
Ποσοστά |
|
Σοσιαλδημοκρατικά |
Κομμουνιστικά |
αλφαβη- |
|
Κόμματα |
Κόμματα |
τισμού
(1870) |
Σουηδία |
42,9 |
4,7 |
90-95 |
Δανία |
37,1 |
3,7 |
88-95 |
Νορβηγία |
42,3 |
0,4 |
85-95 |
Ελβετία |
24,9 |
(2,4)* |
88-93 |
Γερμανία |
42,6 |
0,3 |
87-93 |
Αυστρία |
50,4 |
1,2 |
45-55 |
Ολλανδία |
33,8 |
1,7 |
75-80 |
Μεγάλη
Βρεταννία |
39,2 |
0,1 |
70-75 |
Φινλανδία |
24,9 |
(18,9)* |
>75 |
Βέλγιο |
27,4 |
2,7 |
74 |
Ιρλανδία |
11,6 |
--- |
74,2 |
Ισπανία |
28,7 |
9,2 |
30-35 |
Γαλλία |
18,9 |
21,3 |
69 |
Ιταλία |
9,6 |
34,4 |
31 |
Ελλάδα |
|
20-25 |
|
Ρωσσία
(1890) |
|
15-20 |
|
Οθωμανική
Αυτοκρατορία |
|
|
<5 |
Οι αστερίσκοι
στην Ελβετία και στη Φινλανδία σημαίνουν ότι οι χώρες αυτές αποτελούν
εξαιρέσεις, με την έννοια ότι σ΄ αυτές δεν υπάρχουν κομμουνιστικά
κόμματα αλλά κόμματα σχετικά συγγενή προς αυτά. Στη Φινλανδία
πρόκειται για το κόμμα Δημοκρατική Ενότητα του Φινλανδικού Λαού,
του οποίου το πρόγραμμα ωστόσο προσεγγίζει το πρόγραμμα του
Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Φινλανδίας. Στην Ελβετία
πρόκειται για το Κόμμα της Εργασίας, το οποίο διαδέχθηκε μετά
το 1945 το Κομμουνιστικό Κόμμα και πρέσβευε για ένα διάστημα την
ορθόδοξη κομμουνιστική ιδεολογία. Στη δεκαετία του 1970 έκανε ωστόσο
στροφή προς σοσιαλιστικές θέσεις τονίζοντας τον «ιδιαίτερο δρόμο της
Ελβετίας» προς τον σοσιαλισμό (Raschke,
1978).
Από
την παραπάνω διαπίστωση των
Lipset
και
Rokkan,
με την οποία συμφωνεί η βασική θέση της παρούσας εργασίας, συνάγεται
ένα σημαντικό για την κοινωνιολογική θεωρία συμπέρασμα. Η χωρίς καμία
εξαίρεση ισχύουσα, τεκμηριωμένη από όλα τα ιστορικά δεδομένα
γενίκευση ότι «όσο υψηλότερος ήταν ο βαθμός της εκβιομηχάνισης, τόσο
γρηγορότερη ήταν η πτώση των κομμουνιστικών κομμάτων και τόσο
σταθερότερες είναι οι δημοκρατίες, που αναπτύχθηκαν» αντιφάσκει
άμεσα προς την βασική πρόταση της θεωρίας του Μαρξ. Δεδομένου ότι η
θεωρία του Μαρξ, παρά την εμπειρική αποτυχία της, αναβίωσε στην
Κοινωνιολογία στη δεκαετία του 1960, για εξωτερικούς λόγους που
ανέπτυξα αλλού (Kelpanides,
1999, Κελπανίδης 2002), έχει σημασία να αναφερθούμε ακριβώς στα
κεντρικά σημεία της θεωρίας, την οποία οι περισσότεροι Έλληνες
κοινωνιολόγοι γνωρίζουν από τη γαλλική μετάφραση. Οι ακαδημαϊκοί
νεομαρξιστές εκμεταλλεύθηκαν την άγνοια που επικρατεί στην Ελλάδα,
για να παρουσιάσουν τη θεωρία του Μαρξ σε αόριστη διατύπωση, για να
φαίνεται ότι συμφωνεί με κάθε έκβαση των δεδομένων. Μειώνοντας έτσι
το εμπειρικό περιεχόμενό της οι νεομαρξιστές προσπάθησαν να σώσουν τη
θεωρία του Μαρξ από την εμπειρική απόρριψη. Ο Μαρξ όμως δεν διατύπωσε
αόριστα με «ήξεις αφήξεις» τις βασικές προτάσεις της θεωρίας του.
Σύμφωνα με την
κεντρική παραδοχή της θεωρίας του ιστορικού υλισμού του Μαρξ, όσο πιο
ανεπτυγμένη βιομηχανικά είναι μια κοινωνία, τόσο περισσότερο έχει
οξυνθεί σ’ αυτή η (υποτιθέμενη) «βασική αντίφαση εργασίας και
κεφαλαίου», δηλαδή η προλεταριοποίηση των μαζών από τη μια πλευρά και
η συγκέντρωση του πλούτου σε λίγα χέρια από την άλλη, με συνέπεια την
(προβλεπόμενη) ιστορική πτώση του καπιταλισμού. Όπως καταλήγει ο Μαρξ
στο τέλος του πρώτου τόμου του ωριμότερου και κύριου θεωρητικού του
έργου, του Κεφαλαίου:
«Η
απαλλοτρίωση των άμεσων παραγωγών…ολοκληρώνεται. Η ατομική ιδιοκτησία
που προήλθε από την εργασία των ίδιων των παραγωγών εκτοπίζεται από
την καπιταλιστική ιδιοκτησία, που προέρχεται από την εκμετάλλευση
ξένης, αλλά τυπικά ελεύθερης εργασίας. Όταν αυτή η διαδικασία του
μετασχηματισμού διαβρώσει επαρκώς σε βάθος και σε πλάτος την κοινωνία,
όταν οι εργάτες μετατραπούν σε προλετάριους, όταν τα εργαλεία της
εργασίας τους μετατραπούν σε κεφάλαιο, όταν ορθωθεί ο καπιταλιστικός
τρόπος παραγωγής αποκτά η παραπέρα κοινωνικοποίηση της εργασίας και η
μετατροπή της γης και άλλων μέσων παραγωγής σε κοινωνικά μέσα
παραγωγής, με την απαλλοτρίωση των ιδιωτικών παραγωγών, μία νέα μορφή.
Η απαλλοτρίωση δεν στρέφεται τώρα πια εναντίον των άμεσων παραγωγών,
αλλά εναντίον των καπιταλιστών που εκμεταλλεύονται ο καθένας πολλούς
εργάτες. Η απαλλοτρίωση συντελείται σύμφωνα με τους κανόνες και τους
εσωτερικούς νόμους της καπιταλιστικής παραγωγής, με την συγκέντρωση
των κεφαλαίων. Ένας καπιταλιστής απαλλοτριώνει πολλούς άλλους
καπιταλιστές. Με την συνεχή μείωση του αριθμού των κεφαλαιούχων, οι
οποίοι οικειοποιούνται και μονοπωλούν όλα τα πλεονεκτήματα αυτού του
μετασχηματισμού, αυξάνει η μάζα της αθλιότητας, της καταπίεσης, της
δουλείας, της παραμόρφωσης, της εκμετάλλευσης, αλλά και της
αγανάκτησης της συνεχώς αυξανόμενης και μέσω του μηχανισμού της
καπιταλιστικής παραγωγής εκπαιδευμένης, ενωμένης και οργανωμένης
εργατικής τάξης. Το κεφαλαιοκρατικό μονοπώλιο γίνεται τροχοπέδη του
τρόπου παραγωγής, που αναπτύχθηκε μ’ αυτό. Η συγκέντρωση των μέσων
παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας φθάνουν σε ένα σημείο,
στο οποίο γίνονται ασυμβίβαστα με το καπιταλιστικό περίβλημά τους. Το
αποτινάζουν. Σημαίνει η ώρα της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Οι
απαλλοτριωτές απαλλοτριώνονται. Ο καπιταλιστικός τρόπος
οικειοποίησης του προϊόντος, δηλαδή η καπιταλιστική ιδιοκτησία, η
οποία ανήλθε με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής είναι η πρώτη
άρνηση (die erste Negation) της ατομικής ιδιοκτησίας, που βασίζονταν
στην εργασία των ίδιων των παραγωγών. Αλλά η καπιταλιστική παραγωγή
παράγει με την αναγκαιότητα ενός φυσικού φαινομένου την άρνησή της.
Είναι η άρνηση της άρνησης.
(die
Negation der Negation).
Αυτή δεν
παλινορθώνει την ατομική ιδιοκτησία, αλλά την ιδιοκτησία στη βάση των
επιτευγμάτων της καπιταλιστικής περιόδου: της συνεργασίας και της
κοινής ιδιοκτησίας της γης και των μέσων παραγωγής, που παρήχθησαν από
την εργασία» (Marx,
1966[1867]: 790-791 [η μετάφρ. δική μου, Μ.Κ.]).
Ο Μαρξ είχε καταλήξει ήδη στην πρώτη σκιαγράφηση της θεωρίας του
ιστορικού υλισμού στη Γερμανική Ιδεολογία το 1845-46 (με
συν-γραφέα τον Ένγκελς) στο συμπέρασμα, ότι η μετάβαση στον
κομμουνισμό είναι αδύνατη σε τοπικό πλαίσιο και σε συνθήκες
οικονομικής και κοινωνικής υπανάπτυξης αλλά προϋποθέτει, αντίθετα,
την πλήρη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την παγκοσμιοποίηση
της οικονομίας. Μολονότι οι διατυπώσεις του τότε μόλις 27χρονου Μαρξ
χαρακτηρίζονται ακόμα στη Γερμανική Ιδεολογία από θεωρητική
ανωριμότητα, όπως είναι φυσικό, σε σχέση με το εννοιολογικό και
γλωσσικό επίπεδο του Κεφαλαίου, έχει σημασία να επισημανθεί η
διαπίστωσή του στο πρώιμο αυτό στάδιο.
«Η πραγματοποίηση του κομμουνισμού είναι εμπειρικά δυνατή μόνο ως πράξη
των κυρίαρχων λαών ‘μονομιάς’ και συγχρόνως, γεγονός που προϋποθέτει
την γενικευμένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την
παγκοσμιοποίηση της επικοινωνίας, που συνδέεται μαζί του» (Marx
&
Engels,
1962: 35 [η μετάφρ. δική μου, Μ.Κ.]).
Όπως
ωστόσο αναπτύχθηκε παραπάνω, ο
Bernstein
διαπίστωσε ήδη τριάντα χρόνια μετά την έκδοση του πρώτου τόμου του
Κεφαλαίου, ότι οι μακροοικονομικές και οι μακροκοινωνικές τάσεις
της εξέλιξης ήταν αντίθετες προς τις προγνώσεις του Μαρξ. Ότι δηλαδή
όσο πιο ανεπτυγμένος είναι ο βιομηχανικός καπιταλισμός, τόσο
περισσότερο ελέγχει το κράτος την οικονομία δρώντας αντικυκλικά στις
οικονομικές κρίσεις, και τόσο περισσότερο θεσμοθετούνται μέτρα της
κοινωνικής νομοθεσίας τα οποία βελτιώνουν σταδιακά τη θέση των
εργατών.
Η κοινωνική εξέλιξη επιβεβαίωσε τις εκτιμήσεις του
Bernstein
ήδη στις αρχές του 20ου αιώνα. Όπως αποδείχθηκε στη
συνέχεια, σε καμία ανεπτυγμένη κοινωνία του κόσμου, χωρίς εξαίρεση,
δεν απέκτησαν τα κομμουνιστικά κόμματα ποτέ την πολιτική ισχύ, ώστε
να μπορέσουν να πάρουν την εξουσία. Σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες τα
μεταρρυθμιστικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα συσπείρωσαν τους εργάτες
και αποτέλεσαν την κύρια πολιτική δύναμη που προώθησε τη θεσμοθέτηση
της κοινωνικής νομοθεσίας και την οικοδόμηση του κράτους πρόνοιας.
Μόνο σε προβιομηχανικές και υποανάπτυκτες χώρες με υψηλά ποσοστά
αναλφαβητισμού μπόρεσαν οι κομμουνιστές, εκμεταλλευόμενοι την
πολιτική ανωριμότητα του πληθυσμού, να καταλάβουν την εξουσία. Αυτό
συνέβη και στην προβιομηχανική Ρωσσία.
Ο Λένιν, γνωρίζοντας τα πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα που ίσχυαν στις
αρχές του 20ου αιώνα, άλλαξε αυθαίρετα τις παραδοχές της
θεωρίας του Μαρξ υποστηρίζοντας – σε αντίφαση προς τον Μαρξ
– ότι οι εργάτες δεν είναι ικανοί να διαμορφώσουν σοσιαλιστική
συνείδηση και ότι αυτή πρέπει να εισαχθεί σ’ αυτούς «από έξω», δηλαδή
από το συγκεντρωτικό κομμουνιστικό κόμμα των «επαγγελματιών
επαναστατών»,
που ελέγχεται απόλυτα από την κορφή, δηλαδή από το πολιτικό γραφείο.
Εξίσου αυθαίρετος και βολουνταριστικός ήταν ο ορισμός της πολιτικής
κατάστασης στη Ρωσσία που έδωσε ο Λένιν στις Θέσεις του Απριλίου,
όταν έφθασε στην Πετρούπολη τον Απρίλιο του 1917, ότι δηλαδή επρόκειτο
να συμβεί άμεσα η προλεταριακή επανάσταση –στην προβιομηχανική Ρωσσία,
με 5% βιομηχανικούς εργάτες στο σύνολο του εργατικού δυναμικού.
Φυσικά συνάντησε την ειρωνεία της κορυφής του κόμματος και του ίδιου
του δασκάλου του Γκεόργκι Πλεχάνοφ, κορυφαίου θεωρητικού του ρωσσικού
μαρξισμού, ο οποίος χαρακτήρισε αυτές τις απόψεις του Λένιν ως
«παραλήρημα». Ο Λένιν ωστόσο εκμεταλλεύθηκε την τυχαία συγκυρία
της στρατιωτικής ήττας της Ρωσσίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, για
να πάρει πραξικοπηματικά την εξουσία και να ονομάσει την ανατροπή
του κάθεστώτος «προλεταριακή επανάσταση» στην προκαπιταλιστική
Ρωσσία, στην οποία δεν υπήρχε προλεταριάτο.
Ο Λένιν
οικειοποιήθηκε για καθαρά τακτικούς λόγους το αγροτικό πρόγραμμα του
αναδασμού της γης των Κοινωνικών Επαναστατών, που είχαν την
υποστήριξη μεγάλου μέρους των αγροτών. Με αυτή την υπόσχεση, ο Λένιν
ξεγέλασε ουσιαστικά τους αγρότες, δεδομένου ότι ήταν σαφές σε όσους
γνώριζαν το μαρξιστικό πρόγραμμα των μπολσεβίκων, ότι το
κομμουνιστικό καθεστώς δεν θα ανεχόταν σε καμιά περίπτωση την
ατομική ιδιοκτησία στη γη και στα μέσα παραγωγής. Οι αγρότες όμως
δεν γνώριζαν το πρόγραμμα των μπολσεβίκων, γιατί δεν ήταν φυσικά
σπουδαγμένοι μαρξιστές.
Τα έξι βασικό
σημεία του προγράμματός του, από τα οποία δεν τήρησε κανένα εκτός
από την πραγματοποίηση της ειρήνης με την εξαιρετικά ταπεινωτική για
τη Ρωσσία συνθήκη με την Αυτοκρατορική Γερμανία, στην οποία παρέδωσε
εκτός άλλων την Ουκρανία, ήταν τα εξής.
Ίδρυση μιας
δημοκρατίας των συμβουλίων (σοβιέτ) των εργατών, αγροτοεργατών και
αγροτών.
Σύγκληση
Συνταγματικής Εθνοσυνέλευσης στο συντομότερο δυνατό διάστημα μετά
την νίκη των μπολσεβίκων.
Κατάργηση της
αστυνομίας, του στρατού και της γραφειοκρατίας.
Οι μισθοί όλων
των υπαλλήλων, που θα εκλέγονταν και θα μπορούσαν κάθε στιγμή να μην
επανεκλεγούν στη θέση τους, δεν θα υπερέβαιναν σε καμιά περίπτωση τον
μέσο μισθό ενός καλού εργάτη.
Άμεσος αναδασμός
της γης στους αγρότες.
Ειρήνη με άμεση
συνθηκολόγηση με την Γερμανία (Heller
&
Nekrich
1986: 30-32).
Οι ταπεινωτικοί
για τη Ρωσσία όροι της συνθηκολόγησης προκάλεσαν μεγάλη αντίσταση και
αντιπαραθέσεις μέσα στο Κόμμα. Παρά τον εξωπραγματικό ορισμό της
περίστασης, που έδωσε ο Λένιν – «προλεταριακή επανάσταση σε μια χώρα
χωρίς προλεταριάτο – η πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας φαινόταν
να δικαιώνει επιφανειακά τις θέσεις του Λένιν. Στους κορυφαίους
κοινωνιολόγους και οικονομολόγους των δυτικών χωρών ήταν ωστόσο
σαφές, ότι ο πολιτικός τυχοδιωκτισμός του Λένιν και των μπολσεβίκων θα
αποτύγχανε, όπως και συνέβη. (Weber,
1995[1918], Hayek, 1963[1935]) Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα των
ευρωπαϊκών χωρών διαχώρισαν το ένα μετά το άλλο την πολιτική τους από
την πολιτική των μπολσεβίκων και η δικτατορία του Κομμουνιστικού
Κόμματος απορρίφθηκε από την Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία. Το
συμπέρασμα είναι ότι η βίαιη πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας στη
Ρωσσία από τους μπολσεβίκους έγινε δυνατή εξ αιτίας της πολιτικής και
κοινωνικής ανωριμότητας των αγράμματων Ρώσσων αγροτών, που έγιναν στη
συνέχεια τα τραγικά θύματα της κολλεκτιβοποίησης.
Τα γενικά
συμπεράσματα που προκύπτουν από την εργασία είναι πρώτο, ότι η
πολιτική εξέλιξη συντελέστηκε ομαλά σε χώρες με πολιτικά ώριμους
πληθυσμούς και δεύτερο ότι η πολιτική και κοινωνική ωριμότητα
καθορίστηκε σημαντικά από το επίπεδο του αλφαβητισμού της κοινωνίας.
Ο ιστορικά πρώιμος αλφαβητισμός των προτεσταντικών χωρών
ενεργοποίησε τους πληθυσμούς τους και διαμόρφωσε ευνοϊκές συνθήκες
για την ανάπτυξη της γλωσσικής και εθνικής ταυτότητας. Οι
προϋποθέσεις αυτές διευκόλυναν τις διαδικασίες της συγκρότησης των
κρατών-εθνών, ώστε η λύση αυτής της δεύτερης εξελικτικής κρίσης
ευνόησε από πλευράς της την ομαλή μετάβαση στο επόμενο στάδιο της
διεύρυνσης της πολιτικής συμμετοχής και της εδραίωσης του
κοινοβουλευτισμού. Ισχυρά κοινοβουλευτικά συστήματα μπόρεσαν στη
συνέχεια να αντεπεξέλθουν στην «κρίση της ανακατανομής» και να
ανταποκριθούν στα αντίστοιχα αιτήματα με την εισαγωγή κοινωνικών
δικαιωμάτων και την οικοδόμηση του κράτους πρόνοιας. Διαπιστώνουμε
έτσι ότι, σε μακροϊστορική θεώρηση, η εξελικτική πορεία που ξεκίνησε
από την Μεταρρύθμιση, οδήγησε τις προτεσταντικές χώρες στην κορυφή
της κοινωνικής εξέλιξης. Η Μεταρρύθμιση αποτέλεσε έτσι ένα μείζον
ιστορικό βήμα στην ανάπτυξη του «δυτικού ορθολογισμού» με την έννοια
του
Max
Weber.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bernstein,
Ε.
(1964) Die Voraussetzungen des Sozialismus und die Aufgaben der
Sozialdemokratie (Berlin, Dietz Nachf.)
Bernstein,
Ε.
(1976) Ein revisionistisches Sozialismusbild (Hannover, Dietz)
Brinton C., Christopher J., Wolff R.L. (1957) Modern Civilization.
A History of the Last Five Centuries (Englewood Cliffs,
Prentice-Hall).
Βρυνιώτη, Κ.
(2000) Η θεσμοθέτηση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης στην πορεία της
συγκρότησης των εθνικών κρατών στην Ευρώπη: Η περίπτωση της
Γερμανίας, Εισήγηση στο Β΄ Πανελλήνιο Συνέδριο της Παιδαγωγικής
Εταιρείας της Ελλάδος «Ελληνική Παιδαγωγική και Εκπαιδευτική Έρευνα»,
Αθήνα 2-4 Νοεμβρίου 2000, υπό έκδοση.
Cunningham, P. (1992: 313-328) Die englische Bildungsgeschichte im
Lichte der neueren Forschung, in: Böttcher W., Lechner E., Schöler W.
(Eds.), Innovationen in der Bildungsgeschichte europäischer
Länder (Frankfurt, Lang).
Flora, P.(1974) Modernisierungsforschung. Zur empirischen Analyse
der gesellschaftlichen Entwicklung (Opladen, Westdeutscher
Verlag).
Flora P. et al. (1983) State, Economy, and Society in
Western Europe 1815-1975. A Data Handbook, Volume I: The Growth of
Mass Democracies and Welfare States
(Frankfurt, Campus)
Flora P. et al. (1987) State, Economy, and Society in
Western Europe 1815-1975. A Data Handbook, Volume II: The Growth of
Industrial Societies and Capitalist Economies
(Frankfurt, Campus)
Heller M., Nekrich A. (1986) Utopia in Power. The History of the
Soviet Union from 1917 to the Present
(New York, Summit Books)
Κελπανίδης, Μ.
(2002) Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης. Θεωρίες και πραγματικότητα
(Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα).
Lenin, W.I.(1966[1902]) Ausgewählte Werke (Berlin [Ost], Dietz
Verlag).
Lipset S.M., Rokkan (Eds.)
(1967) Party systems and Voter Alignments (New York, Free
Press).
Marx, K. (1966) Das Kapital, Erster Band (Hamburg, Meissner)
Marx
Κ.,Engels F. (1962) Werke, Band 3 (Berlin [Ost], Dietz
Verlag).
Nolte, E. (1987) Der europäische Bürgerkrieg 1917-1945.
Nationalsozialismus und Bolschewismus, Frankfurt, Propyläen
Verlag).
Raschke, J. (ed.) (1978) Die politischen Parteien in Westeuropa
(Reinbek, Rowohlt)
Vejleskov, H.(1992: 371-389) Reformen in der Bildungsgeschichte
Dänemarks, in: Böttcher W., Lechner E., Schöler W. (Eds.),
Innovationen in der Bildungsgeschichte europäischer Länder
(Frankfurt, Lang).
Vogler, B.(1992: 276-286) Schulpolitik und Schulreform in Frankreich
seit 1750, in: Böttcher W., Lechner E., Schöler W. (Eds.),
Innovationen in der Bildungsgeschichte europäischer Länder
(Frankfurt, Lang).
Weber M.(1997)
Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού (Αθήνα,
Gutenberg)
Weber, M.(1995) Der Sozialismus, in: Max Weber und der
Sozialismus (Weinheim, Editor: Herfried Müller, Beltz Athenäum
Verlag)
|