ΛΑΪΚΗ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ

Θανάσης ΚΑΡΑΛΗΣ

Καθηγητής - Σύμβουλος

Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο

Πάτρα, Ελλάδα

tkaralis@westnet.gr

Δημήτρης ΒΕΡΓΙΔΗΣ

Αν. Καθηγητής

Πανεπιστήμιο Πατρών

Πάτρα, Ελλάδα

vergidis@upatras.gr

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Το δίκτυο της Λαϊκής Επιμόρφωσης (ΛΕ), η κεντρική υπηρεσία (ΓΓΛΕ) και οι 54 Νομαρχιακές Επιτροπές Λαϊκής Επιμόρφωσης (ΝΕΛΕ), αποτέλεσε για περισσότερα από σαράντα έτη ένα από τα μεγαλύτερα δημόσια δίκτυα εκπαίδευσης ενηλίκων στην Ελλάδα, τόσο από την άποψη του όγκου των επιμορφωτικών δραστηριοτήτων, όσο και από την άποψη της γεωγραφικής διασποράς.

Στην εργασία διερευνώνται η δραστηριότητα και η φυσιογνωμία του δικτύου κατά την περίοδο 1989-1999, υπό το πρίσμα των πολιτικών εξελίξεων της περιόδου, και ειδικότερα της θεσμοθέτησης του β΄ βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης. Η θεσμοθέτηση της τοπικής αυτοδιοίκησης β΄ βαθμού είχε ως αποτέλεσμα την αποκέντρωση και τη μεταφορά του επιπέδου λήψης αποφάσεων από την κεντρική υπηρεσία στις νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις. Οι ΝΕΛΕ από φορείς υλοποίησης της πολιτικής της κεντρικής υπηρεσίας μετατρέπονται σταδιακά σε φορείς εκπόνησης επιμορφωτικής πολιτικής σε νομαρχιακό επίπεδο.

Με βάση την ανάλυση γραπτών τεκμηρίων και ποσοτικών δεδομένων που αφορούν στην πορεία του δικτύου, θα δείξουμε ότι η μεταφορά του επιπέδου λήψης αποφάσεων από το κεντρικό στο νομαρχιακό επίπεδο, είχε ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της δραστηριότητας του δικτύου στο σύνολό του και τη μετατροπή ενός σημαντικού αριθμού ΝΕΛΕ σε φορείς υλοποίησης επιδοτούμενων προγραμμάτων κατάρτισης του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου.

 

ABSTRACT

The Popular Education network, the Central Service and the 54 Prefectural Committees of Popular Education (NELE), constituted for more than forty years one of the major adult education networks in Greece, in terms of both educational activity and geographic dispersion.

In this paper we examine the activity and the features of Popular Education network during the period 1989-1999, under the prism of political developments and more specifically the enactment of the self-government of second degree (prefectural administration). The enactment of the second degree of self-government resulted in the transition of the authority from the Central Service to the 54 prefectural administrations.

Based on the analysis of both quantitative data and records of the Central Service of this period we will show that the above mentioned transition and the decentralization of the network, resulted in the eliminaiton of its educational activity and the transformation of a significant number of NELE in training organizations funded by the European Social Fund.

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η ίδρυση της Διευθύνσεως Λαϊκής Επιμορφώσεως κατά το έτος 1943 αποτελεί από νομοθετική άποψη τη γενέθλιο πράξη της δημόσιας εκπαίδευσης ενηλίκων στην Ελλάδα. Χρειάστηκε, όμως, να περάσουν περισσότερα από δέκα έτη για να οργανωθούν δραστηριότητες σε εθνική κλίμακα. Το δίκτυο της Λαϊκής Επιμόρφωσης (ΛΕ) δημιουργείται με βάση τις ρυθμίσεις του ΝΔ 3094/1954 («Περί μέτρων προς καταπολέμησιν του αναλφαβητισμού», ΦΕΚ 252/Α/12.10.1954), με την ίδρυση της Κεντρικής Επιτροπής Καταπολεμήσεως του Αναλφαβητισμού (ΚΕΚΑ) και τη συγκρότηση σε κάθε νομαρχία της χώρας, Νομαρχιακών Επιτροπών Καταπολεμήσεως του Αναλφαβητισμού (ΝΕΚΑ) – έχοντας ως αρμοδιότητα την ίδρυση και λειτουργία νυκτερινών δημοτικών σχολείων.

Η σύντομη περίοδος διακυβέρνησης της χώρας από την Ένωση Κέντρου (1963-1965) συνοδεύεται σε θεσμικό επίπεδο από τη μετονομασία των ΚΕΚΑ και ΝΕΚΑ σε Κεντρική Επιτροπή Λαϊκής Επιμόρφωσης (ΚΕΛΕ) και Νομαρχιακές Επιτροπές Λαϊκής Επιμόρφωσης (ΝΕΛΕ), αντίστοιχα. Η πολιτική της Ένωσης Κέντρου για τη ΛΕ αποτέλεσε μέρος της μεταρρύθμισης του 1964. Ως βασικός στόχος της ΛΕ προβάλλεται και πάλι η καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, ωστόσο το περιεχόμενο παρέμβασής της διευρύνεται και περιλαμβάνει τη λειτουργία τμημάτων μάθησης σε θέματα κοινωνικής κατάρτισης και αγωγής υγείας, τη λειτουργία λαϊκών αναγνωστηρίων και δανειστικών βιβλιοθηκών και την καθιέρωση ραδιοφωνικών εκπομπών μορφωτικού περιεχομένου (Μπουζάκης, 1999: 300-313).

Κατά την περίοδο της δικτατορίας το δίκτυο της ΛΕ λειτούργησε ως βασικός ιδεολογικός μηχανισμός του καθεστώτος. Σταδιακά η αντιμετώπιση του αναλφαβητισμού εγκαταλείφθηκε και οι δραστηριότητες του δικτύου αφορούσαν πλέον στη διοργάνωση διαλέξεων. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι κατά το επιμορφωτικό έτος 1972-1973, πραγματοποιήθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα 55.567 διαλέξεις και ο αριθμός των συμμετοχών σε αυτές ανήλθε σε 3.839.505 (Vergidis, 1988: 225). Όπως διαπιστώνουμε, μέχρι τη μεταπολίτευση το δίκτυο της ΛΕ λειτούργησε είτε συμπληρωματικά και παράλληλα με τη δημοτική εκπαίδευση, είτε ως ιδεολογικός μηχανισμός. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε την εξέλιξη του δικτύου της ΛΕ μετά τη μεταπολίτευση και τη συμβολή του στην εκπαίδευση ενηλίκων.

 

2. Ο ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΝΗΛΙΚΩΝ

Αμέσως μετά τη μεταπολίτευση μειώθηκε σημαντικά ο αριθμός των διαλέξεων και ταυτόχρονα εκδηλώθηκαν οι πρώτες απόπειρες εκσυγχρονισμού της ΛΕ: οι επιμορφωτικές δραστηριότητες του δικτύου προσανατολίστηκαν κυρίως στην παροχή στοιχειωδών πρακτικών γνώσεων, στη κάλυψη των κενών του τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος και στην αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου.

Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, το 1981, θα σηματοδοτήσει την αναδιοργάνωση και το ριζικό αναπροσανατολισμό των δραστηριοτήτων του δικτύου της ΛΕ. Η πολιτική αυτή εκφράστηκε κυρίως μέσω:

  •  Της αύξησης των χρηματοδοτήσεων προς το δίκτυο της ΛΕ

  •  Τη στήριξη του θεσμού από κομματικά και κυβερνητικά στελέχη

  •  Τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου.

Κομβικό σημείο των παραπάνω εξελίξεων αποτελεί η θεσμική αναβάθμιση της ΛΕ με την ίδρυση της Γενικής Γραμματείας Λαϊκής Επιμόρφωσης (ΓΓΛΕ). Η ΓΓΛΕ ιδρύεται με το άρθρο 18 του Ν. 1320/1983 (ΦΕΚ 6/Α/11.01.1983), με στόχο το συντονισμό των επιμορφωτικών δραστηριοτήτων και φορέων της χώρας και την αναβάθμιση του περιεχομένου της παρέμβασης των ΝΕΛΕ. Σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο της περιόδου, και ειδικότερα τους Κανονισμούς Λαϊκής Επιμόρφωσης (των ετών 1982 και 1985), διασφαλίζεται η αυτονομία των ΝΕΛΕ έναντι της κεντρικής υπηρεσίας. Ουσιαστικά η κεντρική υπηρεσία, εποπτεύει τις ΝΕΛΕ, χρηματοδοτεί τη λειτουργία τους - μέσω των επιχορηγήσεων του κρατικού προϋπολογισμού – και διαμορφώνει τους κατευθυντήριους άξονες της επιμορφωτικής πολιτικής του δικτύου. Σύμφωνα με το άρθρο 6 του Κανονισμού της Λαϊκής Επιμόρφωσης (ΦΕΚ 794/Β/31.12.1985): «Η ΝΕΛΕ είναι αυτοτελής δημόσια υπηρεσία, υπάγεται στο Νομάρχη και εποπτεύεται από τη Γενική Γραμματεία Λαϊκής Επιμόρφωσης», ενώ σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 3-7 του ΠΔ 132/1989 («Διάρθρωση και αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Λαϊκής Επιμόρφωσης», ΦΕΚ 64/Β/3.3.1989) οι αρμοδιότητες της κεντρικής υπηρεσίας αφορούν:

  • Στην κατανομή των πιστώσεων και τον οικονομικό έλεγχο των ΝΕΛΕ

  • Στη συγκέντρωση των ετήσιων απολογιστικών εκθέσεων δραστηριότητας των ΝΕΛΕ

  • Στη συγκέντρωση και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων από την εφαρμογή των επιμορφωτικών προγραμμάτων και στη διατύπωση εισηγήσεων για τη βελτίωσή τους.

Με δεδομένο ότι οι νομάρχες ήταν ουσιαστικά ανώτερα στελέχη του κρατικού μηχανισμού, η δομή και διάρθρωση της ΛΕ επέτρεπαν την εκπόνηση και εφαρμογή μιας ενιαίας επιμορφωτικής πολιτικής σε ολόκληρη τη χώρα, ενώ η ΓΓΛΕ λειτουργούσε ταυτόχρονα και ως συνδετικός κρίκος όλων των ΝΕΛΕ (αφού στο θεσμικό πλαίσιο δεν προβλέπονται διαδικασίες απευθείας σύνδεσης και επικοινωνίας των ΝΕΛΕ). Το μοντέλο διάρθρωσης και λειτουργίας της ΛΕ θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι διέπεται από τις βασικές αρχές της αποσυγκέντρωσης (Μαυρογιώργος, 1999: 134) ή της αποσυμπύκνωσης (Ανδρέου, & Παπακωνσταντίνου, 1994: 114), υπό την έννοια ότι τα περιφερειακά όργανα της ΛΕ διαθέτουν αρμοδιότητες, η άσκηση των οποίων παραμένει στο πλαίσιο της διοικητικής ιεραρχίας και τελεί υπό την αίρεση της έγκρισης της κεντρικής υπηρεσίας. Σημειώνουμε, ότι η αποκέντρωση υπογραμμίζεται σε όλους τους Κανονισμούς Λαϊκής Επιμόρφωσης ως βασικός της στόχος.

Η αύξηση των ετήσιων προϋπολογισμών της ΛΕ, αλλά και η αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου είχαν ως αποτέλεσμα τη συνολική αναβάθμιση της λειτουργίας της ΛΕ, με τη συστηματική οργάνωση τμημάτων μάθησης και την ποσοτική διόγκωση των δραστηριοτήτων του δικτύου (βλ. πίν. 1).

 

3. ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ 1989-1999 ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΤΥΟ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ

Οι μεταβολές που παρατηρούνται στο πολιτικό πεδίο κατά την περίοδο 1989-1999 (εναλλαγή κυβερνήσεων, συρρίκνωση του ρόλου του κράτους, ενδυνάμωση της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας), συντελούν στην αποδυνάμωση του δικτύου της ΛΕ ως βασικού θεσμού εκπαίδευσης ενηλίκων. Οι ετήσιες επιχορηγήσεις προς το δίκτυο της ΛΕ, μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, μειώνονται κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά 37,5%, ενώ το ενδιαφέρον και η στήριξη της πολιτείας προς το θεσμό της ΛΕ ατονεί (Καραλής, 2002: 180).

Κατά τη ίδια χρονική περίοδο, στη διάρκεια της εφαρμογής των δύο πρώτων Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης, αναπτύσσονται και παγιώνονται οι διαδικασίες χρηματοδότησης και υλοποίησης των επιδοτούμενων προγραμμάτων κατάρτισης. Άμεση συνέπεια αυτών των διαδικασιών είναι η ανάπτυξη του συστήματος συνεχιζόμενης κατάρτισης με την ίδρυση και λειτουργία του Εθνικού Κέντρου Πιστοποίησης (ΕΚΕΠΙΣ), το οποίο έχει την αρμοδιότητα πιστοποίησης των οργανισμών που υλοποιούν τα συγχρηματοδοτούμενα από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ) προγράμματα κατάρτισης (Βεργίδης 1999: 49-62). Οι πόροι του ΕΚΤ κατευθύνονται πλέον αποκλειστικά προς τους πιστοποιημένους από το ΕΚΕΠΙΣ φορείς, τα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΚΕΚ).

Με τον νόμο 2218/1994 («Ίδρυση νομαρχιακής αυτοδιοίκησης, τροποποίηση διατάξεων για την πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση και την περιφέρεια και άλλες διατάξεις») εισάγεται ο β΄ βαθμός τοπικής αυτοδιοίκησης. Βασικό χαρακτηριστικό της θεσμικής αυτής παρέμβασης είναι η απευθείας εκλογή των νομαρχών, καθώς επίσης και η μεταφορά όλων των αρμοδιοτήτων των νομαρχών και των νομαρχιακών υπηρεσιών στις νεοσύστατες νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις (με την εξαίρεση μικρού αριθμού αρμοδιοτήτων που αφορούν σε θέματα δημόσιας περιουσίας, εθνικής άμυνας, κ.ά.). Όπως έχουμε αναφέρει, μέχρι τη θεσμοθέτηση του β’ βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης οι νομαρχίες λειτουργούσαν ως μικρογραφίες της κεντρικής διοίκησης και ως ιμάντες μεταβίβασης και υλοποίησης της κρατικής πολιτικής: οι επιμέρους νομαρχιακές υπηρεσίες αντιστοιχούσαν σε υπηρεσίες υπουργείων, ενώ οι νομάρχες διορίζονταν από την εκάστοτε κυβέρνηση.

Η κατάσταση αυτή αλλάζει με τις πρώτες εκλογές για την ανάδειξη νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων. Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Εταιρείας Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (ΕΕΤΑΑ), σε σύνολο 54 νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, μόλις οι 17 αιρετοί νομάρχες εκλέγονται με την υποστήριξη του κυβερνώντος κόμματος. Από τους υπόλοιπους νομάρχες, 23 ανήκουν πολιτικά στο κυβερνών κόμμα - αλλά έχουν εκλεγεί ως επικεφαλής συνδυασμών συνεργασίας - ενώ 14 νομάρχες πρόσκεινται σε κόμματα της αντιπολίτευσης. Το κενό που δημιουργείται σε σχέση με την άσκηση της κρατικής πολιτικής, καλύπτεται πλέον από τις Γενικές Γραμματείες των Περιφερειών, οι οποίες λειτουργούν ήδη από το 1987.

Το πρώτο διάστημα εφαρμογής του ν. 2218/1994, που ουσιαστικά συμπίπτει με την πρώτη τετραετία των νέων αιρετών νομαρχών, χαρακτηρίζεται από τις διοικητικές αναδιαρθρώσεις που απαιτούνται για τη λειτουργία του νέου θεσμού, αλλά και από τους περιορισμένους πόρους που διατίθενται στις νεοσύστατες νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις. Τα ζητήματα αυτά αναδεικνύονται σε σημεία τριβής μεταξύ των αιρετών νομαρχών και της κυβέρνησης, καθώς συχνές είναι οι αιτιάσεις της Ένωσης Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων για την ανυπαρξία πόρων που θα επέτρεπαν στους νομάρχες να ασκήσουν πολιτική σε επίπεδο νομού. Το τελευταίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τους νομάρχες, αφού πλέον οι νομαρχιακοί συνδυασμοί λογοδοτούν στο τέλος κάθε τετραετίας στο εκλογικό σώμα του νομού και όπως είναι ευνόητο η επανεκλογή τους συναρτάται άμεσα με το έργο που παρήγαγαν κατά τη διάρκεια της θητείας τους.

 

4. Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΜΟΘΕΤΗΣΗΣ ΤΟΥ Β΄ ΒΑΘΜΟΥ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΤΥΟ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ

Άμεση συνέπεια των μεταβολών στο θεσμικό πλαίσιο της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι το γεγονός ότι, για πρώτη φορά στην ιστορική διαδρομή του θεσμού της ΛΕ, οι ΝΕΛΕ υπάγονται πλέον σε αιρετό πολιτικό προϊστάμενο. Ο νομάρχης, ex officio Πρόεδρος της ΝΕΛΕ, είναι πλέον αιρετό πολιτικό πρόσωπο - επικεφαλής πολιτικού συνδυασμού σε επίπεδο νομού - και η ΝΕΛΕ αποτελεί έναν από τους εν δυνάμει μηχανισμούς υλοποίησης της νομαρχιακής πολιτικής. Η μεταβολή αυτή, σε θεσμικό τουλάχιστον επίπεδο, έχει μεγάλη σημασία για το δίκτυο της ΛΕ, καθώς:

• Κάθε νομαρχιακή αυτοδιοίκηση σχεδιάζει και υλοποιεί πλέον τη δική της πολιτική σε επίπεδο νομού, για όλα τα επιμέρους πεδία παρέμβασης της - η οποία δεν συνδέεται αναγκαστικά με την αντίστοιχη πολιτική της εκάστοτε κυβέρνησης. Αυτό έχει ως συνέπεια να αποδυναμώνεται ο θεσμικός ρόλος της κεντρικής υπηρεσίας της ΛΕ στο σχεδιασμό και την υλοποίηση επιμορφωτικών δραστηριοτήτων.

• Οι ΝΕΛΕ αποτελούν έναν από τους μηχανισμούς υλοποίησης της πολιτικής των αιρετών νομαρχών και επομένως υφίστανται έντονα πλέον τις μεταβολές που πιθανόν να προκύπτουν από τις αλλαγές των πολιτικών προϊσταμένων τους.

Η θεσμοθέτηση του β΄ βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης, έχει ουσιαστικά ως συνέπεια την de facto μεταβολή της δομής του δικτύου της ΛΕ, που πλέον χαρακτηρίζεται από αποκέντρωση, σε όλα τα επίπεδα προγραμματισμού και διοίκησης, υπό την έννοια ότι η άσκηση των αρμοδιοτήτων των περιφερειακών υπηρεσιών δεν τελεί υπό την έγκριση της κεντρικής υπηρεσίας. Συνεπώς, η αποκέντρωση από στόχος και ιδεολογικό ζητούμενο του δικτύου μετατρέπεται σε χαρακτηριστικό της δομής του.

Η ΓΓΛΕ καταβάλλει προσπάθειες κατά τη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου να καθιερώσει νέες διαδικασίες συνεργασίας, αλλά και να ενισχύσει τα θεσμικά της ερείσματα, τόσο στις νομαρχίες, όσο και στις διοικητικές περιφέρειες. Όμως, οι προσπάθειες αυτές αποδεικνύονται ατελέσφορες αφού το θεσμικό πλαίσιο για τις νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις διαταράσσει τις παγιωμένες σχέσεις της κεντρικής υπηρεσίας με τις ΝΕΛΕ: όπως όλες οι νομαρχιακές υπηρεσίες, οι ΝΕΛΕ πλέον καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό τη δράση τους με βάση τις προτεραιότητες της πολιτικής των αιρετών νομαρχών. Αυτές οι προτεραιότητες, όπως είναι αναμενόμενο, ποικίλουν και εξαρτώνται από τον νομάρχη και το συνδυασμό που διαθέτει την πλειοψηφία στο νομαρχιακό συμβούλιο. Ακόμη και η υπηρεσιακή ένταξη των ΝΕΛΕ στους οργανισμούς νομαρχιακής αυτοδιοίκησης ποικίλλει πλέον ανάλογα με τον νομό: στις περισσότερες νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις οι ΝΕΛΕ εντάσσονται στις Διευθύνσεις Πολιτισμού, σε αρκετές όμως περιπτώσεις αποτελούν αυτόνομες υπηρεσίες ή εντάσσονται σε άλλες Διευθύνσεις (όπως για παράδειγμα στη Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, στη Διεύθυνση Διαρκούς Κατάρτισης Ενηλίκων, στο Τμήμα Υπηρεσιών Παιδείας, κ.ά.). Σύμφωνα με υπηρεσιακό έγγραφο της ΓΓΛΕ:

  • 12 ΝΕΛΕ συνιστούν αυτόνομη νομαρχιακή υπηρεσία (τμήμα ΝΕΛΕ),

  • 31 ΝΕΛΕ φέρονται ενταγμένες στις Διευθύνσεις Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεότητας,

  • 11 ΝΕΛΕ ανήκουν σε άλλες Διευθύνσεις ή Τμήματα.

Στις νέες συνθήκες της τοπικής αυτοδιοίκησης β΄ βαθμού, οι ΝΕΛΕ αποτελούν τους μόνους μηχανισμούς των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων που διαθέτουν προηγούμενη εμπειρία στην εκπαίδευση και κατάρτιση ενηλίκων, έναν τομέα που μπορεί δυνητικά να συνεισφέρει στην απορρόφηση πόρων από την Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικότερα από το ΕΚΤ. Έτσι, ο μηχανισμός της ΝΕΛΕ αποδεικνύεται σημαντικός για όσους από τους νομάρχες έχουν ως στόχο την αύξηση των πόρων της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης και συνακόλουθα την άσκηση κοινωνικής πολιτικής σε ευαίσθητους τομείς, όπως είναι η καταπολέμηση της ανεργίας, η ένταξη ειδικών κοινωνικών ομάδων του νομού, κ.ά..

Άμεση συνέπεια των παραπάνω είναι η σταδιακή εμπλοκή ενός μεγάλου αριθμού ΝΕΛΕ στις σχετικές δραστηριότητες του ΕΚΤ. Δύο τάσεις διαμορφώνονται, κατά την περίοδο 1994-1999 σε σχέση με την εμπλοκή των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων στο σύστημα συνεχιζόμενης κατάρτισης:
(α) Ορισμένες νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις, δεν αξιοποιούν το μηχανισμό των ΝΕΛΕ και προχωρούν στην ίδρυση είτε ΚΕΚ της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης (χωρίς τη συμμετοχή των στελεχών της ΝΕΛΕ) είτε συμμετέχουν στην ίδρυση ΚΕΚ με άλλους φορείς της πρωτοβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης του νομού, ή ακόμη και με άλλες όμορες νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, όπως και στις περιπτώσεις που οι νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις δεν εμπλέκονται στο σύστημα συνεχιζόμενης κατάρτισης, οι αντίστοιχες ΝΕΛΕ ουσιαστικά εγκαταλείπονται: με δεδομένη την έλλειψη πρόσθετων πόρων από την νομαρχιακή αυτοδιοίκηση, τα μόνα περιθώρια ανάπτυξης δραστηριότητας συνδέονται με την αξιοποίηση των επιχορηγήσεων της ΓΓΛΕ. Σημειώνουμε, όμως, πως κατά την περίοδο αυτή οι προϋπολογισμοί της Λαϊκής Επιμόρφωσης μειώνονται σημαντικά σε σχέση με τα αμέσως προηγούμενα έτη (για παράδειγμα, ο μέσος προϋπολογισμός της εξαετίας 1994-1999 είναι μειωμένος κατά 47,6%, σε σχέση με το μέσο προϋπολογισμό της εξαετίας 1982-1987).
(β) Άλλες νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις αξιοποιούν την εμπειρία και το μηχανισμό των ΝΕΛΕ και ιδρύουν ΚΕΚ, των οποίων η λειτουργία θεωρείται ως συνέχεια της δράσης των ΝΕΛΕ.

Συνολικά οι μισές περιφερειακές υπηρεσίες της ΛΕ, δηλαδή 27 από τις 54 ΝΕΛΕ πιστοποιούνται ως μηχανισμοί υλοποίησης επιδοτούμενων προγραμμάτων συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης, ενώ ακόμη και η ΓΓΛΕ δημιουργεί ΚΕΚ, προκειμένου να απορροφήσει χρηματοδοτήσεις από το ΕΚΤ. Οι συνέπειες αυτής της μεταβολής είναι εμφανείς στη δραστηριότητα του δικτύου της ΛΕ, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε με βάση τα στοιχεία του πίνακα 1:

Έτος Αριθμός τμημάτων Αριθμός εκπαιδευομένων

 

Έτος

Αριθμός τμημάτων

Αριθμός εκπαιδευομένων

1978

2.774

65.608

1979

2.931

63.589

1980

2.871

61.905

1981

11.260

211.192

1982

16.398

283.487

1983

14.021

197.896

1984

14.536

210.000

1985

12.155

178.068

1986

5.967

97.216

1987

5.862

95.879

1988

6.078

64.226

1989

5.254

78.587

1990

3.568

51.919

1991

3.508

52.302

1992

3.882

59.120

1993

2.655

39.864

1994

950

17.283

1995

1.251

20.032

1996

772

13.995

1997

583

10.133

1998

922

18.452

1999

872

15.886

Πίνακας 1
Η επιμορφωτική δραστηριότητα του δικτύου της Λαϊκής Επιμόρφωσης (1978-1999)

Πηγές:

 (α) Vergidis, 1988: 338 (έτη: 1978-1982),

(β) Κόκκος, 1987: 5 (έτη: 1983-1986),

(γ) Papaioannou, Palios, 1994: 44-46 (έτη: 1987, 1988),

(δ) Καραλής, 2002: 207 (έτη: 1989-1999).

Όπως παρατηρούμε, κατά το έτος θεσμοθέτησης του β΄ βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης (1994), ο αριθμός των τμημάτων μάθησης του δικτύου της ΛΕ, μειώνεται κατά 64,2%, ενώ ο αριθμός των εκπαιδευομένων που συμμετέχουν σε αυτά μειώνεται κατά 56,6%. Με βάση τα στοιχεία του πίνακα 1 μπορούμε να συμπεράνουμε πως πρόκειται για τη μεγαλύτερη μείωση για ολόκληρη την περίοδο 1978-1999. Παρόλο που το αμέσως επόμενο έτος παρατηρείται μια μικρή ανάκαμψη της δραστηριότητας, εντούτοις μέχρι το τέλος της περιόδου η ετήσια επιμορφωτική δραστηριότητα του δικτύου κινείται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα σε σχέση με το άμεσο παρελθόν. Συγκρίνοντας την εξαετία 1994-1999 με την εξαετία 1982-1987 (δηλαδή την περίοδο του αναπροσανατολισμού και της επέκτασης της ΛΕ), παρατηρούμε ότι, κατά τη διάρκεια της εξαετίας 1994-1999 ο αριθμός των τμημάτων μάθησης ανέρχεται σε 5.350, έναντι 68.939 της εξαετίας 1982-1987 (μείωση 92,2%). Αντίστοιχα ο αριθμός των εκπαιδευομένων της εξαετίας 1994-1999 ανέρχεται σε 95.781, έναντι 1.062.546 της εξαετίας 1982-1987 (μείωση 90,9%). Η μείωση του αριθμού των τμημάτων μάθησης αποτυπώνεται και στο διάγραμμα 1.


Διάγραμμα 1
Η εξέλιξη των τμημάτων μάθησης του δικτύου της Λαϊκής Επιμόρφωσης (1978-1999)

Προκειμένου να καταδειχθεί η κατάσταση στο εσωτερικό του δικτύου της ΛΕ κατά την περίοδο 1994-1999 και κυρίως η αδυναμία εκπόνησης μιας ενιαίας επιμορφωτικής πολιτικής, αρκεί να αναφερθεί πως οι 27 ΝΕΛΕ που έχουν πιστοποιηθεί και ως φορείς του συστήματος συνεχιζόμενης κατάρτισης υλοποίησαν κατά τη διάρκεια της τριετίας 1997-1999, 642 επιδοτούμενα προγράμματα κατάρτισης στα οποία συμμετείχαν 10.078 εκπαιδευόμενοι (Καραλής, 2002: 265). Ο όγκος αυτής της «παράλληλης» δραστηριότητας δείχνει την έκταση που έχει πλέον η εμπλοκή ενός μέρους του δικτύου της ΛΕ σε νέου τύπου δραστηριότητες. Η οργανωτική αποδιάρθρωση του δικτύου της ΛΕ είναι πλέον εμφανής, όπως εμφανής είναι και η αδυναμία διαμόρφωσης και εφαρμογής μιας ενιαίας πολιτικής, αφού θα πρέπει πλέον να αναφερόμαστε σε ένα δίκτυο δύο ταχυτήτων, που διαμορφώνεται με βάση τις επιμέρους πολιτικές των αντίστοιχων νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων: στο δίκτυο εκείνων των ΝΕΛΕ που εμπλέκονται σε νέου τύπου δραστηριότητες (επιδοτούμενα προγράμματα) και στο δίκτυο εκείνων των ΝΕΛΕ που η δραστηριότητά τους περιορίζεται σημαντικά (αφού υλοποιούν μικρό αριθμό προγραμμάτων με χρηματοδότηση από τους ισχνούς προϋπολογισμούς της ΓΓΛΕ).

Είναι προφανές ότι η de facto αποκέντρωση του δικτύου της ΛΕ, σε συνδυασμό με το γεγονός πως δεν καταγράφονται προσπάθειες άρσης του οργανωτικού αδιεξόδου του δικτύου από την πλευρά του Υπουργείου Παιδείας, έχει ως συνέπεια τη συρρίκνωση της επιμορφωτικής δραστηριότητάς του, καθώς επίσης και τον περιορισμό της εμβέλειάς του στον πληθυσμό.

Οι παραπάνω διαπιστώσεις επιβεβαιώνονται και από τις εξελίξεις που σημειώνονται στο θεσμικό πλαίσιο του δικτύου της ΛΕ: Με το άρθρο 3 του Ν. 2909 (ΦΕΚ 90/Α/2-5-2001) η Γενική Γραμματεία Λαϊκής Επιμόρφωσης (ΓΓΛΕ) μετονομάζεται σε Γενική Γραμματεία Εκπαίδευσης Ενηλίκων (ΓΓΕΕ). Στο σχετικό νομοθέτημα απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στα θέματα οργανωτικής δομής και διάρθρωσης του δικτύου, στο ρόλο των ΝΕΛΕ, καθώς επίσης και στα ζητήματα σύνδεσης των ΝΕΛΕ με την κεντρική υπηρεσία.

 

5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Με βάση τα όσα αναφέρθηκαν, συμπεραίνουμε ότι η θεσμοθέτηση του β’ βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης επέδρασε τόσο στη φυσιογνωμία, όσο και στη δραστηριότητα του δικτύου της ΛΕ. Η συνακόλουθη υπαγωγή των ΝΕΛΕ στον β’ βαθμό τοπικής αυτοδιοίκησης συνιστά μείζονα οργανωτικό κλονισμό για το δίκτυο. Οι νομάρχες δεν είναι πλέον ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, αλλά επικεφαλής του συνδυασμού που επικράτησε στις νομαρχιακές εκλογές. Οι ΝΕΛΕ, υπηρεσίες της νομαρχίας σύμφωνα με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, υπάγονται πλέον σε αιρετό πολιτικό προϊστάμενο. Επομένως, οι ΝΕΛΕ δεν εφαρμόζουν πλέον ενιαία πολιτική στον τομέα τους, αλλά αναδεικνύονται δυνητικά σε φορείς εκπόνησης και υλοποίησης πολιτικής - της πολιτικής του πλειοψηφήσαντος νομαρχιακού συνδυασμού.

Η εφαρμογή ενιαίας πολιτικής στο χώρο της ΛΕ κατά την προηγούμενη περίοδο βασιζόταν στον ιμάντα μεταβίβασης <Υπουργείο Παιδείας ? Κεντρική Υπηρεσία ? ΝΕΛΕ>, λειτουργικό προαπαιτούμενο του οποίου αποτελούσε η συναίνεση των νομαρχών, μια συναίνεση που ήταν σε μεγάλο βαθμό δεδομένη όσο οι νομάρχες ήταν ανώτερα κρατικά στελέχη. Το οργανωτικό σχήμα του δικτύου, το οποίο κατά την προηγούμενη περίοδο λειτουργούσε ικανοποιητικά, βασιζόταν σε αυτή τη συναίνεση, η οποία δεν είναι δεδομένη μετά την εφαρμογή του Ν. 2218/1994 και τις διαδικασίες αποκέντρωσης, που η εφαρμογή του συνεπάγεται για το δίκτυο της ΛΕ.

Όπως διαπιστώσαμε, με βάση τα δεδομένα για την επιμορφωτική δραστηριότητα και τις εξελίξεις σε επίπεδο θεσμικού πλαισίου, το δίκτυο της ΛΕ παρουσιάζει έντονα φαινόμενα οργανωτικής αποδιάρθρωσης και συρρίκνωσης της δραστηριότητάς του. Θεωρούμε πως η διερεύνηση των δυνατοτήτων συνέχισης της λειτουργίας του δικτύου, κυρίως θα πρέπει να εστιαστεί στους ακόλουθους παράγοντες:

  1. στη δυνατότητα των ΝΕΛΕ που έχουν πιστοποιηθεί ως μηχανισμοί υλοποίησης επιδοτούμενων προγραμμάτων του ΕΚΤ, να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της διπλής λειτουργίας τους, αφενός ως ΚΕΚ και αφετέρου ως περιφερειακές υπηρεσίες του δικτύου.

  2. στους όρους υπό τους οποίους θα ήταν δυνατόν να αναιρεθούν οι συνέπειες της οργανωτικής αποδιάρθρωσης του δικτύου, δηλαδή στις διαδικασίες εκείνες με βάση τις οποίες θα καταστεί εφικτή η επεξεργασία ενιαίας πολιτικής για το δίκτυο.

  3. στη δυνατότητα της ΓΓΛΕ να διαμορφώσει και να εκφράσει θεσμικά αυτή την ενιαία πολιτική.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ανδρέου, Α., Παπακωνσταντίνου, Π. (1994) Εξουσία και Οργάνωση – Διοίκηση του Εκπαιδευτικού Συστήματος. (Αθήνα, Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνης).

Βεργίδης, Δ. (1999) Κοινωνικός και Οικονομικός Ρόλος της Εκπαίδευσης Ενηλίκων στην Ελλάδα, Στο: Δ. Βεργίδης, K. Abrahamsson, M. Davis, R. Fay, Εκπαίδευση Ενηλίκων: Κοινωνική και Οικονομική Λειτουργία (Πάτρα, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο).

Βεργίδης, Δ. (1995) Υποεκπαίδευση: Κοινωνικές, Πολιτικές και Πολιτισμικές Διαστάσεις. (Αθήνα, Ύψιλον).

Καραλής, Θ. (2002) Η Εξέλιξη του Δικτύου της Λαϊκής Επιμόρφωσης κατά την Περίοδο 1989-1999. (Πάτρα, Πανεπιστήμιο Πατρών).

Κόκκος, Α. (1987) Μελέτη για τη Σύσταση Σχολής Στελεχών Λαϊκής Επιμόρφωσης. (Αθήνα, αδημοσίευτη μελέτη).

Μαυρογιώργος, Γ. (1999) Η Εκπαιδευτική Μονάδα ως Φορέας Διαμόρφωσης και Άσκησης Εκπαιδευτικής Πολιτικής, Στο: Μ. Κουτούζης, Α. Αθανασούλα-Ρέππα, Γ. Μαυρογιώργος, Δ. Χαλκιώτης, Β. Νιτσόπουλος, Διοίκηση Εκπαιδευτικών Μονάδων: Εκπαιδευτική Διοίκηση και Πολιτική (Πάτρα, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο).

Μπουζάκης, Σ. (1999) Γεώργιος Α. Παπανδρέου (1888-1968). Ο Πολιτικός της Παιδείας (Τόμος Β΄: 1933-1968). (Αθήνα, Gutenberg).

Papaioannou, S., Palios, Z. K. (1994) Adult Education in Europe. The case of Greece. (Rethymnon, Author).

Vergidis, D. (1988) L’ Evolution et le Role de l’ Education Populaire en Grece: Facteur de Compensation de la Sou-scolarization des Adultes? (Lille, Univeriste de Lille III).

 

 

 

Copyright 2003 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ  ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ