Οι απόψεις της Διδασκαλικής
Ομοσπονδίας για τη μόρφωση των δασκάλων 1947-1957.
Γιώργος ΓΡΟΛΛΙΟΣ -
Χρήστος ΤΖΗΚΑΣ
Η μόρφωση των εκπαιδευτικών αποτελεί
σημαντικό παράγοντα για την υλοποίηση της εκάστοτε εκπαιδευτικής
πολιτικής. Για το λόγο αυτό, οι απόπειρες αλλαγών στην εκπαίδευση
συνοδεύονται - συχνά - από σχετικά μέτρα για τους εκπαιδευτικούς. Για
τους ίδιους αποτελεί ιδιαίτερο χώρο της συνδικαλιστικής και
επιστημονικής τους ενασχόλησης, εφόσον με τη μόρφωσή τους συνδέονται
σε ένα βαθμό το κοινωνικό κύρος, οι βαθμολογικές και μισθολογικές
προαγωγές, η κατάληψη διοικητικών και εποπτικών θέσεων και οι
κατευθύνσεις της εργασίας στο σχολείο.
Στην παρούσα εργασία μελετούμε τις
απόψεις της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδας (Δ.Ο.Ε.) για τη μόρφωση
των δασκάλων κατά το διάστημα που ορίζεται από την πρώτη μεταπολεμική
Γενική Συνέλευση του κλάδου (1947) και από τη συγκρότηση της Επιτροπής
Παιδείας (1957), η οποία σηματοδότησε μια ευρεία συζήτηση για το
ζήτημα της εκπαίδευσης.[1]
Για τη διερεύνηση του θέματος
αξιοποιούμε, κυρίως, τις εισηγήσεις των Διοικητικών Συμβουλίων (Δ.Σ.)
της Ομοσπονδίας στις Γενικές Συνελεύσεις, τις αποφάσεις των
Συνελεύσεων και τα δημοσιεύματα του Διδασκαλικού Βήματος (στο
εξής Δ.Β.), καθώς και του Επιστημονικού Βήματος του Διδασκάλου
(στο εξής Ε.Β.Δ.). Στη συζήτηση για τη μόρφωση των δασκάλων
εμπλέκονται παιδαγωγοί, στελέχη της εκπαίδευσης (επιθεωρητές,
υπηρεσιακοί παράγοντες του υπουργείου) και δάσκαλοι.
Το χρονικό διάστημα 1947-1957 μπορεί να
χωριστεί σε τρεις περιόδους ως προς τις απόψεις που εκφράζονται στα
έντυπα της Ομοσπονδίας για τη μόρφωση των δασκάλων.
1) Από το 1947 μέχρι το 1951 τα Δ. Σ. της Δ.Ο.Ε. εισηγούνται
στις Γενικές Συνελεύσεις την πανεπιστημιακή μόρφωση των δασκάλων.[2]
Η ίδια θέση περιλαμβάνεται και στις αποφάσεις των Συνελεύσεων. Το
1947 αναλύεται ως εξής : «Ως τελικός σκοπός πρέπει να επιδιωχθεί η
Πανεπιστημιακή μόρφωσις. Δια του τοιούτου είδους μορφώσεως θα
επιτευχθή η εξομοίωσις και των δημοδιδασκάλων προς τους λοιπούς
πτυχιούχους. Η μόρφωσις θα γίνεται εις τα δύο νυν υπάρχοντα
πανεπιστήμια εν Αθήναις και Θεσσαλονίκη. Είναι δυνατόν όμως και εις
άλλας πόλεις (Ιωάννινα-Δωδεκάνησα) να ιδρυθούν μορφωτικά κέντρα υπό
τύπον ειδικών πανεπιστημιακών σχολών καθ’ όλα ισοτίμων προς τας ήδη
λειτουργούσας εις τα υπάρχοντα δύο πανεπιστήμια». Το 1948 και το
1950 διατυπώνεται με σύντομο τρόπο : «Να γίνη Πανεπιστημιακή η
μόρφωσις των διδασκάλων» και «Ενιαία αρτία πανεπιστημιακή
μόρφωσις των δασκάλων».
[3]
Πώς μπορεί, όμως, να ερμηνευτεί η θέση
της Δ.Ο.Ε., αν λάβουμε υπόψη ότι
-
η μόρφωση των δασκάλων παρεχόταν
στις διετούς φοίτησης μεταγυμνασιακού επιπέδου Παιδαγωγικές Ακαδημίες
(στο εξής Π.Α.), οι οποίες είχαν ιδρυθεί 13 χρόνια νωρίτερα,
-
υπηρετούσαν ακόμη στα σχολεία, εκτός από τους αποφοίτους των Π.Α.,
απόφοιτοι των πολυταξίων (τριταξίων, πενταταξίων, εξαταξίων) και
μονοταξίων Διδασκαλείων και
-
διορίζονταν, σε ορισμένες περιοχές,
απόφοιτοι του γυμνασίου ως κοινοτικοί ή προσωρινοί δάσκαλοι;[4]
Στην περίοδο της κατοχής οι αριστερές
πολιτικές δυνάμεις (που σήκωσαν το βάρος της αντίστασης) διατύπωσαν
την πρόταση για πανεπιστημιακή κατάρτιση των δασκάλων, ισότιμη με τους
εκπαιδευτικούς των άλλων βαθμίδων. Σύμφωνα με το σχέδιο που υποβλήθηκε
από το Ε.Α.Μ. και την Ε.Π.Ο.Ν. στη Γραμματεία Παιδείας της Π.Ε.Ε.Α.,
αναγκαία προϋπόθεση της παιδείας είναι ο μορφωμένος εκπαιδευτικός: «Μόρφωση.
Όλων των βαθμίδων ανώτατη μόρφωση, δηλαδή θα φοιτά σε σχολή ισότιμη με
το πανεπιστήμιο. Δημοδιδάσκαλοι. Τελειόφοιτοι γυμνασίου θα φοιτούν σε
παιδαγωγικές Ακαδημίες τετράχρονες, ισότιμες με το πανεπιστήμιο».[5]
Δύο χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου ο
Εκπαιδευτικός Τομέας της οργάνωσης των αριστερών επιστημόνων «Επιστήμη
- Ανασυγκρότηση» πρότεινε την πανεπιστημιακή μόρφωση των δασκάλων : «Πανεπιστημιακή
μόρφωση δασκάλων στις παιδαγωγικές σχολές των Πανεπιστημίων.
Τετράχρονη φοίτηση σ’ αυτές. Θα μπαίνουν υποψήφιοι με απολυτήριο από
το σχολείο του Β΄ βαθμού (μέσης παιδείας). Με τον τρόπο αυτόν
αρχίζουμε να πραγματοποιούμε το αίτημα για ανώτατη μόρφωση των
δασκάλων, αίτημα που βγαίνει από τις ίδιες τις ανάγκες της παιδείας
μας».[6]
Όπως προαναφέρθηκε, μέχρι το 1950, οι απόψεις της Δ.Ο.Ε.
προσανατολίζονται στην ίδια κατεύθυνση.
Η διαμόρφωση των απόψεων της Δ.Ο.Ε. για
τη μόρφωση των δασκάλων μπορεί να κατανοηθεί με βάση τους συσχετισμούς
των πολιτικών δυνάμεων σε συνδυασμό με την ανάγκη για κοινωνική και
οικονομική αναβάθμιση των δασκάλων.[7]
Παρά το ότι από το 1947 μέχρι το 1950 διώκονται οι αριστεροί
εκπαιδευτικοί,[8]
η κυριαρχία των «εθνικοφρόνων» δεν ήταν απόλυτη στην ελληνική κοινωνία
(η έκβαση του εμφυλίου πολέμου κρίθηκε τελικά το καλοκαίρι του 1949).
Η χρήση του αιτήματος για πανεπιστημιακή μόρφωση των δασκάλων
αφαιρούσε επιχειρήματα ώστε να αποδυναμωθεί η έκφραση αριστερών
δυνάμεων στο χώρο της εκπαίδευσης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αποφάσεις της ΚΑ΄ (1949) Γενικής
Συνέλευσης υπεισέρχεται, ως εναλλακτική λύση, η «βελτίωση» των Π. Α.
με την αύξηση των ετών φοίτησης από δύο σε τρία : «Ενιαία αρτία
μόρφωσις και Πανεπιστημιακή τελειοποίησις των εξερχομένων δασκάλων του
Έθνους, όπως και τριετής φοίτησις εις τας Παιδαγ. Ακαδημίας των οποίων
να συμπληρωθεί το προσωπικόν».[9]
Δηλαδή, όταν είναι σχεδόν ξεκάθαρη η
έκβαση του εμφυλίου πολέμου μειώνεται η αναγκαιότητα της ενσωμάτωσης
θέσεων της αριστεράς και η Ομοσπονδία μετακινείται στην κατεύθυνση της
υποστήριξης συντηρητικών θέσεων. Εξάλλου, πέρα από τις διακηρύξεις των
Γενικών Συνελεύσεων, οι παραστάσεις της Ομοσπονδίας προς το Υπουργείο
από το 1949 και έπειτα αφορούν την καλύτερη λειτουργία των Π.Α. με τη
συμπλήρωση του προσωπικού τους.[10]
2) Την περίοδο 1951-1953 η Δ.Ο.Ε. εγκαταλείπει το αίτημα για
πανεπιστημιακή μόρφωση των δασκάλων, καθώς και εκείνο της επέκτασης
της διάρκειας φοίτησης στις Π.Α. σε τρία χρόνια. Στα πορίσματα της ΚΓ΄
(1951) Γενικής Συνέλευσης δεν περιέχεται καμιά απόφαση για την
κατάρτιση των δασκάλων. Tη συνδικαλιστική χρονιά 1951- 1952 οι
παραστάσεις της Διοίκησης της Ομοσπονδίας στο Υπουργείο περιορίζονται
στην προσπάθεια ικανοποίησης του αιτήματος εγγραφής των τέκνων των
εκπαιδευτικών στις Π.Α. (καθ’ υπέρβαση του αριθμού των εισαχθέντων),
τα οποία είχαν πετύχει τη βάση της βαθμολογίας.
Στις προτάσεις για την επόμενη ΚΔ΄
(1952) Γενική Συνέλευση το Δ.Σ. της Ομοσπονδίας, παρά το ότι θέτει το
αίτημα του 8ετούς Δημοτικού Σχολείου,[11]
δεν επιδιώκει παρά μόνο τη στελέχωση των διετών Π.Α. με το απαραίτητο
και κατάλληλο προσωπικό, το οποίο θα προέρχεται από τον κλάδο των
δασκάλων : «Ίνα ανταποκριθώσι οι διδάσκαλοι εις τα σημερινάς
απαιτήσεις και αυριανάς ανάγκας του 8ετούς δημοτικού σχολείου δέον να
γίνη καλυτέρα η μόρφωσίς των εις τας Παιδaγωγικάς Ακαδημίας. Προς
τούτο πρέπει να επανδρωθή το προσωπικόν των Ακαδημιών δια παιδαγωγών.
Να σταλώσι δε αμέσως εις την Ευρώπην και Αμερικήν υπότροφοι
δημοδιδάσκαλοι προς ευρυτέρας παιδαγωγικάς σπουδάς. Διότι οι
δημοδιδάσκαλοι, ως ζώντες τα προβλήματα του δημοτικού σχολείου, θα
είναι οι πλέον κατάλληλοι να μορφώσουν ως καθηγηταί τους νέους
διδασκάλους».[12]
Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι
θέσεις των αντιπροσώπων στη Γενική Συνέλευση. Εκτός από έναν
αντιπρόσωπο που προτείνει τριετή φοίτηση στις Π. Α.,[13]
οι περισσότεροι ζητούν στελέχωσή τους με προσωπικό,[14]
αύξηση τμημάτων στις υπάρχουσες και ίδρυση νέων Π.Α,[15]
ενώ στα πορίσματα της ίδιας Γενικής Συνέλευσης δεν συμπεριλαμβάνεται
κάποια πρόταση για τη μόρφωση των δασκάλων.
Η στάση της Δ.Ο.Ε. δεν είναι άσχετη με
τις τοποθετήσεις υπηρεσιακών παραγόντων του Υπουργείου Παιδείας και
φιλελεύθερων διανοουμένων. Το Φεβρουάριο του 1951 ο Ζερβός, Διευθυντής
της Δημοτικής Εκπαίδευσης, σε έκθεσή του για τις ανάγκες της
πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, πρότεινε την αποστολή καθηγητών στο
εξωτερικό για παιδαγωγικές σπουδές, τη συμπλήρωση του προσωπικού των
Π.Α. και τη δραστική αύξηση των αμοιβών ως κίνητρο για την προσέλκυση
αξιόλογων διδασκόντων. Οι προτάσεις Ζερβού φαίνεται ότι ικανοποίησαν
την Ομοσπονδία, η οποία δημοσίευσε την έκθεση στο Διδασκαλικό Βήμα
χωρίς επικριτικά σχόλια.[16]
Ο Παπανούτσος, Γενικός Γραμματέας του
Υπουργείου, στην ομιλία του προς τη Συνέλευση της Δ.Ο.Ε. το 1952,
αναφέρθηκε μόνο στην «επάνδρωσιν των Παιδαγωγικών Ακαδημιών με το
κατάλληλο προσωπικό, δια να εκτελέσουν τον προορισμόν των»[17].
Η θέση του Παπανούτσου αποτελεί σημαντική ένδειξη για την ορθότητα της
παρατήρησης ότι η πανεπιστημιακή κατάρτιση των δασκάλων αποτελούσε
τότε στόχο μόνο των αριστερών δυνάμεων, ενώ οι κεντρώες και οι
συντηρητικές, ουσιαστικά, τάσσονταν υπέρ των διετών Π.Α.
3) Την περίοδο 1953 -1957, κατά την οποία στο πολιτικό πεδίο κυριαρχούν
οι συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις, η κρατική εκπαιδευτική πολιτική
είναι προσανατολισμένη στα κλασσικά γράμματα και τον ελληνοχριστιανικό
πολιτισμό, ενώ αντιτίθεται στο άνοιγμα της μέσης, καθώς και στην
ανάπτυξη της τεχνικής εκπαίδευσης.
Στο χώρο των εκπαιδευτικών, των
παιδαγωγών και των στελεχών της εκπαίδευσης ο διάλογος για τη μόρφωση
των δασκάλων γίνεται πιο συστηματικός (καθώς έχει ξεκινήσει η έκδοση
του Ε.Β.Δ.) και διαμορφώνονται απόψεις που μπορούν να ενταχθούν σε
τρεις τάσεις : α) συντήρηση των διετών Παιδαγωγικών Ακαδημιών με
μείωση του αριθμού τους και βελτίωση της λειτουργίας τους, β)
λειτουργία δύο μόνο σχολών τριετούς κατ’ αρχήν, με προοπτική τετραετή
φοίτηση στις έδρες των πανεπιστημίων και διεύρυνση του σκοπού τους και
γ) συντήρηση των Π.Α. με επέκταση των ετών φοίτησης σε τρία.
Η έκδοση του Ε.Β.Δ. εγκαινιάζεται με
άρθρο του Παλαιολόγου[18]
στο οποίο ο συγγραφέας επιχειρεί να δώσει τέλος στην προηγούμενη
συζήτηση για τη μόρφωση των δασκάλων και να ορίσει την κατεύθυνση των
αναγκαίων βελτιώσεων[19].
Θεωρεί τις Παιδαγωγικές Ακαδημίες ως τα πιο επιτυχημένα ιδρύματα για
τη μόρφωση των δασκάλων, αρκεί να συμπτυχθούν σε 6-7 (όπως όριζε ο
νόμος 5082/1933) και να εξασφαλιστεί επαρκές και κατάλληλο προσωπικό.
Ούτε τα Διδασκαλεία θεωρούνται κατάλληλα, γιατί δεν εξασφαλίζουν το
απαραίτητο κοινωνικό κύρος στο δάσκαλο, ούτε το πανεπιστήμια, αφού ο
δάσκαλος δεν πρόκειται να σπουδάσει μια ειδική επιστήμη όπως οι
εκπαιδευτικοί της μέσης. Ο δάσκαλος πρέπει να αποκτήσει την ιδιότητα
του παιδαγωγού και αφιερωματική στάση στο έργο του, χαρακτηριστικά
κατάλληλα για τις ανάγκες των μικρών παιδιών.
Σε άλλο άρθρο, αφιερωμένο στα 20 χρόνια
λειτουργίας της Μαρασλείου Π.Α., ο Παλαιολόγος διαπιστώνει ότι τα
παραπάνω χαρακτηριστικά αποκτώνται οπωσδήποτε από τους σπουδαστές της
συγκεκριμένης Π. Α., της οποίας ο ίδιος ήταν διευθυντής, τόσο με τη
διδασκαλία των θεωρητικών μαθημάτων όσο και με την πρακτική άσκηση.
Σύμφωνα με το συγγραφέα: «ούτοι φέρουσιν υπερηφάνως τον τίτλον της
εξ’ ης απεφοίτησαν Μαρασλείου Παιδαγωγικής Ακαδημίας, επιζητούντες με
ακατάβλητον Πεσταλότσειον φρόνημα την εις το ακρότατον εξυπηρέτησιν
των μικρών Ελληνοπαίδων, της ελπίδος ταύτης του Έθνους και του
μαρτυρικού, ηρωϊκού και ιδεολόγου λαού της μεγάλης ημών Πατρίδος»[20].
Στη συζήτηση για τη μόρφωση των
δασκάλων θα παρέμβει λίγο αργότερα ο υποδιευθυντής της Μαρασλείου
Χαραλαμπίδης που εκφράζει τη δεύτερη τάση[21]
και ασχολείται συστηματικά τόσο με την πράξη όσο και με τη θεωρία της
μόρφωσης των δασκάλων[22].
Παλαιότερα υποστήριζε την ανάγκη επέκτασης των σπουδών στις
Παιδαγωγικές Ακαδημίες σε τρία έτη[23].
Στη μεταπολεμική περίοδο προτείνει, εκτός από την τριετή φοίτηση, τη
λειτουργία δύο μόνον σχολών στις έδρες των πανεπιστημίων της χώρας,
ώστε οι δάσκαλοι να αποκτούν μαζί με την επιστημονική και την
απαραίτητη κοινωνική μόρφωση. Η εθνική - ελληνοχριστιανική αγωγή
τοποθετείται σε διαφορετικό πλαίσιο καθώς ορίζεται ότι «Ο σκοπός
της αγωγής πρέπει να επιδιώκει σήμερα στο να δημιουργήσωμε μια
δημοκρατική αριστοκρατία, όπου θα μορφωθή ο καθένας, πλούσιος ή φτωχός,
σύμφωνα με τις ικανότητές του, σύμφωνα με τα εθνικά του ιδεώδη και
σύμφωνα με τα ιδεώδη μιας ελεύθερης και ημερωμένης ανθρωπότητος»[24].
Ο Χαραλαμπίδης αντιμετωπίζει την
ανθρωπιστική μόρφωση με ευρύτερο πνεύμα συνδυάζοντας τα
ελληνοχριστιανικά ιδανικά με τις κατευθύνσεις του δυτικοευρωπαϊκού
πολιτισμού. Επίσης, διαφωνεί με τη βαρύτητα που δίνεται στις
ψυχοτεχνικές μετρήσεις και τις υποδειγματικές διδασκαλίες. Κατά την
άποψή του, οι τροποποιήσεις στο θεσμό των Π. Α. θα είναι από τη μια «φωτισμένες
από τα νεώτερα επιτεύγματα της Παιδαγωγικής Επιστήμης, εμπνευσμένες
από το τι γίνεται στον τομέα αυτόν στον έξω κόσμο, στον προηγμένο και
ελεύθερο σήμερα κόσμο» και από την άλλη «στηριγμένες πάνω στα
Εθνικά μας ιδανικά, πάνω στις ανάγκες τις δικές μας, πάνω στις
επιδιώξεις της φυλής μας»[25].
Ο Παλαιολόγος χρησιμοποιεί, συχνά, το
παράδειγμα της Γερμανίας όπου, μαζί με άλλα μοντέλα σχολών μόρφωσης
δασκάλων, συντηρούνται και οι διετούς φοίτησης Π.Α. Ο Χαραλαμπίδης
χρησιμοποιεί ερευνητικά πορίσματα που προέρχονται από την Αγγλία, τη
Σουηδία και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Θεωρεί ότι οι Π. Α.
δεν λειτουργούν ικανοποιητικά[26]
και προτείνει μέτρα που πρέπει να ληφθούν, ώστε οι Π. Α. να καταστούν
ιδρύματα ικανά να ετοιμάσουν δασκάλους οι οποίοι θα ανταποκριθούν στον
εκπαιδευτικό και κοινωνικό τους ρόλο.
Τα σημαντικότερα είναι :
-
η στελέχωση
των Π. Α. με ειδικευμένους σ’ έναν ή δύο κλάδους παιδαγωγούς οι οποίοι
θα έχουν παράγει σχετικό επιστημονικό και συγγραφικό έργο,
-
η συγκέντρωση των σχολών στις έδρες των πανεπιστημίων, όπου η παραμονή
και μόνο των υποψηφίων δασκάλων θα τους δίνει μορφωτικά και
πολιτιστικά εφόδια τα οποία αδυνατούν να δώσουν οι επαρχιακές πόλεις,
-
η τριετής φοίτηση,
-
ο εμπλουτισμός του προγράμματος με βασικά
θεωρητικά μαθήματα (Εθνική Ιστορία, Ιστορία του Πολιτισμού,
Εκπαιδευτική Πολιτική) και εργαστηριακές ασκήσεις,
-
η ίδρυση
βιβλιοθηκών, εργαστηρίων και αγροκηπίων,
-
η ίδρυση παιδαγωγικής
ένωσης του διδακτικού προσωπικού και
-
η επέκταση και διεύρυνση του
σκοπού των Π. Α. με προσθήκη ειδικών μαθημάτων για τους νηπιαγωγούς,
την παιδαγωγική κατάρτιση του διδακτικού προσωπικού των τεχνικών και
επαγγελματικών σχολών και των καθηγητών της μέσης εκπαίδευσης, καθώς
και γενικά για τη μετεκπαίδευση των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων.
Οι απόψεις των δύο παιδαγωγών
αποκλίνουν ως προς τον τύπο του δασκάλου που οραματίζονται. Ο
Χαραλαμπίδης κρατά αποστάσεις όχι μόνο από την «πανάκεια» των
υποδειγματικών διδασκαλιών και των ψυχοτεχνικών καταμετρήσεων, αλλά
και από το δάσκαλο που διακρίνεται για τη μονομερή προσήλωσή του στα «ακατάλυτα
εθνικά ιδεώδη». Οι προτάσεις του στοχεύουν σε μια αγωγή που «στρέφεται
στην αρμονική ανάπτυξη ολόκληρου του είναι του τροφίμου (…). στη
γενική του παιδιού ανάτασι με τις δικές του τις προσπάθειες, την
αυτενέργειά του και την αφύπνισι των διαφερόντων του (. . ). ώστε να
ν’ αντιμετωπίσει με ανωτερότητα στο ήθος του και αξιοπρέπεια στη στάσι
τα προβλήματά του στη ζωή». Η καλύτερη μόρφωση του δασκάλου
στοχεύει κυρίως στην επιστημονική γνώση και την κατανόηση του
παιδαγωγικού και κοινωνικού του έργου.
Την άνοδο του κοινωνικού κύρους και την
αναρρίχηση στις ανώτερες βαθμίδες της υπαλληλικής ιεραρχίας προβάλλουν,
κυρίως, δάσκαλοι. Σχετικό παράδειγμα αποτελεί άρθρο του Γκουριώτη στο
Δ.Β. Κατά το συγγραφέα, ο δάσκαλος αποτελεί το σημαντικότερο παράγοντα
αγωγής της νέας γενιάς, αφού χωρίς καλό και άξιο δάσκαλο είναι άχρηστα
τα μέσα, οι μέθοδοι και τα βιβλία. Επιπλέον, γνωρίζει την ελληνική
κοινωνία όσο κανείς άλλος και μπορεί να φέρει «μέχρι την τελευταία
καλύβα» τα νάματα του πολιτισμού, του έθνους και της θρησκείας. Το
ξεκίνημα για την ανασυγκρότηση πρέπει να γίνει από τα φυτώρια των
δασκάλων, τις Π.Α. Η πανεπιστημιακή κατάρτιση θα ανυψώσει το κύρος
τους. «Οι δάσκαλοι δεν παραδέχονται πανεπιστημιακή εκπαίδευση μόνο
για τους κτηνιάτρους και τους γεωπόνους, που θα επιτύχουν καλύτερες
ράτσες ημιόνων ή κολοκυθιών, αλλά και για τους δασκάλους που θα
ετοιμάσουν την καινούρια ράτσα της φυλής, το Ελληνόπουλο».
Η ενιαία μόρφωση των δασκάλων είναι
εθνική απαίτηση, γιατί όντας διασκορπισμένες οι Π.Α. και με ποικίλο
προσωπικό, «διασπείρουν την ομοιογένεια της εθνικής παιδαγωγικής
και βγάζουν δασκάλους Έλληνες, αλλά ετεροθαλείς». Πρέπει να
συγκεντρωθούν όλοι οι υποψήφιοι δάσκαλοι σε μια «Παιδαγωγική-
Πνευματική Ψυχική - Εθνική κολυμβήθρα, να βαπτισθούν στο Νάμα της
προπαρασκευής για ενιαίους σαφείς και καθορισμένους σκοπούς της
Ελληνικής Εκπαιδεύσεως». Βέβαια, η ιδεαλιστική θεώρηση του
δασκάλου, η προβολή του ως αποκλειστικού παράγοντα του σχολείου και η
αντιμετώπιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας ως μονόδρομης επίδρασης από
το δάσκαλο στο μαθητή, ακυρώνουν οποιαδήποτε προοδευτική οπτική για τη
μόρφωση του δασκάλου θα μπορούσε να περιέχει η πρόταση για
πανεπιστημιακή εκπαίδευση[27].
Σχολές τετραετούς φοίτησης για τη
μόρφωση των δασκάλων, πανεπιστημιακές ή ισότιμες μ’ αυτές,
προτείνονται σε άρθρα που δημοσιεύονται στο περιοδικό «Νέο Σχολείο». Ο
Γιαννόπουλος προτείνει τη σύσταση Κολλεγίων, δηλαδή τετραετή
μεταγυμνασιακά διδασκαλεία, ανεξάρτητα από τα πανεπιστήμια[28].
Τετραετή μεταγυμνασιακή μόρφωση των δασκάλων προτείνει και ο
Βαρυαδάκης[29],
Η τρίτη τάση (της τριετούς φοίτησης
στις Π.Α.), που, τελικά, κυριαρχεί στη Δ.Ο.Ε. υποστηρίζεται από άλλους
παιδαγωγούς, επιθεωρητές και δασκάλους.
Η Ομοσπονδία το 1953 επιμένει, ακόμη,
όπως στην προηγούμενη περίοδο, στη βελτίωση των Π.Α. και στη
συμπλήρωση του προσωπικού τους. Με υπόμνημά της προς το Υπουργείο, τον
Ιανουάριο αυτού του χρόνου, ζητά: «Να επανδρωθώσιν αι Παιδαγωγικαί
Ακαδημίαι της χώρας μας με επαρκές και κατάλληλον προσωπικόν δια την
όσον το δυνατόν αρτιωτέραν κατάρτισιν των νέων διδασκάλων μας»[30].
Η ΚΕ΄(1953) Γεν. Συνέλευση συζήτησε το
ζήτημα των Π.Α., παρά το ότι δεν περιλαμβανόταν στα θέματα της
ημερήσιας διάταξης. Ούτε μια φωνή δεν ακούστηκε για πανεπιστημιακή
κατάρτιση ή για αύξηση των ετών φοίτησης στις Π.Α. Απεναντίας
κατατέθηκαν προτάσεις για ίδρυση νέων Π.Α.[31]
και στα πορίσματα της Συνέλευσης περιλήφθηκε το αίτημα για ίδρυση
Διδασκαλείου Νηπιαγωγών στη Βόρεια Ελλάδα και Π. Α. στη Δράμα[32].
Η κυρίαρχη τάση στη Δ.Ο.Ε. ταυτίζεται ακόμη, με τις απόψεις του
Παλαιολόγου.
Την ίδια χρονιά ο Εξαρχόπουλος, σε
άρθρο του στο Διδασκαλικό Βήμα, δηλώνει ότι θεωρεί αναγκαία την τριετή
φοίτηση στις Π.Α. Παράλληλα, προτείνει βελτίωσή τους με έμφαση στην
ψυχολογίζουσα κατεύθυνση και τον ιδεολογικοπολιτικό έλεγχο των
δασκάλων. Πρέπει να δοθεί βαρύτητα στις πειραματικές μεθόδους, τη
σωματολογία και την ψυχολογία των ατομικών διαφορών, ενώ είναι
αναγκαίο να αποκλειστούν από το διδακτικό προσωπικό όσοι έχουν «πλαδαρόν
χαρακτήρα και ύποπτα κοινωνικά φρονήματα»
[33].
Στην ίδια κατεύθυνση θα κινηθεί και το
άρθρο του μέλους του Δ. Σ. της Δ.Ο.Ε. Ηλιόπουλου, με τη διαφορά ότι
προτείνει εξομοίωση των πτυχίων των τριετών Π.Α. με τα πανεπιστημιακά.
Το κυριότερο από τα εκπαιδευτικά προβλήματα θεωρεί ότι είναι η
αγραμματοσύνη, για το οποίο όμως δεν φταίει το Δημοτικό Σχολείο, αλλά
η αθρόα εισαγωγή μαθητών στη μέση εκπαίδευση. Το πρόβλημα θα λυθεί με
τη δημιουργία επαγγελματικών σχολείων και, επομένως, μείωση της πίεσης
για θεωρητικές σπουδές, καθώς και με αυστηρές εξετάσεις, οπότε οι
απόφοιτοι της μέσης θα είναι καλύτερα μορφωμένοι. Τέτοιου είδους
απόφοιτοι θα προσέλθουν στις Π. Α., εφόσον το κύρος του δασκάλου θα
ανέλθει με τριετείς σπουδές, στελέχωση και εξοπλισμό των Σχολών,
εξομοίωση των πτυχίων προς τα πανεπιστημιακά και ακώλυτη προαγωγή των
δασκάλων.[34]
Σε έκθεση που συνέταξε και υπέβαλε στο
Εκπαιδευτικό Συμβούλιο ο Γενικός Επιθεωρητής Θεοφανόπουλος, η οποία
φιλοξενείται στις στήλες του Ε.Β.Δ. προτείνονται η τριετής φοίτηση
στις Π.Α. και μια σειρά αλλαγών στο πρόγραμμά τους.[35]
Ο συγγραφέας περιγράφει τον τύπο του αφοσιωμένου στα ελληνοχριστιανικά
ιδεώδη δασκάλου. Οι δάσκαλοι πρέπει να αντιληφθούν «ότι το
επάγγελμα του δασκάλου είναι κοινωνικό λειτούργημα, το οποίο οφείλουν
να θεωρούν ως ιερή αποστολή και ότι στα χέρια τους είναι αποτιθεμένα
τα άγια των αγίων και τα πεπρωμένα της φυλής». Η αυστηρή επιλογή
των υποψηφίων με συγκεκριμένα σωματικά, πνευματικά και ιδεολογικά
χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με ένα πρόγραμμα που θα δίνει βαρύτητα,
εκτός από τα παιδαγωγικά, στα αγροτικά, τεχνικά και οικονομικά
μαθήματα, είναι δυνατόν να διαμορφώσουν το δάσκαλο που θα
ανταποκρίνεται επάξια στα σχολικά και εξωσχολικά καθήκοντά του και θα
αποτελεί «οδηγό της φυλής».
Τέλος, η Διοίκηση της Δ.Ο.Ε., σε άρθρο
της στο Επιστημονικό Βήμα (Φεβρ. 1954), που αφιερώνεται στις Π.Α.
προτείνει, επίσης, τριετή φοίτηση, χωρίς να διαφοροποιείται ως προς το
πνεύμα και τον τύπο του δασκάλου που πρέπει να μορφώνουν. Οι Π.Α.
θεωρούνται ανώτατες σχολές και «ίσης σημασίας με τη Σχολή των
Ευελπίδων». Παρά το ότι στερούνται επαρκών εγκαταστάσεων και
κατάλληλου προσωπικού κατορθώνουν να προετοιμάσουν τον ιδεατό,
αφοσιωμένο σε συγκεκριμένα ιδανικά, δάσκαλο: «να μεταγγίσουν εις τα
ψυχάς των την ην εκείνοι ησθάνοντο αγάπην προς τα Ελληνόπουλα και τον
έρωτα προς την αποστολήν του διδασκάλου, ώστε να καταστήσουν τούτους
αφοσιωμένους στρατιώτας της υψηλοτέρας και ωραιοτέρας αποστολής, την
οποίαν ελάμπρυνεν ο μεγαλύτερος των σοφών της αρχαιότητος και
καθηγίασεν ο Θεάνθρωπος». Η μόνη διαφοροποίηση όλων των παραπάνω
απόψεων από τις θέσεις του Παλαιολόγου είναι η πρότασή τους για την
αύξηση των ετών φοίτησης στις Π. Α. σε τρία.
Ο Παλαιολόγος επανέρχεται με νέο
άρθρο του στο Ε.Β.Δ.[36],
επιχειρώντας να απαντήσει στις προτάσεις για τριετή φοίτηση και
σύμπτυξη των Π.Α. σε δύο (που θα λειτουργούσαν στα μεγάλα αστικά
κέντρα, όπου και οι έδρες των πανεπιστημίων).
Οι διετούς φοίτησης Π.Α., κατά την
άποψή του, αποτελούν τον πιο επιτυχημένο θεσμό κατάρτισης δασκάλων και
ανταποκρίνονται πλήρως στην προετοιμασία των δασκάλων του εξάχρονου
Δημοτικού Σχολείου. Η επέκταση της φοίτησης θα αποκλείσει τους καλούς
αλλά φτωχούς σπουδαστές, ενώ θα οδηγήσει άλλους στην επιλογή
πανεπιστημιακών σχολών με ένα ακόμη έτος σπουδών. Εξάλλου, η τριετής
φοίτηση απαιτεί διδακτικό προσωπικό που δεν διαθέτει η χώρα και
κτιριακές εγκαταστάσεις που δεν διαθέτουν οι Π.Α.
Αν διαφωνεί με την αύξηση των ετών
φοίτησης στις Π.Α., διαφωνεί ακόμη περισσότερο με τη σύμπτυξή τους σε
δύο και τη λειτουργία τους κοντά στα πανεπιστήμια της χώρας. Θεωρεί
ότι ο μεγάλος αριθμός σπουδαστών θα υποβαθμίσει το επίπεδο των σπουδών
και οι Π. Α. θα χάσουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους ως επαρχιακά
πνευματικά κέντρα.
Η τρίτη τάση της συντήρησης των Π.Α.
και της αύξησης των ετών φοίτησης σε τρία επικρατεί στα άρθρα δασκάλων
και επιθεωρητών στο Δ.Β. Ο Κεραμίδας, προτείνει περιορισμό των Π.Α. σε
3-4, αύξηση των ετών φοίτησης σε τρία, διορισμό καθηγητών
πανεπιστημίου και απονομή πτυχίου αντί απολυτηρίου στους αποφοίτους
ώστε να αποκτά ο δάσκαλος παιδαγωγική - επιστημονική μόρφωση και να
πετύχει την ηθική, κοινωνική και βαθμολογική του εξύψωση.[37]
Ο Κολέτσος υποστηρίζει την τριετή φοίτηση στις Π.Α. γιατί, εκτός από
την καλύτερη επιστημονική και επαγγελματική κατάρτιση, θα συμβάλλουν
στη διαμόρφωση μιας καλύτερης κοινωνίας. Επίσης, θεωρεί ότι «Θεσπιζόμενον
το τοιούτον θα είχε ως άμεσον αποτέλεσμα να εξυψωθή έτι μάλλον το
κύρος και η κοινωνική θέσις του δημ/λου και τα εκάστοτε εκκρεμούντα
και απασχολούντα τον κλάδον μας ζητήματα θα εύρισκον παρά τοις
αρμοδίοις ταχυτέραν την λύσιν των. Πιστεύω δε ακραδάντως, πως τα έτη
σπουδής του υπαλλήλου, δηλαδή τα προσόντα του, παίζουν σπουδαίον ρόλον,
όχι μόνον στην εν γένει εξέλιξίν του, αλλά και στον βαθμόν εκτιμήσεώς
του εκ μέρους της Κοινωνίας και της Πολιτείας»[38].
Το βασικό κριτήριο που διαμορφώνει τις θέσεις των δασκάλων -
συγγραφέων είναι η κοινωνική και οικονομική αναβάθμιση του δασκάλου.
Η ίδια τάση θα εκφραστεί στην επίσημη
θέση του κλάδου (ΚΗ΄ Γεν. Συνέλευση, 1956)[39].
Στην εισήγηση του Δ.Σ. της Ομοσπονδίας αναφέρεται ότι οι Π.Α., όπως
λειτουργούν, δεν είναι πλέον αποτελεσματικές. Αυτό οφείλεται στη μικρή
διάρκεια σπουδών, στην έλλειψη προσωπικού και στο μεγάλο αριθμό
σπουδαστών. Προτείνεται η σύμπτυξή τους σε τέσσερις σχολές, η αύξηση
των ετών φοίτησης σε τρία και ο εμπλουτισμός του προγράμματος. Ωστόσο,
η κλασική μόρφωση των δασκάλων παραμένει κυρίαρχο στοιχείο : «Το
μάθημα των αρχαίων Ελληνικών πρέπει να διδάσκεται επί τριετίαν συνεχώς
εις τας Π.Α. καθ' όν τρόπον και εις το Πανεπιστήμιον υπό αρίστων
Φιλολόγων ή Καθηγητών Πανεπιστημίου, ώστε οι Διδάσκαλοι να είναι
ικανοί να αντλούν από τας ανεξαντλήτους πηγάς των συγγραμμάτων των
προγόνων μας παντός είδους γνώσεις. Ούτω θα γίνουν κάτοχοι της γλώσσης
και ικανοί να ανταποκριθώσιν εις την αποστολήν των πληρέστερον»[40].
Με την ευκαιρία της ανακίνησης του
ζητήματος της μόρφωσης των δασκάλων στη Γενική Συνέλευση της Δ.Ο.Ε., ο
Παλαιολόγος παρεμβαίνει για μια ακόμη φορά, επιβεβαιώνοντας τις θέσεις
του για μείωση του αριθμού των Π. Α. σε 6-7 και διατήρηση της διετούς
φοίτησης με τα επιχειρήματα που είχε χρησιμοποιήσει στα προηγούμενα
άρθρα του. Συμφωνεί, βέβαια, με τη Δ.Ο.Ε. για την κλασική μόρφωση των
δασκάλων και την εξομοίωση του προσωπικού των Π.Α. με εκείνο των
πανεπιστημίων[41].
Η άποψη του Παλαιολόγου υποστηρίζεται
και από τον επιθεωρητή Χριστοδουλόπουλο, ο οποίος θεωρεί ότι αν οι Π.
Α. συμπτυχθούν και ο αριθμός των σπουδαστών μειωθεί στους 600, αν το
διδακτικό προσωπικό επιλέγεται προσεκτικά και αν οι σπουδαστές
επιλέγονται, όχι μόνο με βάση την επίδοση, αλλά και με βάση σωματικά
χαρακτηριστικά, καθώς και χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους,
είναι δυνατό να διαμορφωθεί ο ιδεώδης, αφοσιωμένος στα ιδανικά του
έθνους δάσκαλος.[42]
Το 1957 η Ομοσπονδία φαίνεται να
μετακινείται στις θέσεις της για τη μόρφωση των δασκάλων πλησιάζοντας
εκείνες του Χαραλαμπίδη. Σε μια από τις λίγες αναφορές της στο θέμα,
εκφράζει στον Παλαιολόγο τις ευχαριστίες του κλάδου για το μακρόχρονο
και αδιάλειπτο ενδιαφέρον του σχετικά με τη μόρφωση των δασκάλων.
Παράλληλα, υποστηρίζει την ανάγκη σύμπτυξης των Π.Α. σε δύο (Αθήνα και
Θεσσαλονίκη), προσωπικό ισότιμο και ισόβαθμο με τους καθηγητές του
πανεπιστημίου και τριετή (με προοπτική την τετραετή) φοίτηση[43].
Τη θέση για πανεπιστημιακή μόρφωση των δασκάλων θα καταθέσει στις
προτάσεις της στην Επιτροπή Παιδείας[44]
που σύστησε η Κυβέρνηση Καραμανλή.
Όμως, η διαφορετική, σε σχέση με τις
προηγούμενες, τοποθέτησή της δεν διαφοροποιεί την αντίληψή της για το
προφίλ του δασκάλου, εφόσον συνεχίζει να θεωρεί, όπως παλιότερα,
απαραίτητη τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στις σχολές κατάρτισης
δασκάλων. Έτσι συνδυάζει «την γνωριμίαν των υποψηφίων με τον
εθνικόν πολιτισμόν, με τας μεθόδους της αγωγής και διδασκαλίας και της
κατανοήσεως της ψυχικής ιδιοσυστασίας των παιδιών»[45] με την προσήλωση στον κλασσικιστικό προσανατολισμό. Ή, με άλλα
λόγια, επιχειρεί να ακολουθήσει ένα δρόμο συντηρητικού εκσυγχρονισμού[46]
για το ζήτημα της μόρφωσης των δασκάλων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βαρυαδάκης, Γ.,
(1952) Μετεκπαίδευση των δασκάλων, Νέο Σχολείο, τ. 25-26.
Γιαννόπουλος, Α.,
(1951) Μόρφωση, Επιμόρφωση, Μετεκπαίδευση Δασκάλων, Νέο Σχολείο,
τ. 11-12.
Γρόλλιος, Γ. –
Τζήκας, Χ., (2002) Ηγεμονία, Παιδαγωγική και Εκπαιδευτική Πολιτική.
Το Επιστημονικόν Βήμα του Διδασκάλου (1953-1967), (Αθήνα:
Μεταίχμιο).
Διδασκαλικόν Βήμα:
(1948) τεύχη 75, 81, 82, (1949) τεύχη 97, 114, (1950) τεύχη 133, 136,
138, 143, 144, (1951) τεύχη 162, 165, 171, 172, 178, (1952) τεύχη 190,
191, 192,193, 195, 196, 199, 200, 207, (1953) τεύχη 212, 214, 219,
222, 231, (1954) τεύχη 253, 254-255, 262, (1956) τεύχη 309, 310, 315,
316, 318, 321, (1957) τεύχη 344, 351, 356.
Δ.Ο.Ε. (1947)
Πρακτικά ΙΘ΄ Γενικής Συνελεύσεως (Αθήναι).
Δ.Ο.Ε. (1953)
Πρακτικά ΚΔ΄ Γενικής Συνελεύσεως (Αθήναι).
Δ.Ο.Ε. (1954)
Πρακτικά ΚΕ΄ Γενικής Συνελεύσεως (Αθήναι).
Εκπαιδευτικός Τομέας
«ΕΠ.-ΑΝ.» (1946) Η μόρφωση του διδαχτικού προσωπικού, Ανταίος,
Χρόνος Β΄, αριθ.
4.
Επιστημονικόν
Βήμα του Διδασκάλου:
Οκτώβριος 1953, Δεκέμβριος 1953, Ιανουάριος 1954, Φεβρουάριος 1954,
Απρίλιος 1954, Σεπτ. – Οκτ. 1954.
Τσίριμπας, Β.,
(1945) Το πρόβλημα της Δημοτικής Εκπαιδεύσεως εν Ελλάδι και αι
αναγκαίαι μεταρρυθμίσεις δια την αναμόρφωσιν αυτής, (Αθήναι:
Αλικιώτης).
Χαραλαμπίδης, Θ.,
(1953) Το μέλλον των Παιδαγωγικών Ακαδημιών, Σχολείο και Ζωή,
έτος Α΄, αριθ. 5.
Χριστοδουλόπουλος, Ι.Α., (1957, 1958)
Αι Παιδαγωγικαί Ακαδημίαι και αι επιβαλόμεναι μεταβολαί, Σχολικά
Χρονικά, έτος Α΄, τ. 3-4, 5-6.
|