|
Ο Friedrich Schneider
(1881-1974) ως συν-θεμελιωτής και κριτικός της Συγκριτικής Επιστήμης
της Αγωγής
Wolfgang Brezinka (*)
Η Συγκριτική Επιστήμη
της Αγωγής ισχύει σήμερα διεθνώς ως ένας αναγνωρισμένος
επιμέρους κλάδος της Παιδαγωγικής. Ο κλάδος αυτός έχει πολλούς πατέρες.
Ένας από αυτούς ήταν ο Friedrich Schneider (1881-1974).[i]Ο Schneider ήταν ο πρώτος στις
γερμανόφωνες χώρες, ο οποίος αφύπνισε το ενδιαφέρον του κοινού
υπέρ αυτού του νέου κλάδου. Ήταν τότε καθηγητής της Ψυχολογίας και της
Παιδαγωγικής στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Βόννης και παράλληλα
υφηγητής της Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας.
Το
1931 ίδρυσε το «Διεθνές Περιοδικό της Επιστήμης της Αγωγής», του
οποίου εκδότης και συντάκτης ήταν ο ίδιος. Πέτυχε να κερδίσει τον
Paul Monroe (1869-1947)[ii]
ως συν-εκδότη για το περιοδικό του, ο οποίος ήταν εκδότης της
αμερικανικής «Cyclopedia of Education» (5
τόμοι, 1910-1913, επανέκδοση σε τρεις τόμους 1925) και διευθυντής του
«International Institute of Teachers College»
του Πανεπιστήμιου της Columbia στη Νέα Υόρκη.
Ο Schneider δημιούργησε έτσι το πρώτο
πολύγλωσσο περιοδικό της Επιστήμης της Παιδαγωγικής. Κυκλοφορούσε κάθε
τρεις μήνες στην Κολωνία με άρθρα στα γερμανικά, αγγλικά και γαλλικά.
Αυτό
το περιοδικό δεν ήταν όργανο της Συγκριτικής Επιστήμης της Αγωγής,
αλλά ο σκοπός του ήταν να προωθήσει την ανταλλαγή των ιδεών στο
διεθνές πλαίσιο σε όλες τις επιμέρους περιοχές της Παιδαγωγικής
Επιστήμης. Ο Schneider δημο- σίευσε όμως ήδη
στον πρώτο τόμο ένα άρθρο που είχε τέσσερα μέρη με τον τίτλο «Διεθνής
Παιδαγωγική, Παιδαγωγική της αλλοδαπής, Συγκριτική Επιστήμη της Αγωγής
Ιστορία, Περιεχόμενο, Μέθοδοι, Στόχοι και Αποτελέσματα».[iii]
Το
άρθρο αυτό ήταν το πρώτο βασικό προγραμματικό κείμενο του «νέου
παιδαγωγικού κλάδου»[iv]
ή μιας «επιμέρους παιδαγωγικής ειδικότητας»[v]
γραμμένο στα γερμανικά. Ήταν συγχρόνως ένα δεοντολογικό και κριτικό
κείμενο. Από τη μια πλευρά το κείμενο αυτό έκανε διαφήμιση για το νέο
κλάδο, η δημιουργία του νέου
(*) Ο συγγραφέας της
παρούσας εργασίας ήταν φοιτητής του Schneider
(1946-1949) και αργότερα (1951-1953) επιστημονικός βοηθός του στο
Ινστιτούτο της Συγκριτικής Επιστήμης της Αγωγής του
Salzburg. Το 1961 έγινε, μετά από πρόσκληση του
Schneider στο Λονδίνο, συν-ιδρυτής της Ευρωπαϊκής Εταιρείας
της Συγκριτικής Παιδαγωγικής» (Comparative
Education Society in Europe).
κλάδου παρουσιαζόταν ως
δικαιολογημένη και αναγκαία, και από την άλλη πλευρά ασκούσε κριτική
στις περισσότερες εργασίες που είχαν δημοσιευθεί ως τότε με τον τίτλο
«Συγκριτική Παιδαγωγική» ή με κάποιον παρόμοιο τίτλο. Ο
Schneider απέρριψε αυτές τις εργασίες
επειδή θεωρούσε ότι δεν συνιστούν συμβολή στην πραγματική,
ουσιαστική Συγκριτική Επιστήμη της Αγωγής, έτσι όπως την εννοούσε ο
ίδιος. Αυτή η αμφιθυμική, διχασμένη στάση απέναντι στον κατεξοχήν
κλάδο της προτίμησής τον κατείχε σε όλη τη ζωή του. Δεν ήταν μόνο
πρόδρομος και συν-θεμελιωτής της Συγκριτικής Επιστήμης της Αγωγής,
αλλά και κριτικός της πνευματικής παραγωγής αυτού του κλάδου, ο οποίος
αμφέβαλε για την επιστημονική της αξία .
Αυτός ο χαρακτηρισμός δεν ταιριάζει με την εξιδανικευμένη εικόνα
που έχουν διαμορφώσει οι νεότεροι εκπρόσωποι αυτού του, τρόπον τινά,
επιμέρους κλάδου της Επιστήμης της Αγωγής για τον πρωτεργάτη της. Ο
χαρακτηρισμός αντιφάσκει εν μέρει και προς την εικόνα που είχε
διαμορφώσει ο ίδιος ο Schneider για τον
εαυτό του, σε μεγάλη πλέον ηλικία.[vi]
Έβλεπε τον εαυτό του ως ένα πεπεισμένο καινοτόμο, ο οποίος
υπενθυμίζοντας τη δική του προσφορά προσπαθούσε να διασφαλίσει την
αρμονία μέσα στη συντεχνία των συγκριτικών παιδαγωγών.
Στην
προσφορά του καταγράφεται, παράλληλα προς την τριακονταετή
δημοσιογραφική διαφήμιση για το νέο κλάδο, κυρίως η ίδρυση του πρώτου,
πανεπιστη μιακού περίπου επιπέδου, «Ινστιτούτου της Συγκριτικής
Επιστήμης της Αγωγής» το 1946 στο Salzburg.
Διετέλεσε διευθυντής του ως το 1953 και το 1947 εξέδωσε ως πρώτο τόμο
των δημοσιευμάτων του Ινστιτούτου του, την «Εισαγωγή στη Συγκριτική
Επιστήμη της Αγωγής». Αυτός ήταν ο υπότιτλος, ενώ ο κύριος τίτλος ήταν
«Κίνητρα της Παιδαγωγικής των Λαών». Είχε έκταση 503 σελίδων και
ισχύει ως κλασσική συμβολή για τη θεμελίωση του νέου εξειδικευμένου
κλάδου, του οποίου η δημιου- ργία αποτελούσε ακόμη αίτημα και
στόχο των γενικότερων προσπαθειών. Απόδειξη του γεγονότος ότι ο
Schneider πίστευε ότι η δημιουργία του νέου
κλάδου ήταν επι- στημονικά δικαιολογημένη αποτελεί και το γεγονός ότι
ο ίδιος έγινε συν-ιδρυτής της Ευρωπαϊκής Εταιρείας της
Συγκριτικής Παιδαγωγικής, το 1961 στο Λονδίνο.
Στόχος μου είναι να δείξω, στο πλαίσιο της βιογραφίας του
Schneider, ποια σημασία είχε για αυτόν
πραγματικά η Συγκριτική Επιστήμη της Αγωγής. Έχοντας αυτόν τον
στόχο θα αναφερθώ και σε κριτικές εκτιμήσεις που έκανε για τον
κλάδο αυτό,
τις οποίες διατύπωσε στο έργο του. Πιστεύω ότι είναι ακόμα επίκαιρες.
Κατ’
αρχήν όμως θα πρέπει να θυμηθεί κανείς τις επιστημονικές
προϋποθέσεις που επικρατούσαν τότε στα πανεπιστήμια, στο πλαίσιο των
οποίων ο Schnei- der
εργάστηκε για την Συγκριτική Επιστήμη της Αγωγής. Ήταν τα χρόνια
ανάμεσα στο 1930 και στο 1960 –μία περίοδος δηλαδή στην οποία η
παρουσία της Παιδαγωγικής στα πανεπιστήμια ήταν πολύ ισχνή. Στην
καλύτερη περίπτωση να υπήρχε μία και μοναδική έδρα για την Παιδαγωγική
στο πανεπιστήμιο. Δεν ήταν δυνατό να γίνει καμία σκέψη για
ίδρυση πανεπιστημιακών εδρών ούτε και για τους τόσο σημαντικούς
κλάδους,
όπως η Σχολική Παιδαγωγική, η Κοινωνική Παιδαγωγική, ή η Ειδική Αγωγή
Το
αίτημα για την εγκαθίδρυση της Συγκριτικής Επιστήμης της Αγωγής ήχησε
πριν ακόμα αναγνωριστεί η ίδια η Επιστήμη της Αγωγής αυτή καθεαυτή και
πριν ακόμα αυτή εδραιωθεί και σταθεροποιηθεί ως πανεπιστημιακός
κλάδος. Όποιος σκέφτονταν σοβαρά τον τίτλο «Συγκριτική Επιστήμη της
Αγωγής» όφειλε να σκέπτεται με βάση άλλες συγκριτικές επιστήμες, όπως
τη Συγκριτική Ανατομία ή τη Συγκριτική Γλωσσολογία. Όποιος κρατούσε
κριτική στάση είχε μάλλον την εντύπωση, ότι ο
Schneider προσπαθούσε να κάνει το δεύτερο βήμα πριν από το
πρώτο: διαφήμιζε έναν επιμέρους εξειδικευμένο κλάδο πριν ακόμα
εδραιωθεί και αναγνωριστεί στην ευρύτερη επιστημονική κοινότητα η
βασική επιστήμη, στην οποία ανήκει ο νέος κλάδος.
Αναγκαστικά, το επίπεδο ενός εξειδικευμένου κλάδου δεν μπορεί να είναι
υψηλότερο από το επίπεδο της βασικής επιστήμης, στην οποία στηρίζεται
ο εξειδικευμένος κλάδος. Η Συγκριτική Επιστήμη της Αγωγής προϋποθέτει
λογικά τη Γενική Επιστήμη της Αγωγής. Αφού η Παιδαγωγική δεν είχε
ακόμα συγκροτηθεί ως επιστήμη, αντιμετωπιζόταν με δυσπιστία και ο
επιμέρους κλάδος «Συγκριτική Παιδαγωγική»
Η
επιστημονική προσφορά του Schneider και τα όριά
της πρέπει να εκτιμηθούν μέσα σε αυτό το ιστορικό-επιστημονικό
πλαίσιο. Πώς έφτασε στη διατύπωση του προγράμματος του για τη
Συγκριτική Επιστήμη της Αγωγής και πώς το εννοούσε;
Η επαγγελματική
σταδιοδρομία του Schneider
Αφετηρία του
Schneider ήταν το επάγγελμα του δασκάλου, το
οποίο τον εισήγαγε στην Παιδαγωγική. Γεννήθηκε το 1881 στην Κολωνία ως
υιός ενός οδηγού ατμομηχανής. Μετά το Δημοτικό φοίτησε στο Σεμινάριο
για δασκάλους και σε ηλικία 20 ετών, το 1901, εισέρχεται στο
διδασκαλικό επάγγελμα. Από το 1906 δίδασκε στο Καθολικό Σεμινάριο για
δασκάλους της Ρηνανίας. Επειδή δεν είχε το απολυτήριο του
Γυμνασίου του έλειπε η τυπική προϋπόθεση για πανεπιστημιακές
σπουδές. Για αυτό το λόγο προετοιμάστηκε, όντας εργαζόμενος, για τις
εξετάσεις που οδηγούσαν στη λήψη του απολυτηρίου του Πρακτικού
Γυμνασίου (Realgymnasium).
Έτσι απέκτησε στην ηλικία των 32 ετών την τυπική προϋπόθεση για
πανεπιστημιακές σπουδές. Εργαζόμενος στην πόλη Essen
σπούδαζε παράλληλα στα πανεπιστήμια των πόλεων Münster
και Βόννης Γερμανική Φιλολογία, Ιστορία και Φιλοσοφία. Το 1918
έλαβε το πτυχίο που του έδινε το δικαίωμα να διδάξει στην ανώτερη
δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Τον ίδιο χρόνο έλαβε το διδακτορικό δίπλωμα
του πανεπιστημίου της Βόννης. Το θέμα της διατριβής του εντάσσεται
στο χώρο της Γερμανικής Φιλολογίας: «Ο August
Strindberg και ο Friedrich Nietzsche:
Μία συμβολή στη μελέτη της επίδρασης της γερμανικής Φιλοσοφίας και
ποίησης στον Strindberg και στο φιλολογικό έργο
του».
Ωστόσο,
ο
Schneider δεν άλλαξε θέση εργασίας, δεν πήγε
να διδάξει στο Γυμνάσιο, αλλά παρέμεινε
συνεχίζοντας να διδάσκει
στο Σεμινάριο για την εκπαίδευση των δασκάλων. Το 1923 έγινε υφηγητής
στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας σε ηλικία 41 έτους, με την διατριβή του
επί υφηγεσία: «Η Ψυχολογία του διδασκαλικού επαγγέλματος». Το 1927
διορίστηκε ως υφηγητής Ψυχολογίας και Παιδαγωγικής στην Παιδαγωγική
Ακαδημία που μόλις είχε ιδρυθεί στη Βόννη. Το επόμενο έτος, 1928,
έλαβε τον τίτλο του καθηγητή.
Στο ερευνητικό του έργο ο Schneider
επικεντρώθηκε αρχικά σε θέματα Παιδαγωγικής Ψυχολογίας και ιδιαίτερα
σε μεθόδους της διαγνωστικής της προσωπικότητας και στην
Επαγγελματική Ψυχολογία των δασκάλων. Υποστήριζε την «εμπειρική
θεμελίωση της Παιδαγωγικής» και συνέγραψε ως εισαγωγή στην εμπειρική
παιδαγωγική έρευνα την εργασία «Πρακτική Σχολική Ψυχολογία: Μία
Εισαγωγή στις πειραματικές και στατιστικές μεθόδους της Διαφορικής
Ψυχολογίας» (1922, 5η έκδοση 1929).
Συνέβαλε στο «Σύγχρονο Λεξικό της Παιδαγωγικής» του 1930 με τα άρθρα
του «Περιγραφική Παιδαγωγική», «Εμπειρική Παιδαγωγική» και «Πειραματική
Παιδαγωγική».[vii]
Ωστόσο στην θεωρητική παιδαγωγική έρευνα δεν συνεισέφερε τίποτα
σημαντικό.
Στα ψυχολογικά του ενδιαφέροντα προστέθηκε από τα μέσα της δεκαετίας
του
1920 το ενδιαφέρον για τα εκπαιδευτικά συστήματα άλλων χωρών και
ιδιαίτερα το ενδιαφέρον για τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις σε άλλες
χώρες. Τα σχετικά ερεθίσματα προήλθαν από την παραμονή του στην Αγγλία
(1924), στις Ηνωμένες Πολιτείες (1928) και από τη συμμετοχή του σε
διεθνή συνέδρια της «Παγκόσμιας Οργάνωσης για την Ανανέωση της
Εκπαίδευσης» (New Education Fellowship).
Μετά τη διατριβή του προστέθηκε επίσης το ενδιαφέρον για τις
πολιτιστικές σχέσεις ανάμεσα στα εθνικά κράτη και για τη διεθνή
κατανόηση. Έτσι οι παιδαγωγικές του μελέτες για τις ξένες χώρες
προκλήθηκαν κυρίως από πρακτικά σχολικά ενδιαφέροντα, όπως και από
μεταρρυθμιστικά και πολιτιστικά ενδιαφέροντα. Αυτά τον παρα- κίνησαν
στην ίδρυση του «Διεθνούς Περιοδικού της Επιστήμης της Αγωγής», το
οποίο εκδόθηκε στον καθολικό εκδοτικό οίκο του Bachem.
Η πορεία του Schneider γίνεται τότε μόνο
κατανοητή, αν λάβει κανείς υπόψη του τον βαθύ του δεσμό με την
Καθολική Εκκλησία. Ο υπερεθνικός της χαρακτήρας τον απελευθέρωσε από
την εθνικιστική στενότητα και του διαμόρφωσε έναν ανοιχτό πανανθρώπινο
πολιτιστικό ορίζοντα. Ο Schneider είχε
ενστερνιστεί το ιδανικό του ανθρωπισμού του Johann Gottfried Herder
(1744-1803) που συνδύαζε την εκτίμηση όλων των εθνικών πολιτισμών με
την «αγάπη για τη γερμανική λαϊκή παράδοση».[viii]
Οι θρησκευτικές και ηθικές όμως ρίζες του Schneider
προέρχονται από την χριστιανική πίστη. Απέναντι σε άτομα άλλων
θρησκευτικών ή και αθεϊστικών πεποιθήσεων ήταν ανεκτικός και
συνεργάσιμος. Είχε φίλους ανάμεσα στους φιλελεύθερους και στους
σοσιαλδημοκράτες. Υποστήριξε δημόσια μεταρρυθμιστικά προγράμματα που
προέρχονταν από αυτούς τους πολιτικούς χώρους.
Ωστόσο η ιδέα που καθοδηγούσε το θεωρητικό και το πρακτικό παιδαγωγικό
του έργο ήταν και παρέμεινε πάντα η υπηρεσία για την Εκκλησία.
Από το 1920 ως το 1923 εξέδιδε το «Περιοδικό Χριστιανικής Παιδαγωγικής
και Σχολικής Πολιτικής». Το 1925 δημοσίευσε έναν σημαντικό
πολυσυλλεκτικό τόμο με θέμα «Οι καθολικές πνευματικές αξίες ως
μορφωτικά αγαθά», το 1936 έναν επίσης πολυσυλλεκτικό τόμο με διεθνή
συμμετοχή και υψηλή ποιότητα, με τίτλο «Οι πολιτιστικές δυνάμεις του
παγκόσμιου Καθολικισμού από το τέλος του πολέμου».
Αυτή η έντονη δράση για μία ανοιχτή χριστιανική Παιδαγωγική και για τη
διεθνή κατανόηση ανάμεσα στους δασκάλους και στους παιδαγωγούς
προκάλεσε την εχθρική στάση της εθνικοσοσιαλιστικής κυβέρνησης
απέναντι στον
Schneider. Συνταξιοδοτήθηκε αναγκαστικά το 1934
σε ηλικία 53 ετών. Τον ίδιο χρόνο απομακρύνθηκε από το περιοδικό του,
του οποίου η έκδοση συνεχίστηκε στο πνεύμα του εθνικοσοσιαλισμού από
έναν άλλο εκδοτικό[ix]
οίκο με το ελαφρώς αλλαγμένο όνομα «Διεθνές περιοδικό της Αγωγής» και
σε τέσσερις γλώσσες: προστέθηκαν τα Ιταλικά λόγω της συμμαχίας με την
φασιστική Ιταλία.[x]
Το 1940 αφαιρέθηκε από τον Schneider και η
άδεια να διδάσκει ως υφηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας.
Κάτω από την πίεση της χιτλερικής δικτατορίας αποφάσισε ο
Schneider να σταματήσει προσωρινά την εργασία του στο χώρο της
Συγκριτικής Επιστήμης της Αγωγής. Αντί αυτού εργάστηκε για εκείνους
του κοινωνικούς θεσμούς, οι οποίοι ήταν, σε κάποιο βαθμό, σε θέση να
προστατέψουν το άτομο από την δελεαστική προπαγάνδα του
εθνικοσοσιαλισμού: εργάστηκε για την Καθολική Εκκλησία και για την
χριστιανική οικογένεια. Το 1934 εκδόθηκε το βιβλίο του «Καθολική
οικογενειακή αγωγή», το 1937 δημοσίευσε περιπτωσιακές μελέτες
οικογενειακής αγωγής κάτω από πρίσμα της καθολικής ηθικής με
τίτλο «Τα παιδιά σου και Εσύ». Και τα δύο αυτά βιβλία επανεκδόθηκαν σε
συντομότατο διάστημα σε επτά εκδόσεις και μεταφράστηκαν σε πέντε ξένες
γλώσσες. Στο πνεύμα αυτών των βιβλίων έδινε διαλέξεις για θέματα
οικογενειακής αγωγής σε καθολικά ιδρύματα όλης της Γερμανίας, συχνά
μιλώντας από τον άμβωνα ως μη κληρικός, κάτι που ήταν τότε εντελώς
ασυνήθιστο.
Εκείνη την περίοδο ασχολήθηκε και με την θεωρία της «αυτοαγωγής» και
με την πρακτική της. Το 1936 δημοσιεύθηκε το βιβλίο του «Η αυτοαγωγή:
Επιστήμη και άσκηση», το 1940 το βιβλίο του «Η πρακτική της αυτοαγωγής
σε 55 σχολιασμένα παραδείγματα». Σε αυτή την ηθική-αισθητική θεματική
εντάσσεται και η «Χριστιανική επαγγελματική ηθική για παιδαγωγούς» (υπότιτλος)
του βιβλίου του που δημοσιεύθηκε το 1940 με τίτλο «Διδασκαλία και
αγωγή ως επάγγελμα».
Μετά από αυτές τις συμβολές του στην Πρακτική Παιδαγωγική ο
Schneider συνέγραψε στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δύο
βασικά επιστημονικά συγγράμματα. Το 1943 δημοσιεύθηκε το κύριο
θεωρητικό έργο του στη θεματική της Διεθνούς Παιδαγωγικής με τη στενή
έννοια: «Ισχύς και επιδράσεις της γερμανικής Παιδαγωγικής στο
εξωτερικό». Μέσα στις περιοριστικές συνθήκες της περιόδου του πολέμου
και των μεταπολεμικών χρόνων το έργο αυτό δυστυχώς δεν έγινε γνωστό,
ενώ θα το άξιζε, δεδομένου ότι είναι ένα εξαιρετικά πρωτοπόρο έργο με
άριστη τεκμηρίωση από πλευράς των πηγών του. Ο
Schneider επικεντρώνεται στην εθνική ιδιομορφία της
Παιδαγωγικής αλλά τονίζει συγχρόνως παράλληλα με τις διαφορές και τα
κοινά σημεία της «παιδαγωγικής θεωρίας και της πραγματικότητας
διαφορετικών λαών».[xi]
Το ερώτημα σχετικά με τα αίτια των εθνικών ιδιαιτεροτήτων της
Παιδαγωγικής[xii]
το ανέπτυξε ο Schneider στο δεύτερο κύριο
σύγγραμμά του. Εκδόθηκε το 1947 με τίτλο «Κίνητρα της Παιδαγωγικής των
Λαών». Και τα δύο αυτά συγγράμματα εντάσσονται κατά την άποψη του
Schneider «στον ερευνητικό χώρο της Συγκριτικής
Επιστήμης της Αγωγής»,[xiii]
το δεύτερο μάλιστα χαρακτηρίζεται ως «μία Εισαγωγή» σε αυτόν.
Στο τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και της χιτλερικής δικτατορίας ο
Schneider βρισκόταν στην Άνω Αυστρία, όπου είχε
καταφύγει για να γλιτώσει από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς της
Κολωνίας. Εκεί γνωρίστηκε με τον καθολικό αρχιεπίσκοπο
Andreas Rohracher (1892-1976). Ο Rohracher
κέρδισε τον Schneider ως συνεργάτη για το έργο
της θρησκευτικής και ηθικής ανασυγκρότησης. Του υποσχέθηκε μία
καθηγητική έδρα της Επιστήμης της Αγωγής, που θα ιδρυόταν στην κρατική
Θεολογική Σχολή του Salzburg, η οποία θα
επαναλειτουργούσε. Του υποσχέθηκε επίσης την ίδρυση του «Ινστιτούτου
της Συγκριτικής Επιστήμης της Αγωγής», που επιδίωκε ο
Schneider. Η πραγματοποίηση αυτών των δύο σχεδίων θα αποτελούσε
το πρώτο βήμα για την ίδρυση ενός Καθολικού Πανεπιστημίου για το
γερμανόφωνο χώρο, κάτι που είχε επιδιωχθεί ήδη από το 1884 χωρίς
επιτυχία.
Ο
Schneider είχε, ως γνωστός παιδαγωγός και ως
αποδεδειγμένος εχθρός του εθνικοσοσιαλισμού, πολύ μεγάλη επαγγελματική
υποστήριξη στη μεταπολεμική δημοκρατική Γερμανία. Προτίμησε ωστόσο το
αβέβαιο σχέδιο του αρχιεπισκόπου του Salzburg
επειδή ήλπιζε ότι στην απελευθερωμένη Αυστρία θα μπορούσε να
ενεργοποιήσει καλύτερα τους δεσμούς του με την διεθνή Παιδαγωγική,
που είχαν διακοπεί, απ’ ότι θα μπορούσε να το κάνει αυτό στη Γερμανία.
Βασίστηκε στην δύναμη της Καθολικής Εκκλησίας στην Αυστρία και στην
στήριξη του Πάπα Pius XII (1867-1958). Στόχος
του ήταν η ίδρυση ενός καθολικού κέντρου για την Επιστήμη της Αγωγής
σε όλο της το εύρος, το οποίο θα δημιουργούνταν στο πλαίσιο ενός
καθολικού πανεπιστημίου για να εκπαιδεύσει την ελίτ των καθολικών
πανεπιστημιακών.
Το μεγαλεπήβολο σχέδιο του Salzburg αποδείχθηκε
σύντομα ως ουτοπιστικό. Ο Schneider αναγκάστηκε
στην ηλικία των 65 ετών να περιοριστεί σε μία τιμητική καθηγητική έδρα
χωρίς αμοιβή στη Θεολογική Σχολή. Το «Ινστιτούτο της Συγκριτικής
Επιστήμης της Αγωγής» ιδρύθηκε το 1946 αλλά σε μία οικονομικά αδύνατη
βάση του ιδιωτικού «Καθολικού Πανεπιστημιακού Ομίλου». Είχε τρεις
ωραίους χώρους στην Πλατεία του Καθεδρικού Ναού, αλλά τίποτα παραπάνω
από μία και μοναδική θέση ενός πολύ ισχνά αμειβόμενου βοηθού και μιας
γραμματέως.. Ο εξοπλισμός ήταν ελάχιστος και η βιβλιοθήκη
αποτελούνταν από την ιδιωτική βιβλιοθήκη του Schneider,
η οποία συμπληρώθηκε κάπως με τις δωρεές της αμερικανικής κατοχικής
δύναμης. Όλες οι προσπάθειες χρηματοδότησης από πλευράς του Αυστριακού
Υπουργείου Παιδείας απέβησαν μάταιες. Με την επανίδρυση του αυστριακού
κράτους το ίδιο το κράτος χρειαζόταν πολύ περισσότερα οικονομικά
μέσα, από όσα ήταν διαθέσιμα, για να χρηματοδοτήσει τις Ανώτατες
Σχολές του. Δεν υπήρχε κατανόηση έτσι για μία τόσο ιδιαίτερη και
αμφισβητήσιμη ειδικότητα, όπως η «Συγκριτική Επιστήμη της Αγωγής» σε
μια περίοδο στην οποία σε όλα τα πανεπιστήμια της Αυστρίας υπήρχε μόνο
μία και μοναδική καθηγητική έδρα της Παιδαγωγικής και επίσης μία
μοναδική θέση βοηθού στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης.
Κάτω από αυτές τις πενιχρές συνθήκες ο Schneider
πέτυχε πάρα πολλά, διδάσκοντας, συμβουλεύοντας και δημοσιογραφώντας.
Το Ινστιτούτο του ήταν στο διάστημα μεταξύ 1946 και 1953 το πιο ενεργό
παιδαγωγικό κέντρο στην Αυστρία. Σε αυτό το Ινστιτούτο άρχισε να
εκδίδεται πάλι το τρίγλωσσο «Διεθνές Περιοδικό της Επιστήμης της
Αγωγής».[xiv]
Εδώ εκδόθηκε σε συνεργασία με το «Γερμανικό Ινστιτούτο Επιστημονικής
Παιδαγωγικής του Münster,
του οποίου επίσης φορέας ήταν η Καθολική Εκκλησία το τετράτομο
«Λεξικό της Παιδαγωγικής» (1925-55 στον εκδοτικό οίκο Herder,
στο Freiburg im Breisgau). Εδώ οργανώθηκαν τα
πρώτα διεθνή παιδαγωγικά συνέδρια στη μεταπολεμική Αυστρία. Εδώ
διοργανώθηκε η πρώτη υπηρεσία Συμβουλευτικής για εκπαιδευτικά θέματα,
πανεπιστημιακού περίπου επιπέδου, και δύο μονοετείς κύκλοι σπουδών για
παιδαγωγούς ιδρυμάτων νεανικής μέριμνας.
Ο
Schneider, εκτός από τις οκτώ ώρες που δίδασκε
εβδομαδιαίως στο Παπικό Φιλοσοφικό Ινστιτούτο της Θεολογικής Σχολής,
έδινε επιπλέον και πολλές διαλέξεις για δασκάλους, καθηγητές,
νηπιαγωγούς, κοινωνικούς παιδαγωγούς, εξομολογητές, για
ενδιαφερόμενους γονείς και νέους σε όλη την Αυστρία και στις
γειτονικές χώρες. Ασχολήθηκε μόνος του χωρίς ομάδα συνεργατών σαν
παντογνώστης των παιδαγωγικών θεμάτων σε όλες τις βασικές επιμέρους
περιοχές της επιστήμης του. Οι φοιτητές μπορούσαν να αποκομίσουν
μεγάλο όφελος παρακολουθώντας τα μαθήματά του, αλλά δεν μπορούσαν να
εκπονήσουν διδακτορική διατριβή, επειδή δεν υπήρχε τότε στο
Salzburg έδρα Παιδαγωγικής κρατικού
πανεπιστημίου. Έτσι δεν ήταν δυνατή η προώθηση της έρευνας μέσω
διατριβών και υφηγεσιών. Έτσι δεν διασφαλίστηκε η εξαιρετικά αναγκαία
εκπαίδευση της νέας γενεάς των ερευνητών που θα αντικαθιστούσε τη
γενεά των προκατόχων.
Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις δεν μπόρεσε το «Ινστιτούτο Συγκριτικής
Παιδαγωγικής Επιστήμης» του Salzburg να
εκπληρώσει τα ιδιαίτερα καθήκοντα, τα οποία υποσχόταν ο τίτλος του.
Μέσα στις συνθήκες τις οικονομικής ένδειας της περιόδου της
ανασυγκρότησης έδρασε ευεργετικά σε πολλούς τομείς, αλλά δεν έγινε
ποτέ ένα ερευνητικό κέντρο της Συγκριτικής Παιδαγωγικής Επιστήμης.
Όταν πια έγινε σαφές ότι δεν θα ιδρυόταν ένα Καθολικό Πανεπιστήμιο στο
Salzburg, ο Schneider
παραιτήθηκε από τα σχέδιά του, το 1953, και κατέφυγε στο πανεπιστήμιο
του Μονάχου, όπου είχε από το 1949 μία τιμητική έδρα με τα δικαιώματα
ενός τακτικού καθηγητή. Ένα ερευνητικό κέντρο για το αντικείμενό του
δεν μπόρεσε όμως να δημιουργηθεί, επειδή ο Schneider
σε ηλικία 72 χρονών ήταν ήδη πολύ μεγάλος και επειδή υπήρχε για την
Παιδαγωγική μία μόνο έδρα, την οποία κατείχε ο Martin
Keilhacker (1894-1989), ο οποίος κάλυπτε όλο το αντικείμενο της
Παιδαγωγικής.
Ο
Schneider ήταν ακόμα σε θέση να ενθουσιάζει
τους φοιτητές του και στο Μόναχο. Σταμάτησε να διδάσκει το 1961 σε
ηλικία 80 ετών. Το 1959 δημοσίευσε ένα βιβλίο με θέμα την «Ευρωπαϊκή
εκπαίδευση» και το 1961 έκανε τον τελευταίο απολογισμό του για τη
«Συγκριτική Επιστήμη της Αγωγής». Το δημοσιευμένο έργο του
συμπεριλαμβάνει 24 βιβλία, από τα οποία πολλά μεταφράστηκαν σε
συνολικά 10 γλώσσες. Από αυτά μόνο τρία ή τέσσερα αποτελούν συμβολές
στη Συγκριτική Επιστήμη της Αγωγής. Το 1974 πέθανε σε ηλικία 92 ετών
στο Μόναχο.
Οι απόψεις του
Schneider για την Συγκριτική Επιστήμη της
Αγωγής
Στο πρώτο προγραμματικό
του άρθρο του 1931 ο Schneider υποστήριξε τις
εξής δύο θέσεις: πρώτο, ότι στην Επιστήμη της Αγωγής δημιουργήθηκε ένα
νέο πεδίο έρευνας στην περίοδο από το τέλος του 19ου ως
αρχές του 20ου αιώνα. Δεύτερο, «αυτό το πεδίο δεν έχει
ακόμα μέχρι σήμερα οριοθετηθεί ούτε ως προς την ονομασία του ούτε,
πολύ περισσότερο, ως προς τις μεθόδους και τους στόχους του».
Συγκεκριμένα ασκείται κριτική στην εξής κατάσταση: «Για τη νέα
επιστημονική περιοχή χρησιμοποιούνται διεθνώς κυρίως τρεις όροι.
Πρώτο, Παιδαγωγική της Αλλοδαπής (Auslandspädagogik,
Foreign Education, Pédagogie
de l’ étranger).
Δεύτερο, Συγκριτική Επιστήμη της Αγωγής (Vergleichende
Erziehungswissenschaft,
Comparative Education, Pédagogie
Comparée). Τρίτο, Διεθνής Παιδαγωγική (Internationale
Pädagogik, International
Education, Pédagogie
International). Αυτοί οι τρεις όροι χρησιμοποιούνται συνήθως
αδιακρίτως και χωρίς περίσκεψη, μολονότι το περιεχόμενό τους δεν
συμπίπτει. Με αυτούς τους όρους δεν συνδέονται αντίστοιχα σαφείς και
οριοθετημένες έννοιες. Μέχρι σήμερα ακόμα δεν είναι επιστημονικά
εδραιωμένοι ούτε υπάρχουν σαφείς διακρίσεις ανάμεσά τους με αποτέλεσμα
το περιεχόμενό τους να εμφανίζει και στο γραπτό λόγο μεγάλες
διακυμάνσεις. Έτσι εισάγεται στην επιστημονική συζήτηση μία
αντιεπιστημονική αοριστία».[xv]
Ο
Schneider ήταν ο πρώτος που προσπάθησε να βάλει
τάξη σε αυτή την εννοιολογική αταξία. Η αφετηρία του ήταν ότι η
Συγκριτική Επιστήμη της Αγωγής οφείλει το όνομά της στη μέθοδο που
εφαρμόζει. Για αυτό το λόγο είναι ουσιαστική για την Συγκριτική
Επιστήμη της Αγωγής η εφαρμογή της συγκριτικής μεθόδου.[xvi]
Μόνο όταν η «σύγκριση» εφαρμόζεται με τη στενή επιστημονική έννοια,
όταν δηλαδή εφαρμόζεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο η «συγκριτική
μέθοδος», μπορεί να γίνει λόγος για Συγκριτική Επιστήμη της Αγωγής.
Οι περισσότερες αμερικανικές δημοσιεύσεις, που συγκαταλέγονται στην
κατηγορία της «Comparative Education» δεν
είναι παρά «μόνο απλές παρουσιάσεις παιδαγωγικών θεμάτων άλλων χωρών
με κάποιες ενδιάμεσες ή επιπρόσθετες κριτικές συγκρίσεις με την
παιδαγωγική πραγματικότητα ή τη θεωρία της δικής τους χώρας. Δεν
δικαιολογείται όμως να χαρακτηρίζεται μία ολόκληρη επιστημονική
περιοχή σύμφωνα με μία μέθοδο, η οποία εφαρμόζεται σε μικρή έκταση ή
συχνά μόνο ευκαιριακά».[xvii]
Αυτές οι εργασίες στο μεγαλύτερο μέρος τους δεν είναι παρά
«Παιδαγωγική της Αλλοδαπής», η οποία «δεν συμπεριλαμβάνει την κριτική
σύγκριση».[xviii]
Η «Παιδαγωγική της Αλλοδαπής» κατά τον Schneider
«είναι μεν η σημαντικότερη επικουρική επιστήμη της Συγκριτικής
Επιστήμης της Αγωγής, αλλά δεν ταυτίζεται με εκείνη».[xix]
Ο
Schneider θεωρούσε ότι «για να καλυφθεί όλος ο
χώρος της νέας επιστημονικής περιοχής» θα ήταν κατάλληλος ο
χαρακτηρισμός «Διεθνής Παιδαγωγική», με την προϋπόθεση, ότι «στη χρήση
του όρου ‘διεθνής’ συμπεριλαμβάνονται συνειδητά και οι δύο σημασίες,
πρώτο «οι σχέσεις ανάμεσα στις διαφορετικές κοινωνίες» και δεύτερο,
«τα γνωρίσματα που είναι κοινά σε όλους τους λαούς».[xx]
Όσον αφορά τη δεύτερη σημασία του όρου «διεθνής» με την έννοια των
«κοινών γνωρισμάτων σε όλους τους λαούς» ο Schneider
υπενθυμίζει ότι η αγωγή είναι μία «πρωταρχική λειτουργία των
ανθρώπινων κοινωνιών» και για αυτό απαντάται σε όλους τους λαούς. Ο
στόχος της «Παιδαγωγικής της Αλλοδαπής» ως πρώτης επιμέρους περιοχής
της «Διεθνούς Παιδαγωγικής» είναι «καταρχήν η απλή περιγραφή
της παιδαγωγικής πραγματικότητας όλων των λαών». Ένας δεύτερος στόχος
είναι «η αιτιώδης και τελεολογική εξήγηση των παιδαγωγικών
φαινομένων», «η αποκάλυψη των συνθηκών στις οποίες οφείλονται οι
ιδιαίτερες εθνικές παιδαγωγικές θεωρίες και πραγματικότητες όπως και ο
νόμος της διαμόρφωσής τους», «η διερεύνηση … των συγκεκριμένων
συνθηκών των εθνικών παιδαγωγικών ιδιαιτεροτήτων».[xxi]
«Στους παράγοντες, που επηρεάζουν την εξέλιξη της Παιδαγωγικής μιας
χώρας, ανήκουν και οι γενικότερες επιδράσεις των γειτονικών χωρών της
όπως και οι επιδράσεις των άλλων λαών και πολύ περισσότερο οι
επιδράσεις της Παιδαγωγικής τους. Μία εντελώς αυτόχθονη, απολύτως
ανεξάρτητη από εξωτερικές επιδράσεις εθνική Παιδαγωγική δεν απαντάται
σχεδόν πουθενά. Ωστόσο, η έκταση, η συχνότητα και το βάθος των ξένων
επιδράσεων στον παιδαγωγικό χώρο διαφέρουν πολύ .. »[xxii]
Για να λυθούν τα προβλήματα της αιτιώδους ανάλυσης – της αποκάλυψης
δηλαδή των «εξελικτικών προϋποθέσεων της κάθε εθνικής Παιδαγωγικής»
είναι αναγκαίο, «να εκτιμηθεί η επίδραση της ξένης Παιδαγωγικής». Για
αυτό η «Διεθνής Παιδαγωγική» συμπεριλαμβάνει επιπλέον και μία
ερευνητική περιοχή, «η οποία έχει ως πρωταρχικό αντικείμενο τις
«διακρατικές παιδαγωγικές σχέσεις», τις οποίες ο Schneider
συχνά χαρακτηρίζει μεταφορικά και αόριστα ως «διακρατικά παιδαγωγικά
ρεύματα δυνάμεων».[xxiii]
Αυτή η ερευνητική περιοχή αντιστοιχεί στην πρώτη σημασία του όρου
«διεθνής»: εκείνη δηλαδή «που αφορά τις σχέσεις ανάμεσα στα
διαφορετικά έθνη». Αυτή την ερευνητική περιοχή ο Schneider
την χαρακτηρίζει ως «Διεθνή Παιδαγωγική με την στενή έννοια».
Σε αυτές τις δύο επιμέρους περιοχές της «συνολικής Διεθνούς
Παιδαγωγικής» (με την ευρύτερη έννοια) προστίθεται ως τρίτη περιοχή
και η «Συγκριτική Επιστήμη της Αγωγής». Ο στόχος της είναι η «κριτική
σύγκριση των γεγονότων που διαπιστώθηκαν από την διεθνή συγκριτική
παιδαγωγική έρευνα».[xxiv]
Και τις τρεις αυτές επιμέρους περιοχές της «Διεθνούς Παιδαγωγικής
(Επιστήμης της Αγωγής) με την ευρύτερη έννοια», ο Schneider
τις αντιλαμβάνεται και τις διακρίνει στο πρόγραμμά του ως
περιγραφικές-αναλυτικές ερευνητικές περιοχές. Σε αυτές ισχύει η «ψυχρή
αντικειμενικότητα» που κυριαρχεί στην επιστημονική εργασία «χωρίς να
λαμβάνεται υπόψη αν τα αποτελέσματά της στηρίζουν τη μία ή την άλλη
ιδεολογία, παρά μόνο το αν εξυπηρετούν το στόχο της εξεύρεσης της
αλήθειας».[xxv]
Ωστόσο ο
Schneider δεν κατάφερε να εμποδίσει να
χρησιμοποιείται ο όρος «Διεθνής Παιδαγωγική», το οποίο ο ίδιος
επέλεξε, με εννοιολογικό περιεχόμενο διαφορετικό από αυτό που εκείνος
εννοούσε: ως όρος που δήλωνε την «αγωγή στο πνεύμα της διεθνούς
κατανόησης», «διεθνισμό», ή τις «ειρηνευτικές πεποιθήσεις» και τις
αντίστοιχες παιδαγωγικές θεωρίες. Αυτή η πολυσήμαντη χρήση του όρου
οδήγησε σε πολλές παρανοήσεις. Αυτό ήταν ένας βασικός λόγος για τον
οποίο δεν επεκράτησε ο όρος που επέλεξε ο Schneider
και μαζί με αυτόν και το συνολικό εννοιολογικό σύστημα του.
Ο
Schneider διαπίστωσε σε μεγάλη ηλικία ότι: «η
προσπάθειά μου να περιορίσω τη χρήση του όρου ‘Συγκριτική Επιστήμη της
Αγωγής’ στον παιδαγωγικό ερευνητικό και διδακτικό χώρο, στον οποίο
εφαρμόζεται συστηματικά η συγκριτική μέθοδος … δεν είχε πλήρη
επιτυχία». « Ακόμα και σήμερα χαρακτηρίζεται ως συγκριτολόγος κάποιος,
ο οποίος ασχολείται στην έρευνα και στη διδασκαλία του με τα
παιδαγωγικά θέματα μιας άλλης χώρας» [δηλαδή μόνο περιγραφικά, χωρίς
να εφαρμόζει συστηματικά τη συγκριτική μέθοδο, Σημ. της μεταφρ.]. Και
ο ίδιος ο
Schneider αποδέχθηκε – αν και όχι χωρίς
ενδοιασμούς – σιγά σιγά αυτή τη χρήση του όρου.[xxvi]
Αυτό ήταν ασυνεπές, διότι έτσι ο Schneider
εξαιτίας μιας υποχωρητικής στάσης και μιας κακώς εννοούμενης
συναδελφικότητας αποδέχθηκε άκριτα μία εννοιολογική αταξία, την οποία
ο ίδιος προηγουμένως είχε δικαίως καταπολεμήσει ως απαράδεκτη.
Τελικά πρέπει ακόμα να λάβει κανείς το εξής υπόψη του. Ένα πολύ βασικό
σημείο της επιστημονικής Παιδαγωγικής του Schneider
ήταν ότι χρησιμοποιούσε μία εξαιρετικά ευρεία έννοια της αγωγής. Η
«σκόπιμη αγωγή» ως κοινωνική δράση δεν αποτελεί κατά τον
Schneider παρά μόνο ένα μικρό υποσύνολο του συνολικού
φαινομένου της «αγωγής». Κάτω από το όνομα «λειτουργική αγωγή»
συμπεριλαμβάνει όλα τα φαινόμενα που επηρεάζουν τον άνθρωπο και
«διαμορφώνουν» την προσωπικότητά του.[xxvii]
Επιπλέον δυσχεραίνει την κατανόηση και το γεγονός ότι ο
Schneider χρησιμοποιούσε τις λέξεις
«Παιδαγωγική» (ως ουσιαστικό) και «παιδαγωγικός» (ως επίθετο) όχι μόνο
για τις παιδαγωγικές θεωρίες, αλλά και τα παιδαγωγικά φαινόμενα της
πραγματικότητας. Έτσι χαρακτήριζε ως «παιδαγωγικές όλες εκείνες τις
ενέργειες που προέρχονται συνειδητά ή ασυνείδητα από άτομα, λαούς ή
από έναν λαό και από τον πολιτισμό του ως σύνολο, οι οποίες
αποσκοπούσαν στο να επηρεάσουν και να διαμορφώσουν έναν άλλο λαό ή ένα
μεμονωμένο άτομο ή ένα συλλογικό άτομο».[xxviii]
Ο
Schneider έμεινε πιστός σε όλη του τη ζωή στο
συγκριτικό-παιδαγωγικό του πρόγραμμα και στην αντίστοιχη εννοιολογική
δομή που διατύπωσε το 1931, μολονότι δεν απέφυγε κάποιες αντιφάσεις. Η
εννοιολογική δομή του είναι ασαφής και οι διαστάσεις του τόσο
τεράστιες, ώστε αξιολογώντας το κανείς κριτικά οδηγείται μάλλον στην
αμφισβήτησή του παρά στην αποδοχή του. Το πρόγραμμα αυτό στηριζόταν σε
μία τόσο ακραία διευρυμένη έννοια της αγωγής, η οποία συμπεριλάμβανε
όλα τα «ρεύματα των δυνάμεων» («Kräfteströme»)
που διαμορφώνουν τον άνθρωπο, ώστε τελικά σκόπευε σε μία παγκόσμια
ιστορική πολιτιστική ανθρωπολογία της γένεσης του ανθρώπινου είδους ή
σε μία επιστήμη της συγκριτικής κοινωνικοποίησης.
Αλλά, και αν ακόμα ο Schneider είχε βασιστεί
στη γενικά αποδεκτή έννοια της παιδαγωγικής δράσης, δεν θα μπορούσε να
δικαιολογηθεί με τη χρήση της «συγκριτικής μέθοδο» ως μόνου
διαφοροποιητικού γνωρίσματος, η ύπαρξη ενός «επιμέρους κλάδου της
Παιδαγωγικής»[xxix]
ή μιας «επιμέρους παιδαγωγικής ειδικότητας».[xxx]
Ο ίδιος ο Schneider τόνιζε ότι «βασικά
ολόκληρος ο χώρος των φαινομένων της Παιδαγωγικής μπορεί να ερευνηθεί
με την συγκριτική μέθοδο».[xxxi]
Διαπίστωσε ήδη το 1932, ορθά, ότι η Συγκριτική Επιστήμη της Αγωγής
συμπίπτει κατά το μάλλον ή ήττον … με τη γενική Παιδαγωγική της
οποίας ο στόχος είναι η έρευνα και η διατύπωση της ουσίας, των τυπικών
μορφών και των νόμων της αγωγής. Εάν εφαρμόζει κανείς, για να επιτύχει
αυτό τον σκοπό, τη μέθοδο της σύγκρισης πολλών διαφορετικών
διαδικασιών της αγωγής και συνάγει τα κοινά σημεία τους, αν δηλαδή
ουσιαστικά εφαρμόζει την επαγωγική μέθοδο … τότε η δραστηριότητά του
εντάσσεται στην συγκριτική Επιστήμη της Αγωγής. Τα παιδαγωγικά
φαινόμενα που συγκρίνονται προέρχονται ή από την πραγματικότητα της
γερμανικής κοινωνίας του παρόντος ή από την παιδαγωγική ζωή του
γερμανικού παρελθόντος ή ακόμα και από την παρούσα ή την ιστορική
παιδαγωγική πραγματικότητα άλλων χωρών. Από ποια περιοχή προέρχεται το
υλικό της σύγκρισης δεν είναι σημαντικό. Σημαντικό είναι ότι
εφαρμόζεται η συγκριτική μέθοδος και τίθεται ο ερευνητικός σκοπός.[xxxii]
Αυτή η θέση είναι για κοινωνικούς επιστήμονες αυτονόητη. Παραπέμπω
στους «Κανόνες της Κοινωνιολογικής Μεθόδου» του Emile Durkheim
(1858-1917) του 1895: «Επειδή είναι προφανές ότι στα κοινωνικά
φαινόμενα δεν μπορεί να εφαρμοστεί η πειραματική μέθοδος, η συγκριτική
μέθοδος είναι ο ‘μόνος τρόπος’ για να αποκαλυφθούν οι αιτιώδεις
σχέσεις και για να γίνουν δυνατές οι εξηγήσεις των φαινομένων.[xxxiii]
«Η Συγκριτική Κοινωνιολογία δεν είναι απλώς ένας ιδιαίτερος κλάδος της
Κοινωνιολογίας. Είναι η ίδια η Κοινωνιολογία στο μέτρο που παύει να
είναι μόνο περιγραφική και θέτει ως στόχο της την εξήγηση των
γεγονότων.[xxxiv]
Τη διαπίστωση αυτή μπορεί κανείς να τη διατυπώσει, ακολουθώντας τον
René König,
λέγοντας «ότι η Κοινωνιολογία γίνεται ‘συγκριτική’, στο μέτρο που
εξελίσσεται ως θεωρητική επιστήμη».[xxxv]
Αυτό ισχύει αναλόγως και για τη σχέση ανάμεσα στην Παιδαγωγική και στη
Συγκριτική Επιστήμη της Αγωγής, η οποία εφαρμόζει αυστηρά την
συγκριτική μέθοδο. Εννοούμε εκείνες τις έρευνες, οι οποίες αποσκοπούν
στην αποκάλυψη των αιτιωδών σχέσεων.
Από τον ορισμό των σκοπών της Συγκριτικής Επιστήμης της Αγωγής που
διατύπωσε ο Schneider συνάγεται, ότι δεν μπορεί
να υπάρξει λογικά, παράλληλα με την Γενική Επιστήμη της Αγωγής, και
μία Συγκριτική Επιστήμη της Αγωγής. Σύγκριση δεν σημαίνει τίποτα άλλο,
παρά ότι στην παρατήρηση των φαινομένων διαπιστώνονται κοινά σημεία
και διαφορές, ομοιότητες και ανομοιότητες των γνωρισμάτων τους. Η
σύγκριση είναι μία βασική νοητική λειτουργία και ανήκει στις μεθόδους
όλων των επιστημών.[xxxvi]
Για αυτό η σύγκριση έχει και για την Γενική Παιδαγωγική κεντρική
σημασία, έτσι ώστε δεν μπορεί η σύγκριση να θεμελιώσει από μόνη της
καμία ανεξάρτητη επιμέρους ειδικότητα της Συγκριτικής Επιστήμης της
Αγωγής.
Όποιος έχει ως σκοπό του, όπως ο Schneider,
χρησιμοποιώντας τη «συγκριτική μέθοδο» να διατυπώσει «παιδαγωγικούς
τύπους», να ορίσει ουσιαστικά «βασικές παιδαγωγικές έννοιες» και να
φθάσει σε «γενικές παιδαγωγικές νομοτέλειες», προχωρεί κατά την άποψη
του
Schneider πέραν από την «Διεθνή Παιδαγωγική» ως μία επιμέρους
ειδικότητα της Παιδαγωγικής και εισέρχεται στο χώρο της συγκριτικής
Γενικής Επιστήμης της Αγωγής».[xxxvii]
Η ιδιαιτερότητα που χαρακτηρίζει την περιοχή, στην οποία εντάσσονται
κατεξοχήν τα ερευνητικά ενδιαφέροντα τον Schneider,
σε σχέση με την Γενική Επιστήμη της Αγωγής, είναι η «Παιδαγωγική των
Λαών», όπως εκφράζεται στον τίτλο του κύριου συγγράμματός του «Κίνητρα
της Παιδαγωγικής των Λαών», που δημοσιεύθηκε το 1947. Δεν είναι η
συγκριτική μέθοδος το ιδιαίτερο γνώρισμα που διαφοροποιεί το
ερευνητικό πεδίο του, αλλά οι «λαοί» και οι πολιτισμοί τους,
συμπεριλαμβανομένων των εκπαιδευτικών συστημάτων τους και των
παιδαγωγικών θεωριών τους.[xxxviii]
Αυτά είναι τεράστια κοινωνικά σύνολα και συστήματα, των οποίων η
μελέτη οδηγεί πολύ πέραν των ορίων της Παιδαγωγικής Επιστήμης. Ο
Schneider προτιμούσε να ασχοληθεί επιστημονικά
σε αυτό τον τεράστιο ιστορικο-πολιτιστικό χώρο, παρά με τα κεντρικά
συστηματικά ερωτήματα της Γενικής Παιδαγωγικής.[xxxix]
Οι μελέτες του προχωρούσαν περισσότερο σε πλάτος παρά σε βάθος. Θέματα
με τα οποία δεν ασχολήθηκε ο Schneider ήταν η
γνωσιοθεωρητική κριτική, η προσπάθεια διατύπωσης σαφώς ορισμένων
εννοιών, η συστηματική περιγραφική ανάλυση των φαινομένων και η
μεθοδολογικά αυστηρή δόμηση θεωρίας. Η έννοια την οποία θεωρούσε
προοδευτική της «λειτουργικής αγωγής» δημιούργησε περισσότερο σύγχυση
παρά ωφέλησε την διεύρυνση της γνώσης.
Αυτές οι μεθοδολογικές, λογικές και εμπειρικές αδυναμίες της Γενικής
Παιδαγωγικής του επηρέασαν φυσικά και την Συγκριτική Παιδαγωγική του.
Πιθανώς θα παραμείνουν έτσι τα πράγματα: το εννοιολογικό και το
λογικό-συστηματικό επίπεδο των εργασιών της Συγκριτικής Επιστήμης της
Αγωγής δεν μπορεί να είναι υψηλότερο από το επίπεδο της Γενικής
Επιστήμης της Αγωγής, που αποτελεί τη βάση τους. Τα όριο του έργου του
Schneider καθορίστηκαν από τις γνωστές
αδυναμίες της επιστήμης του. Ωστόσο, η κύρια προσφορά του σε αυτή την
επιστήμη δεν θα πρέπει να ξεχαστεί: παρότρυνε τους παιδαγωγούς
του κόσμου να κοιτάξουν πέρα από τα εθνικά τους σύνορα και προώθησε
την διεθνοποίηση της Παιδαγωγικής[xl]
σε μία περίοδο, κατά την οποία λίγοι το είχαν σκεφθεί.
Απόδοση στην
ελληνική γλώσσα: Δρ. Πόπη Βρυνιώτη
|
|
|