Ο  ΘΕΣΜΟΣ  ΤΩΝ  ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΩΝ  ΣΥΜΒΟΥΛΙΩΝ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ  ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ  (1926-1936)

«Η  διοικητική  μεταρρύθμιση  που  δεν  έγινε;»

Αλέξης ΚΑΤΕΡΓΑΡΗΣ

Δάσκαλος

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Στο ερώτημα που θέτει ο τίτλος και σε σχέση με το ρόλο που έπαιξαν όλοι οι φορείς που εμπλέκονται στο θεσμό, έγινε προσπάθεια να δοθεί απάντηση μέσα από την αναψηλάφηση των ιστορικών τεκμηρίων και των πρωτογενών πηγών της περιόδου που προσεγγίστηκαν, των σχετικών με το θεσμικό πλαίσιο του θεσμού των Υπηρεσιακών Συμβουλίων.

Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε είναι η ιστορικο-κοινωνική ερμηνευτική μέθοδος. Αποφεύγοντας την «ποσοτικοποίηση» ως μέθοδο μελέτης των κοινωνικών φαινομένων της περιόδου, έγινε η προσέγγιση των τεκμηρίων με πιο κλασικούς κανόνες  της ιστορικής μεθόδου, μέσω της «εξωτερικής κριτικής» και της «εσωτερικής κριτικής-ερμηνείας», μέθοδοι οι οποίες αφορούν κατά κύριο λόγο τα γραπτά κείμενα.

Ανάμεσα στα άλλα ευρήματα, σημειώνεται ότι, ο συσχετισμός του συγκείμενου με το θεσμό των υπηρεσιακών συμβουλίων, ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας της διοίκησης, ο αποκλεισμός ή περιορισμός κατά περίπτωση των τοπικών παραγόντων και φορέων από την κεντρική εξουσία, οι πολιτικές παρεμβάσεις στη λειτουργία των υπηρεσιακών συμβουλίων, οδήγησαν στο να απαντηθεί καταφατικά το αρχικό ερώτημα «μια διοικητική μεταρρύθμιση που δεν έγινε», παραφράζοντας έτσι τα λόγια του Αλέξη Δημαρά.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στην ελληνική ιστορία της διοίκησης της εκπαίδευσης έχουν καταγραφεί  σημαντικοί θεσμικοί σταθμοί από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους μέχρι σήμερα. Ένας από αυτούς είναι και ο θεσμός των Υπηρεσιακών Συμβουλίων, τα οποία ως συλλογικά διοικητικά όργανα που συνεπικουρούν στο έργο της διοίκησης είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με το εκπαιδευτικό σύστημα και επομένως μπορούμε να υποθέσουμε πως ό,τι αφορά την εκπαίδευση γενικότερα σχετικά με μεταρρυθμιστικές προσπάθειες (στην περίπτωση της περιόδου που εμείς θα εξετάσουμε θα καταλάβετε ότι αναφερόμαστε στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929), επιτυχημένες ή αποτυχημένες, αφορά και τα Υπηρεσιακά Συμβούλια. Τα περιορισμένα χρονικά όρια μιας προφορικής ανακοίνωσης σε ένα συνέδριο, μας οδήγησαν να επιλέξουμε και να παρουσιάσουμε τη χρονική περίοδο της δεκαετίας 1926-1936, που καλύπτει το θεσμό για δυο λόγους.

  1. Την περίοδο τα Υ.Σ. για πρώτη φορά λειτούργησαν με τη συμμετοχή των αιρετών, θεσμικά κατοχυρωμένη (1926 Π.Δ. «Περί ανασυστάσεως και συγκροτήσεως του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου και των Εποπτικών Συμβουλίων» Φ.Ε.Κ. 315/18-9-1926) μέχρι και το 1936, που είναι χρονολογικά και το τέλος της περιόδου που εξετάσαμε, όπου με τον Α.Ν. 42 καταργήθηκε ο θεσμός των αιρετών και

  2.  Πρόκειται για μια περίοδο άκρως ενδιαφέρουσα, σαφώς επηρεασμένη από τις πολιτικές – κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις της προηγούμενης τετραετίας, πλήρη ιστορικών, πολιτικών και εκπαιδευτικών γεγονότων σχετικών με τη διοίκηση και το ρόλο των υπηρεσιακών συμβουλίων κατά την άσκηση αυτής, μια περίοδο στην οποία σε κάποιες περιπτώσεις, όπως θα δούμε και στην αναλυτική παρουσίαση των τεκταινόμενων αυτής[1], προαγγέλλεται ο εκδημοκρατισμός της εκπαίδευσης και διαφαίνεται μια τάση αποκέντρωσης και εκχώρησης ουσιαστικών αρμοδιοτήτων από μέρους της πολιτικής εξουσίας στα συμβούλια αυτά, που όμως και πάλι τις περισσότερες φορές, όπως και εσείς οι ίδιοι θα διαπιστώσετε παρέμειναν ως καλές προθέσεις και ανεκπλήρωτες υποσχέσεις. Μια περίοδο η οποία, κατόπιν της παρουσίασης, του σχολιασμού και της εξαγωγής των συμπερασμάτων που σχετίζονται μ’  αυτή, θα δώσει μια σαφή εικόνα του γενικότερου προβληματισμού που οδήγησε στην διεκπεραίωση αυτής της έρευνας και που ίσως αποτελέσει και ένα μέτρο σύγκρισης και με το σήμερα σε σχέση με την πορεία, τη λειτουργικότητα και την αξία του θεσμού των υπηρεσιακών συμβουλίων.

 

ΣΚΟΠΟΘΕΣΙΑ-ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

Θα επιχειρήσουμε, να προσεγγίσουμε την εξέλιξη του θεσμού των Υ.Σ., να αναδείξουμε και να ερμηνεύσουμε τις κρισιμότερες πτυχές αυτού, να αποκαλύψουμε και να ερμηνεύσουμε συγκρούσεις που προκάλεσαν υποθέσεις  και με τη βοήθεια του ιστορικού υλικού, όπου μας επιτρέπεται, να εξάγουμε συμπεράσματα για τη λειτουργία του θεσμού.

Τα υπηρεσιακά συμβούλια της εκπαίδευσης στην Ελλάδα δεν αποτέλεσαν βασικό αντικείμενο ιστορικής έρευνας -τουλάχιστον σε σχέση με τη ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ που έχουμε υπόψη μας- πολλών ιστορικών της εκπαίδευσης αυτά καθ’ εαυτά. Διατρέχοντας τη σχετική και περιορισμένη ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ που αφορά το θέμα μας διαπιστώσαμε πως η ιστορική διαδρομή του  θεσμού αυτού συναντάται κυρίως στο πλαίσιο των Ιστοριών της Εκπαίδευσης ή της Οργάνωσης και Διοίκησης της Εκπαίδευσης, ως υποκεφάλαια αυτών ή ως απλές αναφορές και με τρόπο, κατά κανόνα, περιγραφικό και με βάση τις κυριότερες σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, στα περισσότερα απ’ αυτά. Αυτό λειτούργησε σαν ένας επιπλέον λόγος, για την εκπόνηση αυτής της εργασίας.

Τα ερωτήματα που θέτει ο ερευνητής στα τεκμήριά του είναι πολλά και διερευνητικά σε βάθος και αφορούν τόσο τις εξωτερικές όσο και τις εσωτερικές πτυχές αυτών, αν θέλει να αποκομίσει από αυτά εκτός από το «σημαίνον» και το «σημαινόμενον». Πρωτογενείς πηγές της έρευνας αυτής, οι οποίες δεν ήταν εύκολες στην προσέγγισή τους, αποτέλεσαν κατά βάση νόμοι, διατάγματα, εισηγητικές εκθέσεις νομοσχεδίων κ.λπ. που αντλήσαμε από τα αρχεία διάφορων δημόσιων υπηρεσιών. Επίσης στις πηγές μας θα πρέπει να αναφέρουμε το επίσημο έντυπο του συνδικαλιστικού φορέα των δασκάλων, «Διδασκαλικό Βήμα», από το πρώτο τεύχος της κυκλοφορίας του (τεύχος 1/15 Αυγούστου 1924) και πρακτικά από συζητήσεις, σχετικές με το θέμα μας, στη Βουλή των Ελλήνων.

 

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Η μέθοδος που χρησιμοποιήσαμε είναι η ιστορικο-κοινωνιολογική ερμηνευτική μέθοδος. Η επιλογή αυτής της μεθόδου δεν έγινε αβασάνιστα. Καταλήξαμε σ’ αυτήν προσπερνώντας την επιδερμική εκτίμηση ότι οι κοινωνιολογία ασχολείται με το «παρόν» και η ιστορία με το «παρελθόν». Ο γνωστός Γάλλος ιστορικός F. Braudel  (εκπρόσωπος μαζί με τους H. Berr, H. See, L. Febvre και M. Bloch της σχολής των Annales και κατ’ επέκταση της «νέας ιστορίας[2]») χαρακτηρίζει αυτές τις δυο επιστήμες γειτονικές «που δεν μπορεί ούτε να αγνοήσει η μία την άλλη αλλά και ούτε να γνωρίσει στην εντέλεια η μία την άλλη»[3], άποψη η οποία καθιστά σαφές ότι η καθεμιά πρέπει να διαφυλάσσει την αυτονομία της. Στο κείμενό του «Ιστορία και Κοινωνιολογία», γράφει: «… η κοινωνιολογία και η ιστορία αποτελούν την ίδια πνευματική περιπέτεια, όχι την ανάποδη και την όψη του ίδιου υφάσματος, αλλά το ίδιο το ύφασμα σε όλη την πυκνότητα των νημάτων του».[4] Δουλέψαμε με μεθόδους που είναι κοινές και για τις δυο επιστήμες. Η έμμεση παρατήρηση, αν θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε έτσι,  μας έδωσε τη δυνατότητα της παρατήρησης των κοινωνικών – ιστορικών φαινομένων όχι άμεσα και ζωντανά αλλά διαμέσου των τεκμηρίων εκείνων στα οποία θεωρείται ότι έχουν αποτυπωθεί τα ίχνη των φαινομένων αυτών.[5] Αποφεύγοντας την «ποσοτικοποίηση»[6] ως μέθοδο μελέτης των κοινωνικών φαινομένων της περιόδου, καθώς τα ιστορικά και κοινωνικά φαινόμενα δεν ήταν πολλά, ομοιόμορφα και επαναλαμβανόμενα, στραφήκαμε σε πιο κλασικούς κανόνες  της ιστορικής κριτικής προσεγγίζοντας και απευθύνοντας στα τεκμήριά μας ένα ευρύτερο σύνολο ερωτήσεων. Το σύνολο των ερωτήσεων αυτών χωρίζεται σε δυο υποσύνολα που συνιστούν την «εξωτερική κριτική» και την «εσωτερική κριτική-ερμηνεία»[7], μέθοδος η οποία αφορά κατά κύριο λόγο τα γραπτά κείμενα.

Κύριος προβληματισμός που μας οδήγησε στη διεξαγωγή της παρούσας έρευνας και στη χρησιμοποίηση του ερωτηματικού σκέλους του τίτλου της εισήγησης αυτής, ήταν το βασικό ερώτημα: «Έγινε αυτή η διοικητική μεταρρύθμιση;», που σχεδόν όλοι οι φορείς που ενεπλάκησαν στη διάρκεια αυτής της περιόδου με τα διοικητικά της εκπαίδευσης ευαγγελίζονταν ότι ήθελαν να επιτύχουν. Και δε σταθήκαμε μόνο σ’ αυτό. Συνεχίσαμε προσπαθώντας να απαντήσουμε και άλλα ερωτήματα όπως: ποιος ο ρόλος των Υ.Σ. μέσα στο συγκρουσιακό πεδίο το γεμάτο ρήξεις, θέσεις και αντιθέσεις των κοινωνικών φορέων δράσης (Εκκλησία, συνδικαλιστές, πολιτικά κόμματα κ.ά.), των διάφορων ομάδων συμφερόντων (Δ.Ο.Ε. – Ο.Λ.Μ.Ε. – Καθηγητές Πανεπιστημίου)  και ποια ήταν η σχέση τους με όλους αυτούς τους φορείς, μια πολυσχιδής σχέση η οποία δεν έχει εξεταστεί σ’ όλες τις πτυχές της. Θέλοντας να κατανοήσουμε πλήρως τη φιλοσοφία συγκρότησης αυτών των συμβουλίων, τη σκοπιμότητα της λειτουργίας τους εξετάσαμε τη σύνθεσή τους, και τις αρμοδιότητες που είχαν. Προσπαθώντας να απαντήσουμε στο ποιες ήταν οι κοινωνικές διεργασίες που οδήγησαν σ’  αυτά και οι οποίες τα στήριξαν, εστιάσαμε την προσοχή μας στις αντιδράσεις του κλάδου των εκπαιδευτικών μέσω του συνδικαλιστικού τους οργάνου -Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδας (Δ.Ο.Ε.), έτος ίδρυσης 1922- και στην ενεργό συμμετοχή τους σ’ αυτά (πρώτη εκλογή Αιρετών αντιπροσώπων 1928) και τέλος επιχειρήσαμε να αναδείξουμε τον «τύπο» των συμβουλίων που επεδίωκαν να διαμορφώσουν οι επικρατούσες σε κάθε εποχή κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις.

 

Εξέλιξη του θεσμού των Υπηρεσιακών Συμβουλίων  (1926-1936)

Η περίοδος 1926-1936 χαρακτηρίζεται από μια συνεχιζόμενη πολιτική αστάθεια και είναι γεμάτη νόμους αντιφατικούς σ’ όλους τους κυβερνητικούς τομείς και κατά συνέπεια και στον εκπαιδευτικό χώρο. Η Μικρασιατική καταστροφή (1922) και ο οριστικός θάνατος της Μεγάλης Ιδέας που επήλθε από αυτήν, οριοθετεί το τέλος της εθνικής πολιτικής και συνθέτει το ιδεολογικό κενό. Η άνδρωση του ταξικού εχθρού, είναι ο καθοριστικός παράγοντας των χαρακτηριστικών της ελληνικής κοινωνίας την περίοδο αυτή. Η συνεχής πολιτική κρίση -η μια κυβέρνηση διαδέχεται την άλλη (Κυβέρνηση Ε. Βενιζέλου, Κυβέρνηση Γ. Καφαντάρη, Κυβέρνηση Αλ. Παπαναστασίου, Ελληνική Δημοκρατία, Κυβέρνηση Α. Μιχαλακόπουλου)- η οξεία οικονομική και κοινωνική κρίση, μια σειρά από στρατιωτικά πραξικοπήματα –1925 (Δικτατορία Θ. Πάγκαλου), 1926 (ανατροπή της δικτατορίας του Θ. Πάγκαλου από τον Κονδύλη – Οικουμενική κυβέρνηση Ζαϊμη), 1933, 1935 (παλινόρθωση της Βασιλείας), 1936 Δικτατορία Ι. Μεταξά- σημαδεύουν αυτή την περίοδο. Η δημοσίευση του Συντάγματος το 1927, η διάσπαση του «Εκπαιδευτικού Ομίλου» την ίδια χρονιά, η καθιέρωση του θεσμού των αιρετών δασκάλων στο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο (1926), η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 και ο αντίκτυπος που είχε στην ελληνική οικονομία, η ατελέσφορη[8] εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929[9] συνθέτουν το πρίσμα μέσα από το οποίο είδαμε και προσπαθήσαμε να ερμηνεύσουμε το θεσμικό πλαίσιο των Υπηρεσιακών Συμβουλίων και να διαπιστώσουμε το βαθμό επιρροής του συγκείμενου  σ’ αυτά.

 

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ

Ο θεσμός των Υπηρεσιακών Συμβουλίων σαφώς με διαφορετική μορφή από τη σημερινή αλλά και αυτή της περιόδου που θα εξετάσουμε, εδραιώθηκε μέσα από κάποιες νομοθετικές ρυθμίσεις-σταθμούς όπως:

  •  Ν. «Περί δημοτικών σχολείων» της 6/18 Φεβρουαρίου 1834 (Φ.Ε.Κ. 11/3, 15-3-1834)

  •  Ν. ΒΤΜΘ΄ «Περί της στοιχειώδους ή δημοτικής εκπαιδεύσεως» της 3 Σεπτεμβρίου 1895 (Φ.Ε.Κ. 34/26-9-1895)

  •  Ν. ΓΩΚΗ (3828) «Περί Κεντρικού Εποπτικού Συμβουλίου της Δημοτικής Εκπαιδεύσεως» της 18 Ιουλίου 1911 (Φ.Ε.Κ. 185/18-7-1911)

  •   Ν. 240 «Περί Διοικήσεως της δημοτικής και μέσης εκπαιδεύσεως» της 16 Απριλίου 1914 (Φ.Ε.Κ. 97/16-4-1914).

Από θεσμική άποψη στην περίοδο 1926-1936 έχουμε πέντε (5) βασικές νομοθετικές ρυθμίσεις, τις οποίες συνοπτικά θα προσπαθήσουμε να σας παρουσιάσουμε, έτσι ώστε να   καταστούν τα συμπεράσματα στα οποία οδηγηθήκαμε περισσότερο σαφή.

 Ν.Δ. « Περί ανασυστάσεως και συγκροτήσεως του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου και των εποπτικών συμβουλίων».

 Στις 9 Ιανουαρίου 1926 έχουμε την κατάργηση των υπηρεσιακών συμβουλίων που είχαν συσταθεί σύμφωνα με το Ν.Δ. «Περί αντικαταστάσεως, τροποποιήσεως κ.λπ,. άρθρων του Ν. 1242 περί διοικήσεως και εποπτείας της δημοτικής και μέσης εκπαιδεύσεως» της 29 Δεκεμβρίου 1925 (Φ.Ε.Κ. 423) και με υπουργική απόφαση (υπ. αριθ.1812)[10] που εκδόθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1926, ανατέθηκε η διοίκηση της εκπαίδευσης στο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο (Ε.Σ.), του οποίου τα μέλη προέρχονταν από τα υψηλόβαθμα στελέχη της Μέσης και της Δημοτικής εκπαίδευσης και από τους Πανεπιστημιακούς. Αυτά ήταν μετακλητά και εναλλασσόμενα ανά τριετία. Το συμβούλιο αποτελούσαν δυο καθηγητές της φιλοσοφικής ή της φυσικομαθηματικής σχολής του Πανεπιστημίου, ο διευθυντής του διδασκαλείου της μέσης εκπαίδευσης, τρεις πτυχιούχοι αυτών των σχολών οι οποίοι να διατελούν ή να έχουν διατελέσει διευθυντές ή υποδιευθυντές διδασκαλείων μέσης ή δημοτικής εκπαίδευσης και δυο πτυχιούχοι των ίδιων και πάλι σχολών που να διατελούν ή να έχουν διατελέσει γυμνασιάρχες ή διευθυντές πρακτικών λυκείων ή γενικοί επιθεωρητές. Το συμβούλιο αυτό λειτούργησε για δύο μήνες, διότι καταργήθηκε με την υπ’ αριθ. 2099[11] της 20 Απριλίου 1926 υπουργική απόφαση του υπουργού Δ. Αιγινίτη. Το συμβούλιο ανασυστάθηκε, έτσι ο αριθμός των μελών αυξήθηκε από 8 σε 10, μεταξύ των καθηγητών του Πανεπιστημίου συμπεριλήφθηκαν και καθηγητές της θεολογικής σχολής και προστέθηκε και ο επιθεωρητής των δημοτικών σχολείων Αθήνα και Πειραιά.

Και με αυτή τη σύνθεση το συμβούλιο δε λειτούργησε πέρα από έξι μήνες. Μετά την κατάλυση της δικτατορίας του Πάγκαλου στις 17 Σεπτεμβρίου 1926  εκδόθηκε το Ν.Δ. «Περί ανασυστάσεως και συγκροτήσεως του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου και των Εποπτικών Συμβουλίων» (Φ.Ε.Κ. 315/18-9-1926). Το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο τώρα αποτελείται από έντεκα μέλη, εφτά μόνιμα και για πρώτη φορά τέσσερα αιρετά (2 από τη μέση και 2 από τη δημοτική εκπαίδευση) (άρθρ.2) με τα ίδια δικαιώματα και καθήκοντα όπως και τα μόνιμα μέλη (άρθρ.8) και τα οποία θα εκλεγούν βάσει Προεδρικού Διατάγματος που θα ψηφισθεί από το κοινοβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 24. Σύμφωνα με άρθρο 9 μόνιμα μέλη του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου διορίζονται πτυχιούχοι της φιλοσοφικής σχολής ή της σχολής των φυσικών ή μαθηματικών των δικών μας ή ξένων Πανεπιστημίων. Οι αρμοδιότητες αυτού του συμβουλίου (άρθρ. 15) ήταν γνωμοδοτικές (γενικά περί εκπαιδευτικών θεμάτων), προπαρασκευαστικές (σχέδια νόμων, διαταγμάτων, εγκυκλίων κ.ά.) και μετέχουν με δικαίωμα ψήφου ο διευθυντής της Παιδείας και ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου (άρθρ. 17). Με το διορισμό από τον Υπουργό των αιρετών έχουμε τη διαίρεση του Ε.Σ. σε δυο τμήματα ένα της Μ. και ένα της Δ. εκπαίδευσης και επομένως την αυτονόμηση της Δημοτικής από τη Μέση σε επίπεδο Υπηρεσιακών  Συμβουλίων (άρθρ. 16).

Με την επίτευξη αυτού του εκπεφρασμένου πόθου των δασκάλων δηλ. τη συμμετοχή αιρετών εκπροσώπων στο Ε.Σ. («…βελτίωση του διοικητικού μηχανισμού της εκπαίδευσης θα εθεωρείτο η συμμετοχή αντιπροσώπων των λειτουργών της εκπαίδευσης τόσο στο Ε.Σ. όσο και στα εποπτικά συμβούλια …»)[12] δε συμφώνησαν όλοι, αρχής γενομένης  μιας ομάδας 12 δυσαρεστημένων συνδικαλιστών δασκάλων με επικεφαλής τον Α. Καραγιάννη, οι οποίοι είχαν αντίθετες πολιτικές πεποιθήσεις με τη διοίκηση που φαινόταν πως θα εκλεγεί στη διάρκεια της Θ΄ Γενικής Συνέλευσης (28-4-1927) του κλάδου και η οποία όπως διαβάζουμε στο υπ. αριθμ. 129 φύλλο της 18 Μαΐου 1927 του Διδασκαλικού Βήματος, δήλωσε σχετικά με το δικαίωμα της αιρετής συμμετοχής του κλάδου στο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο: «…αναρχική εκδήλωσις…» που δεν μπορεί να εφαρμοστεί «λόγω του μειωμένου κύρους των δασκάλων…» και αποχώρησε από την ψηφοφορία της Γενικής Συνέλευσης επειδή διαπίστωσαν «… την οριστικήν στροφήν της Συνελεύσεως προς τον Κομμουνισμόν».[13]

Νόμος 3436/1927 «Περί ανασυνθέσεως του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου και των Εποπτικών Συμβουλίων»

Η λειτουργία του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου και με την προαναφερόμενη σύνθεσή του, δεν επρόκειτο να είναι μεγάλης διάρκειας. Μετά την υποβολή σχεδίου νόμου και κατόπιν έντονων συζητήσεων και πολλών τροποποιήσεων  στη Βουλή, ψηφίστηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1927 ο νόμος 3436 «Περί ανασυνθέσεως του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου και των Εποπτικών Συμβουλίων» (Φ.Ε.Κ. 307/23-12-1927).

Σύμφωνα με το άρθρ. 1 το Ε.Σ. αποτελείται από δεκατέσσερα μέλη, εννέα τακτικά, δύο αιρετά και τρία έκτακτα (άρθρ.1). Βάσει του άρθρου 8 μόνιμα μέλη του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου διορίζονται πτυχιούχοι της φιλοσοφικής σχολής ή της σχολής των φυσικών ή μαθηματικών των δικών μας ή ξένων Πανεπιστημίων. Τα έκτακτα μέλη προέρχονταν από καθηγητές του Πανεπιστημίου, γενικούς επιθεωρητές ή διευθυντές διδασκαλείων ή γυμνασίων (άρθρ. 13). Τα αιρετά μέλη οφείλουν να έχουν τα προσόντα που προβλέπονται, με τον παρόντα νόμο να έχουν, δηλαδή να είναι τουλάχιστον γραμματείς α΄ τάξης ή να έχουν πτυχίο Διδασκαλείου δημοτικής εκπαίδευσης ή να έχουν μετεκπαιδευτεί στο Πανεπιστήμιο για μια διετία και να έχουν δεκαετή υπηρεσία ( άρθρ. 2). Τα έργα του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου όπως περιγράφονται στο άρθρο 16  παραμένουν τα ίδια με τα έργα του Ε.Σ. όπως και με το Ν.Δ. της 17 Σεπτεμβρίου 1926 «Περί ανασυστάσεως και συγκροτήσεως του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου και των Εποπτικών Συμβουλίων».

Ο εισηγητής του νομοσχεδίου Υπουργός Παιδείας Θ. Νικολούδης μέσα από την εισηγητική έκθεση, την οποία υπέβαλε στη Βουλή, αιτιολογεί την προτεινόμενη μεταρρύθμιση στη σύνθεση του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, λέγοντας: «Εκ της μέχρι τούδε εφαρμογής του διά του νόμου 240 του 1914 ιδρυθέντος θεσμού του εκπαιδευτικού συμβουλίου κατεδείχθη ότι τούτο δεν ανταπεκρίθη πλήρως εις τας εκπαιδευτικάς ανάγκας της χώρας, διότι ούτε το επιστημονικόν αυτού μέρος επετέλεσεν ούτε εις τα διδακτικά του καθήκοντα υπήρξε πάντοτε ανεπηρέαστον…»[14]. Για να μπορέσει λοιπόν να επιτύχει τη λειτουργία ενός υποδειγματικού συμβουλίου, ο εισηγητής προτείνει: α) την ενίσχυση του Ε.Σ. με έκτακτα μέλη, προερχόμενα από καθηγητές Πανεπιστημίου, γιατί, όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση, «…λόγω θέσης, αρχών και μορφώσης παρουσιάζουν μεγαλύτερες εγγυήσεις ελευθέρης και ανεπηρέαστης συνείδησης»[15] και β) τον καθορισμό προσόντων για τα αιρετά μέλη του Ε.Σ., όπως προβλέπεται και για τα μόνιμα μέλη, «…διότι είναι αφύσικον πως εις δημοδιδάσκαλος με απολυτήριον ελληνικού σχολείου, καθόσον και τοιούτος ηδύνατο να εκλεγή με το κρατούν σύστημα, να κρίνη περί της ικανότητος ενός γενικού επιθεωρητού ή ενός διευθυντού διδασκαλείου…»[16]. Με την υποβολή της εισηγητικής έκθεσης στη Βουλή ακολούθησε σειρά συνεδριάσεων. Ο Γ. Παπανδρέου κάνοντας μια υπέρβαση των πολιτικών αντιπαραθέσεων του με την κυβέρνηση, για το καλό της εκπαίδευσης την παρούσα στιγμή και θέλοντας με την ευκαιρία αυτή να «σπάσει» το απόστημα στη διοίκηση της εκπαίδευσης στη ρίζα του χαρακτήρισε τα προτεινόμενα νομοσχέδια «ως φέροντα πολιτικόν μανδύαν»  αναφέροντας πως αν και πολιτικός αντίπαλος θα πειθαρχήσει λόγω της ανάγκης παραμονής της κυβέρνησης, θεωρώντας όμως ορθότερο η όλη συζήτηση να μετατοπιστεί σ’  όλο το εκπαιδευτικό ζήτημα της χώρας και να μην περιοριστεί μόνο στην ανασύνθεση του Ε.Σ. Εστίασε την εισήγησή του στο εδώ και έναν αιώνα συγκεντρωτικό και μη επαρκώς συμμετοχικό μοντέλο διοίκησης της δημοτικής εκπαίδευσης καθώς όπως αναφέρει: «…όλα τα ζητήματα λύονται εν’ Αθήναις» και προτείνει: «…Εάν επρόκειτο συνεπώς να μεταρρυθμίσωμεν, επεβάλλετο πραγματική αποκέντρωσις και αυτοδιοίκησις […] να επιβληθή δηλ. γενικός κανών, ότι η κεντρική εξουσία έπρεπε να έχη μόνον την γενικήν εποπτείαν, την γενικήν κατεύθυνσιν και τας γενικάς οδηγίας. […] Εκεί νοσεί το Υπουργείον και εκεί οφείλει διά της αποκεντρώσεως να επέλθη η διόρθωσις. […] Φάρμακο θα ήτο μία ριζική αποκέντρωσις και αυτοδιοίκησις της εκπαιδεύσεως. […]».[17] Αναλογιζόμενοι τα λόγια του Γ. Παπανδρέου μπορούμε να κατανοήσουμε πως  τα αίτια αυτής της νομοθετικής ρύθμισης ήταν βαθύτερα και ουσιωδέστερα πέρα από την ανασύνθεση του Ε.Σ. και οι πολιτικοί συμβιβασμοί που έγιναν, αναγκαίοι για εκείνη τη χρονική στιγμή.

Σε απάντηση της προτεινόμενης, από τον Γ. Παπανδρέου,  αποκέντρωσης της διοίκησης της εκπαίδευσης, σε μια άλλη συνεδρίαση της Βουλής[18] για τον ίδιο νόμο (Ν. 3436), ήρθε η αγόρευση από τον Ι. Μεταξά, Υπουργό Συγκοινωνιών στην παρούσα κυβέρνηση, ο οποίος ανέφερε πόσο επικίνδυνη θα ήταν μια άμεση τέτοια αποκέντρωση στην εκπαίδευση.

Βεβαία και η συμμετοχή ή όχι των αιρετών στη σύνθεση του Ε.Σ. αποτέλεσε σημείο πολιτικής αντιπαράθεσης μέσα στο κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια των συζητήσεων περί του προτεινόμενου νομοσχεδίου. Ο Σ. Στάης, πρώην υπουργός παιδείας, φοβόταν μήπως οι κλάδοι στείλουν στο Συμβούλιο ως αντιπροσώπους τους κομμουνιστές και μήπως το Συμβούλιο με τη συμμετοχή αυτών δε θα βρίσκεται στο «ύψος» του, γιατί όπως ο ίδιος είχε πει: «…δεν είναι ορθόν δημοδιδάσκαλοι έστω και μετεκπαιδευθέντες, να παρεδρεύουν μετά των καθηγητών του Πανεπιστημίου.[19] […]».

Με τη ψήφιση του Ν. 3436 έχουμε την ανασύνθεση του Ε.Σ. Περιορίζεται ο αριθμός των αιρετών από 4 σε 2 (μειώνεται ένας ανά κλάδο δημοτικής και μέσης εκπαιδεύσεως), ελαττώνεται η τριετής θητεία σε διετή και η διετής περιορίζεται σε δεκαοκτάμηνη με το Π.Δ. «Περί εκλογής αιρετών μελών του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου» (Φ.Ε.Κ. 3/23-1-1928).

Η Δ.Ο.Ε. σχετικά με αυτή την θεσμική τροποποίηση εξέφρασε το «παράπονό» της λέγοντας: «…πως αυτή η παρέμβαση οφείλεται σ’ εκείνους που είχαν συμφέρον να πλήξουν το νεαρό θεσμό της αυτοδιοίκησης και που πιστεύουν πως η παρουσία δύο αιρετών μελών στο Συμβούλιο θα έβλαπτε τα ιδιαίτερά τους συμφέροντα, θα περιόριζε τις πολιτικές επεμβάσεις και συναλλαγές και θα εξασφάλιζε μια λειτουργία του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου ολιγώτερο επηρεασμένη από τις επιθυμίες και αξιώσεις των καλοθελητών του δασκάλου…».[20]

Έξω από παιχνίδι των πιέσεων όσον αφορά τη σύνθεση του Ε.Σ. δεν έμεινε για μια ακόμα φορά και ένας άλλος μεγάλος και ισχυρός φορέας δράσης, η εκκλησία,  όπως προκύπτει μέσα από την κατεγγελία του προέδρου της Δ.Ο.Α. Στ. Αλοϊζου και του γ. γραμματέα Ι. Ντεγιάννη. Όπως διαβάζουμε μέσα στο φύλλο της 30-12-1928 του Διδασκαλικού Βήματος «…Καταγγέλλεται η στάση της Εκκλησίας μετά την ανάμειξη εννέα εκ των Σεβασμιοτάτων Μητροπολιτών στην εκλογή των αιρετών μελών του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου. […]. Η διδασκαλική ομοσπονδία θεωρεί επιβεβλημένον καθήκον να δηλώση προς την Εκκλησίαν ότι εκ των ενεργειών τούτων άγεται το συμπέρασμα, ότι η Εκκλησία κομματίζεται».[21]

 Νόμος 4653/1930 «Περί διοικήσεως της Εκπαιδεύσεως»

Με το Νόμο 4653 «Περί Διοικήσεως της Εκπαίδευσης» (Φ.Ε.Κ. 169/16-5-1930) και σύμφωνα με το άρθρο 12 την εποπτεία και διοίκηση της Μέσης και Στοιχειώδους εκπαίδευσης έχει ο ίδιος ο Υπουργός μέσω του Εκπαιδευτικού Διοικητικού Συμβουλίου (Ε.Δ.Σ.), του Εκπαιδευτικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου (Ε.Γ.Σ.), των περιφερειακών εποπτικών συμβουλίων, των επιθεωρητών, των διευθυντών των σχολείων και των συλλόγων καθηγητών και δασκάλων.

Το Ε.Γ.Σ. είναι πενταμελές με μέλη πτυχιούχους της φιλολογικής, θεολογικής, των φυσικών και των μαθηματικών επιστημών σχολής δικών μας ή ξένων πανεπιστημίων (άρθρ. 7). Ένα καινοτόμο στοιχείο στη σύνθεση του Ε.Γ.Σ. (το οποίο λειτούργησε μέχρι τις αρχές του 1933, οπότε και καταργήθηκε[22]) ήταν και η συμμετοχή οπωσδήποτε μιας γυναίκας ανάλογων προσόντων με τους άντρες μέλη αυτού (άρθρ. 6). Οι αρμοδιότητές του είναι καθαρά νομο-προπαρασκευαστικές και γνωμοδοτικές (άρθρ. 8).

Το Ε.Δ.Σ. διαιρείται σε δύο τμήματα (Ε.Δ.Σ. της μέσης και Ε.Δ.Σ. της στοιχειώδους) καθένα από τα οποία αποτελείται από πέντε μέλη, τέσσερα τακτικά (προερχόμενα από τη φιλοσοφική, θεολογική, των φυσικών ή των μαθηματικών επιστημών σχολή των δικών μας ή ξένων πανεπιστημίων) και ένα αιρετό με τα ίδια προσόντα που όριζε ο Ν. 3436 του 1927 (άρθρ.13 παρ.1και 4). Τα έργα του Ε.Δ.Σ. της στοιχειώδους εκπαίδευσης περιγράφονται στο άρθρο 20 και αφορούν όπως και σε προηγούμενες περιπτώσεις πειθαρχικές και διοικητικές αρμοδιότητες σε τοπικό επίπεδο.

Ο διδασκαλικός κόσμος γενικότερα και η διοίκηση της Δ.Ο.Ε. ειδικότερα έχοντας την άποψη ότι ο υπουργός Παιδείας Γ. Παπανδρέου είναι «θερμός θιασώτης της Αποκεντρώσεως και της Αυτοδιοικήσεως», ενθυμούμενοι τη στάση που είχε επιδείξει πριν 3 χρόνια κατά την ψήφιση του Ν. 3436/1927 που σχολιάσαμε και πιστεύοντας ότι δε θα αγνοήσει τις απόψεις τους στην προσπάθειά του να ολοκληρώσει τη μεταρρύθμιση του διοικητικού συστήματος της Παιδείας, η οποία είχε ξεκινήσει με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929, με άρθρα τους μέσα από το Διδασκαλικό Βήμα ζητούσαν: 1) την επαναφορά του δεύτερου αιρετού στα εποπτικά συμβούλια, καθώς υπάρχει σύμπτωση απόψεων των δυο παρατάξεων, αποδεικνυόμενη από το γεγονός πως με τη συμμετοχή των αιρετών στο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο, οι οποίοι προέρχονταν από την πλειοψηφούσα παράταξη, δεν βρέθηκε ούτε ένας από τη μειοψηφούσα  να διαμαρτυρηθεί για το ότι δε στάθηκαν άξιοι του αξιώματός τους οι αιρετοί, 2) ο επιθεωρητής να μην έχει ψήφο σε εκδίκαση από το συμβούλιο θεμάτων πειθαρχικής φύσης  και 3) να βγει από τα συμβούλια ο εκπρόσωπος της μέσης εκπαίδευσης, επειδή πίστευαν πως δε χρειάζονται κηδεμόνες.[23] Η στάση του υπουργού έναντι αυτών των αιτημάτων ήταν επιφυλακτική. Εξέφρασε τις αντιρρήσεις του  στην αγόρευσή του κατά την κατάθεση των νομοσχεδίων στη Βουλή λέγοντας: «… Ο κλάδος πλανάται. Η αυτοδιοίκηση του κλάδου αποτελεί προφανώς άρνησιν της έννοιας του Κράτους και παρανόησιν της Δημοκρατίας. […]. Η αρχή της αυτοδιοικήσεως του κλάδου θα είναι ολεθρία και εις την Εκπαίδευσιν και εις τον κλάδον. Εις την Εκπαίδευσιν θα είναι ολεθρία, διότι την συνείδησιν του κοινού συμφέροντος θα υποκαθιστά η συνείδησις του ιδιαιτέρου επαγγελματικού συμφέροντος. Αλλά θα είναι ολεθρία και εις τον κλάδον, διότι οι αιρετοί αντιπρόσωποι θα προέρχωνται εξ’ εκλογών. Θα υπάρχη επομένως πλειοψηφία και μειοψηφία, θα υπάρχουν κόμματα, θα υπάρχη επομένως συναλλαγή…»[24]. Η γνώμη του Γ. Παπανδρέου φαίνεται να ήταν, πως η συμμετοχή αιρετών θα δημιουργήσει οξύτητα σχέσεων ανάμεσα στις δυο παρατάξεις της Δ.Ο.Ε., ο περιορισμός των αρμοδιοτήτων του επιθεωρητή θα έπληττε το κύρος και θα νέκρωνε το αίσθημα ευθύνης του και τέλος πως ο δάσκαλος δεν ήταν ικανός να πάρει στα χέρια του, χωρίς τη συμμετοχή εκπροσώπου της Μέσης, την πρωτοβουλία για τη διοίκηση της Δημοτικής εκπαίδευσης. Έτσι αυτή η στάση, όπως επισημαίνει και ο Α. Δημαράς «… δεν μπορεί να ερμηνευτεί αλλιώτικα παρά σαν έκφραση της πεποίθησης πως η κυβέρνηση έχει απόλυτη εξουσία σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, σαν έκφραση του απόλυτου συγκεντρωτικού πνεύματος που επικρατεί στην ελληνική εκπαίδευση από τα χρόνια του Καποδίστρια».[25]

Διάταγμα «Περί συγχωνεύσεως υπηρεσιών και καταργήσεως θέσεων, διαρρυθμίσεως συμβουλίων κ.λπ. υπαγομένων στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων» του 1933.

Με το διάταγμα «Περί συγχωνεύσεως υπηρεσιών και καταργήσεως θέσεων, διαρρυθμίσεως συμβουλίων κ.λπ. υπαγομένων στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων» (Φ.Ε.Κ. 11/12-1-1933), έχουμε τη συγχώνευση του Εκπαιδευτικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου και του Εκπαιδευτικού Διοικητικού Συμβουλίου σε ένα συμβούλιο, που ονομάζεται «Εκπαιδευτικό Συμβούλιο»,  αποτελείται από οκτώ τακτικά, δυο αιρετά και τρία έκτακτα μέλη και σύμφωνα με το άρθρ. 2 διαιρείται σε δύο τμήματα: το τμήμα της Στοιχειώδους Εκπαίδευσης και το τμήμα της Μέσης Εκπαίδευσης. Καθένα απ’ αυτά αποτελείται από τέσσερα τακτικά μέλη και ένα αιρετό.

Τα αιρετά μέλη εκλέγονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 4653. Τα έκτακτα μέλη είναι τακτικοί καθηγητές ένας της φιλοσοφικής σχολής, ένας της θεολογικής και ένας της σχολής των φυσικών και μαθηματικών επιστημών του Πανεπιστημίου της Αθήνας (άρθρ.1).

Τα έργα, τη δικαιοδοσία και την αρμοδιότητα του τμήματος της στοιχειώδους εκπαίδευσης του τέως εκπαιδευτικού διοικητικού συμβουλίου, ασκεί το τμήμα της στοιχειώδους εκπαίδευσης του Ε.Σ. Τα έργα, την δικαιοδοσία και την αρμοδιότητα του εκπαιδευτικού γνωμοδοτικού συμβουλίου ασκεί το Ε.Σ. όταν συνέρχεται σε ολομέλεια στην οποία μετέχει ο Διευθυντής της Παιδείας και τα υπόλοιπα πρόσωπα όπως προβλέπεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις σύμφωνα με το άρθρ.9 εδάφ.1 του Ν. 4653.

Σε συνεδριάσεις των τμημάτων της στοιχειώδους για λήψη αποφάσεων σε θέματα όπως: καθορισμός αριθμού και ορίων των εκπαιδευτικών περιφερειών, διορισμός, προαγωγή, μετάθεση, τιμωρία ή απόλυση των επιθεωρητών της στοιχειώδους εκπαίδευσης και των διευθυντών και υποδιευθυντών των Διδασκαλείων της Δημοτικής Εκπαίδευσης μετέχουν με ψήφο  τρεις καθηγητές Πανεπιστημίου και ο Δ/ντής της Παιδείας.

Η ψήφιση του διατάγματος αυτού και οι πιέσεις που άσκησαν γι’ αυτό οι καθηγητές του Πανεπιστημίου, εξεγείρανε και πάλι την οργισμένη αντίδραση της Δ.Ο.Ε., η οποία δήλωσε: «Ο στόχος σε κάθε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι τα συμβούλια. Από τη συγχώνευση και σύμπτηξή τους ή τη διαίρεση και διαπλάτυνσή τους εξαρτούν την πρόοδο της εκπαιδεύσεως. […]. Την κίνηση αυτή (δηλαδή τη συγχώνευση των Ε.Δ.Σ. και Ε.Γ.Σ.) προκαλούν και την υποθάλπουν οι κ.κ. Καθηγητές του Πανεπιστημίου που μ’ όλη την αποπομπήν ως τώρα, εκμεταλλεύονται κάθε ευκαιρία για να εισορμήσουν στα Εκπαιδευτικά Συμβούλια και τις Διευθύνσεις του Υπουργείου. […]. Η συγχώνευση λοιπόν με τους κ.κ. Καθηγητές του Πανεπιστημίου και η σύμπτυξη των Εκπαιδευτικών Συμβουλίων ούτε διοικητική καλυτέρευση θα φέρη ούτε απόδοση εκπαιδευτική θα σημειώση…»[26]

 Α.Ν. 42/1936 «Περί καταργήσεως του θεσμού των αιρετών μελών του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου»

Με τη νομοθετική ρύθμιση που επέβαλε το δικτατορικό καθεστώς της 4ης  Αυγούστου 1936 του Ι. Μεταξά δηλαδή τον Α.Ν. 42/31-8-1936 «Περί καταργήσεως του θεσμού και των θέσεων των αιρετών μελών του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου» (Φ.Ε.Κ. 378/31-8-1936) έχουμε την κατάργηση του θεσμού και των θέσεων των αιρετών μελών του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου καθώς επίσης και των σχετικών διατάξεων του Νόμου 4653 «περί διοικήσεως της Εκπαίδευσης», όπως αυτές είχαν τροποποιηθεί με μεταγενέστερους νόμους.

 

Συμπεράσματα - Ερμηνεία - Απαντήσεις στα ερωτήματα

Τα περιεχόμενα των αντιπροσωπευτικών κειμένων που παρέθεσα, η προσεκτική μελέτη τους, η κατά το δυνατόν καλύτερη ανάλυση και εξέταση αυτών και η διοικητική πραγματικότητα που διέπει το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένου και του θεσμού των Υ.Σ., μας επιτρέπουν να οδηγηθούμε σε συμπεράσματα, τα οποία αποδεικνύουν την αντιστοιχία που υπήρξε και που υπάρχει μέχρι και σήμερα, μεταξύ του θεσμού των Υ.Σ. και του ελληνικού διοικητικού εκπαιδευτικού μοντέλου.

Μια πρώτη διαπίστωση είναι πως ο συντηρητισμός και ο συγκεντρωτισμός που από τα πρώτα χρόνια του ελεύθερου ελληνικού κράτους εγκαταστάθηκε και διαπότισε το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν άφησε μεγάλα περιθώρια για βαθιές αλλαγές – τομές  και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Ένα κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα σχεδόν όλων των θεσμικών παρεμβάσεων της περιόδου που εξετάσαμε, είναι ότι σ’ οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμιση έγινε ή επιχειρήθηκε να γίνει σε σχέση με τη σύνθεση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες των υπηρεσιακών συμβουλίων κάθε φορά υπήρχε και η «αντίδραση» των αντιφρονούντων είτε στο χώρο της πολιτικής εξουσίας είτε στο χώρο των εκπαιδευτικών είτε στον ακαδημαϊκό χώρο είτε στον ευρύτερα κοινωνικό. Επομένως διαπιστώνεται ο συσχετισμός του συγκείμενου με το θεσμό των υπηρεσιακών συμβουλίων και το μέγεθος της επιρροής -αρνητικής ή θετικής- που άσκησε αυτό στην κάθε νομοθετική ρύθμιση σχετικά με τα συμβούλια.

Ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας της διοίκησης κάτω από τον απόλυτο κρατικό έλεγχο και μέσα σ’ ένα γραφειοκρατικό μοντέλο οργάνωσης από τη σύσταση του ελληνικού κράτους ακόμα, -κάτω από την κηδεμονία των Βαυαρών- είχαν ριζώσει βαθιά στο χαρακτήρα της διοίκησης του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Όπως υποστηρίζει και ο ιστορικός της Εκπαίδευσης Α. Δημαράς: «Όλα -παρά τις κάποιες πρωτοβουλίες και τις μερικές ευθύνες που αφήνονται στις τοπικές αρχές- καθορίζονται και επιτηρούνται από την κεντρική κυβέρνηση».[27]

Στις περισσότερες των περιπτώσεων, όπως και στην περίοδο την οποία παρουσιάσαμε εδώ, διαπιστώνεται ένας αποκλεισμός ή περιορισμός κατά περίπτωση των τοπικών παραγόντων και φορέων συσχετιζόμενος είτε με την ολική ανάληψη των οικονομικών της εκπαίδευσης από την κεντρική εξουσία (1920) είτε με την ανάγκη επιβολής ενός συγκεντρωτικού συστήματος διοίκησης κατευθυνόμενου από τα κέντρα λήψης αποφάσεων, τα ευρισκόμενα στο Υπουργείο Παιδείας. Οι όποιες προσπάθειες καταβλήθηκαν, ως επί το πλείστον από κυβερνήσεις προοδευτικές, για τη σύσταση και λειτουργία συμβουλίων  «αποκεντρωτικά» χαρακτηρισμένων, με τη συμμετοχή, στη σύνθεσή τους, αντιπροσώπων ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων, σταμάτησαν έχοντας σαν τροχοπέδη τις αντιδράσεις των φορέων όλων των «πεδίων δύναμης»[28] (πολιτικού-οικονομικού-ιδεολογικού-πολιτιστικού-εκπαιδευτικού) της κοινωνίας, μέσα από τα οποία δρομολογείται και υλοποιείται μια μεταρρυθμιστική προσπάθεια σαν αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ αυτών των πεδίων δύναμης (περίπτωση χρονικά περιορισμένης λειτουργίας του Α.Ε.Σ. που είχε συσταθεί το 1930 με το Ν. 4653).

Η Πρωτοβάθμια εκπαίδευση δεν είχε τη διοικητική, εποπτική αλλά και καθοδηγητική αυτοτέλεια που ζητούσε. Δε θα μπορούσαμε όμως με απόλυτη βεβαιότητα να υποστηρίξουμε πως θα μπορούσε να την έχει. Υπήρχε μια μορφή προστατευτισμού σχεδόν πάντοτε από την κεντρική διοίκηση. Η συνεχής ύπαρξη ατόμων στις συνθέσεις των υπηρεσιακών συμβουλίων «αυξημένου κύρους» σχεδόν πάντοτε, από την αρχή του θεσμού μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1980, προερχόμενων από συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα -εκκλησιαστικοί εκπρόσωποι, δικαστικοί, στρατιωτικοί, ανώτερα εκπαιδευτικά στελέχη (επιθεωρητές, επόπτες)- στη θέση του προέδρου, εγείρουν σοβαρές υπόνοιες για την παρουσία ενός σημαντικού κοινού παρονομαστή, σ’ όλες τις περιπτώσεις συγκρότησης της σύνθεσης αυτών των συμβουλίων, που φανέρωνε έλλειψη εμπιστοσύνης, όσον αφορά την δυνατότητα ολοκληρωτικής και ακηδεμόνευτης διοίκησης από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς. 

Έντονες ήταν επίσης και οι πολιτικές παρεμβάσεις στη λειτουργία των υπηρεσιακών συμβουλίων όπως διαπιστώνεται από ορισμένες από τις πηγές που προσεγγίσαμε. Η σύνθεση των συμβουλίων, όπως καταλαβαίνουμε, ήταν φυσικό να αλλάζει, ανάλογα με τις θέσεις και την πολιτική βούληση του φορέα ή των φορέων που ήταν κάθε φορά στην κυβέρνηση, να δέχονται πιέσεις, και μέσα από έωλα επιχειρήματα και τάσεις κηδεμονευτικές να έχουμε καταγγελίες κακής λειτουργίας αυτών μέσα στη Βουλή και περιπτώσεις νεποτισμού που δυσχέραιναν το έργο των συμβουλίων. 

Επομένως η αρχική μας υπόθεση πως η διοίκηση της εκπαίδευσης, μέρος της οποίας είναι και τα Υ.Σ. ακολούθησε τις γενικότερες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στη χώρα μας, έχοντας τις περισσότερες φορές την ίδια τύχη μ’ αυτές επαληθεύεται σε μεγάλο βαθμό. Δεχόμενοι τα παραπάνω και παραφράζοντας τα λόγια του Αλέξη Δημαρά θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για «μια διοικητική μεταρρύθμιση που δεν έγινε» όχι με ερωτηματικό αυτή τη φορά, όπως και στον τίτλο της εισήγησής μας, αλλά με καταφατική έννοια, χαρακτηριζόμενη από ένα αέναο εμπρός-πίσω, ένα περίπλοκο και πολλές φορές αμφισβητούμενο  σκοπό ύπαρξης αυτών των οργάνων διοίκησης -υπηρεσιακά συμβούλια- και μια διφορούμενη άποψη για το ρόλο που έπαιξαν όλα αυτά τα χρόνια στην εκπαίδευση.  

Σε καμιά περίπτωση απ’ αυτές της εφαρμοσμένης διοικητικής αποσυμπύκνωσης[29] που συναντήσαμε δε διαπιστώσαμε τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα του αποκεντρωτικού συστήματος. Με άλλα λόγια δεν είδαμε περιφερειακά συμβούλια που στις αρμοδιότητές τους να είχαν αποφασιστική εξουσία προερχόμενη από την κεντρική διοίκηση ή μη μόνον κάποιες αρμοδιότητες διοικητικής και πειθαρχικής μορφής δοσμένες κι αυτές καθ’ υπόταξη σε δεύτερο βαθμό από τα κεντρικά συμβούλια. Ο συγκεντρωτισμός και η ιεραρχία των προσώπων αντικαταστάθηκε από το συγκεντρωτισμό και την ιεραρχία των συμβουλίων, στα οποία οι εκπρόσωποι της κεντρικής εξουσίας πλειοψηφούν και πάλι.

Το συμπέρασμα που προκύπτει για το ρόλο των υπηρεσιακών συμβουλίων είναι πως αυτά ακολούθησαν και ακολουθούν μια παράλληλη πορεία με το συγκεντρωτικό διοικητικό εκπαιδευτικό σύστημα και με την πολιτική της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας -από την οποία απορρέουν οι εξουσίες της διοίκησης είτε άμεσα είτε έμμεσα- στην κορυφή της ιεραρχικής πυραμίδας, η οποία παρουσιάζει ένα χαρακτήρα με τάσεις αποσυμπύκνωσης και εκχώρησης αρμοδιοτήτων ιεραρχικά δομημένων προς τη βάση της πυραμίδας -Κεντρικά Υπηρεσιακά Συμβούλια, Περιφερειακά Υπηρεσιακά Συμβούλια- ανάλογα με τις πολιτικές, ιστορικές και κοινωνικές συγκυρίες που συνέβαινε και συμβαίνει κάθε φορά να αποτελούν το συγκείμενο στην άσκηση της εξουσίας. 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ανδρέου Α. – Παπακωνσταντίνου Γ. Οργάνωση και διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος. Θεωρητική προσέγγιση και ιστορική επισκόπηση, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1990.

Ανδρέου Α. – Παπακωνσταντίνου Γ. Εξουσία και οργάνωση-διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος, εκδ. Νέα Σύνορα, Αθήνα 1994.

Βαλσαμόπουλος Ν. Ιστορία του δασκαλικού συνδικαλισμού, εκδ. Εκπαιδευτική Επικοινωνία, Αθήνα 1983.

Δημαράς Α. Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, τόμοι Α΄ και Β΄, εκδ. Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1987.

Διδασκαλικό Βήμα. Συνδικαλιστικό Όργανο της Δ.Ο.Ε., τεύχος 61, 10-1-1926.

Διδασκαλικό Βήμα. Συνδικαλιστικό Όργανο της Δ.Ο.Ε., τεύχος 129, 25-5-1927.

Διδασκαλικό Βήμα. Συνδικαλιστικό Όργανο της Δ.Ο.Ε., τεύχος 162, 12-2-1928.

Διδασκαλικό Βήμα. Συνδικαλιστικό Όργανο της Δ.Ο.Ε., τεύχος 206-207 (32-33), 30-10-1928.

Διδασκαλικό Βήμα. Συνδικαλιστικό Όργανο της Δ.Ο.Ε., τεύχος 261, 26-1-1930.

Διδασκαλικό Βήμα. Συνδικαλιστικό Όργανο της Δ.Ο.Ε., τεύχος 262, 2-2-1930.

Διδασκαλικό Βήμα. Συνδικαλιστικό Όργανο της Δ.Ο.Ε., τεύχος 266, 2-3-1930.

Διδασκαλικό Βήμα. Συνδικαλιστικό Όργανο της Δ.Ο.Ε., τεύχος 406, 18-12-1932.

Εισηγητική έκθεσις προς την Βουλήν των Ελλήνων (Ν.3436), εν Αθήναις 17 Νοεμβρίου 1927.

Κουλελές Γ.Φ. Για μια ιστορία του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1983.

Κωτσίκης Β. Εκπαιδευτικά συστήματα, εκδ. Έλλην, Αθήνα 1998.

Λαμπίρη-Δημάκη Ι. Κοινωνιολογία και Ιστορία – Ομοιότητες και ιδιαιτερότητες, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1989.

Λέφας Χ. Ιστορία της Εκπαιδεύσεως, Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, εν Αθήναις 1942.

Μπουζάκης Σ. Νεοελληνική εκπαίδευση (1821-1998), εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1999.

Μπουζάκης Σ. Εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα,. Μεταρρυθμιστικές προσπάθειες 1913-1929, τόμος Α΄,  εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1994.

Πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων, Συνεδρίαση ΙΓ΄ (13η) της 2ας Δεκεμβρίου 1927.

Πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων, Συνεδρίαση ΙΖ΄ (17η) της 8ης Δεκεμβρίου 1927.

Σαΐτης Χ. Οργάνωση και διοίκηση της εκπαίδευσης, θεωρία και πράξη, Αθήνα 1992.

Φραγκουδάκη Α. Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και φιλελεύθεροι διανοούμενοι, εκδ. Κέδρος. 


[1] Η Μικρασιατική καταστροφή (1922), η δημιουργία-ανάδυση της αστικής τάξης της ελληνικής κοινωνία, η συνεχής πολιτική κρίση -η μια κυβέρνηση διαδέχεται την άλλη και κατ’  επέκταση αλλάζει και η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας (Γ. Διδαχός από 16-9-1926 έως 4-12-1926, Αθ. Αργυρός από 4-12-1926 έως 6-7-1927, Θ. Νικολούδης από 17-8-1927 έως 4-7-1928, Γ. Παπανδρέου από 2-1-1930 έως 26-5-1932, Κ. Γεωργακόπουλος από 6-8-1936 έως 25-11-1938 και αρκετοί άλλοι υπουργοί Παιδείας που διετέλεσαν ως υπουργοί στη δεκαετία 1926-1936), η δημοσίευση του Συντάγματος το 1927, η διάσπαση του «Εκπαιδευτικού Ομίλου» την ίδια χρονιά, η καθιέρωση του θεσμού των αιρετών δασκάλων στο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο (1926), η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929.

[2] Ι. Λαμπίρη-Δημάκη: Κοινωνιολογία και Ιστορία, εκδόσεις «Παπαζήση», Αθήνα 1989, σ. 21.

[3] Ι. Λαμπίρη-Δημάκη: Κοινωνιολογία…, ό.π., σ. 15.

[4] Ι. Λαμπίρη-Δημάκη: Κοινωνιολογία…, ό.π., σ. 17.

[5] Ι. Λαμπίρη-Δημάκη: Κοινωνιολογία…, ό.π., σ. 115.

[6] Γ. Φ. Κουκουλές: Για μια ιστορία του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος, εκδόσεις «Οδυσσέας», Αθήνα 1983, σ. 108.

[7] Γ. Φ. Κουκουλές: Για μια ιστορία…, ό.π., σ. 111.

[8] «Και η μεταρρύθμιση του 1929, μια μεταρρύθμιση που άγγιξε περισσότερο τα εξωτερικά (οργάνωση-διοίκηση) και ελάχιστα τα εσωτερικά (προγράμματα-μέθοδοι) χαρακτηριστικά της εκπαίδευσης, θα έχει την τύχη των προηγούμενων ανακαινιστικών προσπαθειών. θα ανασταλεί.» Σ. Μπουζάκης: Νεοελληνική εκπαίδευση (1821-1998), Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 1999, σ. 88.

[9] «Μεταρρύθμιση του 1929 αποκαλούνται γενικά τα νομοσχέδια των Υπουργών Παιδείας Κωνσταντίνου Γόντικα το 1929 και Γεωργίου Παπανδρέου από το 1930». Α. Φραγκουδάκη: Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και φιλελεύθεροι διανοούμενοι, Εκδόσεις Κέδρος, σ. 59.

[10] Α. Ανδρέου-Γ. Παπακωνσταντίνου: Οργάνωση και διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος. Θεωρητική προσέγγιση και Ιστορική επισκόπηση, εκδόσεις «Εξάντας, σ. 61.

[11] Χ. Λέφας: Ιστορία της Εκπαιδεύσεως, εκδόσεις Ο.Ε.Σ.Β., Αθήνα 1942, σ.σ. 308-309.

[12] Διδασκαλικό Βήμα, τεύχος 61, 10-1-1926, σ.σ.1-2.

[13] Διδασκαλικό Βήμα, τεύχος 129, 28-5-1927, σ.1.

[14] Εισηγητική έκθεση Ν. 3436/1927 προς τη Βουλή των Ελλήνων.

[15] Εισηγητική έκθεση Ν. 3436/1927 προς τη Βουλή των Ελλήνων.

[16] Εισηγητική έκθεση Ν. 3436/1927 προς τη Βουλή των Ελλήνων.

[17] Πρακτικά συνέλευσης ΙΓ΄ (13ης) /2-12-1927 στη Βουλή των Ελλήνων, σ.σ. 187-189.

[18] Πρακτικά συνέλευσης ΙΖ΄ (17ης) /8-12-1927 στη Βουλή των Ελλήνων, σ.σ. 215-219.

[19] Πρακτικά συνέλευσης ΙΖ΄ (17ης) /8-12-1927 στη Βουλή των Ελλήνων, σ.σ. 215-219.

[20] Διδασκαλικό Βήμα, τεύχος 162, 12-2-1928, σ. 4.

[21] Διδασκαλικό Βήμα, τεύχος 206-207 (32-33), 30-12-1928, σ. 12.

[22] Χ. Λέφας: Ιστορία…, ό.π., σ. 317.

[23] Βλ. Διδασκαλικό Βήμα, τεύχη 261, 26-1-1930, σ. 1 και 262, 2-2-1930, σ. 1.

[24] Διδασκαλικό Βήμα, τεύχος 266, 2-3-1930, σ. 4.

[25] Α. Δημαράς: Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, εκδόσεις Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1987, τόμος Β΄, σ.σ. μη΄, μθ΄.

[26] Διδασκαλικό Βήμα, τεύχος 406, 18-12-1932, σ. 1.

[27] Α. Δημαράς: Η μεταρρύθμιση…, ό.π., τόμος Α΄, σ. λ΄.

[28] Σ. Μπουζάκης: Εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα. Μεταρρυθμιστικές προσπάθειες 1913-1929,  Τόμος Α΄, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1994, σ. 28.

[29] Με τον όρο αποσυμπύκνωση εννοείται μια πιο ήπια μορφή συγκέντρωσης στην οποία υπάρχει μερική μεταφορά εξουσίας στα τοπικά ή περιφερειακά όργανα, τα οποία όμως παραμένουν στην ιεραρχία της κεντρικής διοίκησης. Βλ. Β. Κωτσίκης: Εκπαιδευτικά συστήματα, εκδ. Έλλην, Αθήνα 1998, σ.σ. 40-45, Α. Ανδρέου-Γ. Παπακωνσταντίνου: Εξουσία και οργάνωση-διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος, εκδ. Νέα Σύνορα, Αθήνα 1994, σ.σ. 111-114, Χ. Σαϊτης: Οργάνωση και Διοίκηση της εκπαίδευσης, θεωρία και πράξη, Αθήνα 1992, σ.σ. 104-105.

 

 

 

Copyright 2003 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ  ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ