Το ιστορικό των νόμων 5343/32 και 1268/82

Μια κριτική προσέγγιση

 Κωνσταντίνος ΚΑΡΑΝΑΤΣΗΣ

 ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Σχεδίασμα ανασύνθεσης των ημερών ψήφισης των νόμων 5343/32 και 1268/82, οι οποίοι καθόρισαν το ελληνικό Πανεπιστήμιο στο μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα με βάση τα Πρακτικά των Συζητήσεων της Βουλής των Ελλήνων και τον ημερήσιο Τύπο. Στο σχεδίασμα αυτό γίνεται προσπάθεια κριτικής προσέγγισης με σκοπό την ανάδειξη της δομής και λειτουργίας του Πανεπιστημίου σε δυο διαφορετικούς χρόνους και απώτερο στόχο τη συμβολή στην σύγχρονη ιστορία του θεσμού του.

 

ABSTRACT

  The project composition of days voting of laws 5343/32 and 1268/82, that been defined Greek University the biggest part of 20th century, with base the records of debates of Greek’s Parliament and the daily press. This project becomes effort the criticism approach by purpose the showing of position and function of University on two different times and further sight the contribution of contemporary history of institution.

Αντικείμενο του παρόντος εγχειρήματος είναι το ιστορικό των νόμων 5343/32 και 1268/82. Πρόκειται για τους δυο νόμους - πλαίσιο που καθόρισαν το ελληνικό Πανεπιστήμιο τα τελευταία 70 χρόνια. Εντούτοις, ο απώτερος στόχος του εγχειρήματος είναι η μερική σχεδίαση της σύγχρονης ιστορίας του Πανεπιστημίου με «πυξίδα» τη νομοθεσία και κατ΄ επέκταση η συμβολή της στην ιστορία του. Προς μια τέτοια κατεύθυνση και με δεδομένη την οπτική γωνία προσέγγισης, η σύγκριση των νόμων αυτών καθαυτών δεν θα έδινε κανένα αποτέλεσμα, πέρα από δυο ακραίες καταστάσεις, δύο στιγμές, από τις οποίες θα έλειπε το μέτρο σύγκρισης. Για να αποκτήσουν αυτές οι στιγμές τα εχέγγυα της σύγκρισης, θα πρέπει ο ενδιαφερόμενος να εντρυφήσει σε ένα ογκώδες και πλούσιο υλικό, το οποίο συντίθεται από τις εισηγητικές εκθέσεις των σχεδίων νόμων, τα πρακτικά των συζητήσεων της Βουλής, τα αρχεία των υπουργείων παιδείας και οικονομικών, τα αρχεία των εφημερίδων της εποχής, αλλά και τα πρακτικά των σχολών, τα φυλλάδια των φοιτητών, τις μονογραφίες με αντικείμενο τις μεταρρυθμίσεις στην Ανώτατη Εκπαίδευση κ.ο.κ. και το οποίο χαρακτηρίζεται από αντιθέσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να ανασυνθέσει τη λογική του πνεύματος των νόμων και να παρακολουθήσει την κατάσταση του Πανεπιστημίου πριν και κατά τη διάρκεια της ψηφίσεως των νόμων που συνιστούν το ελάχιστο εχέγγυο της σύγκρισης, αλλά και της κριτικής προσέγγισης, επιτρέποντας τη γραφή της εξέλιξης ή αλλιώς της ιστορίας. Εν προκειμένω θα περιοριστώ κυρίως στις εισηγητικές εκθέσεις και στις συζητήσεις που έλαβαν χώρα στη Βουλή τόσο επί της αρχής όσο και κατ΄ άρθρο, απομονώνοντας τα ουσιαστικά εκείνα σημεία που μπορούν να συμβάλλουν στο αντικείμενο του εγχειρήματος.

 Εντούτοις και πριν την οποιαδήποτε αναψηλάφηση και ανασύνθεση των παραμέτρων εκείνων που αποτέλεσαν τους ακρογωνιαίους λίθους των υπό εξέταση νόμων οφείλω να διευκρινίσω τα εξής:

  • Ένας νόμος αποτελεί τον καθρέπτη της κατάστασης του αντικειμένου για το οποίο εκδίδεται.

  • Όταν αυτός ο νόμος αλλάζει, σημαίνει ότι η κατάσταση του αντικειμένου έχει αλλάξει. Εν τω μεταξύ

  • Ένας νόμος για να έχει διάρκεια ζωής πρέπει να διαπνέεται από πνεύμα λιτότητας και να διαθέτει σχετική ελαστικότητα την οποία συνήθως αντλεί από τη συχνότητα παραπομπής σε Προεδρικά και Νομοθετικά Διατάγματα.

Εξυπακούεται ότι τα Νομοθετικά Διατάγματα (Ν.Δ.) πολλαπλασιαζόμενα με την πάροδο του χρόνου γίνονται δομικά στοιχεία του νόμου με αποτέλεσμα ο νόμος να ξεπερνιέται. Ασχέτως της κατευθύνσεως την οποία παίρνει ο νόμος, γεγονός είναι ότι το αντικείμενο πλέον για το οποίο νομοθετήθηκε, διέπεται από νέες ισορροπίες και η κατάστασή του έχει αλλάξει.

Εάν αρκεστούμε στην αναφορά των μεταρρυθμίσεων που επιχειρήθηκαν στην Ανώτατη Εκπαίδευση τον 20ο αιώνα, εντοπίζουμε ένα νόμο - πλαίσιο ή αλλιώς οργανισμό το 1911, έναν το 1922, έναν το 1932, και εάν εξαιρέσουμε τον αναγκαστικό νόμο του 1938, που ίσχυσε για τέσσερα έτη και αυτόν του 1978 που κατ’ ουσία δεν ίσχυσε, φθάνουμε σε αυτόν του 1982 από το πνεύμα και τις διατάξεις του οποίου εν μέρει διέπεται ακόμη το Ελληνικό Πανεπιστήμιο.

Σύμφωνα με την προηγηθείσα θεωρητική τοποθέτηση, θα συμπέραινε κανείς ότι στα 30 πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, η κατάσταση άλλαζε ανά 10/ετία. Και πράγματι έτσι ήταν. Αρκεί η αντιπαραβολή του χρόνου των μεταρρυθμίσεων με την πολιτική ιστορία της εν λόγω περιόδου για να κατανοήσουμε αφενός την κατάσταση και αφετέρου τις αλλαγές της ή αλλιώς τη σχέση του Πανεπιστημίου με την πολιτική εξουσία. Οι αλλαγές της περιόδου αυτής επέφεραν και τους τρεις διαδοχικούς, ανά 10/ετία, οργανισμούς (1911, 1922, 1932) με κοινό κέντρο βάρους το θέμα των καθηγητών, αφού από παλαιότερα «οι καθηγηταί δεν απετέλουν τάξιν εις την επιστήμην μόνον αφωσιωμένην, ουδ’ ήσαν άνδρες υπέρ αυτής μόνον ζώντες, αλλά στενώς συνδεδεμένοι μετά των πολιτικών, συνεζήτουν μετ’ αυτών και συνδιαβουλεύοντο περί των πραγμάτων της πολιτείας και συνέπραττον όπως ενόμιζον και εδύναντο εις ευόδωσιν αυτών». Η εν λόγω αθώα και εν πολλοίς ηθικού χαρακτήρα επισήμανση του Πανταζίδη, χρονικογράφου της πρώτης πεντηκονταετίας του Πανεπιστημίου, υπολείπεται της πολυπλοκότητας και σύνθεσης του θέματος των καθηγητών το οποίο παίρνει τις πραγματικές του διαστάσεις όταν κανείς αναλογιστεί ότι το Πανεπιστήμιο ταυτιζόταν με τους καθηγητές και οι καθηγητές με το Πανεπιστήμιο και ακόμη ότι το Πανεπιστήμιο ως πολιτικός θεσμός διαμόρφωνε -και ίσως ακόμη διαμορφώνει- τη συλλογική συνείδηση των επιστημόνων της κοινωνίας.

Από τους προαναφερθέντες οργανισμούς ο ν. 5343 του 1932 ξεχωρίζει κυρίως για τη διάρκεια της ισχύς του. Επιπροσθέτως ξεχωρίζει ως εν μέρει συγκέρασμα των προηγούμενων οργανισμών και τέλος ως καθρέπτης νέων παραμέτρων και ισορροπιών που δεν παραπέμπουν μόνον στο πολυσύνθετο ζήτημα των καθηγητών. Αυτές τις τελευταίες επισημαίνουμε στην εισηγητική έκθεση του Κ. Καραθεοδωρή που συντάσσει το 1930 με τίτλο «Η αναδιοργάνωσις του Πανεπιστημίου Αθηνών». Ποιες είναι αυτές ; Είναι κατά αρχάς το ακατάρτιστο των εισακτέων, ύστερα η αύξηση του αριθμού των φοιτητών και κατόπιν η οικονομική στενότητα που συνάδει με την έλλειψη εγκαταστάσεων και εποπτικών μέσων διδασκαλίας. Παραπέρα διαφαίνεται και μια έμμεση αμφισβήτηση της αξίας του διδακτικού προσωπικού, την οποία βέβαια ο εισηγητής δεν παραδέχεται, αλλά αναγνωρίζει την ανάγκη «φροντίδας» για την καλύτερη απόδοσή του. Ο Καραθεοδωρής είναι της απόψεως ότι η νομοθετική επέμβαση δεν λύνει τα προβλήματα ενός ζωντανού και ευαίσθητου οργανισμού όπως το Πανεπιστήμιο, αλλά δρομολογεί την λύση τους και ότι για την «θεραπεία των συνθηκών αφ’ ας διατελεί (το Πανεπιστήμιον), απαιτεί μακράν νοσηλείαν», ξεκινώντας «προ παντός άλλου» από τον περιορισμό των εισακτέων. Μια λοιπόν από τις νέες παραμέτρους η οποία φαίνεται να υπεισέρχεται στις πραγματικότητες του Πανεπιστημίου είναι η πληθυσμιακή αύξηση του φοιτητικού κοινού χωρίς βέβαια ακόμη να διαφαίνεται η διαμόρφωση των νέων ισορροπιών εξαιτίας του εκτοπίσματός της.

Δύο χρόνια μετά την παραπάνω εισηγητική έκθεση και αφού εν τω μεταξύ έλαβαν χώρα αρκετές διεργασίες επί του προκείμενου, έρχεται προς συζήτηση σε Βουλή και Γερουσία το σχέδιο νόμου υπ’ αριθμό 5343 εν μέσω απεργιακών κινητοποιήσεων και σοβαρών αντιδράσεων τόσο εκ μέρους των φοιτητών, όσο και εκ μέρους των καθηγητών.

Ως γνωστόν ο ν. 5343 είχε ως πηγή εμπνεύσεως τον αντίστοιχο νόμο της Γερμανίας με τη διαφορά των τροποποιήσεων εκείνων, όπως η αρχή των 2/3 σχετικά με την εκλογή των καθηγητών, που του προσέδιδε την προσήκουσα προσαρμοστικότητα στα Ελληνικά δεδομένα. Στην αγόρευσή του κατά την συζήτηση του σχεδίου νόμου, ο τότε υπουργός Παιδείας, Γεώργιος Παπανδρέου, επαίρεται των μεταβολών που θα επιφέρει το προς συζήτηση σχέδιο νόμου στα πράγματα της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Ας σημειωθεί ότι το εν λόγω σχέδιο νόμου έρχεται στη Βουλή με τη διαδικασία του επείγοντος. Διαβάζοντας την αγόρευση αυτή συγκρατούμε ότι το μεγάλο της μέρος αφιερώνεται στα θέματα του διδακτικού προσωπικού, κυρίως των καθηγητών, ύστερη έκταση κατέχει το οικονομικό ζήτημα και μεταξύ αυτών θίγονται ίσως για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση θέματα των φοιτητών (παροχές αλλά και «περιορισμό του πληθωρισμού» των εισακτέων χάρη «βελτίωσις της ποιότητας»). Ακόμη, άξιον λόγου και προσοχής στην αγόρευση του υπουργού κατέχει το κεφαλαιώδες ζήτημα της αυτοτέλειας του Πανεπιστημίου για το οποίο εκφέρεται με τη θέση του συγκερασμού των εξουσιών, δηλαδή το Πανεπιστήμιο (ως Ν.Π.Δ.Δ.) να προτείνει και η πολιτική εξουσία να αποδέχεται ή να απορρίπτει, αλλά να μην έχει δικαίωμα να τροποποιεί. Εξαίρεση στον κανόνα συνιστούν τα νευραλγικά σημεία καθορισμού των εδρών, του προγράμματος και των συγγραμμάτων.

Η συζήτηση που επακολουθεί της αγορεύσεως έχει το ενδιαφέρον της εάν και δεν έχει την προσήκουσα συμμετοχή λόγω των επικείμενων εκλογών (ο ν. 5343/32 είναι ο τελευταίος νόμος που ψηφίστηκε πριν να διακοπούν οι εργασίες της Βουλής). Ο αντίλογος λοιπόν περιορίζεται σε επώνυμα παραδείγματα ευνοιοκρατίας του συστήματος προς ορισμένους καθηγητές, στις αντιρρήσεις και τους φόβους για επέμβαση της πολιτικής εξουσίας στο καθηγητικό σώμα με την πρόβλεψη της εκλογής τους επί τη βάσει των 2/3 και στην καταγγελία της προσπάθειας κομματικοποίησης του Πανεπιστημίου. Επίσης, η αντιπολίτευση κρίνει ότι οι επερχόμενες μεταβολές δεν συνιστούν μεταρρύθμιση εφόσον εν μέρει δεν μεταβάλλονται άρθρα της τροποποίησης του 1926, αλλά ακόμη και του 1911. Τέλος και όσον αφορά τον «περιορισμό του πληθωρισμού» των εισακτέων, ενδεικτική είναι η διαφωνία του βουλευτού Χαβίνη που σκιαγραφεί το Πανεπιστήμιο ως χώρο απορρόφησης των νέων που δεν έχουν εργασία λόγω ελλείψεως κλήρου (γης).

Εντέλει ο νόμος ψηφίζεται και εάν, επαναλαμβάνοντας, θεωρήσουμε ότι ένας νόμος είναι ο καθρέπτης για την κατάσταση την οποία εκδίδεται, τότε μας επιτρέπετε να υιοθετήσουμε την άποψη ότι το Πανεπιστήμιο εξαρτιόταν από το σώμα των καθηγητών, αφού ο νόμος κατ’ ουσία δεν κάνει τίποτε άλλο από το να επαναπροσδιορίζει τις σχέσεις της πολιτικής εξουσίας με αυτούς. Ένας επαναπροσδιορισμός σε αυστηρά αστικοδημοκρατικό πλαίσιο εντός του οποίου το Πανεπιστήμιο «καταρτίζει», κατά τη ρήση του Γεωργίου Παπανδρέου την οποία επαναλαμβάνει μετά από 50 χρόνια ο Γεώργιος Ράλλης,  «την ηγέτιδα τάξη της Ελληνικής κοινωνίας». Η έμφαση στην επανάληψη σκοπό έχει την υπενθύμιση ότι μεταξύ διαφορετικών εποχών υπάρχει πάντα κοινός τόπος και το ζητούμενο κάθε φορά είναι το ποσοστό της ιδεολογικής επικάλυψης μεταξύ τους. Σε κάθε περίπτωση η μεταρρύθμιση του 1932 επαναπροσδιορίζει τις ισορροπίες σε σχέση με το αντικείμενό μας και βάζει μια τάξη, η οποία όμως υπολειπόταν των εισηγητικών εκθέσεων και των οραμάτων που διατυπώνονταν σε αυτές, δηλαδή στερούταν πολιτικής βούλησης. Ένα Πανεπιστήμιο κατ’ εξοχήν αστικό για το οποίο ο νόμος μας δίνει με γλαφυρότητα την εικόνα του.

 Η απόσταση τώρα αυτού του Πανεπιστημίου από το Πανεπιστήμιο της «λαϊκής Παιδείας» ή το «Πανεπιστήμιο των ομάδων» είναι τεράστια. Πρόκειται για την συχνά χρησιμοποιούμενη ορολογία πλήρους περιεχομένου των Ελευθερίου Βερυβάκη και Γεωργίου Λιάνη, αντιστοίχως υπουργού και υφυπουργού Παιδείας, κατά τη διάρκεια της συζήτησης του νομοθετικού έργου της μεταρρύθμισης του 1982, όπου για να φθάσουμε περνούν 50 ολόκληρα χρόνια.

Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, το Πανεπιστήμιο συνδεδεμένο άρρηκτα με την πολιτική εξουσία ταλανίζεται από τη δίνη και τα δεινά του πολιτικού βίου της χώρας. Εντούτοις οι διεργασίες που λαμβάνουν χώρα δεν είναι αμελητέες. Οι φοιτητές, των οποίων ο αριθμός, όπως επισημάνθηκε, αυξανόταν, αρχίζουν να διαδραματίζουν έναν ρόλο πέρα του εκτοπίσματός που επιφέρει η αριθμητική τους αύξηση. Ο ρόλος αυτός αναδεικνύεται από την ενεργή ανάμειξή τους στην πολιτική και την αναγνώρισή τους ως συλλογικής οντότητας. Στο ίδιο πλαίσιο, το πλαίσιο των διεργασιών μπορεί να ενταχθούν και οι ατελέσφορες προσπάθειες των μεταρρυθμίσεων όπως, για παράδειγμα, η σύλληψη της ιδρύσεως του Πανεπιστημίου Πατρών, το οποίο ως αποστολή θα είχε την «έλξη» του επιστημονικού δυναμικού της Μέσης Ανατολής και θα ήταν το πρώτο φυτώριο μεταπτυχιακών σπουδών. Μια αποστολή που, μερικώς τουλάχιστόν και αναλογούντος του χρόνου, σε ιδεολογικό επίπεδο μας παραπέμπει στα περί «μεταλαμπαδεύσεως». Αναγωγή, που σκοπό έχει την υπενθύμιση των κοινών τόπων ή αλλιώς των σταθερών συστατικών του Πανεπιστημίου σε διαφορετικούς χρόνους και εποχές. Ως γνωστόν κάτι τέτοιο δεν τελεσφόρησε, όπως δεν τελεσφόρησαν και άλλα σχέδια που στόχο είχαν την απαγκίστρωση του Πανεπιστημίου από τον αναχρονιστικό πλέον «οργανισμό» του. Αντιθέτως έρχεται η δικτατορία για να δυναμιτίσει με τα έκτροπα των εγκάθετων και την άμεση επέμβαση στα πανεπιστημιακά πράγματα την ήδη επιφορτισμένη κατάσταση. Με την μεταπολίτευση επιχειρούνται άλλες δύο προσπάθειες διόρθωσης της δομής και λειτουργίας του Πανεπιστημίου (1974, 1978) που και αυτές δεν βρίσκουν τύχη. Η αποτυχία οφειλόταν αφενός στην ατολμία του σχεδιασμού τους και αφετέρου στο ανέλεγκτο των ημερών της πρώτης περιόδου μετά τη δικτατορία, όπου δύσκολα οι συντάκτες ενός σχεδίου νόμου θα αντιμετώπιζαν τις μετακινούμενες ως άμμο ισορροπίες.

  Κάπως έτσι λοιπόν φθάνουμε στο 1982, όπου ο ισχύων, διάτρητος από τροποποιητικά διατάγματα και πραξικοπηματικές επεμβάσεις οργανισμός του 1932 έχει καθηλώσει το Πανεπιστήμιο και το έχει ανάγει σε εντελώς παράκαιρο.

Την κατάσταση του ανιχνεύουμε όπως και προηγουμένως στις διάφορες εισηγητικές εκθέσεις της περιόδου 1974-1982 που αντικείμενο τους είχαν την διόρθωσή της και παραλήπτη το υπουργείο Παιδείας. Επιλέγοντας την επίσημη εισηγητική έκθεση για το σχέδιο του νόμου πλαίσιο 1268, που απευθύνεται στη Βουλή των Ελλήνων, επισημαίνουμε το άκαιρο της αποστολής του Πανεπιστημίου αφού δεν ανταποκρινόταν στους «εθνικούς στόχους», την απόκλιση από το πνεύμα και τις επιταγές του Συντάγματος, τη μάστιγα της «καθηγητικής έδρας», την τέλεια έλλειψη μεταπτυχιακών σπουδών, και την πίστη της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου ότι «το πρόβλημα της Ανώτατης Παιδείας (...) δεν είναι ξέχωρο και άσχετο από το περιεχόμενο του πολιτικού βίου». Εάν εξαιρέσουμε αυτή την τελευταία επισήμανση που κατ’ ουσία έχει να κάμει με θέση και όχι με κατάσταση, δεν παρατηρούμε σχεδόν καμία ομοιότητα με αυτή του 1932. Τούτο επιτρέπει να διατυπώσουμε την άποψη ότι μια συγκριτική και όχι κριτική προσέγγιση των δύο αυτών νόμων καθαυτών δεν είναι εφικτή όπως είναι στην περίπτωση των νόμων της πρώτης τριακονταετίας του 20ου αιώνα.

Τον Ιούνιο του 1982 λοιπόν έρχεται στη Βουλή εν μέσω μαζικών κινητοποιήσεων το εν λόγω σχέδιο νόμου με τον χαρακτήρα του «επείγοντος». Τη φορά αυτή, η πηγή εμπνεύσεως εντοπίζεται στο αγγλοσαξονικό πρότυπο με τις απαραίτητες βέβαια τροποποιήσεις που υπάκουαν στο έντονα πολιτικοποιημένο κλίμα της εποχής και που απαιτούσε τη συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων φορέων στην οργάνωση και ζωή του Πανεπιστημίου.

Προσπερνώντας την αγόρευση του τότε υπουργού Παιδείας παραθέτουμε μερικά από τα βασικά σημεία που έφερνε αυτό το σχέδιο στα πανεπιστημιακά πράγματα:

  • Κατοχύρωνε νομοθετικά το Πανεπιστημιακό άσυλο.
  • Καθιέρωνε την έρευνα και τις μεταπτυχιακές σπουδές.
  • Καταργούσε την έδρα και θεσμοθετούσε το τμήμα ως βασική, λειτουργική, ακαδημαϊκή μονάδα.
  • Καθιέρωνε νέες σχέσεις διδασκόντων και διδασκομένων, παρέχοντας στους τελευταίους το δικαίωμα της συμμετοχής σε αποφάσεις που τους αφορούσαν.
  • Θεσμοθετούσε το Εθνικό Συμβούλιο της Ανώτατης Παιδείας (Ε.Σ.Α.Π.) και την Εθνική Ακαδημία Γραμμάτων και Επιστημών (Ε.Α.Γ.Ε.).

 Στη συζήτηση που επακολουθεί στη Βουλή μπορεί κανείς να αναγνώσει το πως είχε η κατάσταση, αλλά και κυρίως να διακρίνει τις διάφορες τάσεις προσέγγισης του πανεπιστημιακού ζητήματος και θεσμού. Τάσεις που δίνουν τόσο το ιδεολογικό στίγμα, όσο και τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού. Σε πολύ γενικές γραμμές όλοι είναι σύμφωνοι για την ανάγκη της μεταρρύθμισης, αλλά όχι της μεταρρύθμισης που προτείνεται. Ο αντίλογος επικεντρώνεται στη θεσμοθέτηση του Ε.Σ.Α.Π. και της Ε.Α.Γ.Ε., όπου εν πολλοίς θεωρούνται ως όργανα κομματικού ελέγχου, ενώ στη συζήτηση για το άσυλο διατυπώνεται η άποψη πως το εθιμικό δίκαιο δεν έχει ανάγκη νομοθετικής θεσμοθέτησης. Η αντιπολίτευση δεν δυσκολεύεται να εντοπίσει και επιχειρηματολογήσει επί των διατάξεων που υπάρχουν κενά, αντιφάσεις ή οδηγούν σε αδιέξοδα, όπως ήταν αυτές για την έρευνα και τα μεταπτυχιακά. Από την άλλη η συμπολίτευση δεν φείδεται των τροπολογιών, ενώ ο αριθμός των τροποποιήσεων που καταθέτονται κατά τη διάρκεια των συζητήσεων είναι εντυπωσιακός, όπως εντυπωσιακός είναι και ο αριθμός των Νομοθετικών Διαταγμάτων που προέβλεπε το νομοσχέδιο, γεγονός το οποίο και καταγγέλλεται. Όσον αφορά την κατάργηση της καθηγητικής έδρας, τροχοπέδη στην όποια εξέλιξη,  υπήρχε σύμπνοια που δεν υπήρχε στο «αντ’ αυτής», όπως δεν υπήρχε και για την «αυτόματη μαζική καθηγητοποίηση» ή αλλιώς «ένταξη» (λέξεις που διέθεταν ειδικό βάρος), αφού βουλευτές της αντιπολίτευσης χαιρέτιζαν την ένταξη των νέων καθηγητών στις Πανεπιστημιακές βαθμίδες. Οι αντιρρήσεις επί της νέας δομής του Πανεπιστημίου εκφράζονται κυρίως με φόβους όπως χαρακτηριστικά τις εκφράζει ο βουλευτής Δημήτρης Νιάνιας που διατεινόταν ότι με τόσα όργανα, συνελεύσεις και προέδρους «δημιουργούμε ένα σύμπαν για κουβεντολόγημα (...) μια συνεχή συνελευσομανία και εκλογομανία με την οποία  θα συνυφανθεί η Πανεπιστημιακή ζωή και δη κατά τρόπο επίσημα νομοθετημένο». Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα σημεία εκείνα της συζήτησης σχετικά με τον ρόλο του Πανεπιστημίου που εάν και είναι με σαφήνεια διατυπωμένος φαίνεται πως δεν αρκεί και δεν αρκεί γιατί τα πράγματα δεν λέγονται με το όνομά τους, δημιουργώντας έτσι τον αντίλογο που στις περισσότερες των περιπτώσεων συνιστούν τον κοινό τόπο με το παρελθόν και σε άλλες παραπέμπουν στην ουτοπία. Τέλος διαφωνία υψώνεται και στο θέμα της συμμετοχής και ιδίως της συμμετοχής των φοιτητών στα όργανα λήψης των αποφάσεων, όπου η μεν συμπολίτευση επαίρεται για τη δημοκρατικότητά της, η δε αντιπολίτευση θεωρεί το μέτρο δημαγωγικό και αντιπαιδαγωγικό. Γενικά, οι θέσεις και αντιθέσεις που διατυπώνονται στις συνεδριάσεις της ολομέλειας για την ψήφιση του ν.1268/82 αποτελούν ένα πολύτιμο εργαλείο στα χέρια των ιστορικών που θα θελήσουν να ενασχοληθούν με την ιστορία όχι μόνον του Πανεπιστημίου, αλλά και των πολιτικών θεσμών.

Το νομοσχέδιο εντέλει ψηφίζεται και γίνεται νόμος, νόμος πλαίσιο με τον οποίο ανοίγει ο δρόμος για τον εκδημοκρατισμό και τον εκσυγχρονισμό των Πανεπιστημίων, ενώ επαναπροσδιορίζεται ο ρόλος του. Ο επαναπροσδιορισμός αυτός δεν έχει να κάμει πλέον μόνον με το διδακτικό προσωπικό, όπου οι αλλαγές του νόμου ανατρέπουν τους συσχετισμούς και τις ισορροπίες, αλλά έχει να κάμει και με τους διδασκόμενους ως ισόβαρης σημασίας παράμετρο στην διαμόρφωση και τύχη της πορείας του Πανεπιστημίου. Ενώ, η σχέση του Πανεπιστημίου με την πολιτική εξουσία υπακούει στην συνταγματική επιταγή, αφήνοντας ακόμη μια φορά τα περί αυτοδιοίκησης, αυτονομίας και αυτοτέλειας να αιωρούνται λεκτικά σε ένα ομιχλώδες τοπίο.

Κλείνοντας τη συνοπτική αυτή παρουσίαση του ιστορικού των δυο νόμων που καθόρισαν εν πολλοίς τη ζωή του Πανεπιστημίου τον 20 αιώνα, διακρίνουμε :

  • για μεν τον πρώτο (ν.5343/32) την έλλειψη πολιτικής βούλησης, αφού υπολειπόταν κατά πολύ των εισηγητικών εκθέσεων και παρέμενε καθηλωμένος στο πνεύμα του 19ου αιώνα, όπου τα πρόσωπα, δηλαδή οι καθηγητές, παίζουν το κύριο ρόλο στην υπόθεση του Πανεπιστημίου,

  • για δε τον δεύτερο (ν.1268/32) την υπερβολή, αφού ξεπερνούσε ως προς τη δημοκρατικότητά του την εμπέδωση της, σηματοδοτώντας την απαρχή ενός «λαϊκού» και «δημοκρατικού» Πανεπιστημίου, του οποίου η λαϊκότητα και η δημοκρατικότητα θα συνδέονταν πρωτίστως με τις δομές του. 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 

Αρχείον της Γερουσίας – Γερουσιαστική Σύνοδος 1931-32, Προεδρία: Λεωνίδα Ι. Παρασκευοπούλου, τόμος Α΄.

Δελμούζος, Α., Το πρόβλημα της Φιλοσοφικής Σχολής, Αθήνα, εκδόσεις Γλάρος, 1944

Δημαράς, Αλ.(επιμέλεια), Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε – Τεκμήρια ιστορίας, Αθήνα, εκδόσεις Ερμής, 1990, τόμος Β΄.

Βρυχέα, Αν. – Γαβρόγλου, Κ., Απόπειρες μεταρρύθμισης της Ανώτατης Εκπαίδευσης 1911-1981, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Σύγχρονα Θέματα, 1982.

Βέλτσος, Γ., Το Πανεπιστήμιο σε κρίση ή σε νέκρωση; στο περιοδικό Αντί 206(1981), σελ. 20 & 21.

Λάζος, Χρ., Ελληνικό φοιτητικό κίνημα 1821-1973 – Κοινωνικοί & πολιτικοί αγώνες, Αθήνα, εκδόσεις «Γνώση», 1987.

Λιάκος, Αντ., Σκέψεις για την ιστορία του φοιτητικού κινήματος, στο Πανεπιστήμιο: Ιδεολογία και Παιδεία – ιστορική διάσταση και προοπτικές, Αθήνα, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Γ.Γ.Ν.Γ, 1989, τόμος Α΄, σελ. 327 – 333.

Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Βουλής – περίοδος Β΄, Σύνοδος Δ΄, Προεδρία: Θεμ. Π. Σοφούλη, Εν Αθήναις 1932.

Πρακτικά Βουλής, Γ΄ περίοδος Προεδρευομένης Δημοκτρατίας, Προεδρία: Ιωάννου Ν. Αλευρά, τόμος Ε΄, Αθήνα, Εθνικό Τυπογραφείο, 1982.

Renaut, Al., Οι επαναστάσεις του Πανεπιστημίου – Δοκίμιο για τη νεωτερικότητα της Παιδείας, (εισαγωγή – μετάφραση: Σταμέλος, Γ.-Καρανάτσης, Κ.), Αθήνα, εκδόσεις Gutenberg, 2002.

Φραγκουδάκη, Α., Μονόλογος πάνω στο Νόμο-πλάισιο, στο περιοδικό Αντί 207(1981), σελ.13-15.

 

 Εφημερίδες

         Έθνος (Ιούνιος 1982), Ελευθεροτυπία (Ιούνιος 1980 και 1982), Η Καθημερινή (Μάρτιος 1932), Η Πρωία (Φεβρουάριος-Μάρτιος 1932).      

 

 

 

Copyright 2003 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ  ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ