ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΑΡΤΑΣ

(1903-1940)

«Ιστορική διαδρομή-Εκπαιδευτικές προσεγγίσεις»

Κλαίρη ΓΙΩΤΗ

Δασκάλα, Μετεκπαιδευμένη 
 στο Διδασκαλείο Δ. Ε. Παν/μίου Πατρών

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η παρούσα εργασία αποτελεί ουσιαστικά ιστορική έρευνα στο χώρο της εκπαίδευσης. Η έρευνα στηρίχτηκε στο πρωτογενές αρχειακό υλικό που βρέθηκε στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (παράρτημα Ν. Άρτας). Ως θεωρητικό πλαίσιο ορίστηκε το συγκρουσιακό μοντέλο ανάλυσης και ερμηνείας εκπαιδευτικών γεγονότων.

Η Ιερατική Σχολή Άρτας ιδρύθηκε το 1903 και λειτούργησε αδιάκοπα μέχρι το 1940, οπότε και καταργήθηκε. Σκοπός της ύπαρξής της ήταν η εκπαίδευση των μελλοντικών ιερέων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει κατά το χρονικό διάστημα 1926-1931, που λειτούργησε ως Ιεροδιδασκαλείο, παρέχοντας το δικαίωμα στους αποφοίτους της να διορίζονται ως δημοδιδάσκαλοι.

Στην εργασία διαπραγματεύονται θέματα όπως: το «συγκείμενο» της ίδρυσης και λειτουργίας της Ιερατικής Σχολής Άρτας, οι τύποι, οι περίοδοι λειτουργίας της και τα νομοθετικά διατάγματα που καθόριζαν τη λειτουργία και την κατάργησή της. Παρατίθενται ακόμη: θέματα απολυτηρίων εξετάσεων, προσωπικό της σχολής, διδακτικά βιβλία, ποινές, άσκηση εποπτείας, κίνηση μαθητικού δυναμικού, φωτογραφίες της εποχής και  η συμβολή της στη ζωή της πόλης.

 

ABSTRACT

The following paper constitutes a historical research in the field of education. This research was based on authentic archives found in the General State Archives (Arta section). The conflicting style of analysis and interpretation of educational facts was chosen as theoritical framework.

The Hieratic School of Arta was founded in 1903 and it was open until 1940,when it was closed down. Its purpose was the education of future priests. The years 1926 to 1931 when it operated as a Seminary are of particular interest, as its graduates were appointed as primary school teachers.

In this paper the following topics are mentioned: the establishment and operation of the Hieratic school, the duration and type of studies and the laws concerning the operation and abolition of the school.

Also mentioned: final exams, school personnel, textbooks, disciplinary systems, supervision, shifting in student numbers and finally its role in the life of the city.

1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Ιερατική Σχολή Άρτας ιδρύθηκε το 1903 και λειτούργησε αδιάκοπα μέχρι το 1940, οπότε και καταργήθηκε. Σκοπός της ύπαρξής της ήταν η εκπαίδευση των μελλοντικών ιερέων και για ένα διάστημα και των δασκάλων, που προορίζονταν για τη Δημοτική Εκπαίδευση. Στη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων λειτουργίας της άλλαξε πολλές φορές τύπους παρεχόμενης εκπαίδευσης.

 

2.    ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ-ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

 Η παρούσα εργασία αποτελεί ουσιαστικά ιστορική έρευνα (L. Cohen-L.Manion, 1997) στο χώρο της εκπαίδευσης. Η έρευνα του πρωτογενούς αρχειακού υλικού που βρέθηκε στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (παράρτημα Ν. Άρτας), εντάσσεται στη μεθοδολογία της έμμεσης παρατήρησης διαμέσου των τεκμηρίων. Ως δευτερογενείς πηγές χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες και υλικό από τη ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ με την  τεχνική ανάλυσης περιεχομένου. Το υλικό αποτελείται από: α) Βιβλίο πρακτικών του Συλλόγου Διδασκόντων περιόδου 1931-1940, β) Βιβλίο πράξεων από 11 Ιουνίου 1931 έως 3 Ιουλίου 1931, γ) Μαθητολόγιο 1914-1940, δ) Βιβλίο αλληλογραφίας (εισερχόμενα-εξερχόμενα) από 11 Μαρτίου 1931 έως 29 Μαΐου 1937, ε) Βιβλίο επίπλων, οργάνων, σκευών και βιβλίων και στ) Μισθολογικό μητρώο για το έτος 1940.

Ως θεωρητικό πλαίσιο ορίστηκε το συγκρουσιακό μοντέλο ανάλυσης και ερμηνείας εκπαιδευτικών γεγονότων. Οι όποιες μεταβολές στο είδος της παρεχόμενης εκπαίδευσης θεωρούνται αποτέλεσμα μιας διαλεκτικής διαδικασίας ανάμεσα σε τρία πεδία δυνάμεων: το οικονομικό  (καταμερισμός εργασίας –οικονομία της αγοράς), το πολιτικό- διοικητικό (νόμοι, διατάγματα) και το ιδεολογικό – πολιτιστικό (αξίες, ιδέες  κλπ) (Μπουζάκης,1993). Η δράση των δυνάμεων αντικατοπτρίζεται ακόμη στα διδακτικά βιβλία, στη μορφή διαβίωσης των μαθητών, στον εσωτερικό κανονισμό καθώς και στην άσκηση εποπτείας. Ο οικονομικός παράγοντας αφορά μεν τη γενικότερη οικονομική κατάσταση της περιοχής, αλλά κυρίως λειτουργεί ως ανασταλτικός παράγοντας ανώτερων σπουδών οδηγώντας τους νέους στην επιλογή της συγκεκριμένης σχολής. Ειδικότερα για το χώρο που εξετάζουμε, οι αλλαγές είναι προφανώς αποτελέσματα αλλαγής της εκπαιδευτικής πολιτικής, που εκφράζονταν μέσα από τις εκάστοτε εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις.

Θεωρούμε προβλήματα στη διαδικασία έρευνας και κατά συνέπεια στη μεθοδολογία, την χρονική ασυνέχεια του αρχειακού υλικού και τον περιορισμό του σε ορισμένες χρονικές περιόδους με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η εξαγωγή συνολικών συμπερασμάτων. Είχαμε να αντιμετωπίσουμε στα αρχικά στάδια της έρευνας το πρόβλημα επιλογής από ένα ανομοιογενές θεματικά υλικό. Σαν κριτήρια μιας τέτοιας επιλογής χρησιμοποιήθηκε ο βαθμός σημαντικότητας που έπρεπε να αποδοθεί στα δεδομένα και η έκταση στην οποία ένα συγκεκριμένο στοιχείο μπορούσε να θεωρηθεί τυπικό για το σύνολο. Πρόβλημα, επίσης, αποτέλεσε και το δυσανάγνωστο ορισμένων χειρογράφων.

 

3.   «ΣΥΓΚΕΙΜΕΝΟ»

Η παραχώρηση του διαμερίσματος της Άρτας έγινε αρχικά με απόφαση του Συνεδρίου του Βερολίνου (άρθρο 24, συνθήκη Βερολίνου-13 Ιουλίου 1878). Η παράδοση της πόλης στους Έλληνες έγινε την 23η Ιουνίου παρουσία διεθνούς επιτροπής υπό τον Άγγλο στρατηγό Χάμλεϊ. Την 24η Ιουνίου 1881 ο ελληνικός στρατός εισήλθε στην πόλη κάτω από γενικό ενθουσιασμό (Καρατζένης,1982 και Γ. Νάκος, 1969).

Η Άρτα ήταν μια πόλη όπου συναντιόνταν τρεις διαφορετικοί πολιτισμοί: ο ελληνικός, ο τουρκικός και ο εβραϊκός. Κάθε κοινότητα ακόμη και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας διατηρούσε τα δικά της σχολεία για τη μόρφωση των ομοεθνών παιδιών της. Υπήρχαν μια αλληλοδιδακτική σχολή (1836), ένα παρθεναγωγείο (1856), δυο οθωμανικές σχολές και μια εβραϊκή. Μέχρι την απελευθέρωση της πόλης λειτουργούσαν συνολικά 64 σχολεία στην πόλη και τα περίχωρα (όπου φοιτούσαν 3500 αγόρια και 150-200 κορίτσια) και τα οποία συντηρούνταν από τις ιερές μονές, τις εκκλησίες και τους γονείς των μαθητών (Σ. Ξενόπουλος, 1884). Μετά μισό ακριβώς αιώνα, το 1931, υπήρχαν στην πόλη 7 σχολεία με 1220 μαθητές, δηλ .ένα γυμνάσιο (260 μαθ.),δύο σχολαρχεία (400 μαθ.), δύο δημοτικά αρρένων (260 μαθ.),ένα δημοτικό θηλέων (240 μαθ.) και ένα ισραηλιτικό σχολείο (60 μαθ.) (Μ. Περάνθης, 1961). Σ’ αυτά πρέπει να προστεθεί και η Ιερατική Σχολή Άρτας, που στις αρχές της δεκαετίας του ’30 συγκέντρωσε το μεγαλύτερο αριθμό σπουδαστών.

Τα ποσοστά δημοτικής φοίτησης (επί 1000 κατοίκων) για το νομό Άρτας ήταν:

Έτη

1900

1907

1911

Κάτοικοι

68,1

79,5

88,2

Για τη Μέση εκπαίδευση τα ποσοστά φοίτησης επί 1000 κατοίκων ήταν:

Έτη

1900

1907

1911

Κάτοικοι

6,9

9,2

8,0

Μέσος όρος

9,8

10,5

12,9

Πίνακας 1 (Κ. Τσουκαλάς, 1974)

Εδώ τα χαμηλά ποσοστά οφείλονται και στα λίγα σχολεία που υπήρχαν στην επαρχία με αποτέλεσμα οι μαθητές να συγκεντρώνονται στα μεγάλα αστικά κέντρα.

Η πόλη της Άρτας στερημένη από τον εύφορο κάμπο, που δεν έχει ακόμη απελευθερωθεί και με τα ορεινά χωριά εξαθλιωμένα (τσιφλίκια-αγροτικό ζήτημα), φθίνει εγκαταλειμμένη. Πιστεύουμε πως στην απόφαση ίδρυσης της Ιερατικής Σχολής– πέρα από τη δράση ορισμένων προσώπων- έπαιξε ρόλο η γεωγραφική θέση της πόλης, δεδομένου ότι το 1903 ήταν η τελευταία μεγάλη πόλη-πρωτεύουσα νομού  στα δυτικά σύνορα του ελληνικού κράτους με το οθωμανικό. Ακόμη, η ύπαρξη ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος σε μια παρακμάζουσα περιοχή αποτελεί οικονομικό και κοινωνικό κίνητρο ανάπτυξης και συγχρόνως διέξοδο για τους νέους της περιοχής να αποκτήσουν επαγγελματική μόρφωση.

 

4.  ΤΥΠΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ-ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ

Η Ιερατική Σχολή Άρτας ιδρύθηκε το 1903 , έπειτα από ενέργειες του μητροπολίτη Άρτας Γενναδίου Παναγιωτοπούλου, με βάση το Νόμο ΤΞΖ΄ του 1856 «Περί ιερατικών σχολείων» και σύμφωνα με το Β.Δ. της 9-6-1903 «Περί συστάσεως Ιερατικής Σχολής εν Άρτη και περί οργανισμού αυτής» (ΦΕΚ128Α΄/13-6-1903). Στο διάταγμα ορίζεται ο οργανισμός της σχολής (έδρα, αριθμός μαθητών, προσόντα εγγραφής, στολή). Η φοίτηση είναι διετής και η ηλικία των εγγραφόμενων ούτε κατωτέρα των 28 ούτε ανωτέρα των 35 ετών.

Τον πρώτο χρόνο λειτουργίας της δεν κατατάχτηκε κανένας μαθητής (Ι. Φραγκούλας, 1953) πιθανόν λόγω μη έγκαιρης ενημέρωσης. Το γεγονός ότι για τους ιερείς μικρών ενοριών απαιτούνταν ενδεικτικό Α΄ τάξεως Ελληνικού σχολείου με το Β.Δ. της 14-2-1903 «Περί των μελλόντων ιεράσθαι» (Π. Τερτίπης, 2000) και έτσι οι περαιτέρω σπουδές κρίνονταν άσκοπες, φαίνεται πως δεν ευσταθεί αφού από τον επόμενο χρόνο έχουμε κανονική προσέλευση μαθητών. Το 1910 (νόμος ΓΦלΣΤ΄ 3596/9-3-1910) απαιτούνταν πτυχίο Ιερατικής σχολής διετούς φοίτησης και για τις μικρότερες πόλεις και κωμοπόλεις με περισσότερους από 1000 κατοίκους.

Σύμφωνα με το νόμο 1432/16 Απριλίου 1918, άρθ.6, επιτρεπόταν η μετατροπή όλων των ιερατικών σχολών σε Ιεροδιδασκαλεία. Παρόλο που στη ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ φαίνεται πως και η Ιερατική Σχολή Άρτας μετατράπηκε το 1918 σε πεντατάξιο Ιεροδιδασκαλείο, στην πραγματικότητα αυτή μαζί με την Ιερατική Σχολή Τριπόλεως διαρρυθμίστηκαν με το Β. Δ. της 21ης-11-1919 (ΦΕΚ Α΄266/1-12-1919), αλλά όχι προς την κατεύθυνση των ιεροδιδασκαλείων. Οι σχολές διαιρούνται σε δυο τμήματα: στο πρώτο η φοίτηση είναι διετής και γίνονται δεκτοί απόφοιτοι της γ΄ τάξεως ελληνικού σχολείου (ηλικίας 22-23 ετών) και στο δεύτερο τετραετής και γίνονται δεκτοί απόφοιτοι α΄ γυμνασίου ή απόφοιτοι τουλάχιστον ελληνικού σχολείου (ηλικίας 15-20 με δυνατότητα επέκτασης έως το 35ο έτος). Η λειτουργία και το πρόγραμμα του δευτέρου τμήματος θα έμπαινε σε εφαρμογή με μελλοντικό διάταγμα. Όμως, το Β. Διάταγμα/25 Ιουλίου 1920 (Κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου-Υπουργός Δ. Δίγκας) «Περί καθορισμού του ωρολογίου και αναλυτικού προγράμματος των μαθημάτων των εν Τριπόλει και Άρτη Ιερατικών σχολών» (Δ. Αντωνίου, 1987/88) καθόριζε αναλυτικά το πρόγραμμα και τη διδακτέα ύλη μόνο του διετούς τμήματος.

Από τη μελέτη πιστοποιητικών προόδου ως μοναδική πρωτογενή πηγή άντλησης πληροφοριών, διαπιστώνουμε ότι το σχολικό έτος 1923 –24 άρχισε να λειτουργεί και γ΄ τάξη. Αυτό μας οδήγησε στην υπόθεση ότι θα έπρεπε να είχε συμβεί κάποια αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας της σχολής. Πραγματικά, με το Β. Διάταγμα /23 Σεπτεμβρίου 1921 (Κυβέρνηση Δ. Γούναρη, Υπουργός Θ. Ζαΐμης) καταργήθηκε το ονομαζόμενο πρώτο (διετές) τμήμα των Ιερατικών Σχολών, όπως είχε ορισθεί με το άρθρο 13 του από 21ης Νοεμβρίου 1919 Β.Δ. Σε όλες οι Ιερατικές Σχολές που λειτουργούσαν ακόμη έμπαινε σε εφαρμογή το δεύτερο (τετραετές) τμήμα. Οι μαθητές που ήταν εγγεγραμμένοι στο δεύτερο έτος σπουδών θα περάτωναν τις σπουδές τους με βάση το ήδη ισχύον πρόγραμμα. Έτσι οι μαθητές που είχαν γραφεί το Σεπτέμβριο του 1921 δημιούργησαν την τρίτη τάξη το 1923. Η σχολή παρέμεινε Ιερατική Σχολή και δεν μετατράπηκε σε Ιεροδιδασκαλείο και έτσι δεν θεωρούμε ότι άλλαξε ο βασικός προσανατολισμός σπουδών, που αποσκοπούσε στην εκπαίδευση μελλοντικών ιερέων. Άλλωστε από το πρόγραμμα των μαθημάτων εξακολουθούν να απουσιάζουν τα παιδαγωγικά μαθήματα. Με την μετατροπή της σχολής σε τετρατάξια ελαττώθηκε ο αριθμός των διδακτικών ωρών ανά εβδομάδα.

Οι μαθητές που υποχρεώθηκαν να ακολουθήσουν το τετραετές τμήμα δημιούργησαν κατά το σχολικό έτος 1923-24 την τρίτη τάξη, οπότε δεν απολύθηκε κανένας, και την τετάρτη τάξη κατά το 1924-25. Ενδιάμεσα με το Ν. Δ. της 17-11-1924 (ΦΕΚ290Α/20-11-1924), η σχολή μετατράπηκε σε πεντατάξιο Ιεροδιδασκαλείο και έτσι συνεχίζοντας τις σπουδές για ένα ακόμη χρόνο έπαιρναν πτυχίο δημοδιδασκάλου. [Ο νόμος 3182/5 Αυγούστου 1924 «περί Διδασκαλείων της Δημοτικής Εκπαίδευσης» με το άρθρο 16§4 συμπληρώνει το Ν.Δ./27-7-1923 περί ιδρύσεως μονοτάξιων Διδασκαλείων, ορίζοντας ότι: «οι απόφοιτοι τετραταξίου Ιερατικής Σχολής ή του Ιεροδιδασκαλείου Βελλάς, εφεξής μόνο με την απόκτηση πτυχίου μονοτάξιου διδασκαλείου λαμβάνουν το δικαίωμα να διορίζονται ως δημοδιδάσκαλοι». Αυτό σημαίνει ότι όποιος ήθελε να ενταχθεί στο διδασκαλικό κλάδο έπρεπε μετά την αποφοίτησή του από την τετραετούς διάρκειας Ιερατική Σχολή να φοιτήσει έναν ακόμη χρόνο.] Όσοι γράφτηκαν το 1921 ήταν οι  πρώτοι σπουδαστές που συμπλήρωσαν το 1926 το πέμπτο έτος σπουδών και έτσι πήραν απολυτήριο που τους έδινε το δικαίωμα να διοριστούν ως δημοδιδάσκαλοι στα σχολεία Δημοτικής Εκπαίδευσης. Αποτέλεσμα της μετατροπής της Ιερατικής Σχολής σε Ιεροδιδασκαλείο ήταν η μεγάλη αύξηση του αριθμού των εγγραφέντων μαθητών, αφού μπορούσαν να ακολουθήσουν το κοινωνικά περισσότερο αποδεκτό επάγγελμα του δασκάλου, που πρόσφερε επιπλέον δημοσιοϋπαλληλική θέση και οικονομική εξασφάλιση. Η επιλογή του Ιεροδιδασκαλείου ήταν οικονομικά συμφέρουσα για όσους έμεναν στο οικοτροφείο και για όσους κατάγονταν από τα χωριά του νομού Άρτας, που δεν αναγκάζονταν να φοιτήσουν σε πιο μακρινά γι΄ αυτούς Διδασκαλεία. Απ’ το 1924 λειτούργησαν εκτός από τα ήδη αναγνωρισμένα, 7 μονοτάξια (για την Ήπειρο στα Ιωάννινα), 3 τριτάξια μικτά (Λαμία, Κοζάνη, Ηράκλειο), 3 πεντατάξια μικτά (Αθήνα, Τρίπολη, Ιωάννινα) και 7 εξατάξια στη Μακεδονία και Θράκη (Χ. Λέφας, 1942 και Σ. Μπουζάκης, 2002).

Ο νόμος 3182/5 Αυγούστου 1924 όριζε τα σχετικά με τα πολυτάξια Διδασκαλεία (σκοπό, μαθήματα, μαθητές, εξετάσεις, προσαρτημένα σχολεία, ποινικές διατάξεις) και μια σειρά νομοσχεδίων τα επόμενα έτη καθόριζαν το πρόγραμμα των Διδασκαλείων κατά έτος.

Το 1926 (κυβέρνηση Θ. Πάγκαλου, υπουργός Εκκλησιαστικών και Παιδείας  Δ. Αιγινήτης) άρχισαν οι προσπάθειες κατάργησης των Ιεροδιδασκαλείων που λειτουργούσαν με βάση το νόμο του 1432 του 1918. Με το Ν. Δ/10 Μαρτίου 1926 καταργούνταν εντελώς έξι Ιερατικές Σχολές. Μεσολάβησε μια σειρά νόμων μέχρι το Ν. Δ/11-11-1927 να ορίσει τελικά το νέο Οργανισμό των Ιερατικών Σχολών. Η φοίτηση παραμένει πενταετής (άρθρο 1), διδάσκονται και παιδαγωγικά μαθήματα μαζί με τα θεολογικά (άρθ.2.§2) και το πτυχίο παρέχει δικαίωμα διορισμού σε θέση δημοδιδασκάλου και εγγραφής στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (άρθ.2§6). Για την εισαγωγή απαιτείται απολυτήριο ελληνικού σχολείου (άρθ.3.§1δ΄). Με το ίδιο διάταγμα συγκροτείται το Εποπτικό Συμβούλιο Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης με αρμοδιότητες ίδρυσης, κατάργησης ή μετάθεσης της έδρας Ιερατικών Σχολών, κατάρτισης προγραμμάτων και εποπτείας στη λειτουργία των σχολών. Στην προτελευταία τάξη οι σπουδαστές έχουν το δικαίωμα επιλογής ανάμεσα σε διδασκαλικό ή θεολογικό- προπαρασκευαστικό πρόγραμμα σπουδών.

Το 1929 στα πλαίσια της μεταρρύθμισης της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου με υπουργό Παιδείας τον Κ. Γόντικα ψηφίστηκε η οριστική κατάργηση των Ιεροδιδασκαλείων και έτσι η σχέση που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στα δύο επαγγέλματα, κληρικού και δάσκαλου, διακόπηκε οριστικά. Ο νόμος 4370/13-8-1929 προέβλεπε τη λειτουργία μόνο έξι ιερατικών σχολών, μία σε κάθε περιφέρεια. Η φοίτηση γινόταν εξαετής. Το απολυτήριο δεν έδινε πλέον το δικαίωμα διορισμού ως διδασκάλου. Με το νόμο 4368/3-9-1929 (ΦΕΚΑ΄/291) επιτρέπεται στους μαθητές των τριών τελευταίων τάξεων των Ιεροδιδασκαλείων να συνεχίσουν τις σπουδές τους και να αποκτήσουν το πτυχίο δημοδιδασκάλου. Ειδικά για την Ιερατική Σχολή Άρτας δεν φαίνεται από τα πρακτικά του συλλόγου διδασκόντων ούτε από το βιβλίο πιστοποιητικών σπουδών ότι λειτούργησε με τη μορφή Ιεροδιδασκαλείου πέρα από το 1931, οπότε είχαμε και τους τελευταίους απόφοιτους του διδασκαλικού τμήματος. Με τον Ν.4370/1929 (ΦΕΚΑ΄303) καταργούνται οι Ιερατικές Σχολές (Ιεροδιδασκαλεία) Τριπόλεως, Αμαλιάδος, Μεσολογγίου, Ιωαννίνων και Σάμου και ορίζονται οι έδρες των έξι νέων Ιερατικών Σχολών: η Άρτα (Ήπειρος), η Κόρινθος (Πελοπόννησος), η Λαμία (Στερεά Ελλάδα), τα Χανιά (Αιγαίο), η Κέρκυρα (Ιόνια) και η Ιερά Μονή της Αγίας Αναστασίας (Μακεδονία). 

Με το Ν. 5142/10-7-1931 «περί ιδρύσεως Ιερατικών Φροντιστηρίων» (υπουργός Γ. Παπανδρέου), καταργούνται όλες οι δημόσιες Ιερατικές Σχολές, εκτός της Ριζαρείου και της Αγίας Αναστασίας, όπου η φοίτηση γίνεται πενταετής. Όμως, σε διάστημα περίπου ενός μήνα (ΦΕΚ278Α΄/14-8-31), υπογράφεται Προεδρικό Διάταγμα, με το οποίο διατηρούνται οι Ιερατικές Σχολές Άρτας, Κορίνθου και Χανίων.

Στα πρακτικά του Συλλόγου Διδασκόντων της Σχολής (πράξη Γ΄, 18-9-1931) αναφέρονται τα εξής:«Εν Άρτη και εν τω γραφείω της Ιερ. Σχολής σήμερον την 18ην Σεπτεμβρίου ημέραν της εβδομάδος Παρασκευήν και ώραν 4μ.μ. συνήλθεν ο Σύλλογος των κ.κ. Καθηγητών, ίνα προσδιορίση τας τάξεις της επανιδρυθείσης Ιερ. Σχολής συμφώνως προς τον νέον νόμον. Λαβών υπ’ όψιν άμα μεν τον νέον νόμον 5142 «περί Ιερατικών Φροντιστηρίων» και ιδία τα άρθρα 8-12, άμα δε την υπ’ αριθ.53819 τηλεγρ. απάντησιν του υπουργού Παιδείας αποφαίνεται τα επόμενα: α) Οι μαθηταί της δευτέρας τάξεως της τέως εξαταξίου Ιερατικής Σχολής θ’ αποτελέσωσι την πρώτην τάξιν της νέας Σχολής β) Εφ’ όσον δεν επιτρέπονται κατατακτήριοι εξετάσεις εις μαθητάς προερχομένους εκ της τρίτης ή τετάρτης τάξεως εξαταξίου Γυμνασίου, Β΄ και Γ΄ τάξις της Σχολής δεν θα σχηματισθή εκτός εάν προσέλθωσιν εξ άλλων Ιερ. Σχολών μαθηταί των τάξεων τούτων  γ) Οι μαθηταί της Δ΄ τάξεως της τέως σχολής οι έχοντες προαγωγήν δια την πέμπτην τάξιν θα σχηματίσωσι την Δ΄ τάξιν της νέας Σχολής, οι δε μαθηταί της Ε΄ τάξεως οι έχοντες προαγωγήν εις την έκτην τάξιν της τέως σχολής θ’ αποτελέσωσι την Ε΄ τάξιν της νέας σχολής…».

Παρατηρούμε ότι όλοι οι μαθητές αναγκάστηκαν να φοιτήσουν έναν επιπλέον χρόνο παρότι ειδικά οι της πέμπτης τάξης είχαν συμπληρώσει τον πενταετή κύκλο σπουδών. Η σχολή παρόλο που με το νόμο 4370/13-8-1929(ΦΕΚΑ΄303) είχε γίνει εξατάξια δεν πρόλαβε να λειτουργήσει ως τέτοια, γιατί ήλθε το Π.Δ./14-8-1931(ΦΕΚ278/Α΄) να επανακαθορίσει το νέο καθεστώς λειτουργίας της.

Όσον αφορά το πρόγραμμα μαθημάτων στο βιβλίο αλληλογραφίας της Σχολής (εισερχόμενα-εξερχόμενα), με ημερομηνία εισερχομένου εγγράφου 19-11-1931 και αποστολέα το Υπουργείο Παιδείας, αναγράφεται το εξής: «Γνωρίζει, ότι εις τας 4 κατωτέρας τάξεις των Ιερατικών Σχολών θα διδάσκονται πάντα τα μαθήματα τα διδασκόμενα εις τας αντιστοίχους τάξεις των κλασσικών Γυμνασίων άνευ παρεκκλίσεως της διδακτέας ύλης και των ωρών διδασκαλίας». Ακόμη από τη μελέτη των πρακτικών του συλλόγου διδασκόντων σχετικά με την επιλογή και εισαγωγή των κατάλληλων διδακτικών βιβλίων παρατηρούμε ότι τα διδασκόμενα μαθήματα ήταν  τα ίδια με αυτά των Γυμνασίων.  

Το 1940 λειτουργούσαν τρεις 5τάξιες Ιερατικές Σχολές: της Αγίας Αναστασίας, της Άρτας και των Χανίων, καθώς και τρία Ιεροδιδασκαλεία: της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, της Κορίνθου και της Ιεράς Μονής Βελλάς.

Μέχρι το 1940, που η Ιερατική Σχολή Άρτας καταργήθηκε οριστικά, δεν άλλαξε μορφή και παρέμεινε Ιερατική Σχολή πενταετούς φοίτησης παρά τις όποιες αλλαγές συνέβησαν στο χώρο της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης. Η οριστική κατάργηση της Ιερατικής Σχολής Άρτας ήρθε με τον Α.Ν.2553/16-9-1940 (ΦΕΚ294Α΄/17-9-40) «Περί μορφώσεως του εφημεριακού κλήρου και της εκκλησιαστικής εν γένει εκπαιδεύσεως» της κυβέρνησης Ι. Μεταξά με υπουργό Παιδείας τον ίδιο. Συγχρόνως καταργούνταν όλα τα Ιεροδιδασκαλεία και οι πεντατάξιες Ιερατικές Σχολές (άρθ.66§3) και ιδρύονταν έξι νέες ιερατικές σχολές (άρθ.1) και δύο εκκλησιαστικές εκτός της Ριζαρείου, όπου ιδρύονταν και εκκλησιαστικό λύκειο (άρθ.60§1). Το διδακτικό προσωπικό των καταργούμενων ιερατικών σχολών μπορούσε να τοποθετηθεί στις ιδρυόμενες ιερατικές ή εκκλησιαστικές σχολές, σε σχολεία μέσης εκπαιδεύσεως ή σε παιδαγωγικές ακαδημίες, αν είχαν τα προσόντα (άρθ.67). Για τους μαθητές το άρθρο 70 προέβλεπε: «1.Οι μαθηταί των καταργούμενων δια του παρόντος νόμου πενταταξίων Ιερατικών σχολών εγγράφονται κατά το εν άρθ.68 του παρόντος νόμου οριζόμενα εις αντιστοίχους τάξεις των εξατάξιων γυμνασίων παλαιού τύπου, λαμβανομένου υπόψη ότι αι τέσσαρες κατώτεραι τάξεις των ως άνω Ιερατικών Σχολών είναι αντίστοιχαι των εξαταξίων γυμνασίων παλαιού τύπου. 2.Οι κάτοχοι ενδεικτικού της Δ΄ τάξεως ή απολυτηρίου ή αποδεικτικού της Ε΄ τάξεως των καταργουμένων Ιερατικών Σχολών δικαιούνται να υποστούν απολυτήριον εξέτασιν ενώπιον της οικείας εξεταστικής επιτροπής …προς απόκτησιν απολυτηρίου εξαταξίου γυμνασίου παλαιού τύπου».

Αποτέλεσμα όλων των αλλαγών αυτών ήταν η αδιάλειπτη λειτουργία της Ιερατικής Σχολής Άρτας από το 1903 μέχρι το 1940.

 

5.  ΚΤΙΡΙΟ- ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ- ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ- ΔΙΔΑΚΤΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

Η Ιερατική Σχολή Άρτας στεγάζονταν στα κτίρια της Μητρόπολης Άρτας. Η θέση αυτή είναι προνομιούχα από άποψη τοποθεσίας.  Το κτίριο της Μητρόπολης –έδρα του εκάστοτε δεσπότη – είναι χτισμένο στις όχθες του ποταμού Αράχθου και αντικρίζει τους απέναντι κατάφυτους λόφους της Βλαχέρνας. Στον αύλειο χώρο της βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγίου Μερκουρίου. Έγινε μητρόπολη τον 13ο αιώνα, επί δεσποτείας των Κομνηνών ( Σ. Ξενόπουλος, 1884). Διατηρείται ακόμη η αψιδωτή είσοδος με τις μαρμάρινες πλάκες στις δυο πλευρές της. Τα έξοδά της καλύπτονταν από τα εισοδήματα των κτημάτων του Ι. Ναού της Μητρόπολης, τις ετήσιες εισφορές των μοναστηριών, τα τυχόν κληροδοτήματα και τις προαιρετικές εισφορές των κατοίκων του νομού. Αργότερα με διάταγμα (ΒΔ 17-10-1907, ΦΕΚ 201/18-10-1907) καθορίστηκε η ετήσια εισφορά των μοναστηριών, δηλαδή συνολικά 3260 δραχμές. Στη συνέχεια υπήχθη στη δικαιοδοσία του υπουργείου Εκκλησιαστικών και Παιδείας. Στον ίδιο χώρο λειτουργούσε και οικοτροφείο.

 Στη Σχολή δίδαξαν από το 1904-1940, εκτός από τους διευθυντές, 23 θεολόγοι, 18 φιλόλογοι, 2 παιδαγωγοί, 9 μαθηματικοί, 4 φυσικοί, 6 γυμναστές,4 μουσικοί, 2 γεωπόνοι, 3 δάσκαλοι τεχνικών, 1 γαλλικών, 1 σχολίατρος (Υγιεινή) και 2 αξιωματικοί (Κώδικας των εισφορών). Από το μισθολογικό μητρώο της σχολής για το έτος 1940 φαίνεται πως στο προσωπικό της συγκαταλέγονταν ένας οικονόμος, ένας επιστάτης, ένας μάγειρας και δυο υπηρέτες για τις ανάγκες του οικοτροφείου. Οι περισσότεροι από τους καθηγητές δίδασκαν και στο Γυμνάσιο της πόλης και θεωρούνταν καταξιωμένοι στο χώρο τους. Όπως φαίνεται από το μισθολογικό μητρώο της σχολής, ο μισθός ενός καθηγητή με βαθμό τμηματάρχη Α΄ το 1940 ήταν 5200 δραχμές, για έναν με βαθμό τμηματάρχη Β΄ 4400, για εισηγητή ήταν 3800 δρχ. και για κάποιον με βαθμό γραμματέα Α΄ 3240 δρχ.

Διευθυντές:

1904-5: αρχιμ. Ιωακείμ Αλεξόπουλος ( μετέπειτα μητροπολίτης Δημητριάδος)

1905-6:  Μητροπ. Άρτας Γεννάδιος

1906-8:  αρχιμ. Άνθιμος Λάππας

1908-10:  Αλέξιος Βορνάκης (θεολόγος)

1910-12: αρχιμ. Άνθιμος Λάππας

1912-14: αρχιμ. Ιερόθεος Μπόκολας (μετέπειτα μητροπ. Αργολίδας)

1914-18: ιεροδ. Ανδρέας Μαντούδης (μετέπειτα μητροπ. Νικοπόλεως)

1918-20: Κων/νος Μόραλης -γυμνασιάρχης (πατέρας του ζωγράφου Γ. Μόραλη)

1920-24: αρχιμ. Σωκράτης Αναζηλής

1924-29: Ιωάννης Σαγκριώτης

1929-30: Θεόδωρος. Κοτσάκης

1930-31: Γεώργιος Εμμανουήλ

1931-34: αρχιμ. Ζαχ. Λιανάς

1934-35: Αλέξιος Βορνάκης

1935-40: Νικόλαος Σουμελίδης (θεολόγος)

Θεολόγοι: Αλεξ. Βορνάκης, ιεροδ. Μόδεστος Περτσάλης, Χρ. Λαμπράκης, Χαράλ. Μωραΐτης, αρχιμ. Αβέρκιος Παπαδόπουλος, Πέτρος Κουλαφάκος, αρχιμ. Γερμ. Λιβαδάς, αρχιμ. Θεοφ. Παπακωνσταντίνου, Δημ. Τζαλαμούκας, αρχιμ. Ιάκ. Σακκελαρίου, Νικ. Παπαγιαννόπουλος, Παναγ. Κοροντζής (μετέπειτα διευθυντής της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ιωαννίνων), Παν. Μαντζαβίνος, Σπήλιος Πολυδώρου, Δημ. Εκκλησίαρχος, Ιωάν. Φραγκούλας, αρχιμ. Σάββας Ιωσηφίδης, Ιωαν. Γαζής, Νικ. Κοτζιάς (επίσκοπος Μαραθώνος με το όνομα Δαμασκηνός), Μιχ. Παπάζογλου, Κωνστ. Ιωαννίδης, ιεροδ. Γερ. Σταθόπουλος, Γεώρ. Οικονόμου.

  • Φιλόλογοι: Δημ. Σερβετάς, Κωνστ. Μόραλης, Γεώρ. Νούσιας, Ιωάννης Χαρδαβέλλας, Θεοχάρης Τσούτσινος, Αθ. Ανδρεόπουλος, Παν. Παπασπύρου, Γεώρ. Κουτσογιάννης, Εμμ. Σαγκριώτης, Χρ. Αλεξίου, Κωνστ. Σιουμάλας, Χαράλ. Σερατσιώνης, Χρ. Τατσιόπουλος, Παν. Παπαδόπουλος, Βασ. Αναγνωστόπουλος, Νικ. Αχείμαστος, Ηλ. Ηλίας, Β. Κουρεντής.

  • Παιδαγωγοί: Ιωάννης Σαγκριώτης, Γεώργιος Εμμανουήλ

  • Μαθηματικοί: Γεώργ. Πατέρας, Κωνστ. Λυκίδης, Απ. Σέρρης, Κωνστ. Μπλέτσης, Παναγ. Κουταβάς, Στ. Αθανασίου, Αλεξάνδρα Μπλέτση, Δημ. Σκαλιώτης, Ιωάν. Στάικος.

  • Φυσικοί:Ν. Μπλέτσης, Ιωάν. Σουλτάνης, Σωτ. Βήττας, Μιχ. Μοναστηριώτης

  • Γυμναστές:Αριστοτ. Δημητριάδης, Δημ. Κακογιάννης, Νικ. Χαντζάρας, Παναγ. Μαγκλάρας, Βασ. Βερδεράκης, Νικ. Χαλκιάς

  • Μουσικοί: Κωνστ. Δημόπουλος, , ιερέας Ευάγγελος Αγραφιώτης, Ιω. Μαργαρίτης, Εμμ. Μαλαγάρης

  • Γεωπόνοι: Νικ. Δασκαλάκης, Κων. Ζέικος

Των τεχνικών μαθημάτων: Ευάγ. Ραβανός, Θεόδ. Βουτσινάς, Θεόδ. Κόννης

Για την εισαγωγή στη σχολή ορίζονταν κατατακτήριες εξετάσεις στην αρχή κάθε σχολικού έτους. Οι υποψήφιοι εξετάζονταν γραπτά και προφορικά στα Αρχαία και Νέα Ελληνικά και στα Μαθηματικά και μόνο προφορικά στα Θρησκευτικά, την Ιστορία, τα Φυσιογνωστικά, τη Γεωγραφία, τα Γαλλικά, τη Γυμναστική και τη Μουσική (1η πράξη Συλλόγου Διδασκόντων, 17-9-1938 και υπουργική απόφαση 50860/3-8-1938). Ειδικότερα για τις απολυτήριες εξετάσεις του σχολ.έτους 1930-31 (Ιεροδιδασκαλείο), βρέθηκαν στο αρχείο της σχολής αναλυτικά τα θέματα για κάθε εξεταζόμενο μάθημα π.χ. Γενική Διδακτική (πράξη ΙΘ,26-6-1931): Α΄ τμήμα «Ποία τα συστήματα διατάξεως της ύλης της Ιστορίας και επί τη βάσει τίνων αρχών κατερτίθησαν; Ημείς πώς θα διατάξωμεν την ύλην της Ιστορίας;» και Β΄ τμήμα  «Περί της διδασκαλίας της πρώτης γραφής» ή Τεχνικά (πράξη ΚΑ,27-6-1931) από κοινού «Ιχνογράφησις εκ του φυσικού κλάδου λεμονέας μετά δύο λεμονίων». Ακόμη, σε πράξεις του συλλόγου της ίδιας περιόδου αναφέρονται τα θέματα των πρακτικών διδασκαλιών π.χ. Πατριδογνωσία Α΄ τάξης «Ο φωτισμός της πόλεως» ή Ανάγνωση Γ΄ τάξης: εκ του αναγνωστικού Τα Ψηλά Βουνά «Μια μικρή τελετή στο δάσος». Η διδασκαλία γινόταν στο πρότυπο δημοτικό σχολείο που ανήκε στη σχολή (πράξη Β΄, 12-6-1931). Η ύπαρξη των δυο τμημάτων (Α΄ και Β΄) οφείλεται στο δικαίωμα επιλογής στην προτελευταία τάξη ανάμεσα σε διδασκαλικό ή θεολογικό- προπαρασκευαστικό πρόγραμμα σπουδών.

Τα διδακτικά βιβλία επιλέγονταν στην αρχή κάθε σχολικού έτους από το Σύλλογο Διδασκόντων, προφανώς από κάποιο κατάλογο εγκεκριμένων βιβλίων από το Υπουργείο Παιδείας. Οι κρίσεις των βιβλίων γίνονταν από το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο και η διάρκεια ισχύος της έγκρισης άλλαζε ανάλογα με την κυβέρνηση και τις υπουργικές αποφάσεις (άλλοτε ήταν δέκα χρόνια, άλλοτε τρία ή ένα έτος). Στο Π. Διάταγμα/11 Νοεμβρίου 1927(ΦΕΚ251Α΄/12-11-1927) «Περί Οργανισμού των Δημοσίων  Ιερατικών Σχολών» στο άρθρο 5 διαβάζουμε: «Ως διδακτικά βιβλία εν ταις Ιερ. Σχολαίς χρησιμεύουσι τα εκάστοτε κατά τας ισχύουσας διατάξεις εγκεκριμένα δια τα πολυτάξια διδασκαλεία και τα λοιπά σχολεία της Μέσης Εκπαιδεύσεως». Στο χρονικό διάστημα μιας δεκαετίας (1931-40), εξετάζοντας τα διδακτικά βιβλία αυτά καθαυτά παρατηρούμε την ύπαρξη ενός αριθμού βιβλίων, που καλύπτουν τον κεντρικό κορμό μαθημάτων και στις όποιες αλλαγές  εναλλάσσονται μεταξύ τους και ακόμη αλλάζουν κάποια άλλα δευτερεύουσας σημασίας. Από τη μελέτη των κάθε φορά επιλογών του Συλλόγου Διδασκόντων, συμπεραίνουμε ότι οι αλλαγές στο γενικότερο πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας του  Μεσοπολέμου και κατά συνέπεια οι αλλαγές της εκπαιδευτικής πολιτικής, που εκφράζονταν μέσα από τις μεταρρυθμίσεις και αντιμεταρρυθμίσεις, επηρέαζαν το πρόγραμμα μαθημάτων, όπως φαίνεται έμμεσα από την επιλογή των διδακτικών βιβλίων. Η προοδευτική μεταρρύθμιση του 1929 -με κάποια καθυστέρηση ίσως-οδήγησε στην εισαγωγή των μεταφράσεων των κλασικών αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και στην κατάργηση των Λατινικών. Με την ανάληψη το 1936 της κρατικής διακυβέρνησης από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου του Ι. Μεταξά, παρατηρούμε μια στροφή προς συντηρητικότερες κατευθύνσεις με κατάργηση των μεταφράσεων και εισαγωγή των Λατινικών εκ νέου. Ο μεγάλος αριθμός νόμων σχετικά με τα διδακτικά βιβλία οφείλεται στις συχνές αλλαγές των πεδίων δυνάμεων που επιδρούν στο εκπαιδευτικό σύστημα και κυρίως σε αλλαγές ιδεολογικο-πολιτικές. Έτσι, αν θεωρήσουμε το σχολείο από τη σκοπιά των συγκρουσιακών θεωριών ως «τον κυρίαρχο ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους (μηχανισμός ιδεολογικού ελέγχου καταπίεσης και εκμετάλλευσης από τις κάθε φορά κυρίαρχες κοινωνικές δυνάμεις-τάξεις)» (Σ. Μπουζάκης, 1993), είναι εύκολο να αντιληφθούμε την αναγκαιότητα των συχνών επεμβάσεων και αλλαγών στα σχολικά προγράμματα και κατ’ επέκταση τη λογική της κάθε φορά επιλογής διδακτικών βιβλίων.

Πέρα από το πρόγραμμα μαθημάτων ο Σύλλογος Διδασκόντων (πράξη Η΄,2-2-1932) είχε καταρτίσει πρόγραμμα μεταμεσημβρινών ελεύθερων απασχολήσεων των μαθητών. Έτσι όρισε τη Δευτέρα ως μέρα μουσικής απασχόλησης, την Τρίτη γυμναστικής, την Τετάρτη φιλολογικής, την Πέμπτη θεολογικής, την Παρασκευή για περίπατο και το Σάββατο για καθαριότητα.

 

6.ΠΟΙΝΕΣ- ΕΠΟΠΤΕΙΑ

Από τα πρακτικά του Συλλόγου Διδασκόντων αντλήθηκαν πληροφορίες σχετικές με τις ποινές που επιβάλλονταν για διάφορα παραπτώματα των μαθητών της σχολής. Σε πράξη του συλλόγου (18-6-1932) Ιερατικής Σχολής σχετικά με κάποια κλοπή αποφασίστηκε να μη ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του δράστη, αλλά να τιμωρηθεί με βάση τις σχολικές διατάξεις. Έτσι, του επιβλήθηκε η οριστική αποβολή και η διαγωγή χαρακτηρίστηκε «Καλή». Χαρακτηριστική είναι η ακόλουθη περίπτωση, όπου είναι καταφανής η αυστηρότητα των κανονισμών. Στην πράξη 11/4-3-1935 αναφέρονται τα εξής: «…συνελθών ο σύλλογος εκτάκτως κατόπιν προσκλήσεως του κ. Διευθυντού και λαβών γνώσιν ότι ο μαθητής Χ. Κ. εθεάθη περιερχόμενος την πόλιν μεταμφιεσμένος και εκθέτων εις τα όμματα της κοινωνίας την Σχολήν, επιβάλλει την ποινήν της οκταημέρου αποβολής»! Να σημειωθεί εδώ ότι οι Αποκριές γιορτάζονταν παραδοσιακά στην πόλη της Άρτας με ιδιαίτερο τρόπο και είχαν έντονο τοπικό  χαρακτήρα. Στην πράξη 15/12-6-1935 παίρνοντας ο σύλλογος υπόψη καταγγελία καθηγητή για απρεπή και ανοίκειο διαγωγή δύο ιεροσπουδαστών κατά τη διάρκεια των περιπάτων τους, αποφάσισε να τιμωρήσει τον μεν πρώτο μαθητή με επίπληξη  και στέρηση εξόδου από τη Σχολή μέχρι τέλους του σχολικού έτους και τον δεύτερον μαθητή με τετραήμερο αποβολή, που συνεπάγεται και τη μείωση της διαγωγής του σε “κοσμία” και με στέρηση εξόδου από τη Σχολή μέχρι τέλους του σχολικού έτους. Κάποιος άλλος μαθητής πλήρωσε ακριβά τη συνήθειά του να παρακολουθεί κινηματογραφικές ταινίες μη μαθητικές. Μάλιστα σε παρατήρηση του καθηγητή του «απήντησε ανευλαβώς» και έτσι τιμωρήθηκε με διήμερη αποβολή (πράξη 6η,11-1-1939). Πέντε ιεροσπουδαστές τιμωρήθηκαν με οκταήμερη αποβολή για επεισόδια που δημιούργησαν σε βάρος του ιερέα και οικονόμου της Σχολής (πράξη 8η, 21-3-1940). Αποτέλεσμα των επεισοδίων ήταν και η τιμωρία με πενθήμερη αποβολή οκτώ μαθητών μελών επιτροπής (και άλλων τριάντα επτά με επίπληξη) για αυθαίρετη παράσταση ενώπιον του Σεβασμιότατου. Ένας ακόμη μαθητής τιμωρήθηκε με διαρκή αποβολή από τη Σχολή. Σε διαθεσιμότητα τέθηκε και ο τότε Διευθυντής της Σχολής Ν. Σουμελίδης. (Στο Μισθολογικό Μητρώο του έτους 1940 στη στήλη των παρατηρήσεων αναγράφεται ότι ο Διευθυντής Ν. Σουμελίδης έλαβε φύλλο διακοπής μισθού με απόφαση της 30ης Ιουνίου 1940, ετέθη δε σε εξάμηνο διαθεσιμότητα με την 92196/4-9-1940, Υπουργείο Παιδείας ΦΕΚ156/13-8-1940).

Σχετικά με την εποπτεία και το ρόλο των επιθεωρητών η άντληση των πληροφοριών γίνεται από τα πρακτικά του Συλλόγου Διδασκόντων της Σχολής για το διάστημα 1931-1940 και από το βιβλίο πρωτοκόλλου της περιόδου 1930-1937. Οι αναφορές στο θέμα είναι σχετικά λίγες. Η Ιερατική Σχολή Άρτας ανήκει στη δικαιοδοσία της ΙΒ΄ Εκπαιδευτικής Περιφέρειας. Την εποπτεία ασκούν οι επιθεωρητές που είναι κατά βάση φορείς της κρατικής εξουσίας. Ο ρόλος των επιθεωρητών ήταν κρατικά κατευθυνόμενος μέσα από συγκεκριμένες υπουργικές εντολές με σκοπό μέσα από τους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς να επιτελέσουν στη «διάδοση και αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας και με αυτόν τον τρόπο τη νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας» (Σ. Μπουζάκης-Χ. Τζήκας,1996). Το εκπαιδευτικό σύστημα χαρακτηρίζεται από συγκεντρωτικό και γραφειοκρατικό τρόπο ελέγχου σε κάθε εκπαιδευτική δραστηριότητα (Υφαντή Α.,1994). Οι παρεμβάσεις του εκάστοτε επιθεωρητή αφορούσαν κυρίως ζητήματα πειθαρχίας και είναι ελάχιστα παιδαγωγικές, με την έννοια της παροχής συμβουλών και κατευθύνσεων πάνω σε θέματα που αφορούν στη διδακτική και στη γενικότερη διαδικασία της μάθησης.

Ενδεικτικά αναφέρουμε την υπ’ αριθ. 2613 της 30-11-1937 εγκύκλιο της Γενικής Επιθεωρήσεως «αξιούσης παρά των Διευθυντών των Σχολείων όπως ασκώσιν ουσιαστικόν και καθημερινόν έλεγχον επί του προσωπικού και της εργασίας αυτών και τηρούντες ημερολόγιον σχετικόν, συντάξωσιν βάσει τούτου την γενικήν περί του προσωπικού έκθεσιν εις το τέλος του σχολικού έτους» (πράξη 9η, 11-12-1937) και την υπ’ αριθ.2585 εγκύκλιο (Δεκέμβριος 1936) με την οποία προτρέπει τους εκπαιδευτικούς να εργαστούν για την «καλλιέργεια παρά τοις μαθηταίς εθνικιστικού πνεύματος». Εναρμονισμένη με τα ιδεώδη του δικτατορικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου είναι και η εγκύκλιος υπ’ αριθ. 152/7-2-1938 της Γενικής Επιθεωρήσεως «περί συντόνου παρακολουθήσεως πάσης τυχόν κομμουνιστικής κινήσεως ή προπαγάνδας μεταξύ των μαθητών». Ο Σύλλογος Διδασκόντων απάντησε ως εξής: «εκ της επακολουθησάσης συζητήσεως διεπιστώθη ότι ευτυχώς δια την Σχολήν μας το μίασμα τούτο είναι άγνωστον, ως τελείως άλλως τε ασυμβίβαστον προς τον θρησκευτικόν και άκρως συντηρητικόν χαρακτήρα της Σχολής μας». Διαφωτιστικά είναι τα τεκμήρια, που παραθέτει ο Αλ. Δημαράς (1987) για το φόβο της εξουσίας απέναντι στην «ανενοχλήτως αυξάνουσαν επίδρασιν των ερυθρών οργάνων του Κομμουνισμού» και την προσπάθειά τους «να υπονομεύσουν την θρησκεία, την πατρίδα και την οικογένεια».

 

7.ΚΙΝΗΣΗ ΜΑΘΗΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ

Από τη μελέτη του βιβλίου πιστοποιητικών σπουδών για το χρονικό διάστημα 1914-1940 έχουμε τον αριθμό των μαθητών της Ιερατικής Σχολής κατ’ έτος για τους διάφορους τύπους  λειτουργίας της σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής της. Για το χρονικό διάστημα που δεν έχουμε στοιχεία συμβουλευτήκαμε τα άρθρα των Ι. Φραγκούλα και Στ. Φίλου.

ΔΙΤΑΞΙΑ ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ              ΠΕΝΤΑΤΑΞΙΟ ΙΕΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟ

 

1904-1905

 

16

 

1924-1925    

             Απόφοιτοι  διδ.

  73                 0

1905-1906

20

1925-1926

 122               18

1906-1907

36

1926-1927

1927-1928

 143               41

 190               40

1907-1908

32

1908-1909

45

1928-1929

 216               79

1909-1910

66

1929-1930

 181               68

1910-1911

45

1930-1931

 111               54

1911-1912

21

      Σύνολο

1036            300

1912-1913

20

 

 

1913-1914

Δεν λειτούργησε

 

 

1914-1915

62

 

 

1915-1916

49

 

 

1916-1917

41

ΠΕΝΤΑΤΑΞΙΑ

 

1931-1932

ΙΕΡ. ΣΧΟΛΗ

           Απόφοιτοι ιερ.

66               19

1917-1918

47

1918-1919

42

1919-1920

35

1932-1933

41               15

1920-1921

55

1933-1934

39                2

1921-1922

52

1934-1935

58                5

 

 

1935-1936

62              12

  ΤΕΤΡΑΤΑΞΙΑ

ΙΕΡ. ΣΧΟΛΗ

1936-1937

71                9

1922-1923

60

1937-1938

63                5

1923-1924

58

1938-1939

77              13

 

 

1939-1940

63              10

 

 

      Σύνολο

540             90

Πίνακας 2

Σε μια πρώτη επιφανειακή έρευνα, παρατηρείται ότι στα πρώτα χρόνια λειτουργίας της σχολής φοιτούσαν σ’ αυτή μαθητές από πολλά μέρη της Ελλάδας με μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης των περιοχών Πελοποννήσου και Θεσσαλίας εκτός αυτών της Άρτας. Η σχολή κατά την περίοδο λειτουργίας της ως διτάξια Ιερατική Σχολή, επειδή δέχονταν μαθητές μεγάλης ηλικίας, που ήταν κοντά στην ηλικία χειροτονίας, κατάφερε να κρατήσει στο χώρο του κλήρου μεγάλο αριθμό από αυτούς. Οι απόφοιτοι αυτής της περιόδου (1904-1924) έφτασαν τους 324.

Η σχολή συγκέντρωσε το μεγαλύτερο αριθμό σπουδαστών στο διάστημα (1924-1931) που λειτουργούσε ως Ιεροδιδασκαλείο και ανέρχονταν στους 1036 (Στ. Φίλος, 1989). Οι απόφοιτοι του διδασκαλικού τμήματος ήταν 300. Απόφοιτος της πεντατάξιας Ιερατικής Σχολής Άρτας (1931-1940) ήταν και ο Μακαριότατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σεραφείμ. 

Εξετάζοντας το επάγγελμα του πατέρα των μαθητών της σχολής, παρατηρούμε τα εξής: οι περισσότεροι μαθητές έχουν πατέρα αγρότη, εργάτη ή ιερέα. Βρέθηκαν μόνο μερικοί δάσκαλοι και ένας γιατρός. Αυτό ερμηνεύεται με βάση το γεγονός ότι η περιοχή είναι κατά βάση αγροτική, οι δε γόνοι των αστικών οικογενειών ωθούνται σε άλλου είδους σπουδές που οδηγούν σε μεγαλύτερη κοινωνική καταξίωση αντάξια του οικογενειακού παρελθόντος. Το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός σπουδαστών έχει πατέρα ιερέα οφείλεται και στο ότι με το νόμο 1242 Α΄/ 24 Ιουνίου 1919, άρθ.31 προτιμούνται σε κενές θέσεις των ιερατικών σχολείων οι ιερόπαιδες.  Επιβεβαιώνεται ότι οι κληρικοί και ιδιαίτερα οι κατώτεροι προέρχονται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα, όπως και οι δάσκαλοι (Πυργιωτάκης, 1992).

Παρατηρείται μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στον αριθμό των εγγραφόμενων στη Σχολή και σε αυτούς που τελικά έφταναν στην απόκτηση πτυχίου. Συγκεκριμένα, στο διάστημα που η σχολή λειτουργούσε ως ιεροδιδασκαλείο ένα ποσοστό 29% αποκτούσε πτυχίο δημοδιδασκάλου ενώ μόνο το 16,6% των μαθητών της πεντατάξιας ιερατικής σχολής (1931-1940) περάτωνε με επιτυχία τις σπουδές του. Δεν είναι γνωστό πόσοι από αυτούς τελικά χειροτονήθηκαν.

Οι αιτίες που οδηγούσαν τους μαθητές να εγκαταλείπουν τις σπουδές πρέπει να αναζητηθούν στα εξής γεγονότα: α)Η ηλικία αποφοίτησης από τη σχολή απείχε σχεδόν μια δεκαετία από την κατάλληλη ηλικία χειροτονίας (28-30) ετών, γεγονός που οδηγούσε σε άλλες διεξόδους επαγγελματικής αποκατάστασης β) Η οικονομική κατάσταση του κληρικού είναι ακόμη σε χαμηλά επίπεδα  γ) Πιθανόν κάποιος αριθμός μαθητών κάνοντας χρήση του νόμου 5408/16-4-1932, που έδινε το δικαίωμα μετεγγραφής στα Γυμνάσια όσων φοιτούσαν στην Α΄ και Β΄ καθώς και με ενδεικτικό προαγωγής στην Δ΄ τάξη να διεκδικήσουν, κατόπιν εξετάσεων, το απολυτήριο του Γυμνασίου, να στράφηκε προς τη Μέση Εκπαίδευση  δ)Στην αδυναμία των ίδιων μαθητών να αντεπεξέλθουν στο πρόγραμμα της Σχολής, όπως φαίνεται από το μεγάλο αριθμό μετεξεταστέων και απορριπτόμενων (πρακτικά συλλόγου 1931-1940). Άλλωστε σύμφωνα με το άρθ.4§2 του Π.Δ./11-11-1927 «Μαθητής απορριφθείς δις κατά το διάστημα της εν τη σχολή φοιτήσεώς του, αποβάλλεται της σχολής, μη δυνάμενος να εγγραφή εις οιανδήποτε Ιερατικήν σχολήν» ε) Στη δυσκολία των νέων να αποδεχτούν τους κανόνες του ρόλου του ιερέα μέσα στο πλαίσιο μιας συνεχώς μεταβαλλόμενης κοινωνίας (Τερτίπης, 2000) στ) Σε οικονομικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς παράγοντες εξαιτίας των γενικότερων συνθηκών που επικρατούσαν στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’30 και ζ) Στην κοινωνική προέλευση των μαθητών της σχολής, παράγοντα που επηρεάζει τη “στάση” τους απέναντι στον εκπαιδευτικό θεσμό. Γι’ αυτούς τους μαθητές, οι ανώτερες σπουδές είναι ενσυνείδητη επιλογή, που γίνεται με μακροχρόνιες αμφισβητήσεις και δυσκολίες, συναντάει πολλά και πολλών ειδών εμπόδια και αποτελεί ατομική κατάκτηση ενός δύσκολου και δυσπρόσιτου επιτεύγματος, κάθε άλλο από το αυτονόητο και φυσικό τέλος της σχολικής ζωής (Φραγκουδάκη Άννα, 1985).

 

8.ΠΡΟΣΦΟΡΑ

Η σχολή ήταν ένα ζωντανό κομμάτι της πόλης συμβάλλοντας με τον τρόπο της στην θρησκευτική και πνευματική ζωή της (κήρυγμα, κατήχηση, ομιλίες σε στρατόπεδα και φυλακές, οργάνωση επετειακών εορτών). Γεγονότα που συνέβαιναν στο εσωτερικό της σχολής είχαν γενικότερο αντίκτυπο στο μικρόκοσμο της επαρχιακής πόλης. Η Ιερατική Σχολή και το Γυμνάσιο αποτελούσαν τα ανώτερα πνευματικά ιδρύματα της πόλης για τις τέσσερις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα (καθηγητές της είχαν ιδρύσει το φιλολογικό σύλλογο «Μικρός Όμιλος»).

Χωρίς να παραβλέπεται ότι «η παιδαγωγική μόρφωση στα κάθε είδους Διδασκαλεία είχε σαφή θεωρητικά πλαίσια, δεδομένες μεθοδολογικές και διδακτικές επιλογές και ξεκάθαρο ιδεολογικοπολιτικό προσανατολισμό» (Παπακωνσταντίνου Π., 1993), θεωρούμε ότι το Ιεροδιδασκαλείο Άρτας στελέχωσε με δασκάλους (πιθανόν με λιγότερα προσόντα έναντι των συναδέλφων τους των Διδασκαλείων) τη δημοτική εκπαίδευση, οι οποίοι αποφοιτώντας από τη σχολή υπηρέτησαν στα δυσπρόσιτα χωριά καταγωγής τους.

Γενικά, η Ιερατική Σχολή Άρτας πρόσφερε στο μέτρο του δυνατού και κάτω από το συγκεκριμένο καθεστώς του εκπαιδευτικού συστήματος προς την κατεύθυνση της μόρφωσης των ιερέων και έδωσε επαγγελματική διέξοδο στους νέους της οικονομικά υποβαθμισμένης επαρχίας.

 

Ιεροδιδασκαλείο Άρτας – Σχολ. Έτος 1930-31

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Αντωνίου Δαυίδ (1987/88) Τα προγράμματα Μέσης Εκπαίδευσης, Αθήνα, τόμος Β΄

Cohen L.- Manion L.: Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας, Εκδόσεις Έκφραση, Αθήνα 1997, σελ.71

Δημαράς Α. (1987) Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Τεκμήρια Ιστορίας, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, τόμος Β΄ ,σ.183-190

Καρατζένης Δημ. (1982) Η Εκατονταετηρίς της Άρτης 1881-1981, Αθήνα, Έκδοση Μουσικοφιλολογικού Συλλόγου ‘‘Σκουφάς’’

Λέφας Χρ. (1942) Ιστορία της Εκπαιδεύσεως, ΟΕΣΒ, Αθήνα

Μπουζάκης Σ. (1993), Συγκριτική Παιδαγωγική ΙΙΙ, Gutenberg, Παιδαγωγική Σειρά, Gutenberg, Αθήνα, σ. 59

Μπουζάκης Σ. (2002) Εκπαιδευτικές Μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα, Παιδαγωγική Σειρά Gutenberg, Αθήνα, τόμος Α΄

Μπουζάκης Σ.- Τζήκας Χ. (1996) Η Κατάρτιση των Δασκάλων – Διδασκαλισσών και των Νηπιαγωγών στην Ελλάδα, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα,  τόμος Α΄

Νάκος Γρηγ. (1969) Η Ιστορία της Άρτας, Άρτα

Ξενόπουλος Σεραφείμ (1884) Δοκίμιον Ιστορικόν περί Άρτης και Πρεβέζης, Εν Αθήναις

Παπακωνσταντίνου Π. (1993) Εκπαιδευτικό έργο και αξιολόγηση στο σχολείο, Εκδόσεις Έκφραση, Αθήνα, σ. 48

Περάνθη Μιχ. (1961) ΑΡΤΑ Τουριστικός Οδηγός, Έκδοση Συλλόγου ‘‘Σκουφάς’’

Πυργιωτάκης Ι. Ε. (1992) Η Οδύσσεια του διδασκαλικού επαγγέλματος, Παιδαγωγική και Εκπαίδευση, Θεσσαλονίκη

Τερτίπης Παν. (2000) Η αναποτελεσματικότητα των πολιτικών κράτους και εκκλησίας για τη μόρφωση του κλήρου(1830-1990)-Διδακτορική Διατριβή-Πάτρα

Τσουκαλάς Κων.(1975)  Εξάρτηση και αναπαραγωγή, Παρίσι, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1987, σ. 405,414

Υφαντή Αμαλία (1994) Μοντέλα εκπαιδευτικής πολιτικής και εκπαιδευτικός έλεγχος στην Ελλάδα, στο Νέα Παιδεία, τεύχος 71, Αθήνα

Φραγκουδάκη Άννα (1985) Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, σ.165

Φίλος Στέφανος (1989) Η Ιερατική Σχολή της Άρτας, εφημ. Ερίβωλος, αριθμ. φύλλου 8, Άρτα

Φραγκούλας Ι.(1953) Από την Ιστορία της Ιερατικής Σχολής Άρτης, στην Ηπειρωτική Εστία, έτος Β΄, Ιούλιος 1953, τεύχ.15 

 

 

 

Copyright 2003 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ  ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ