Η παιδεία στην Κρήτη κατά τη βενετοκρατία

Ηρακλής Εμμ. ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ

Καθηγητής

Πανεπιστήμιο Πατρών

Πάτρα, Ελλάδα

 Χάρη στη συστηματική μελέτη αρχειακών πηγών, είναι πλέον γνωστό ότι η αξιολογότατη κρητική λογοτεχνία της βενετοκρατίας (1211-1669)[1] και η γενικότερη πολιτισμική άνθηση της Κρήτης κατά την περίοδο αυτή[2] ήταν το αποτέλεσμα μιας ακμαίας παιδείας. Προς αυτό το συμπέρασμα συγκλίνουν οι μελέτες κορυφαίων κρητολόγων, αλλά πρωτίστως οι βαθυνούστατες συμβολές του αείμνηστου χαλκέντερου πανεπιστημιακού δασκάλου Νικολάου Παναγιωτάκη, που πράγματι άνοιξε νέους ορίζοντες στην έρευνα της βενετοκρατίας στην Κρήτη[3]. Θα επιχειρήσω μια πολύ συνοπτική – λόγω των χρονικών περιορισμών – παρουσίαση του πολυδιάστατου αυτού θέματος.

Κατά τους δύο πρώτους αιώνες της βενετοκρατίας, οπότε το κλίμα που διέκρινε τις σχέσεις Βενετών και Κρητικών – μέσα στα συνεχή επαναστατικά κινήματα[4] των δεύτερων – ήταν κλίμα μισαλλοδοξίας και αμοιβαίας δυσπιστίας, η πολιτισμική επικοινωνία ανάμεσα στους δύο λαούς – επικοινωνία που συντελέστηκε αργότερα αποδίδοντας λαμπρούς καρπούς – ήταν αδύνατη. Για περισσότερα από διακόσια χρόνια οι Κρητικοί, αποκομμένοι από τον πολιτισμό της Δύσης, τρέφονταν αποκλειστικά από το πνεύμα της παράδοσης, που μεταλαμπάδευσαν οι βυζαντινοί λόγιοι, οι οποίοι είχαν συρρεύσει στο νησί μετά την πτώση της Βασιλεύουσας. Ήταν, λοιπόν, φυσικό και η εκπαίδευση να ακολουθήσει τα βυζαντινά πρότυπα, να είναι δηλαδή ιδιωτική και να εξαρτάται, κατά κύριο λόγο, από τους ιερωμένους[5].

Τα πρώτα γράμματα, δηλαδή ανάγνωση και γραφή, οι νέοι τα μάθαιναν από ιδιωτικούς διδασκάλους, που παρέδιδαν μαθήματα επ’ αμοιβή κατ’ οίκον[6], σε διδακτήρια με μικρό αριθμό μαθητών και – συνηθέστερα – σε σχολεία, που λειτουργούσαν σε μοναστήρια ή ήταν εξαρτημένα από την Εκκλησία[7].

Σε στιχουργήματα των Κρητικών Στέφανου Σαχλίκη, Λεονάρδου Δελλαπόρτα και Μαρίνου Φαλιέρου, που – σύμφωνα με νεότερες έρευνες – έζησαν στο πρώτο μισό του 14ου και στο πρώτο μισό του 15ου αιώνα[8] –, υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες ότι στον Χάνδακα – σημερινό Ηράκλειο – λειτουργούσαν σχολεία ελληνικής και λατινοϊταλικής παιδείας. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Λεονάρδος Δελλαπόρτας, τα παιδιά μάθαιναν «φράγκικα», δηλ. λατινικά και ιταλικά, και «ρωμαίικα», δηλ. αρχαία και νέα ελληνικά[9].

Το επίπεδο της διδασκαλίας ήταν γενικά υψηλό, αν ληφθεί υπόψη η φήμη που είχε αποκτήσει η Κρήτη, ιδιαίτερα στον τομέα των ελληνικών σπουδών, με αποτέλεσμα να συρρέουν σπουδαστές και από γειτονικούς τόπους, όπως λ.χ. από τη Ρόδο. Αναφέρουμε ενδεικτικά την περίπτωση του πρωτοπαπά του Χάνδακα Ιωάννη Συμεωνάκη (περίπου 1402-1450), ιδιωτικού διδασκάλου αλλά και εξέχοντος λογίου και κωδικογράφου, τον οποίο ένας σημαντικός λόγιος της Αναγέννησης, ο Rinucio Aretino, εγκωμιάζει αποκαλώντας τον ως «έναν από τους πιο μορφωμένους ανθρώπους της εποχής του» («vir nostrae aetatis literarissimus»)[10].

Ας σημειώσουμε, με την ευκαιρία της μνείας του κωδικογράφου Ιωάννη Συμεωνάκη[11], ότι η Κρήτη, ήδη κατά τον 15ο αιώνα «κορυφαίο κέντρο ελληνικής παιδείας», κατά τον Άγγλο φιλόλογο John Enoch Powell[12], υπήρξε φυτώριο πλειάδας κωδικογράφων, που με την αντιγραφική τους δραστηριότητα διέσωσαν μέγα μέρος της κλασικής γραμματείας μας[13]. Ολόκληρες συλλογές χειρογράφων της Βοδληιανής Βιβλιοθήκης της Οξφόρδης, της Βιβλιοθήκης των Παρισίων και της Βατικανής Βιβλιοθήκης προέρχονται από τα χέρια Κρητών κωδικογράφων του 15ου, 16ου και 17ου αιώνα[14]. Και δεν είναι, νομίζω, χωρίς σημασία το γεγονός ότι το καλύτερο χειρόγραφο των «Αργοναυτικών» του Απολλωνίου Ροδίου είναι κρητικής προέλευσης – σύμφωνα με τον Hermann Fränkel –, όπως και ένας σημαντικός κλάδος της χειρόγραφης παράδοσης του Θουκυδίδη και αρκετών άλλων κλασικών συγγραφέων[15].

Η παιδεία στη βενετοκρατούμενη Κρήτη παρουσιάζει ιδιαίτερη άνθηση μετά τα μέσα του 15ου αιώνα, οπότε παγιώνεται η βενετική κυριαρχία, καταλαγιάζουν τα επαναστατικά κινήματα και αμβλύνονται οι αντιθέσεις Βενετών και Κρητικών. Η ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών στο νησί κατά την περίοδο αυτής της ειρήνης – που εμπεδώθηκε χάρη στη θρησκευτική, οικονομική και (μερική) πολιτική χειραφέτηση που είχε παραχωρήσει η Γαληνοτάτη[16] – δικαιολογεί, νομίζω, τη ρήση του Διονυσίου Θερειανού: «Η Κρήτη μετά την εν Βυζαντίω καταστροφήν απεδείχθη αυτόχρημα Ελλάδος Ελλάς και του ελληνισμού έμπεδος ακρόπολις»[17]. Του λόγου το αληθές πιστοποιούν τα μεγάλα πνευματικά αναστήματα, που ανέδειξε το νησί και που μεσουράνησαν στο πνευματικό στερέωμα της Ευρώπης. Ο πρώτος εκδότης των «Απάντων» του Πλάτωνα και άλλων αρχαίων κειμένων Μάρκος Μουσούρος, «ο πιο προικισμένος κλασικός φιλόλογος που γέννησε ποτέ το έθνος του», κατά τον Nigel Wilson[18], ο Φραγκίσκος Πόρτος[19], καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, δάσκαλος του μεγάλου Γάλλου φιλολόγου της εποχής Isaac Casaubon, ο σημαντικότερος Έλληνας οπαδός της Μεταρρύθμισης[20], φίλος του Καλβίνου και διακεκριμένος υπομνηματιστής αρχαίων ελληνικών κειμένων[21], ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, το καύχημα του έθνους μας και ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών, και πολλοί άλλοι, λιγότερο ή περισσότερο γνωστοί, ξεκίνησαν την σταδιοδρομία τους έχοντας ήδη ολοκληρώσει την εγκύκλια παιδεία τους σε σχολεία των κρητικών πόλεων[22].

Αυτό που εντυπωσιάζει τους μελετητές της επίμαχης περιόδου είναι ο απροσδόκητα μεγάλος αριθμός εγγραμμάτων σε όλες τις κοινωνικές τάξεις της Κρήτης[23], φαινόμενο που εμφανίζεται ταυτόχρονα με την ύπαρξη πλήθους ιδιωτικών διδασκάλων της λατινικής και της ελληνικής, αλλά και ειδικότερων αντικειμένων: μουσικής, ζωγραφικής, πρακτικής ιατρικής, φαρμακοποιίας κ.ά.

Οι ιδιωτικοί διδάσκαλοι είχαν οπωσδήποτε επωμιστεί το μεγαλύτερο βάρος της εκπαίδευσης στις κρητικές πόλεις, ωστόσο υπήρχαν και σχολεία, όπου η διδασκαλία γινόταν δωρεάν, όπως το ελληνικό σχολείο που ιδρύθηκε στον Χάνδακα με πρωτοβουλία του καρδιναλίου Βησσαρίωνα και λειτούργησε όλο τον 16ο αιώνα, κάτω από τον έλεγχο των φιλενωτικών[24], και το σχολείο της καθολικής αρχιεπισκοπής στην ίδια πόλη, από το οποίο αποφοιτούσαν οι μέλλοντες ιερωμένοι της Καθολικής Εκκλησίας[25]. Aνάλογα σχολεία, δηλαδή εκκλησιαστικά, είχαν ιδρυθεί και στις επισκοπές Ρεθύμνης και Χανίων. Δωρεάν παρεχόταν η εκπαίδευση και στις μεγάλες καθολικές μονές του Χάνδακα. Τέτοιο δημόσιο σχολείο υπήρχε στη μονή του Αγίου Φραγκίσκου των Φραγκισκανών, από το οποίο είχε αποφοιτήσει – μετά τα μέσα του 14ου αιώνα – ο Κρητικός Πέτρος Φιλάργης, που – ύστερα από μια λαμπρή εκκλησιαστική σταδιοδρομία στην Ιταλία – εκλέχθηκε Πάπας με το όνομα Αλέξανδρος Ε΄ (1409-1410)[26]. Δωρεάν επίσης παρεχόταν η διδασκαλία στα σχολεία της μονής του Αγίου Πέτρου των Δομηνικανών του Χάνδακα και της ορθόδοξης σιναϊτικής μονής της Αγίας Αικατερίνης[27] στην ίδια πόλη – στην οποία λέγεται ότι είχαν φοιτήσει οι μετέπειτα πατριάρχες της Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Λούκαρης, Μελέτιος Πηγάς και άλλοι – αλλά και στα σχολεία των λοιπών ορθόδοξων και καθολικών μονών της Κρήτης.

Υπήρχαν ακόμη αρκετοί μορφωμένοι και εύποροι Κρητικοί, που δίδασκαν αφιλοκερδώς ευφυείς και με έφεση για ανώτερες σπουδές νέους. Γνωρίζουμε λ.χ. ότι δύο αξιόλογοι λόγιοι και μετέπειτα ορθόδοξοι ιεράρχες, ο μητροπολίτης Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβήρος[28] και ο επίσκοπος Κυθήρων Μάξιμος Μαργούνιος, είχαν διδάσκαλό τους στην ελληνική γλώσσα τον Κρητικό ευγενή (nobile Cretense) Θωμά Τριβιζάνο[29], νομικό, απόφοιτο του Πανεπιστημίου της Πάδοβας, και στη λατινική τον καθολικό επίσκοπο Σητείας Gaspare Viviani[30].

Σύμφωνα με ποικίλες μαρτυρίες, το γενικότερο μορφωτικό επίπεδο στις πολυάνθρωπες κοινωνίες της Κρήτης πρέπει να ήταν υψηλό. Όπως επισημαίνει ο Κ. Θ. Δημαράς, «αν δεν υπήρχαν ανώτερες σπουδές, υπήρχε πάντως ανώτερη παιδεία»[31]. Σε κάθε περίπτωση, βέβαιο πρέπει να θεωρείται ότι η στοιχειώδης γνώση της ανάγνωσης και της γραφής, που προϋπέθετε κάποια μαθητεία, ήταν αρκετά διαδεδομένη στις κοινωνίες του Χάνδακα και των λοιπών κρητικών πόλεων του 16ου και 17ου αιώνα, πράγμα που, πέραν των άλλων, αντικατοπτρίζεται και στο μορφωτικό επίπεδο του κλήρου, επίπεδο που εμφανίζεται προοδευτικά υψηλότερο. Το 1626 λ.χ. είκοσι ιερωμένοι του Χάνδακα ήταν σε θέση να συνθέσουν επιγράμματα σε ελεγειακό δίστιχο προς τιμήν του αποχωρούντος Δούκα της Κρήτης Ιωάννη Βαπτιστή Grimani[32].

Όπως ήδη σημειώσαμε, η Γαληνοτάτη έλαβε ορισμένα μέτρα στην Κρήτη, που άμβλυναν τις αντιθέσεις κατακτητών και κατακτημένων, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας συγκρητισμός και να συναντηθούν δημιουργικά η ελληνοβυζαντινή παράδοση με την λατινοϊταλική. Η συνάντηση αυτή έγινε στενότερη και γονιμότερη από το γεγονός ότι από τα μέσα του 16ου αιώνα και εξής εκατοντάδες Κρητών συνέρρεαν για ανώτερες σπουδές στα μεγάλα Πανεπιστήμια της Βόρειας Ιταλίας, προπάντων όμως στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, ένα από τα αρχαιότερα του κόσμου.

Στο Πανεπιστήμιο αυτό, που αναδείχθηκε σε alma mater όχι μόνο των Κρητών, αλλά και όλου του βενετοκρατούμενου και τουρκοκρατούμενου ελληνισμού, υπολογίζεται ότι κατά το διάστημα 1500-1700 σπούδασαν, νομική ή ιατρική, τουλάχιστον χίλιοι Κρητικοί[33].

Όλοι αυτοί, όπως και όσοι σπούδασαν σε άλλα Πανεπιστήμια της Ιταλίας, επιστρέφοντας στη γενέτειρά τους μετέφεραν και τα αγαθά του ιταλικού πολιτισμού, που είχαν γνωρίσει, με συνέπειες ευεργετικές για την πνευματική πορεία του νησιού. Η Κρήτη, αποτελώντας πλέον ένα μέρος του ευρωπαϊκού συνόλου – όπως γράφει ο Mario Vitti[34] – παρουσίασε μια εντυπωσιακή πνευματική άνθηση, στην οποία συνέτειναν, κατά κύριο λόγο, τρεις Ακαδημίες - που ιδρύθηκαν με πρωτοβουλία σπουδασμένων στην Ιταλία –, δηλαδή πνευματικοί σύλλογοι, σκοπός των οποίων ήταν η καλλιέργεια των γραμμάτων και επιστημών και η θεραπεία των Μουσών: η Ακαδημία των Vivi στο Ρέθυμνο[35], των Stravaganti στον Χάνδακα[36] και των Sterili στα Χανιά[37].

Σύμφωνα με όσα μας αποκάλυψαν οι έρευνες του αείμνηστου Παναγιωτάκη, με τα μέλη της Ακαδημίας των Stravaganti, στα οποία πιθανότατα περιλαμβανόταν και ο ποιητής του «Ερωτοκρίτου» Βιτσέντζος Κορνάρος[38], συνδέεται ένας τεράστιος αριθμός κειμένων υψηλής ποιότητας και ποικίλου περιεχομένου, κατά κύριο όμως λόγο ποιητικών, γραμμένων στην ιταλική.

Αλλά – πέραν των κύκλων της Ακαδημίας των Stravaganti – και σε πολλές βιβλιοθήκες της Ευρώπης σώζονται χιλιάδες ανέκδοτα κείμενα, επίσης ποικίλου περιεχομένου, γραμμένα στη λατινική, στην ιταλική ή στην ελληνική από Κρητικούς και των δύο δογμάτων.

Πρέπει ακόμη να υπογραμμίσουμε ότι αρκετοί Κρητικοί παρέμειναν στην Ιταλία και σε άλλες χώρες της Ευρώπης σταδιοδρομώντας εκεί ως επιστήμονες και διδάσκαλοι, καταλαμβάνοντας υψηλά αξιώματα και επιβάλλοντας την παρουσία τους σε πλείστους τομείς της κοινωνικής και πνευματικής ζωής[39]. Στο πολιτισμικό, λοιπόν, «δούναι και λαβείν» Ευρώπης και Κρήτης, η Κρήτη έλαβε αλλά και έδωσε πολλά, σφυρηλατώντας κυρίως – κατά τον Κων/νο Γιαννακόπουλο[40] – συνδετικούς κρίκους «ανάμεσα στον ελληνισμό της παλαιάς βυζαντινής Ανατολής και στον ανερχόμενο ελληνισμό της αναγεννησιακής Δύσης».

Αλλά η πνευματική προσφορά της Κρήτης συνεχίστηκε και μετά την κατάληψή της από τους Τούρκους το 1669, εφόσον οι Κρήτες πρόσφυγες μεταφύτευσαν τον πολιτισμό της γενέτειράς τους στα Επτάνησα ή εγκαταστάθηκαν σε τουρκοκρατούμενες ελληνόφωνες περιοχές συμβάλλοντας ουσιαστικά στον πνευματικό φωτισμό του υπόδουλου ελληνισμού, ο οποίος αποτέλεσε και τον  κυριότερο συντελεστή του θαύματος της Εθνεγερσίας[41].

Σήμερα, που απολαμβάνουμε τους αγλαούς καρπούς της ελευθερίας, ας μην ξεχνούμε τη βραχόσπαρτη αυτή και τραγικά μεγαλοπρεπή γωνιά της γης, την Κρήτη, όπου – σε καιρούς χαλεπότατους – άνθησε μια υψηλής στάθμης παιδεία, όταν – για να θυμηθούμε τον Νίκο Καζαντζάκη – άνοιξε και πάλι τα φτερά του «το πεινασμένο αρπαχτικό πουλί, που το λέμε Πνεύμα»[42].


[1] Βασική παραμένει η μελέτη του Μ. Μανούσακα, Η κρητική λογοτεχνία κατά την εποχή της βενετοκρατίας, Θεσσαλονίκη 1965. Βλ. επίσης Στυλιανού Αλεξίου, Η κρητική λογοτεχνία κατά τη βενετοκρατία, «Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός», τόμ. Β΄, Κρήτη 1988, σ. 199 κ.ε., όπου και πλούσια βιβλιογραφία.

[2] Μια «πανοραμική» εικόνα της Κρητικής Αναγέννησης, και ιδιαίτερα της λογοτεχνίας της, μας δίνει π.χ. ο A. Embiricos, La Renaissance Crétoise: XVI et XVII siècles. I. La Littératur, Paris 1960. Αρκετά περιεκτική, παρά τη συντομία της, είναι η ανακοίνωση του M. Vitti, Η ακμή της κρητικής λογοτεχνίας και το ευρωπαϊκό σύνολο, «Πεπραγμένα του Γ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου», τόμ. Β΄, εν Αθήναις 1974, σσ. 371-377.

[3] Ιδιαίτερα σημαντικές θεωρώ τις εξής μελέτες του Παναγιωτάκη, που αποτέλεσαν την αφετηρία για περαιτέρω ερευνητικές προσεγγίσεις τόσο στον ίδιο, όσο και σε άλλους κρητολόγους: Έρευναι εν Βενετία. ΙΙ. Περί της Ακαδημίας του Χάνδακος και της πνευματικής ζωής εν Κρήτη κατά τον 16ον και 17ον αιώνα, «Θησαυρίσματα», τόμ. 5 (1968), σ. 58 κ.ε. – Νέα στοιχεία για την Ακαδημία των Stravaganti, «Θησαυρίσματα», τόμ. 7 (1980), σ. 52 κ.ε. (σε συνεργασία με τον A. Vincent). – Ο ποιητής του «Ερωτοκρίτου», «Πεπραγμένα Δ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου» (1976), τόμ. Β΄, σ. 329 κ.ε.   

[4] Για το πολυδιάστατο θέμα των κρητικών επαναστάσεων κατά των Βενετών βλ. κυρίως: Στ. Ξανθουδίδου, Η Ενετοκρατία εν Κρήτη και οι κατά Ενετών αγώνες των Κρητών, Athen 1939 (Texte und Forschungen zur Byzantinisch Neugriechischen Philologie, αρ. 24), σ. 27 κ.ε. – Χρύσας Α. Μαλτέζου, Η Κρήτη στη διάρκεια της περιόδου της βενετοκρατίας (1211-1669), «Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός», τόμ. Β΄, Κρήτη 1988, σ. 115 κ.ε.

[5] Ν. Μ. Παναγιωτάκη, Η παιδεία κατά τη βενετοκρατία, «Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός», ό.π., σσ. 165-166.

[6] Αυτό πιστοποιείται από τις συμβάσεις μαθητείας, δηλαδή τα συμφωνητικά που υπέγραφαν οι ιδιωτικοί διδάσκαλοι με τους μαθητές τους. Οι συμβάσεις αυτές δεν αφορούσαν μόνο στην ανάγνωση και γραφή, που αναλάμβαναν οι γραμματοδιδάσκαλοι, αλλά και ειδικότερα αντικείμενα, όπως η λογιστική, η μουσική, η πρακτική ιατρική, η φαρμακοποιία κ.ά. Βλ. σχετικά Θεοχάρη Δετοράκη, Διδασκαλικές και βιβλιογραφικές συμβάσεις στη βενετοκρατούμενη Κρήτη, «Κρητολογία», τεύχ. 10-11 (Ιαν.-Δεκ. 1980), σσ. 231-256.

[7] Για τα σχολεία αυτά, που λειτουργούσαν με πρωτοβουλία τόσο της Ορθόδοξης όσο και της Καθολικής Εκκλησίας όλη τη διάρκεια της βενετοκρατίας, βλ. κυρίως Ν. Μ. Παναγιωτάκη, Η παιδεία κατά τη βενετοκρατία, ό.π., σ. 172 κ.ε.

[8] Πβ. Στυλιανού Αλεξίου, Η κρητική λογοτεχνία κατά τη βενετοκρατία, ό.π., σσ. 199-200.

[9] Παραθέτω τους σχετικούς στίχους του Δελλαπόρτα από το στιχούργημά του «Η Βουλή των Πολιτικών»: εις το σχολείον εκάθηκα, Κερά μου, από μικρόθεν έμαθα τάχα γράμματα φράγκικα και ρωμαίικα.

[10] Ν. Μ. Παναγιωτάκη, Η παιδεία κατά τη βενετοκρατία, ό.π., σ. 168.

[11] Βλ. γι’ αυτόν Silvio Giuseppe, Di Giovanni Symeonachis, protopapa di Candia, «Miscellanea Giovanni Mercati», τόμ. 3 (Studi e Testi 23), Città del Vaticano 1946, σσ. 312-341.

[12] Ν. Μ. Παναγιωτάκη, ό.π., σ. 169.

[13] Για τη δραστηριότητα αυτή των Κρητών κωδικογράφων, από τους οποίους οι περισσότεροι ήταν πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη, βλ. και Κ. Γιαννακόπουλου, Έλληνες λόγιοι εις την Βενετίαν, μετάφρ. Χ. Γ. Πατρινέλλη, εκδ. Φέξη, Αθήναι 1963, σ. 52 κ.ε. Ονόματα Κρητών κωδικογράφων βλ. επίσης στο πολύ σημαντικό βιβλίο των M. VogelV. Garthausen, Die griechischen Schreiber des Mittelalters und der Renaissance, Λιψία 1909.

[14] Ν. Μ. Παναγιωτάκη, ό.π., σ. 170.

[15] Βλ. σχετικά το συλλογικό τόμο: Die Textüberlieferung der antiken Literatur und der Bibel, dtv Wissenschaftliche Reihe, München-Zürich, 1961, σσ. 249-250 και 253-254.

[16] Η στροφή αυτή στην πολιτική της Βενετίας απέναντι στους Κρητικούς οφείλεται στη συνειδητοποίηση του συνεχώς αυξανόμενου τουρκικού κινδύνου, που επέβαλλε τη συναδέλφωση και συμπαράταξη των Βενετών και των Κρητών για την αποτελεσματική αντιμετώπισή του.

[17] Ν. Μ. Παναγιωτάκη, ό.π., σ. 170. Το γεγονός αυτό, όπως ήδη επισημάναμε, οφείλεται στην ανάμειξη της ιθαγενούς βυζαντινής παράδοσης με τον ιταλικό πολιτισμόž ανάμειξη, από την οποία προήλθε η Όψιμη Κρητική    Αναγέννηση (Spätrenaissance, κατά τη γερμανική ορολογία). Πβ. και Κ. Ι. Γιαννακόπουλου, Βυζαντινή Ανατολή και Λατινική Δύση, μετάφρ. Κ. Δ. Κυριαζή, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1966, σ. 239.

[18] Πβ. L. D. Reynolds–N. G. Wilson, Αντιγραφείς και Φιλόλογοι, μετάφρ. Ν. Μ. Παναγιωτάκη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1981, σ. 188.

[19] Συγκεντρωμένη τη βιβλιογραφία γι’ αυτόν βλ. στον τόμο: Olivier Reverdin – Νίκου Παναγιωτάκη, Οι ελληνικές σπουδές στη Γενεύη του Καλβίνου, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1995, σσ. 90-91.

[20] Βλ. σχετικά Μ. Ι. Μανούσακα – Ν. Μ. Παναγιωτάκη, Η φιλομεταρρυθμιστική δραστηριότητα του Φραγκίσκου Πόρτου στη Μόδενα και στη Φερράρα και η δίκη του από την Ιερά Εξέταση της Βενετίας (1536–1559), Βενετία 1981 (ανάτυπο από τα «Θησαυρίσματα», τόμ. 18).

[21] Πολύ σημαντικό είναι το υπόμνημά του στον Αισχύλο, για το οποίο βλ. Iraklis Kallergis, Die kritishe Arbeit des Humanisten Franciscus Portus am Text des Aischylos, «Wiener Studien», τόμ. 107-108 (1994–1995), σσ. 639-646. Επίσης Ηρακλή Εμμ. Καλλέργη, Ο Κρητικός φιλόλογος Φραγκίσκος Πόρτος (16ος αι.) ως σχολιαστής του Αισχύλου, «Πεπραγμένα του Η΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου», τόμ. Β1, Ηράκλειο 2000, σσ. 293-304.

[22] Πολύ χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, που έφτασε στη Βενετία όντας διαμορφωμένος ζωγράφος και με στέρεα ουμανιστική παιδεία, που είχε λάβει στον Χάνδακα, γενέτειρά του, σύμφωνα με πληθώρα νέων στοιχείων που παραθέτει ο Ν. Μ. Παναγιωτάκης στην περισπούδαστη μελέτη του: Η κρητική περίοδος της ζωής του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, Αθήνα 1986.

[23] Ο Ν. Μ. Παναγιωτάκης σημειώνει (Η κρητική περίοδος της ζωής του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, σσ. 81-82): «Στις προηγμένες κοινωνίες των κρητικών πόλεων του 16ου αιώνα η απόκτηση μόρφωσης είχε προφανή αντικειμενικά πλεονεκτήματα: αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση διεκδίκησης και κατάληψης δημόσιων θέσεων, αποτελεσματικότερης άσκησης ενός πλήθους αστικών επαγγελμάτων και αποδοτικότερης διαχείρισης χρημάτων, περιουσιών και εμπορικών υποθέσεων, δηλαδή, με λίγα λόγια, αποτελούσε εγγύηση για την εξασφάλιση μεγαλύτερων εισοδημάτων, ανετότερων όρων διαβίωσης και, συνακόλουθα, στοιχείο κοινωνικής ανάδειξης και ανέλιξης».

[24] Ν. Μ. Παναγιωτάκη, Η παιδεία κατά τη βενετοκρατία, σ. 172.

[25] Ό.π., σσ. 174-175.

[26] Ό.π., σ. 167. Συνοπτικό βιογραφικό σημείωμα για τον Πέτρο Φιλάργη υπάρχει στο βιβλίο του Κ. Γιαννακόπουλου, Βυζαντινή Ανατολή και Λατινική Δύση, ό.π., σσ. 225-226. Βλ. επίσης το έργο του Μ. Ρενιέρη, Ο Έλλην Πάπας Αλέξανδρος Ε΄. Βυζάντιο και η Σύνοδος της Βασιλείας. Αθήναι 1881. Σημαντικότερο είναι, οπωσδήποτε, το βιβλίο του Καρδινάλιου F. Ehrle, Der Sentenzen Kommentar Peters von Candia, Münster 1925.

[27] Βλ. τη σχετική πραγματεία της Αργινής Γ. Φραγκούλη, Η Σιναία Σχολή της Αγίας Αικατερίνης στο Χάνδακα, Βιβλιοπωλείο των Βιβλιοφίλων, Αθήνα 1981.

[28] Βλ. γι’ αυτόν Μ. Ι. Μανούσακα, Η εν Βενετία Ελληνική Κοινότης και οι μητροπολίται Φιλαδελφείας, «Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, τόμ. 37 (1969-70), σ. 194. – Του ίδιου, Συλλογή ανεκδότων εγγράφων αναφερομένων εις τους εν Βενετία μητροπολίτας Φιλαδελφείας, «Θησαυρίσματα», τόμ. 6 (1969), σσ. 13-15.  

[29] Συγκεντρωμένες τις πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του βλ. στο βιβλίο του G. Fedalto, Massimo Margunio e il suo commento al «De Trinitate» di S. Agostino (1588), Brescia, 1967, σσ. 15-76.

[30] Σχετικές μαρτυρίες βλ. στη διδ. διατριβή: Ηρακλή Εμμ. Καλλέργη, Ο Κρητικός λόγιος του 16ου αι. Θωμάς Τριβιζάνος, Αθήνα 1980, σσ. 42-43.

[31] Κ. Θ. Δημαρά, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Ίκαρος, 41968, σ. 69.

[32] Βλ. σχετικά Π. Δ. Μαστροδημήτρη, Επιγράμματα ιερέων του Χάνδακος εις έπαινον του Δούκα της Κρήτης Giovanni Battista Grimani (1636), στον τόμο «Έλληνες λόγιοι (ΙΕ΄-ΙΘ΄ αιώνες)», εκδ. Μ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1979, σ. 102 κ.ε.

[33] Ν. Μ. Παναγιωτάκη, Η παιδεία κατά τη βενετοκρατία, σ. 190. Πάμπολλες πληροφορίες για την κίνηση των Κρητών σπουδαστών στο Πανεπιστήμιο αυτό μας δίνει ο Γεώργιος Πλουμίδης στο βιβλίο του: Αι πράξεις εγγραφής των Ελλήνων σπουδαστών του Πανεπιστημίου της Παδούης, «Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών», τόμ. 37 (1969-1970), σ. 260 κ.ε., και τόμ. 38 (1971), σ. 84 κ.ε.

[34] Στη μελέτη του: Η κρητική λογοτεχνία και το ευρωπαϊκό σύνολο, ό.π., σ. 371 κ.ε.

[35] Ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του πλουσιότατου φεουδάρχη και εξαίρετου λογίου (ήταν ένας από τους γνωστότερους μαθηματικούς και αστρονόμους του 16ου αιώνα) Φραγκίσκου Barozzi το 1562, δηλαδή 28 χρόνια πριν από την Ακαδημία των Stravaganti του Χάνδακα (1590). Πβ. Ν. Μ. Παναγιωτάκη, Έρευναι εν Βενετία, ό.π., σ. 82.

[36] Βλ. γι’ αυτήν Ν. Μ. Παναγιωτάκη, Ιταλικές Ακαδημίες και Θέατρο. Οι Stravaganti του Χάνδακα, «Θέατρο», τεύχ. 27-28 (Αθήνα 1966), σσ. 39-53, και Έρευναι εν Βενετία, σ. 58 κ.ε.

[37] Ιδρύθηκε το 1637 (Έρευναι εν Βενετία, σ. 191).

[38] Πβ. Ν. Μ. Παναγιωτάκη, Ο ποιητής του Ερωτοκρίτου, ό.π., σ. 346 κ.ε.

[39] Πβ. Κ. Ι. Γιαννακόπουλου, Βυζαντινή Ανατολή και Λατινική Δύση, ό.π., σ. 206.

[40] Ό.π., σ. 239.

[41] Βλ. σχετικά Ηρακλή Εμμ. Καλλέργη, Παιδεία και Εθνεγερσία, Αθήνα 1993 (αντίτυπο από το περιοδικό «Τετράμηνα», τεύχ. 51).

[42] Ν. Καζαντζάκη, Η Κρήτη, στο τομίδιο του Δήμου Ηρακλείου «Η Μάχη της Κρήτης» (Ηράκλειο, Μάιος 1966), σ. 6.

 

 

 

 

Copyright 2003 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ  ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ