Παναγιώτης ΓΑΛΑΝΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η παρουσίαση του Σχολείου Κορασίων Τριπόλεως, στα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα, σκοπό έχει να επισημάνει και να δείξει μέσα από το ανέκδοτο αρχειακό υλικό, τα μαθήματα επιλογής, το πρόγραμμα, τη μέθοδο διδασκαλίας, το διδακτικό προσωπικό και γενικά τη λειτουργία του εν λόγω σχολείου. Η παρουσία του Σχολείου Κορασίων Τριπόλεως στη χρονική ιστορική περίοδο που αναφερόμαστε μας οδηγεί αβίαστα σε συγκρίσεις – εκτιμήσεις και γόνιμα ίσως συμπεράσματα για την τοπική ιστορία και την παιδεία στο μέλλον. ABSTRACT The presentation of the “Girls’ School” in Tripoli during the years that king Othona reigned, is to show and indicate through an unpublished material, the lessons which they choose, the programme and the method of teaching, the teaching staff and generally the function of the school. The presence of the “Girls’ School” of Tripoli at this historical period that we are referring to, leads us easily to comparisons – evaluation and possibly fruitful conclusions for the local history and education in the future. Α. Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΩΝ ΚΟΡΑΣΙΩΝ ΣΤΗΝ ΟΘΩΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ (1833-1862) Μετά από τόσους αιώνες συμβίωσης με τους Τούρκους, το ελληνικό στοιχείο δέχτηκε σοβαρές επιδράσεις σε πολλούς τομείς, κυρίως όμως στον πολιτιστικό και κοινωνικό τομέα. Επιπλέον το θρησκευτικό συναίσθημα συνέβαλε στη διαμόρφωση περιοριστικών αντιλήψεων για τη θέση της γυναίκας, που την οδήγησε σταδιακά στον αποκλεισμό από την όποια εκπαιδευτική διαδικασία. Έτσι ήταν φυσικό να δημιουργηθεί στον ελληνικό λαό «μια παρόμοια συνείδηση».[1] Από τις αρχές του 18ου αιώνα άρχισε να επικρατεί και να εμπεδώνεται ως αντίληψη η εκπαίδευση όλων των κοινωνικών στρωμάτων του ελληνικού λαού. Σ’ αυτό επηρέασε ο Ευρωπαϊκός, αλλά και ο Ελληνικός Διαφωτισμός με τους Έλληνες λόγιους στη Δύση, κυρίως όμως επηρέασε την άποψη του λαού η οποία είχε αρχίσει να διατυπώνεται ως αίτημα για ευδαιμονία και πολιτική αναγέννηση.[2] Η Διακήρυξη της Πελοποννησιακής Γερουσίας στα χρόνια της επανάστασης δεν διεχώριζε τους στόχους της εκπαίδευσης για τα δύο φύλα, και προέβλεπε ισότητα στην παρεχόμενη εκπαίδευση.[3] Μολαταύτα, η εκπαίδευση των κοριτσιών δεν παρουσίαζε παράλληλη πορεία με εκείνη των αγοριών.[4] Η ενασχόληση των γυναικών αποκλειστικά «με τα του οίκου» τις απομάκρυναν από κάθε κοινωνική δραστηριότητα.[5] Η γυναικεία εκπαίδευση θεωρήθηκε ως «περιθωριακό κοινωνικό γεγονός», σημείο φυλετικού διαχωρισμού, υπόθεση ιδιωτική και συνάμα οικιακή.[6] Κατά την Καποδιστριακή περίοδο η φοίτηση ήταν μικτή κυρίως λόγω ελλείψεως δασκάλων και κτιρίων. Αν και η ισχύουσα νομοθεσία προέβλεπε τη συμμετοχή των θηλέων στην εκπαίδευση, τα ποσοστά ήταν εξαιρετικά χαμηλά. Το γεγονός αυτό οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους. Η κοινωνία δεν είχε ενστερνισθεί πλήρως την αναγκαιότητα της μόρφωσης των κοριτσιών και οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν, δεν επέτρεπαν την προσέλευσή τους στα σχολεία.[7] Η Ελένη Φουρναράκη επισημαίνει ότι, στην προβληματική για τη γυναικεία εκπαίδευση σε όλη τη διάρκεια του 19ου αι., αλλά και στις αρχές του 20ού, λανθάνουν δύο αντίθετα, αλλά εξίσου αρνητικά πρότυπα.[8] Από τη μια η απόφοιτη του ανώτερου παρθεναγωγείου, προϊόν μιας «διακοσμητικής» μόρφωσης που απευθύνεται κυρίως στις κόρες εύπορων οικογενειών, και από την άλλη η «αγράμματη». Αντί να είναι συντελεστές της προόδου, στέκονται στο δρόμο της σαν συμπληγάδες.[9] Στα εκ διαμέτρου αντίθετα αυτά πρότυπα συμπυκνώνονται και εκφράζονται μεταφορικά φόβοι, προσδοκίες και διλήμματα, που συνθέτουν όχι μόνο το αδιέξοδο της προβληματικής για τη γυναικεία εκπαίδευση, αλλά και των αναζητήσεων που αφορούν τη φυσιογνωμία της ελληνικής κοινωνίας γενικά. Κατά την Οθωνική περίοδο με τον ν. του 1834 για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση στα άρθρα 58 και 68, αντιμετωπίζεται το πρόβλημα της εκπαίδευσης των κοριτσιών, χωρίς ωστόσο οι συνθήκες του νεοσύστατου κράτους να επιτρέπουν την απρόσκοπτη πρόσβασή τους στην εκπαιδευτική διαδικασία.[10] Συγκεκριμένα, το άρθρο 58 του ν. 1834 προβλέπει την ίδρυση σχολείου κορασίων, όπου είναι δυνατόν.[11] Η δυνητικότητα της πρόβλεψης του νομοθέτη για την εκπαίδευση των κοριτσιών καθιστά ανενεργό την νομοθετική ρύθμιση και αφήνει τους δήμους στην κρίση τους, οι οποίοι εύκολα δηλώνουν αδυναμία, αφού με δυσκολία διατηρούν δημοτικό σχολείο αρρένων, πόσο μάλλον θηλέων. Ο αριθμός των κοριτσιών που πήγαιναν στο σχολείο και έφταναν στην τελευταία τάξη του Δημοτικού είναι πάρα πολύ μικρός και αντιστοιχεί σε ένα μικρό ποσοστό σε σχέση με τον αντίστοιχο των αγοριών και το γενικό πληθυσμό.[12] Ολόκληρες γεωγραφικές περιοχές στερούνται παντελώς τέτοιων σχολείων, με αποτέλεσμα μεγάλα τμήματα του γυναικείου πληθυσμού, ιδιαίτερα της ελληνικής επαρχίας, να παραμένουν αποκλεισμένα από το αγαθό της παιδείας.[13] Η αδυναμία του νόμου και η έλλειψη θεσμικού πλαισίου αντιμετωπίστηκε με υπουργικές αποφάσεις. Όμως, τη δεκαετία του 1850-1860, άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα κατανοητή και απαραίτητη η ανάγκη εκπαίδευσης και του «γυναικείου φύλου», με αποτέλεσμα πολλοί δήμοι να αρχίσουν να συστήνουν «σχολεία κορασίων». Αυτή η πολιτική, που προσπαθούσε να απαντήσει στο πιεστικό λαϊκό αίτημα για την εκπαίδευση των γυναικών, θα οδηγήσει οπωσδήποτε στην αύξηση των σχολείων για τα κορίτσια και τη μεγαλύτερη συμμετοχή τους σ’ αυτά, δεν μπορεί όμως να μην επισημανθεί ότι, η εκπαίδευση των θηλέων λίγο πριν τη λήξη της Οθωνικής περιόδου χαρακτηρίζεται από «περιθωριοποίηση» και έντονη «φυλετική ανισότητα».[14] Μόλις που τα Δημοτικά Σχολεία Θηλέων φτάνουν τα 78 και δηλώνουν αύξηση γύρω στα 40% έναντι της προηγούμενης περιόδου.[15] Η αναφορά μου στο Δημοτικό Σχολείο Κορασίων Τριπόλεως στηρίζεται στα ευρήματα της αρχικής έρευνας που για πρώτη φορά δημοσιεύονται. Δεν μπορεί να γίνει λόγος για ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ, γιατί ελλείπει παντελώς. Β. ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΟΡΑΣΙΩΝ ΤΡΙΠΟΛΕΩΣ ΓΕΝΙΚΑ Ο Διευθυντής Δ. Κυριακίδης, ο οποίος εκτελούσε χρέη Νομάρχη Αρκαδίας, με έγγραφο το οποίο έστειλε προς την επί των Εκκλησιαστικών Βασιλικήν Γραμματείαν της Επικρατείας επεσήμανε την ανάγκη ίδρυσης και λειτουργίας σχολείου κορασίων στην Τρίπολη, την οποία συνάμα χαρακτήρισε «σημαντικοτάτην και σπουδαιοτάτην πόλιν μεταξύ των άλλων πόλεων της Πελοποννήσου και των Δήμων δευτέρας τάξεως».[16] Για την ίδρυση του σχολείου κορασίων στην Τρίπολη είχαν εκφράσει έντονα την επιθυμία τους τόσο ο Δήμαρχος της πόλης και πολλοί από τους προκρίτους, κυρίως όμως διάχυτη ήταν η έφεση των πολιτών γι’ αυτό το σκοπό, οι οποίοι επισήμαναν «την ενίσχυση της προόδου και την ανάπτυξη της κοινωνικότητας του Δήμου τούτου». Το Δημοτικό Συμβούλιο κλήθηκε να ψηφίσει ανάλογη δαπάνη από τον προϋπολογισμό, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες για την αίθουσα διδασκαλίας, για την κατοικία της διδασκάλισσας και την προμήθεια του αναγκαίου υλικού, βιβλίων και λοιπών οργάνων της εκπαίδευσης.[17] Ο αριθμός των κορασίων, που επρόκειτο να επισκεφθούν το σχολείο, πιθανολογείτο ότι ήταν μεγαλύτερος από 50.[18] Έτσι, η Δημοτική αρχή της Τρίπολης προνόησε στον προϋπολογισμό του έτους 1836 τις απαιτούμενες δαπάνες και με την ευθύνη του δημοδιδάσκαλου Κ. Καραμάνου βρέθηκε το κατάλληλο κατάστημα, έγινε ο εξοπλισμός του σχολείου και διορίστηκε προσωρινά η διδασκάλισσα κ. Αγγελική συζ. Εμμανουήλ Καρπαθίου, διδασκάλου στο ελληνικό σχολείο Τριπόλεως. Οι κάτοικοι με προθυμία και ζήλο έστειλαν στο σχολείο των κορασίων τα κορίτσια, τα οποία αριθμούσαν από την αρχή περισσότερα από 60 και καθημερινά πολλαπλασιάζονταν. Η προσωρινή τοποθέτηση της διδασκάλισσας κ. Αγγελικής Καρπαθίου οφείλετο κυρίως «εις το πρωτόπειρον αυτής», καθότι η Δημοτική αρχή και οι πολίτες επιθυμούσαν τη γρήγορη αντικατάστασή της με ικανή και έμπειρη διδασκάλισσα και παρακαλούν τη Βασιλική Γραμματεία να μεριμνήσει γι’ αυτό.[19] Μετά την παρέλευση περίπου δύο χρόνων, στις 25 Οκτωβρίου 1838, η Γραμματεία των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαίδευσης διορίζει στο Δημοτικό σχολείο κορασίων την Ελένη Χριστ. Βασιλειάδου, Γ΄ τάξεως, με μισθό 50 δρχ. από το ταμείο των δημοτών Τριπόλεως, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 24 του «περί Δημοτικών Σχολείων νόμου». Στις 8 Μαρτίου 1840 εκδόθηκε ο οργανισμός[20] του συγκεκριμένου Σχολείου των Κορασίων Τρίπολης σύμφωνα με τον οποίο «Το σχολείον τούτο θέλει επέχει θέση σχολείου ανωτέρου, και αντιστοιχεί με τα ελληνικά σχολεία του Κράτους συμπεριλαμβάνοντας και μίαν τάξιν κατωτέραν, ώστε η διάρκεια των σπουδών είναι εν γένει τετραετής εν αυτό».[21] Τα κορίτσια, σύμφωνα με τον οργανισμό, πρέπει να γνωρίζουν «να αναγιγνώσκουν, να γράφουν, και τα τέσσερα πάθη της αριθμητικής». Όσοι από τους γονείς ενδιαφέρονταν να προσφέρουν περισσότερα μαθήματα απ’ ό,τι το σχολείο, θα πρέπει να το κάνουν με ιδιαίτερους δασκάλους. Το Σχολείο των κορασίων θα διευθύνεται από μια Διευθύντρια και τουλάχιστον τέσσερις επιστάτριες, ανά μία σε κάθε τάξη. Ακόμη, από τον κανονισμό προβλέπεται, όπως οι επιστάτριες αν θέλουν να παραδίδουν «ανά εν μάθημα εις την ιδίαν τάξην έκαστη»,[22] και επίσης εναλλάξ να έχουν στην ευθύνη τους την εσωτερική οικονομία του σχολείου. Τα κορίτσια, σύμφωνα με τον κανονισμό, παρέμεναν μέσα στο σχολείο και για το λόγο αυτό πλήρωναν 80 δραχμές το μήνα ή 960 δραχμές το χρόνο. Τα έξοδα αυτά αφορούσαν το ενοίκιο, την ενδυμασία, την τροφή, τη θέρμανση, τα βιβλία, την αποσκευή και την ύλη χειροτεχνημάτων.[23] Παρόλα όμως αυτά, το σχολείο, με ελλιπή σύνθεση σε προσωπικό και αναγκαίο υλικό, και εκεί που προσπαθούσε να βρει το βηματισμό του μέσα στην τοπική κοινωνία, η συστηματική καθυστέρηση των μισθών της διδασκάλισσας[24] σε συνδυασμό με την κακή κατάσταση του καταστήματος,[25] δημιουργούσε προβλήματα ουσιαστικά που έθεταν σε κίνδυνο ακόμη και τη συνέχιση της λειτουργίας του. Μετά την Βασιλειάδη, η οποία παραιτήθηκε από τα καθήκοντά της, η Γραμματεία των Εκκλησιαστικών και Παιδείας, αφού έλαβε υπόψη τον ΛΒ κατάλογο της κατατάξεως των δημοδιδασκάλων και την πρόταση του Διοικητή Μαντινείας, διόρισε την Σοφία Παπαδιαμαντοπούλου, διδασκάλισσα Γ΄ τάξεως, στο Δημοτικό Σχολείο κορασίων, σύμφωνα με το άρθρο 24 «του περί Δημοτικών Σχολείων οριζόμενα»[26] με τον ίδιο βαθμό και με μισθό 50 δραχμές το μήνα από το Δημοτικό Ταμείο. Στις 15 Αυγούστου 1843 διενεργήθησαν οι εξετάσεις του Σχολείου κορασίων Τριπόλεως, οι οποίες διήρκεσαν έως τις 19 του τρέχοντος μηνός. Πριν από την έναρξη των εξετάσεων η διδασκάλισσα «εξεφώνιζε σύντομον λογίδριο, παραστήσασα δια τούτου την κατάστασιν του σχολείου, τας συνεχείς απουσίας τινών μαθητριών και την πρόοδον ην έλαβον εκείνα εις το Σχολείον». Στις εξετάσεις αυτές, σύμφωνα με τα έγγραφα των ΓΑΚ, έλαβαν μέρος 149 μαθήτριες, οι οποίες εξετάστηκαν στα παρακάτω μαθήματα:[27] Ανάγνωση, Γραφή, Γεωγραφία, Ελληνική Ιστορία, Γραμματική, Αριθμητική, Κατήχηση, Ιερά Ιστορία, Χειροτεχνήματα και Μουσική. Η εξεταστική επιτροπή αποτελούμενη από τον Αθ. Πύρλα, Πρόεδρο, και τους Προκόπιο Οικονόμου, Δημήτριο Φωτόπουλο και Αθ. Α. Κολώκα, Μέλη, αναφέρει ότι στις εξετάσεις έλαβαν μέρος 83 μαθήτριες, οι οποίες εξετάστηκαν με λεπτομέρεια, 13 μαθήτριες ήταν σε ασθένεια, 12 μαθήτριες ήταν απούσες, οι δε υπόλοιπες μαθήτριες ανήκαν στην κατηγορία των αρχαρίων. Οι μαθήτριες ήταν υποχρεωμένες κατά τη διάρκεια των εξετάσεων να προσκομίσουν στην επιτροπή «τα υποδείγματα της καλλιγραφίας»[28] τα οποία λαμβάνονταν υπόψη για τον τελικό βαθμό και τα βραβεία. Τέλος, η κατάσταση με τις μαθήτριες που εξετάστηκαν και τα καλλιγραφήματά τους εστέλνοντο στο Σεβαστό Υπουργό της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως μέσω της Διοίκησης Μαντινείας. Στις εξετάσεις που έγιναν την επόμενη χρονιά, δηλαδή το 1844, με τη μέθοδο τη Συνδιδακτική εξετάσθηκαν 5 μαθήτριες για την Α΄ τάξη, 4 μαθήτριες για τη Β΄ τάξη και 10 μαθήτριες για τη Γ΄ τάξη.[29] Με την αλληλοδιδακτική μέθοδο εξετάσθηκαν συνολικά 18 μαθήτριες στα μαθήματα: Γραφή, Ανάγνωση, Αριθμητική, Φυσική Ιστορία, Γραμματική και Χειροτεχνήματα. [30] Στο σημείο αυτό κρίνω απαραίτητο να αναφερθώ στην περίπτωση της δασκάλας Σοφίας Παπαδιαμαντοπούλου, που φανερώνει τις αντιφάσεις του «Περί διδασκαλίας νόμου». Η δασκάλα Σοφία Παπαδιαμαντοπούλου, απολύθηκε γιατί δεν εκπληρούσε τις προϋποθέσεις δασκάλου Β΄ τάξεως. Η απόλυσή της όμως δεν εμπόδισε το Υπουργείο να της παραχωρήσει τη δυνατότητα για τη σύσταση και λειτουργία ιδιαίτερου σχολείου στην Τρίπολη «επί διδάκτροις»[31] αφού βέβαια συμμορφωθεί με το άρθρο 60 του «Περί Δημοτικών Σχολείων νόμου». Τη θέση της ανέλαβε η Ελένη Κακλαμάνου, σύμφωνα με το Β.Δ. 22487, διδασκάλισσα Γ΄ τάξεως και πρωτότοκη κόρη πολυμελούς οικογένειας, Τριπολιτσιώτισσα στην καταγωγή και κόρη αξιωματικού του Ελληνικού Στρατού.[32] Η δημοτική αρχή, για να αντιμετωπίσει τις ολοένα αυξανόμενες αιτήσεις, εγγράφως έδινε άδεια σε ιδιώτες να λειτουργήσουν σχολεία στο σπίτι τους. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Ευγενικής Ιωαν. Τζάβρα, κόρης αξιωματικού που θυσιάστηκε υπέρ της πατρίδος, η οποία σύμφωνα με τα έγγραφα, «μετέρχεται το διδασκαλικόν επάγγελμα εις την πόλιν προ είκοσι και πλέον μηνών…».[33] Στο ιδιωτικό σχολείο της Τζάβρα φοιτούσαν περισσότερα από 60 κοράσια ηλικίας μικρότερης των 7 ετών. Οι δημότες, πατέρες των κορασίων αυτών, με αναφορά τους ζητούν να μη διαλυθεί το παραπάνω σχολείο,[34] αλλά αντίθετα να στηριχθεί, γιατί προετοιμάζονται τα νήπια κορίτσια κατάλληλα για το Δημοτικό σχολείο των κορασίων. Οι κάτοικοι της πόλης δια του Διοικητή Μαντινείας φαίνεται να ενδιαφέρονται εκτός των άλλων και για την ίδια την κ. Ευγενική Τζάβρα, σύμφωνα με το έγγραφο «Περί της ηθικής διαγωγής και της συμπεριφοράς της».[35] Έτσι, λοιπόν, στην Τρίπολη λειτουργούν δυο σχολεία, ένα νηπιακό των κορασίων με 60-80 κοράσια περίπου και με διεύθυνση της Ευγενικής Ιωαν. Τζάβρα και το Δημοτικό σχολείο κορασίων με 120 κοράσια με διδασκάλισσα την Ελένη Κακλαμάνου. Στις 26 Οκτωβρίου 1846 η Ελένη Κακλαμάνου παραιτήθηκε για λόγους υγείας και διορίστηκε δυνάμει του υπ’ αριθμ. 22487 Β.Δ. η δημοδιδασκάλισσα Β΄ τάξεως Αθ. Θεοχαροπούλου με μισθό 80 δραχμές από το Δημόσιο Ταμείο.[36] Η αγωνία των κατοίκων της πόλης, καθώς και των άλλων όμορων δήμων,[37] είναι μεγάλη για την όσο καλύτερη λειτουργία του Δημοτικού σχολείου των κορασίων. «Περί βελτιώσεως της καταστάσεως του σχολείου των κορασίων»[38] αναφέρονται τα περισσότερα έγγραφα στην αλληλογραφία τους με το Διοικητή Μαντινείας. Η πορεία και των δύο σχολείων των κορασίων συνεχίστηκε με πολλές δυσκολίες και προβλήματα μέχρι το έτος 1852. Τα μόνιμα προβλήματα ήταν η μισθοδοσία των διδασκαλισσών και η συντήρηση του καταστήματος. Μετά από υπουργική παρέμβαση, στα τέλη της δεκαετίας του 1850, αναστέλλεται η λειτουργία του ιδιοσυντήρητου νηπιακού σχολείου των κορασίων της Τζάβρα, η προσφορά του οποίου ήταν ιδιαίτερα σημαντική για την εκπαίδευση των κοριτσιών του Δημοτικού σχολείου κορασίων Τριπόλεως.[39] Η αιτία της παύσης της λειτουργίας του νηπιακού σχολείου, σύμφωνα με το Υπουργείο, ήταν ότι η Τζάβρα «παρέσυρε από το Σχολείο κορασίων αρκετά ηλικιωμένα και μορφωμένα κοράσια με πολλές ραδιουργίες, γιατί ήθελε να χρησιμοποιήσει αυτά ως πρωτόσχολους μαθητές».[40] Το έτος 1852, ο Δήμαρχος της Τρίπολης Δημήτριος Γαλανόπουλος προσέφερε την ετήσια αποζημίωσή του, η οποία, μαζί με χρήματα που συγκεντρώθηκαν από τους κατοίκους της πόλης και τα «πέριξ της πόλεως μοναστήρια», έδωσε τη δυνατότητα να ιδρυθεί ιδιαίτερο σχολείο θηλέων.[41] Το 1859 ήδη άρχισε να λειτουργεί, με αριθμό μαθητριών άνω των 180, και από το 1860 και μετά στον ίδιο χώρο στεγάστηκε το δεύτερο Δημοτικό σχολείο αρρένων της πόλης. Το πρωτοποριακό Δημοτικό σχολείο κορασίων της Τρίπολης, που ιδρύθηκε υπό την πίεση των κατοίκων στις αρχές του 1836, οργανώθηκε σύμφωνα με τον οργανισμό λειτουργίας του το 1840, συνέχισε τη λειτουργία του μέχρι το 1860. Είχε μια παράλληλη πορεία με το ιδιοσυντήρητο νηπιακό σχολείο κορασίων της Τζάβρα, το οποίο λειτούργησε εποικοδομητικά και ουσιαστικά από το 1843 και ενσωματώθηκε με το σχολείο των κορασίων το 1852. Από το 1860 και μετά έχουμε στην Τρίπολη Σχολείο Θηλέων, συστεγαζόμενο με το Δημοτικό Σχολείο Αρρένων. Το Δημοτικό Σχολείο Κορασίων της Τρίπολης διαδραμάτισε έναν σπουδαίο κοινωνικό και πνευματικό ρόλο τόσο στην ίδια την πόλη όσο και στην Αρκαδία γενικότερα. Το φιλοπρόοδον των κατοίκων και η αγωνία τους να μάθουν και τα κορίτσια εκείνη την εποχή γράμματα, είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της νοοτροπίας και της αντίληψης που επικρατούσε στην πόλη της Τρίπολης. Μαζί με τα άλλα σχολεία της Τρίπολης, Δημοτικά, Ελληνικό και αργότερα Γυμνάσιο, απετέλεσε την κύρια συνιστώσα του εκπαιδευτικού ιστού της Κεντρικής Πελοποννήσου την Οθωνική περίοδο. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ |