Τα συνταγματικά κείμενα της επταετίας 1967-1974 και η εκπαίδευση

Τριαντάφυλλος  ΔΟΥΚΑΣ

Υποψήφιος διδάκτωρ Πανεπιστημίου Πατρών- Υπότροφος Ι.Κ.Υ

triantdoykas@yahoo.gr

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

  Η παρούσα εργασία προσπαθεί να παρουσιάσει και να ερμηνεύσει τις θέσεις για την εκπαίδευση που παρουσιάστηκαν από τα μέλη των δικτατορικών κυβερνήσεων κατά τη συζήτηση των σχετικών άρθρων των δύο συνταγματικών κειμένων, (1) ως μια συμβολή στην κωδικοποίηση του ευρύτερου προβληματισμού των κυβερνήσεων αυτών, σχετικά με την εκπαίδευση.

 

ABSTRACT

  This is a thesis about the dictatorship in Greece and specifically about the educational affairs of  this period which were presented  in a seminar by the members of dictatorial governments.

 Α) Το Συνταγματικό εγχείρημα του 1968 και η συζήτησή του

 Οι συζητήσεις  που έγιναν κατά την κατάρτιση των δύο συνταγματικών κειμένων, προσφέρουν  μια ευρύτερη βάση κωδικοποίησης της ιδεολογίας, εντοπισμού των αντινομιών και των αντικρουόμενων απόψεων στο εσωτερικό του καθεστώτος για τα εκπαιδευτικά δρώμενα, σε σχέση με τα άρθρα των τελικών συνταγματικών κειμένων. Και αυτό δεδομένου ότι  ένα δικτατορικό καθεστώς δε βγάζει προς τα έξω τις αντιπαραθέσεις του κατά τον τρόπο άσκησης της εξουσίας του, ούτε και παρουσιάζει τις αντιπαραθέσεις που λαμβάνουν χώρα στην επικράτειά του κατά την περίοδο άσκησης της εξουσίας του,  αλλά αντίθετα  «φιμώνει τη μαρτυρία, λογοκρίνει τη  γραφή, φαλκιδεύει την πληροφόρηση, αποκρύπτει τα συμβαίνοντα» (Δερτιλής, 1997). Επίσης διότι λόγω του τρόπου άσκησης της εξουσίας του, δίνει λίγη βάση στην τήρηση των κανόνων του συντάγματος που το ίδιο    ψήφισε (2), μια και μέσα σε αυτό «η ανακατανομή της εξουσίας αποδεικνύεται ολοκληρωτικά αδύνατη» (Πουλαντζάς, 1975, σ.129). 

 Ενώ την περίοδο του μεσοπολέμου τα αυταρχικά καθεστώτα δεν πιέζονταν να περιοριστούν συνταγματικά, οι μεταπολεμικές διεθνείς συνθήκες δεν επέτρεπαν στους στρατιωτικούς να δράσουν κάτω από συνταγματικό κενό. Όντας η δικτατορία των συνταγματαρχών, το πρώτο αυταρχικού τύπου καθεστώς, που εγκαθιδρύθηκε στην Ευρώπη μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (3), με το Συμβούλιο της Ευρώπης (4) και την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα να δυσπιστούν απέναντί του, έπρεπε να αναζητήσει κάποιο μανδύα νομιμότητας και νομιμοποίησης (5). Ενώ, η κατάρτιση νέου συντάγματος ανακοινώθηκε λίγο μετά την επιβολή του πραξικοπήματος «με αόριστο τρόπο, που έμοιαζε περισσότερο με καθησυχαστική υπόσχεση» (Παπαχρήστος, 2001, σ.53)  αρχικά οριζόταν ότι η Συντακτική εξουσία θα ασκούνταν μέχρι την ψήφιση του νέου Συντάγματος από το Υπουργικό Συμβούλιο μέσω Συντακτικών Πράξεων (6), οι οποίες  όμως δεν παρείχαν την αναγκαία νομιμοποίηση. Έτσι, τον Ιούνιο του 1967 με την υπ’ αριθμό 107 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (7), η πρώτη δικτατορική κυβέρνηση προέβη στη συγκρότηση μίας εικοσαμελούς επιτροπής με σκοπό την τροποποίηση των μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος του 1952 και τη σύνταξη νέου. Η επιτροπή αυτή προεδρεύοντος του Χαρίλαου Μητρέλια, επιτίμου προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, συνέταξε  ένα προσχέδιο συνταγματικού κειμένου, το οποίο υπέβαλε στην Κυβέρνηση το Δεκέμβριο του 1967. Στις 15 Μαρτίου 1968 το προσχέδιο δόθηκε στη δημοσιότητα σαν «σχέδιο εργασίας». Ήταν η πρώτη φορά στην ελληνική συνταγματική ιστορία, όπου το συνταγματικό κείμενο δεν καταρτίζονταν από αντιπροσωπευτικό σώμα (Εθνοσυνέλευση) και μια κυβέρνηση μη δημοκρατικά εκλεγμένη ασκούσε συντακτική εξουσία (8). Ως γνωστόν κατά την ιστορικά συνήθη και δημοκρατικά παγιωμένη τακτική «η κατάρτιση, η συζήτηση και η ψήφιση ενός Συντάγματος γίνεται από δημοκρατικά εκλεγμένη συντακτική συνέλευση ή αναθεωρητική βουλή και όχι από μία ομάδα όπως αυτή των πραξικοπηματιών» (Παπαχρήστος, 2001, σ.75). Προκειμένου να  καλύψει τη διαδικασία με κάποιο πέπλο νομιμότητας και δημοκρατικότητας, το καθεστώς προέβλεπε τη διενέργεια δημοψηφίσματος (9), μετά από συζήτηση με το λαό - αλλά όχι με τους πολιτικούς- και την υποβολή προτάσεων από αυτό έως τις 31 Μα΄ί΄ου 1968.

Η συζήτηση του άρθρου 17, που αφορά τις γενικές αρχές της εκπαίδευσης ξεκινούσε από την παράγραφο 3. Πρώτο ζήτημα που ετίθετο ήταν αυτό της Συνταγματικής δέσμευσης πάνω στα έτη υποχρεωτικής φοίτησης. Το αρχικό σχέδιο εργασίας της επιτροπής Μητρέλια, προέβλεπε ότι αυτά «δεν δύναται να είναι ολιγότερα των εννέα» ( Πρακτικά συζητήσεων, 1971, σ.102). Ο Γ. Παπαδόπουλος τόνισε το δύσκολο εγχείρημα της κάλυψης των σχετικών αναγκών, σε περίπτωση που η Κυβέρνηση δεσμευόταν συνταγματικά για εννέα χρόνια υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Κατόπιν διατύπωσε την άποψη - που τελικά ψηφίστηκε - να αναγραφεί ότι τα έτη της υποχρεωτικής φοίτησης δεν μπορούν να είναι λιγότερα από έξι, αφήνοντας όμως τη δυνατότητα στον κοινό νομοθέτη να τα επεκτείνει. Έτσι, από τη μία μεριά, η Κυβέρνηση υποσχόταν μελλοντική επέκταση της υποχρεωτικής φοίτησης, από την άλλη όμως, έμενε πιστή τόσο στην τροποποίηση που επήλθε με τον Α.Ν. 129, όσο και στο Σύνταγμα του  1952 (10). Σχετικά με την ίδια παράγραφο, συζητείτο το αν η υποχρεωτική εκπαίδευση θα καλούνταν στοιχειώδης, όπως όριζε το σχέδιο Μητρέλια ή βασική ή αν θα απαλειφόταν εντελώς ο επιθετικός προσδιορισμός. Ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος θεωρούσε πως η λέξη «στοιχειώδης» έπρεπε να απαλειφθεί, διότι θα δημιουργούσε σύγχυση σε περίπτωση επέκτασης των ετών υποχρεωτικής εκπαίδευσης πέρα των έξι. Ο Γ. Παπαδόπουλος ανέφερε πως σε κανένα ξένο σύνταγμα δε γινόταν λόγος για στοιχειώδη εκπαίδευση αλλά για εκπαίδευση και απαντούσε από προσωπική πείρα-επικαλούμενος «συγκριτικό επιχείρημα» από το στρατό - ότι «εις τα σχολεία τα στρατιωτικά, η βαθμίς η πρώτη είναι η βασική» ( Πρακτικά συζητήσεων, 1971, σ.104). Έτσι, θεωρούσε  πως έπρεπε να αναγραφεί ο επιθετικός προσδιορισμός «βασική» αν απαλειφόταν ο όρος «στοιχειώδης». Ορίζοντας πρακτικά τη στοιχειώδη εκπαίδευση, ως εκείνη την εκπαίδευση που έδινε τις βασικές γνώσεις, τις απαραίτητες για τη ζωή του κάθε ανθρώπου, υποστήριζε ότι αν άλλαζε ο σκοπός της υποχρεωτικής εκπαίδευσης έπρεπε να διαφοροποιηθεί ο όρος. Ο Θ. Παπακωνσταντίνου όμως, από τη μεριά του θεωρούσε κάτι ευρύτερο τη στοιχειώδη εκπαίδευση, δηλαδή «την πρακτικοτέραν ή γενικοτέραν εκπαίδευσιν της εννεαετούς φοιτήσεως» ( Όπ.π., σ.106). Πάνω στο συγκεκριμένο θέμα επήλθε συμφωνία να παραμείνει ο όρος «στοιχειώδης», μετά και από παρέμβαση του Β΄ Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης Δ. Πατίλη, ο οποίος τόνισε την εξελικτική σημασία του όρου.

Ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος κατόπιν έστρεψε τη συζήτηση αποσπασματικά, στο ενδεχόμενο δημιουργίας ξένων Πανεπιστημίων στην Ελλάδα. Ο Θ. Παπακωνσταντίνου θεωρούσε, παρά τον ενδεχόμενο κρατικό έλεγχο, ότι η στάθμη της παρεχόμενης τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θα ήταν κατώτερη σε αυτά. Ο Γ. Παπαδόπουλος κρίνοντας πως ο αριθμός των φοιτητών στις ανώτερες σχολές συμβάδιζε με αυτόν των προηγμένων χωρών, επισήμανε πως αν ανοιχτεί η ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση «θα δημιουργηθή ένα πολυπληθές επιστημονικού προλεταριάτου»( Όπ.π., σ.107), με δυσμενείς κοινωνικές επιπτώσεις. Ο Ι. Ροδινός-Ορλάνδος, αναπληρωτής υπουργός Συντονισμού, ανέφερε την περίπτωση αργότερα η Ευρωπαϊκή Κοινότητα να δημιουργήσει Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο στην Ελλάδα ( Όπ.π., σ.112). Πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα, η συζήτηση δεν προχώρησε, ίσως και γιατί το θέμα της Ε.Ο.Κ. και των σχέσεων της Ελλάδας με τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς έκαιγε τη δικτατορία εκείνη την εποχή, μια και ήδη είχε παγώσει η Συμφωνία Σύνδεσης της Ελλάδας με την πρώτη, ενώ οι δεύτεροι είχαν ήδη κινήσει τη διαδικασία αποπομπής της  από το Συμβούλιο της Ευρώπης.

Στη συνέχεια, η Κυβέρνηση επανερχόταν στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 17 και στο δόκιμο ή όχι της έννοιας του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» ως προσδιοριστικού των αξιών της παιδείας. Πάνω σε αυτό τον όρο γίνονται ενδιαφέρουσες επισημάνσεις. Ο υπουργός Εξωτερικών Π. Πιπινέλης παίρνοντας το λόγο επισήμανε ότι «Οι δύο όροι αντιμάχονται αλλήλους και ευρίσκονται εις οξείαν αντίθεσιν»( Όπ.π., σ.109) και πως ο διαχωρισμός αυτός των δύο λέξεων άμβλυνε απλώς την αντίθεση. Ο Ι. Τριανταφυλλόπουλος συσχέτιζε τη σύζευξη των δύο εννοιών με  προνεωτερικές επιδιώξεις, θεωρώντας  πως σε σύγχρονο κράτος και φιλελεύθερο Σύνταγμα δεν ταίριαζε η ανάμειξη της θρησκείας στα ζητήματα της παιδείας ( Όπ.π.). Ο  Α’ Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός Εσωτερικών Στ. Παττακός επέμενε ο όρος να διατηρηθεί, γιατί η κυβέρνηση είχε θέσει ως ιδεολογική της βάση το «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών».( Όπ.π., σ. 112). Ο  Γ. Παπαδόπουλος, με τη σειρά του, θεωρούσε τον όρο «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό» ως σύζευξη του αρχαίου ελληνικού πνεύματος με τις αρχές της χριστιανικής διδασκαλίας και απέδιδε τις όποιες ελλείψεις στη μη συστηματική κωδικοποίηση της κοσμοθεωρίας αυτής      ( Όπ.π.). Στο τελικό κείμενο τελικά υιοθετήθηκαν, ως προσδιοριστικές της παιδείας, οι αξίες «τού ελληνικού και τού χριστιανικού πολιτισμού» (Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου, 1970). Μάλιστα οι αξίες αυτές, όπως και οι σκοποί της εκπαίδευσης, προσδιόριζαν όχι μόνο τις δύο πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης, όπως το 1952, αλλά και για την πανεπιστημιακή, με το συνταγματικό κείμενο του 1968.

  Σε σχέση  με την ανάληψη των δαπανών για την παιδεία το 1968 δεν προβλεπόταν,  όπως το 1952 ανάμειξη της τοπικής αυτοδιοίκησης κάτι άλλωστε περιττό λόγω της μορφής του κράτους, το οποίο αντικατέστησε τα εκλεγμένα όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης με πρόσωπα αρεστά στο νέο καθεστώς.        

Το ζήτημα του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας, στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, μπήκε έπειτα από αντιδράσεις και συζητήσεις της αντίστοιχης παραγράφου του αρχικού σχεδίου, του σχετικού με τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου του Έθνους ως οργάνου χάραξης των γενικών αρχών της εκπαιδευτικής πολιτικής. Το «Συμβούλιο του Έθνους» χαρακτηριζόταν πολυμελές, μη αρμόδιο για θέματα παιδείας, μια και αυτή ήταν αρμοδιότητα της Κυβέρνησης και ακατάλληλο λόγω σύνθεσης ( Πρακτικά συζητήσεων, 1971, σ. 113-114).  Μολαταύτα, εκφραζόταν η ανάγκη «να υπάρχει ένας νυκτοφύλαξ, ένα  όργανον το οποίον να εποπτεύη» διότι δεν μπορεί «ο οποιοσδήποτε Παπανούτσος να καθορίζη την πολιτικήν επί της Παιδείας»(11). Έτσι, τελικά, η πλειοψηφία του Υπουργικού Συμβουλίου αποφάσισε τη θεσμοθέτηση ως συμβουλευτικού οργάνου, του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας.

Στη συζήτηση για τις διατάξεις του Συντάγματος, τις σχετικές με την τριτοβάθμια εκπαίδευση -παράγραφος 1-  ο Ι. Τριανταφυλλόπουλος υποστήριζε – σκεπτόμενος μάλλον ως  ακαδημαϊκός δάσκαλος (12) - πως τα Πανεπιστήμια έπρεπε να απολαμβάνουν αυτοτέλειας και αυτοδιοίκησης και εναντιωνόταν στο θεσμό του Κυβερνητικού Επιτρόπου ( Πρακτικά συζητήσεων, 1971, σ. 121). Την αντίθετη άποψη εξέφραζε ο υπουργός Παιδείας Θ. Παπακωνσταντίνου, υπεραμυνόμενος του δικαιώματος της πολιτείας να καθορίζει τις πανεπιστημιακές έδρες και τα προγράμματα διδασκαλίας ( Όπ.π., σ.122-123), διότι η παρέμβασή της μετρίαζε τις αυθαιρεσίες των πανεπιστημιακών αρχών (13). Ο Γ. Παπαδόπουλος, έθεσε αιφνιδιαστικά σε ψηφοφορία το θέμα του κυβερνητικού επιτρόπου, φοβούμενος μάλλον αντιδράσεις και από άλλα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου. Έτσι,  προβλεπόταν  τελικά ο θεσμός του Κυβερνητικού Επιτρόπου σε κάθε Πανεπιστήμιο, για πρώτη φορά με συνταγματική ρήτρα (14).

Από το αρχικό σχέδιο συντάγματος, απαλείφθηκαν τα δύο τελευταία χωρία του άρθρου 17, παράγραφος 4, σχετικά με τις καθηγητικές έδρες και τα προγράμματα διδασκαλίας των σχολών και αφέθηκαν να ρυθμιστούν από τον κοινό νομοθέτη. Η άποψη του Γ. Παπαδόπουλου – παρόλα αυτά - ότι δεν μπορούσε να διανοηθεί πρόγραμμα και γνώσεις που «να μην ελέγχεται από την πολιτείαν»( Πρακτικά συζητήσεων, 1971, σ. 127), έκανε φανερά τα περιθώρια αυτονομίας που παρείχε το καθεστώς στα Πανεπιστήμια. Άλλωστε, η συμπερίληψη του όρου «αυτοδιοικούμενα» για τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, σύμφωνα με τον καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο και φίλα προσκείμενο στο καθεστώς «δεν σημαίνει και αυτονομίαν  [μια και] τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα δεν δικαιούνται να θέτουν κανόνας δικαίου αφορώντας εις τον καθορισμόν τού κύκλου των υποθέσεών των και εις την οργάνωσιν των υπηρεσιών   των» (Γεωργόπουλος, 1970, σ.131). Οι καθηγητές των πανεπιστημίων της χώρας, με την ιδιότητά τους ως δημοσίων υπαλλήλων υπόκειντο σε αυστηρότερο συνταγματικό πλαίσιο και περισσότερες υποχρεώσεις από αυτές του Συντάγματος του 1952, μια και κατά το άρθρο 123 παρ. 1 του συνταγματικού κειμένου του 1968, οι δημόσιοι υπάλληλοι όφειλαν πίστη και αφοσίωση στην πατρίδα και στα εθνικά ιδεώδη΄ αυτή δε η ιδιότητά τους αντίκειτο σε ιδεολογικές τοποθετήσεις που είχαν σκοπό την ανατροπή ή την υπονόμευση του υφιστάμενου πολιτικού καθεστώτος ( Παπαδημητρίου, 1976 ). Άρα η παραπάνω ρήση του καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου αντανακλούσε και εδώ σαφώς τις επιδιώξεις του συντακτικού νομοθέτη.       

Σχετικά με την ιδιωτική εκπαίδευση, παρούσα ως θεματική στα σχετικά άρθρα ήδη από τα συντάγματα της Α' ελληνικής Δημοκρατίας, θα ισχύσει περίπου ό,τι και στα προηγούμενα. Στο συγκεκριμένο κείμενο επιπλέον προβλεπόταν για τους ιδιοκτήτες και τους διδάσκοντες    « να κέκτηνται τα δια τους δημοσίους υπαλλήλους απαιτούμενα ηθικά και λοιπά προσόντα» (Το Σύνταγμα της Ελλάδας, 1970). Αναφορικά με την επίσημη γλώσσα του κράτους και της εκπαίδευσης, το αρχικό σχέδιο μετέφερε σχεδόν αυτούσιες τις διατάξεις των Συνταγμάτων του 1911 και του 1952, μόνο που στο  Συνταγματικό κείμενο του 1968, αντικαθίστατο η λέξη «πολίτευμα» με τη λέξη « Σύνταγμα» και  εγκαταλειπόταν η ιστορική θέση του στο άρθρο 107 και μετατίθετο στο άρθρο 6. Και εδώ επίσημη γλώσσα οριζόταν – όχι μόνο του κράτους όπως το 1911 και το 1952, αλλά και την εκπαίδευσης- εκείνη στην οποία συντασσόταν το Σύνταγμα και τα κείμενα της ελληνικής νομοθεσίας

Ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος πρότεινε να οριστεί ρητά η απλή καθαρεύουσα ως επίσημη γλώσσα, άποψη που αντέκρουσε ο Γ. Παπαδόπουλος θεωρώντας πως η γλώσσα αυτή δεν μπορούσε  να προσδιοριστεί στη μορφή και στο περιεχόμενό της ( Πρακτικά συζητήσεων, 1971, σ. 19). Ο υπουργός Παιδείας Θ. Παπακωνσταντίνου, σε επόμενη συνεδρία, υποστηρίζοντας τη δημοτική γλώσσα, τόνισε τη νομιμότητά της τόσο γλωσσικά όσο και επιστημονικά. Επεσήμανε τον κίνδυνο ότι η αναγραφή στο Σύνταγμα της καθαρεύουσας ως επίσημης γλώσσας, θα τοποθετούσε τη δημοτική εκτός νόμου, με αποτέλεσμα «να την αφήσωμεν εις τον κομμουνισμόν, να του την παραχωρήσωμεν» ( Όπ.π., σ.677). Αναφορικά με την απαγόρευση των επεμβάσεων για την παραφθορά της γλώσσας (εδάφιο 2 του άρθρου 6), πρότεινε να απαλειφθεί από το νέο Σύνταγμα, διότι το 1911, με τη διάταξη αυτή ο νομοθέτης είχε κατά νου να θέσει εκτός νόμου τη δημοτική, αν και η ύπαρξή της στο σύνταγμα του 1911 δεν εμπόδισε τις ακρότητες στο γλωσσικό ζήτημα ( Όπ.π., σ.677-680). Τελικά, η θέση του Θ. Παπακωνσταντίνου πως η δημοτική γλώσσα ήταν μία πραγματικότητα που δεν  έπρεπε να αγνοηθεί, ήταν εκείνη που έκανε τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου να συγκατατεθούν τόσο στην απάλειψη του δεύτερου αυτού χωρίου του άρθρου, όσο και στη μη αναγραφή της καθαρεύουσας ως επίσημης γλώσσας (15).

Το Σύνταγμα του 1968 διατήρησε, ως προς το τυπικό μέρος του, αρκετές από τις διατάξεις του αντίστοιχου του 1952, τόσο γενικότερα, όσο και ειδικότερα σε αυτές που αφορούσαν στην εκπαίδευση. Ως προς την τελευταία, άφηνε περιθώρια στον κοινό νομοθέτη να ρυθμίσει θέματα σχετικά με το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας, τα έτη της υποχρεωτικής φοίτησης, το θεσμό του κυβερνητικού επιτρόπου, καθώς και τους ιδρυτές και διδάσκοντες στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. Η φράση «νόμος ορίζει» υπήρχε στις τέσσερις από τις πέντε παραγράφους του άρθρου 17. Έτσι, η συνεχής αναφορά στο νόμο για την υλοποίηση των συνταγματικών ρυθμίσεων, απογύμνωνε το Σύνταγμα από τις εγγυήσεις αυστηρότητας που αυτό έπρεπε να έχει. Με την απουσία της Βουλής αυτή την περίοδο και την Κυβέρνηση ως τη μόνη αρμόδια να ασκεί νομοθετική εξουσία «ήταν δεδομένο το ανελεύθερο περιεχόμενο των νόμων αυτών » ( Καλτσόγια- Τουρνιαβίτη, 1979, σ. 159). Κατά το Νίκο Αλιβιζάτο, αυτό ήταν πρωτόγνωρο στην ιστορία των θεσμών της χώρας. Την περίοδο πριν το 1967, είχε επικρατήσει συνταγματικός δυϊσμός «όπου διαμορφωμένα ασφαλώς παράλληλα αλλά χωριστά, σύνταγμα και  ‘΄παρασύνταγμα’’ διατηρούσαν την αυτονομία τους» ( Αλιβιζάτος, 1995, σ. 641). Στην περίοδο όμως, των Συνταγματαρχών, το Σύνταγμα έχει ισχύ κυρίως στο επίπεδο των ελευθεριών, μόνο σε συσχέτιση με τους νόμους που το εξειδίκευαν.

  Και αυτό το συνταγματικό κείμενο ακολούθησε την τάση για προοδευτική αύξηση του αριθμού των λέξεων που περιγράφουν την εκπαίδευση στα άρθρα τα σχετικά με αυτή. Έτσι στο κείμενο του 1968 τα δύο άρθρα τα σχετικά με την εκπαίδευση απαρτίζονταν από 215 λέξεις έναντι 150 του Συντάγματος το 1952. Και αυτό το γεγονός, έδειχνε την τάση του προς συγκεντρωτισμό στο χώρο της εκπαίδευσης καθώς «κάθε φραστική προσθήκη αποτελεί δέσμευση του πολίτη.» (Δημαράς:1976, σ.8) (16), ιδίως όταν αυτές υπό δικτατορικό καθεστώς χρησιμοποιούνταν μονομερώς για δέσμευση των εξουσιαζόμενων πολιτών και όχι των εξουσιαστών τους.      

 

Β) Το Συνταγματικό κείμενο του 1973 και η συζήτησή του

 Το δεύτερο Συνταγματικό κείμενο της επταετίας προέκυψε από την ανάγκη αλλαγής της μορφής του πολιτεύματος, μετά την αποκάλυψη των κινήσεων των αξιωματικών στο πολεμικό ναυτικό, προς όφελος του βασιλιά, το Μάιο του 1973. Την 1η Ιουνίου του ίδιου έτους, η Κυβέρνηση κατάργησε τη μοναρχία με Συντακτική Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου και εγκαθίδρυσε ένα καθεστώς που αποκαλούνταν προεδρικό και κοινοβουλευτικό. Χαρακτηριστικό του νέου Συντάγματος ήταν ο χωρισμός της κρατικής δραστηριότητας σε περιοχές «υψηλής» πολιτικής, που ανήκαν στην αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας και σε περιοχές «χαμηλής» πολιτικής στη δικαιοδοσία της Κυβέρνησης και του πρωθυπουργού, σαν να μπορούσε αυτή «να χωριστεί σε ερμητικές ζώνες» ( Αλιβιζάτος, 1995, σ. 317), χωρίς επικοινωνία μεταξύ τους. Υπό το νέο συνταγματικό κείμενο, η Κυβέρνηση είχε την αρμοδιότητα των εκπαιδευτικών ζητημάτων. Δρούσε όμως, μέσα σε περιοριστικά όρια, μια και άλλα ζητήματα σχετιζόμενα με την εκπαίδευση, όπως για παράδειγμα ο καταρτισμός του προϋπολογισμού, ανήκαν στην αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας (17).

Μέσα στο κλίμα του καλοκαιριού του 1973, όπου δέσποζαν ζητήματα «υψηλής» πολιτικής, τα άρθρα που σχετίζονταν με την εκπαίδευση (άρθρα 6 και 17), δε συζητήθηκαν σχεδόν καθόλου, με σκοπό να τροποποιηθούν. Στα Πρακτικά συζητήσεων του Υπουργικού Συμβουλίου ( Πρακτικά συζητήσεων, 1973), κυριαρχούσαν οι συζητήσεις για τις αρμοδιότητες και τις δικαιοδοσίες των νέων πολιτειακών θεσμών. Τροποποίηση των διατάξεων που αφορούν στην εκπαίδευση, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί είχε προηγηθεί και μεσολαβήσει ο κοινός νομοθέτης, εξειδικεύοντας ορισμένες από τις σχετικές διατάξεις για την εκπαίδευση του Συντάγματος του 1968 (18), ενισχύοντας τον έλεγχο και τον συγκεντρωτισμό του.

Η μόνη συζήτηση που γίνεται σχετικά με την εκπαίδευση, πραγματοποιήθηκε έπειτα από την πρόταση του υφυπουργού Παιδείας Κ. Ασλανίδη, να συμπεριληφθεί η εκπαίδευση στις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, ως «τομεύς εξ’ ίσου εθνικός, όπως οι τομείς των ενόπλων δυνάμεων, τής δημοσίας τάξεως και της εξωτερικής πολιτικής»                ( Πρακτικά συζητήσεων, 1973, σ.37). Σε αντίθεση με την οπτική του υφυπουργού Παιδείας, ο Γ. Παπαδόπουλος θεωρούσε ότι «η παιδεία είναι αμέσως σηνηρτημένη με τον χώρον και της κοινωνικής και της πολιτιστικής αναπτύξεως» ( Όπ.π.), επομένως στο πλαίσιο του διχοτομικού σχήματος του νέου Συντάγματος, δεν μπορούσε να εξέλειπε ως αρμοδιότητα της Κυβέρνησης και να εντασσόταν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

 Και αυτό το συνταγματικό εγχείρημα όμως τόσο λόγω του αμφισβητούμενου και έκτακτου τρόπου θέσπισής, (19) όσο και λόγω των τεταμένων συνθηκών που επικρατούσαν στη χώρα, με την έκφραση προσωπικών βλέψεων και φιλοδοξιών εκατέρωθεν δεν άργησε να αμφισβητηθεί. Χαρακτηριστικά ο Α. Ανδρουτσόπουλος ως πρωθυπουργός της χώρας εξήγγειλε ότι «είναι καιρός να τεθεί τέρμα εις τας συνταγματικάς περιπετείας. Να παύσουν οι συνταγματικοί αυτοσχεδιασμοί» ( Στεριάδου, 1993, σ. 139-140). Επομένως ως πολιτειακός άρχοντας έδειχνε ότι δε θα σεβόταν το θεσμό, τον οποίο είχε κληθεί να υπηρετήσει.

 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

  1. Υιοθετούνται εναλλακτικά  οι όροι συνταγματικά κείμενα ή συνταγματικά εγχειρήματα, μια και κατά τις φάσεις αρχικής σχεδίασης, συζήτησης και ψήφισής τους, δεν έλαβα χώρα η προβλεπόμενη διαδικασία των περιόδων δημοκρατικής διακυβέρνησης της χώρας. Η Νίκη Καλτσόγια- Τουρναβίτη τοποθετεί αυτή την κατηγορία των κειμένων ως παραχωρημένα υπό «κυβερνώσης ολιγαρχίας» και εφαρμοσμένα με εικονικό τρόπο ( Καλτσόγια- Τουρναβίτη, 1981, σ.208).

  2. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι αρκετά άρθρα των δυο συνταγματικών εγχειρημάτων έμειναν γράμμα κενό ή τέθηκαν σε αναστολή επ΄ αόριστον. Επίσης το ότι θεμελιώδη άρθρα προηγούμενων συνταγμάτων αναθεωρήθηκαν από τα δυο συνταγματικά κείμενα της επτάχρονης δικτατορίας.

  3. Το 1967 ο Willy Brant πίστευε χαρακτηριστικά ότι «δεν έχουν μέλλον οι πολιτικές δικτατορίες σε αυτή την πλευρά του πλανήτη» ( Meynaud, 1967, σ. 86), εννοώντας φυσικά το γεωγραφικό χώρο της Ευρώπης.

  4. Για την παραπομπή της Ελλάδας στο Συμβούλιο της Ευρώπης, βλ. (Κώνστας, 1976)  καθώς και (Papandreou Andreas Foundation, 1998) .

  5. Ο Φαίδων Βεγλερής θεωρούσε ότι το παλάτι υπαγόρευσε στους στρατιωτικούς αρχικά την ιδέα για παραχώρηση συντάγματος λόγω της ρευστής κατάστασης που επικρατούσε στην αρχή της επιβολής του πραξικοπήματος, παρότι κατά τον Jean Meynaud οι πραξικοπηματίες  επεδίωξαν τη «συνταγματική οργάνωση του κράτους σύμφωνα με τις ιδιαίτερες αντιλήψεις τους», βλ. ( Meynaud, 1967, σ.113). Για την πρώτη άποψη (Βεγλερής, 1974, σ.13).

  6.  Α΄ Συντακτική Πράξη / 5-5-1967, Φ.Ε.Κ. 66, τ. Α.

  7. Πράξις Υπουργικού Συμβουλίου 107/ 30-5-1967, Φ.Ε.Κ. 89, 1-6-1969, τ. Α.

  8. Όπως είναι γνωστό, το καθεστώς του Ι. Μεταξά στο μεσοπόλεμο, παρά τις προσπάθειές του, δεν μπόρεσε να καταρτίσει Σύνταγμα, παρόλο που είχε τη στήριξη, σε πολιτειακά και συνταγματικά ζητήματα, επιφανών νομικών της εποχής, όπως οι Κουμάρος και Μαντζούφας  ( Αλιβιζάτος, 1995). Είχε όμως, τη νομιμοποίηση του βασιλιά, κάτι που δεν ίσχυε για τον Γ. Παπαδόπουλο και τους συνεργάτες του, τουλάχιστο μετά τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1967.

  9. Η διαδικασία εδώ ήταν αντίθετη σε σχέση με τις δημοκρατικές περιόδους. Πρώτα καταρτίστηκε το συνταγματικό κείμενο, χωρίς τη μεσολάβηση συντακτικής συνέλευσης φυσικά, μετά συζητήθηκε και αφού διαμορφώθηκε, δόθηκε στο λαό προς ψήφιση. Το δημοψήφισμα, μέσα σε κλίμα ελέγχου και προπαγάνδας, έγινε στις 31 Οκτωβρίου 1968 και ο λαός έδωσε 92% συγκατάθεση στο Σύνταγμα. Σε δημοκρατικές περιόδους δεν γινόταν κάτι τέτοιο, λόγω της ειδικής γνώσης που απαιτεί η κατάρτιση και η έγκριση ενός τέτοιου νομικού κειμένου. Αυτός είναι και ένας λόγος για τον οποίο δεν μπορεί κανείς να μιλήσει για  Σύνταγμα, παρά για συνταγματικά κείμενα.

  10. Α.Ν. 129/ 19-9-1967, Φ.Ε.Κ. 163 τ. Α, άρθρο 3, παρ.1, όπου τροποποιείται το Ν.Δ. 4379/ 1964, το οποίο προέβλεπε στο άρθρο 4, παρ.1,2 εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση.

  11. Κατά την άποψη των μελών της κυβέρνησης Π. Πιπινέλη ( Πρακτικά συζητήσεων, 1971, σ.115) και Α. Ματθαίου ( Όπ. π., σ.113) αντίστοιχα.

  12.  Ήταν καθηγητής του Ρωμαϊκού Δικαίου στη νομική σχολή την Αθήνας. Λίγο αργότερα έφευγε από την κυβέρνηση. Είναι χαρακτηριστικό και αυτής της περιόδου ότι οι πανεπιστημιακοί, συμμετέχοντας σε διάφορες κυβερνητικές θέσεις, προσπαθούσαν και να περιφρουρήσουν τα του οίκου τους. Εβρισκόμενοι στη δύσκολη θέση να στηρίζουν τις επιλογές ενός αυταρχικού καθεστώτος  ταυτόχρονα είχαν το προνόμιο να είναι από τους λίγους μέγα -φορείς οι οποίοι έδειχναν πρόθυμοι να παράσχουν τη στήριξή τους σε αυτό, προσπορίζοντας έτσι και τα αντίστοιχα οφέλη. 

  13. Με τη Συντακτική Πράξη ΙΕ΄ του 1967, η Κυβέρνηση μπορούσε να διορίζει καθηγητές σε πανεπιστημιακές έδρες, παρά τη θέληση των τακτικών καθηγητών της οικείας σχολής (άρθρο 3, παράγραφος 4).

  14. Την ίδια περίοδο κάτι αντίστοιχο προβλέφθηκε και για την ευρύτερη δημόσια διοίκηση. Στο άρθρο 127 του συνταγματικού κειμένου του 1968 θεσμοθετήθηκε ο επίτροπος της Βουλής, θεσμός που παραπέμπει στο Συνήγορο του Πολίτη (Ombudsman), για τον έλεγχο των αυθαιρεσιών της διοίκησης. Τέτοιοι θεσμοί όταν τίθενται σε ισχύ πρέπει να συνεκτιμώνται σε σχέση με την ευρύτερη κοινωνικοπολιτική κατάσταση στην οποία εντάσσονται και  όχι από μόνοι τους, έτσι ώστε να ερμηνευθεί και η όποια σκοπιμότητα θεσμοθέτησής τους.

  15. Αυτό φυσικά δε σήμαινε πως ο εν λόγω υπουργός ήταν υπέρ της καθιέρωσης της δημοτικής. Και αυτό λόγω της καθοριστικής συμβολής του στη διαμόρφωση του Α.Ν 129.

  16. Ο εν λόγω συγγραφέας όταν υπολόγισε τις λέξεις του συνταγματικού κειμένου του 1968 τις αρίθμησε στις 194, μη υπολογίζοντας προφανώς αυτές του άρθρου για τη γλώσσα. Και αυτό γιατί εφάρμοσε την αρχή του ceteris paribus προκειμένου να το συγκρίνει με αυτό του 1975.     

  17. Σε μία περίοδο μάλιστα που το ίδιο όργανο αποφάσιζε να κατανείμει το 39% των δημοσίων δαπανών για τις ανάγκες της εθνικής άμυνας και της δημόσιας τάξης. (Αλιβιζάτος,1995, σ.318). Η Βουλή μπορούσε να εναντιώνεται στις ενέργειες του Προέδρου της Δημοκρατίας, με πλειοψηφία δύο τρίτων του συνόλου των μελών της (άρθρο 45), γεγονός εξαιρετικά δύσκολο στις επικρατούσες συνθήκες, δείγμα και αυτό του συγκεντρωτικού χαρακτήρα του νέου Συντάγματος.

  18. Βλ. Ν.Δ. 180 Περί του Κυβερνητικού Επιτρόπου των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ίδρυμάτων, 30-4-1969 καθώς και Ν.Δ. 793 Περί Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας, 1-1-1971.

  19.  Και αυτό το συνταγματικό κείμενο τέθηκε στην κρίση του ελληνικού λαού και με το δημοψήφισμα της 29ης Ιουλίου του 1973 εγκρίθηκε συντριπτικά από αυτόν. Ταυτόχρονα καταργήθηκε το πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας και εκδιώχτηκε οριστικά ο βασιλιάς, ο οποίος είχε μετά τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1967 αντικατασταθεί αντισυνταγματικά από τον αντιβασιλέα Γ. Ζωιτάκη.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Αλιβιζάτος, Ν.(1995). Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση (1922-1974). Αθήνα: Εκδόσεις Θεμέλιο

Βεγλερής, Φ. (1974). Λόγια της οργής και της ελπίδας 1967-1974. Αθήνα: Εκδόσεις Σάκκουλα

 Γεωργόπουλος, Κ. (1970). Ελληνικόν συνταγματικόν δίκαιον. τ. Γ΄. Αθήνα

 Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου. (1970). Το Σύνταγμα της Ελλάδας 1968. Αθήνα

 Δερτιλής, Γ.Β.  Η ιστορία που χάνεται, Το Βήμα, Νέες Εποχές, Κυριακή 23      Νοεμβρίου 1997

Δημαράς, Α. (1974). Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, τόμος Β΄. Αθήνα: Εκδόσεις Ερμής

Δημαράς Α., Το Σύνταγμα του 1975 και η εκπαίδευση. Πρόδρομη ανακοίνωση, περ. Φιλόλογος, τχ. 8, Ιανουάριος 1976

Καλτσόγια-Τουρνιαβίτη, Ν. (1979). Συμβολή στην ελληνική συνταγματική ιστορία             (1935-1975). Αθήνα: Πάντειος  Α.Σ.Π.Ε

Καλτσόγια-Τουρνιαβίτη, Ν. (1981). Προβληματική της σύγχρονης ελληνικής συνταγματικής ιστορίας  (1935- 1975). Αθήνα: Πάντειος  Α.Σ.Π.Ε. Διδακτορική διατριβή

Κώνστας, Δ. (1976). Η ελληνική υπόθεση στο  Συμβούλιο της Ευρώπης 1967-1969. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση

 Meynaud, J.  (1967). Rapport sur l’ abolition de la democratie en Grece, Μόντρεαλ: Εκδόσεις Etudes des sciences politique

 Παπαδημητρίου Γ. Η νομοθεσία της Δικτατορίας για τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, περ. Ο πολίτης, τχ. 2 , Ιούνιος 1976 

Papandreou Andreas Foundation.[επιμ.(1998)]. The council of Europe fights for democracy in Greece. Αθήνα. Εκδόσεις: Ίδρυμα Ανδρέας Παπανδρέου

Παπαχρήστος, Ν. (2001). Τα «συνταγματικά»  εγχειρήματα της δικτατορίας και το συντακτικό έργο της μεταπολίτευσης. Αθήνα- Κομοτηνή: Εκδόσεις Σάκκουλας

 Πουλαντζάς, Ν. (1975). Η κρίση των δικτατοριών. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση

 Στεριάδου, Κ. (1993). Η εξέλιξη των συνταγματικών ρυθμίσεων για θέματα Ανώτατης Εκπαίδευσης στην Ελλάδα από το 1824 έως σήμερα. Αθήνα - Κομοτηνή: Εκδόσεις  Σάκκουλα

Το Σύνταγμα της Ελλάδας. (1970). Αθήνα: Εκδόσεις Γραμματεία Υπουργικού Συμβουλίου

 Α.Ν. 129/ 19-9-1967, Φ.Ε.Κ. 163, τ. Α

Ν.Δ. 180 Περί του Κυβερνητικού Επιτρόπου των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων / 30-4-1969, Φ.Ε.Κ. 77, τ.Α

 Ν.Δ. 793 Περί Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας / 1-1-1971, Φ.Ε.Κ. 1, τ.Α

  Πράξις Υπουργικού Συμβουλίου 107/ 30-5-1967,  Φ.Ε.Κ. 89, τ. Α.

 Πρακτικά συζητήσεων επί του Συντάγματος 1968.Προεδρία Γ. Παπαδόπουλου. Αθήνα:  1971, Εκδόσεις Εθνικού Τυπογραφείου

 Πρακτικά συζητήσεων του Υπουργικού Συμβουλίου επί εγκαθιδρύσεως Προεδρικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Αθήνα:1973, Εκδόσεις Εθνικού Τυπογραφείου

 Συντακτική Πράξη Α΄ / 5-5-1967, Φ.Ε.Κ. 66, τ. Α

 Συντακτική Πράξη ΙΕ΄ / 19-12-1967, Φ.Ε.Κ. 227, τ. Α

 

 

 

Copyright 2003 ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ  ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ