Η νομοθεσία περί σχολικών βιβλίων κατά τον 19ο αιώνα: Η καποδιστριακή περίοδος Σόνια ΓEΛΑΔΑΚΗ , δ.φ.Ιστορικός-Καθηγήτρια Δ.Ε. Διδάσκουσα στον Τομέα Παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών ΠΕΡΙΛΗΨΗ Το σχολικό βιβλίο είναι αναντίρρητα ένας από τους βασικότερους παράγοντες τους εμπλεκόμενους στη διαδικασία παραγωγής της γνώσης, αφού περιλαμβάνει όλα όσα η κοινωνία θέλει στην κάθε ιστορική περίοδο να διαφυλάξει και να διαδώσει στις επόμενες γενιές. Όμως, όσο η σημαντικότητά του σχολικού βιβλίου είναι αναμφισβήτητη άλλο τόσο η τύχη του είναι αμφιλεγόμενη, επειδή την καθορίζουν αποκλειστικά και μόνο οι κρατικές νομοθετικές οριοθετήσεις. Κατά την καποδιστριακή περίοδο (1828-1831) είναι γεγονός ότι η προσπάθεια καθιέρωσης ενός συγκεντρωτικού κράτους επηρέασε και τον εκπαιδευτικό μηχανισμό. Με το σκεπτικό αυτό λοιπόν, η θεσμοθέτηση των ανάλογων κρατικών οργάνων και η επάνδρωσή τους, οι απροκάλυπτες ή καλυμμένες προσπάθειες της κεντρικής εξουσίας να επιβάλει σε όλα τα στελέχη μια κοινή συμπεριφορά, καθώς και η υιοθέτηση του αποβλέποντος σε κοινή ωφέλεια σκοπού από την πλευρά των τελευταίων είναι μερικά από τα σημεία που θίγονται στην παρούσα ανακοίνωση προκειμένου να διαπιστωθεί ο βαθμός επιβολής κρατικού ελέγχου στο σχολικό χώρο μέσω των σχολικών βιβλίων. ABSTRACT One of the most important perimeter affecting the quality of education is textbooks. This is indisputably supported by theories of various persuasions, because the textbooks carry information and ideas which society wants not only to preserve but also to implant to the future generations. Yet, in spite of their centrality to teaching of all kinds and all levels of instruction, textbooks themselves are closely associated with the laws of the state. Indeed, during the period (1828-1831), the Greek education system was influenced by Capodistrias efforts to adopt a centralized way of governing. Thus, some of the points discussed in this paper are: the legislation imposed, the administration established, the obvious or hidden governmental efforts that aimed to persuade teachers to accept the common intentions and their reactions. Therefore, the aim of the paper is to clarify the issues regarding the control of the state through textbooks in all kinds and levels of schooling. 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το ότι το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα είναι δομικά και λειτουργικά συγκεντρωτικό, είναι ένα γεγονός που τεκμηριώνεται τόσο βιβλιογραφικά όσο και βιωματικά. Το οργανωτικό αυτό μοντέλο έχει πίσω του μια προϊστορία 200 περίπου χρόνων από το 1833 που καθιερώθηκε επισήμως σε μια προσπάθεια να επιβληθεί ομοιομορφία σε κάθε επιμέρους πτυχή της εκπαιδευτικής διαδικασίας (Ανδρέου & Παπακωνσταντίνου, 1994) μέσα στο ελληνικό κράτος, όπου οι φυλετικές, θρησκευτικές και πολιτισμικές μειονότητες ήταν αριθμητικά περιορισμένες (Μπόμπας, 1995). Η σύσταση του νεοελληνικού κράτους ωστόσο, δεν έγινε το 1833. Είχε προηγηθεί η καποδιστριακή περίοδος, μια 3ετία κατά την οποία το σύστημα διοίκησης και εποπτείας της εκπαίδευσης υπάκουσε στην ίδια αρχή. Με μια διαφορά όμως. Όπως έχει ειπωθεί, «ο τότε συγκεντρωτισμός είχε φτάσει στην πληρέστερη μορφή του» (Petropulos, 1985), πράγμα που σημαίνει ότι όλες οι εκπαιδευτικές λειτουργίες είχαν θεσμοθετηθεί με τρόπο ώστε ο έλεγχος και η εξισορρόπησή τους να βρίσκονται αποκλειστικά στα χέρια της κεντρικής εξουσίας. Η υιοθέτηση ενός τέτοιου μοντέλου βέβαια, δεν είναι ούτε απλή ούτε μονοσήμαντη υπόθεση και, εκτός από την πολιτική βούληση, προϋποθέτει τόσο την ύπαρξη κατάλληλων κρατικών θεσμών όσο και την ανάπτυξη σχετικών νομοθετικών οριοθετήσεων (Καραπιδάκης, 1991). Έτσι, πιστεύουμε πως, όσο ενδιαφέρον παρουσιάζει η νομοθεσία περί σχολικών βιβλίων της περιόδου άλλο τόσο σημαντικό είναι να ανιχνευθούν οι μεθοδεύσεις με τις οποίες η κεντρική εξουσία προοδευτικά υποχρέωνε τα διοικητικά όργανα της εποχής να πραγματώσουν τους κρατικούς σκοπούς, και αυτό θα επιχειρήσουμε να κάνουμε στη συνέχεια. 2. Η ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΠΕΡΙ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, τη θεσμοθετημένη εκπαίδευση αποτέλεσαν δύο βασικές σχολικές βαθμίδες, ένα πρωτοβάθμιο (κρατικό ή κοινοτικό) αλληλοδιδακτικό και ένα μέσο (κοινοτικό ή κρατικό) Ελληνικό σχολείο, συνεπικουρούμενες από τα τρία πρότυπα (=πειραματικά) κρατικά σχολεία του συγκροτήματος της Αίγινας, καθώς και ελάχιστα -κρατικά επίσης- εκπαιδευτήρια εξειδικευμένων κατευθύνσεων, όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα. Σε όλα αυτά τα αλληλοεξαρτώμενα υποσυστήματα του εκπαιδευτικού συστήματος χρησιμοποιήθηκαν δύο ειδών σχολικά βιβλία, οι κρατικές εκδόσεις και εγκεκριμένα από το υπουργείο εγχειρίδια, για την παραγωγή, τη διακίνηση και τη χρησιμοποίηση των οποίων αναπτύχθηκε ένα δίκτυο που σχηματικά μπορεί να παρασταθεί ως εξής: 4. ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Η κρατική εκδοτική δραστηριότητα της περιόδου περιλαμβάνει λίγους πίνακες ανάγνωσης-γραφής, τρία εγχειρίδια Θρησκευτικών και ένα γραμμικής Ιχνογραφίας για τα πρωτοβάθμια (=αλληλοδιδακτικά) σχολεία, καθώς και τρεις ή τέσσερις εκδόσεις με αρχαιοελληνικά κείμενα και ελαχιστότατες άλλες δευτερευόντων μαθημάτων για τις ανάγκες των διδασκόντων στα πρότυπα σχολεία. Όλα τυπώθηκαν στο Εθνικό Τυπογραφείο της Αίγινας και υπακούν σε συγκεκριμένες προδιαγραφές. Πρόκειται για χαμηλού κόστους εκδόσεις, ολιγοσέλιδες, μικρού σχήματος (8ου) ή πολύ μικρού (16ου), με απλά τυπογραφικά στοιχεία, χωρίς καθόλου εικονογράφηση, ενώ σε κανένα δεν έχει παρέμβει επαγγελματίας διορθωτής (Δρούλια, 1964) σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε προεπαναστατικά (Πατρινέλλης, 1981). Από τις παραπάνω εκδόσεις, για ελάχιστες δημοσιεύθηκαν «βιβλιοκρισίες» καταργώντας έτσι άλλη μια παράδοση που είχε ξεκινήσει προεπαναστατικά Τώρα πια αντίστοιχες παρουσιάσεις δεν συνιστούσαν παρά απλή γνωστοποίηση του καινούργιου βιβλίου στο μαθητικό κοινό και, αν τις διέκρινε κάποια κριτική διάθεση, δεν εξυπηρετούσε παρά μόνο πολιτικές σκοπιμότητες, αφού οι βιβλιοκριτικοί κατά κανόνα ήταν προσκείμενα στην κεντρική εξουσία άτομα ή φορείς. 4.1 ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ – ΕΓΚΡΙΣΗ - ΣΥΓΓΡΑΦΗ Έξι επιτροπές, οι οποίες συστάθηκαν όλες με εντολή της κεντρικής εξουσίας, ήταν εκείνες που σχεδίασαν, ενέκριναν ή ανέλαβαν τη συγγραφή των κρατικών εκδόσεων. Η πρώτη, ήταν μια επιτροπή τεσσάρων γλωσσομαθών λογίων, των H. A. Dutrone, Δημητρίου Σκαρλάτου, Κωνσταντίνου Ρωσσέτου και Κωνσταντίνου Κοκκινάκη (Δασκαλάκης, 1968), που ανέλαβε να μεταφράσει βιβλία της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το έργο της ολοκληρώθηκε μεν, τοποθετήθηκε όμως στο αρχείο αξιολογούμενο ως πρόχειρη προσπάθεια (Αβδάλη, 1995). Τη δεύτερη επιτροπή, την αποτελούσαν τέσσερις αρχιερείς και ανέλαβε να αξιολογήσει ένα βιβλίο Θρησκευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (Δασκαλάκης, 1968), έργο του Βαρθολομαίου Κουτλουμουσιανού γνωστού συγγραφέα από τον εξωελλαδικό χώρο (Δασκαλάκης, 1968). Τη θετική γνωμάτευσή της, την υπέβαλλε η επιτροπή στη Γραμματεία (=υπουργείο) Δημοσίου Παιδείας και η έκδοση του βιβλίου συμπεριλήφθηκε στον κρατικό προγραμματισμό (Δημαράς, 1962). Μια τρίτη επιτροπή πάλι, επιφορτίστηκε να επιλέξει μια γραμματική και ένα ανθολόγιο που θα χρησιμοποιούνταν στα Ελληνικά σχολεία (Δασκαλάκης, 1968). Μέλη της ήταν τρεις σημαντικοί λόγιοι-εκπαιδευτικοί της εποχής, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Γεώργιος Γεννάδιος και ο Ιωάννης Βενθύλος, από τους οποίους οι δύο πρώτοι είχαν εκπονήσει το 1828 και άλλη μια μελέτη σχετική με τα σχολικά βιβλία. Η τελική έκθεση αυτής της επιτροπής (Δασκαλάκης, 1968) περιλάμβανε προτάσεις για συγγραφή τριών βιβλίων συγκεκριμένης θεματικής, των ίδιων που περιλαμβάνονταν και στην παλαιότερη μελέτη (Λουλές, 1985), καθώς και για προμήθεια αρκετών άλλων από το εξωτερικό (Δασκαλάκης, 1968). Οι Dutrone, Ιωάννης Κοκκώνης και Νεόφυτος Νικητόπουλος αποτέλεσαν την τέταρτη επιτροπή (Αβδάλη, 1995). Εκείνη αρχικά έκρινε το έργο της πρώτης και, στη συνέχεια, εποπτευόμενη από τον Ανδρέα Μουστοξύδη αναβαθμίστηκε σε «Α΄ Επί της Προπαιδείας Επιτροπή» (Μπελιά, 1970. Κούκκου, 1989. Αβδάλη, 1995), τελικό προϊόν της οποίας ήταν ο σχεδιασμός μερικών βασικών αλληλοδιδακτικών πινάκων και δύο βιβλίων για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση που τυπώθηκαν σχεδόν αμέσως. Η πέμπτη επιτροπή, η λεγόμενη «Β΄ Επί της Προπαιδείας» συγκροτήθηκε από τα εναπομείναντα μέλη της Α΄, δηλαδή τον Κοκκώνη και τον Μουστοξύδη, προσαυξημένα κατά ένα, τον Μιχαήλ Σχινά, και ανέλαβε να ασχοληθεί με την οργάνωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (Μπελιά, 1969). Στην έκθεση η οποία υποβλήθηκε μετά το τέλος των εργασιών (Δασκαλάκης, 1968), προτεινόταν η συγγραφή τριών βιβλίων, η τύχη τους όμως, καθορίστηκε από τη δολοφονία του Καποδίστρια και τα γεγονότα που ακολούθησαν. Κοντά στη λήξη της περιόδου τέλος, στο υπουργείο Παιδείας συστάθηκε και λειτούργησε μια ακόμη επιτροπή, η οποία ασκούσε προληπτικό έλεγχο στα περιεχόμενα όσων χειρόγραφων σχολικών βιβλίων υποβάλλονταν στην κυβέρνηση για έκδοση. Μετά τη θετική γνωμάτευση αυτής της τελευταίας επιτροπής, ο κρατικός προϋπολογισμός θα κάλυπτε όλα ή μέρος των εξόδων της εκτύπωσης και το έργο θα διανεμόταν στη μαθητιώσα νεολαία (Κουμαριανού &Δρούλια &Layton, 1986). 5. ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ Η πενιχρή κρατική βιβλιοεκδοτική παραγωγή δεν επαρκούσε, όπως είναι ευνόητο, για την πλήρωση των αναγκών της διδακτικής πράξης. Έτσι, προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι δυσκολίες χρησιμοποιήθηκαν και εγκεκριμένα βιβλία από τα περιλαμβανόμενα σε δύο Εθνικούς Καταλόγους: ένα για την πρωτοβάθμια και ένα για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. 5.1 ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ Οι τρόποι προσπορισμού των εγκεκριμένων βιβλίων ποίκιλαν. Κάποια ήταν εκδόσεις του εξωελλαδικού χώρου που είχαν χαριστεί αυτοβούλως στην ελληνική κυβέρνηση από τους εκδότες ή πλούσιους ομογενείς με σκοπό να μοιραστούν στη σπουδάζουσα νεολαία. Τέτοιες δωρεές συνήθως, γίνονταν ευμενώς δεκτές. Τα ονόματα των δωρητών καταχωρούνταν στη Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος (Μαυροσκούφης, 1996), η κυβέρνηση δεν παρέλειπε να εκφράσει την ευγνωμοσύνη της δημοσίως, ενώ υπήρχαν και περιπτώσεις που προσωπικά ο Κυβερνήτης απηύθυνε ευχαριστίες στους δωρητές. Αντιθέτως, η στάση της κεντρικής εξουσίας υπήρξε ιδιαίτερα επιφυλακτική στις προσφορές των μισιοναρίων, τις προερχόμενες από τις εκδόσεις του τυπογραφείου της Αγγλικανικής Εκκλησίας (Layton, 1971. Πολέμης, 1973) που λειτουργούσε στη Μάλτα. Στις εκδόσεις του συγκεκριμένου τυπογραφείου κατά το διάστημα 1828-1831 εμπεριέχονται τουλάχιστον 90 τίτλοι ελληνικών σχολικών βιβλίων (Layton, 1971) γραμμένων σε απλή γλώσσα, στοιχείο που αποτελούσε άλλωστε και το μεγάλο τους προσόν. Από τα παραπάνω, στην Ελλάδα δωρίστηκε ένας μεγάλος αριθμός αντιτύπων, ενώ τουλάχιστον δέκα είναι τα βιβλία που σίγουρα μοιράστηκαν στα αλληλοδιδακτικά σχολεία. Κάποια άλλα από τα εγκεκριμένα βιβλία ήταν έργα επωνύμων συγγραφέων που προμηθεύτηκε η κυβέρνηση από τις αγορές του εξωτερικού (Ευαγγελίδης, 1936. Δημαράς, 1962) και τη δαπάνη κάλυψαν ο κρατικός προϋπολογισμός ή οι τόκοι των καταθέσεων ομογενών υπέρ των δημοσίων σχολείων στη Χρηματιστική Τράπεζα της Ελλάδος. Η παλαιότερη παραγγελία από τη Γαλλία και τη Γερμανία εμπεριέχεται στα πρακτικά της τρίτης από τις επιτροπές για τις οποίες έγινε λόγος παραπάνω. Τη διεκπεραίωσή της ανέλαβαν μεσάζοντες και, παρότι η συνεργασία τους με την ελληνική κυβέρνηση δεν ήταν ιδιαίτερα ικανοποιητική με αποτέλεσμα η παραλαβή να καθυστερήσει (Δασκαλάκης, 1968) , η ίδια διαδικασία επαναλήφθηκε τουλάχιστον άλλες δύο φορές με τα βιβλία Μαθηματικών του Ιωάννη Καρανδινού και τους αλληλοδιδακτικούς πίνακες του Γεωργίου Κλεόβουλου (Βελέλης, 1908). Μια τρίτη κατηγορία εγκεκριμένων βιβλίων αποτέλεσαν επίσης οι εκδόσεις ιδιωτών, το κόστος των οποίων καλυπτόταν από προεγγραφές συνδρομητών (Κουμαριανού & Δρούλια & Layton, 1986). Αρκετές φορές, στις «ειδοποιήσεις» ανάλογων εκδόσεων τις καταχωρημένες στον τύπο της περιόδου εμφανίζονται ως συνδρομητές και κάποιοι πληρεξούσιοι της κυβέρνησης (Βελουδής, 1987) με ποσά προερχόμενα από τον κρατικό προϋπολογισμό, όπως συνέβη, λόγου χάρη, με τα «Απομνημονεύματα του Ξενοφώντος» του Χαράλαμπου Παμπούκη, τα «Στοιχεία της ελληνικής γλώσσης» του Θεόκλητου Φαρμακίδη ή το λεξικό του Άνθιμου Γαζή. Όλες οι ομοειδείς συγγραφές, μετά την εκτύπωσή τους, εμπλούτιζαν έναν από τους δύο Εθνικούς Καταλόγους. 6. ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ Τόσο οι κρατικές εκδόσεις όσο και τα εγκεκριμένα εγχειρίδια συγκεντρώνονταν και αποθηκεύονταν στη Κεντρικό σχολείο της Αίγινας, όπως γίνεται φανερό από τους καταλόγους της βιβλιοθήκης του. Εκείνη η βιβλιοθήκη ήταν μεν σχολική, επιτελούσε όμως μια συνθετότερη λειτουργία, αφού εξυπηρετούσε ως αναγνωστήριο τους μαθητές και το διδακτικό προσωπικό των προτύπων εκπαιδευτηρίων, λειτουργούσε ως διαμετακομιστικό κέντρο για το 1/3 των προερχομένων από δωρεές ή αγορές βιβλίων και χρησίμευε ως αποθηκευτικός χώρος των μη κατάλληλων για χρήση στα σχολεία, τα οποία επρόκειτο να πωληθούν προκειμένου να αντικατασταθούν με άλλα χρησιμότερα. Επειδή όμως η πρώτη προσπάθεια διαχωρισμού των αποκλειστικά σχολικών βιβλίων επιχειρήθηκε μετά τον θάνατο του Καποδίστρια, δεν είμαστε σε θέση να ξέρουμε πόσες ακριβώς ήταν οι καταχωρήσεις κατά τα έτη της διακυβέρνησής του. Γνωρίζουμε πάντως, ότι από εκεί ξεκίνησαν όλες οι αποστολές βιβλίων προς την περιφέρεια και ότι την ευθύνη για τη διακίνηση κράτησε όλο το διάστημα ο Έφορος του Κεντρικού σχολείου Μουστοξύδης, ο οποίος μάλιστα αμειβόταν ξεχωριστά για την εμπλοκή του στη διαδικασία (Δασκαλάκης, 1968). Ως παραλήπτες του υλικού τέλος, παρότι όλες οι ενέργειες επικυρώνονταν με τα απαραίτητα παραστατικά παράδοσης-παραλαβής, εμφανίζονται μόνο οι αντιπρόσωποι του κρατικού περιφερειακού συστήματος ή οι ίδιοι οι δάσκαλοι των σχολείων και ποτέ οι τοπικοί άρχοντες. 7. ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ Το κάθε σχολείο πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δικαιούταν μια ποσότητα βιβλίων ανάλογη με το μαθητικό του δυναμικό κι ακριβώς αυτήν τού παρείχαν οι κρατικές αποστολές (Αντωνίου, 1992). Τα βιβλία των αποστολών συνυπολογίζονταν στην κινητή περιουσία του εκπαιδευτηρίου και δεν ανήκαν στους μαθητές. Οι τελευταίοι τα χρησιμοποιούσαν μόνο μέσα στο σχολικό χώρο. Μπορούσαν ωστόσο, εφόσον το επιθυμούσαν, να τα προμηθευτούν και από το ελεύθερο εμπόριο για κατ’ οίκον μελέτη. Όσο για το ύψος της τιμής ενός σχολικού βιβλίου, εξαιρετικά χρήσιμα θα μπορούσαν να μας φανούν τα Πρακτικά του Εθνικού Τυπογραφείου. Εκεί όμως, οι καταγραφές είναι μεν λεπτομερείς αφού παρατίθενται ο τίτλος, το όνομα του συγγραφέα, μεταφραστή ή εκδότη, το σχήμα των τυπογραφικών φύλλων και ο αριθμός των αντιτύπων, αλλά ως κόστος αναφέρεται μόνο το συνολικό της έκδοσης και όχι η λιανική τιμή του κάθε βιβλίο. Έτσι λόγω της έλλειψης άμεσων τεκμηρίων, δεν μας μένει παρά να προσεγγίσουμε την αλήθεια εμμέσως. Με τις τιμές των κυριότερων καταναλωτικών προϊόντων να κυμαίνονται ανάμεσα στα 1,50-17,35 γρόσια η οκά (Μαυροσκούφης, 1996) και με τους μηνιαίους διδασκαλικούς μισθούς να φτάνουν τα 200-300 γρόσια (Μαυροσκούφης, 1996) λοιπόν, ο πρώτος τόμος της κρατικής «Γραμματικής της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσης» του Γ. Γεννάδιου κοστολογήθηκε με 17,50 γρόσια (Γεννάδιος, 1832), ενώ ο αντίστοιχος τόμος της ιδιωτικής «Εγκυκλοπαίδείας» του Θ. Φαρμακίδη (Δασκαλάκης, 1968) κόστιζε στο λιανικό εμπόριο ακόμη περισσότερο, αγγίζοντας τα 55 γρόσια. Και στις δύο περιπτώσεις δηλαδή, έχουμε να κάνουμε με ποσά σχεδόν απαγορευτικά για τον μέσο επαγγελματία-γονέα της εποχής. 8. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σ’ ένα κράτος δυτικού τύπου που μόνο αυτό μπορούσε να διασφαλίσει τα λαϊκά συμφέροντα όπως εκείνο της καποδιστριακής περιόδου (Κοντογεώργης, 1986), επιδιώχθηκε να δημιουργηθεί μια νομοθεσία περί σχολικών βιβλίων, η οποία στο όνομα της ομοιομορφίας απέβλεπε όντως στον πλήρη έλεγχο της κυκλοφορίας και της χρήσης τους. Σε αυτό το πλαίσιο, ο σχεδιασμός, η έγκριση και η συγγραφή των κρατικών εκδόσεων ανατέθηκε σε ειδικές επιτροπές, ενώ η εκτύπωσή τους θεωρήθηκε ότι ανήκε αποκλειστικά στις κρατικές αρμοδιότητες και με τον τρόπο αυτό, εκ των πραγμάτων, παρακάμφθηκαν όλες οι σχετικές με τη διαδικασία επαγγελματικές ομάδες, όπως οι διορθωτές ή οι τυπογράφοι. Όσον αφορά στα εγκεκριμένα βιβλία πάλι, παρότι τα ονόματα των συντακτών των Εθνικών Καταλόγων δεν έχουν γίνει γνωστά, νομίζουμε ότι κανένας δεν πρέπει να αμφιβάλει πως στη διαμόρφωση των περιεχομένων τους βαρύνοντα λόγο θα είχαν τα μέλη των ίδιων επιτροπών. Επίσης, όσο σίγουρο είναι ότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα είχαν ως άτομα την ολοκληρωτική αποδοχή της κεντρικής εξουσίας άλλο τόσο σίγουρο είναι ότι τα όρια μέσα στα οποία θα κινούνταν οι κάθε είδους διαδικασίες ήταν σαφώς προδιαγεγραμμένα (Δασκαλάκης, 1968. Κούκκου, 1989). Παρόλα αυτά, η παρουσία του ίδιου ατόμου, του στενότερου συνεργάτη του Κυβερνήτη Μουστοξύδη, στις σημαντικότερες από τις επιτροπές, θεωρήθηκε ως επιβεβλημένη (Αβδάλη, 1995), επειδή προσέφερε μια επιπλέον εγγύηση ότι θα αποφεύγονταν οι οποιεσδήποτε παρεκκλίσεις. Ωστόσο, και πάλι η απόλυτη χειραγώγηση δεν επιτεύχθηκε. Την καλύτερη επιβεβαίωση του ισχυρισμού αυτού αποτελεί η περίπτωση της «Α΄ επί της Προπαιδείας Επιτροπής», όπου δύο από τα μέλη αρχικά συμμάχησαν προκειμένου να αποτρέψουν οποιαδήποτε κυβερνητική παρέμβαση (Αβδάλη, 1995) και, στη συνέχεια, προσπάθησαν να επιβάλουν μεμονωμένα τις απόψεις τους στην ομάδα για ίδιον όφελος. Από την άλλη πλευρά, είναι εμφανές ότι οι επιτροπές αποτέλεσαν προσωρινή λύση. Απώτερος στόχος υπήρξε η ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου νομοθετικού πλαισίου για τα σχολικά βιβλία, και επάνω σε αυτό το θέμα και προβληματισμοί αναπτύχθηκαν και προτάσεις υποβλήθηκαν. Κάπου εκεί, μπορεί να ενταχθεί μια πρόταση σχετική με την κρατική βιβλιοπαραγωγή που έγινε το 1831 και, ως επικρατέστερη, τη θεωρούμε ενδεικτική των προθέσεων της κυβέρνησης και για τις υπόλοιπες διαδικασίες. Προέβλεπε την προκήρυξη ενός διαγωνισμού συγγραφής σε εθνική κλίμακα θέτοντας ως κίνητρο τη χρηματική επιβράβευση του δημιουργού του επιλεγμένου έργου ή τη συμμετοχή του στα κέρδη τα προερχόμενα από την πώληση του βιβλίου στο ελεύθερο εμπόριο. Απέφευγε ωστόσο, να κάνει λόγο για τη σύνθεση της επιτροπής αξιολόγησης. Αντιθέτως, όπως ήταν διατυπωμένη, δεν έδειχνε να προβλεπόταν πουθενά η συμμετοχή εκπροσώπων από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Σε μια πρώτη ανάγνωση τέλος, φωτογράφιζε τους υποψήφιους συγγραφείς, οι οποίοι αναμφισβήτητα ήταν άτομα αντίστοιχων ιδεολογικών πεποιθήσεων με τον Κυβερνήτη (Κωνσταντινόπουλος, 1968). Οφείλουμε να κρατήσουμε μια επιφύλαξη πάντως, για το εάν τα πράγματα θα εξελίσσονταν ακριβώς έτσι, όταν η πρόταση θα αποτελούσε νόμο του κράτους. Στη διακίνηση των σχολικών βιβλίων τον συντονισμό διατήρησε ολόκληρη την περίοδο ο ίδιος στενότατος συνεργάτης της κυβέρνησης που τον είδαμε να εποπτεύει και τις επιτροπές συγγραφής. Μια τέτοια μεθόδευση επέτρεπε στην κεντρική εξουσία να ελέγχει διττά την κατάσταση: αφενός λειτουργώντας αποτρεπτικά στις περιπτώσεις που οι περιφερειακοί διοικητικοί παράγοντες θα προσπαθούσαν να προμηθευτούν βιβλία για τα σχολεία των περιοχών τους κατευθείαν από τους εκδότες και αφετέρου δημιουργώντας κωλύματα σε όσους συγγραφείς θα ήθελαν να επιβάλουν τα προσωπικά τους συγγράμματα παρακάμπτοντας τον κρατικό μηχανισμό (Δασκαλάκης, 1968). Στην πράξη όμως, η συγκεκριμένη μεθόδευση παρουσίασε κενά, τα οποία τελικά επέτρεψαν την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων και την εκδήλωση κρουσμάτων κερδοσκοπίας (Φασουλάκης, 198Ο-1981). Τέτοιου είδους κρούσματα θορυβούσαν εξαιρετικά την κυβέρνηση που έσπευδε να τα καταστείλει άμεσα, προτού προσφέρουν επιπλέον κίνητρα αμφισβήτησής της στους αντιπολιτευόμενους κύκλους. Η δωρεάν παροχή όλων των βιβλίων στα κρατικά και κοινοτικά σχολεία τέλος, ήταν μια πολιτική επιλογή της καποδιστριακής κυβέρνησης συνδεδεμένη με την πρόθεσή της να αναλάβει το κράτος τη μόρφωση των λαϊκών στρωμάτων του πληθυσμού. Σχετικά με την υποχρεωτική χρήση τους όμως, είχαν ληφθεί αποφάσεις και είχαν προβλεφτεί νομοθετήσεις, μόνο για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Έτσι, τα παρεχόμενα βιβλία δεν χρησιμοποιήθηκαν από τους εκπαιδευτικούς σε βαθμό αντίστοιχο των προσδοκιών της κυβέρνησης, πράγμα που πολύ λίγο είχε να κάνει με τους ιδεολογικούς ή πολιτικούς προσανατολισμούς τους. Και κυρίως οφειλόταν στην ελλιπή επιστημονική και παιδαγωγική τους κατάρτιση, η οποία είχε ως απόρροια μια έντονη απροθυμία να προσαρμόσουν τη διδακτική πρακτική σε καινούργια δεδομένα. Αυτό το φαινόμενο μάλιστα, ήταν ιδιαίτερα έντονο στη δεύτερη εκπαιδευτική βαθμίδα, η οποία, για εγγενείς λόγους, λειτούργησε περισσότερο αποκεντρωτικά. Παρά την επιβολή ενός άκρως συγκεντρωτικού μοντέλου διακυβέρνησης επομένως, ο κρατικός παρεμβατισμός δεν ήταν απόλυτος ως προς την παραγωγή, διακίνηση και χρησιμοποίηση των σχολικών βιβλίων κατά την καποδιστριακή περίοδο, αλλά επικράτησε ένας τύπος μεικτής οικονομίας. Πρόκειται για μια λύση αναπόφευκτη λόγω της οικονομικής εξάρτησης μεγάλου μέρους των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων από τις τοπικές εξουσίες και πιθανώς επιβεβλημένη από ένα κράτος το οποίο ουσιαστικά καθοδηγούσε μια ασχημάτιστη κοινωνία. Από την άλλη πλευρά βέβαια, το ολιγόχρονο της διακυβέρνησης του Καποδίστρια δεν μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε κατά πόσο έχουμε να κάνουμε με συνειδητή επιλογή ή απλώς ήταν μια μεταβατική φάση και αργότερα θα εφαρμοζόταν μονοπωλιακή πολιτική και θα επιβαλλόταν το ένα και μοναδικό βιβλίο στη σχολική πράξη, όπως συνέβη άλλωστε από την περίοδο της Αντιβασιλείας και εξής. Σημείωση: Η ανακοίνωση βασίζεται στην αδημοσίευτη διατριβή: Σ. Γελαδάκη, Η παροχή της εκπαιδευτικής γνώσης κατά την καποδιστριακή περίοδο: Αναλυτικά προγράμματα και σχολικά βιβλία, που υποστηρίχθηκε το 1998 στον Τομέα Παιδαγωγικής του Τμήματος Φιλοσοφίας - Παιδαγωγικής - Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. ΠΗΓΕΣ Αδημοσίευτες Γενικά Αρχεία του Κράτους, Υπουργείο Παιδείας Φάκελοι : αρ. 22 (22 Οκτωβρίου 1829), αρ. 24 (1 και 6 Φεβρουαρίου 1830), αρ. 25 (30 Μαρτίου 1830), αρ. 27 (28 Μαίου 1830), αρ. 36 (12 και 16 Φεβρουαρίου 1831), αρ. 37 (27 Μαρτίου 1831), αρ. 38 (16 Απριλίου 1831), αρ. 39 (4 Μαΐου 1831), αρ. 45, (26 Νοεμβρίου 1831), αρ. 57 (αχρονολόγητα). Δημοσιευμένες ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ / ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ Αιγιναία Φύλλα: Α΄ (15 Μαρτίου 1831), Ε΄ (15 Ιουλίου 1831), ΣΤ΄ (18 Αυγούστου 1831). Γενική Εφημερίς της Ελλάδος Φύλλα : 86 (1827), 77 (1827), 60 (1828), 46 Παράρτημα (1831).Εκκλησιαστική Αλήθεια, Α΄ (ΙΒ), 1880. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Αβδάλη, Α. (1995) Ο Καποδίστριας και η Επιτροπή Προπαιδείας, Δωδώνη, ΚΓ΄ (1), σελ. 5-80. Καραπιδάκης, Ν. (1991) Αρχεία και ιστορία των θεσμών. Κατάλογος θεμάτων για μια ιστορία της διοίκησης, Μνήμων, ΙΓ΄, σελ. 298-300. Κούκκου, Ε. (1989) Ο Καποδίστριας και η παιδεία (1827-1832). Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Αιγίνης (Αθήνα, Ερμής) |