Προγράμματα Ανωτέρων Σχολείων
στον αιώνα των Φώτων
Νίκος
ΓIANNAKOYΛΗΣ
ΕΕΠ Πανεπιστημίου Πατρών
Υποφ. Δρ Τ.Ε.Π.Α.Ε.Σ Πανεπιστημίου Αιγαίου
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στοχοθεσία της εργασίας μας είναι η
παρουσίαση και η σύγκριση τριών προγραμμάτων ανωτέρων σχολείων του
δευτέρου μισού του 18ου αιώνα, των οποίων η αξία θα πρέπει
να αξιολογηθεί σε συνάρτηση με το χωροχρόνο. Πρόκειται για τα
προγράμματα της Αθωνιάδας Σχολής (1752-1759), της Σχολής Βουκουρεστίου
(1776) και της Παγκοίνου Σχολής Κωνσταντινουπόλεως (1805). Τα
προγράμματα αυτά αποτελούν μια νέα τομή στο εκπαιδευτικό γίγνεσθαι της
εποχής με ιδιαίτερη βαρύνουσα σημασία, αφού συμβαδίζουν χρονολογικά με
την ανέλιξη του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και τη χειραφέτηση από την
αυθεντία της παράδοσης.
ABSTRACT
In
this paper is presented the transition of the traditional Grammar
Education to the introduction of the New Science approach during the
second half of the 18th century -the Greek Enlightenment period- in
the higher schools, known as academies.
We are examining three
programs from available sources in which is discussed the adoption of
the subjects of Mathematics, Science, History, Geography and Foreign
Languages. This helps us to understand the historical background of
the crucial debate and conflict between “the ancient and modern”
scholars on the issue of introducing the “new theories” to the
education of the enslaved nation.
The first program refers
to the Athonian School (1752-1759) whose the leading principal was the
most learned Greek scholar Eugenios Voulgaris. The second is
concerning the Bucharest Greek Academy established by the ospodar
Alexandros Ypsilantis in Vlachia in 1776 while the third one deals
with the program of the New Constantinople (Pangoinos) Academy founded
in 1805 under the supervision of the principal Dorotheos Proios.
1.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η μετάβαση από τη
Γραμματική παιδεία των Ιερών Γραμμάτων στη «νέα επιστήμη» και
τη διδασκαλία των Θετικών επιστημών, κατά «τον αιώνα των φώτων»,
συντελείται μέσα από ένα πλέγμα ιδεολογικών διεργασιών και πνευματικών
ζυμώσεων ως αφετηρία μιας μακρόχρονης διαπάλης. Η έλλειψη άλλωστε ενός
συλλογικού οργάνου εκπαίδευσης αναδεικνύει ως φορέα το άτομο-διαθέτη
ενός κληροδοτήματος- με έκδηλη τη φροντίδα για τον ανθρώπινο παράγοντα
και την πραγμάτωση της μάθησης, προκειμένου να υπηρετήσει την
κοινωνική αναγκαιότητα.
Η μεταβολή
αυτή εκδηλώνεται με τη σταδιακή αλλαγή του κοινωνικού κλίματος και τη
διαμόρφωση νέων κοινωνικών βάσεων, όπως η άνθηση του εμπορίου και η
οργάνωση των συντεχνιών (ρουφετίων). Παρατηρώντας τη γεωγραφία
του Διαφωτισμού βλέπουμε μια παράλληλη πρόοδο της παιδείας στα
Ιωάννινα, Κοζάνη, Καστοριά με προέκταση τη Μοσχόπολη, Θεσσαλονίκη,
αλλά και τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, όπου καλλιεργείται μια νέα
συνείδηση. Οικοδομείται στο νέο ζητούμενο της εποχής που είναι το
αίτημα για μια καλύτερη παιδεία προς «σπουδήν των φιλομαθών
εντοπίων τε και ξένων παίδων», η οποία καλείται να συμβάλλει στην
ανύψωση του πνευματικού επιπέδου «ως λύχνον σοφίας» αλλά και
στη διαμόρφωση της ανθρώπινης συνείδησης.
Ταυτόχρονα, η ευρωπαϊκή παιδεία επιδρά ως καταλύτης αναμόρφωσης των
προγραμμάτων των ανωτέρων σχολών της καθ’ ημάς Ανατολής παρά τις
ανίερες επιθέσεις που δέχονται όσοι σπούδαζαν στη Δύση ως εισηγητές
της «ευρωπαϊκής μωροσοφίας», (Γεδεών 1888, σ. 300),
ξυλόσοφοι, αχρείοι, ανήθικοι, άθεοι και σαρκολάτρες. Ακόμη και στην
ακμή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού ο Μιχ. Περδικάρης στο έργο του
Ερμήλος, αναφερόμενος στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας χρησιμοποιεί
όχι και τόσο ευπρεπείς χαρακτηρισμούς (Σταμπουλίδου 1999, σ. 404 κε):
Δεν είν’ Ακαδημία εκείνη να ειπής
αλλ’ είναι χοιρομάνδρα, καθ’ όλα χαμερπής
Την ονομάζουν Βόδι, και είναι βοδινή
Βοδο-ακαδημία σωστή και αληθινή.
Ωστόσο, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι για την περίοδο που
αναφερόμαστε το προγράμματα δεν διαμορφώνονται από ένα κεντρικό φορέα
παρόλο που η εκκλησία σε πολλές περιπτώσεις λειτουργεί ως εποπτεύουσα
αρχή, αλλά διαρθρώνονται με βάση τη βούληση των τοπικών παραγόντων
(ιδρυτών-διαθετών), που στηρίζουν υλικά και ηθικά και ανάλογα με
τις οικονομικές δυνατότητες την προικοδότηση των σχολείων. Παράλληλα,
η λειτουργία μιας ανώτερης σχολής αποτελεί αυτό καθεαυτό ένα «ιστορικό
γεγονός» και σχετίζεται άμεσα με την προσωπικότητα και την
ακτινοβολία του δασκάλου, αφού κατά βάση οι σχολές είναι προσωποπαγείς.
Oι
σταδιακές αλλαγές φαίνεται ότι επιβάλλονται εν μέσω ιδεολογικών
αμφισβητήσεων και συγκρούσεων με την παγιωμένη παράδοση και νοοτροπία
αλλά και την επικρατούσα μέχρι τότε προσφερόμενη σχολαστική παιδεία. Η
νέα επιστήμη αναδεικνύεται «μέσα από πολυποίκιλες αντιθέσεις» (Καράς
1992, σ. 10) ως πνευματική σύνθεση, ενώ η ολοένα αυξανόμενη
διοχέτευση της δυτικής παιδείας υπό τη μορφή μεταφράσεων προκαλεί
ποικίλες αντιδράσεις και διαρκή ανησυχία στην αντιδιαφωτιστική
γνωσιμαχία εξαιτίας του κινδύνου της πλήρους εκκοσμίσκευσης της
εκπαίδευσης (Κ. Θ. Δημαράς 1977, σ. 205).
2. ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ
Οι
μεταβολές στον πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό τομέα γίνονται
ιδιαίτερα αισθητές με την ανάδειξη στο προσκήνιο των εμπόρων και
βιοτεχνών ως «φορέων του ρεύματος της κοινωνικής και πολιτισμικής
αλλαγής» (Κιτρομηλίδης 1996, σ. 49), οι οποίοι έρχονται
τώρα να στηρίξουν ανεπιφύλακτα τη νέα αντίληψη και να παίξουν ένα
ιδιαίτερα μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση και σχηματοποίηση της παιδείας. Η
τάση αυτή εμπεριέχει και τη διάκριση της επιστήμης από τη θρησκεία.
Πιο συγκεκριμένα, ο έμπορος, ο βιοτέχνης δεν επαφίεται και δεν
αρκείται πια στα γραμματικά εφόδια, την παραδοσιακή γνώση που λαμβάνει
η νεώτερη γενιά στο σχολείο. Αντίθετα επιδιώκει να επιτύχει κάτι
καλύτερο πέρα από την απλή στοιχείωση. Θεωρεί ότι τα Μαθηματικά «είναι
κρηπίς και βάσις της εμπορίας» (Δάρβαρις 1803, σ.
V) και προσπαθεί να συνδράμει προς αυτή την
κατεύθυνση, δηλαδή την πρόσκτηση μιας επαγγελματικής και ταξικής
αγωγής.
Άμεσο αποτέλεσμα των επιλογών αυτών είναι η εμφάνιση μιας διαρκούς
ιδεολογικής αντιπαράθεσης μεταξύ «παλαιών και νεωτέρων» λογίων, όπως αυτή αναφύεται στα Γιάννινα μεταξύ Ευγενίου Βούλγαρη και
Μπαλάνου Βασιλόπουλου. Μεταφέρεται στην Αθωνιάδα Σχολή -το μεγαλύτερο
επίτευγμα της παιδείας κατά την περίοδο του Διαφωτισμού- αλλά και στην
Κωνσταντινούπολη, όπου καταφεύγει ο Βούλγαρης μετά την δραματική
κατάληξη της Αθωνιάδας για να κορυφωθεί αργότερα, στο φθίνοντα δέκατο
όγδοο αιώνα, στις ακμάζουσες εστίες των Μικρασιατικών παραλίων μεταξύ
διαφωτιστών και αντιδιαφωτιστών (Αγγέλου 1988, σ. 211 κε).
Η
γραμματική παιδεία, η «γλώσσα των θεών», κατά την άποψη των
γραμματικών, περιλάμβανε τη διδασκαλία της γραμματικής και της
σύνταξης σε πρώτο στάδιο, ενώ σε δεύτερο την ερμηνεία κειμένων
διαφόρων συγγραφέων. Όμως οι γνώσεις αυτές, η σχολαστική λογική -πρόκειται
για τα υπομνήματα του Αριστοτέλους- και η μεταφυσική δεν πρόσφεραν
ουσιαστικά στην παιδεία του γένους, αφού διαιωνιζόταν «η Ιλιάς των
Κακών» και επικρατούσαν «αι προλήψεις, αι ματαιότητες, τα ψεύδη,
οι ακέφαλοι φόβοι» με αποτέλεσμα την παροχή μια ανεπαρκούς
παιδείας. Η μαρτυρία του Δημητρίου Δάρβαρι (1803, σ.
VIII) για την έλλειψη διδασκαλίας των
Μαθηματικών είναι αρκετά διαφωτιστική για την κατάσταση που
επικρατούσε:
Η Αριθμητική παντάπασιν εις ημάς ολιγωρείται. διότι εις
κανένα σχεδόν από τα παρ’ ημίν σωζόμενα Κοινά Σχολεία δεν παραδίδεται,
όπου έπρεπε προ πάντων να διδάσκηται ως αναγακιοτέρα και χρησιμωτέρα
εις τον ανθρώπινον βίον.
Η
επισήμανση αυτή δεν αποτελεί υποτίμηση της προσφοράς της Γραμματικής
παιδείας, αλλά σ’ αυτή ακριβώς τη συγκυρία είναι ευτύχημα που τα
πράγματα παίρνουν μια τέτοια τροπή. Έτσι, θεωρείται «εκπρόθεσμη»,
δηλαδή ξεπερασμένη εκ των πραγμάτων και δεν πρόκειται βεβαίως περί
αφορισμών, καθότι από τη «χαρακτηριστική έξαρση των γραμματικών
μαθημάτων» (Κ. Θ. Δημαράς 1977, σ. 199) περνάμε σε μια
δειλή αλλά ριζική αναθεώρηση του εκπαιδευτικού συστήματος και της
πνευματικής ζωής της εποχής.
Οι
προδρομικές αναζητήσεις των πρώτων δεκαετιών του 18ου αιώνα
μετουσιώνονται τώρα σε πράξη. Θυμίζουμε ότι ο Μεθόδιος Ανθρακίτης στα
Γιάννινα κατηγορήθηκε ότι «δίδασκε τρίγωνα και τετράγωνα τους
μαθητές και την άλλην πολυάσχολον ματαιοπονίαν της Μαθηματικής»,
ενώ ο μαθητής του Παχώμιος στη Θεσσαλονίκη κατηγορήθηκε επίσης ως
«υβριστής άκρον του Αριστοτέλους» (Ρωμανός ο Μελωδός 1932, σ. 277).
Οι φωνές αυτές εκφράστηκαν είτε ως κριτική του
νεοαριστοτελισμού-κορυδαλλισμού είτε ως τάση προς την νέα επιστήμη και
τον ορθολογισμό και καταδικάστηκαν από την επίσημη εκκλησία. Όμως τώρα
οι συνθήκες δείχνουν ότι έχουν ωριμάσει, χωρίς αυτό να σημαίνει
βεβαίως ότι εδραιώνονται απόλυτα οι καινούριες επιλογές, γιατί είναι
αναπόφευκτο οι φιλοσοφικές προτιμήσεις να επιφέρουν αποκλίσεις από την
παγιωμένη πνευματική συνείδηση των ιερών γραμμάτων και να προκαλούν
ανούσιες λογομαχίες, εριστικές εχθρότητες και πνευματοκτόνες
συμπεριφορές. Και όπως ορθά παρατηρεί ο Α. Αγγέλου (1999, σ. 292):
«Η νεοελληνική εκπαίδευση δεινοπαθούσε πολλαπλώς και δεν ήταν εύκολο
να ορθοποδήσει». Αν και οι μαρτυρίες είναι πάμπολλες αξίζει όμως
να σταθούμε σε δύο από αυτές, προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα το
κλίμα της εποχής:
Λέγεται ότι οι μαθηταί του μακαρίτου Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου (1784)
εζήτησαν να παραδοθούν τον επιτάφιον λόγον του Λυσίου, αλλ’ εκείνος ο
σεβάσμιος ανήρ απέφυγε λέγων την αλήθειαν, ότι δεν δύναται να παραδώση
τον λόγον εκείνον, όστις τω όντι είναι αδύνατον να εννοηθεί άνευ
ιστορίας. είπε δε να παραδώση μόνον, γραμματικώς, αν
θέλωση. (Σταγειρίτης 1815, κα΄).
Μια
μεταγενέστερη μαρτυρία του Ζακύνθιου ιστοριογράφου, Ερμάννου Λούντζη
(1806-1868), που περιγράφει τα πρώτα γράμματα είναι επίσης
συγκλονιστική:
Αφ’ ου εν αυτώ τω σχολείω έμαθον αλφάβητον, ήρχισα και την ανάγνωσιν
εις το Οκτωήχι. Η ούτως δε λεγομένη ανάγνωσις συνίστατο εις το να
διακρατώ εις την μνήμην φθόγγους, του οποίους ουδαμώς ηννόουν. «Κυκλώσατε
λαοί», ενθυμούμαι ότι ήσαν αι πρώται λέξεις του τροπαρίου,
πρώτου κειμένου της αναγνώσεως. Το κυκλώσατε δια της αναλογίας της
φωνής με την λέξιν κλώσσα, είχεν ίσια ίσια διεγείρει εις τον νούν μου
την ιδέαν της κλώσσης. Ψιττακίζοντος δε του τροπαρίου, πάντοτε
παρίστατο εις την φαντασίαν μου, κλώσσα περιστοιχισμένη από τα
κλωσσοπούλια της (Λούντζης 1962, σ. 31).
3. 1 ΑΘΩΝΙΑΔΑ ΣΧΟΛΗ (1752-1759)
Η Αθωνιάδα
Σχολή υπήρξε το σημαντικότερο ανώτερο πνευματικό ίδρυμα που γνώρισε η
ελληνική παιδεία στη διάρκεια του δεκάτου ογδόου αιώνα, γιατί
αναντίρρητα η λειτουργία της οριοθετεί μια νέα ιστορική περίοδο για τη
διδασκαλία της ‘θύραθεν παιδείας’. Αποτελεί ένα συμβατικό
ορόσημο και λειτουργεί ως άξονας αναφοράς και καταλύτης διαφοροποίησης
της παιδείας. Επηρεάζει αποφασιστικά τις εξελίξεις στα επόμενα χρόνια
και συνιστά πρότυπο μίμησης για μεταγενέστερες προσπάθειες διδακτηρίων
που γίνονται στην Κωνσταντινούπολη και τις πόλεις των Μικρασιατικών
παραλίων. Το όραμα των ιδρυτών της αλλά και των δασκάλων να
προσομοιάσει της Πλατωνικής Ακαδημίας φαίνεται να μην απέχει πολύ από
την πραγματικότητα τόσο από απόψεως περιβάλλοντος όσο και από απόψεως
προγραμμάτων και διδασκαλίας (Αγγέλου, 1963).
(Φορείς:
Πατριαρχείο-Συντεχνίες-Ιερά Κοινότητα Αγίου Όρους)
Ιδιόκτητο κτίριο -Σχολάρχης
Ευγένιος Βούλγαρης
Ι. Κατώτερος Κύκλος των Γραμματικών Μαθημάτων
Α΄ Ομάδα
Αρχάριοι Β΄ Ομάδα Προχωρημένοι
Α΄Τμήμα |
Β΄ Τμήμα |
Α΄ Τμήμα |
Β΄ Τμήμα |
Στοιχεία Γραμματικής |
Τεχνολογία |
Θεματογραφία |
Σύνταξη Δ΄ Βιβλίο Θ. Γαζή |
ΙΙ. Ανώτερος κύκλος των Φιλοσοφικών Μαθημάτων.
Φιλοσοφικά |
Μαθηματικά |
Φυσική
|
Λατινικά |
Λογική
(J.
B. Duhamel)
Philosphia vetus et
nova ad usum scholae accomodata
|
Αριθμητική
(Chr.
Wolff |
Philosphia naturalis
(J. B.
Wucker)
Εισαγωγή στη Φιλοσοφία 1736 (G. I. Gravesande)
|
|
(E. Purchot) |
Γεωμετρία
(A. Tacquet) |
Κοσμογραφία
Περί Συστήματος του Παντός–Σύστημα του
Τύχωνος |
|
Elementa
Metaphysicae 1743
(A. Genovesi)
|
|
|
|
Δοκίμιο του John
Locke |
|
|
|
Πηγές: ΕΒΕ Κώδ. 1333, 1158, 1160, 1242,
2390
ΣΦΝΦ Κώδ. 16
ΜΠΤ Κώδ. 40
ΕΦΣΚ Χφ 95
Ευγένιος Βούλγαρης (1766, 1767, 1805, 1806)
Το
πρόγραμμα αυτό δεν είναι επίσημα καταγεγραμμένο στο ιδρυτικό σιγίλλιο
του πατριαρχείου. Όμως το πλούσιο υπόβαθρο των πληροφοριών που μας
παρέχει τόσο ο ίδιος ο Βούλγαρης στα έργα του που χρησιμοποιούνταν ως
διδακτικά εγχειρίδια και εκδίδονται αργότερα, όσο και μαθητές του
Ιώσηπος Μοισιόδακας (1780) και Σέργιος Μακραίος (1872) μας βοηθούν να
ανασυστήσουμε την πλήρη εικόνα του προγράμματος.
Οι
κατευθυντήριες αρχές του αφετηριακού εκπαιδευτικού εγχειρήματος για τα
δεδομένα της εποχής κινούνται μέσα στα πλαίσια του θρησκευτικού
ουμανισμού και επιδιώκουν το νεωτερισμό και την κοινωνική χρησιμότητα
σύμφωνα με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά πρότυπα. Άλλωστε η γνώση έπρεπε να
συνδέεται με την εμπειρία και τη γνωριμία της ανθρώπινης φύσης.
Ο
Βούλγαρης υιοθετώντας νεοπλατωνικές κατευθύνσεις και ακολουθώντας το
ζητούμενο της εποχής «μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω» (ΕΒΕ 1160,
φ.50) στο έργο του πορεύεται με προφυλάξεις και παρά τις
ανακαινιστικές προσπάθειες και νεωτερικές του ιδέες, οι προσπάθειές
του δεν είναι πάντοτε επιτυχείς. Το πρόγραμμα αποτελεί ένα συγκερασμό
ενός τρίσημου σχήματος: ορθοδοξία- αρχαίος κόσμος-δυτικός κόσμος.
Ουσιαστικά πρόκειται για μια εξέλιξη -κοινωνική ανατροπή μεγάλης
ευρύτητας- που επιβεβαιώνεται από την πρόσληψη που ακολουθεί στα
αμέσως επόμενα χρόνια. Απευθύνεται σε ένα μεγάλο αριθμό μαθητών, οι
οποίοι ως «πρόσφοροι αγωγής» μεταφέρουν τις ιδέες του σε
ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Αυτή η αποφασιστική αλλαγή και μετατόπιση,
όπως είναι φυσικό, προκαλεί αντιδράσεις και αποτελεί και μια
προεικόνιση για ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει. Το προχώρημα του
Βούλγαρη πέρα από τα καθιερωμένα μπορεί να ερμηνευθεί ως μια πρώτη
προσέγγιση ισορροπίας και συνύπαρξης μεταξύ γραμματικής παιδείας και
νέας επιστήμης, ώστε να μιλάμε για πριν και μετά Βούλγαρη εποχή,
γεγονός που αποτελεί σημαντικό τεκμήριο στη διαμόρφωση της παιδείας
του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.
3.2
ΣΧΟΛΗ ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙΟΥ (1776)
Κάθε νέα προσπάθεια δεν μπορεί παρά να αφορμάται από ορισμένες
προϋποθέσεις. Εδώ ως τέτοιες θα επισημάνουμε την κοινωνική
κινητικότητα που διαμορφώνεται σύμφωνα με τα νέα κοινωνικοπολιτικά
γεγονότα μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καναϊρτζή (1774) αλλά και την
επιρροή του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και κυρίως του Γερμανικού
φιλανθρωπισμού, για την ενσωμάτωση των θετικών επιστημών στο πρόγραμμα
που ακολουθεί. Σημειωτέον ότι από εδώ προέρχεται και η ορολογία των
σχολικών εργαστηρίων, τα οποία ονομάστηκαν «ταμεία φυσικής ιστορίας»
ή «πειραματικά θέατρα» (Αγγέλου 1999, σ. 422) και λειτούργησαν για
πρώτη φορά τη σχολική χρονιά 1779-80, υπό την εποπτεία του Μανασή
Ηλιάδη με εποπτικά όργανα που είχε προμηθευτεί το σχολείο από τη Δύση
το 1775 (Camariano-Cioran
1974, σ. 55).
Παρά τις
εκφραζόμενες αντιφατικές ιστορικές απόψεις για το ρόλο των φαναριωτών
ηγεμόνων -γλωσσομαθείς ανάμεσα σε άγλωσσους- στις παρίστριες
ηγεμονίες, όπως είναι γνωστό, αποτελούν ανερχόμενη οικονομική δύναμη
από τα τέλη του δεκάτου εβδόμου (Kορδάτος
1974, σς 19 κ.ε, Βatalden 1976, σ. 13).
Ωστόσο, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι στον τομέα της εκπαίδευσης
ενεργούν με τη συνείδηση και το πνεύμα της πεφωτισμένης δεσποτείας,
προκειμένου να μιμηθούν τα παραδείγματα του Φρειδερίκου της Πρωσίας
και της Αικατερίνης Β΄. Έτσι διαπιστώνουμε την ύπαρξη ενός
πολιτισμικού πυρήνα με την παρουσία και την ύπαρξη λογίων, που
έρχονται εδώ είτε ως διδάσκαλοι είτε ως παιδαγωγοί οικοδιδάσκαλοι. Το
γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να δεχθούμε αβίαστα την
οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα
αποτελεί ο Νικηφόρος Θεοτόκης που καταδιώκεται από τους σχολαστικούς
λίγο νωρίτερα από την Αυθεντική Ακαδημία του Ιασίου «δια νυκτός ως
δραπέτης», διακόπτοντας τις παραδόσεις των φυσικών μαθημάτων (Μοισιόδακας
1780, σ. 82).
Φορείς:
Αστική τάξη- Φαναριώτες (Ηγεμόνας: Αλέξανδρος Υψηλάντης 1726-1806).
Δάσκαλοι: Γραμματικών Μαθημάτων: Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης
Θετικών Επιστημών: Μανασής Ηλιάδης
Ιδιόκτητο κτίριο
Γραμματικά και εγκύκλια Μαθήματα
Α΄ Τάξη Αρχαρίων-Πρωτοπείρων) |
Γραμματικά
|
Β΄ Τάξη (Προβεβηκότων) |
Ελληνικά-Λατινικά |
Γ΄ Τάξη
|
Ποιητικά –Ρητορικά
Αριστοτέλους Ηθικά
Γυμνάσματα Ελληνικών και Λατινικών
Ιταλική-Γαλλική Γλώσσα |
Επιστημονικός Κύκλος
Δ΄ Τάξη |
Αριθμητική-Γεωμετρία Ιστορία-Ιστορική Γεωγραφία |
Ε΄ Τάξη |
Αριστοτελική Φιλοσοφία (Φυσικά) Αστρονομία
|
Πηγές:
Χρυσόβουλο Αλεξάνδρου Υψηλάντη (Α. Κομνηνός Υψηλάντης 1870, σς
584-590)
Εκείνο που
επισύρει την προσοχή μας από πλευράς περιεχομένου του προγράμματος
είναι η εισαγωγή της διδασκαλίας της ιστορίας για τη μεταβίβαση και
προαγωγή της ιστορικής συνείδησης στις νέες γενιές και της ιστορικής
γεωγραφίας για καταγραφή και απεικόνιση ολόκληρου του κόσμου, στοιχεία
που αποτελούν καινούρια ιστορική ενότητα στη διδασκαλία. Η απομάκρυνση
από το Εκείθεν στο Εντεύθεν διαμορφώνει και μια νέα συνιστώσα για την «επανερμηνεία των ανθρωπίνων πράξεων» δηλαδή την κατανόηση του
παρελθόντος αλλά και των κοινωνιών γενικότερα. Ο στόχος είναι
σαφής: η διαμόρφωση μιας νέας ιστορικής συνείδησης με την «αυγήν
της ελληνικής ημέρας» (Κούμας 1831, Στ΄, σ. λθ΄).
Η
γεωγραφία ως τρόπος επιστημονικής σκέψης με βάση την εξέταση και
αξιολόγηση εμπειρικών στοιχείων καθιερώνεται για πρώτη φορά στην
νεοελληνική παιδεία από το Μελέτιο Μήτρου, μετέπειτα Μητροπολίτη
Αθηνών (1703-1714) με το σημαντικό του έργο: Γεωγραφία παλαιά και
νέα προς το τέλος του δεκάτου εβδόμου αιώνα. Εντάσσεται όμως στα
σχολεία το τελευταίο τέταρτο του δεκάτου ογδόου αιώνα. Έτσι από τη
Γεωγραφία της Πίστης περνάμε στη Γεωγραφία του Κόσμου, αφού
η διδασκαλία της αποτελεί «ορμητική στροφή προς τη γνώση του
εξωτερικού κόσμου». Το γεγονός αυτό υποδηλώνει μια «κοσμοπολίτικη» άποψη για τον περιβάλλοντα κόσμο, τον οποίο ο πολίτης θα πρέπει να
γνωρίζει σε αντιδιαστολή με την «ουρανοπολίτικη» άποψη της
άλλης ζωής.
Για
τη χρησιμότητα της γεωγραφίας θα επικαλεσθούμε δύο σχετικές μαρτυρίες:
Η πρώτη προέρχεται από ένα ανώνυμο χειρόγραφο της εποχής και μας
προσδιορίζει το περιεχόμενο της γεωγραφίας. Στην εισαγωγή διαβάζουμε:
Η γεωγραφία είναι η επιστήμη, η οποία μας διδάσκει να γνωρίζωμεν δια
μέσου των χαρτών, την αξιολογωτέραν κατάστασιν όλης της γνωστής
επιφανείας της γηΐνης σφαίρας και των κατοίκων της (ΣΒΝΦ Κώδ. 41)
Παράλληλα, ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ στο έργο του: Θεωρία της Γεωγραφίας (Βιβλ. Μηλεών Κωδ. 784) επισημαίνει:
Η γεωγραφία είναι μία από των κυριωτέρων επιστημών, και δια τούτο αξία
είναι να παραδίδεται εις όλα τα σχολεία αδιαφόρως. αυτή
θεωρεί το μέγεθος, το σχήμα, τα μέρη της γης, και πάντα τα φαινόμενα.
Επιπροσθέτως, αξιοπαρατήρητη είναι η επίσημη υιοθέτηση της διδασκαλίας
δύο ξένων γλωσσών, που αποτελεί ένα καινούριο στοιχείο. Η ενσωμάτωση
στο σχολικό πρόγραμμα «αξιολογείται με μόνο κριτήριο την
ωφελιμότητα». (Reble 1992, σ. 243) Σημειώνεται ότι η γαλλική είχε καθιερωθεί ως γλώσσα της
διπλωματίας μετά τη Συνθήκη της Ράσταντ (=Ραστάτης) το 1714, ενώ η
Ιταλική κυριαρχούσε ως γλώσσα του εμπορίου.
3.3 ΠΑΓΚΟΙΝΟΣ
ΣΧΟΛΗ ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
Η
Πάγκοινος Σχολή του Κουρούτσεσμε (Ξηροκρίνης) στο Βόσπορο θα μπορούσε
να χαρακτηρισθεί ως «πραγματική διάδοχος» της Αθωνιάδας.
Ιδρύεται στην Κωνσταντινούπολη το 1805 με σχολάρχη το Δωρόθεο Πρώιο.
Είχαν ήδη ναυαγήσει τα σχέδια μιας πανεθνικής προσπάθειας γύρω στα
1800 για ανασύσταση εκ νέου της σχολής του Αγίου Όρους, λόγω
αντιδράσεων της μοναστηριακής κοινότητας. Η σχολή κατακλύζεται
πραγματικά από ένα μεγάλο αριθμό μαθητών «ιερωμένων και λαϊκών»
(ΠΕΦΣΚ 1878-89, σ. 221).
Φορείς: Πατριαρχείο -Εμπορικό στοιχείο της Πόλης
(Κοινή προσπάθεια πατριαρχείου –αρχόντων -πραγματευτών-Ιδιόκτητο
οίκημα)
Σχολάρχης: Δωρόθεος Πρώιος
Α΄ Τάξη
Μαθηματικά |
Νικηφ. Θεοτόκη |
Λογική |
|
Γραμματικά |
Ποιητικά του Ομήρου-Λογογραφικά Θουκυδίδου,
Πλουτάρχου-Ξενοφώντος-Ισοκράτους-Λουκιανού |
Β΄ Τάξη
Μαθηματικά |
Τριγωνομετρία - Κωνικαί τομαί- Άλγεβρα |
Μεταφυσική |
|
Γ΄ Τάξη
Φυσικά |
Νικηφόρου Θεοτόκη |
Ηθικά |
|
Δ΄ Τάξη
Θεολογικά |
(Ρητορική για Ιεροκήρυκες) |
Αστρονομικά |
|
Πηγή:
ΠΕΦΣΚ (1878-79 220 κε)
Προαπαιτούμενο εγγραφής των μαθητών στη Σχολή: «ο προσεχόμενος
μαθητής να έχη ολίγην τινά είδησιν της Γραμματικής και των
ευληπτοτέρων συγγραφέων» (ΠΕΦΣΚ 1878-79, σ. 221) Χαρακτηριστικό
στοιχείο εδώ είναι η απουσία της διδασκαλίας των ξένων γλωσσών και
αυτό βεβαίως έχει την εξήγησή του. «Η Μητρόπολη γίνεται εφεκτική».
Είναι πολύ κοντά άλλωστε το 1798, όταν πολλοί Έλληνες της Πόλης, «οι
οποίοι, αρκετά απερίσκεπτα, είχαν με κάποια φιλαρέσκεια στρέψει την
αγωγή των παιδιών τους προς το δημοκρατικό, έδιωξαν τους Γάλλους
οικοδιδασκάλους τους» (Κ. Θ. Δημαράς 1977, σ. 19), ενώ από πλευράς
του πατριαρχείου παρατηρείται μια σκλήρυνση έναντι του διαφωτιστικού
ρεύματος, η οποία συντελείται με τις διαμάχες «παλαιών και νεωτέρων»
και οδήγησε μόνο σε θεολογικό πάθος! Μια ακόμη μαρτυρία της εποχής
περιγράφει διαφωτιστικά το κλίμα της εποχής σχετικά με τη διδασκαλία
των ξένων γλωσσών. Πρόκειται για επιστολή του Δημητρίου Αθανασίου προς
του Ιωαννίτας φίλους του δημοσιευμένη το 1817 στο Λόγιο Ερμή (σς
85-86), όπου περιγράφει τις αντιδράσεις του Κοσμά Μπαλάνου, όταν
ανακαλύπτει ότι μαθητές της Σχολής του καταγίνονται με την εκμάθηση
της Ιταλικής γλώσσας:
Δεν εμπορώ να
λησμονήσω ό,τι συνέβη ποτέ εις 7 ή 8 μαθητάς, νέους και ευφείς, και με
καλήν κρίσιν νοός, οι οποίοι είχαν τελειώσει όλην την σειράν των
μαθημάτων και υπεδιδασκάλευον εις το σχολείον, έως να επιτύχουσιν
ευπορώτερον τινα το εμπορικόν επάγγελμα, ηθέλησαν να μάθωσι την
Ιταλικήν γλώσσαν παρά τινός Μεσολογγίτου, εις του οποίου την κατοικίαν
εσύχναζον. Τούτο μαθών ο διδάσκαλος τους εξώρισεν από το σχολείον,
τους έρριψε κακήν κακώς τα φορέματα έξω των κελλίων, όθεν
εκατοικούνταν, τους ωνόμασεν αθέους και νεωτεριστάς κτλ. Εκτός τούτων
εμποδίζει μεγάλως ο ρηθείς να μανθάνωσιν οι μαθηταί Ευρωπαϊκάς
διαλέκτους, λέγων ότι αυταί, γέμουσιν από άθεα βιβλία, κάμνουν να
αθεΐσουν, όσοι τας μανθάνουσι.
Όμως σημαντικό θα πρέπει να θεωρηθεί το γεγονός ότι σε
επιστολή-απάντηση των επιτρόπων της Σχολής προς τον πληρεξούσιο
εκτελεστή της διαθήκης του Νικηφόρου Θεοτόκη, Μωϋσή Κρίτζσκη στη Ρωσία,
στην οποία εκθέτουν τα πεπραγμένα της Σχολής, επισημαίνεται με
ιδιαίτερη έμφαση τόσο η έλλειψη σχολικών οργάνων φυσικής όσο και η
έλλειψη διδασκαλίας των ξένων γλωσσών τονίζοντας ότι «χρειάζονται
και άλλοι διδάσκαλοι και άλλων γλωσσών» (ΠΕΦΣΚ 1878-89, σ. 222).
4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Με
βάση τα τεκμήρια που παρουσιάσαμε και παρά τις δυσκολίες που
εμφανίζονται όπως αδυναμίες στη διδακτική ύλη και στη μέθοδο, πράγματα
που ήταν αναπόφευκτα, είναι φανερό ότι παρατηρείται μια διαρκής
άμιλλα για βελτίωση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, ώστε να
ενσαρκωθούν με εντυπωσιακό τρόπο οι παιδαγωγικές προσπάθειες της
εποχής.
Έτσι, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η πορεία της παιδείας του
Νεοελληνικού Διαφωτισμού «υπήρξε σταθερά ανοδική και εξελικτική» (Αγγέλου 1999, σ. 395), αφού εισάγονται και αναπτύσσονται
τα Μαθηματικά και οι Φυσιογνωστικές επιστήμες, καταφανής καινοτομία
της εποχής, ώστε «η Ελλάς τω περί την φιλοσοφίαν δειγερθείσα έρωτι,
και ούτω τας αφορμάς δεξαμένη των λόγων, διατρέχει προθύμως ήδη το
θαυμάσιον στάδιον», (Κούμας 1807, σ. ιζ΄).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Αγγέλου Α. (1988, 1999), Των Φώτων Α΄, Β΄, Αθήνα.
Αγγέλου Α. (1963), «Το χρονικό της Αθωνιάδας», Νέα Εστία 1963,
σς 84-105, Αθήνα.
Άγκυρα Κώδ. 16 Συλλογή Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου
Κωνσταντινουπόλεως ΙΘ΄αι. φ 1-94 [Θουκυδίδου συγγραφής
αποσημειώσεις από τα βιβλία α’-η΄ κατά τας παραδόσεις του διδασκάλου
Κωνσταντινουπόλεως Δωροθέου].
Βακαλόπουλος Απόστολος (1973), Ιστορία του Ελληνισμού, τ. Δ΄,
Θεσσαλονίκη.
Βιβλοθήκη Μηλεών Κώδ. 784 [Ιωσήπου του Μοισιόδακος, Θεωρία της
Γεωγραφίας].
Βούλγαρης Ευγένιος (1766), Λογική, Λειψία.
(1805), Ι. Σ. Γραβεζάνδου, Εισαγωγή εις την φιλοσοφίαν,
Μόσχα.
(1805), Περί Συστήματος του Παντός, Βιέννη.
(1805), Σχόλια εις το τέταρτον βιβλίον
της Θεοδώρου του Γαζή Γραμματικής, Βιέννη.
Γεδεών Μ. (1888), «Εκκλησία και Επιστήμη κατά τον ΙΗ΄ αιώνα»,
Εκκλησιαστική Αλήθεια Η΄, Κωνσταντινούπολη.
(1976), Η πνευματική κίνησις του έθνους τον ΙΗ΄ και ΙΘ΄αιώνα,
Νεοελληνικά Μελετήματα, Αθήνα.
Δαρβάρις Δημήτριος, (1803) Πρόχειρος Αριθμητική, Βιέννη.
Καράς Γιάννης (1992), Οι επιστήμες στην τουρκοκρατία, Αθήνα.
Κιτρομηλίδης Πασχάλης (1996), Νεοελληνικός Διαφωτισμός-Οι πολιτικές
και κοινωνικές ιδέες, Αθήνα.
Κομνηνός-Υψηλάντης Αθ., (1870) Εκκλησιαστικών και πολιτικών των εις
δώδεκα. βιβλίον Η΄, Θ΄, και Ι΄. ήτοι τα μετά
την Άλωσιν (1453-1789), Κωνσταντινούπολη.
Κορδάτος Γιάννης (1974), Ρήγας Φερραίος και η Βαλκανική Ομοσπονδία,
Αθήνα.
Κούμας Κωνσταντίνος (1831), Ιστορίαι των Ανθρωπίνων Πράξεων,
Βιέννη.
(1807), Σειράς στοιχειώδους των Μαθηματικών
και Φυσικών
Πραγματειών, Βιέννη.
Λούντζης Ε. (1962), Ανέκδοτα Κείμενα, Εισαγωγή-Σχόλια, Ντίκος
Κονόμος, Σ.Ω.Β., Αθήνα.
Μοισιόδακας Ιώσηπος (1767), Θεωρία της Γεωγραφίας, Βουκουρέστι.
(1780), Απολογία, Βιέννη.
Περιοδικό Ελληνικού
Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως (ΠΕΦΣΚ) 1878-79, σς
220-235, Κωνσταντινούπολη.
Περιοδικό, Ρωμανός
ο Μελωδός, (1932), Παρίσι.
Σπουδαστήριο
Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, (ΣΒΝΦ)
Κώδ. 16 [Ευγενίου του Βουλγάρεως, Εισαγωγή εις τα αριθμητικά τοις
κατά την Αθωνιάδα ακαδημία των επιστημών ακροωμένοις συντόμως
σχεδιασθείσθα].
Σταγειρίτης Αθανάσιος (1815), Ωγυγία ή Αρχαιολογία, Βιέννη.
Σταμπουλίδου Ελένη (1999) «Ο Ερμήλος του Μιχαήλου Περδικάρη»,
Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Πρακτικά Πανελληνίου Συνεδρίου, 8-10
Νοεμβρίου 1996, Κοζάνη.
Batalden Stephen (1976), Catherine II’s Greek
Prelate Eugenios Voulgaris in Russia 1771-1806, Βοulder Columbia
University Press, New York.
Camariano-Cioran, (1974), Les academies princièrs du
Bucharest et de Jassy et leurs professeurs.
Reble Arthur, (1992), Ιστορία της
παιδαγωγικής, Μετφρ. Θ. Χατζηστεφανίδης-Σοφία Χατζηστεφανίδου-Πολυζώη,
Αθήνα.
|